4. Ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ἔρχεται
σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν ἰδία τήν ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία καί αὐτή πρωτίστως
καθορίζει τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν δεύτερη ἐπιστολή του ἀναφέρει τά ἑξῆς σχετικά μέ
τούς αἱρετικούς: «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει μή λαμβάνεται αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε · ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β΄ Ἰωάν. 10,11). Εἶναι πίστις τῆς
Ἐκκλησίας ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες εἶναι ἀπολύτως σύμφωνοι καί ἐναρμονισμένοι μέ
την ἁγ. Γραφή καί μάλιστα διασφαλίζουν τό κῦρος της. Ἄν ὅμως ἐκλάβωμε ὡς
δυνητικόν τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα, αὐτός ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν
διδασκαλία αὐτή τῆς ἁγ. Γραφῆς. Διότι ἡ ἁγ. Γραφή στό σημεῖο αὐτό διδάσκει ὅτι
μόλις διαπιστώσομε, ὅτι κάποιος δέν ἔχει τήν ἀληθινή και ὀρθόδοξο πίστι δέν
πρέπει οὔτε στήν κατοικία μας νά τον βάλωμε, οὔτε χαίρεται νά τοῦ εἰποῦμε, οὔτε
σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο νά ἔχωμε οἱαδήποτε σχέσι καί ἐπικοινωνία. Ἀντιθέτως
ὅμως, μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία διδάσκομε ὅτι, μέ αὐτόν ὁ ὁποῖος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττει αἵρεσι, δυνάμεθα, χωρίς νά
ἁμαρτάνωμε, νά ἔχωμε πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, νά τόν μνημονεύσωμε στα
μυστήρια, νά τόν ἀποδεχώμεθα ὡς εἰς τύπον καί τόπονΧριστοῦ καί νά ἀναμένωμε
ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ την ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τελικά ἤ μπορεῖ νά μήν
ἔλθη ποτέ ἤ τό χειρότερο μπορεῖ νά εἶναι καί ὑπέρ τῆς αἱρέσεως καί εἰς βάρος
τῆς Ὀρθοδοξίας.
Συνεχίζεται.