Oι Πατέρες έλεγον δια τον Αββάν Σισώην τα εξής περί των τελευταίων στιγμών της ζωής του.


Όταν επρόκειτο να αποθάνη ο Αββάς Σισώης και οι πατέρες εκάθηντο κοντά εις το κρεββάτι του, έλαμψεν έξαφνα το πρόσωπόν του πάρα πολύ και λέγει προς αυτούς χαρούμενος: Ιδού, ήλθεν ο Αββάς Αντώνιος.
Μετ΄ ολίγας στιγμάς με λαμπρόν πάλιν πρόσωπον είπε: Να, τώρα ήλθεν ο χορός των Προφητών, και το πρόσωπόν του έλαμψε περισσότερον.
Μετ΄ ολίγας στιγμάς με λαμπρόν πάλιν πρόσωπον είπε: Να τώρα προσήλθεν ο χορός των Αποστόλων, και εφαίνετο ως να συνωμίλλει με μερικούς αοράτους επισκέπτας.                                                                 
Οι παριστάμενοι γέροντες τον παρεκάλεσαν και του έλεγον:                                                                     
--Πάτερ, με ποίον ομιλείς;    
                                                                                                                                       
Εκείνος απήντησε. Τώρα ήλθον να με παραλάβουν οι Άγγελοι και παρακαλώ να με αφήσουν ολίγον να μετανοήσω.
Οι πατέρες του απαντούν. Πάτερ, συ δεν έχεις ανάγκην να μετανοήσης.                                                                                                
Με βαθείαν ταπείνωσιν τους λέγει πάλιν ο Όσιος Σισώης. Σας διαβεβαιώ, ότι πραγματικώς δεν γνωρίζω, εάν έβαλα αρχήν μετανοίας.                                                                                                                 
Εν τω μεταξύ όλοι εγνώριζον, ότι ήτο τέλειος. Έξαφνα το πρόσωπόν του ήστραψεν όπως ο ήλιος και όλοι εφοβήθησαν. Προς τους κατάπληκτους Γέροντας ο Αββάς Σισώης λέγει. Βλέπετε; Ήλθεν ο Κύριος και λέγει, φέρετέ μου το σκεύος της ερήμου.                                                                                                            
Αμέσως δε με τους λόγους αυτούς παρέδωκε το πνεύμα του. Την στιγμήν δε της εξόδου τής μακαρίας ψυχής του εφάνη ως μία αστραπή και το κελλί εγέμισεν από ευωδίαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: