Ἡ ἔκφρασις τοῦ παρόντος Κανόνος «οἱ τοιοῦτοι (οἱ ἀποτειχισθέντες) οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμίσει οὐχ ὑπόκεινται, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς, τοῖς ὀρθοδόξοις
ἀξιωθήσονται» κατ’ ἀρχάς ξεχωρίζει ὅλα τά ἄλλα θέματα ἀπό τά θέματα τῆς πίστεως. Ἐπίσης ξεχωρίζει αὐτούς πού ἀποτειχίζονται δι’ οἱονδήποτε ζήτημα ἀπό αὐτούς πού ἀποτειχίζονται λόγῳ δεδηλωμένης αἱρέσεως τοῦ προεστῶτος. Ὅταν λοιπόν ἀναφέρει, «τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται», ἐννοεῖ τά ἐπιτίμια πού ἔχουν ὁρίσει οἱ ἱεροί Κανόνες δι’ αὐτούς πού κάνουν παρασυναγωγή, φατρία ἤ καί σχίσμα. Ὅταν ἐν συνεχείᾳ λέγει «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐννοεῖ ὅτι, οἱ ἀποτειχισθέντες λόγῳ αἱρέσεως τοῦ προεστῶτος, ἔκαναν κάτι δύσκολο μέ τό ὁποῖο ἐβοήθησαν τήν Ἐκκλησία νά μήν παρεκκλίνη εἰς τό βασικό καί θεμελιῶδες σημεῖον τῆς ὀρθοδόξου δηλαδή πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἄξιοι τιμῆς καί ἐπαίνου.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό τοῦ Κανόνος ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι». Τό «ὡς ὀρθόδοξοι» σημαίνει ὅτι, εἰς τήν ὑπάρχουσα καί κηρυττομένη αἵρεσι, οἱ ἀποτειχισθέντες ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσιν, ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Δηλαδή σιωπηλά ἐννοεῖται ὅτι οἱ ὑπόλοιποι μή ἀποτειχισθέντες δέν ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσι, δέν ἐβοήθησαν εἰς τήν παροῦσα αἵρεσι τήν Ἐκκλησία νά ὀρθοδοξήση, ἀλλά ἐβοήθησαν διά τῆς δειλίας των τήν αἵρεσι νά ἑδραιωθῆ. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ μέν ἀξιώνονται τιμῆς καί ἐπαίνου, ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὑποκύψαντες καί συμβιβασθέντες εἶναι ἄξιοι κατηγορίας καί τιμωρίας. Τό ὅτι συνήθως δέν τιμωροῦνται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ὅσοι δέν τηροῦν γενναία καί ὁμολογιακή στάσι σέ θέματα πίστεως καί αἱρέσεως αὐτό πρέπει νά ὀφείλεται στούς ἑξῆς λόγους. Πρῶτον διότι αὐτοί συνήθως ἀποτελοῦν τήν
πλειοψηφία. Δεύτερον διότι αὐτοί ἐπιστρέφουν διά τῆς μετανοίας εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ὅταν καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις, ὅπως ἔγινε κατά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική μέ Ἐπισκόπους καί
ἱερεῖς πού εἶχαν ἀκολουθήσει τήν Εἰκονομαχία, σύμφωνα μέ τά πρακτικά τῆς Συνόδου, μολονότι ἡ Εἰκονομαχία μέχρι τότε δέν ἦτο, ὅπως ἀναφέραμε, κατεγνωσμένη αἵρεσις.
Τρίτον διότι μέ τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ εὐσπλαγχνίᾳ της δίδει ἄφεσιν εἰς ὅλα τά προηγούμενα, καθ’ ὅσον ἐπετεύχθη ὁ βασικός σκοπός καί στόχος. Αὐτό ὅμως οὐδόλως σημαίνει ὅτι οἱ μή τιμωρούμενοι δι’ οἱονδήποτε λόγο εἶναι συνειδησιακῶς ἐντάξει, τήν στιγμή πού οἱ προθέσεις καί οἱ διαθέσεις ἑκάστου θά ἐξετασθοῦν λεπτομερῶς ἀπό τόν ἐτάζοντα νεφρούς καί καρδίας Θεόν. Τό ὅτι πάλι ὁ Κανών ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀποτειχισθέντες εἶναι ἄξιοι τιμῆς, σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι εἶναι ἄξιοι καί μιμήσεως σύμφωνα μέ τό λόγιο «τιμή ἁγίου, μίμησις ἁγίου».
Συνεχίζεται.