β΄. Ὁ φόβος ὅτι ὁ ἀποτειχιζόμενος ἐξέρχεται τῆς Ἐκκλησίας.
Τό δεύτερο ἐπιχείρημα αὐτῶν πού ἀντιδροῦν εἰς τήν ἀποτείχισι εἶναι τό ὅτι διδάσκουν πώς διά τῆς ἀποτειχίσεως ἐξερχόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δι’ αὐτό ἰσχυρίζονται, ὅτι ἐμεῖς θά ἀγωνισθοῦμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἰς αὐτό τό ἐπιχείρημα ἔχομε νά ἀπαντήσωμε τά ἑξῆς:
1. Γίνεται ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα σύγχυσις τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικά τῶν ὁρίων της καί τοῦ ἐντός καί ἐκτός αὐτῆς χώρου. Ὁ ἐντός λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας χῶρος εἶναι ἐκεῖ πού ὑπάρχει κατά πρῶτον καί κύριον λόγον ἡ ἀληθινή πίστις καί κατά δεύτερον ἡ Ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία, ἐξάλλου, ἄνευ τῆς ἀληθινῆς πίστεως εἶναι κενή περιεχομένου. Συνεπῶς ἀποτείχισις σημαίνει τό νά θυσιάσω τό δευτερεῦον (τήν Ἀποστολική
διαδοχή) χάριν τοῦ πρωτεύοντος (τῆς
Ὀρθοδόξου καί ἀληθινῆς πίστεως). Ἄν λοιπόν, ἐνῶ ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, δέν ἀποτειχίζωνται ἀπό αὐτόν οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀποδεικνύουν ἐκ τῶν
πραγμάτων ὅτι ἀντέστρεψαν τούς ὅρους καί τόν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας χῶρο τόν ἐταύτισαν μέ τήν παρουσία τοῦ
Ἐπισκόπου. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ
μόνιμη διδασκαλία καί ἐπωδός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί κατά κόρον τήν ἀκοῦμε στήν ἐποχή
μας νά διδάσκεται ἀπό τά στόματα
τῶν Οἰκουμενιστῶν. Συνεπῶς αὐτοί πού σκέπτονται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἔχουν ἤδη
ἀποδεχθῆ βασικές ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ὁπωσδήποτε κινοῦνται στά ὅρια τά ὁποῖα θέτουν οἱ αἱρετικοί.
Συνεχίζεται.