Εγκατασταθείς, λοιπόν, ο τύραννος Αντίοχος εις τόπον υψηλόν και λαβών την πρώτην θέσιν μεταξύ των συμβούλων του, περιστοιχιζόμενος δε από τα ένοπλα στρατεύματά του, έδωκεν εντολήν στους σωματοφύλακάς του, να τραβούν ενός εκάστου Ιουδαίου το δέρμα δια να εξαφανίσουν την περιτομήν των, και να τους αναγκάζουν να γεύωνται κρέατα χοιρινά και κρέατα από εκείνα, που προσεφέρθησαν θυσία εις τα είδωλα.
Εάν δε μερικοί δεν ήθελαν να φάγουν τροφήν μολυσμένην, να
φονεύωνται μέ τον βασανιστικόν τροχόν.
Αφού δε πολλοί συνηρπάσθησαν βιαίως και υπεχώρησαν,
ωδηγήθη προς αυτόν κάποιος Εβραίος, πρώτος από το πλήθος, ονόματι Ελεάζαρος,
ιερατικού γένους, νομικός ως προς την επιστήμην, και προχωρημένος εις την
ηλικίαν, λόγω δε της ηλικίας του γνωστός εις πολλούς από εκείνους, που
περιεστοίχιζαν τον τύραννον.
Όταν τον αντίκρυσεν ο Αντίοχος του είπε:
“εγώ, γέροντα, πριν αρχίσουν εναντίον σου τα
βασανιστήρια, θα ήθελα να σου δώσω την εξής συμβουλήν· Να γευθής το χοιρινόν
κρέας και να σωθής. Σέβομαι την ηλικίαν σου και τα άσπρα σου μαλλιά, τα οποία,
καίτοι από τόσου χρόνου τα έχεις, δεν μου φαίνεται, ότι φιλοσοφείς ορθώς, αφού
δέχεσαι την Ιουδαϊκήν θρησκείαν. Διατί, σε παρακαλώ, ενώ αυτή αύτη η φύσις μας
έχει χαρίσει την γευστικωτάτην τροφήν του ζώου αυτού, συ την αποστρέφεσαι μετά
βδελυγμίας; Τούτο βεβαίως θεωρείται ανόητον, το να μη απολαμβανη, δηλαδή,
κανείς κάτι ευχάριστον, που δεν του προσάπτει εντροπήν, αλλά είναι και άδικον,
να δείχνη αποστροφήν προς τας δωρεάς της φύσεως. Αλλά συ, νομίζω, ότι θα κάμης
κάτι περισσότερον ανόητον, εάν υπερηφανευόμενος ότι κατέχεις, τάχα, την
αλήθειαν, περιφρονήσης ακόμη και εμέ, με συνέπειαν να τιμωρηθής.
Δεν θα εξυπνήσης από την μωρολόγον θρησκείαν σας;
Δεν θα πετάξης μακράν τους ανοήτους συλλογισμούς σου; Δεν
θα σκεφθής το αληθινόν συμφέρον σου δεικνύων σύνεσιν και νουν άξιον της ηλικίας
σου, και δεν θα λυπηθής τα γηρατεία σου, ώστε να αποδεχθής και υποταχθής εις
την φιλάνθρωπον αυτήν προτροπήν μου; Στοχάσου ότι, και αν υπάρχη επιτέλους
κάποια δύναμις, του εποπτεύει την τήρησιν των υπό της θρησκείας σας
διδασκομένων, αυτή θα σε συγχωρήση, διότι παρανομείς εξαναγκαζόμενος”.
Επειτα από μίαν τέτοιαν προτροπήν του τυράννου προς
παράνομον κρεωφαγίαν, εζήτησε τον λόγον ο Ελεάζαρος.
Και αφού έλαβε την άδειαν ήρχισε να ομιλή ενώπιόν των ως
εξής·
Ημείς, Αντίοχε, είμεθα πεπεισμένοι, ότι πρέπει να ζώμεν
σύμφωνα προς τον θείον νόμον. Και δεν νομίζομεν ότι υπάρχει κανείς εξωτερικός
καταναγκασμός ισχυρότερος από την πρόθυμον υποταγήν μας στον θείον νόμον. Δια
τούτο κατ' ουδένα τρόπον δεν κρίνομεν άξιον, να παραβαίνωμεν τον Νομον. Και αν
ακόμη δεν ήτο πράγματι θείος ο ιδικός μας νόμος, όπως συ νομίζεις, και εκ
πλάνης, τάχα, ημείς νομίζομεν ότι είναι θείος, και πάλιν δεν θα είχομεν την
εξουσίαν να παραβώμεν και να ακυρώσωμεν την πίστιν μας αυτήν περί ευσεβείας. Μη
νομίσης, λοιπόν, ότι εάν γευθώμεν μολυσμένην τροφήν, είναι τούτο μικρά αμαρτία.
Διότι το να παρανομή κανείς είτε εις μικρά είτε εις μεγάλα, είναι το ίδιον. Και
εις τας δύο περιπτώσεις ομοίως περιφρονείται ο Νομος. Ειρωνεύεσαι δε την
φιλοσοφίαν μας, επειδή σύμφωνα με αυτήν δεν ζώμεν τάχα με ορθοψροσύνην. Αλλά
αυτή η φιλοσοφία μας διδάσκει την σωφροσύνην, ώστε να κυριαρχώμεν επάνω εις
όλας τας ηδονάς και επιθυμίας, και να ασκώμεν την ανδρείαν, ώστε να υπομένωμεν
θεληματικά κάθε ταλαιπωρίαν. Μας εξασκεί επίσης εις πράξεις δικαιοσύνης, ώστε η
όλη συμπεριφορά μας να είναι απονομή του δικαίου. Μας διδάσκει ακόμη την
ευσέβειαν, ώστε εις μόνον τον αληθινόν Θεόν να αποδίδωμεν μεγαλοπρεπή λατρείαν.
Δια τούτο δεν τρώγομεν τροφάς μιαράς. Διότι πιστεύομεν, ότι ο νόμος έχει
θεσπισθή από τον Θεόν και γνωρίζομεν ότι νομοθετών ο κτίστης του κόσμου τρέφει
κατά φυσικόν λόγον συμπάθειαν προς ημάς και επέτρεψε να τρώγωμεν, όσα πρόκειται
να ωφελήσουν τας ψυχάς μας, απηγόρευσεν όμως να δοκιμάζωμεν το κρέας, όσων
πρόκειται να μας βλάψη. Τυραννική αυθαιρεσία δεν είναι μόνον να μας αναγκάζης
να παρανομούμεν, αλλά και να τρώγωμεν απηγορευμένα κρέατα, με τον σκοπόν να
γελάσης εξευτελιστικώς εις βάρος μας εξ αιτίας της μισητοτάτης εις ημάς αυτής
βρώσεως των μιαρών. Αλλά βεβαίως δεν θα γελάσης εις βάρος μου τον ειρωνικόν
αυτόν γέλωτα, ούτε εγώ θα παραβώ τους ιερούς όρκους των προγόνων μου, τους
αναφερομένους, εις την τήρησιν του Νομου, ακόμη και αν μου βγάλης τα μάτια και
λυώσης τα σπλάγχνα μου. Δεν είμαι τόσον γέρων και άνανδρος, ώστε να μη έχω
ακμαίον το φρόνημά μου. Δια τούτο ετοίμαζε τους τροχούς και αναρρίπιζε το πυρ,
ώστε να γίνη ισχυρότερον. Δεν αγαπώ και δεν λυπούμαι τόσον πολύ το γήρας μου,
ώστε να καταπατήσω εγώ ο ίδιος τον Νομον των πατέρων μου. Δεν θα σε διαψεύσω, ω
νόμε διδάσκαλε. Δεν θα σε εγκαταλείψω, αγαπητή εγκράτεια, ούτε θα καταπατήσω
τον όρκον, που έχω δώσει δια σέ! Δεν θα σε εξευτελίσω, φιλόσοφε λογισμέ, ούτε
θα σας αρνηθώ, σεμνή ιερωσύνη και επιστήμη της νομοθεσίας! Συ δέ, στόμα μου,
δεν θα μολύνης την σεμνήν γεροντικήν μου ηλικίαν, ούτε και το τέλος μιας ζωής αφιερωμένης
στον θείον νόμον. Αγνόν θα με δεχθούν οι πατέρες, διότι δεν θα έχω φοβηθή τα
θανάσιμα βασανιστήριά σου. Συ, Αντίοχε, θα βασιλεύσης επάνω εις ασεβείς· δεν θα
κατευθύνης όμως συ τας ιδικάς μου πεποιθήσεις περί ευσεβείας ούτε με τας
απειλάς ούτε με τα βάσανα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου