Κυριακή τῶν Βαΐων Ἰωάν.
ιβ΄, 1-18
Ἄς εἶναι ἀκράτητη ἡ χαρά
σου, θυγατέρα τῆς Σιών, εὐχαριστήσου κι ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Ἔρχεται πάλι σὲ σένα ὁ Βασιλιᾶς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στὸ πουλάρι, ὅπως
σὲ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νὰ τὸν προϋπαντήσωμε. Ἄς βιαστοῦμε νὰ δοῦμε τὴν δόξα του. Ἄς
προλάβωμε νὰ τιμήσωμε τὸν ἐρχομό του μὲ χαρά. Ἄλλη μιὰ φορὰ σωτηρία στὸν κόσμο, πάλι ὁ Θεὸς ἔρχεται
γιὰ νὰ σταυρωθῆ. Ὁ Βασιλιὰς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ’ αὐτὴν
καὶ χαρίζει πάλι τὴ σωτηρία στὸν κόσμο.
Τὸ φῶς ἄλλη
μιὰ φορὰ μᾶς ἐπισκέπτεται κι ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ
Ἐκκλησία καὶ χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ
κατάρα, καὶ πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τὰ Ἔθνη,
καὶ ἡ Σιὼν στολίζεται. Ἔρχεται ὁ Χριστὸς καθισμένος στὸ πουλάρι, ὅπως σὲ θρόνο.
Ἀναγαλλιάστε, οὐρανοί· ὑμνῆστε, ἄγγελοι· εὐφρανθῆτε τὰ βουνά, σκιρτῆστε λόφοι· παφλάσατε ποταμοί· ὁ λαὸς τῆς Σιὼν χορέψετε, οἱ Ἐκκλησίες
χαρῆτε· ψάλλετε, ἱερεῖς· προφῆτες, ἐλᾶτε πρῶτοι· εὐαγγελιστῆτε, μαθηταί· ὑποδεχθῆτε,
λαοί, τρέξτε μαζί κι οἱ γέροντες· χορέψετε μητέρες καὶ τὰ νήπια τρραγουδῆστε·
φωνάξτε νέοι, οἱ φυλές, μαζευτῆτε.