«Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»
(Λουκ. 1:38).
Δεν είναι νομίζω η ταπεινωφροσύνη περισσότερον από όλας
τας άλλας αρετάς περιφρονημένη από τον άνθρωπον, όχι δι΄ άλλην αιτίαν, αλλά
διότι ούτος δεν κατώρθωσεν ακόμη να αποκαλύψη τον πολύτιμον εκείνον θησαυρόν,
τον οποίον περιλαμβάνει αύτη η αρετή εντός των μακαρίων κόλπων της. Έλα εδώ εις
το μέσον, συ τρισάθλιε Εωσφόρε, μαύρον και σκοτεινόν νέφος του Άδου και της
κολάσεως, εγέρθητι από την άσβεστον ταύτην κάμινον όπου κατακαίεσαι, συ ο
οποίος δεν ήθελες να ταπεινώσης την πονηράν σου καρδίαν, όταν είχες
πλουτισμένον τον νουν με υπερβάλλουσαν γνώσιν, να μαρτυρήσης αν εγώ δεν λέγω
την αλήθειαν. Ποία είναι εκείνη η αιτία, η οποία σε εξώρισεν από τον ουρανόν,
σε εγύμνωσεν από τας ακτίνας και τας λάμψεις των αγγελικών ουσιών και σε
ημαύρωσε με όλα τα σκότη του Άδου; Τι είναι εκείνο το οποίον σε κατεβίβασεν από
την υπερουράνιον δόξαν και σε εκρήμνισε κάτω εις μίαν φοβεράν ατιμίαν και σε
εσφράγισε μέσα εις την αιώνιον κόλασιν ως κατάδικον; Ειπέ μας΄ ήτο άλλη αιτία,
ει μη διότι υπερηφανεύθης και ηθέλησες να αναβής υπεράνω του Θεού σου και
Πλάστου; Βεβαίως η υπερηφάνεια σε εκρήμνισεν, άθλιε, από την προτέραν σου δόξαν
και αγγελικήν φύσιν. Αλλά αν συ δια τον εαυτόν σου εντρέπεσαι να μας φανερώσης
την αλήθειαν, ειπέ μας τουλάχιστον δια τον προπάτορα Αδάμ, διότι συ ήσο ο
διδάσκαλός του, τις ήτο εκείνη η αιτία η οποία τον εξώρισεν από τον Παράδεισον
και τον έφερεν εις ταύτην την κατηραμένην γην;