Κατά του Οικουμενισμού
Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών
Απρίλιος 2009
Απρίλιος 2009
Όσοι με τη Χάρη του Θεού ανατραφήκαμε με ευσεβή δόγματα και ακολουθούμε σε όλα την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία πιστεύουμε ότι:
Ή μοναδική οδός σωτηρίας των ανθρώπων1 είναι ή πίστη στην Αγία Τριάδα, στο έργο και στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου, τα συνεχιζόμενα εις το σώμα Αυτού, την Αγία Εκκλησία. Ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό φως2 δεν υπάρχουν άλλα φώτα για να μας φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα που μπορούν να μας σώσουν «Ουκ εστίν εν άλλω ούδενί ή σωτηρία. ουδέ γάρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δει σωθήναι ημάς»3. Όλα τα άλλα πιστεύματα, όλες οι θρησκείες, που αγνοούν και δεν ομολογούν τον Χριστό «εν σαρκί έληλυθότα»4 είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου5, δεν οδηγούν στην αληθινή θεογνωσία και στην δια του θείου βαπτίσματος αναγέννηση, αλλά πλανούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια. Οι Χριστιανοί πιστεύοντες εις την Άγια Τριάδα, δεν έχουμε τον ίδιο Θεό με καμία άλλη θρησκεία· ούτε με τις λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, οι όποιες δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα.
Επί δύο χιλιάδες χρόνια η ιδρυθείσα από το Χριστό και καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα Εκκλησία έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην διδαχθείσα από το Χριστό, παραδοθείσα από τους Άγιους Αποστόλους και φυλαχθείσα από τους Άγιους Πατέρες σωτηριώδη Αλήθεια. Δεν κάμφθηκε από τους σκληρούς διωγμούς των Ιουδαίων αρχικά και των ειδωλολατρών στη συνέχεια κατά τους τρεις πρώτους αιώνες· ανέδειξε πλήθος μαρτύρων και εξήλθε νικήτρια, αποδείξασα την θεϊκή της προέλευση. Όπως λέγει θαυμάσια ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον... "Ανθρωπον εάν πολεμής, ή ένίκησας ή ενικήθης, έκκλησίαν δε εάν πολεμης, νικήσαί σε άμήχανον ό Θεός γάρ έστιν ό πάντων ισχυρότερος»6.
Μετά την κατάπαυση των διωγμών και τον θρίαμβο της Εκκλησίας επί των εξωτερικών εχθρών, των Ιουδαίων δηλαδή και των ειδωλολατρών, πληθύνθηκαν και ενδυναμωθήκαν οι εσωτερικοί εχθροί της Εκκλησίας. Εμφανίσθηκαν οι ποικίλες αιρέσεις, οι όποιες επεχείρησαν να ανατρέψουν και να νοθεύσουν την παραδοθείσα πίστη, ώστε οι πιστοί να πάθουν σύγχυση και να ατονήσει η μπιστοσύνη τους στην ευαγγελική αλήθεια και στα παραδεδομένα. Ό Μέγας Βασίλειος σκιαγραφώντας την εκκλησιαστική κατάσταση που δημιούργησε η επί σαράντα έτη κυριαρχήσασα, και διοικητικά, αίρεση του Αρείου λέγει: «Καταπεφρόνηται τά τών Πατέρων δόγματα, άποστολικαί παραδόσεις έξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων έφευρέματα ταις Εκκλησίας έμπολιτεύεται· τεχνολογούσι λοιπόν, ου θεολογούσιν οί άνθρωποι· ή του κόσμου σοφία τά πρωτεία φέρεται παρωσαμένη τό καύχημα τού Σταυρού. Ποιμένες απελαύνονται, άντεισάγονται δε λύκοι βαρείς διασπώντες τό ποίμνιον του Χριστού»7.
Ότι έγινε με τους εξωτερικούς εχθρούς, τις θρησκείες, συνέβη και με τους εσωτερικούς, τις αιρέσεις. Η Εκκλησία δια μεγάλων και φωτισμένων Άγιων Πατέρων οριοθέτησε και περιχαράκωσε την Ορθόδοξη πίστη με αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για συγκεκριμένες αμφισβητούμενες διδασκαλίες, αλλά και με την συμφωνία των Πατέρων (consensus Patrum) για το σύνολο τών θεμάτων της πίστεως. Είμαστε πλέον ασφαλείς, όταν ακολουθούμε τους Άγιους Πατέρες και δεν μετακινούμε τα όρια που εκείνοι έθεσαν. Το «Επόμενοι τοις 'Αγίοις Πατράσι» και το «Μή μεταίρειν όρια α εθέντο οί Πατέρες ημών» αποτελούν σταθερή γραμμή πορείας και ασφαλιστική δικλείδα της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Κατά συνέπειαν οι βασικές θέσεις της Ομολογίας μας είναι οί εξής:
Επί δύο χιλιάδες χρόνια η ιδρυθείσα από το Χριστό και καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα Εκκλησία έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην διδαχθείσα από το Χριστό, παραδοθείσα από τους Άγιους Αποστόλους και φυλαχθείσα από τους Άγιους Πατέρες σωτηριώδη Αλήθεια. Δεν κάμφθηκε από τους σκληρούς διωγμούς των Ιουδαίων αρχικά και των ειδωλολατρών στη συνέχεια κατά τους τρεις πρώτους αιώνες· ανέδειξε πλήθος μαρτύρων και εξήλθε νικήτρια, αποδείξασα την θεϊκή της προέλευση. Όπως λέγει θαυμάσια ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον... "Ανθρωπον εάν πολεμής, ή ένίκησας ή ενικήθης, έκκλησίαν δε εάν πολεμης, νικήσαί σε άμήχανον ό Θεός γάρ έστιν ό πάντων ισχυρότερος»6.
Μετά την κατάπαυση των διωγμών και τον θρίαμβο της Εκκλησίας επί των εξωτερικών εχθρών, των Ιουδαίων δηλαδή και των ειδωλολατρών, πληθύνθηκαν και ενδυναμωθήκαν οι εσωτερικοί εχθροί της Εκκλησίας. Εμφανίσθηκαν οι ποικίλες αιρέσεις, οι όποιες επεχείρησαν να ανατρέψουν και να νοθεύσουν την παραδοθείσα πίστη, ώστε οι πιστοί να πάθουν σύγχυση και να ατονήσει η μπιστοσύνη τους στην ευαγγελική αλήθεια και στα παραδεδομένα. Ό Μέγας Βασίλειος σκιαγραφώντας την εκκλησιαστική κατάσταση που δημιούργησε η επί σαράντα έτη κυριαρχήσασα, και διοικητικά, αίρεση του Αρείου λέγει: «Καταπεφρόνηται τά τών Πατέρων δόγματα, άποστολικαί παραδόσεις έξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων έφευρέματα ταις Εκκλησίας έμπολιτεύεται· τεχνολογούσι λοιπόν, ου θεολογούσιν οί άνθρωποι· ή του κόσμου σοφία τά πρωτεία φέρεται παρωσαμένη τό καύχημα τού Σταυρού. Ποιμένες απελαύνονται, άντεισάγονται δε λύκοι βαρείς διασπώντες τό ποίμνιον του Χριστού»7.
Ότι έγινε με τους εξωτερικούς εχθρούς, τις θρησκείες, συνέβη και με τους εσωτερικούς, τις αιρέσεις. Η Εκκλησία δια μεγάλων και φωτισμένων Άγιων Πατέρων οριοθέτησε και περιχαράκωσε την Ορθόδοξη πίστη με αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για συγκεκριμένες αμφισβητούμενες διδασκαλίες, αλλά και με την συμφωνία των Πατέρων (consensus Patrum) για το σύνολο τών θεμάτων της πίστεως. Είμαστε πλέον ασφαλείς, όταν ακολουθούμε τους Άγιους Πατέρες και δεν μετακινούμε τα όρια που εκείνοι έθεσαν. Το «Επόμενοι τοις 'Αγίοις Πατράσι» και το «Μή μεταίρειν όρια α εθέντο οί Πατέρες ημών» αποτελούν σταθερή γραμμή πορείας και ασφαλιστική δικλείδα της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Κατά συνέπειαν οι βασικές θέσεις της Ομολογίας μας είναι οί εξής:
1. Φυλάττουμε αμετακίνητα και απαραχάρακτα όσα οι Σύνοδοι και οι Πατέρες εθέσπισαν.Αποδεχόμαστε όσα εκείνοι αποδέχονται και καταδικάζουμε όσα καταδικάζουν, αποφεύγουμε δε την επικοινωνία με όσους καινοτομούν εις τα της πίστεως. Εμείς ούτε προσθέτουμε, ούτε αφαιρούμε κάποια διδασκαλία, ούτε την μεταβάλλουμε. "Ήδη ό θεοφόρος Άγιος Ιγνάτιος´ Αντιοχείας στην Επιστολή του στον Άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης γράφει: «Πάς ό λέγων παρά τά διατεταγμένα, καν αξιόπιστος ή, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή καν προφητεύή, λύκος σοι φαινέσθω έν προβάτου δορά προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος». Ό Άγιος Ιωάννης, ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «Ει τις ευαγγελίζεται ύμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα.», παρατηρεί ότι ο Απόστολος «ουκ είπε εάν εναντία καταγγέλλωσιν ή τό πάν άνατρέπωσιν, αλλά καν μικρόν τι εύαγγελίζωνται παρ' ο παρελάβετε, καν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα εστωσαν»8. Ή Ζ' Οικουμενική σύνοδος ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της εναντίον των εικονομάχων προς τους κληρικούς της Κωνσταντινουπόλεως γράφει: «Τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας έξηκολουθήσαμεν καί ούτε ύφεσιν ούτε πλεονασμόν έποιησάμεθα, αλλ'άποστολικώς διδαχθέντες, κρατούμεν τάς παραδόσεις άς παρελάβομεν, πάντα αποδεχόμενοι καί άσπαζόμενοι όσαπερ ή 'Αγία Καθολική Εκκλησία άρχήθεν τών χρόνων άγράφως καί εγγράφως παρέλαβεν... Ή γάρ αληθινή της Εκκλησίας καί ευθύτατη κρίσις καινουργείσθαι έν αύτη συγχωρεί ουδέν, ούτε άφαίρεσιν ποιείσθαι. Ήμείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι, παρά τού ενός Πνεύματος λαβόντες χάριν, άκαινοτομήτως καί άμειώτως πάντα τά της Εκκλησίας έφυλάξαμεν»9.
Μετά των Άγιων Πατέρων και των Συνόδων απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις που παρουσιάσθηκαν κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας. Από τις παλαιές αιρέσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα καταδικάζουμε τον Μονοφυσιτισμό, τον ακραίο του Ευτυχούς και τον μετριοπαθή του Σεβήρου και Διοσκόρου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Δ' έν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Άγιων Πατέρων και Διδασκάλων, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Άγιου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μεγάλου Φωτίου και των ύμνων της λατρείας.
2. Διακηρύσσουμε ότι ό Παπισμός είναι μήτρα αιρέσεων καί πλανών· η διδασκαλία του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Άγιου Πνεύματος και εκ του Υιού, είναι αντίθετη προς όσα ο ίδιος ο Χριστός εδίδαξε περί του Αγίου Πνεύματος. Σύνολος ο χορός των Πατέρων και σε συνόδους και ξεχωριστά θεωρούν τον Παπισμό ως αίρεση, διότι εκτός του Filioque παρήγαγε πλήθος άλλων πλανών, όπως το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, τα άζυμα, το καθαρτήριο πυρ, την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου, την κτιστή Χάρη, την εξαγορά των αφέσεων (indulgentiae)· άλλαξε όλη σχεδόν την διδασκαλία και πράξη για το Βάπτισμα, το Χρίσμα, τη Θεία Ευχαριστία και τα άλλα μυστήρια και μετέτρεψε την Εκκλησία σε κοσμικό κράτος.
Ο σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο του μεσαιωνικού Παπισμού από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ώστε δεν αποτελεί πλέον συνέχεια της αρχαίας Δυτικής Εκκλησίας. Εισήγαγε πλήθος νέων υπερβολών στην «Μαριολογία», όπως την διδασκαλία περί της Θεοτόκου ως «συλλυτρώτριας» (corredemptrix) του ανθρωπίνου γένους. Ενίσχυσε την «Χαρισματική Κίνηση» πεντηκοστιανικών ομάδων, δήθεν πνευματοκεντρικών. Υιοθέτησε ανατολικές πνευματικές μεθόδους προσευχής και διαλογισμού. Εισήγαγε νέες καινοτομίες στη Θεία Λατρεία, όπως τους χορούς και τα μουσικά όργανα. Εσυντόμευσε και ουσιαστικά κατάστρεψε την Θεία Λειτουργία. Στον χώρο του Οικουμενισμού έθεσε τις βάσεις για την Πανθρησκεία με την Β' Βατικάνειο Σύνοδο, αναγνωρίζοντας την «πνευματική ζωή» των αλλοθρήσκων. Ο δογματικός μινιμαλισμός οδήγησε και σε μείωση των ηθικών απαιτήσεων λόγω του δεσμού δόγματος και ήθους, με συνέπεια τις ηθικές πτώσεις κορυφαίων κληρικών και την αύξηση μεταξύ των κληρικών των ηθικών εκτροπών της ομοφυλοφιλίας και της παιδοφιλίας10.
Γενικώς υπάρχει ριζική αλλαγή του Παπισμού και στροφή προς τον Προτεσταντισμό μετά την Β' Βατικάνειο Σύνοδο, ως και υιοθέτηση διαφόρων "πνευματικών" κινημάτων της «Νέας Εποχής».
Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον Μυσταγωγό, ο Παπισμός προκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημία από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα. Οι Ορθόδοξοι έχουμε κοινωνία με τους προ του σχίσματος πάπες και πολλούς πάπες τους εορτάζουμε ως αγίους. Οι μετά το σχίσμα πάπες είναι αιρετικοί· έπαυσαν να είναι διάδοχοι στον θρόνο της Ρώμης, δεν έχουν αποστολική διαδοχή, επειδή δεν έχουν την πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων. Για τον λόγο αυτό τον εκάστοτε πάπα «ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά καί αίρετικόν άποκαλούμεν». Λόγω της βλασφημίας εναντίον του Άγιου Πνεύματος με την διδασκαλία περί του Filioque έχασαν το Άγιο Πνεύμα, και όλα σ' αυτούς είναι αχαρίτωτα. Κανένα μυστήριο τους δεν είναι έγκυρο κατά τον Άγιο Συμεών. «Βλασφημούσιν άρα οί καινοτόμοι καί πόρρω του Πνεύματος είσι, βλασφημούντες κατά του Αγίου Πνεύματος, καί ουκ εν αύτοίς όλως τό Πνεύμα τό ‘Αγιον διό καί τά αυτών άχαρίτωτα, ώς τήν χάριν τον Πνεύματος άθετούντων καί υποβιβαζόντων αυτό... διό καί τό Πνεϋμα ουκ έν αύτοίς τό Άγιον, καί ουδέν πνευματικόν έν αύτοίς καί καινά πάντα καί έξηλλαγμένα τά έν αύτοίς καί παρά τήν Θείαν παράδοσιν»11.
Μετά των Άγιων Πατέρων και των Συνόδων απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις που παρουσιάσθηκαν κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας. Από τις παλαιές αιρέσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα καταδικάζουμε τον Μονοφυσιτισμό, τον ακραίο του Ευτυχούς και τον μετριοπαθή του Σεβήρου και Διοσκόρου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Δ' έν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Άγιων Πατέρων και Διδασκάλων, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Άγιου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μεγάλου Φωτίου και των ύμνων της λατρείας.
2. Διακηρύσσουμε ότι ό Παπισμός είναι μήτρα αιρέσεων καί πλανών· η διδασκαλία του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Άγιου Πνεύματος και εκ του Υιού, είναι αντίθετη προς όσα ο ίδιος ο Χριστός εδίδαξε περί του Αγίου Πνεύματος. Σύνολος ο χορός των Πατέρων και σε συνόδους και ξεχωριστά θεωρούν τον Παπισμό ως αίρεση, διότι εκτός του Filioque παρήγαγε πλήθος άλλων πλανών, όπως το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, τα άζυμα, το καθαρτήριο πυρ, την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου, την κτιστή Χάρη, την εξαγορά των αφέσεων (indulgentiae)· άλλαξε όλη σχεδόν την διδασκαλία και πράξη για το Βάπτισμα, το Χρίσμα, τη Θεία Ευχαριστία και τα άλλα μυστήρια και μετέτρεψε την Εκκλησία σε κοσμικό κράτος.
Ο σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο του μεσαιωνικού Παπισμού από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ώστε δεν αποτελεί πλέον συνέχεια της αρχαίας Δυτικής Εκκλησίας. Εισήγαγε πλήθος νέων υπερβολών στην «Μαριολογία», όπως την διδασκαλία περί της Θεοτόκου ως «συλλυτρώτριας» (corredemptrix) του ανθρωπίνου γένους. Ενίσχυσε την «Χαρισματική Κίνηση» πεντηκοστιανικών ομάδων, δήθεν πνευματοκεντρικών. Υιοθέτησε ανατολικές πνευματικές μεθόδους προσευχής και διαλογισμού. Εισήγαγε νέες καινοτομίες στη Θεία Λατρεία, όπως τους χορούς και τα μουσικά όργανα. Εσυντόμευσε και ουσιαστικά κατάστρεψε την Θεία Λειτουργία. Στον χώρο του Οικουμενισμού έθεσε τις βάσεις για την Πανθρησκεία με την Β' Βατικάνειο Σύνοδο, αναγνωρίζοντας την «πνευματική ζωή» των αλλοθρήσκων. Ο δογματικός μινιμαλισμός οδήγησε και σε μείωση των ηθικών απαιτήσεων λόγω του δεσμού δόγματος και ήθους, με συνέπεια τις ηθικές πτώσεις κορυφαίων κληρικών και την αύξηση μεταξύ των κληρικών των ηθικών εκτροπών της ομοφυλοφιλίας και της παιδοφιλίας10.
Γενικώς υπάρχει ριζική αλλαγή του Παπισμού και στροφή προς τον Προτεσταντισμό μετά την Β' Βατικάνειο Σύνοδο, ως και υιοθέτηση διαφόρων "πνευματικών" κινημάτων της «Νέας Εποχής».
Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον Μυσταγωγό, ο Παπισμός προκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημία από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα. Οι Ορθόδοξοι έχουμε κοινωνία με τους προ του σχίσματος πάπες και πολλούς πάπες τους εορτάζουμε ως αγίους. Οι μετά το σχίσμα πάπες είναι αιρετικοί· έπαυσαν να είναι διάδοχοι στον θρόνο της Ρώμης, δεν έχουν αποστολική διαδοχή, επειδή δεν έχουν την πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων. Για τον λόγο αυτό τον εκάστοτε πάπα «ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά καί αίρετικόν άποκαλούμεν». Λόγω της βλασφημίας εναντίον του Άγιου Πνεύματος με την διδασκαλία περί του Filioque έχασαν το Άγιο Πνεύμα, και όλα σ' αυτούς είναι αχαρίτωτα. Κανένα μυστήριο τους δεν είναι έγκυρο κατά τον Άγιο Συμεών. «Βλασφημούσιν άρα οί καινοτόμοι καί πόρρω του Πνεύματος είσι, βλασφημούντες κατά του Αγίου Πνεύματος, καί ουκ εν αύτοίς όλως τό Πνεύμα τό ‘Αγιον διό καί τά αυτών άχαρίτωτα, ώς τήν χάριν τον Πνεύματος άθετούντων καί υποβιβαζόντων αυτό... διό καί τό Πνεϋμα ουκ έν αύτοίς τό Άγιον, καί ουδέν πνευματικόν έν αύτοίς καί καινά πάντα καί έξηλλαγμένα τά έν αύτοίς καί παρά τήν Θείαν παράδοσιν»11.
3. Τα ίδια ισχύουν, σε μεγαλύτερο βαθμό, για τον ΙΙροτεσταντισμό, ο όποιος ως τέκνο του Παπισμού κληρονόμησε πολλές αιρέσεις, προσέθεσε δε πολύ περισσότερες· απορρίπτει την Παράδοση δεχόμενος μόνον την Άγια Γραφή (Sola Scriptura), την οποία παρερμηνεύει, καταργεί την Ιερωσύνη ως ειδική μυστηριακή Χάρη, την τιμή των Άγιων και των εικόνων, υποτιμά το πρόσωπο της Θεοτόκου, απορρίπτει τον Μοναχισμό· από τα Άγια Μυστήρια δέχεται μόνον το Βάπτισμα και τήν Θεία Ευχαριστία, αλλοιώνοντας και σ' αυτά τήν διδασκαλία και την πράξη της Εκκλησίας, διδάσκει τον απόλυτο προορισμό (Καλβινισμός) και την εκ της πίστεως μόνον δικαίωση, εσχάτως δε η «προοδευτική» του μερίς εισήγαγε την Ιερωσύνη των γυναικών και τον γάμο των ομοφυλοφίλων, τους οποίους δέχονται και στην Ιερωσύνη. Κυρίως όμως στερείται εκκλησιολογίας, διότι δεν υπάρχει η έννοια της Εκκλησίας, όπως την κατανοεί η Ορθόδοξη Παράδοση.
4. Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η κοινωνία μας με τους αιρετικούς είναι η εκ μέρους τους αποκήρυξη της πλάνης και η μετάνοια, ώστε να υπάρξει αληθινή ένωση και ειρήνη· ένωση με την αλήθεια και όχι με την πλάνη και την αίρεση. Για την ενσωμάτωση των αιρετικών στην Εκκλησία η κανονική ακρίβεια απαιτεί την διά του Βαπτίσματος αποδοχή τους. Το προηγούμενο «βάπτισμα» τους, τελούμενο εκτός της Εκκλησίας, χωρίς την τρισσή κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου εντός του δι' ειδικής ευχής ηγιασμένου ύδατος και από μή Ορθόδοξο ιερέα, δεν είναι καν βάπτισμα· στερείται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία δεν υπάρχει στα σχίσματα και στις αιρέσεις, και επομένως δεν έχομε τίποτε κοινό πού να μας ενώνει, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος: «Οί δε της Εκκλησίας άποστάντες ούκέτι έσχον τήν χάριν του Άγιου Πνεύματος έφ' έαυτοίς· έπέλιπε γάρ ή μετάδοσις τω διακοπήναι τήν άκολουθίαν... οί δέ άπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον τήν έξουσίαν, ούκέτι δυνάμενοι χάριν Πνεύματος Αγίου παρέχειν, ης αυτοί έκπεπτώκασιν»12.
Είναι γι' αυτό αθεμελίωτη και μετέωρη η νέα προσπάθεια των Οικουμενιστών να προβάλουν την θέση ότι έχουμε κοινό βάπτισμα με τους αιρετικούς, και επάνω στην ανύπαρκτη βαπτισματική ενότητα να στηρίξουν την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία δήθεν υπάρχει όπου υπάρχει βάπτισμα13. Στην Εκκλησία όμως εισέρχεται κανείς και γίνεται μέλος της όχι με το οιοδήποτε βάπτισμα αλλά με το ένα και ενιαίος τελούμενο βάπτισμα από ιερείς έχοντας την Ιερωσύνη της Εκκλησίας.
Είναι γι' αυτό αθεμελίωτη και μετέωρη η νέα προσπάθεια των Οικουμενιστών να προβάλουν την θέση ότι έχουμε κοινό βάπτισμα με τους αιρετικούς, και επάνω στην ανύπαρκτη βαπτισματική ενότητα να στηρίξουν την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία δήθεν υπάρχει όπου υπάρχει βάπτισμα13. Στην Εκκλησία όμως εισέρχεται κανείς και γίνεται μέλος της όχι με το οιοδήποτε βάπτισμα αλλά με το ένα και ενιαίος τελούμενο βάπτισμα από ιερείς έχοντας την Ιερωσύνη της Εκκλησίας.
5. Έφ' όσον οι αιρετικοί εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμε την μετ' αυτών κοινωνία, ιδιαίτερα τις συμπροσευχές. Οι ιεροί κανόνες στο σύνολο τους απαγορεύουν όχι μόνο τα συλλείτουργα και τις εντός των ναών συμπροσευχές, αλλά και τις απλές συμπροσευχές σε ιδιωτικούς χώρους. Η αυστηρή στάση της Εκκλησίας απέναντι στους αιρετικούς προέρχεται από αληθινή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον για τη σωτηρία τους και από ποιμαντική μέριμνα να μην παρασυρθούν οι πιστοί στην αίρεση. Όποιος αγαπά φανερώνει την αλήθεια, δεν αφήνει τον άλλο στο ψεύδος· διαφορετικά η αγάπη και η μετ' αυτού ομόνοια και ειρήνη είναι επίπλαστες και ψεύτικες. Υπάρχει καλός πόλεμος και κακή ειρήνη. «Κρείττων γάρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού» λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος14. Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά: «Εί που τήν εύσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μή προτίμα τήν όμόνοιαν της αληθείας, άλλ' ίστασο γενναίως έως θανάτου... τήν άλήθειαν μηδαμού προδιδούς». Και αλλού συνιστά με έμφαση: «Μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε»15. Αυτήν την στάση των Πατέρων υιοθέτησε και ο μέγας αγωνιστής και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως απέναντι στους Λατίνους Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο όποιος την δική του Ομολογία Πίστεως στην Φλωρεντία κατακλείει διά των έξης: «Άπαντες οί της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αί σύνοδοι καί πάσαι αί θείαι Γραφαί φεύγειν τούς έτερόφρονας παραινούσι καί της αυτών κοινωνίας διίστασθαι. Τούτων ούν εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις έν προσχήματι πεπλασμένης ειρήνης ένωθήναι κελεύουσι; Τοις τό ιερόν καί θείον σύμβολον κιβδηλεύσασι καί τόν Υίόν έπεισάγουσι δεύτερον αίτιον τού Αγίου Πνεύματος; Τά γάρ λοιπά τών ατοπημάτων έώ, το γε νυν έχον, ών καί εν μόνον ίκανόν ήν ημάς εξ αυτών διαστήσαι. Μη πάθοιμεν, τούτό ποτε, Παράκλητε αγαθέ, μηδ' όυτως έμαυτού τών καθηκόντων λογισμών άποπέσοιμι της δέ σης διδασκαλίας καί τών υπό σου έμπνενσθέντων μακαρίων ανδρών έχόμενος, προστεθείην προς τούς έμούς πατέρας, τούτο,, εί μή τι άλλο, εντεύθεν άποφερόμενος, τήν εύσέβειαν»16.
6. Μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος η Εκκλησία σταθερά και αμετάβλητα είχε απορριπτική και καταδικαστική στάση έναντι όλων των αιρέσεων, όπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αναθεματίζονται οι αιρέσεις και οι αιρετικοί, η κάθε μία ξεχωριστά· για να μή μείνει δε καμμία εκτός του αναθέματος, υπάρχει στο τέλος γενικός αναθεματισμός:«" Ολοις τοις αίρετικοίς ανάθεμα».
Δυστυχώς αυτή η ενιαία, σταθερή και αταλάντευτη στάση της Εκκλησίας μέχρι των άρχων του 20ού αιώνος άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται, μετά την εγκύκλιο πού εξαπέλυσε τό Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920 «Πρός τάς απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία για πρώτη φορά χαρακτηρίζει επισήμως τις αιρέσεις ως εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την Εκκλησία, αλλά είναι οικείες και συγγενείς. Συνιστούσε νά «άναζωπυρωθή καί ένισχυθή πρό παντός ή αγάπη μεταξύ τών Εκκλησιών, μή λογιζομένας άλλήλας ώς ξένας καί αλλότριας, άλλ' ώς συγγενείς καί οικείας έν Χριστώ καί συγκληρονόμους καί σύσσωμους της επαγγελίας τού Θεού έν Χριστώ17.
Άνοιξε πλέον ο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορφωθεί και να αναπτυχθεί στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προτεσταντικής κατ' αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή η παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως εκκλησίες και προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Άγιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύχθηκε πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Πατριάρχες και επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία. Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε μία είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος, όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί αποτελούν την Εκκλησία.
Έπεσαν όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες· δεν υπάρχει οριοθετική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Και οι αιρέσεις είναι εκκλησίες, πολλές μάλιστα, όπως η παπική, θεωρούνται τώρα ώς αδελφές εκκλησίες, στις όποιες από κοινού με εμάς ανέθεσε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων18. Υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, γι' αυτό και το βάπτισμα τους, όπως και όλα τα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα. Όσοι έχουν βαπτισθή, σε οποιαδήποτε αίρεση και αν ανήκουν, είναι μέλη του σώματος του Χρίστου, της Εκκλησίας. Οι άρές και τα αναθέματα των συνόδων δεν ισχύουν και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία. Στεγασθήκαμε μέσα στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ουσιαστικά προδώσαμε -καί μόνο με την ένταξη μας- την εκκλησιολογική μας αυτοσυνειδησία. Αφαιρέσαμε το δόγμα περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το δόγμα «είς Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»19.
6. Μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος η Εκκλησία σταθερά και αμετάβλητα είχε απορριπτική και καταδικαστική στάση έναντι όλων των αιρέσεων, όπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αναθεματίζονται οι αιρέσεις και οι αιρετικοί, η κάθε μία ξεχωριστά· για να μή μείνει δε καμμία εκτός του αναθέματος, υπάρχει στο τέλος γενικός αναθεματισμός:«" Ολοις τοις αίρετικοίς ανάθεμα».
Δυστυχώς αυτή η ενιαία, σταθερή και αταλάντευτη στάση της Εκκλησίας μέχρι των άρχων του 20ού αιώνος άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται, μετά την εγκύκλιο πού εξαπέλυσε τό Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920 «Πρός τάς απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία για πρώτη φορά χαρακτηρίζει επισήμως τις αιρέσεις ως εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την Εκκλησία, αλλά είναι οικείες και συγγενείς. Συνιστούσε νά «άναζωπυρωθή καί ένισχυθή πρό παντός ή αγάπη μεταξύ τών Εκκλησιών, μή λογιζομένας άλλήλας ώς ξένας καί αλλότριας, άλλ' ώς συγγενείς καί οικείας έν Χριστώ καί συγκληρονόμους καί σύσσωμους της επαγγελίας τού Θεού έν Χριστώ17.
Άνοιξε πλέον ο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορφωθεί και να αναπτυχθεί στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προτεσταντικής κατ' αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή η παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως εκκλησίες και προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Άγιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύχθηκε πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Πατριάρχες και επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία. Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε μία είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος, όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί αποτελούν την Εκκλησία.
Έπεσαν όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες· δεν υπάρχει οριοθετική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Και οι αιρέσεις είναι εκκλησίες, πολλές μάλιστα, όπως η παπική, θεωρούνται τώρα ώς αδελφές εκκλησίες, στις όποιες από κοινού με εμάς ανέθεσε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων18. Υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, γι' αυτό και το βάπτισμα τους, όπως και όλα τα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα. Όσοι έχουν βαπτισθή, σε οποιαδήποτε αίρεση και αν ανήκουν, είναι μέλη του σώματος του Χρίστου, της Εκκλησίας. Οι άρές και τα αναθέματα των συνόδων δεν ισχύουν και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία. Στεγασθήκαμε μέσα στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ουσιαστικά προδώσαμε -καί μόνο με την ένταξη μας- την εκκλησιολογική μας αυτοσυνειδησία. Αφαιρέσαμε το δόγμα περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το δόγμα «είς Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»19.
7. Ό διαχριστιανικός αυτός συγκρητισμός, διευρύνθηκε τώρα και σε διαθρησκειακό συγκρητισμό, ο όποιος εξισώνει όλες τις θρησκείες, με την μοναδική, θεόθεν αποκαλυφθείσα από τον Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία και κατά Χριστόν ζωή. Προσβάλλεται επομένως όχι μόνο το δόγμα της Μιας, Άγιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας σε σχέση με τις αιρέσεις, αλλά και το θεμελιώδες δόγμα της μοναδικής εν τω κόσμω Αποκαλύψεως και σωτηρίας των ανθρώπων διά Ιησού Χριστού σε σχέση με τις θρησκείες του κόσμου. Είναι η χειρότερη πλάνη, η μεγαλύτερη αίρεση όλων των αιώνων.
8.Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι μόνον έν τω Χριστώ υπάρχει η δυνατότης σωτηρίας. Οι θρησκείες του κόσμου και οι αιρέσεις οδηγούν στην απώλεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία- είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνον αύτη έμεινε πιστή στο Ευαγγέλιο, στις συνόδους και στους Πατέρες, και συνεπώς μόνον αυτή αντιπροσωπεύει την αληθινή καθολική Εκκλησία του Χριστού. Κατά τον όσιο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Το κοινό όνομα τους είναι η παναίρεση20.
Αυτήν την παναίρεση έχουν αποδεχθή εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Την διδάσκουν «γυμνή τή κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του.
Αυτήν την παναίρεση έχουν αποδεχθή εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Την διδάσκουν «γυμνή τή κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του.
9. Υπάρχουν βέβαια και συλλογικές ευθύνες, και κυρίως των οικουμενιστικών φρονημάτων Ιεραρχών και Θεολόγων μας, απέναντι στο ορθόδοξο πλήρωμα και το ποίμνιο τους. Πρός αυτούς δηλώνουμε με φόβο Θεού και αγάπη, ότι η στάση τους αυτή και τα ανοίγματα τους στις οικουμενιστικές δραστηριότητες είναι από πάσης πλευράς καταδικαστέα: Διότι
- α) αμφισβητούν έμπρακτα την ορθοδοξοπατερική μας παράδοση καί Πίστη·
- β) σπέρνουν την αμφιβολία στις καρδιές του ποιμνίου και κλονίζουν πολλούς, οδηγώντας σε διαίρεση καί σχίσμα και
- γ) παρασύρουν ένα μέρος του ποιμνίου στην πλάνη και με αυτήν στον πνευματικό όλεθρο.
Διακηρύσσουμε, λοιπόν, ότι για τους λόγους αυτούς οι κινούμενοι σ' αυτήν την οικουμενιστική ανευθυνότητα, όποια θέση και αν κατέχουν στον Εκκλησιαστικό Οργανισμό, αντιτάσσονται στην παράδοση των Άγιων μας και συνεπώς βρίσκονται σε αντίθεση μαζί τους.
Γι' αυτό η στάση τους πρέπει να καταδικάζεται και να απορρίπτεται από το σύνολο των Ιεραρχών και τον πιστό Λαό.
Γι' αυτό η στάση τους πρέπει να καταδικάζεται και να απορρίπτεται από το σύνολο των Ιεραρχών και τον πιστό Λαό.