4ον.-Τελευταῖον
Παραβλέποντες τήν
µᾶλλον ὑποτιµητική γιά ἕνα Συνοδικό Κείµενο πανορθοδόξου κύρους, ἀνωτέρω διατύπωσι,
µόλις πού χρειάζεται νά ἐπισηµάνωµε ὅτι προφανῶς κανένα «σύστηµα» δέν ἀποτελεῖ
διαχρονικῶς τόν ἔσχατο κριτή τῶν θεµάτων τῆς πίστεως. Ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθειά Της, ἡ ὁποία µπορεῖ νά ἐκφρασθῆ καί ἐν Συνόδῳ καί ἐκτός
Συνόδου καί ὑποστηριζοµένη ὑπό τῆς πλειοψηφίας καί ὑπό τῆς µειοψηφίας, ἀκόµη
καί ὑπό ἑνός µεµονωµένου προσώπου (Ἁγίου), κατά περίπτωσιν. Ὁ Συνοδικός θεσµός ἤ
σύστηµα, ἀφ’ ἑαυτοῦ καί µαγικῷ τῷ τρόπῳ, δέν διασφαλίζει τίποτε καί δέν ἐγγυᾶται,
ὁµοίως, τίποτε, ἄνευ τῶν ἀπαραιτήτων προϋποθέσεων. Καί τοῦτο, διότι, ὡς καλῶς
γνωρίζουν οἱ ἐπαΐοντες τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἡ Σύνοδος δέν ἀποτελεῖ στήν Ἐκκλησία
ἕνα αὐτοτελῆ ἱδρυµατοποιηµένο θεσµό, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει a priori ἀλαθήτως τήν Ἀλήθεια.
Προφανῶς, ἡ Σύνοδος τῶν ὀρθοδόξων καί κανονικῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας κατέχει σπουδαία θέσι ἐν αὐτῇ καί ὑπό προϋποθέσεις ἐκφράζει καί ἀποτελεῖ τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Τό σηµαντικότερο, ὅµως, τό ὁποῖο ἀποσιωπᾶται ἐν προκειµένῳ εἶναι ὅτι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντικότης µιᾶς Συνόδου οὐσιαστικῶς δέν πηγάζει, οὔτε προέρχεται ἀπό αὐτή καθ’ ἑαυτή τή συνέλευσι τῶν Ἐπισκόπων καί τή σύγκλησί της, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ἀπό τή Θεολογία καί τό ὀρθόδοξο φρόνηµα τῶν προσώπων-πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν συγκροτοῦν. ∆ηλαδή, ἐάν οἱ συγκροτοῦντες µία Σύνοδο ἐπίσκοποι εἶναι ἀθεολόγητοι καί δέν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνηµα, ἐκφράσουν δέ αὐτή τήν ἀθεολογησία καί ἀνορθοδοξία των στά κείµενα καί τίς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου, εἶναι αὐτονόητο ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος δέν ἔχει καµµία ἁρµοδιότητα καί δέν ἀποτελεῖ κανενός εἴδους κριτή τῶν θεµάτων τῆς πίστεως, τά ὁποῖα καλεῖται νά ἐπιληφθῆ καί ἀντιµετωπίση. Μέ ἄλλα λόγια µία Σύνοδος, ἡ ὁποία µάλιστα ἐκ προοιµίου ἀναγορεύεται γιά τυπικούς καί ἀριθµητικούς λόγους ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη» καί «Πανορθόδοξος», χωρίς νά διαθέτη τά ποιοτικά ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά πού προαναφέραµε, δηλαδή δέν ἔχει Ἁγίους ἤ πατερικές µορφές ἤ ἀκραιφνεῖς ὀρθοδόξους θεολόγους ἤ ἔστω ἀσκητές ἤ θεοφοβουµένους Ἱεράρχες µεταξύ τῶν µελῶν της, εἶναι ἀµφίβολο ἐάν θά κατορθώση κανονικῶς νά ἀναγνωρισθῆ ὡς τέτοια. Ἐάν, µάλιστα, ὡς συµβαίνει ἐν προκειµένῳ, πλειοψηφοῦν εἰς αὐτήν οἱ ἀλλοτριοφρονοῦντες, οἱ χλιαροί περί τήν Πίστι καί δή οἱ δεδηλωµένοι αἱρετίζοντες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί τόν πρῶτο λόγο στή διαµόρφωσι τῶν κειµένων καί τῶν ἀποφάσεών της, λόγω καί τῶν στρεβλώσεων στίς διαδικασίες λειτουργίας αὐτῆς (ψῆφος ἀνά Ἐκκλησία καί ὄχι ἀνά ἐπίσκοπο) τότε τό ἀποτέλεσµα καί ἡ κατάληξι εἶναι προδιαγεγραµµένα. Ὑπάρχει, ὅµως, καί κάτι ἄλλο, σηµαντικό ἐν προκειµένῳ. Φαίνεται ὅτι οἱ ἐµπνευστές καί διοργανωτές αὐτῆς τῆς προκατασκευασµένης ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου διά τῆς ἀνωτέρω τοποθετήσεως ἐπιδιώκουν δύο τινά: Νά ἀντιστρέψουν µέ διαστρέβλωσι τά πράγµατα, ἀφ’ ἑνός, καί, ἀφ’ ἑτέρου, νά καλλιεργήσουν γιά τούς ἀφελεῖς καί προθύµους τήν ἀπαραίτητη δικαιολογία ἀναγνωρίσεως καί ὑπακοῆς µιᾶς τέτοιας πολυδιαφηµιζοµένης Συνόδου. ∆ιότι συνιστᾶ ἀντιστροφή τῆς πραγµατικότητος καί τῶν δεδοµένων νά θεωρῆται ἡ Σύνοδος κριτής τῆς Πίστεως καί ὄχι, ὅπως ἁρµόζει καί µᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ εὐσεβής Πίστις κριτής τῆς Συνόδου! Ὅσο δέ γιά τήν καλλιέργεια κλίµατος ἐπιβολῆς καί φόβου πρός ἀναγκαστικό σεβασµό καί ἀναγνώρισι τῶν θέσεων καί ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς Συνόδου, θά εἴµεθα πολύ ἀφελεῖς καί ἀσύνετοι ἐάν ἐνωτισθοῦµε τέτοιες σειρῆνες καί παρακούσωµε τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας λεγούσης, διά στόµατος τοῦ µεγάλου Ὁµολογητοῦ Ἀγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, περί Συνόδων, τά ἑξῆς: «Συνόδους συνεκρότησαν µεγάλας καί παµπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς ὠνοµάκασι, καί ὑπέρ Κανόνων ἐφρόντισαν τῷ δοκεῖν, κατά Κανόνων τό ἀληθές κινούµενοι». Γιά νά συνεχίσει: «Συνόδους τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι Ἱεράρχας τε καί Ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ εἷς ποιῶν τό θέληµα τοῦ Κυρίου, ἤ µύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόµατι Κυρίου, ἐν τῇ εἰρήνῃ καί φυλακῇ τῶν Κανόνων. Καί τό δεσµεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ’ ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ, καί τῷ κανόνι, καί τῷ γνώµονι τῆς ἀκριβείας. ... καί ἐξουσίᾳ τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάσῃ παραβάσει κανόνος, ἤ µόνον στοιχεῖν τά δεδογµένα καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν». Ἄς προσέξωµε, λοιπόν, ἰδιαιτέρως τή στάσι µας εἰδικῶς ἔναντι αὐτῆς τῆς Συνόδου. ∆έν πρόκειται γιά µία ἀκόµη οἰκουµενιστική ἀσχηµία. Ἀποτελεῖ ὁρόσηµο! ∆έν εἶναι κάτι τό ὁποῖο µπορεῖ νά µή µᾶς ἀφορᾶ. Οὐδείς ἐχέφρων µπορεῖ νά ἀµφισβητήση ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία στήν ἐποχή µας χειµάζεται καί δοκιµάζεται ἀπό τή λαίλαπα τοῦ ἀντιχρίστου καί παναιρετικοῦ Οἰκουµενισµοῦ καί ἀπό τόν ἐξουνιτισµό τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουµενιστῶν, οἱ ὁποῖοι προδίδουν ἐπειγόµενοι νά µοιρασθοῦν παπική ἐξουσία ἐπί τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἡ προετοιµασθεῖσα καί ἤδη ἐπικειµένη νά συγκληθῆ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν ἔχει καµµία σχέσι µέ τίς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ τήν ἀσυνέχειά των, τήν διακοπή των, µή γένοιτο, διά τῆς «πανορθοδόξου» Συνοδικῆς διακηρύξεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καί τῆς συνεπαγοµένης Συνοδικῆς καταργήσεως, κατά τόν ἀοίδιµο ὁσιοµάρτυρα Κοσµᾶ Φλαµιᾶτο († 1852), τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἡ Σύνοδος αὐτή δέν πρέπει νά συγκληθῆ! Ἐάν, ὅµως, παραχωρήση ὁ Θεός κάτι τέτοιο, θά πρέπει νά ἀποκηρυχθῆ ἐκ τῶν προτέρων, κρινοµένη βάσει τῶν προεγκεκριµένων καί συµπεφωνηµένων ἀντορθοδόξων Κειµένων της, ὡς ληστρική! ∆ιότι, διαφορετικά, ἐάν, παρ’ ἐλπίδα, ὕπνος καταλάβη τούς φύλακας, τότε αὐτή ἡ Σύνοδος θά προκαλέση διαιρέσεις καί σχίσµατα καί ἀπώλεια δυσαριθµήτων ψυχῶν, κατά τήν προφητική ἐκτίµησι τοῦ σπουδαίου Σέρβου ∆ογµατολόγου Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς († 1979). Ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ζητεῖ νά ἀρνηθοῦµε τήν Ὀρθοδοξία ἐνεργητικῶς. Ζητεῖ κάτι ὕπουλο: Νά ἀποδεχθοῦµε νά µή ὁµολογοῦµε τήν Ὀρθοδοξία (κατά τό Κείµενο «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως προσηλυτισµοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ»!) καί νά σιωπῶµε, ὅταν αὐτή προδίδεται! Νά ἐγκαταλείψωµε τόν ἀγώνα περί τοῦ ἑνός «οὗ ἐστι χρεία» (ἤτοι τῆς σωτηρίας µας διά τῆς ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ) καί νά ἀσχολούµεθα µέ τάς «νέας συνθήκας» καί τάς «νέας προκλήσεις» τοῦ συγχρόνου κόσµου, καθιστάµενοι ἔτσι τέκνα του! Νά µή µᾶς ἀπασχολῆ ἡ Ἀλήθεια περισσότερο ἀπό τήν ὁµόνοια. Νά ἀναζητοῦµε τήν ἑνότητα στήν ψευδαίσθησι µιᾶς ἑτερόκλητης µεγάλης ποίµνης καί ἑνός ποιµένος χωρίς γνώριµη φωνή καί ὄχι νά χαιρώµεθα ὡς µέλη τοῦ µικροῦ ποιµνίου, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Πατήρ ἡµῶν νά δώση τήν Βασιλεία Του (Λουκ. ιβ΄, 32)! Στῶµεν, λοιπόν, καλῶς!
Προφανῶς, ἡ Σύνοδος τῶν ὀρθοδόξων καί κανονικῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας κατέχει σπουδαία θέσι ἐν αὐτῇ καί ὑπό προϋποθέσεις ἐκφράζει καί ἀποτελεῖ τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Τό σηµαντικότερο, ὅµως, τό ὁποῖο ἀποσιωπᾶται ἐν προκειµένῳ εἶναι ὅτι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντικότης µιᾶς Συνόδου οὐσιαστικῶς δέν πηγάζει, οὔτε προέρχεται ἀπό αὐτή καθ’ ἑαυτή τή συνέλευσι τῶν Ἐπισκόπων καί τή σύγκλησί της, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ἀπό τή Θεολογία καί τό ὀρθόδοξο φρόνηµα τῶν προσώπων-πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν συγκροτοῦν. ∆ηλαδή, ἐάν οἱ συγκροτοῦντες µία Σύνοδο ἐπίσκοποι εἶναι ἀθεολόγητοι καί δέν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνηµα, ἐκφράσουν δέ αὐτή τήν ἀθεολογησία καί ἀνορθοδοξία των στά κείµενα καί τίς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου, εἶναι αὐτονόητο ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος δέν ἔχει καµµία ἁρµοδιότητα καί δέν ἀποτελεῖ κανενός εἴδους κριτή τῶν θεµάτων τῆς πίστεως, τά ὁποῖα καλεῖται νά ἐπιληφθῆ καί ἀντιµετωπίση. Μέ ἄλλα λόγια µία Σύνοδος, ἡ ὁποία µάλιστα ἐκ προοιµίου ἀναγορεύεται γιά τυπικούς καί ἀριθµητικούς λόγους ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη» καί «Πανορθόδοξος», χωρίς νά διαθέτη τά ποιοτικά ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά πού προαναφέραµε, δηλαδή δέν ἔχει Ἁγίους ἤ πατερικές µορφές ἤ ἀκραιφνεῖς ὀρθοδόξους θεολόγους ἤ ἔστω ἀσκητές ἤ θεοφοβουµένους Ἱεράρχες µεταξύ τῶν µελῶν της, εἶναι ἀµφίβολο ἐάν θά κατορθώση κανονικῶς νά ἀναγνωρισθῆ ὡς τέτοια. Ἐάν, µάλιστα, ὡς συµβαίνει ἐν προκειµένῳ, πλειοψηφοῦν εἰς αὐτήν οἱ ἀλλοτριοφρονοῦντες, οἱ χλιαροί περί τήν Πίστι καί δή οἱ δεδηλωµένοι αἱρετίζοντες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί τόν πρῶτο λόγο στή διαµόρφωσι τῶν κειµένων καί τῶν ἀποφάσεών της, λόγω καί τῶν στρεβλώσεων στίς διαδικασίες λειτουργίας αὐτῆς (ψῆφος ἀνά Ἐκκλησία καί ὄχι ἀνά ἐπίσκοπο) τότε τό ἀποτέλεσµα καί ἡ κατάληξι εἶναι προδιαγεγραµµένα. Ὑπάρχει, ὅµως, καί κάτι ἄλλο, σηµαντικό ἐν προκειµένῳ. Φαίνεται ὅτι οἱ ἐµπνευστές καί διοργανωτές αὐτῆς τῆς προκατασκευασµένης ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου διά τῆς ἀνωτέρω τοποθετήσεως ἐπιδιώκουν δύο τινά: Νά ἀντιστρέψουν µέ διαστρέβλωσι τά πράγµατα, ἀφ’ ἑνός, καί, ἀφ’ ἑτέρου, νά καλλιεργήσουν γιά τούς ἀφελεῖς καί προθύµους τήν ἀπαραίτητη δικαιολογία ἀναγνωρίσεως καί ὑπακοῆς µιᾶς τέτοιας πολυδιαφηµιζοµένης Συνόδου. ∆ιότι συνιστᾶ ἀντιστροφή τῆς πραγµατικότητος καί τῶν δεδοµένων νά θεωρῆται ἡ Σύνοδος κριτής τῆς Πίστεως καί ὄχι, ὅπως ἁρµόζει καί µᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ εὐσεβής Πίστις κριτής τῆς Συνόδου! Ὅσο δέ γιά τήν καλλιέργεια κλίµατος ἐπιβολῆς καί φόβου πρός ἀναγκαστικό σεβασµό καί ἀναγνώρισι τῶν θέσεων καί ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς Συνόδου, θά εἴµεθα πολύ ἀφελεῖς καί ἀσύνετοι ἐάν ἐνωτισθοῦµε τέτοιες σειρῆνες καί παρακούσωµε τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας λεγούσης, διά στόµατος τοῦ µεγάλου Ὁµολογητοῦ Ἀγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, περί Συνόδων, τά ἑξῆς: «Συνόδους συνεκρότησαν µεγάλας καί παµπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς ὠνοµάκασι, καί ὑπέρ Κανόνων ἐφρόντισαν τῷ δοκεῖν, κατά Κανόνων τό ἀληθές κινούµενοι». Γιά νά συνεχίσει: «Συνόδους τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι Ἱεράρχας τε καί Ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ εἷς ποιῶν τό θέληµα τοῦ Κυρίου, ἤ µύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόµατι Κυρίου, ἐν τῇ εἰρήνῃ καί φυλακῇ τῶν Κανόνων. Καί τό δεσµεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ’ ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ, καί τῷ κανόνι, καί τῷ γνώµονι τῆς ἀκριβείας. ... καί ἐξουσίᾳ τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάσῃ παραβάσει κανόνος, ἤ µόνον στοιχεῖν τά δεδογµένα καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν». Ἄς προσέξωµε, λοιπόν, ἰδιαιτέρως τή στάσι µας εἰδικῶς ἔναντι αὐτῆς τῆς Συνόδου. ∆έν πρόκειται γιά µία ἀκόµη οἰκουµενιστική ἀσχηµία. Ἀποτελεῖ ὁρόσηµο! ∆έν εἶναι κάτι τό ὁποῖο µπορεῖ νά µή µᾶς ἀφορᾶ. Οὐδείς ἐχέφρων µπορεῖ νά ἀµφισβητήση ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία στήν ἐποχή µας χειµάζεται καί δοκιµάζεται ἀπό τή λαίλαπα τοῦ ἀντιχρίστου καί παναιρετικοῦ Οἰκουµενισµοῦ καί ἀπό τόν ἐξουνιτισµό τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουµενιστῶν, οἱ ὁποῖοι προδίδουν ἐπειγόµενοι νά µοιρασθοῦν παπική ἐξουσία ἐπί τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἡ προετοιµασθεῖσα καί ἤδη ἐπικειµένη νά συγκληθῆ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν ἔχει καµµία σχέσι µέ τίς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ τήν ἀσυνέχειά των, τήν διακοπή των, µή γένοιτο, διά τῆς «πανορθοδόξου» Συνοδικῆς διακηρύξεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καί τῆς συνεπαγοµένης Συνοδικῆς καταργήσεως, κατά τόν ἀοίδιµο ὁσιοµάρτυρα Κοσµᾶ Φλαµιᾶτο († 1852), τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἡ Σύνοδος αὐτή δέν πρέπει νά συγκληθῆ! Ἐάν, ὅµως, παραχωρήση ὁ Θεός κάτι τέτοιο, θά πρέπει νά ἀποκηρυχθῆ ἐκ τῶν προτέρων, κρινοµένη βάσει τῶν προεγκεκριµένων καί συµπεφωνηµένων ἀντορθοδόξων Κειµένων της, ὡς ληστρική! ∆ιότι, διαφορετικά, ἐάν, παρ’ ἐλπίδα, ὕπνος καταλάβη τούς φύλακας, τότε αὐτή ἡ Σύνοδος θά προκαλέση διαιρέσεις καί σχίσµατα καί ἀπώλεια δυσαριθµήτων ψυχῶν, κατά τήν προφητική ἐκτίµησι τοῦ σπουδαίου Σέρβου ∆ογµατολόγου Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς († 1979). Ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ζητεῖ νά ἀρνηθοῦµε τήν Ὀρθοδοξία ἐνεργητικῶς. Ζητεῖ κάτι ὕπουλο: Νά ἀποδεχθοῦµε νά µή ὁµολογοῦµε τήν Ὀρθοδοξία (κατά τό Κείµενο «ἀποκλειοµένης πάσης πράξεως προσηλυτισµοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ»!) καί νά σιωπῶµε, ὅταν αὐτή προδίδεται! Νά ἐγκαταλείψωµε τόν ἀγώνα περί τοῦ ἑνός «οὗ ἐστι χρεία» (ἤτοι τῆς σωτηρίας µας διά τῆς ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ) καί νά ἀσχολούµεθα µέ τάς «νέας συνθήκας» καί τάς «νέας προκλήσεις» τοῦ συγχρόνου κόσµου, καθιστάµενοι ἔτσι τέκνα του! Νά µή µᾶς ἀπασχολῆ ἡ Ἀλήθεια περισσότερο ἀπό τήν ὁµόνοια. Νά ἀναζητοῦµε τήν ἑνότητα στήν ψευδαίσθησι µιᾶς ἑτερόκλητης µεγάλης ποίµνης καί ἑνός ποιµένος χωρίς γνώριµη φωνή καί ὄχι νά χαιρώµεθα ὡς µέλη τοῦ µικροῦ ποιµνίου, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Πατήρ ἡµῶν νά δώση τήν Βασιλεία Του (Λουκ. ιβ΄, 32)! Στῶµεν, λοιπόν, καλῶς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου