Κ’ εγώ δεν κατάλαβα πώς
βρέθηκα μακρυά από τή ζάλη της πολιτείας. Έβγαλα ένα «άχ!» από τό στήθος μου,
σάν τόν άνθρωπο πού ξανάρχεται στή ζωή ύστερ’ από λιποθυμιά. Δεν πέρασε
πολλή ώρα, κ’ ένοιωσα τόν εαυτό μου πολύ ευτυχισμένον, ήσυχον καί βλογημένον,
όπως ήμουνα άλλη φορά, πρίν πέσω στά δόντια αυτηνής της λυσσασμένης Σκύλλας,
της πολιτείας. Έδώ, σ' αυτόν τόν ξερότοπο πού ήρθα, πού δεν έχεις τίποτα απ ’
όσα φχαριστούνε τούς σημερινούς ανθρώπους, καταλαβαίνω πώς είμαι λεύτερος, ύστερ’
από τη σκλαβιά, υστερ’ από τίς χίλιες σκλαβιές, γιά νά μιλήσω καλύτερα, πού
σηκώνουμε απάνω στήν καμπούρα μας όσοι ζούμε μέσα στήν αμαρτωλή τή Βαβυλώνα,
πού όλο γιά λευτεριές, λογής-λογής λευτεριές μιλά, πράσινες, κόκκινες,
πνευματικές, υλικές, μοντέρνες, υπαρξιστικές, αθεϊστικές λευτεριές, λευτεριά πού
αποχτιέται μέ τήν άπιστία, μέ τά λεφτά, μέ την άποχτήνωση, μέ τήν άναισθησία,
λευτεριά μέ τίς ψευτιές της φιλοσοφίας, λευτεριά με τό σκλάβωμα στίς μηχανές,
κι άλλες τέτοιες λευτεριές...