Ο άγιος Αθανάσιος αφού έκτισε την Λαύραν, εις τα Μελανά, εκεί όπου σήμερον ευρίσκεται αύτη, υπέστη πολλούς πειρασμούς και στερήσεις, τόσον αφού ηναγκάσθη να αναχωρήση. Βαδίζων εις το άγνωστον εν απελπισία δεινή προς βορράν, περάσας μιάς ώρας διάστημα, βλέπει έξαφνα μίαν γυναίκα μεγαλοπρεπή ενώπιόν του, η οποία τον σταματά.
--Που πηγαίνεις, Αθανάσιε; Του λέγει με γλυκύτητα.
--Φεύγω, Κυρία μου, διότι δεν ημπορώ να υποφέρω τους
πειρασμούς και τας μεγάλας στερήσεις οπού έχω.
--Πήγαινε οπίσω, του λέγει η μεγαλοπρεπής Κυρία, και θα
εύρης όλα τα χρειαζόμενα πλουσιοπάροχα.
--Και ποία είσαι συ, Κυρία μου;