Ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος, ὁ ὁποῖος ἦτο φορέας αἱρέσεως μή κατεγνωσμένης, πρίν κατακριθῆ ὁ ἴδιος ἀπό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἐκβάλλεται διά ξύλων καί λίθων ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ὑπό ἁγίων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τελικά μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας θανατώνονται. Αὐτή εἶναι ἡ τιμή διά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ ΙΕ΄ Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, μέ τήν ὁποία ἠξιώθησαν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Δηλαδή τό νά καταταγοῦν μεταξύ τῶν ἁγίων καί ὁμολογητῶν καί νά εἶναι ἐσαεί πρότυπα πρός μίμησιν. Εἶναι ἴσως βέβαιον ὅτι σήμερα, ἄν κάποιοι τολμοῦσαν νά ἐνεργήσουν τοιουτοτρόπως σέ μία κατεγνωσμένη αἵρεσι,, θά ἐθεωροῦντο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές καί μή, ὡς ἀδιάκριτοι, ἀντάρτες, ταλιμπάν, ἐκτός Ἐκκλησίας καί κατεχόμενοι ὑπό ἑωσφορικοῦ καί δαιμονικοῦ πνεύματος. Ἀντιθέτως δέ αὐτοί πού θά ἀνέμενον τήν Σύνοδο (π.χ. τῆς Ἱερείας) διά νά ἀποφασίση ἐπί τοῦ θέματος θά ἐθεωροῦντο συνετοί, ὑπάκουοι, διακριτικοί καί ἐντός τῆς Ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς αὐτή εἶναι σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Πλήν αὐτῶν τῶν ἁγίων, ἔχομε αὐτήν τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (ἡ ὁποία δέν πρέπει νά λησμονοῦμε δέν ἦτο ἀκόμη κατεγνωσμένη αἵρεσις), τούς ἁγίους καί ὁμολογητάς Θεόφιλον, ὁ ὁποῖος ἦτο αὐτόκλητος μάρτυς καί ὁμολογητής καί ἑορτάζει τήν 2αν Ὀκτωβρίου, τόν Θεόφιλον καί Λογγῖνον τόν Στυλίτην, ἡ μνήμη τῶν ὁποίων εἶναι τήν 10ην Ὀκτωβρίου, τόν ἅγ. Ὑπάτιο Ἐπίσκοπο καί Ἀνδρέα τόν πρεσβύτερο, πού ἑορτάζονται τήν 20ην Σεπτεμβρίου, Γεώργιον τόν Λημνιώτη, πού ἑορτάζει τήν 24ην Αὐγούστου, Γεώργιον ἐπίσης Πισιδίας, πού ἑορτάζει τήν 19ην Ἀπριλίου, Βασίλειον
καί Προκόπιον τούς ὁμολογητάς, πού ἑορτάζουν τήν 27ην καί 28ην Φεβρουαρίου, Ἀνδρέαν τόν ὁμολογητήν τόν ἐν τῇ κρίσει πού ἑορτάζει τήν 17ην Ὀκτωβρίου καί πολλούς ἄλλους. Δέν πρέπει νά παραλείψωμε καί τόν ἀδάμαντα τῆς περιόδου αὐτῆς, τόν ὁμολογητήν Στέφανον τόν νέον, τόν ἀσκήσαντα εἰς τό ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Εἰς τόν βίον του ἀναφέρεται, πέραν τῶν μαρτυρικῶν του ἀγώνων, ὅτι ὅταν ἐτελείωσεν ἡ Σύνοδος τῆς Ἱερείας τό 754 ἔστειλε ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος τίς ἀποφάσεις της μέ τόν Πατρίκιον Κάλλιστον νά τίς ὑπογράψη καί ὁ ὅσιος Στέφανος, ἐπειδή ἦτο περιβόητος καί εἰς ὅλους αἰδέσιμος. Αὐτός ἀρνήθηκε νά ὑπογράψη ἀποκαλῶντας αἱρετικήν τήν Σύνοδον, δέν ἐδέχθη δέ καί τά τρόφιμα πού τοῦ ἀπέστειλε ὁ αὐτοκράτωρ λέγοντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γλυκανθῆ ὁ λάρυγξ των ἀπό αἱρετικῶν βρώματα (Μέγας Συναξαριστής τόμος ΙΑ΄ σελ. 699). Ἐδῶ, ὅπως βλέπομε, ἔχομε τό γεγονός ὅτι Σύνοδος 348 Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐπεκύρωσαν τήν αἵρεσιν, ἀθετεῖται ἀπό ἕναν ἅγιο ἀσκητή. Δηλαδή ὁ ὅσιος Στέφανος δέν ἀποτειχίσθηκε ἁπλῶς ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο ἤ Πατριάρχη, ἀλλά ἀπό μία ὁλόκληρον
πολυάνθρωπον Σύνοδο καί μάλιστα διά μία αἵρεσι μή κατεγνωσμένη (καταδικασμένη) καί ἐπιπλέον ὅλα αὐτά πολύ πρίν τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, ἡ ὁποία κατέγραψε αὐτήν τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφερθήκαμε στούς ἁγίους τῆς πρώτης περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας μόνο καί μόνο διά τό γεγονός τῆς ἀποτειχίσεώς των ἀπό μή κατεγνωσμένη αἵρεσι, τό ὁποῖο θά λέγαμε ἀποτελεῖ μία ὑπέρβασι καί αὐτοῦ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Θά ἀναφέρωμε καί δύο παραδείγματα ἀπό τήν μετά τήν Σύνοδο αὐτήν περίοδο διά νά καταδείξωμε τό ὑποχρεωτικό τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος καί ὄχι τό προαιρετικό ἤ δυνητικό ὅπως πολλοί ἰσχυρίζονται.
Συνεχίζεται.