Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο

Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο δεν έ­χει θε­ο­λο­γι­κή βά­ση ού­τε α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή και εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση. Στη­ρί­ζε­ται σα­φώς σε κο­σμι­κού χα­ρα­κτή­ρα νο­ο­τρο­πί­α ε­ξου­σί­ας-δι­α­κο­νί­ας. Α­να­τρέ­πει την α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή δο­μή του μυ­στη­ρια­κού σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας, σχε­τι­κο­ποι­εί και πρα­κτι­κώς κα­ταρ­γεί τη Συ­νο­δι­κό­τη­τα ως α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α του σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας και ει­σά­γει το κο­σμι­κό φρό­νη­μα σ’ αυ­τήν, α­κυ­ρώ­νει την ι­σο­τι­μί­α των ε­πι­σκό­πων και ι­δι­ο­ποι­εί­ται την α­πό­λυ­τη δι­οι­κη­τι­κή ε­ξου­σί­α ε­φ’ ό­λης της Εκ­κλη­σί­ας, πα­ρα­με­ρί­ζον­τας ου­σι­α­στι­κά τον Θε­άν­θρω­πο και το­πο­θε­τών­τας ως ο­ρα­τή κε­φα­λή έ­ναν άν­θρω­πο, και με τον τρό­πο αυ­τό ε­πα­να­λαμ­βά­νει θε­σμι­κά πλέ­ον το προ­πα­το­ρι­κό α­μάρ­τη­μα. Και, ό­πως με το F­i­l­i­o­q­ue κα­τα­λύ­θη­κε στη Δύ­ση θε­σμι­κά η ι­σο­τι­μί­α των προ­σώ­πων της Α­γί­ας Τριά­δος και ει­δι­κό­τε­ρα του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, το ο­ποί­ο κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μά υ­πο­βι­βά­στη­κε στην ον­το­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρί­α των κτι­σμά­των, έ­τσι και με το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο, θε­σμι­κά, ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται η α­που­σί­α της χα­ρι­σμα­τι­κής πα­ρου­σί­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος στο εκ­κλη­σι­α­στι­κό σώ­μα, το ο­ποί­ο ου­σι­α­στι­κά με­ταλ­λάσ­σε­ται α­πό θε­αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό σε αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό. Τέ­λος, η θε­ρα­πεί­α της πα­ρα­πά­νω εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κής ε­κτρο­πής των Πα­πι­κών μπο­ρεί να α­να­ζη­τη­θεί μό­νον στην εν τα­πει­νώ­σει ε­πι­στρο­φή τους στην πα­ρα­δο­σια­κή Εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α της Ορ­θό­δο­ξης Α­να­το­λής.

Η πτώσις των 19 Μονών του Αγίου Όρους

Aυτά γράφει ο Μητροπολίτης Πειραιώς για τους αιρετικούς παπικούς και για τους «εντός του δαιμονικού κλίματος του συγκρητιστικού Οικουμενισμού»  ‘Ορθοδόξους’ εκ των οποίων ένας είναι ο Πατρ. κ. Βαρθολομαίος τον οποίον οι ‘φύλακες’ της Ορθοδοξίας οι ...‘Λοκατζίδες της Ορθοδοξίας’, καλωσόρισαν στο Άγιο Όρος προσφάτως…


…..τηρουμένης ἐπ’ ἀκριβῶς τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως, τῶν ὑπό τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Νόμου προβλεπομένων καί τῶν ἰσχυόντων παρ’ ἡμῖν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, οἵτινες σαφῶς καί πλήρως ἀπαγορεύουν τήν ὑπό μελῶν τῆς Ἀδιαιρέτου Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀποδοχήν ἀκοινωνήτου προσώπου ὡς Κληρικοῦ, ὡς καί τήν συμμετοχήν εἰς συμπροσευχάς μετά προσώπων μεθ’ ὧν δέν ὑφίσταται ἐκκλησιαστική κοινωνία, οὔτε ταυτότης ἐν τῇ πίστει. Τυγχάνει ἀσφαλῶς ἐγνωσμένη εἰς Ὑμᾶς ἡ ἡμετέρα πίστις διά τήν Ὑμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν, ἐρειδομένη ἐπί τῆς κοινῆς μεθ’ Ὑμῶν χιλιετοῦς πορείας, καί τῶν ὑπό τῶν Ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἥστινος ἱστορική καί ἀκαινοτόμητος συνέχεια ἀποτελεῖ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτη Ἐκκλησία καί τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Αὑτῆς, διακελευομένων καί ἑπομένως αἱ τυχόν προσωπικαί πτώσεις πρωτιστευόντων διακόνων τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ἅς θά ἀποδώσουν φρικτόν λόγον ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος Αὐτῆς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντός τοῦ δαιμονικοῦ κλίματος τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οὐδόλως δεσμεύουν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οὔτε δύνανται νά ἀποτελέσουν πρόσχημα διά τήν ἀπομείωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας.