Μία δευτέρα προϋπόθεσις διά τήν ἀποτείχισι πέραν τῆς κατεγνωσμένης αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ παρόντος Κανόνος, εἶναι τό νά τήν κηρύττη ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ Πατριάρχης «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Αὐτό σημαίνει τήν βεβαιότητα καί ἀσφάλεια εἰς τούς ἀποσχιζομένους, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία δέν ἄκουσαν τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἐπισκόπου ἕνας ἤ δύο ἤ μερικοί, ἀλλά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ἀποκλείεται καί ἡ διαφορετική ἑρμηνεία τῶν λεγομένων ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἐπειδή ὅ,τι ἀκούσουν ὀλίγοι δυνατόν νά παρερμηνευθῆ ἤ νά μεταφερθῆ ἀλλοιωμένο, ὅταν ὅμως ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἤ τά περισσότερα γίνουν αὐτήκοα τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας, τότε ἀποκλείεται πᾶσα πλάνη ἤ ἄδικος κρίσις καί κατάκρισις τοῦ Ἐπισκόπου.
Τό «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» ἔχει ἐπίσης τήν ἔννοια ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή ἀποτελεῖ πίστι τοῦ Ἐπισκόπου καί δέν εἶναι κάτι πού ἀναφέρθηκε προχείρως ἤ ἐκ παραδρομῆς ἤ ἀπετέλεσε μία λεκτική παρατυπία ἤ ἁβρότητα. Οὔτε ἐπίσης κάτι τό ὁποῖο εἰπώθηκε κατ’ οἰκονομίαν, λόγῳ κάποιας ἀδηρίτου ἀνάγκης. Δηλαδή οἱ ἀποτειχιζόμενοι εἶναι βέβαιοι ὅτι ἀποτειχίζονται ἀπό ἕναν δεδηλωμένο αἱρετικό, ὁ ὁποίος ἐργάζεται στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, πλήν ὅμως διά νά διαφθείρη καί ἀποκόψη διά τῆς αἱρέσεως τά κλήματα ἀπό τήν ἄμπελο καί διά νά διασκορπίση τά πρόβατα ἀπό τόν ποιμένα (Χριστό). Ἡ ἔκφρασις τέλος αὐτή τοῦ Κανόνος σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ὄχι μόνο εἶναι δεδηλωμένος αἱρετικός, ἀλλά
προσπαθεῖ τήν αἵρεσι νά τήν διαδώση χρησιμοποιῶντας τό ἀξίωμά του καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι αὐτό πού ἀπαιτεῖ ὁ ἱερός Κανών διά τήν ἀποτείχισι εἶναι ὁ ἀποτειχιζόμενος νά εἶναι βέβαιος ἀπό ποῦ ἀποτειχίζεται, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ὑπάρχει κίνδυνος πλάνης, ἀδίκου κρίσεως καί σχίσματος. Τό «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» δέν ἔχει ἀσφαλῶς τήν ἔννοια μόνο εἰς τήν διά λόγων κηρυττομένη αἵρεσι, ἀλλά καί εἰς τήν δι’ ἔργων, καθώς ἐπίσης καί ὄχι μόνο εἰς τήν ἀκουστικήν κήρυξι ἀλλά καί εἰς τήν ὀπτικήν. Δηλαδή ἄν σήμερα π.χ. ὁ Πατριάρχης συλλειτουργῆ καί συμπροσεύχεται μέ τόν Πάπα, καί αὐτό διά τῆς τηλεοράσεως καθίσταται γνωστό καί εἰς τόν τελευταῖο Ὀρθόδοξο, αὐτό ἀσφαλῶς ἐντάσσεται εἰς τήν δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρυττομένη αἵρεσι, ἐπειδή ἡ ὅρασις εἶναι πιστοτέρα τῆς ἀκοῆς καί τά ἔργα ἀξιοπιστότερα τῶν λόγων. Ἐπίσης τό ἴδιο ἰσχύει καί ἄν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττη κάποια αἵρεσι, ἡ ὁποία καταγράφεται σέ βιβλίο γραμμένο ἀπό αὐτόν. Εἶναι ἄξιον προσοχῆς ὅτι ἐνῶ, οἱ δύο προηγούμενοι ἱεροί Κανόνες καί τό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρόντος ΙΕ΄ ὁμιλοῦν διά τήν διακοπήν τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τήν θείαν Μυσταγωγίαν, τό δεύτερο τμῆμα αὐτοῦ τοῦ Κανόνος δέν ἀναφέρει τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως, ἀλλά χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφρασιν «πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες» καί τήν ἔκφρασιν «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες». Αὐτό προφανῶς συμβαίνει διότι στίς τρεῖς προηγούμενες περιπτώσεις ἀποτειχίσεως οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἦσαν ὑπόλογοι καί ὑπεύθυνοι σχίσματος, ἐνῶ διά τά θέματα τῆς πίστεως συμβαίνει τό ἀντίθετο · δηλαδή ἀποκόπτεται ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὁ αἱρετικά φρονῶν καί κηρύσσων, ἐνῶ ὁ ἀποτειχιζόμενος, ἐνσωματώνεται ἤ παραμένει ἐνσωματωμένος διά τῆς ἀληθινῆς πίστεως εἰς τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή εἰς τίς τρεῖς προηγούμενες περιπτώσεις ὁ ἱ. Κανών, δι’ ὅσους θά τολμήσουν τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως, νομοθετεῖ τήν ἐπιβολή ποινῆς,ἐνῶ εἰς τήν παροῦσα, τῆς αἱρέσεως, θεωρεῖ τήν ἀποτείχισι ὡς ἀνάγκη, καί ὡς ἔνοχο ὄχι τόν ἀποτειχιζόμενο, ἀλλά τόν Ἐπίσκοπο, ἐξ οὗ καί οἱ χαρακτηρισμοί «καλούμενος Ἐπίσκοπος, ψευδεπίσκοπος, ψευδοδιδάσκαλος». Αὐτή ἐπίσης ἡ ἔκφρασις σημαίνει ὅτι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως σταματᾶ συγχρόνως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο, ὅτι αὐτός δέν ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας καί διά τοῦτο δέν μνημονεύεται, ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί τήν αἵρεσι καί ὅτι ἀποτείχισις σημαίνει περιφρούρησις τῆς πίστεως καί τῶν πιστῶν, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ὀνομάζεται «καλούμενος», δηλαδή κατ’ ὄνομα καί ὄχι κατ’οὐσίαν.
Συνεχίζεται.