Περπατώντας σε βουνά και σε λαγκάδια
Περπατούμε ανάμεσα σε βουνά και σε μικρά καμποβούνια. Περνούμε μέσα από κλεισούρες. Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε. Είναι πρωί. Ο ήλιος βρίσκεται ως τρία μπόγια ψηλά. Πέρα φαίνονται τα βουνά, το’να πίσω απ’ τ’ άλλο. Από πίσω μας αφήσαμε άλλα βουνά. Τι είναι αυτά τα ελληνικά βουνά! Δεν είναι βράχοι και χώματα σωριασμένα, όπως σε άλλα μέρη· είναι ζωντανά· είναι ψυχές. Θαρρείς πως σε κοιτάζουνε. Κάποια απ’ αυτά θαρρείς πως κάθονται συλλογισμένα όπως οι άνθρωποι. Και τα σχέδιά τους είναι πολύ έμορφα και πολύ παράξενα. Άλλο στέκεται με όρθιο κεφάλι, παλληκαρόβουνο, κι αγναντεύει τον κάμπο, άλλο έχει γυρτή στο πλάγι την κεφαλή του, σαν να’ ναι παραπονεμένο, άλλο έχει ξαπλωμένο το κορμί του σαν τον άνθρωπο που ξεκουράζεται, άλλο θαρρείς πως τεντώνει τον λαιμό του για να κοιτάξει πίσω από τ’ άλλα που βρίσκονται πιο μπροστά, κι από πίσω απ’ αυτό προβάλλει το κεφάλι του άλλο, και πιο μακριά άλλα, πολλά βουνά. Τα πιο έμορφα είναι όσα είναι ξεμοναχιασμένα, αποτραβηγμένα από τ’ άλλα, κι αυτά είναι τις περισσότερες φορές στρογγυλά και μυτερά στην κορφή και στέκουνται μέσα στον αγέρα σαν να’ναι από κρούσταλλο. Σχεδόν όλα είναι σπάνια και σταχτιά, χωρίς δέντρα.