Ιωάννης ο του Χριστού Τίμιος Πρόδρομος και Βαπτιστής αείποτε πολλά θαύματα τελεί, εν δε εξ αυτών είναι και το κατωτέρω. Περί τα μέσα της δεκάτης ογδόης εκατονταετηρίδος, ήτοι εις τα 1740, ο Μέγας Πρόδρομος, η θαυμαστή δεξιά του Υψίστου, ενήργησε μέγα και εξαίσιον θαύμα, μνημονευόμενον και λαλούμενον και μετά χαράς εξιστορούμενον από εκείνους, οι οποίοι αυτόπται του θαύματος έγιναν, και αι χείρες αυτών υπηρέτησαν εις τα τότε παραδόξως γενόμενα· έχει δε ούτως η διήγησις: Έξω της πόλεως, κατά το μέρος όπερ ονομάζεται Ατζική, ολίγον τι διάστημα μακράν από την χώραν, ευρίσκεται Ναός επ’ ονόματι του Τιμίου ενδόξου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου τιμώμενος. Γύρωθεν εις τα μέρη εκείνα ευρίσκονται και πύργοι πολλοί των Οθωμανών, οι οποίοι επειδή δεν έχουν πλησίον τζαμί, αναγκάζονται να μεταβαίνωσιν εις την χώραν, όπου είναι τα τζαμιά, δια να κάμουν την προσευχήν των, και μάλιστα τούτο αναγκάζονται να κάμνουν απαραιτήτως εις τον καιρόν του ραμαζανίου και του μπαϊραμίου.
Έχει δε το πράγμα δυσκολίαν τινά, επειδή πολλάκις συμβαίνει να είναι ψύχος δριμύ και βροχαί πολλαί. Λοιπόν τι ανέβη εις τον νουν των πονηρών τούτων γειτόνων του θείου Βαπτιστού; Εβουλήθησαν οι ανόητοι να πάρουν με βίαν τον θείον τούτον Ναόν, δια να τον μετασκευάσουν εις ιδικόν των βέβηλον τζαμί· ήσαν δε ούτοι ουχί ιδιώται τινές και άσημοι εκ του κοινού λαού, αλλά της πόλεως οι πτώτοι, αγιάννηδες δηλαδή, κοινώς μπέηδες καλούμενοι, επτά όντες τον αριθμόν. Τούτον λοιπόν το παρανομώτατον έργον βουληθέντες να κάμωσι, δεν έκριναν εύλογον να το κάμουν ιδία δυναστεία, αλλά με βασιλικήν δύναμιν και απόφασιν, δια το ασφαλέστερον. Έγραψαν λοιπόν τα αναγκαία προς τούτο γράμματα εις τε τον καπιτάν πασάν και άλλους σημαίνοντας Χίους, οι οποίοι ήσαν μέσα εις τα βασίλεια, δια να ημπορέσουν με την συνέργειαν αυτών να λάβουν το ποθητόν φιρμάνι εις την μελετωμένην υπόθεσίν των· δύο όμως εκ των ειρημένων επτά αγάδων δεν εισήλθον εις την βουλήν αυτών, μάλιστα δε ημπόδιζον και τους άλλους λέγοντες: «Λείψατε από τοιούτον επιχείρημα, μη τύχη και γελοιοποιηθήτε». Όθεν και τα γράμματα τα οποία έστειλαν εκείνοι δεν τα υπέγραψαν οι δύο ούτοι, όμως δεν εισηκούσθησαν. Τα γράμματα λοιπόν εξαπέστειλαν δια θαλάσσης με άνθρωπον πιστόν ιδικόν των και, ως φαίνεται, έμελλον οι κατάρατοι ούτοι να επιτύχουν το ασεβέστατον ζήτημά των, και δια τούτο επέβλεψεν εξ ουρανού ο Κύριος, ο των αδικουμένων και απορουμένων κραταιός βοηθός και υπερασπιστής της Αγίας Πίστεώς μας και διεσκέδασε παραδόξως την άθεον των ασεβών βουλήν και επιχείρησιν· και παρακαλώ, αδελφοί, προσέχετε με την πρέπουσαν ευλάβειαν. Εσπέρα και νυξ εγένετο της έκτης του Ιανουαρίου μηνός, ύστερον από την οποίαν, ήτοι κατά την εβδόμην, η του Τιμίου Προδρόμου τελείται σύναξις, και η εορτή του θείου εκείνου Ναού τότε γίνεται· συνέπεσε δε εις τον αυτόν καιρόν και το ραμαζάνι των Αγαρηνών. Λοιπόν δειπνήσαντες οι ρηθέντες αγάδες, κατέβησαν εις την χώραν κατά την συνήθειαν έφιπποι, δια να επιτελέσουν εις το τζαμί το ναμάζι των. Την δε νύκτα εκείνην σεισμός μέγας και τάραχος υπερβολικός έγινεν εις τον Ναόν του θείου Προδρόμου, ώστε ο ιερεύς του Ναού και εκείνοι οι οποίοι εφύλαττον τα σκεύη και τον κόσμον της Εκκλησίας έλαβον φόβον μέγαν, διότι εφάνη εις αυτούς ωσάν να έπεσεν εις την γην η στέγη της Εκκλησίας. Εφανέρωναν δε όλα εκείνα τα φοβερά σημεία, ότι ο Μέγας Πρόδρομος ευρέθη εις αγώνα να φυλάξη από την ασέβειαν τον θείον Ναόν του κατά την νύκτα εκείνην της σεβασμίας του εορτής. Επιστρέφοντες δε οι αγάδες εκείνοι από την χώραν, οι μεν εξ κατέβησαν εις τον πύργον, όστις είναι εις την γέφυραν, όπου και τα συμβούλιά των έκαμνον, ο δε έβδομος, όστις και δεν έκλινεν εις την βουλήν των, ετράβηξεν εμπρός τον δρόμον, αν και παρεβίαζον αυτόν οι άλλοι να πεζεύση και εκείνος εκεί με τους άλλους ομού· εκείνος όμως δεν επείσθη, και απεκρίθη προς αυτούς: «Υπάγω να αφήσω εις το σπίτι το άλογον και έρχομαι». Ο πύργος ήτο τριώροφος και αυτοί δια το ψύχος του καιρού εκάθηντο εις το κάτω μέρος ως θερμότερον· ήτο δε ομού με τους εξ και εκείνος ο άλλος, όστις δεν είχε συμφωνήσει με την βουλήν των πέντε. Λοιπόν εκεί όπου εκάθηντο φαιδροί και αγαλλόμενοι και φλυαρούντες περί της υποθέσεως, και εις μάλιστα εξ αυτών θρασυνόμενος έλεγεν, ότι αυτός θα αναβή να φωνάξη επάνω εις την Εκκλησίαν το ασεβέστατον κήρυγμα, τότε δη πριν ακόμη γυρίση εκείνος ο αθώος (ω της θαυμαστής και μεγάλης σου δυνάμεως, Τίμιε Πρόδρομε! ) αίφνης έπεσον αι τρεις στέγαι, αι οποίαι ήσαν τρεις θόλοι, και κατεπλάκωσαν εκείνους τους τολμητίας και γραφικώς ειπείν κατέβησαν εις άδου ζώντες και εξέλιπον και απώλοντο δια την ανομίαν αυτών, χωρίς να πάθη τίποτε κανείς άλλος από την οικίαν· ότι κατά την συνήθειαν των Οθωμανών οι γυναικωνίται των ήσαν χωριστά· όθεν και δείκνυται, ότι θεϊκής οργής έργον εστάθη εκείνος ο κρημνισμός πρώτον εις μόνον τον ανδρωνίτην και όχι εις τον γυναικωνίτην, όπου ήτο πλήθος γυναικών και παιδίων αθώων. Δεύτερον, το οποίον είναι και παραδοξότατον και αποδεικτικώτατον της θείας οργής, εστάθη, ότι δύο πλάκες μεγάλαι, ωσάν από λογικήν δύναμιν διωρισμέναι, ενωθείσαι κατά το έτερον μέρος εις σχήμα γωνίας, εφύλαξαν ζώντα και αβλαβή εκείνον όστις αντέλεγεν εις την ασεβή των άλλων βουλήν· και όταν μετά ταύτα έσκαπτον, δια να εκβάλλουν των άλλων τα πτώματα, εκείνος κάτωθεν εβόα, ότι είναι ζωντανός, και ούτως εκείνον μόνον εξέβαλον αβλαβή, ώστε ούτε τα ενδύματά του δεν έλαβον καμμίαν βλάβην. Ποίαν άλλη μεγαλυτέρα και λαμπροτέρα απόδειξις ημπορεί να γίνη από ταύτην; Πως ο θείος Πρόδρομος απώλεσεν εκείνους τους ασεβείς, και τόσον παράδοξα διεσώθη εκείνος ο αθώος, ο οποίος λέγουσιν ότι έζησε χρόνους τριάκοντα, καθώς και εκείνος ο άλλος, όστις, αθώος ων, ευρέθη εις τον πύργον του και απέθανεν υπέργηρως, Τοπτζίμπασης ονομαζόμενος και υπό πάντων κηρυττόμενος, ότι παραδόξως εγλύτωσε; Και τούτους μεν τους τρισαλιτηρίους ούτω μετήλθεν η θεία δίκη. Επειδή δε, ως είπομεν, δια θαλάσσης είχον στείλει και άνθρωπον με γράμματα, ο θείος Πρόδρομος, κάμνων τέλειον το έργον του, παρέπεμψε και εκείνον εις τον βυθόν της θαλάσσης μετά των ασεβεστάτων εκείνων γραμμάτων, και ως φαίνεται δια να μη συκοφαντήσουν οι εχθροί της πίστεως την αλήθειαν, διότι εύκολα ήθελον είπει ότι οι Χριστιανοί, οίτινες ήξευρον την υπόθεσιν, τον έπνιξαν, η Θεία Πρόνοια έκαμε όλον το πλοίον ομού και επήγεν αύτανδρον και ούτω πανταχόθεν αι ελπίδες των ασεβών έσβησαν. Λοιπόν διαδοθείσης το πρωϊ της ολεθριωτάτης των ασεβών φήμης εις την χώραν, δύο εναντιώτατα πάθη επηκολούθησαν, εις μεν τους ασεβείς θρήνος και κλαυθμός πολύς, μετά πολλής και μεγάλης αισχύνης και εντροπής, εις δε τους ευσεβείς όλον το εναντίον, χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίασις. Και όντως ενταύθα επληρώθη το ψαλμικόν, λέγον: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωϊ αγαλλίασις», ότι φανερά ήσαν τα κινήματα των απίστων, και παρρησία ηπείλουν λέγοντες τα μελετώμενα, τα οποία φανερά και αναντιρρήτως αντέστρεψε και εματαίωσεν ο θείος Πρόδρομος, εφ’ όσον ανθρωπίνη δύναμις δεν ηδύνατο να αντιπράξη εις των ανόμων τας βουλάς. Τόσον δε εστάθη πολλή και μεγάλη εκείνη η θεία οργή, ώστε έκτοτε και μέχρι της σήμερον μένει έρημος και ακατοίκητος ο πύργος εκείνος, με μόνους τους υψηλούς τέσσαρας τοίχους, που ακόμη στέκουν όρθιοι, δια να μαρτυρούν ότι «Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών» και πληρούται ως αληθώς και ενταύθα η Δαβιδική Προφητεία ή μάλλον ειπείν κατάρα, η λέγουσα: ¨Γεννηθήτω η έπαυλις αυτών ερημωμένη και εν τοις σκηνώμασιν αυτών μη έστω ο κατοικών». Θέαμα κατά αλήθειαν και λάλημα εις μεν τους ευσεβείς τερπνότατον και υπερήδιστον, εις δε τους ασεβείς πένθους και αισχύνης αϊδίου παραίτιον και τα δύο ταύτα εναντία κατά πάσαν ανάγκην συμβαίνοντα. Είναι και άλλα παρατηρήματα, δια των οποίων έτι περισσότερον βεβαιούται η αλήθεια του αξαισίου θαύματος, όμως, δια να μη φέρωμεν τον λόγον έξω του μετρίου, αρκούμεθα εις τα ειρημένα, τα οποία, ως εδείχθησαν, είναι αναντίρρητα και κάμνομεν τέλος ευχαριστούντες και δοξάζοντες τον τερατουργόν Ιησούν Χριστόν και τον Μέγαν αυτού Πρόδρομον εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου