Τροπάριον.
Ζητείς παρ΄ εμού γνώναι Παρθένε, τον τρόπον συλλήψεως της σης; Αλλ΄ ούτος
ανερμήνευτος· το Πνεύμα δε το Άγιον, δημιουργώ δυνάμει σοι, επισκιάσαν
εργάσεται.
Ερμηνεία.
Τούτο το
Τροπάριον λέγεται εκ προσώπου του Αγγέλου προς την Παρθένον, και είναι
ερανισμένον από τον Ευαγγελιστήν Λουκάν· όταν γαρ η Παρθένος εζήτει να μάθη τον
τρόπον, με τον οποίον έχει να συλλάβη τον Θεόν Λόγον, ο Αρχάγγελος δεν είχε που
να καταφύγη, πάρεξ εις το Πνεύμα το Άγιον· όθεν είπεν εις αυτήν: «Πνεύμα Άγιον
επελεύσεται επί σε, και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ. α: 35). Λέγει
λοιπόν ο Μελωδός· εσύ μεν, ω Αειπάρθενε Μαριάμ, ζητείς και επιθυμείς να μάθης
από εμέ με ποίον τρόπον έχεις να συλλάβης τον Μονογενή Υιόν και Λόγον του
Πατρός· ήξευρε όμως ότι ο τρόπος, όπου ζητείς, της ιδικής σου συλλήψεως είναι
ανερμήνευτος, και γλώσσα ούτε ανθρώπου, ούτε Αγγέλου δεν εμπορεί να το εξηγήση,
αλλά το Πνεύμα το Άγιον επισκιάσαν εσέ, και πανταχόθεν σκεπάσαν και
περικυκλώσαν, θέλει ενεργήσει με την δημιουργικήν αυτού δύναμιν την ιδικήν σου
σύλληψιν: ήτοι το να συλλάβης εσύ τον Υιόν του Θεού εν τη κοιλία σου. Και ο μεν
Μελωδός ούτως άλλαξε τα ανωτέρω λόγια του Ευαγγελίου βιαζόμενος δια το μέλος
των Τροπαρίων· η δε ερμηνεία αυτών είναι τοιαύτη κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον·
«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, γόνιμον παρασκευάζον την μήτραν σου, και
δημιουργούν την σάρκα τω ομοουσίω Λόγω· δύναμις δε υψίστου επισκιάσει σοι: ήτοι
ο Υιός του Θεού· επειδή, κατά τον Παύλον, ο Χριστός είναι Θεού δύναμις (α΄ Κορ.
α: 24)· αυτός επισκεπάσει σε και πάντοθέν σε περικυκλώσει. Ως γαρ όρνις
επισκιάζει τα νοσσία εαυτής, όλα ταις πτέρυξι περιλαμβάνουσα· ούτω και η του
Θεού δύναμις όλην περιέλαβε την Παρθένον, και τούτό εστι το επισκιάσαι». Ο δε
μέγας Αθανάσιος ούτως ερμηνεύει το ρητόν: «Η επέλευσις του Πνεύματος εγένετο εν
πάσι τοις ουσιωδώς προσούσιν αυτώ κατά την θεαρχίαν, χάριν εμποιούν προς το εν
πάσι χαίρειν την Παρθένον, προς αγιασμόν της σαρκός αυτής, και προς το δύνασθαι
φέρειν το σωτήριον κύημα· και ούτως ακολούθως εν αυτή ου δυνάμει και ενεργεία,
αλλά καθ΄ όλον το πλήρωμα της Θεότητος αυτή η αρχίθεος και υπεράρχιος του Υιού
του Θεού υπόστασις εσαρκώθη και ενηνθρώπησε». Τα αυτά σχεδόν λέγει και ο
Δαμασκηνός Ιωάννης· «Μετά ουν την συγκατάθεσιν της αγίας Παρθένου Πνεύμα Άγιον
επήλθεν επ΄ αυτήν, καθαίρον αυτήν, και δύναμιν δεκτικήν της του Λόγου Θεότητος
παρέχον, άμα δε και γεννητικήν· και τότε επεσκίασεν επ΄ αυτήν η του Θεού του
υψίστου ενυπόστατος σοφία και δύναμις, ο Υιός του Θεού» (Βιβλ. γ΄ κεφ. μθ΄).
Και Γρηγόριος ο Παλαμάς, «Αγία μεν γαρ ει συ, φησί, και κεχαριτωμένη, Παρθένε·
Πνεύμα δε πάλιν Άγιον επελεύσεται επί σε, δι΄ αγιασμού προσθήκης υψηλοτέρας
ετοιμάζον και προκαταρτίζον την εν σοι θεουργίαν, και δύναμις υψίστου
επισκιάσει σοι, συνεπιρρωννύσά τε άμα, και δια της εν σοι επισκιάσεως και
συναφείας εαυτή μορφούσα την ανθρωπότητα». Τι δε θέλει να ειπή ότι με
δημιουργικήν δύναμιν ειργάσατο το Πνεύμα το Άγιον την σύλληψιν της Παρθένου;
Άκουσον προσεκτικώς· έστι γαρ βαθύ το νόημα. Ο μέγας Βασίλειος ερμηνεύων τον
λόγον εκείνον όπου είπεν ο Άγγελος εις τον Μνήστορα Ιωσήφ· «Ιωσήφ Υιός Δαβίδ,
μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου· το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ
Πνεύματός εστιν Αγίου» (Ματθ. α: 20), ούτω λέγει· «Το εκ τινος, ή δημιουργικώς
λέγεται (κατά το, Εις Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα· πάντα γαρ εκ του Θεού
δημιουργικώς εκτίσθησαν κατά την ουσίαν και δύναμιν και ενέργειαν), ή
γεννητικώς (ώσπερ ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός, κατά το, Εκ γαστρός προ
εωσφόρου εγέννησά σε· πρόσθες και εκπορευτικώς, ως το Πνεύμα το Άγιον
εκπορεύεται εκ του αυτού Πατρός), ή φυσικώς, ως η ενέργεια ημών εξ ημών, ή ως
το απαύγασμα του Ηλίου εξ αυτού, ή μάλλον και καθαρώτερον ειπείν, ως η ενέργεια
εκ του ενεργούντος· πάσα γαρ θεία ενέργεια εκ του Θεού πρόεισιν». Είτα συμπεραίνει
ο Άγιος και λέγει ότι το σώμα του Κυρίου δημιουργικώς εκτίσθη εν τη Παρθένω υπό
του Αγίου Πνεύματος, και ούτε γεννητικώς, ούτε φυσικώς· «Ει τοίνυν το
υπερκόσμιον σώμα Χριστού εκ Πνεύματός εστιν Αγίου, ου δυνατόν γέννημα αυτού
υπάρχειν· ότι το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί, και το γεγεννημένον εκ
του Πνεύματος Πνεύμα εστιν· ουδ΄ αυ πάλιν εξ αυτού, ως ενέργεια αυτού· ότι επί
απλής και ασωμάτου φύσεως τον αυτόν της ουσίας λόγον επιδέχεται η ενέργεια
(κατά το άκτιστον δηλαδή και συναϊδιον). Υπολείπεται άρα εξ αυτού είναι, ως
κτίσμα αυτού» (Λόγ. ε΄ κατ΄ Ευνομίου).
Και ο Δαμασκηνός Ιωάννης λέγει: «ο Υιός του Θεού συνέπηξεν εαυτώ εκ των αγνών
και καθαρωτάτων της Παρθένου αιμάτων σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική τε και
νοερά, απαρχήν του ημετέρου φυράματος, ου σπερματικώς, αλλά δημιουργικώς δια
του Αγίου Πνεύματος»· και πάλιν: «ο Χριστός αυτός εαυτόν έχρισε, χρίων μεν ως
Θεός το σώμα τη Θεότητι αυτού· χριόμενος δε ως άνθρωπος· αυτός γαρ εστι τούτο
κακείνο· χρίσις δε η Θεότης της ανθρωπότητος» (Βιβλ. κεφ. ν΄ κατά Μονοφυσιτών).
Αλλά και Κύριλλος ο Αλεξανδρείας ερμηνεύων εκείνο το του Ησαϊου: «Και προσήλθε
προς την Προφήτιν, και εν γαστρί έλαβε και έτεκεν άρσεν», λέγει: «Ότι γαρ εξ
Αγίου Πνεύματος το Πανάγιον εκείνο διεπήγνυτο σώμα το ενωθέν τω Λόγω, πως αν
ενδοιάσειέ τις; Ουκούν η του Πνεύματος ενέργεια, δι΄ ης το εν τη αγία Παρθένω
διεπλάττετο σώμα, τω της συνόδου σχήματι πλαγίως κατεσημαίνετο· απαρχή γαρ
γέγονε και κατά τούτο Χριστός των ηγιασμένων εν Πνεύματι, οι ουκ εξ αιμάτων,
ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλά εκ Θεού εγεννήθησαν.
Γεννητός ουν Πνεύματος κατά γε την σάρκα και προ των άλλων αυτός, ίνα και ημείς
δι΄ αυτόν εν τούτοις». Με δημιουργικήν λοιπόν ενέργειαν το Πνεύμα το Άγιον
έκτισε το Δεσποτικόν και θεοϋπόστατον σώμα του Κυρίου, με την οποίαν έκτισε και
τα πάντα, τουτέστιν όχι με την τάξιν την φυσικήν, κατά την οποίαν δια σποράς
γεννώνται τα των ανθρώπων σώματα αλληλοδιαδόχως. Τι δε εκ τούτου συμπεραίνομεν;
Ότι επειδή εις τα έξω μία είναι η ενέργεια της Αγίας Τριάδος Πατρός Υιού και
Αγίου Πνεύματος, κατά το κοινόν αξίωμα των θεολογούντων· άρα και το Δεσποτικόν
σώμα του Κυρίου, ου μόνον το Πνεύμα το Άγιον έκτισε και εδημιούργησεν εκ των
παναχράντων αιμάτων της Παρθένου, αλλά και ο Πατήρ και ο Υιός, ταυτόν ειπείν,
όλη η Αγία Τριάς, και ο μεν Πατήρ ευδόκησε την σάρκωσιν του Υιού του, ο Υιός δε
αυτούργησεν αυτήν, το δε Πνεύμα το Άγιον ετελετούργησε. Φέρουσι δε εις τούτο
μερικοί το παράδειγμα των τριών ανθρώπων, από τους οποίους, ο ένας μεν ενδύεται
ένα φόρεμα, συνεργούσι δε και οι άλλοι δύο εις το να το φορέση· όθεν και ο
σοφός Ψελλός εις την εορτήν πανηγυρίζων λέγει: «Επειδή εν της θείας και πρώτης
Τριάδος τετέλεκε το Μυστήριον, ο μόνος Υιός, φημί, του Πατρός, συνεργούσι τούτω
ώσπερ ο Πατήρ και το Πνεύμα»· και Ιωάννης ο Γεωμέτρης: «Μόνον δε τον Υιόν μόνη
τη του Υιού κεκράσθαι σαρκί ως προς τας υποστάσεις ομολογήσομεν· ου μην ουδέ
πάλιν, ώσπερ υποστατικώς ο Υιός μόνος, ούτω και ενεργητικώς, αλλ΄ ευδοκία μεν
του Πατρός, συνεργεία δε του Πνεύματος την πρόσληψιν απεργάζεται· και ούτω μοι
πάλιν η Τριάς ενουμένη γνωρίζεται, και ο εις Θεός πριν διαιρεθήναι συνάγεται».
Όρα δε πως και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εν τη συλλήψει της Θεοτόκου εφανέρωσε την
Αγίαν Τριάδα, ύψιστον μεν ονομάζων τον Πατέρα, δύναμιν δε τον Υιόν, και Πνεύμα
το Πνεύμα το Άγιον, ως ερμηνεύει ο Θεοφύλακτος. Λέγει δε και ο Ιερός
Αυγουστίνος εν τω Ε΄ του Β΄ περί Τριάδος: «Η της Μαρίας σύλληψις και ο τόκος,
ενέργεια της Τριάδος εστίν, ης δημιουργούσης τα πάντα δημιουργείται» (παρά τω
Γ΄ Λόγω του Βρυεννίου εις τον Ευαγγελισμόν, ου η αρχή «Η Βασίλισσα των
Αγγέλων»). Καθώς λοιπόν η Αγία Τριάς με κοινήν συθμβουλήν έπλασε τον πρώτον
άνθρωπον τον Αδάμ από την αδάμαν: ήτοι από την παρθένον γην (τούτο γαρ δηλοί
εβραϊκώς το του Αδάμ όνομα), ούτως έκτισε και τον νέον Αδάμ από την Παρθένον γην:
ήτοι από την παρθενικήν κοιλίαν της Θεοτόκου, και δι΄ αυτού ενήργησε του
συντριβέντος Αδάμ την ανάπλασιν· όθεν ο Νύσσης Γρηγόριος πανηγυρίζων εις τον
Ευαγγελισμόν, άριστα θεολογεί: «Οίδε τι εργάσεται το Πνεύμα το Άγιον· οίδεν ο
Υιός πως εαυτώ κατασκευάζει το πνευματικόν οικητήριον· αυτός, ως βούλεται,
περιβάλλεται την του δούλου μορφήν· οίδεν ο Πατήρ την του Μονογενούς
ενανθρώπησιν· όπου γαρ το Πνεύμα το Άγιον, εκεί και ο Υιός, και όπου ο Υιός,
εκεί και ο Πατήρ· αχώριστος η Τριάς, αμέριστος η Τριάς, αδιαίρετος η Τριάς.
Επειδή δε η σύλληψις της Παρθένου έγινε δημιουργικώς: ήτοι με δημιουργικήν
δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ή μάλλον ειπείν της Αγίας Τριάδος, ως είπομεν, και
όχι σπερματικώς: ήτοι κατά την τάξιν και ακολουθίαν της φύσεως· δια τούτο εξ
ανάγκης ακολουθεί ότι η άρρητος σύλληψις αύτη υπερέβαινε τους όρους της των
ανθρώπων φύσεως· η μεν γαρ φύσις τέσσαρα πράγματα χρειάζεται εις την του
εμβρύου τελείωσιν, κατά τον σοφόν Κορέσσιον, σύλληψιν, εξεικονισμόν ή
ειδοποίησιν, κίνησιν, και τελείωσιν· και η μεν σύλληψις αποτελείται εξ
αμφοτέρου σπέρματος εις εξ ή επτά ημέρας· η δε ειδοποίησις ή εξεικονισμός
μόρφωσίς εστι πάντων των μελών του σώματος, εις μεν τα άρρενα εν ημέραις
τριάκοντα ή τριακονταπέντε, εις δε τα θήλεα εν ημέραις τεσσαράκοντα· η δε
κίνησις του εμβρύου γίνεται εις μεν τα αρσενικά εν μηνί τρισί, εις δε τα θηλυκά
εν μηνί τέσσαρσιν· η δε τελείωσις, κατά την οποίαν δύναται να ζη το έμβρυον,
μέχρι της γεννήσεως φθάνει. Τούτων δε πάντων των φυσικών παρακολουθημάτων
ανωτέρα ήτον η εκ των παρθενικών αιμάτων σύλληψις του Κυρίου· καθότι, ως
λέγουσι πολλοί Θεολόγοι, άμα ταύτα εγένοντο, υποστατική ένωσις, πρόσληψις,
σύμπηξις, σύλληψις, ειδοποίησις, θέωσις· τοιαύτη γαρ έπρεπε να είναι η υπό του
Θεού Λόγου προσληφθείσα φύσις ημών· διο και λέγεται το αξίωμα τούτο παρά τω
Δαμασκηνώ Ιωάννη «Άμα σαρξ, άμα Θεού Λόγου σαρξ» (Βιβλ. γ΄ κεφ. μθ΄ του
θεολογικού) και παρά τω Σωφρονίω Ιεροσολύμων πανηγυρίζοντι εις την εορτήν και
λέγοντι «Άμα γαρ σαρξ έμψυχος λογική, άμα Θεού Λόγου σαρξ· εν εαυτώ γαρ την
υπόστασιν (ήτοι το είναι) ου προ αυτού την σύστασιν έσχηκεν, ούτέ τινος ετέρου
σαρξ των καθ΄ ημάς ανθρώπων γέγονε πώποτε, και τότε τω Θεώ Λόγω συνέδραμεν,
αλλ΄ εν αυτώ το είναι σαρξ έμψυχος λογική, και Θεού Λόγου σαρξ έμψυχος λογική,
εκ παρθενικών και αχράντων αιμάτων ληφθείσα της αχράντου Παρθένου κεκλήρωκεν».
Όθεν και ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύων το «Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματός
εστιν Αγίου» είπεν· «Εντεύθεν δήλον, ως ου κατά την κοινήν φύσιν της σαρκός η
σύστασις εγένετο τω Κυρίω· ευθύς γαρ τέλειον ην τη σαρκί το κυοφορούμενον, ου
ταις κατά μικρόν διαπλάσεσι μορφωθέν, ως δηλοί τα ρήματα· ου γαρ είρηται το
κυηθέν (ήτοι το εγγαστρωθέν αμορφώτως), αλλά το γεννηθέν» (μεμορφωμένον δηλαδή)
(λόγω εις την Χριστού Γέννησιν). Το αυτό λέγει και ο Δαμασκηνός: «Ου ταις κατά
μικρόν προσθήκαις απαρτιζομένου του σχήματος, αλλ΄ υφ΄ εν τελειωθέντος» (Βιβλ.
γ΄ κεφ. μθ΄). Εναντιοφάνεια δε και απορία ευρίσκεται μεταξύ του Βασιλείου και
του Ιερού Θεοφυλάκτου και άλλων, ων εις εστί και Ιωάννης ο Ζωναράς· καθότι ο
Θεοφύλακτος ερμηνεύων τον λόγον, ον είπεν ο Γαβριήλ προς την Παρθένον, «Διο και
το γεννώμενον εκ σου Άγιον», λέγει: «Το κατά μέρος εν τη μήτρα σου αυξανόμενον,
και ουκ ευθύς τέλειον υπάρξαν»· αλλά και ο Χρυσορρήμων το αυτό λέγει ούτω: «Και
πως γίνεται άνθρωπος; Εις μήτραν κυοφορείται, αύξεται κατά μικρόν, και έρχεται
την οδόν της ηλικίας της εμής. Τις; Η Οικονομία, ουχ η Θεότης· η του δούλου
μορφή, ουχ η του Δεσπότου· η σαρξ η εμή, ουχ η ουσία εκείνου αύξεται κατά
μικρόν και μίγνυται ανθρώποις» (Λόγω ότε της εκκλησίας έξω Ευτρόπιος ευρέθη,
τόμω Ε΄). συμβιβάζεται δε η εναντιοφάνεια αύτη, κατά το εμοί δοκούν, εάν
νοήσωμεν ότι ευθύς μεν εξεικονίσθη κατά τα μέλη το θεοϋπόστατον βρέφος εν τη
κοιλία της Παρθένου, ως λέγει ο Βασίλειος, ουχί δε και τα εξεικονισθέντα μέλη
αυξήνθησαν παρευθύς, και έγιναν τέλεια, ως τα του εννεαμηνιαίου βρέφους· ει γαρ
τούτο εγένετο, ευθύς ήθελεν εξογκωθή η κοιλία της Παρθένου, και ακολούθως ευθύς
ήθελε γεννηθή το βρέφος· το οποίον ήτον απρεπές. Ολίγον κατ΄ ολίγον λοιπόν
αύξαναν τα εξεικονισθέντα μέλη, έως όπου έγινε το βρέφος εννέα μηνών και
εγεννήθη, ως λέγει ο Ιερός Θεοφύλακτος και οι άλλοι.