Έπλεεν εν τω πελάγει του μέλλοντος. Επέτα επί πτερύγων και επί νεφών. Καθώς εκ της δυσμόρφου κάμπης γεννάται η περικαλλής ψυχή, ούτως εκ του θνητού σκήνους αφίπταται το πνεύμα, ούτω και εκ του προσκαίρου και φθαρτού έρωτος παράγεται ο θείος και ουράνιος έρως.
Ίστατο μεταξύ της ζωής και του θανάτου και απήλαυε του λυκαυγούς της αιωνιότητος. Αποχαιρέτιζε μυστηριωδώς το παρελθόν και απηύθυνεν ασπασμόν πλήρη στοργής και αφοσιώσεως προς το μέλλον. Διέκρινε μυστικώς φωτοβολούν το τέρμα προς ο εβάδιζε, χωρίς να βλέπη την οδόν, εφ’ ης επάτει. Έφερε μεθ’ εαυτής τα νέφη και τας θύελλας του εξαφανισθέντος ορίζοντος του βίου αυτής, μέλλοντα να διασκεδασθώσιν υπό της ανατολής νέας ηούς. Εψιθύριζεν εν τη καρδία αυτής μυστικάς και αδιανοήτους λέξεις, ως ύμνον Χερουβείμ. Ετερέτιζε το άσμα της αυγής, ως αηδών αναγγέλλουσα το έαρ. Έστρεφε στιγμιαίως το βλέμμα εις τα οπίσω και οι διάφοροι σταθμοί του βίου αυτής της εφαίνοντο ως τάφοι, εφ’ ων επάτησε, και ως ερείπια, εφ’ ων προσέκοπτεν ο πους αυτής.
Ήτο τούτο αιθέριον και νεφελώδες, ως το όνειρον δι΄ ου εισήρχετο εις τα πρόθυρα της αϊδιότητος. Αι χείρες αυτής άκανθας μόνον είχον δρέψει, αίτινες ημπόδιζον την οδόν της. Και ήδη μεμωλωπισμένας και αιμοσταγείς έτεινεν αυτάς ενώπιον του Κυρίου, όστις έμελλε να τας παραστήση καθαράς παντός ρύπου και αμώμους προ του βωμού του ουρανίου θυμιάματος. Ανύψου την διάνοιαν καθαράν και ευρείαν προς καινάς εννοίας, οίας ουδέποτε είχε συλλάβει. Εδέχετο εφ’ εαυτής τα δώρα της αγνότητος, τα πίπτοντα ως ρόδα εκ του δένδρου της αιωνίου ζωής. Εξέτεινε τας αγκάλας και περιέβαλλε το ιδανικόν, όπερ δεν ήρκεσε να ονειροπολήση τέως την αθανασίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου