να ενωθούμε με τους αιρετικούς. Με αυτούς που δεν εβάστασαν ανόθευτον την πίστιν τών Πατέρων μας. Να ενωθούμε. Αλλά πώς; Να ενωθή η αλήθεια με το ψεύδος; Το φώς με το σκότος; Οι πιστοί εις την Εκκλησίαν με εκείνους που ηρνήθησαν την Εκκλησίαν; Να ενωθούμε, ναί. Αλλ’ αφού αποβάλουν οι κακόδοξοι τας κακοδοξίας των. Εις τα ζητήματα της πίστεως δεν χωρούν ανθρώπινοι συναισθηματισμοί. Αείποτε η Εκκλησία του Χριστού «δια τους λόγους των χειλέων Του εφύλαξεν οδούς σκληράς». Μέσος όρος δεν υπάρχει. Ή πιστεύομεν ή δεν πιστεύομεν. Ή ο από δέκα αιώνων Καθολικισμός περιέπεσεν εις αιρέσεις, οπότε πρέπει να τας αποβάλη και κατόπιν να έλθη προς ένωσιν Δογματικήν και Εκκλησιαστικήν ή δεν έχει αιρέσεις οπότε η Εκκλησία μας πλανάται επί δέκα αιώνας. Και όχι μόνον δέκα αιώνας, αλλά πλανάται μεθ’ όλων των Οικουμενικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων και τα πάντα γίνονται άνω κάτω. Και κατά συνέπειαν πρέπει να διορθώσωμεν Ιερούς Κανόνας, να συμπληρώσωμεν το Σύμβολον της Πίστεως, να διασκευάσωμεν τα λειτουργικά μας βιβλία, να χρίσωμεν με ασβέστη τους τοιχογραφημένους αγίους Πατέρας μας καί να καύσωμεν τας φορητάς εικόνας των, αφού επλανήθησαν και πλανούν και ημάς τόσους αιώνας…Πρέπει να παύσωμεν του λοιπού να λέγωμεν εις τας προσευχάς μας «δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών». Πρέπει να κλαύσωμεν δια τα πλήθη των Ομολογητών, πού εμαρτύρησαν ματαίως και πρό του σχίσματος και μετά το σχίσμα. Και πρέπει να σβήσωμεν πλέον και την ιεράν κανδήλαν, που καίει ακοίμητα εις την είσοδον του Ναού του Πρωτάτου, επάνω εις τα άγια λείψανα των Αγιορειτών Πατέρων, που εμαρτύρησαν από τους Ενωτικούς του 13ου αιώνος, διότι δεν εδέχθησαν το μνημόσυνον του Πάπα. Εάν δεν είναι αιρετική η παπική Εκκλησία, τότε τα θαύματα των αγίων Ομολογητών της Ορθοδοξίας είναι δαιμονικαί απάται. Εάν δεν είναι οι Λατίνοι αιρετικοί, πρέπει να καύσωμεν όλους τους αντιλατινικούς λόγους του Μ. Φωτίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Καβάσιλα, Ιωσήφ Βρυεννίου, Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Γενναδίου του Σχολαρίου και τόσων ιερωτάτων θεολόγων μέχρι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ως και τας Συνοδικάς αποφάσεις. Τότε τι χρειάζονται, το «Πηδάλιον», το «Ωρολόγιον», το «Τριώδιον»; Να τα ρίψωμεν εις το πύρ και να ομολογήσωμεν ότι επλανήθημεν! Δεν αγόμεθα από ακρίτους μισαλλοδοξίας. Δεν είμεθα τετυφλωμένοι φανατικοί. Αισθανόμεθα την ανάγκην, ως τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να δώσωμεν «την μαρτυρίαν του Αρνίου, ήν έχομεν». Η Ορθόδοξος Εκκλησία, διετήρησεν απαραχάρακτον την παρακαταθήκην της πίστεως, ως Δόγμα και Ηθικήν, και οφείλομεν να το γνωρίζωμεν. Εκπέμπομεν το φώς τής πίστεως και όσοι οι εν τω σκότει άς προσέλθουν. Θέλουν εξηγήσεις; Θέλουν «λόγον περί της εν ημίν ελπίδος»; Είμεθα έτοιμοι. Όχι να δίδωμεν αφορμάς, δια να λέγουν οι κακόδοξοι ότι αμφιβάλλομεν δια την πάμφωτον και αδαμαντίνην Ορθοδοξίαν μας. Όσα καλώς και εν Αγίω Πνεύματι παρελάβομεν υπό της Εκκλησίας αυτά τηρούμεν ως κόρην οφθαλμού. Δεν γνωρίζομεν άλλα δόγματα και ανθρώπινα καινοτομήματα. Γνωρίζομεν τα αναθέματα, διά των οποίων η αγία Εκκλησία μας κατωχύρωσε τας εν Οικουμενικαίς Συνόδοις διατυπωθείσας δογματικάς αληθείας και δεν τολμώμεν να σκεφθώμεν καμμίαν μεταβολήν και κανένα συμβιβασμόν.
(Αθωνικά Άνθη ).
(Αθωνικά Άνθη ).