1453
μ.Χ. 26 Μαΐου.
Απελπισμένος στέκεται ο Μωάμεθ απέναντι. Είχε κάνει τα πάντα! Τα αδύνατα, έκανε δυνατά! Για πρώτη φορά στα χίλια και πλέον χρόνια της Ιστορίας της Πόλης, έσφιξε με τέτοια μαστοριά το λουρί γύρω από την άπαρτη Χριστιανική Πολιτεία. Είχε ξεριζώσει κάθε τι γύρω, είχε ζώσει στεριά και θάλασσα, είχε φτιάξει τα καλύτερα και μεγαλύτερα κανόνια που είδε ο κόσμος, είχε κάνει ως και τη στεριά θάλασσα και πέρασε τα πολεμικά του! Αμέτρητες επιθέσεις! Αμέτρητοι νεκροί! ʼπαρτη ήταν η Πόλη. Αυτά πάνω κάτω του έλεγαν και οι στρατηγοί του και κυρίως ο Χαλήλ που ήταν δικός μας . Να λύσει την πολιορκία, γιατί στο τέλος θα έχανε όλο το στρατό, όλη τη δύναμή του.
Έτοιμος ήταν και εκείνος να το αποφασίσει. Μάταια ήταν όλα. Τρία χρόνια μιας τεράστιας, μελετημένης προετοιμασίας, πενήντα ημέρες σκληρής πολιορκίας και ο Κωνσταντίνος του μηνούσε λεει, πως δεν παρέδιδε την Πόλη και πως ήταν έτοιμος να πεθάνει εκείνος και όλοι οι Ρωμιοί ανά πάσα στιγμή! Τα μάτια των πρεσβευτών του, του είπαν όμως κι άλλα. Πως είναι αλύγιστοι οι Έλληνες. Μέσα στα τείχη στεκόταν ακόμα και αδιάφορα και περιφρονητικά στη θέα της τουρκικής πρεσβείας. Και εκείνος, ο Κωνσταντίνος και όλοι γύρω του, απολύτως άκαμπτοι. Δεν θα έπεφτε η Πόλη, λοιπόν...
Σκοτείνιασε το πρόσωπό του από τη στεναχώρια. Και χωρίς να το θέλει, συλλογίστηκε τη μάνα του, τη Μάρω, τη χριστιανή Πριγκίπισσα της Σερβίας, που του έλεγε για το Χριστό κρυφά και για τη μεγάλη Πόλη Του, που τη φύλαγε η ίδια η Παναγιά και γι΄ αυτό ήταν άπαρτη. Τίναξε αμέσως το κεφάλι του, οργισμένος. Μα πάλι ήρθε η σκέψη. Η μορφή ενός εικονίσματος ερχόταν από τα παιδικά του χρόνια και έπιασε τον εαυτό του να γεμίζει σέβας. Ό,τι και να έκανε λοιπόν ήταν μάταιο! Θα την έλυνε την πολιορκία! Το πήρε απόφαση! Όσο η ..., φοβήθηκε να προφέρει το όνομά της, φυλούσε την Πόλη, ήταν αδύνατο να την πάρει άνθρωπος.
Ξαφνικά, μια δυνατή φωνή διέκοψε τις αποφάσεις του! Ήταν ένας από τους Στρατηγούς του, που τον καλούσε να βγει από τη πολυτελή σκηνή του.
"Πολυχρονεμένε μου Σουλτάνε, φώναξε λαχανιασμένος, κοίτα τον κουμπέ της Μεγάλης Εκκλησιάς των Ρωμιών! Κοίτα! "!
Εκείνος είχε κιόλας βγει και στύλωνε τα μάτια του στον τρούλο της Αγια- Σοφιάς κι ύστερα κράτησε την ανάσα του για ώρα. Ολόκληρος ο τεράστιος τρούλος, το θαύμα εκείνο της τεχνικής, έκαιγε από αόρατη φωτιά, φλογιζόταν σαν σε καμίνι και η λάμψη του τύφλωνε! Έπειτα, έπειτα το φως ανέβηκε στα ουράνια και ο κουμπές αχνόσβησε σαν το σίδερο που βγαίνει από τη πυροστιά
"Είδες αφέντη, έκανε με φανερό καμάρι ο Τούρκος. Ο Θεός τους, εγκαταλείπει τους Ρωμιούς"!!!
"Καλέστε το Πολεμικό μου Συμβούλιο, πρόσταξε όλο χαρά, ανάμικτη με δέος ο Πορθητής. Η πολιορκία θα συνεχιστεί! Η Πόλη θα πέσει! Να ετοιμαστεί Γενική Επίθεση από όλο το ασκέρι".
Απελπισμένος στέκεται ο Μωάμεθ απέναντι. Είχε κάνει τα πάντα! Τα αδύνατα, έκανε δυνατά! Για πρώτη φορά στα χίλια και πλέον χρόνια της Ιστορίας της Πόλης, έσφιξε με τέτοια μαστοριά το λουρί γύρω από την άπαρτη Χριστιανική Πολιτεία. Είχε ξεριζώσει κάθε τι γύρω, είχε ζώσει στεριά και θάλασσα, είχε φτιάξει τα καλύτερα και μεγαλύτερα κανόνια που είδε ο κόσμος, είχε κάνει ως και τη στεριά θάλασσα και πέρασε τα πολεμικά του! Αμέτρητες επιθέσεις! Αμέτρητοι νεκροί! ʼπαρτη ήταν η Πόλη. Αυτά πάνω κάτω του έλεγαν και οι στρατηγοί του και κυρίως ο Χαλήλ που ήταν δικός μας . Να λύσει την πολιορκία, γιατί στο τέλος θα έχανε όλο το στρατό, όλη τη δύναμή του.
Έτοιμος ήταν και εκείνος να το αποφασίσει. Μάταια ήταν όλα. Τρία χρόνια μιας τεράστιας, μελετημένης προετοιμασίας, πενήντα ημέρες σκληρής πολιορκίας και ο Κωνσταντίνος του μηνούσε λεει, πως δεν παρέδιδε την Πόλη και πως ήταν έτοιμος να πεθάνει εκείνος και όλοι οι Ρωμιοί ανά πάσα στιγμή! Τα μάτια των πρεσβευτών του, του είπαν όμως κι άλλα. Πως είναι αλύγιστοι οι Έλληνες. Μέσα στα τείχη στεκόταν ακόμα και αδιάφορα και περιφρονητικά στη θέα της τουρκικής πρεσβείας. Και εκείνος, ο Κωνσταντίνος και όλοι γύρω του, απολύτως άκαμπτοι. Δεν θα έπεφτε η Πόλη, λοιπόν...
Σκοτείνιασε το πρόσωπό του από τη στεναχώρια. Και χωρίς να το θέλει, συλλογίστηκε τη μάνα του, τη Μάρω, τη χριστιανή Πριγκίπισσα της Σερβίας, που του έλεγε για το Χριστό κρυφά και για τη μεγάλη Πόλη Του, που τη φύλαγε η ίδια η Παναγιά και γι΄ αυτό ήταν άπαρτη. Τίναξε αμέσως το κεφάλι του, οργισμένος. Μα πάλι ήρθε η σκέψη. Η μορφή ενός εικονίσματος ερχόταν από τα παιδικά του χρόνια και έπιασε τον εαυτό του να γεμίζει σέβας. Ό,τι και να έκανε λοιπόν ήταν μάταιο! Θα την έλυνε την πολιορκία! Το πήρε απόφαση! Όσο η ..., φοβήθηκε να προφέρει το όνομά της, φυλούσε την Πόλη, ήταν αδύνατο να την πάρει άνθρωπος.
Ξαφνικά, μια δυνατή φωνή διέκοψε τις αποφάσεις του! Ήταν ένας από τους Στρατηγούς του, που τον καλούσε να βγει από τη πολυτελή σκηνή του.
"Πολυχρονεμένε μου Σουλτάνε, φώναξε λαχανιασμένος, κοίτα τον κουμπέ της Μεγάλης Εκκλησιάς των Ρωμιών! Κοίτα! "!
Εκείνος είχε κιόλας βγει και στύλωνε τα μάτια του στον τρούλο της Αγια- Σοφιάς κι ύστερα κράτησε την ανάσα του για ώρα. Ολόκληρος ο τεράστιος τρούλος, το θαύμα εκείνο της τεχνικής, έκαιγε από αόρατη φωτιά, φλογιζόταν σαν σε καμίνι και η λάμψη του τύφλωνε! Έπειτα, έπειτα το φως ανέβηκε στα ουράνια και ο κουμπές αχνόσβησε σαν το σίδερο που βγαίνει από τη πυροστιά
"Είδες αφέντη, έκανε με φανερό καμάρι ο Τούρκος. Ο Θεός τους, εγκαταλείπει τους Ρωμιούς"!!!
"Καλέστε το Πολεμικό μου Συμβούλιο, πρόσταξε όλο χαρά, ανάμικτη με δέος ο Πορθητής. Η πολιορκία θα συνεχιστεί! Η Πόλη θα πέσει! Να ετοιμαστεί Γενική Επίθεση από όλο το ασκέρι".
Όταν οι Τούρκοι έκαναν
γλέντι για την κατάληψη της Πόλης αποτυπώθηκε ξαφνικά στον τοίχο της αίθουσας
μια παλάμη. Θορυβήθηκε ο Μωάμεθ και ζήτησε εξήγηση του φαινομένου από τον
μετεπειτα Πατριάρχη Γεννάδιο. Αυτός μετά από προσευχή και τριήμερη νηστεία
έλαβε και έδωσε απάντηση: Και πέντε δίκαιοι εάν ήσαν
στην Πόλη δεν θα την έπαιρνες ποτέ!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου