Γεώργιος ο ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς πατρόθεν μεν κατήγετο εκ της Καππαδοκίας, μητρόθεν δε εκ της Παλαιστίνης· τυχών δε φύσεως και ανατρωφής καλής, καταγωγής δε ευγενούς, διότι οι γονείς του υπήρξαν έκπαλαι και εκ προγόνων ευγενείς και ευσεβείς, έγινε και εις τους πολέμους λαμπρότατος και επιτηδειότατος. Όθεν και όταν ήρχισε να αναδίδη τρίχας, έγινεν από τον βασιλέα Διοκλητιανόν Τριβούνος ονομαστότατος του Νουμέρου· έπειτα έγινε και κόμης δια την ανίκητον ανδρείαν του. Έως τότε όμως εκρύπτετο ότι είναι Χριστιανός. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις το εικοστόν έτος της ηλικίας του, απέθανεν ο πατήρ του εις τους αγώνας, τους οποίους υπέστη δια την ευσέβειαν· και λοιπόν παραλαβών την μητέρα του, ανεχώρησεν από την Καππαδοκίαν και επήγεν εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα της μητρός του, εις την οποίαν είχε κτήματα πολλά και κληρονομίαν μητρικήν.
Αφ’ ου δε η μήτηρ του ετελεύτησεν, έμειναν εις τον Άγιον χρήματα πάμπολλα· λαβών δε όλα τα χρήματα μεθ’ εαυτού, επορεύθη εις τον Διοκλητιανόν επιθυμών να λάβη μείζον αξίωμα. Βλέπων όμως την τοσαύτην μανίαν, την οποίαν έπνεεν ο τύραννος κατά των Χριστιανών, απεφάσισε να διανείμη εις τους πτωχούς και πένητας τα χρήματα, τα οποία είχε μεθ’ εαυτού, να κηρύξη δε τον εαυτόν του Χριστιανόν ενώπιον του Διοκλητιανού και της βουλής όλης, το οποίον και έπραξεν. Όθεν αφού διεμοίρασε ταχέως τα χρήματα, ηλευθέρωσε τους δούλους του και διέθεσε και τα εν Παλαιστίνη κτήματά του· τότε την τρίτην ημέραν μετά την άθεον του Διοκλητιανού απόφασιν (διότι βουλήν άνομον εβουλεύθη ο Διοκλητιανός και οι συν αυτώ να εξαφανίσωσιν από τον κόσμον τους Χριστιανούς), τότε, λέγω, αυτόκλητος παρέστη ο μέγας Γεώργιος εις το μέσον του βουλευτηρίου, παρόντος και του Διοκλητιανού, ανακηρύξας λαμπρώς τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και Υιόν Θεού και ελέγχων των ειδώλων τον δόλον και την ματαιότητα. Όθεν ευθύς παραδίδεται ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής εις διάφορα και σχεδόν αμέτρητα βασανιστήρια, διότι με ακόντιον μεν κεντάται εις την κοιλίαν, τροχόν δε και βούνευρα πολλάκις δοκιμάζει, και εν λάκκω πλήρει τίθεται ασβέστου. Επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής εξ όλων τούτων δια της θείας Χάριτος, είλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού την γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδραν, ομοίως δε και γεωργόν, Γλυκέριον ονόματι, αναστήσας τον βουν του, και Αθανάσιον τινά, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών· και απλώς ειπείν, πλήθος σχεδόν άπειρον ανθρώπων επέστρεψεν εις τον Χριστόν με τα διάφορα θαύματα, όσα ετέλεσε δια του ονόματος του Χριστού. Αφού δε ταύτα ούτως εποίησε, ρίπτεται σιδηροδέσμιος εις την φυλακήν, κατά την νύκτα δε εκείνην φαίνεται ο Χριστός εις τον ύπνον του και ευαγγελίζεται εις αυτόν τα αγαθά άπερ έμελλε να κληρονομήση. Εξυπνήσας δε ο Άγιος μετά χαράς, ηυχαρίστει τον Θεόν, και παρεκάλεσε τον δεσμοφύλακα να αφήση τον υπηρέτην του να εισέλθη εις την φυλακήν, διότι επερίμενεν έξω (ούτος δε και το Μαρτύριον του Αγίου συνέγραψε με ακρίβειαν). Εισελθών λοιπόν ο υπηρέτης και βλέπων τον αυθέντην του εις τα δεσμά, επροσκύνησεν αυτόν και έπεσεν εις τους πόδας του κλαίων. Ο δε Άγιος τον ήγειρε, λέγων προς αυτόν να χαίρη· έπειτα διηγήθη εις αυτόν και το όραμα όπερ είδε, και ακολούθως προστάσσει αυτόν να λάβη, μετά τον θάνατόν του, το σώμα του και να το μετακομίση εις την Παλαιστίνην, ωσαύτως να λάβης και την διαθήκην την οποίαν συνέταξε πριν ή παρρησιασθή, παραγγείλας προς τούτοις εις αυτόν να έχη πάντοτε εις την ψυχήν του τον τού Θεού φόβον. Ο δε υπηρέτης, υποσχεθείς να φυλάξη τα παραγγελθέντα, εξήλθε της φυλακής. Κατά δε την ερχομένην ημέραν εφέρθη πάλιν ο Μάρτυς εις εξέτασιν και μη πεισθείς να θυσιάση εις τον Απόλλωνα, αλλά κρημνίσας μάλιστα δια προσευχής του τα εν τω ναώ τούτου είδωλα, δια ξίφους την κεφαλήν αποτέμνεται. Ο δε υπηρέτης του Αγίου λαβών το πολύτιμον αυτού λείψανον και την διαθήκην του, μετέβη εις την Παλαιστίνην, και εις αυτήν ενεταφίασεν ευλαβώς και εντίμως το ιερόν εκείνο σώμα μετ’ άλλων Χριστιανών, εξεπλήρωσε δε ευαρέστως όλα όσα είχε διατάξει ο Άγιος. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος και ιδού διέλαμψεν η ευσέβεια και ο μέγας και αοίδιμος Κωνσταντίνος, ο βασιλεύς και Ισαπόστολος, ανέλαβε της βασιλείας τα σκήπτρα. Τότε λοιπόν ευκαιρίαν λαβόντες οι της ευσεβείας και του Αγίου Μάρτυρος Γεωργίου φίλοι και ερασταί, κτίζουσι Ναόν χαριέστατον εν ταυτώ και ωραιότατον εις την Λύδδαν, και ανακομίσαντες από τον αφανή τόπον, εις τον οποίον ευρίσκετο πρότερον το πολύαθλον και Άγιον σώμα του Μάρτυρος, το πολλού φωτός άξιον, τούτο αποθησαυρίζουσιν εις τον παρ’ αυτών οικοδομηθέντα νεόκτιστον Ναόν· και συν τη καταθέσει του λειψάνου τελούσι του Ναού τα εγκαίνια, κατά την παρούσαν τρίτην ημέραν του Νοεμβρίου μηνός. Το δε του Αγίου λείψανον επήγαζεν αενάως κρουνούς θαυμάτων εις τους πιστώς εις αυτό πλησιάζοντας· διότι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζη τους αυτόν δοξάζοντας. Έκτοτε λοιπόν η Αγία του Χριστού Εκκλησία εορτάζει ετησίως, κατά την σημερινήν ημέραν, την Ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εις δόξαν και αίνεσιν Χριστού, του αληθινού Θεού ημών, και του αυτού Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου