Ιερόθεος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών και πρώτος Επίσκοπος Αθηνών εγεννήθη εις τας κλεινάς Αθήνας και ήτο εις εκ των εννέα βουλευτών του Αρείου Πάγου, καθώς ήτο και ο θείος Διονύσιος ο μαθητής του. Προκατηχηθείς δε την εις Χριστόν πίστιν από τον Απόστολον Παύλον και βαπτισθείς, εχειροτονήθη υπ’ αυτού πρώτος Επίσκοπος Αθηνών. Αυτός δε πάλιν μυσταγωγεί τελειότερον τα περί Χριστού δόγματα τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον. «Ούτος ο μακάριος παρεγένετο εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου δια νεφέλης μετά των Αποστόλων και των Ισαποστόλων Ιεραρχών και ήτο έξαρχος, μετά τους Αποστόλους, επί των θείων υμνωδιών, όλος εκδημών, όλος εξιστάμενος εαυτού, και την προς τα υμνούμενα κοινωνίαν πάσχων, διο και από όλους, όσοι τον ήκουον και τον έβλεπον, εκρίνετο ότι είναι θεόληπτος και θείος υμνολόγος», καθώς ταύτα λέγει αυτολεξεί ο μαθητής αυτού μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (εν τω γ΄ κεφαλαίω ΄Περί θείων ονομάτων΄). Καλώς λοιπόν και θεοφιλώς πολιτευόμενος και ευφράνας τον Θεόν με την θεάρεστον αυτού πολιτείαν και τα ένθεα κατορθώματα, προς Αυτόν εξεδήμησεν.
Εκλογή εκ του εις τον εν Αγίοις Πατέρα ημών και Ισαπόστολον πρώτον Ιεράρχην Αθηνών μέγαν ΙΕΡΟΘΕΟΝ εγκώμίου του σοφωτάτου Ευθυμίου Ζυγαδινού συντεθείσα υπό Αγάθωνος Μοναχού.
Ιερόθεον θέλω εγκωμιάσει τον ιερόν του Θεού άνθρωπον, είναι δε πρέπον τω όντι εις αυτόν και δίκαιον το εγκώμιον, πρώτον μεν επειδή καθώς είχε το θείον και ιερόν όνομα Ιερόθεος, το οποίον σημαίνει αφιερωμένον τω Θεώ άνθρωπον, ούτως είχε και έργα θεία και του Θεού άξια, δια των οποίων ηγιάσθη και καθιερώθη εις τον Θεόν και προσφυέστατα συνεφώνησαν μετά του ονόματός του τα έργα του· δεύτερον δε επειδή συνέζησε και συνανεστράφη μετά των αφιερωμένων εις τον Θεόν Αγίων Αποστόλων και ίσα με εκείνους ηξιώθη χαρίσματα, αποστολικήν λαβών διακονίαν, αποστολικήν δόξαν, αποστολικήν προεδρίαν, άλλος Απόστολος και ων και φαινόμενος· τούτου ένεκεν δίκαιον είναι μετά των Αποστόλων και αυτόν να τιμώμεν και να εγκωμιάζωμεν· επειδή καθώς αναντιρρήτως αποστολικώς πάσαν την ζωήν αυτού διήνυσεν, ούτω δικαίως και σέβας αποστολικόν και έπαινοι αποστολικοί εις αυτόν οφείλονται και εγκώμια, καθότι το πρέπον απαιτεί των ίσων πόνων να είναι ίσοι και οι μισθοί και τα στέφανα όμοια.
Όστις δε το ιερόν τούτο χρέος εκπληροί και σεβασμίως τιμά και γεραίρει τον ιερόν τούτον άνθρωπον του Θεού Ιερόθεον, ηξεύρετε ποίον έχει μισθόν και τίνα λαμβάνει την ανταπόδοσιν; Το να γίνη και ούτος αξιόμισθος και αξιοσέβαστος ως ο ευφημούμενος Άγιος και παρά πάντων σεβασμίως να τιμάται και να εγκωμιάζεται. Τούτου ένεκα προθύμως πρέπει άπαντες οι φιλόθεοι και φιλέορτοι να συντρέξωσι και γηθοσύνως τας ευκλεείς αυτού πράξεις να αναμνήσωσι, και εκ των καλών αυτού κατακόρως να απολαύσωσι και χορτάσωσιν, εις το οποίον πάντοτε μεν, εξαιρέτως δε σήμερον κατά την ημέραν της αυτού πανηγύρεως άπαντας πανταχόθεν τους φιλοθέους προσκαλεί να συνέλθωσιν. Εκ τίνων γονέων εγεννήθη και κατήγετο ο ιερός πατήρ ημών Ιερόθεος και πως καλώς και ευγενώς ανατραφείς και εκπαιδευθείς και εις μέτρον ηλικίας φθάσας κατέστη τοσούτον επίσημος, ώστ’ εξεπέρασε και συτούς τους ευκλεεστάτους και υπερενδόξους άνδρας κατά την φήμην και την υπόληψιν, ουδείς μεν των ιστορικών μας το εξιστόρησεν, εκ των συγγραμμάτων όμως αυτού και εκ της υψηλής σοφίας του απταίστως δυνάμεθα να κρίνωμεν και περί της ευγενούς ανατροφής και νομίμου αυτού εκπαιδεύσεως. Επειδή ο του ανθρώπου λόγος πάντοτε είναι ζωηροτάτη και απαράλλακτος εικών των έργων του ως παρά πάντων ομολογείται· «Ανδρός χαρακτήρ εκ λόγων γνωρίζεται». Πολλάκις μάλιστα εις λόγος παραμικρός αρκεί άπασαν να παραστήση την ηθικήν του ανθρώπου κατάστασιν, επειδή τα ήθη τον λόγον παρομοιάζουσι και ο λόγος τα ήθη· και ο μεν αξιέπαινος λόγος αξιέπαινα ήθη σημαίνει, τα δε επαινετά ήθη επαινετόν λόγον γεννώσιν· ούτος λοιπόν ο λόγος αποδεικνύει, ότι και η γέννησις και η ανατροφή και η εκπαίδευσις του Ιεροθέου λίαν ήσαν αξιέπαινα. Επειδή τοσούτον υψηλή ήτο των λόγων και συγγραμμάτων αυτού η σοφία, ώστε ουχί μόνον των άλλων Ιεραρχών και Θεολόγων ανδρών την σύνεσιν υπερέβαινεν, αλλά και αυτού του θεολήπτου Αποστόλου Τιμοθέου, μαθητού Παύλου του Αποστόλου, ως αυτός ούτος φιλαλήθως ομολογεί τούτο ο Τιμόθεος. Ότι μεν λοιπόν παιδιόθεν ο Άγιος ούτος εγένετο των καλών και έργων και λόγων εραστής θερμότατος, αυτά τα πράγματα το κηρύττουσιν. Επειδή εκ πρώτης αυτού ηλικίας ενώσας με την φυσικήν ευφυϊαν του νοός τα ευγενή και χρηστά ήθη, εις παν είδος των εγκυκλίων μαθημάτων και επιστημών εγένετο εμπειρότατος και εντελέστατος, και περί μεν σωματικού πλούτου και γηϊνων κτημάτων ποσώς δεν εφρόντιζεν, ένα δε μόνον πλούτον εγίνωσκε και υπερεπόθει, την των αρετών κτήσιν και την των επιστημών κατανόησιν, αλλ’ ουχί αμελώς και περιέργως, αλλά μετά ζεούσης καρδίας και γνώμης ανδρείας και γενναιόφρονος, προετίμα δε νουνεχώς, παρά την μάθησιν των επιστημών, των αρετών την κατόρθωσιν, και κατά πρώτον μεν λόγον εις την των αρετών εργασίαν φιλοπόνως ηγωνίζετο, κατά δεύτερον δε λόγον και τας επιστήμας και πάσαν την εγκύκλιον παίδευσιν φιλοτίμως εσπούδαζε, καλώς γινώσκων ότι η της φιλοσοφίας και των επιστημών σπουδή προηγουμένως χρείαν έχει της των αρετών πράξεως και της των χρηστών ηθών καθαρότητος· διότι καθώς λέγει η Σοφία Σολομώντος εις πονηράν και εμπαθή ψυχήν η σοφία ποτέ δεν εισέρχεται· «Εις γαρ κακότεχνον ψυχήν ουκ εισελεύσεται σοφία» (Σοφ. Σολ. α:4). Πόσης δε σπουδής και επιμελείας χρείαν έχει και πόσους ιδρώτας πρέπει να χύση όστις επιποθεί την εαυτού ψυχήν δια του λαμπρού των αρετών και επιστημών ενδύματος να κοσμήση, γινώσκουσιν ακριβώς όσοι δια της πράξεως έμαθαν και έργω τα καλά ταύτα απέκτησαν· καθότι όστις μάθη εφ’ όσα πάθη, εκείνου και η γνώσις είναι βεβαία και αδιάπταιστος και ο λόγος αληθής τε και αξιόπιστος. Επειδή τόσον των αρετών η κατόρθωσις όσον και των επιστημών η κατανόησις μεγάλων πόνων και ιδρώτων και χρόνων ικανών χρείαν έχουσιν, ότι γλυκύς μεν είναι ο της παιδείας καρπός, αλλ’ η ρίζα πικρά και επίμοχθος· όθεν απαιτείται και νους μεν φιλήσυχος, ατάραχος, αρέμβαστος και αμετεώριστος, αγρυπνίαι δε συνεχείς και άπαυστοι και ταλαιπωρίαι και κακοπάθειαι απειράριθμοι. Τα καλά ταύτα καλώς γινώσκων ο ιερός Πατήρ ημών Ιερόθεος πάσαν κατέβαλε σπουδήν και επιμέλειαν, ώστε κατά τε την πράξιν και θεωρίαν κατέστη ακρότατος, υπερβάς άπαντας του καιρού εκείνου τους ευκλεείς άνδρας θεωρητικούς τε και πρακτικούς. Επειδή τους μεν πρακτικούς και εναρέτους υπερέβαινε κατά την θεωρίαν δια της υψηλής σοφίας του, τους δε θεωρητικούς και πεπαιδευμένους υπερενίκα κατά την πράξιν δια της άκρας αυτού αρετής και ασκήσεως, τους δε πρακτικούς τε άμα και θεωρητικούς υπερείχε κατά τον υψηλότερον βαθμόν της θεωρίας και πράξεως, εις τον οποίον αυτός είχεν ανυψωθή υπέρ άπαντας, καθότι η μεν υψηλή σοφία του την άμεμπτον εβεβαίωνε πολιτείαν του και την υψηλήν υπεστήριζε παιδείαν του, και δια να είπω συντόμως, άπαντα τα καλά, όσα προς αρετήν και παιδείαν συντείνουσι, μετά μεγίστης προθυμίας και αναριθμήτων πόνων ως φιλόπονος μέλισσα εις εαυτόν εθησαύρισεν. Αλλά οι μεν πόνοι παρήλθον, η δε δόξα αυτού διαμένει αιώνιος· μεγάλης δε φρονήσεως και αγχινοίας έργα είναι το επικερδέστατον τούτο εμπόριον, το να δώση δηλονότι εις κόπον πρόσκαιρον και να λάβη δόξαν αιώνιον, το οποίον οι νόες οι μικρόφρονες ποτέ δεν δύνανται να επιχειρήσωσιν. Ούτω λοιπόν ο εν Αγίοις πατήρ ημών Ιερόθεος την πρακτικήν αρετήν βάσιν ποιήσας της θεωρητικής, και δια της πράξεως την θεωρίαν ζητήσας, έφθασεν εις τον ακρότατον της αρετής και της παιδείας βαθμόν, καθ’ όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην φύσιν, και εγένετο τελειότατος και τοιουτοτρόπος προ της εν Χριστώ πίστεως και προ της αναγεννήσεως δια του αγίου Βαπτίσματος προκαθαρίσας εαυτόν, εγένετο άξιος και της αμωμήτου ημών πίστεως. Ότε δε ο θείος Απόστολος Παύλος κηρύττων πανταχού εις τα έθνη έφθασε και εις τας κλεινάς Αθήνας τον Ιησούν και την Ανάστασιν ευαγγελιζόμενος, τινές δε των επικουρείων και στωϊκών φιλοσόφων αντίθεον και βλάσφημον την διδασκαλίαν αυτού νομίζοντες, συλλαβόντες έφερον αυτόν εις το του Αρείου Πάγου περίφημον δικαστήριον, ίνα κριθείς και κατακριθείς αξίαν λάβη την καταδίκην της βλασφημίας του, τότε και ο Παύλος, σταθείς εν μέσω του κριτηρίου, εξεφώνησε την θαυμασιωτάτην εκείνην δημηγορίαν, λαβών την αφορμήν του λόγου εκ της του βωμού επιγραφής «Τω Αγνώστω Θεώ», δια της οποίας είλκυσε τους ελλογιμωτέρους και σοφωτέρους των άλλων φιλοσόφων προς την εις Χριστόν πίστιν, εν οις ήτο και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, και γυνή τις ονόματι Δάμαρις, και έτεροί τινες μετ’ αυτών, ως ταύτα πάντα λεπτομερώς ο ιερός Λουκάς ιστορεί εις τας Πράξεις των Αποστόλων. O δε θείος Πατήρ ημών Ιερόθεος προ του ιερού Διονυσίου είχε πιστεύσει, υπό του Αποστόλου Παύλου προδιδαχθείς. Επειδή, αν τότε ήθελε πιστεύσει και αυτός μετά του θείου Διονυσίου, δεν ήθελε σιωπήσει τούτο ο ιερός Λουκάς, αλλ’ ήθελεν αναφέρει και αυτόν εξ ονόματος, επισημότερον του Διονυσίου όντα και πάντων των άλλων κατά τε την παιδείαν και την αρετήν υπέρτερον· «Ου γαρ αν ει τηνικαύτα και ούτος μετά Διονυσίου πιστεύσας, εκολλήθη τω Παύλω» (επιφέρει ο σοφός Ζυγαδινός εν τω εις τον Άγιον τούτον εγκωμίω αυτού). Εν τοσούτω, αφ’ ου ο τε θείος Πατήρ ημών Ιερόθεος και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος εδέχθησαν την εις Χριστόν πίστιν, διδάσκονται αμφότεροι υπό του Αποστόλου Παύλου πάντα τα της πίστεως δόγματα και χειροτονούνται Επίσκοποι των τότε πιστευσάντων Χριστιανών, ο δε θείος Διονύσιος και του Ιεροθέου μαθητής εχρημάτισε κατά τε την έξω σοφίαν και τα της Θεολογίας απόρρητα, εκ του οποίου πρέπει να στοχασθώμεν πόση ήτο η του Ιεροθέου επιστημονική τε και θεολογική σοφία, όταν τοσούτον μέγαν Μαθητήν ηδυνήθη να αναδείξη, οίος ήτο ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος. Επειδή κατά την αψευδή του Κυρίου απόφασιν, δεν είναι ανώτερος ο μαθητής του διδασκάλου αυτού, αλλ’ όμως ο του Ιεροθέου μαθητής Διονύσιος ομολογουμένως υπερβαίνει πάντα σοφόν ακρότατον, πολλώ μάλλον άρα ο διδάσκαλος αυτού Ιερόθεος «αυτάρκη ταύτα (λέγει ο σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδινός) της θεοειδούς εκείνου (του Ιεροθέου) διανοίας και υψηλής εμφήναι το κλέος»· δια των οποίων δηλούται σαφώς, ότι και υπό του θείου Παύλου και υπό του μεγάλου Ιεροθέου μαθητευθείς ο θεόληπτος Διονύσιος, εμυήθη υπ’ αμφοτέρων τα κρείττονα και τα τελειότερα της τε ουρανίου και της καθ’ ημάς σοφίας. Μεγάλως δε ευγνωμονεί προς τον διδάσκαλον αυτού Ιερόθεον ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος και θαυμάσιος πλέκει εγκώμια πολλαχού των αθανάτων εκείνων συγγραμμάτων αυτού, μέγαν ήλιον ονομάζων αυτόν, κλεινόν καθηγεμόνα, θείον διδάσκαλον, Ιερομύστην, υμνολόγον θεόληπτον και άλλα πάμπολλα, ώστε «ουκ αν ποτε προς ούτω μέγαν ήλιον αντειπείν επεχειρήσαμεν» (Διονυσίου Αρεοπαγίτου εν τω «Περί θείων ονομάτων»). Δια δε τα ιερά του Ιεροθέου συγγράμματα αποφαίνεται ο Μέγας Διονύσιος ότι επιστημονικώς και μετά γηραλέας φρονήσεως έγραψε ταύτα και ότι ως άλλην Αγίαν Γραφήν πρέπει να τα νομίζωμεν, ώσπερ τινά δεύτερα εκείνης λόγια και των θεολέκτων ακόλουθα. Έχει δε και ιδιαίτερον κεφάλαιον προς τον Απόστολον Τιμόθεον, όπου γνωστοποιεί, ότι και αυτός ο θείος Τιμόθεος λαβών παρά του Διονυσίου το υψηλότατον του Ιεροθέου σύγγραμμα, και μη δυνηθείς να το εννοήση, το επέστρεψε προς τον Διονύσιον, παρακαλών αυτόν να το εξηγήση, ως του διδασκάλου αυτού σύγγραμμα, και να το πέμψη εξηγημένον προς αυτόν «και πολλάκις ημάς και αυτός εις τούτο προέτρεψας, και την γε Βίβλον αυτήν ως υπεραίρουσαν ανταπέσταλκας» (κεφ. γ΄ ). Τούτο λοιπόν μόνον αρκεί ν’ αποδείξη οποίος ήτο κατά την σοφίαν ο ιερός Πατήρ ημών Ιερόθεος, όταν η Βίβλος αυτού και αυτού του Αποστόλου Τιμοθέου υπερέβαινε την κατάληψιν και δια τούτο εζήτει παρά του ιερού Διονυσίου την ταύτης εξήγησιν. Αλλά και εις την κηδείαν του θεοδόχου σώματος της Κυρίας ημών Θεοτόκου μαρτυρεί ο αυτός Διονύσιος, ότι ήτο παρών και ο Ιερόθεος υπό νεφέλης αρπαγείς, και ότι ύμνους τότε εμελώδησε και επιταφίους ωδάς εις δόξαν της Θεομήτορος, υπερβαινούσας κατά πολύ τας των άλλων Ιεραρχών ωδάς και εγκώμια, τα οποία και αυτοί οι θείοι Απόστολοι υπερθαυμάζοντες εφύλαττον εις την μνήμην των, και εις πολλούς πολλάκις αυτά ανέφερον, ως και τούτο ο αυτός μαρτυρεί Διονύσιος, λέγων προς Τιμόθεον τον Απόστολον· «Πολλάκιςοίδα παρά σου και μέρη τινά των ενθεαστικών εκείνων υμνωδιών επακούσας». Ενθυμούμαι, λέγει, ω Τιμόθεε, ότι πολλάκις ήκουσα εκ του στόματός σου και περικοπάς τινας εκ των θεολήπτων εκείνων ύμνων και εγκωμίων, τα οποία ο εμός θείος διδάσκαλος Ιερόθεος εξεφώνει προς την Κυρίαν ημών Θεοτόκον όλος ένθους, έξω ων εαυτού και μετά της υμνουμένης Θεομήτορος ηνωμένος τω πνεύματι, πάθος πάσχων απαθές και μακάριον, και καθώς μεταξύ των ιερών Αποστόλων το σκεύος της εκλογής ο θείος Παύλος διέπρεπε και υπερείχεν εις τα της Δεσποίνης ημών εγκώμια, ούτω μεταξύ των Ιεραρχών προηγείτο και υπερέλαμπεν ο μακάριος Ιερόθεος, πάντων κρατών, πάντων υπερέχων, και παρά πάντων υφ’ ων ηκούετο και ωράτο θεόληπτος και θείος υμνολόγος κρινόμενος. Τον τοιούτον λοιπόν και τοσούτον κατά τε αρετήν και σοφίαν μέγαν και θειότατον άνδρα με τίνας να τον παραβάλωμεν και πως να τον ονομάσωμεν; Με τους αϋλους Αγγέλους και Άγγελον να τον ονομάσωμεν; Ναι, βεβαιότατα, διότι αγγελικώς εν τω κόσμω επολιτεύθη, και ένσαρκος Άγγελος ανεφάνη· με τους Αποστόλους και Απόστολον να τον ονομάσωμεν; Ναι βεβαιότατα, διότι Αποστολικήν εγχειρισθείς διακονίαν, αποστολικώς τα χρέη αυτής εξετέλεσε· με τους Μάρτυρας, με τους Ιεράρχας και Διδασκάλους; Ναι, βεβαιότατα, διότι ως Μάρτυς μεν και δια λόγων και δι’ έργων και αγώνων την της πίστεως αλήθειαν εμαρτύρησεν, ως δε Ιεράρχης, κανονικώς και νομίμως αρχιερατεύσας, τον Θεόν ευηρέστησε και ως διδάσκαλος υπέρ πάντα τα διδασκαλικά χρέη εξεπλήρωσεν. Αλλά και ουρανόν και ήλιον και σελήνην εάν αυτόν ονομάσωμεν, αληθεύομεν, διότι και αυτός δια των αειφώτων έργων και λόγων αυτού ως δι’ αστέρων λαμπρυνόμενος την του Θεού δόξαν, την ένσαρκον του Θεού Λόγου οικονομίαν διηγήθη, και το της αγνοίας και ειδωλολατρίας σκότος δια της αληθούς θεογνωσίας αποδιώξας, πάσαν κατηύγασε την υφήλιον, αλλά και σκεύος εκλογής, άλλον Παύλον και υιόν βροντής, δεύτερον Θεολόγον, εάν αυτόν ονομάσωμεν, μεθ’ υπερβολής δεν τον εγκωμιάζομεν. Επειδή και του Παύλου επλούτει τον διακαή προς το κήρυγμα ζήλον, και της του Ιωάννου Θεολογίας τον παγκόσμιον καταπληκτικόν ήχον. Δια τοσούτων στεφάνων η αρετή αυτόν κατεκόσμησε, δια τοσούτων αγαθών η φιλοσοφία αυτόν κατεποίκιλεν. Τίνα λοιπόν εκ των προνομίων και χαρίτων αυτού να θαυμάση τις πρότερον; Ή ποία γλώσσα ρητορικωτάτη θέλει δυνηθή να εφεύρη των τοσούτων και τοιούτων κατορθωμάτων πρέποντα τα εγκώμια; Επειδή όταν μία ψυχή εις εαυτήν συναθροίση άπαν καλόν, υπερνικά άπαν εγκώμιον· όθεν εγώ εν έτι προς τοις ειρημένοις ειπών, θέλω καταπαύσει τον λόγον μου, ότι δηλαδή μετά τοσούτων και τοιούτων λαμπρών κατορθωμάτων και προτερημάτων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιερόθεος εν βαθυτάτω γήρατι τελευτήσας, ηξιώθη της των Πατριαρχών, Προφητών, Μαρτύρων, Ιεραρχών και πάντων των απ’ αιώνος Αγίων συναυλίας και συνοικήσεως, υπέρ ημών εκτενώς καθικετεύων τον Ύψιστον, ίνα αταράχως το της παρούσης ζωής πέλαγος διαπλεύσαντες, εις τους γαληνούς και ακυμάντους λιμένας της των Ουρανών Βασιλείας καταντήσωμεν. Δέξαι λοιπόν ευμενώς, Πάτερ θειότατε, τα παρ’ ημών ευλαβώς προσφερόμενα, τα παρά σου αντιδίδων ημίν, όσα δια των πρεσβειών σου να αντιδώσης δύνασαι· ήδη μεν ευεξίαν σώματος και ψυχής, αμαρτιών άφεσιν, πειρασμών απαλλαγήν, και τέλος βίου εις Θεόν ευάρεστον· προς δε το μέλλον την εκ δεξιών Χριστού του Θεού ημών μετά των Αγίων παράστασιν. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου