Ἡ ὑπερχιλιετής ἔνδοξη χριστιανική αὐτοκρατορία, τήν ὁποία ἐθεμελίωσε ὁ Μ.
Κωνσταντῖνος, ἐξέπνευσε μαζί μέ τήν τελευταία πνοή ἑνός ἄλλος Κωνσταντίνου, τοῦ
Παλαιολόγου, πού τήν ὑπερασπίσθηκε γενναία σέ παντελῶς ἄνισο ἀγῶνα. Ἦταν
συγκλονιστική ἡ προκληθεῖσα στόν τότε γνωστό κόσμο ἐντύπωση καί ἀπερίγραπτη ἡ ὀδύνη
τῶν ἑλληνορθοδόξων, ὄχι μόνο γιατί θά ἐδούλευαν σέ σκληρό κατακτητή, ἀλλά καί
διότι θά ἐστεροῦντο τήν ξακουσμένη καί μοναδική πολιτεία τους. Πλῆθος ἀπό
θρήνους, λαϊκούς καί λογίους, διαζωγραφοῦν αὐτήν τήν ὀδύνη. Ἡ Ὀρθοδοξία
διέτρεξε θανάσιμο κίνδυνο. Θά ἐπεβίωνε ἄραγε αὐτή ἡ πίστη πού ἀποτελοῦσε τήν
ψυχή, τό πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου, ἔστω καί ἄν ὁ κρατικός φορεύς ἔπαυσε πλέον νά ὑπάρχει;
Εἶναι συγκλονιστικό καί θαυμαστό νά διαπιστώνει κανείς ὅτι τήν ἐπί αἰῶνες συγκεντρωμένη δύναμη καί ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ ἔκλεινε μέσα του ὁ Σχολάριος. Ἡ ψυχή ἑνός ὁλοκλήρου πολιτισμοῦ εἶχε ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἡγέτη. Ἔπρεπε νά συντηρήσει καί νά θρέψει τήν ἀσθενήσασα φύση της, νά μήν ἀφήσει τήν συνείδηση τοῦ Γένους νά ταφεῖ κάτω ἀπό τήν συμφορά καί τήν δουλεία. Ὅταν παραλύσει ἀπό τά ἐξωτερικά κτυπήματα τό σῶμα, εἶναι δύσκολο νά παραμείνει ὄρθια καί ἀνεπηρέαστη ἡ ψυχή. Τήν ὑψηλή αὐτή καί ὑπεύθυνη Ἀποστολή στή νέα κρίσιμη γιά τόν ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία περίοδο τῆς δουλείας ἔφερε μέ ἐπιτυχία σέ πέρας ὁ Σχολάριος. Θά χρειαζόταν μία ἄλλη διάλεξη γιά νά παρουσιασθεῖ τό ἔργο του ὡς πατριάρχη καί ἐθνάρχη. Συνοπτικά ἀποδίδει μέ εἰκόνα τήν συμβολή του ὁ Θεόδωρος ἀγαλλιανός. ἦταν, λέγει, ἡ μεγάλη προφητική φυσιογνωμία, ἄλλος Μωϋσῆς, πού ἀνέλαβε νά ὁδηγήσει τό Γένος στήν ἔξοδο ἀπό τήν πικρή δουλεία στόν νέο Φαραώ(25). Ὁ ἴδιος ὁ Γεννάδιος ἔβλεπε καί ἔκρινε ὅτι τό Γένος παρήκμασε, γιατί οἱ ἡγέτες του δέν θέλησαν στό τέλος νά τηρήσουν τούς νόμους τῆς «θείας κυβερνητικῆς», ὅτι πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν τειχῶν τῆς βασιλεύουσας, εἶχε πέσει ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη στόν Θεό, μέ συνέπεια τήν θεία ἐγκατάλειψη. «Πρό τῆς καθαιρέσεως τῶν τειχῶν τήν ἄγρυπνόν σου φυλακήν ἀπωλέσαμεν, ἡ καί ἀντί πάσης ἀσφαλείας τοιαύτης ἡμῖν ἥν τόν ἔμπροσθεν χρόνον»(26). Τά τεῖχη τῆς πίστεως, τῆς εὐσεβείας ἔπρεπε τώρα μέ ὑπομονή καί ταπείνωση νά ἐνισχυθοῦν. Ὁ κεκρυμμένος ἀνδριάντας τῆς πίστεως ἔπρεπε νά ἀναστηλωθεῖ. Μέ προφητική ὄντως ἐνόραση ὁ μέγας πατριάρχης διεῖδε ὅτι οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί ἐπωμίζονταν τό βάρος τῆς συντηρήσεως καί ἀναζωογονήσεως τοῦ Γένους, ὅπως πράγματι καί συνέβη: «Ὅθεν, εἰ μέλλει ποτέ τό δείλαιον ἡμῶν γένος, τόν ἥλιον εὐτυχέστερον ὁράν αὐτοῖς ἐπιλάμποντα, ἐξ ἡμῶν αὖθις τῶν ἱερωμένων καί μοναχῶν ἀνατεῖλαι δεῖ τήν τῆς πνευματικῆς ὑγείας ἀρχήν, ἐρρωμένως καί μετά σπουδῆς τήν τοιαύτην ἀναλαβομένων προαίρεσιν, καί πολλή ἐλπίς ἐστίν ἐπί τῆ θεία φιλανθρωπία τό γένος ἡμῶν ἅπαν παντοίως ἀναρρωσθήσεσθαι»(27).
Ἡ παλλιγγενεσία τοῦ 1821 ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας. Τό Γένος θεραπεύθηκε, βρῆκε τήν ὑγεία του. Ἡ ἱστορική ἅλωση δέν κατέληξε σέ ἀληθινή ἅλωση. Φοβοῦμαι ὅτι αὐτήν τήν ἀληθινή ἅλωση, ζοῦμε τώρα ἐπί πολλές δεκαετίες. Τά συμπτώματα εἶναι προφανῆ καί εὐδιάκριτα. Ξεπουλήσαμε καί ξεπουλᾶμε τά πάντα ἀντί πινακίου φακῆς, γιά τά λαμπυρίζοντα εὐρωαργύρια-βλασφημοῦμε καί προσβάλλουμε τά ἱερά καί τά ὅσια, στή λογοτεχνία, στήν τέχνη, στόν κινηματογράφο. νομιμοποιοῦμε τίς ἠθικές παρεκτροπές καί προβάλλουμε τούς ἀναίσχυντους καί τούς πόρνους ὡς πνευματικά πρότυπα. Οἱ πολιτικοί μας καυχῶνται, γιατί τόν οἰκουμενικό Ἑλληνισμό τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τόν κατήντησαν φτωχή ἐπαρχία τῆς Εὐρώπης, φραγκικό κρατίδιο καί ρηγάτο, χωρίς καί πάλι βοήθεια οὐσιαστική ἀπέναντι στούς Τούρκους. Πολλοί ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες ἀποδέχονται πώς ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πλέον ἡ Μία, Ἁγία, καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά Ἐκκλησίες, καί μάλιστα ἀδελφές καί ἰσότιμες, εἶναι τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις. Ποιός ἐπαναλαμβάνει σήμερα, ἐκτός τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τόν ὅρκο-Ὁμολογία τῶν μεγάλων ἀνδρῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ καί τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου «οὐκ ἀρνησόμεθά σε φίλη Ὀρθοδοξία, οὐ ψενσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας», ἀλλά ἄν χρειασθεῖ θά πεθάνουμε χίλιες φορές γιά σένα;
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι τό Γένος ἀντί τῶν ἀσεβῶν νόμων καί τῆς ἀσεβοῦς παιδείας θά ἐπανέλθει στούς νόμους τῆς «θείας κυβερνητικῆς», γιά νά ἀποφύγουμε τήν θεία ἐγκατάλειψη, γιά νά μήν ὑποστοῦμε αὐτή τή φορά ἑκουσίως τήν ἀληθινή, τήν ὁριστική ἅλωση.
Εἶναι συγκλονιστικό καί θαυμαστό νά διαπιστώνει κανείς ὅτι τήν ἐπί αἰῶνες συγκεντρωμένη δύναμη καί ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ ἔκλεινε μέσα του ὁ Σχολάριος. Ἡ ψυχή ἑνός ὁλοκλήρου πολιτισμοῦ εἶχε ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἡγέτη. Ἔπρεπε νά συντηρήσει καί νά θρέψει τήν ἀσθενήσασα φύση της, νά μήν ἀφήσει τήν συνείδηση τοῦ Γένους νά ταφεῖ κάτω ἀπό τήν συμφορά καί τήν δουλεία. Ὅταν παραλύσει ἀπό τά ἐξωτερικά κτυπήματα τό σῶμα, εἶναι δύσκολο νά παραμείνει ὄρθια καί ἀνεπηρέαστη ἡ ψυχή. Τήν ὑψηλή αὐτή καί ὑπεύθυνη Ἀποστολή στή νέα κρίσιμη γιά τόν ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία περίοδο τῆς δουλείας ἔφερε μέ ἐπιτυχία σέ πέρας ὁ Σχολάριος. Θά χρειαζόταν μία ἄλλη διάλεξη γιά νά παρουσιασθεῖ τό ἔργο του ὡς πατριάρχη καί ἐθνάρχη. Συνοπτικά ἀποδίδει μέ εἰκόνα τήν συμβολή του ὁ Θεόδωρος ἀγαλλιανός. ἦταν, λέγει, ἡ μεγάλη προφητική φυσιογνωμία, ἄλλος Μωϋσῆς, πού ἀνέλαβε νά ὁδηγήσει τό Γένος στήν ἔξοδο ἀπό τήν πικρή δουλεία στόν νέο Φαραώ(25). Ὁ ἴδιος ὁ Γεννάδιος ἔβλεπε καί ἔκρινε ὅτι τό Γένος παρήκμασε, γιατί οἱ ἡγέτες του δέν θέλησαν στό τέλος νά τηρήσουν τούς νόμους τῆς «θείας κυβερνητικῆς», ὅτι πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν τειχῶν τῆς βασιλεύουσας, εἶχε πέσει ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη στόν Θεό, μέ συνέπεια τήν θεία ἐγκατάλειψη. «Πρό τῆς καθαιρέσεως τῶν τειχῶν τήν ἄγρυπνόν σου φυλακήν ἀπωλέσαμεν, ἡ καί ἀντί πάσης ἀσφαλείας τοιαύτης ἡμῖν ἥν τόν ἔμπροσθεν χρόνον»(26). Τά τεῖχη τῆς πίστεως, τῆς εὐσεβείας ἔπρεπε τώρα μέ ὑπομονή καί ταπείνωση νά ἐνισχυθοῦν. Ὁ κεκρυμμένος ἀνδριάντας τῆς πίστεως ἔπρεπε νά ἀναστηλωθεῖ. Μέ προφητική ὄντως ἐνόραση ὁ μέγας πατριάρχης διεῖδε ὅτι οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί ἐπωμίζονταν τό βάρος τῆς συντηρήσεως καί ἀναζωογονήσεως τοῦ Γένους, ὅπως πράγματι καί συνέβη: «Ὅθεν, εἰ μέλλει ποτέ τό δείλαιον ἡμῶν γένος, τόν ἥλιον εὐτυχέστερον ὁράν αὐτοῖς ἐπιλάμποντα, ἐξ ἡμῶν αὖθις τῶν ἱερωμένων καί μοναχῶν ἀνατεῖλαι δεῖ τήν τῆς πνευματικῆς ὑγείας ἀρχήν, ἐρρωμένως καί μετά σπουδῆς τήν τοιαύτην ἀναλαβομένων προαίρεσιν, καί πολλή ἐλπίς ἐστίν ἐπί τῆ θεία φιλανθρωπία τό γένος ἡμῶν ἅπαν παντοίως ἀναρρωσθήσεσθαι»(27).
Ἡ παλλιγγενεσία τοῦ 1821 ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας. Τό Γένος θεραπεύθηκε, βρῆκε τήν ὑγεία του. Ἡ ἱστορική ἅλωση δέν κατέληξε σέ ἀληθινή ἅλωση. Φοβοῦμαι ὅτι αὐτήν τήν ἀληθινή ἅλωση, ζοῦμε τώρα ἐπί πολλές δεκαετίες. Τά συμπτώματα εἶναι προφανῆ καί εὐδιάκριτα. Ξεπουλήσαμε καί ξεπουλᾶμε τά πάντα ἀντί πινακίου φακῆς, γιά τά λαμπυρίζοντα εὐρωαργύρια-βλασφημοῦμε καί προσβάλλουμε τά ἱερά καί τά ὅσια, στή λογοτεχνία, στήν τέχνη, στόν κινηματογράφο. νομιμοποιοῦμε τίς ἠθικές παρεκτροπές καί προβάλλουμε τούς ἀναίσχυντους καί τούς πόρνους ὡς πνευματικά πρότυπα. Οἱ πολιτικοί μας καυχῶνται, γιατί τόν οἰκουμενικό Ἑλληνισμό τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τόν κατήντησαν φτωχή ἐπαρχία τῆς Εὐρώπης, φραγκικό κρατίδιο καί ρηγάτο, χωρίς καί πάλι βοήθεια οὐσιαστική ἀπέναντι στούς Τούρκους. Πολλοί ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες ἀποδέχονται πώς ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πλέον ἡ Μία, Ἁγία, καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά Ἐκκλησίες, καί μάλιστα ἀδελφές καί ἰσότιμες, εἶναι τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις. Ποιός ἐπαναλαμβάνει σήμερα, ἐκτός τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τόν ὅρκο-Ὁμολογία τῶν μεγάλων ἀνδρῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ καί τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου «οὐκ ἀρνησόμεθά σε φίλη Ὀρθοδοξία, οὐ ψενσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας», ἀλλά ἄν χρειασθεῖ θά πεθάνουμε χίλιες φορές γιά σένα;
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι τό Γένος ἀντί τῶν ἀσεβῶν νόμων καί τῆς ἀσεβοῦς παιδείας θά ἐπανέλθει στούς νόμους τῆς «θείας κυβερνητικῆς», γιά νά ἀποφύγουμε τήν θεία ἐγκατάλειψη, γιά νά μήν ὑποστοῦμε αὐτή τή φορά ἑκουσίως τήν ἀληθινή, τήν ὁριστική ἅλωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου