Κατά τας ημέρας
του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 379-395, ήτο
εις την Κωνσταντινούπολιν άνθρωπός τις ενάρετος εις την πολιτείαν και πλούσιος
κατά πολλά εις την νεότητα, έχων υιόν μονογενή ονόματι Θεόφιλον. Εις δε το
γήρας αυτού επτώχευσε πολύ και μη έχων τα αναγκαία του σώματος, είπε προς τον
υιόν αυτού· «Τέκνον μου, ιδού, καθώς βλέπεις, εγώ είμαι αδύνατος και πτωχός,
τόσον ώστε δεν έχω πώς να αντεπεξέλθω εις τας ανάγκας της ζωής. Λοιπόν θέλω να
σε παρακαλέσω να μου κάμης μίαν χάριν δια να σωθώ και εγώ ο ταπεινός εις το
γήρας μου και συ πάλιν να αξιωθής, δια την υπακοήν σου, της ουρανίου
μακαριότητος». Ο δε απεκρίνατο· «Λέγε μοι, πάτερ, ό,τι ορίσης και εγώ δεν θέλω
παρακούσει τας εντολάς σου». Τότε ο γέρων λέγει προς τον υιόν του:
«Ο μακάριος Αβραάμ είχεν ένα υιόν εξ επαγγελίας και επήγεν εις το βουνόν να τον σφάξη, εκείνος δε ο ευλογημένος δεν έστρεψεν οπίσω, αλλά και τα ξύλα εβάσταζε μετά χαράς και μετά προθυμίας ηκολούθει τον πατέρα του. Όχι δε μόνον ούτος, αλλά και άλλοι πολλοί υπήκουσαν τους πατέρας των και δεν εζημιώθησαν. Ούτω κάμε και συ, υιέ μου παμφίλτατε, υπάκουσον την εντολήν μου και ελπίζω εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, ότι δεν θέλεις λυπηθή δι’ αυτό». Λέγει προς αυτόν ο Θεόφιλος· «Μήπως θέλεις και συ να με θανατώσης»; Εκείνος δε απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, τέκνον, να πράξω τοιαύτην ανομίαν. Αλλά μίαν εντολήν ποίησον και καταδέξου να σε πωλήσω ως δούλον μου, να πορευθώ εις το γήρας μου, δια να μη περιέρχωμαι ως πένης και άπορος ζητών ελεημοσύνην και ο ελεήμων Θεός θέλει κάμει έλεος εις σε δια την καλωσύνην σου ταύτην, να σου δώση πλούτον άπειρον εις τούτον τον κόσμον και την ψυχήν σου να αναπαύση εις τους κόλπους του Αβραάμ. Έτι δε και δευτέραν εντολήν μου φύλαξον έως την ώραν του θανάτου σου. Οιανδήποτε υπηρεσίαν και αν έχης και όπου να σε στείλη ο αυθέντης σου, ενθυμού να πηγαίνης πρότερον εις την αγίαν ιερουργίαν, όταν είναι καιρός, έπειτα πάλιν πήγαινε εις την εργασίαν σου μετά την απόλυσιν της Εκκλησίας. Ομοίως έχε εις την Παναγίαν πολλήν ευλάβειαν. Εάν κάμης ούτως, θέλει σε λυτρώσει ο Κύριος από μέγαν και αφόρητον κλύδωνα».Ο δε υιός απεκρίνατο μετά προθυμίας· «Ως θέλεις, πάτερ μου, ποίησον». Κατά την επομένην ημέραν επώλησεν ο πατήρ, όστις ωνομάζετο Ιουλιανός, τον υιόν του εις πατρίκιον τινα, άρχοντα του παλατίου, Κωνσταντίνον ονόματι, όστις ηγάπησε τον νέον πάρα πολύ δια την μεγάλην του υπακοή, την σωφροσύνην, την ταπείνωσιν, την ωραιότητα του προσώπου, την γνώσιν του και δια τα γράμματα τα οποία εγνώριζε και τον είχε πάντοτε εις την συνοδείαν αυτού και την τράπεζάν του, διότι τον υπηρέτει επιμελώς. Εν μια δε των ημερών, απερχόμενος εις τα βασίλεια ο αυθέντης του, ελησμόνησε τον χαρτοφύλακά του, εις τον οποίον είχε τους βασιλικούς ορισμούς. Έστειλε λοιπόν τον Θεόφιλον να δράμη ταχέως να του τον φέρη. Ο δε νέος έτρεχεν ως ηδύνατο. Εισελθών δε εις το δωμάτιον του πατρικίου θαρρετά, ήρπασε τον χαρτοφύλακα. Την ώραν δε εκείνην εκείτετο εις την κλίνην η γυνή του πατρικίου με ένα δούλον της και εμοιχεύετο. Ο δε νέος, από την βίαν του, δεν τους αντελήφθη. Εκείνοι όμως οι άθλιοι, οι οποίοι έκαμναν την αμαρτίαν, εμελέτησαν κατ’ αυτού κενά και μάταια. Ελθών δε ο πατρίκιος, είπε προς αυτόν η γυνή του· «Δια τούτο ηγόρασες τον δούλον αυτόν, δια να έλθη εις την κλίνην να με μοιχεύση ο αναίσχυντος; Και αν δεν ήθελα φωνάξει να με βοηθήση ο δείνα, έπαιρνε την τιμήν μου ο ασεβέστατος· μήπως είμαι εγώ από άτυχον γένος και με κατεφρόνησες; Εις την ευχήν των γονέων μου και την σωτηρίαν της ψυχής μου, σε προειδοποιώ ότι, εάν αύριον δεν ίδω την κεφαλήν αυτού του αυθάδους και παντόλμου δούλου κομμένην, δεν σταματώ πλέον μίαν ώραν εις την οικίαν σου, αλλά χωρίζομαι από σε και λαμβάνω την προίκα μου». Ταύτα ακούσας ο πατρίκιος εθυμώθη κατά του δούλου και της υπεσχέθη να κάμη το θέλημά της εξ αποφάσεως. Την επαύριον συνηντήθη εις το παλάτιον με τον έπαρχον και του λέγει· «Αύριον το πρωϊ θα σου στείλω ένα δούλον μου και ως έλθει κόψε την κεφαλήν του, βάλε την εις ένα σάκκον, βούλωσέ την και να μου την στείλεις». Ο δε έπαρχος απεκρίνατο· «Εγώ δεν κάμνω άδικον κρίσιν, μόνον ας μαρτυρήσουν τρεις άνθρωποι γραφικώς, ότι είναι άξιος θανάτου, και τότε να τον φονεύσω». Τότε ο πατρίκιος είπεν ενώπιον τριών μαρτύρων την κατηγορίαν, λέγων· «Δούλον νέον ηγόρασα και αυτός ο άθλιος εδυνάστευ την κυρίαν του να κοιμηθή μετ’ αυτής». Ταύτα ειπών έγραψε τον θάνατον αυτού δια της ιδίας του χειρός και τότε εδέχθη ο έπαρχος να τον θανατώση. Όταν δε εξημέρωσεν, εκάλεσεν ο πατρίκιος τον ανεύθυνον, λέγων προς αυτόν· «Άπελθε εις τον έπαρχον και ειπέ του ότι τον χαιρετώ και να μου στείλη απόκρισιν». Απερχόμενος λοιπόν ο καλός δούλος επέρασεν από Ναόν τινα της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, εις τον οποίον ελειτούργουν και ανεγίνωσκον τον Απόστολον. Τότε ενεθυμήθη την πατρικήν παραγγελίαν και εισελθών εις την Εκκλησίαν έμεινεν έως την απόλυσιν. Ο δε κάκιστος δούλος, όστις εμοίχευε την πατρικίαν, βλέπων, ότι ήργησε να στείλη την κεφαλήν ο έπαρχος, είπε προς τον πατρίκιον· «Υπάγω εγώ να την φέρω, εάν ορίζης». Ο δε πατρίκιος είπε προς αυτόν· «Άπελθε». Έδραμε λοιπόν τρέχων ο κακός δούλος, ωσάν να έμελλε να λάβη θησαυρόν πολύτιμον και φθάσας εις την οικίαν του επάρχου εισελθών εχαιρέτησεν αυτόν εξ ονόματος του πατρικίου. Εκεί όμως εστέκετο κρυφίως ο δήμιος με την ακονισμένην σπάθην και έκοψε την κεφαλήν αυτού πάραυτα, την οποίαν έβαλαν εις λεκάνην και πλύναντες αυτήν ετύλιξαν εις μανδήλιον και την έβαλαν εις σάκκον, όταν δε ήθελον να σφραγίσουν τον σάκκον, ιδού έφθασε και ο πιστός και άδολος δούλος, όστις πρότερον ελειτουργήθη, και χαιρετήσας τον έπαρχον έλαβε παρ’ αυτού την κεφαλήν σφραγισμένην εις τον σάκκον, μη γνωρίζων τι περιέχει εντός αυτού. Όταν δε ούτος επήγεν εις τον πατρίκιον και τον είδον όλοι, εθαύμασαν και μάλιστα η κυρία του, διότι ενώ τον έστειλε δια να του κόψουν την κεφαλήν αυτός επέστρεψε ζων. Ερωτήσαντες δε αυτόν τι εκράτει, απεκρίθη λέγων· «Καθώς παρήγγειλες, κύριέ μου, εχαιρέτησα τον έπαρχον και ευθύς μου έδωκεν αυτό το πράγμα να σου φέρω, αλλά δεν γνωρίζω τι έχει μέσα». Λαβόντες τότε αυτό οι υπηρέται και αποσφραγίσαντες, εύρον την κεφαλήν του μοιχού. Η δε μοιχαλίς ετρόμαξε και έμεινεν άλαλος ώραν πολλήν. Έπειτα, αφ’ ου συνήλθεν ο νους της, κατενόησε την δικαίαν απόφασιν του Θεού. Και φοβηθείσα μήπως πάθη τα όμοια και αυτή ως κακού αίτιος, έκλαυσεν εξ όλης καρδίας και ωμολόγησε παρρησία την ανομίαν της, λέγουσα· «Εγώ, αυθέντη μου, η αθλία και ταλαίπωρος, είμαι η αφορμή του κακού και φοβούμαι μήπως πάθω κατά τα έργα μου. Ότι «ου γαρ εστι κρυπτόν», κατά την του Κυρίου φωνήν, «ο ου φανερόν γενήσεται» (Λουκ. η: 17). Εγώ, κύριέ μου, έκαμνα την πονηράν αμαρτίαν με τον φονευθέντα δούλον επί τρεις και ήμισυ σήμερον χρόνους, και δεν το εγνώριζες. Ούτος δε ο νέος δούλος είναι καθαρός από εμέ και αμαρτίαν ποσώς δεν έπραξεν, αλλά αδίκως τον κατηγόρησα η ταλαίπωρος. Διο δίκαιος ο Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού· λοπόν, αυθέντα μου, συγχώρησόν μοι δια τους οικτιρμούς του Θεού και υπόσχομαι να μη σου πταίσω πλέον από την σήμερον». Κατέλαβε λοιπόν άπαντας φρίκη και έκστασις και εδόξασαν τον φιλάνθρωπον Κύριον, ότι ουδέποτε παραβλέπει τον ποιούντα το θέλημα αυτού. Τότε ο πατρίκιος ηρώτησε τον νέον να είπη πάντα τα κατ’ αυτόν, ήτοι την πολιτείαν του και τας αρετάς του. τότε αυτός διηγήθη την προτέραν ευγένειαν του πατρός του, την εσχάτην του πενίαν, την υπακοήν την οποίαν έκαμε να πωληθή ως δούλος δια να περιθάλψη το γήρας του και την παραγγελίαν, την οποίαν εκείνος του έδωσε να πηγαίνη εις την ιεράν Λειτουργίαν και τα επίλοιπα. Ο δε πατρίκιος, ταύτα ακούσας, είχεν πλέον αυτόν ουχί ως δούλον, αλλ’ ως υιόν αυτού γνήσιον συνεσθίοντα μετ’ αυτού και συναυλιζόμενον. Όχι δε μόνον ταύτα, αλά και κληρονόμον τον έγραψεν εις όλον τον πλούτον του. Διο και ημείς, αγαπητοί, ας φοβηθώμεν τα κρίματα του Θεού και ας πηγαίνωμεν τακτικά εις την Εκκλησίαν, ας ιστάμεθα μετά φόβου και τρόμου μέχρι της απολύσεως, ως εάν εβλέπαμεν και με τους αισθητούς οφθαλμούς αυτόν τον Δεσπότην Χριστόν, όστις μέλλει να μας κρίνη κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της κοινής αναστάσεως, και να μη εξερχώμεθα του Ναού χωρίς να τελειώση η ακολουθία. Ούτε να τολμήση τις να ομιλήση εν αυτή ουδόλως, διότι όστις εξέρχεται της Εκκλησίας χωρίς ανάγκης μεγάλης, ή είπη τίποτε περί σωματικών φροντίδων, μιμείται τον Ιούδαν, όστις ηγέρθη από τον δείπνον και απελθών επρόδωσε τον Χριστόν, ο αχάριστος.
«Ο μακάριος Αβραάμ είχεν ένα υιόν εξ επαγγελίας και επήγεν εις το βουνόν να τον σφάξη, εκείνος δε ο ευλογημένος δεν έστρεψεν οπίσω, αλλά και τα ξύλα εβάσταζε μετά χαράς και μετά προθυμίας ηκολούθει τον πατέρα του. Όχι δε μόνον ούτος, αλλά και άλλοι πολλοί υπήκουσαν τους πατέρας των και δεν εζημιώθησαν. Ούτω κάμε και συ, υιέ μου παμφίλτατε, υπάκουσον την εντολήν μου και ελπίζω εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, ότι δεν θέλεις λυπηθή δι’ αυτό». Λέγει προς αυτόν ο Θεόφιλος· «Μήπως θέλεις και συ να με θανατώσης»; Εκείνος δε απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, τέκνον, να πράξω τοιαύτην ανομίαν. Αλλά μίαν εντολήν ποίησον και καταδέξου να σε πωλήσω ως δούλον μου, να πορευθώ εις το γήρας μου, δια να μη περιέρχωμαι ως πένης και άπορος ζητών ελεημοσύνην και ο ελεήμων Θεός θέλει κάμει έλεος εις σε δια την καλωσύνην σου ταύτην, να σου δώση πλούτον άπειρον εις τούτον τον κόσμον και την ψυχήν σου να αναπαύση εις τους κόλπους του Αβραάμ. Έτι δε και δευτέραν εντολήν μου φύλαξον έως την ώραν του θανάτου σου. Οιανδήποτε υπηρεσίαν και αν έχης και όπου να σε στείλη ο αυθέντης σου, ενθυμού να πηγαίνης πρότερον εις την αγίαν ιερουργίαν, όταν είναι καιρός, έπειτα πάλιν πήγαινε εις την εργασίαν σου μετά την απόλυσιν της Εκκλησίας. Ομοίως έχε εις την Παναγίαν πολλήν ευλάβειαν. Εάν κάμης ούτως, θέλει σε λυτρώσει ο Κύριος από μέγαν και αφόρητον κλύδωνα».Ο δε υιός απεκρίνατο μετά προθυμίας· «Ως θέλεις, πάτερ μου, ποίησον». Κατά την επομένην ημέραν επώλησεν ο πατήρ, όστις ωνομάζετο Ιουλιανός, τον υιόν του εις πατρίκιον τινα, άρχοντα του παλατίου, Κωνσταντίνον ονόματι, όστις ηγάπησε τον νέον πάρα πολύ δια την μεγάλην του υπακοή, την σωφροσύνην, την ταπείνωσιν, την ωραιότητα του προσώπου, την γνώσιν του και δια τα γράμματα τα οποία εγνώριζε και τον είχε πάντοτε εις την συνοδείαν αυτού και την τράπεζάν του, διότι τον υπηρέτει επιμελώς. Εν μια δε των ημερών, απερχόμενος εις τα βασίλεια ο αυθέντης του, ελησμόνησε τον χαρτοφύλακά του, εις τον οποίον είχε τους βασιλικούς ορισμούς. Έστειλε λοιπόν τον Θεόφιλον να δράμη ταχέως να του τον φέρη. Ο δε νέος έτρεχεν ως ηδύνατο. Εισελθών δε εις το δωμάτιον του πατρικίου θαρρετά, ήρπασε τον χαρτοφύλακα. Την ώραν δε εκείνην εκείτετο εις την κλίνην η γυνή του πατρικίου με ένα δούλον της και εμοιχεύετο. Ο δε νέος, από την βίαν του, δεν τους αντελήφθη. Εκείνοι όμως οι άθλιοι, οι οποίοι έκαμναν την αμαρτίαν, εμελέτησαν κατ’ αυτού κενά και μάταια. Ελθών δε ο πατρίκιος, είπε προς αυτόν η γυνή του· «Δια τούτο ηγόρασες τον δούλον αυτόν, δια να έλθη εις την κλίνην να με μοιχεύση ο αναίσχυντος; Και αν δεν ήθελα φωνάξει να με βοηθήση ο δείνα, έπαιρνε την τιμήν μου ο ασεβέστατος· μήπως είμαι εγώ από άτυχον γένος και με κατεφρόνησες; Εις την ευχήν των γονέων μου και την σωτηρίαν της ψυχής μου, σε προειδοποιώ ότι, εάν αύριον δεν ίδω την κεφαλήν αυτού του αυθάδους και παντόλμου δούλου κομμένην, δεν σταματώ πλέον μίαν ώραν εις την οικίαν σου, αλλά χωρίζομαι από σε και λαμβάνω την προίκα μου». Ταύτα ακούσας ο πατρίκιος εθυμώθη κατά του δούλου και της υπεσχέθη να κάμη το θέλημά της εξ αποφάσεως. Την επαύριον συνηντήθη εις το παλάτιον με τον έπαρχον και του λέγει· «Αύριον το πρωϊ θα σου στείλω ένα δούλον μου και ως έλθει κόψε την κεφαλήν του, βάλε την εις ένα σάκκον, βούλωσέ την και να μου την στείλεις». Ο δε έπαρχος απεκρίνατο· «Εγώ δεν κάμνω άδικον κρίσιν, μόνον ας μαρτυρήσουν τρεις άνθρωποι γραφικώς, ότι είναι άξιος θανάτου, και τότε να τον φονεύσω». Τότε ο πατρίκιος είπεν ενώπιον τριών μαρτύρων την κατηγορίαν, λέγων· «Δούλον νέον ηγόρασα και αυτός ο άθλιος εδυνάστευ την κυρίαν του να κοιμηθή μετ’ αυτής». Ταύτα ειπών έγραψε τον θάνατον αυτού δια της ιδίας του χειρός και τότε εδέχθη ο έπαρχος να τον θανατώση. Όταν δε εξημέρωσεν, εκάλεσεν ο πατρίκιος τον ανεύθυνον, λέγων προς αυτόν· «Άπελθε εις τον έπαρχον και ειπέ του ότι τον χαιρετώ και να μου στείλη απόκρισιν». Απερχόμενος λοιπόν ο καλός δούλος επέρασεν από Ναόν τινα της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, εις τον οποίον ελειτούργουν και ανεγίνωσκον τον Απόστολον. Τότε ενεθυμήθη την πατρικήν παραγγελίαν και εισελθών εις την Εκκλησίαν έμεινεν έως την απόλυσιν. Ο δε κάκιστος δούλος, όστις εμοίχευε την πατρικίαν, βλέπων, ότι ήργησε να στείλη την κεφαλήν ο έπαρχος, είπε προς τον πατρίκιον· «Υπάγω εγώ να την φέρω, εάν ορίζης». Ο δε πατρίκιος είπε προς αυτόν· «Άπελθε». Έδραμε λοιπόν τρέχων ο κακός δούλος, ωσάν να έμελλε να λάβη θησαυρόν πολύτιμον και φθάσας εις την οικίαν του επάρχου εισελθών εχαιρέτησεν αυτόν εξ ονόματος του πατρικίου. Εκεί όμως εστέκετο κρυφίως ο δήμιος με την ακονισμένην σπάθην και έκοψε την κεφαλήν αυτού πάραυτα, την οποίαν έβαλαν εις λεκάνην και πλύναντες αυτήν ετύλιξαν εις μανδήλιον και την έβαλαν εις σάκκον, όταν δε ήθελον να σφραγίσουν τον σάκκον, ιδού έφθασε και ο πιστός και άδολος δούλος, όστις πρότερον ελειτουργήθη, και χαιρετήσας τον έπαρχον έλαβε παρ’ αυτού την κεφαλήν σφραγισμένην εις τον σάκκον, μη γνωρίζων τι περιέχει εντός αυτού. Όταν δε ούτος επήγεν εις τον πατρίκιον και τον είδον όλοι, εθαύμασαν και μάλιστα η κυρία του, διότι ενώ τον έστειλε δια να του κόψουν την κεφαλήν αυτός επέστρεψε ζων. Ερωτήσαντες δε αυτόν τι εκράτει, απεκρίθη λέγων· «Καθώς παρήγγειλες, κύριέ μου, εχαιρέτησα τον έπαρχον και ευθύς μου έδωκεν αυτό το πράγμα να σου φέρω, αλλά δεν γνωρίζω τι έχει μέσα». Λαβόντες τότε αυτό οι υπηρέται και αποσφραγίσαντες, εύρον την κεφαλήν του μοιχού. Η δε μοιχαλίς ετρόμαξε και έμεινεν άλαλος ώραν πολλήν. Έπειτα, αφ’ ου συνήλθεν ο νους της, κατενόησε την δικαίαν απόφασιν του Θεού. Και φοβηθείσα μήπως πάθη τα όμοια και αυτή ως κακού αίτιος, έκλαυσεν εξ όλης καρδίας και ωμολόγησε παρρησία την ανομίαν της, λέγουσα· «Εγώ, αυθέντη μου, η αθλία και ταλαίπωρος, είμαι η αφορμή του κακού και φοβούμαι μήπως πάθω κατά τα έργα μου. Ότι «ου γαρ εστι κρυπτόν», κατά την του Κυρίου φωνήν, «ο ου φανερόν γενήσεται» (Λουκ. η: 17). Εγώ, κύριέ μου, έκαμνα την πονηράν αμαρτίαν με τον φονευθέντα δούλον επί τρεις και ήμισυ σήμερον χρόνους, και δεν το εγνώριζες. Ούτος δε ο νέος δούλος είναι καθαρός από εμέ και αμαρτίαν ποσώς δεν έπραξεν, αλλά αδίκως τον κατηγόρησα η ταλαίπωρος. Διο δίκαιος ο Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού· λοπόν, αυθέντα μου, συγχώρησόν μοι δια τους οικτιρμούς του Θεού και υπόσχομαι να μη σου πταίσω πλέον από την σήμερον». Κατέλαβε λοιπόν άπαντας φρίκη και έκστασις και εδόξασαν τον φιλάνθρωπον Κύριον, ότι ουδέποτε παραβλέπει τον ποιούντα το θέλημα αυτού. Τότε ο πατρίκιος ηρώτησε τον νέον να είπη πάντα τα κατ’ αυτόν, ήτοι την πολιτείαν του και τας αρετάς του. τότε αυτός διηγήθη την προτέραν ευγένειαν του πατρός του, την εσχάτην του πενίαν, την υπακοήν την οποίαν έκαμε να πωληθή ως δούλος δια να περιθάλψη το γήρας του και την παραγγελίαν, την οποίαν εκείνος του έδωσε να πηγαίνη εις την ιεράν Λειτουργίαν και τα επίλοιπα. Ο δε πατρίκιος, ταύτα ακούσας, είχεν πλέον αυτόν ουχί ως δούλον, αλλ’ ως υιόν αυτού γνήσιον συνεσθίοντα μετ’ αυτού και συναυλιζόμενον. Όχι δε μόνον ταύτα, αλά και κληρονόμον τον έγραψεν εις όλον τον πλούτον του. Διο και ημείς, αγαπητοί, ας φοβηθώμεν τα κρίματα του Θεού και ας πηγαίνωμεν τακτικά εις την Εκκλησίαν, ας ιστάμεθα μετά φόβου και τρόμου μέχρι της απολύσεως, ως εάν εβλέπαμεν και με τους αισθητούς οφθαλμούς αυτόν τον Δεσπότην Χριστόν, όστις μέλλει να μας κρίνη κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της κοινής αναστάσεως, και να μη εξερχώμεθα του Ναού χωρίς να τελειώση η ακολουθία. Ούτε να τολμήση τις να ομιλήση εν αυτή ουδόλως, διότι όστις εξέρχεται της Εκκλησίας χωρίς ανάγκης μεγάλης, ή είπη τίποτε περί σωματικών φροντίδων, μιμείται τον Ιούδαν, όστις ηγέρθη από τον δείπνον και απελθών επρόδωσε τον Χριστόν, ο αχάριστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου