Προ μηνών ο γνωστός πνευματικός της Σιναϊτικής ερήμου π. Ανδριανός απεκήρυξε τον οικουμενισμόν του νέου ημερολογίου και προσεχώρησε εις την Εκκλησίαν του παλαιού, αφού διεπίστωσε και εμπράκτως τις κακοδοξίες των σημερινών επισκόπων της «Ορθοδοξίας». Αυτό, ως ήτο φυσικόν, δεν άρεσε σε πολλούς του νέου ημερολογίου, κληρικούς και λαϊκούς θεολόγους, καθότι ελέγχει την πορεία τους και τους αφήνει ακάλυπτους ενώπιον των πνευματικών τους τέκνων, τα οποία δικαίως θα διερωτώνται τι συμβαίνει. Δια τούτο το περιοδικόν «ο Σταυρός» έγραψε εκτενές σχόλιο (Αύγ. 94, σελ. 134) παρατηρών δια τον π. Ανδριανόν ότι «δεν εξήντλησε τα μέσα». Κατά την γνώμην του συντάκτου έπρεπε προτού διακόψει κοινωνίαν με την Εκκλησίαν του νέου «να έστελνε εγκυκλίους επιστολάς προς τους απανταχού γης ευρισκομένους χριστιανούς, στις οποίες θα στηλίτευε την απόκλισι προς τον οικουμενισμόν των προσώπων εκείνων που θα έπρεπε να είναι φρουροί της ορθοδόξου πίστεως». Η πρότασις του συντάκτου περί γραπτής διαμαρτυρίας εφηρμόσθη κατά κόρον από τους αγωνισθέντας προ ικανών ετών κατά της κακοδοξίας, και ουδέν αποτέλεσμα έφερε· μόνο η διακοπή κοινωνίας τους ενοχλεί και τους αποκαλύπτει. Έτσι ο π. Ανδριανός προτίμησε την οδόν της πράξεως. Προς τούτο επεσκέφθη Αυστραλίαν και Καναδά όπου ανθεί ο απόδημος Ελληνισμός, προκειμένου να στηλιτεύση την αίρεσιν. Το αποτέλεσμα; Τον εξεδίωξαν αμέσως οι «ορθόδοξοι» αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι των περιοχών! Γι΄ αυτό, επειδή διεπίστωσε ότι έχουν πια πορωθή, κατά τον λόγον του θείου Παύλου, απεφάσισε να ασφαλισθή δια της αποτειχίσεως και προσχωρήσεως εις τας τάξεις των Παλαιοημερολογιτών.
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, τον οποίον αναφέρει «ο Σταυρός» ως αγωνιστήν «εντός της Εκκλησίας», μόνο δια το θέμα του παρανόμου γάμου του αυτοκράτορος εφήρμοσε οικονομίαν αρκούντως αυστηράν, διακόψας κοινωνίαν με όλους τους πρωταιτίους της μοιχοζευξίας και τους κοινωνούντας αυτοίς. Στην περίοδον όμως της εικονομαχικής αιρέσεως η διακοπή της κοινωνίας ήτο καθολική· ουδείς εικονόφιλος εκοινώνει με τους εικονομάχους, καθόσον τα μέτωπα ήσαν χωρισμένα και πας ομολογών πίστιν και σεβασμόν προς τας αγίας εικόνας εδιώκετο απηνώς. Και ταύτα μεν εις την εκκλησίαν του Βυζαντίου. Υπήρχον όμως άλλαι τοπικαί εκκλησίαι και πατριαρχεία που δεν μετείχαν της αιρέσεως και τα οποία εκοινώνουν με τους εικονοφίλους. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα της εικονομαχικής περιόδου. Η πενταρχία των πατριαρχείων και όλαι αι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι κοινωνούν και συνεργάζονται μεταξύ των διώκουσαι τους ενισταμένους κατά της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Συνεπώς η μόνη οδός που απομένει, δι΄ όποιον θέλει να μείνει αμέτοχος της αιρέσεως και κατακρίτου κοινωνίας, είναι η οδός της αποτειχίσεως και η κοινωνία του με τας εκκλησίας του παλαιού ημερολογίου. Την ανωτέρω στάσιν επικροτεί η πολιά της Ορθοδοξίας παράδοσις και οι ιεροί Κανόνες, οι οποίοι θεωρούν «αξίους τιμής» τους ούτως ενεργούντας! Δυστυχώς οι συντάκται του «Σταυρού», παρά τα γραφέντα επί μίαν τριακονταετίαν, επιμένουν ότι μπορεί να είναι ορθόδοξοι, ως οι ομολογηταί του παρελθόντος, και συγχρόνως να κοινωνούν με όλας τας εκκλησίας που κακοδοξούν ή κοινωνούν με την κακοδοξίαν! Αυτό το αποκαλούν αγώνα «εντός των τειχών της Εκκλησίας», ενώ σημαίνει ακριβώς το αντίθετον· ευρίσκονται εντός της κακοδοξίας και εκτός αληθείας! Και κάποιοι ηγούμενοι επί αγίου Θεοδώρου, έχοντες τα μοναστήρια τους και μνημονεύοντες των αιρετικών, ενόμιζον ότι πράττουν έργον θεάρεστον και διακριτικόν, ὀπως οι συντάκται του «Σταυρού», προς τους οποίους έγραψε ο Όσιος Πατήρ: «Και τώρα δέξαι με, τιμιώτατε πάτερ, ομιλούντα πιο ελεύθερα. Δεν τυγχάνεις εκτός ευθύνης, το να συλληφθής δηλαδή από ανθρώπους του βασιλέως και να παραμείνης παρά ταύτα ελεύθερος… Εάν η οσιότης σου ουδέν έπαθε εκ των ανωτέρω (των βασάνων δηλαδή που υπεβάλοντο οι πιστοί), μετά την σύλληψιν, συγχώρα με, αλλά επλανήθης αδελφέ. Και μη μου δικαιολογήσαι πως διατηρείς ασφαλείς τας εκκλησίας και τας αγιογραφίας των ναών, ως και το μνημόσυνον του πατριάρχου. Τα παρόμοια και άλλοι πεπτωκότες φλυαρούσιν. Τα ανωτέρω δεν δύνανται να διατηρηθούν, εκτός εάν εγένετο προδοσία της ορθοδόξου ομολογίας. Διότι σε παρακαλώ ποία η ωφέλεια, όταν εμείς που λεγόμεθα και είμεθα ναός Θεού έχουμε καταστραφή (δια της μη ομολογίας) με το να περιποιούμεθα αψύχους ναούς;… Αλλοίμονον, άλλοι να αποθνήσκουν, άλλοι να εξωρίζονται, άλλοι να μαστιγώνονται, άλλοι να φυλακίζωνται, άλλους να φιλοξενούν τα όρη, αι ερημίαι, οι βράχοι και τα σπήλαια, και εμείς διαμένοντες στα σπίτια μας να νομίζωμεν ότι θα παραμείνωμεν αβλαβείς. Ουδόλως… Ταύτα είπα από αγάπη προς σε και ως υπενθύμισιν, ότι οι τα τοιαύτα πράττοντες είναι άξιοι τιμωρίας… (P.G. 99, 1365 AC). Και προς τον ηγούμενον Θεόφιλον: «… Και συ, ω τρισάθλιε, εαλωκώς τη ψυχοφθόρω κοινωνία, και μένων εις το ολετήριον, επ΄ αν ούτως, αλλ΄ ου μοναστήριον, λέγεις ευ έχειν… Τίνας δε και αδελφούς εφυλάξω, διεφθορότας τη ολεθρία σου κοινωνία, καν εν βρώμασι; Σκάνδαλον του κόσμου, υπόδειγμα αρνήσεως, προτροπή απωλείας, σάρξ αλλ΄ ου πνεύμα, σκοτήρ αλλ΄ ου φωστήρ…» (Αυτ. 1337 C). Ιδού πως εσκέπτοντο και ενεργούσαν οι αληθινοί πατέρες του παρελθόντος και μάλιστα ο μέγας Θεόδωρος, τον οποίον ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς θεωρεί ως τον «ατρόμητον ομολογητήν των θεανθρωπίνων αληθειών». Μακάριοι οι ταπεινώς μιμούμενοι την πορείαν του· δυστυχείς δε αληθώς οι διαστρέφοντες τους λόγους του, προκειμένου να δικαιολογήσουν την παραμονήν τους εις την αίρεσιν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου