Πονεί η καρδία μου, συμπαθήσατε, αδελφοί, δούλοι ευλογημένοι του Κυρίου, έλθετε και ακούσατε· θλίβεται η ψυχή μου· πονούσιν οι νεφροί μου. Που είναι τα δάκρυα και που η κατάνυξις, δια να λούσω το σώμα μου δια δακρύων και στεναγμών; Τις δύναται να με μεταθέση εις τόπον ακατοίκητον, όπου δεν υπάρχει θόρυβος εμποδίζων τα δάκρυα, ούτε πάλιν σύγχυσις εμποδίζουσα κλαυθμόν; Και υψώσας την φωνήν, έκλαυσα προς τον Θεόν μετά πικρών δακρύων, και είπον εν στεναγμοίς. Ίασαί με, Κύριε, ίνα ιαθώ, διότι καθ’ υπερβολήν πονεί η καρδία μου, και οι στεναγμοί αυτής δεν με αφίνουσιν ουδέ στιγμήν να λάβω άνεσιν. Διότι θεωρώ, Κύριε, ότι τους Αγίους σου ως εκλεκτόν χρυσόν παραλαμβάνεις εκ του κόσμου τούτου εις ανάπαυσιν ζωής. Και καθώς ο φρόνιμος γεωργός, όταν ίδη, ότι ωρίμασαν καλώς οι καρποί, τρυγά αυτούς ταχέως, δια να μη βλαφθώσιν από τα ζώα και επομένως αδικηθή τοιουτοτρόπως και συ Σωτήρ ημών συνάγεις τους εκλεκτούς τους κοπιάζοντας οσίως.
Ημείς δε οι αμελείς και άθλιοι εις τοιαύτην σκληρότητα εμείναμεν, ώστε ο καρπός ημών έμεινε πάντοτε άωρος· διότι δεν είχομεν διάθεσιν να ωριμάση εις τα καλά έργα, και τρυγηθή οσίως εις αποθήκην ζωής. Διότι δεν έχει δάκρυα ο καρπός ημών, δια να ωριμάσουν αυτόν. Προς δε τούτοις ουδέ κατάνυξιν, δια να γίνη τρυφερός εκ της πνοής των δακρύων· ουδέ ταπείνωσιν δια να επισκιάση αυτόν άνωθεν εις τον πολύν καύσωνα· ούτε ακτημοσύνην δια να μη ενοχληθή υπό των εναντίων· ούτε αγάπην Θεού, δηλαδή την ρίζαν την δυνατήν, την βαστάζουσαν τον καρπόν· ούτε αμεριμνησίαν από των γηϊνων πραγμάτων· έτι δε ούτε αγρυπνίαν, ούτε άγρυπνον νουν, δια να προσέχη εις την προσευχήν. Αντί τούτων των καλών και αγαθών έχει τα εναντία· οργήν, θυμόν φοβερόν καταθλίβοντα τον καρπόν δια να μη χρησιμεύση. Η πολυκτημοσύνη βαρύνουσα αυτόν, και η μεγάλη αμέλεια, και όλαι αυταί αι συμφοραί, πως θα αφήσωσι τον καρπόν να ωριμάση οσίως, δια να χρησιμεύση εις τον ίδιον Δεσπότην, τον ουράνιον γεωργόν; Οίμοι, αλοίμονον, ω ψυχή, λάλησον και δάκρυσον, διότι εστερήθης ταχέως Πατέρας τελείους και Ασκητάς Οσίους. Που είναι οι Πατέρες; Που είναι οι Άγιοι; Που είναι οι άγρυπνοι; Που είναι οι προσεκτικοί; Που είναι οι ταπεινοί; Που είναι οι πραείς; Που είναι οι ήσυχοι; Που είναι οι εγκρατείς; Που είναι οι ευλαβείς και που οι ακτήμονες; Που είναι οι κατανυκτικοί και ευάρεστοι εις τον Θεόν, οίτινες εστάθησαν εν προσευχή καθαρά ενώπιον του Θεού, βρέχοντες σχεδόν την γην δια των γλυκέων δακρύων και της κατανύξεως; Που είναι οι φιλόθεοι πλήρεις αγάπης Θεού, οίτινες δεν απέκτησαν διόλου φθοράν τι επί της γης, αλλ’ αίροντες τον σταυρόν αυτών διηνεκώς, παρηκολούθουν ασφαλώς τον Σωτήρα εις την στενήν οδόν, προσέχοντες επιμελώς να μη εκπέσωσιν εις κρημνούς, εις τόπους ερήμους, και αβάτους, και ανύδρους, και σκοτεινούς, αλλ’ εις την ευθείαν οδόν των εντολών του Θεού, πλήρεις πάντοτε από τον φωτισμόν των προσταγμάτων του Χριστού, οδεύοντες εν καλή πολιτεία, θερμώς δουλεύοντες τον Θεόν, και θλιβέντες εκουσίως εις τον μάταιον τούτον βίον; Δια τούτο ο Θεός, ο αγαπών αυτούς καθ’ υπερβολήν, επεσύναξεν αυτούς εις λιμένας ζωής και αιώνιον χαράν, δια ν’ αγάλλωνται και τρυφήσωσιν εκεί εις τον Παράδεισον της τρυφής και εις τον ουράνιον νυμφικόν θάλαμον, μετά του αθανάτου Νυμφίου εν μεγίστη χαρά. Απεδήμησαν εντεύθεν προς τον Άγιον Θεόν, έχοντες μεθ’ εαυτών ετοίμους τας λαμπάδας. Δεν υπάρχει τώρα η αρετή εκείνων εις ημάς ουδέ η άσκησις εκείνων εις ημάς· δεν είναι τώρα εις ημάς η εγκράτεια εκείνων, δεν είναι τώρα εις ημάς η ευλάβεια εκείνων· δε υπάρχει τώρα εις ημάς η πραότης εκείνων· δεν είναι τώρα εις ημάς η ακτημοσύνη εκείνων, δεν υπάρχει τώρα εις ημάς η αγρυπνία εκείνων, ουδ’ είναι εις ημάς αγάπη προς τον Θεόν· δεν υπάρχει εις ημάς ευσπλαγχνία του Χριστού, ούτε είναι εις ημάς συμπάθεια προς τα μέλη ημών. Αλλά πάντες είμεθα άγριοι, ανήμεροι, και μη ανεχόμενοι παντελώς αλλήλους. Κατά πάσαν ώραν αι γλώσσαι ημών είναι βέλη πεπυρωμένα κατ’ αλλήλων. Πάντες τιμήν ζητούμεν, πάντες φιλοδοξούμεν, πάντες είμεθα φιλοκτήμονες, πάντες είμεθα χαύνοι, πάντες είμεθα υπνηλοί, πάντες είμεθα δύστροποι· εις φλυαρίαν πρόθυμοι, εις τας ευχάς οκνηροί, εις το να περιφερώμεθα αυθαίρετοι, εις το να ησυχάσωμεν ασθενείς, εις την τρυφήν πρόθυμοι, εις την εγκράτειαν κατηφείς. Εις την αγάπην ψυχροί, και εις τον θυμόν θερμοί, εις τα αγαθά οκνηροί, και εις τα κακά σπουδαίοι. Τις άρα δεν θα θρηνήση; Και τις άρα δεν θα κλαύση την διάθεσιν ημών την πλήρη νωθρότητος; Εκείνοι οι Πατέρες, γενόμενοι προ ημών ευάρεστοι εις τον Κύριον και σώσαντες εαυτούς, δεν ήσαν τόσον αμελείς. Ουδέ δύο λογισμούς είχον οι τέλειοι, αλλ’ ένα λογισμόν, το πως μόνον να σωθώσι, και ήσαν καθρέπτης εις άπαντας τους θεατάς. Εις εξ αυτών ηδύνατο να παρακαλή τον Θεόν υπέρ πολλών ανθρώπων· δύο πάλιν εξ αυτών ίσχυσαν να παρασταθώσιν ενώπιον του Θεού δι’ αγίων προσευχών, δια να δυσωπήσωσιν οσίως τον φιλάνθρωπον Θεόν και υπέρ χιλιάδων. Οίμοι, οίμοι, ω ψυχή, εις ποίον καιρόν ευρισκόμεθα! Οίμοι, αγαπητοί μου, εις ποίον βόρβορον κακών εφθάσαμεν τώρα ημείς! Το αγνοούμεν εκουσίως. Επειδή δε ο οφθαλμός της ψυχής εκ της πολλής τυφλώσεως και των μετεωρισμών δεν είναι άγρυπνος, δια τούτο δεν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν την προκειμένην θλίψιν. Ιδού οι Όσιοι και οι Δίκαιοι εκλέγονται νυν και συναθροίζονται εις λιμένα της ζωής, δια να μη θεωρώσι την θλίψιν και τα σκάνδαλα τα επερχόμενα εις ημάς δια τας αμαρτίας ημών. Εκείνοι εκλέγονται, και ημείς νυστάζομεν, εκείνοι αρπάζονται, και ημείς συρόμεθα εις τον κόσμον τον μάταιον· εκείνοι συνάγονται, και ημείς κοιμώμεθα, εκείνοι υπάγουσι προς τον Θεόν παρρησία, και ημείς μετεωριζόμεθα επί της γης. Η παρουσία του Κυρίου είναι προς τα πρόθυρα, και ημείς διστάζομεν· η ουράνιος σάλπιξ είναι ετοίμη να φωνάξη εις το πρόσταγμα του Θεού, και να σαλεύση τα σύμπαντα δια της φρικτής φωνής, ίνα εγείρη τους νεκρούς, ίνα έκαστος απολάβη κατά τας πράξεις αυτού· αι Δυνάμεις των ουρανών ίστανται έτοιμαι μετά των ταγμάτων αυτών να προσέλθωσι μετά φόβου έμπροσθεν του Νυμφίου, όστις έρχεται εν δόξη, εν νεφέλαις ουρανών, να κρίνη ζώντας και νεκρούς, και ημείς απιστούμεν; Τι άρα θέλει γίνει κατά την ώραν εκείνην, αδελφοί; Πως θέλομεν απολογηθή εκεί εις τον Θεόν δια την αμέλειαν της σωτηρίας ημών, αν τώρα δεν σπουδάσωμεν και δεν κλαύσωμεν αφθόνως, μετανοούντες καλώς εν ταπεινώσει ψυχής, και πραότητι πολλή, πως μέλλομεν έκαστος να θρηνήση εν τη θλίψει, και μεταμελούμενος είπη μετά πικρών δακρύων· οίμοι τω αμαρτωλώ, τι μου συνέβη αίφνης, πως παρήλθεν ο βίος της νωθρότητός μου, ηγνόησα παντελώς πως εκλάπη ο χρόνος εμού του πλανωμένου εις ματαίους λογισμούς! Που είναι αι ημέραι εκείναι αι ήσυχοι, τας οποίας εγώ διήλθον εις μετεωρισμούς, δια να μετανοήσω μετά σάκκου και σποδού; Ουδέν όμως θέλει ωφεληθή εκ των πολλών λόγων. Όταν δε πάλιν ίδωμεν τους Αγίους εν δόξη ιπταμένους, εν φωτί και εν νεφέλαις αέρων εις απάντησιν του Χριστού του Βασιλέως της δόξης, εαυτούς δε βλέπομεν εν τη μεγάλη θλίψει, τις άρα θα υποφέρη την αισχύνην εκείνην και τον δεινόν ονειδισμόν; Ας γρηγορήσωμεν, ω αδελφοί, ας αγρυπνήσωμεν, αγαπητοί, ας προσέξωμεν, φιλόθεοι, τέκνα ηγαπημένα παρά του Θεού και Πατρός, ας έλθωμεν εις εαυτούς, και ας επισυνάξωμεν ολίγον τους λογισμούς εκ του ματαίου βίου· ας προσπέσωμεν εις τον Θεόν μετά πολλών δακρύων, ας παρακαλέσωμεν Αυτόν μετά θάρρους και σπουδής, δια να ελευθερώση ημάς εκ του ασβέστου πυρός και της πικράς κολάσεως. Ας μη χωρισθώμεν από τον γλυκύν αυτόν Δεσπότην, όστις ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν εαυτόν εις τον Σταυρόν υπέρ ημών. Πάντας υμάς δέομαι, και πάντας ικετεύω εγώ ο ανάξιος και αμαρτωλός, χύσατε δι’ εμέ τον αμελή δάκρυα εις την προσευχήν, και την καθαράν υμών δέησιν διανα κατανυγώ και εγώ και δακρύσω μεθ’ υμών, και φωτισθή ολίγον η τυφλή καρδία μου, και ζητήσω τον Θεόν, και τον Άγιον Σωτήρα ημών, όπως χαρίση εις εμέ τελείαν προθυμίαν δια να μετανοήσω μετά σπουδής, εν όσω υπάρχει καιρός να γίνωσι δεκτά τα δάκρυά μου, και μεθ’ υμών, αδελφοί, να σωθώ και εγώ ο ανάξιος της ζωής. Σας παρακαλώ, αγαπητοί, δέξασσθε την παράκλησιν του αμαρτωλού Εφραίμ του οκνηρού αδελφού υμών, και ας σπουδάσωμεν πάντες εν όσω έχομεν καιρόν να εξιλεώσωμεν τον Άγιον Θεόν. Διότι ιδού εντός ολίγου ο Κύριος είναι έτοιμος να κάμη την συντέλειαν του ματαίου αιώνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου