Ο Ηλίας ο Μέγας ως σύμβολο Μυστικής Θεολογίας, --- του αειμνήστου Ιωάννου Κορναράκη, Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Κάθε λόγος περί μυστικής θεολογίας και κάθε αναφορά σε βιώματα και καταστάσεις αγιοπνευματικής εμπειρίας, που αποτελούν περιεχόμενα της θεολογίας αυτής, μας προκαλεί συχνά την αίσθηση μιας ασύλληπτης αποστάσεώς μας από τους ανθρώπους εκείνους του Θεού, που φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευνοημένοι και προικισμένοι για τέτοιες πνευματικές αναβάσεις και χαρισματικές εκστατικές ανυψώσεις στους μυστικούς πνευματικούς λειμώνες της νοητικής θεωρίας.

Ίσως η αιτία για μια τέτοια αίσθηση δεν θα πρέπει να είναι μόνο το είδος της αυτοσυνειδησίας μας για το πνευματικό μας επίπεδο και γενικά για τις δυνατότητές μας για μια δική μας μέθεξη στις ιερές και μυστικές αυτές αναβάσεις αλλά και η δικαιολογημένη πάντως σκέψη, ότι η μυστική θεολογία φαίνεται να γεννάται και να προοδεύει σε συνθήκες και όρους μιας απόλυτα ησυχαστικής ζωής. Ησυχία εσωτερική – αρμονία και ειρήνη ψυχικών δυνάμεων – και εξωτερική – μακριά από θορύβους και περισπασμούς πάσης φύσεως – είναι εύλογο να σκεπτόμαστε ίσως, ότι αποτελούν δυσεύρετη πραγματικότητα. Η πρώτη θέαση εκ μέρους μας του φαινομένου της μυστικής θεολογίας, μας δίνει την εικόνα του πλέον ευαίσθητου άνθους του πνευματικού λειμώνος της χάριτος του Θεού, που ο σπόρος του φαίνεται να σπείρεται σε εξαιρετικά ευνοημένες από το Θεό ψυχές.

Μπορούσε να αμαρτήσει ο Χριστός; -- Ανδρέου Θεοδώρου, Θεολόγου, Kαθ. Παν. Αθηνών

Ως γνωστόν, στην αρχαία Εκκλησία είχαν διαμορφω­θεί και λειτουργήσει δύο διαφορετικές θεολογικές σχολές, η αλεξανδρινή και αντιοχειανή. Η πρώτη, επηρεαζόμενη από την ελληνική φιλοσοφία (κυρίως τον Πλατωνισμό) ασκούσε θεωρητική θεολογία, ερμήνευε αλληγορικά τις Γραφές και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τόνιζε τη θεία φύση, αφήνοντας στο περιθώριο την ανθρώπινη. Η δεύτερη, εμφορούμενη από το πρακτικό, πραγματιστικό και κριτικό πνεύ­μα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ασκούσε θεολογία πρα­κτική και κριτική, ερμήνευε τις Γραφές με την ιστορική κρι­τική μέθοδο και στο πρόσωπο του Θεανθρώπου τόνιζε κυ­ρίως την ανθρώπινη φύση, εγκαταλείπουσα στη σκιά τη θεία.

Οι τάσεις αυτές είχαν και συνέπειες. Σε ακραίες τοποθετήσεις, από μεν την αλεξανδρινή σχολή προήλθαν οι αι­ρέσεις του Απολλιναρίου, επισκόπου Συρίας της Λαοδικείας (έλεγε ότι ο Χριστός, ως άνθρωπος, δεν είχε λογικό νου), των Μονοφυσιτών (έλεγαν ότι ο Χριστός ήταν μόνον Θεός, διότι η ανθρώπινη του φύση είχε απορροφηθεί από τη θεία), του μονοθελητισμού και μονοενεργητισμού (δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο φυσικές ενέργειες, αλλά μία μόνο)· από δε την αντιοχειανή Σχολή, προήλθε κυρίως ο Νεστοριανισμός (ο Νεστόριος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διασπούσε το ενιαίο πρό­σωπο του Χριστού, δεχόμενος δύο φυσικά πρόσωπα, ενούμενα στο ένα ηθικό πρόσωπο της ενώσεως, δεχόταν εξωτερική και χαλαρή την ένωση των δύο φύσεων και το δυνα­τόν της αμαρτίας στο Χριστό, που τονίζοντας κυρίως ο Θεόδωρος Μοψουεστίας δεχόταν ότι ο Χριστός ενοχλείτο από κα­κές επιθυμίες και ψυχικά πάθη και ότι τελειοποιήθηκε  βαθμηδόν κατόπιν ηθικού αγώνα κατά της αμαρτίας).

----------------------

Ο/Η Δημήτριος Χατζηνικολάου είπε...

Τό κλειδί διά τήν ἀπάντησιν εἰς τό προκείμενον ἐρώτημα, ἐάν δηλαδή ἠδύνατο ν' ἁμαρτήσῃ ὁ Χριστός, εἶναι καί πάλιν τό χωρίον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ «ὃ Θεὸς οὐ βούλεται, οὐδὲ παραχωρεῖ».

Σ.Τσιόδρας - Θ. Λύτρας: Το Μαξίμου τους απέκλεισε & δεν δίνει νέα στοιχεία - «Βουλιάζει» το καράβι