Καλά το έλεγεν ο μπαρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίτες, την ημέραν του Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις επλησίασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ’ ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό.
Όλα αυτά, διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς, δις του έτους, ήτοι κατά τις δύο αλλαξοκαιριές, το φθινόπωρον και το έαρ, βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον· είτα γίνεται νέα δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις δεν σωφρονίζεται από το πάθημα του προκατόχου του, αναλαμβάνων εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον· και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπα-Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ’ εύνοιαν του επισκόπου και το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους δουλοπαροίκους, τους “κουκκουβίνους ή κουκκοσκιάχτες”, όπως τους ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη εγκαίρως εις την μονήν του, όπως εορτάση το Πάσχα.