Εἶναι γνωστό, ὅτι
εἶναι ἀδύνατος ἕνας ἀκριβὴς ὁρισμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς Ἐκκλησίας, διότι ἡ
Ὀρθοδοξία-Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινο μέγεθος καί, ὅσον ἀφορᾶ στὸ θεῖο στοιχεῖο
της, ὑπέρκειται κάθε διανοητικῆς-λογικῆς σύλληψης. Ἂν θὰ θέλαμε, λοιπόν, κατὰ
προσέγγιση, νὰ ὁρίσουμε τὴν Ὀρθοδοξία, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε τὸ ἑξῆς:
Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἀκτίστου στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία, καὶ ἡ
δυνατότητα τοῦ κτίσματος νὰ ἁγιασθεῖ καὶ νὰ θεωθεῖ.
Ἕνας (χριστιανικὸς)
Deismus (Deus Creator, sed non Gubernator) εἶναι ὀρθόδοξα καθαρὴ πλάνη. Τὸ
Ἄχρονο καὶ Ὑπέρχρονο εἶναι συνεχῶς μέσα στὸν κόσμο καὶ τὸ χρόνο, γιὰ νὰ ἁγιάζει
τὸν χρόνο καὶ νὰ τὸν μεταμορφώνει σὲ χρόνο τῆς θείας βασιλείας, σὲ αἰωνιότητα
(πρβλ. τὸν λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου: «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν
καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν»· Α’Κορ. 15, 53).
α) Η Πίστη