Ανάγκη είναι, αδελφοί μου αγαπητοί, να επαναφέρωμεν εις ενθύμησιν την αρχήν της εξηγήσεως των αγίων και φρικτών Μυστηρίων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια να δοξάσωμεν τον μόνον μακρόθυμον. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μέλλων να σταυρωθή εκουσίως και να αποθάνη κατά το ανθρώπινον, ηθέλησε να παραδώση το μυστήριον της θείας Αυτού Κοινωνίας προς τους Ιερούς Ναθητάς Του και προς πάντας ημάς, οίτινες εμέλλομεν να τον πιστεύσωμεν Θεόν αληθινόν. Το εσπέρας λοιπόν της μεγάλης Πέμπτης λέγει προς τους Μαθητάς Του· «Μάθετε, ότι μετά δύο ημέρας γίνεται το Πάσχα και ο υιός του ανθρώπου (εννοών εαυτόν) παραδίδεται εις το να σταυρωθή» (Ματθ. κστ: 2). Του λέγουν οι μαθηταί: «Που θέλεις, Κύριε, να Σου ετοιμάσωμεν να φάγης το Πάσχα»;
Εις τίνος φίλου Σου οικίαν; Ο δε Χριστός απέστειλε δύ από τους Μαθητάς του, τον Πέτρον και τον Ιωάννην, ειπών προς αυτούς· «Υπάγετε εις το απέναντι χωρίον και εκεί θέλετε εύρει άνθρωπον βαστάζοντα κεράμιον (στάμναν) με ύδωρ· ακολουθήσατέ τον έως εις την οικίαν του, εις την οποίαν υπάγει και είπατέ του, ο διδάσκαλος λέγει, ότι μετά σου θέλω κάμει το Πάσχα μετά των Μαθητών μου· εκείνος τότε θέλει σας δείξει ανώγαιον εστρωμένον και ετοιμάσατε εκεί» (Ματθ. κστ: 18, Μάρκ. ιδ: 12 – 15, Λουκ. κβ: 7 – 12). Ποίος ήτο ο άνθρωπος, ο βαστάζων την στάμναν; Ήτο ο Ζεβεδαίος ο πατήρ του Ιωάννου. Τίνος ένεκεν όμως δεν λέγει το όνομά του, αλλά τους στέλλει να υπάγουν, χωρίς να γνωρίζουν το όνομά του; Πρώτον μεν, διότι ως Θεός βλέπει και προγνωρίζει τα μέλλοντα. Όθεν δεν λέγει τον τόπον, ουδέ τον άνθρωπον με το όνομά του, ένεκεν του Ιούδα, ίνα μη ακούων τούτο ειδοποιήση τους Εβραίους και έλθουν εκείνοι και τον συλλάβουν προς τιμωρίαν κατά το μίσος των, προτού κάμη τον Δείπνον και παραδώση τα πνευματικά και άχραντα Αυτού Μυστήρια· δεύτερον δε, δια να μη γνωρίζη τις που πηγαίνει, ώστε να μη υπάγουν εκεί ξένοι άνθρωποι, εκτός από τους Μαθητάς του, δια τούτο δεν είπε το όνομα του ανθρώπου. Επήγαν λοιπόν οι Μαθηταί και εύρον τον άνθρωπον, καθώς τους είπεν ο Κύριος και ητοίμασαν το Πάσχα. Όταν δε εβασίλευσεν ο ήλιος (Πέμπτη εσπέρας) ήλθε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις εκείνην την οικίαν, την ανώγαιον, όπου ήτο ετοίμη η τράπεζα και έφαγε μαζί με τους Μαθητάς Του. Ήτο δε και ο Ιούδας εκεί μετ’ αυτών. Εκάθισε δε ο Χριστός με τους δώδεκα Μαθητάς Αυτού εις τον Δείπνον, καθώς λέγει ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς, δια να φάγουν, κατά το διάστημα δε τούτο να τους παραδώση το ιδικόν Του μέγα και φρικτόν Μυστήριον. Τότε λέγει ο Κύριος προς τους Μαθητάς του· «Με μεγάλην επιθυμίαν επεθύμησα να φάγω τούτο το Πάσχα μαζί σας (Λουκ. κβ: 15), διότι θέλω να σας παραδώσω τα μεγάλα Μυστήρια της Νέας Διαθήκης, δια να λάβη τέλος ο παλαιός Νόμος». Εκεί δε όπου έτρωγαν, τους λέγει· «Πολύ είναι η ψυχή μου λυπημένη έως θανάτου· εις από σας μέλλει να με προδώση» (Ματθ. κστ: 21, Μάρκ. ιδ: 18, Λουκ. κβ: 21, Ιωάν. ιγ: 21). Τούτο ακούσαντες οι Απόστολοι ήρχισαν να λυπώνται κατά πολλά και έλεγον έκαστος εξ αυτών προς τον Χριστόν· «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε»; (Ματθ. κστ: 22, Μάρκ. ιδ: 19, Λουκ. κβ: 23, Ιωάν. ιγ: 22). Προλέγει δε ο Κύριος εκείνο, το οποίον έμελλε να κάμη ο Ιούδας, δια να τον διορθώση, διότι με αυτό το οποίον είπεν, ήτο ως να έλεγεν· «Ω Ιούδα, Θεόν μέλλεις να προδώσεις, όστις γνωρίζει τας καρδίας των ανθρώπων». Έβλεπον τότε ο εις τον άλλον οι Απόστολοι και διελογίζοντο περί τίνος λέγει τον λόγον. Ήτο δε ο Θεολόγος Ιωάννης πεσμένος εις το στήθος του Χριστού και ο Πέτρος του κάμνει νεύμα, δια να τον ερωτήση, ποίος είναι εκείνος, όστις μέλλει να κάμη την προδοσίαν. Πεσών λοιπόν ο ηγαπημένος Μαθητής, ο Θεολόγος, εις το στήθος του Κυρίου, ως είπομεν, του λέγει· «Κύριε, ποίος είναι εκείνος, όστις μέλλει να σε προδώση»; (Ιωάν. ιγ: 25). Αποκρίνεται ο Χριστός και του λέγει· «Εκείνος, όστις θέλει λάβει από την χείρα μου τον άρτον βεβρεγμένον από το υγρόν του τρυβλίου» (Μάρκ ιδ: 20, Ιωάν. ιγ: 26). Παρευθύς δε έβρεξε τον άρτον και τον έδωσε του Ιούδα. Είδε δε τούτο ο Ιωάννης. Τότε ο κακότροπος Ιούδας απετόλμησε και είπε· «Μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Διδάσκαλε»; (Ματθ. κστ: 25). Του λέγει ο Κύριος· «Συ το λέγεις, συ το γνωρίζεις». Του λέγει πάλιν ο Κύριος· «Ο μεν υιός του ανθρώπου (ούτω συνήθιζε να ονομάζη εαυτόν ο Χριστός) υπάγει καθώς είναι γεγραμμένον, αλλ’ αλλοίμονον εις εκείνον τον άνθρωπον, από τον οποίον θέλει προδοθή· καλλίτερον ήτο δι’ αυτόν να μη είχε γεννηθή» (Μάρκ. ιδ: 21). Ίδετε ευσπλαγχνίαν Δεσπότου! Ίδετε την θείαν Αυτού μακροθυμίαν! Τον εδίδασκε δηλαδή, του παρήγγελλε και προ της μελλούσης κακουργίας τον ενουθέτει. Και δια να μη είπη τις, ότι δεν ηδύνατο ο Χριστός να μεταστρέψη την πέτρινην καρδίαν του Ιούδα, δεν τον ήλεγξε, δεν τον εφανέρωσε, φυλάττων το εκείνου αυτεξούσιον ελεύθερον· διότι τοιούτον είναι το θείον κρίμα. Αλλ’ εκείνος έμενεν αδιόρθωτος. Εσθιόντων δε αυτών (προσθέτει τον λόγον τούτον ο Ευαγγελιστής δια να αποδείξη την απανθρωπίαν του Ιούδα και την φιλανθρωπίαν του Δεσπότου, ότι τον είχεν εις την τράπεζάν του και συνέτρωγε μετ’ αυτού του μιαρού, δια να γίνη ήρεμος, πραότερος εις την καρδίαν, αυτός όμως έως τέλους έμεινεν αδιόρθωτος, άσπονδος) έλαβεν ο Χριστός άρτον ένζυμον και τον ηυλόγησε, όχι ως λέγουν οι αιρετικοί Λατίνοι άζυμον· διότι άζυμα έκαμαν κατά τας επτά ημέρας των αζύμων. Έκοψε λοιπόν ο Κύριος τον άρτον και τον εμοίρασεν εις τους Αποστόλους λέγων προς αυτούς· «Λάβετε, φάγετε, τούτο είναι το Σώμα μου, το οποίον κόπτεται προς χάριν σας εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ: 26, Μάρκ. ιδ: 22, Λουκ. κβ: 19), εννοών με αυτά, τα οποία τους είπεν, ότι ο Αμνός, τον οποίον σφαγιάζει ο Ιερεύς κατά την αναίμακτον θυσίαν εις το θυσιαστήριον, είναι αυτό τούτο το Σώμα του Χριστού και όχι αντίτυπον αυτού. Διότι δεν είπε, τούτο είναι αντίτυπον του Σώματός μου, αλλά «τούτο εστι το Σώμα μου». Αν δε και είναι άρτος, όμως με την ανεκδιήγητον του Χριστού δύναμιν μετουσιούται εις Σώμα του Χριστού εις την θείαν Λειτουργίαν. Διότι δεν δυνάμεθα να το βλέπωμεν υπερφυώς, ότι είναι σαρξ ανθρωπίνη, είναι σώμα σκληρόν, δια τούτο και σφαγιάζομεν δια του Ιερέως άρτον, και φαίνεται άρτος, δια να αποφύγωμεν την δυσχέρειαν· αλλ’ είναι υπερφυώς, αληθώς και βεβαίως Σάρξ του Κυρίου. Έπειτα έλαβε το ποτήριον γεμάτον οίνον, το ηυλόγησε και έδωκεν εις αυτούς λέγων· «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο είναι το Αίμα μου το της Νέας Διαθήκης, το οποίον χύνεται προς χάριν πολλών, εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ: 27 – 28, Μάρκ. ιδ: 24, Λουκ. κβ:20). Όπως δηλαδή η Παλαιά Διαθήκη εις την προς τον Θεόν θυσίαν είχεν αίμα και σφαγήν, ούτω και η Νέα έχει Αίμα και σφαγήν, την αγίαν Κοινωνίαν, καθ’ ην σφαγιάζεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Αυτό δε το οποίον είπεν, ότι χύνεται το Αίμα Του χάριν των πολλών, σημαίνει προς χάριν όλου του κόσμου. Τίνος δε ένεκεν δεν είπεν ο Κύριος και εις τον άρτον φάγετε όλοι, αλλ’ εις το ποτήριον μόνον το είπε; Διότι ο Ιούδας τον άρτον δεν τον έφαγε, λέγουν, αλλά τον έκρυψε, δια να τον δείξη εις τους Εβραίος και να τους είπη, ότι Αυτός λέγει, ότι ο άρτος είναι το Σώμα Του. Όθεν είναι εναντίος του Νόμου, δεισιδαίμων και αλλοτριόφρων. Τον δε οίνον έπιεν, διότι δεν ηδυνήθη να τον κρύψη. Αφού δε ή έφαγεν αυτά ο Ιούδας ή τα έλαβε μόνον, εμβήκεν ο σατανάς εις την καρδίαν του και ανεχώρησεν από την συντροφίαν των του Χριστού Μαθητών επιδεξίως, δια να κάμητην προδοσίαν την οποίαν και ευθύς έκαμεν. Έπειτα ο Κύριος, πριν ή λείψη από το μέσον και ο Ιούδας, είπεν πρώτον· «Αμήν λέγω υμίν, από τώρα και εφεξής δεν μέλλω να πίω από το γέννημα της αμπέλου, έως της ημέρας εκείνης, θέλω δε πίει τούτο καινόν μεθ’ υμών εν τη Βασιλεία μου, δηλαδή εν τη Αναστάσει» (Ματθ. κστ: 29, Μάρκ.ιδ: 25). Προ δε του Δείπνου εγερθείς ο Κύριος από της τραπέζης, εξέβαλε το επανωφόριόν του και ζωσθείς λέντιον, δηλαδή τεμάχιον υφάσματος, όπως η σημερινή ποδιά, έβαλεν ύδωρ εις μίαν λεκάνην και ήρχισε να νίπτη τους πόδας των Μαθητών Του, εσπόγγισε δε αυτούς με το λέντιον· τούτο δε έκαμε δια παράδειγμα ταπεινώσεως. Νίπτων λοιπόν τους πόδας των Μαθητών, έρχεται και προς τον Πέτρον, αυτός δε του λέγει· «Κύριε, ου μη νίψης μου τους πόδας εις τον αιώνα» (Ιωάν. ιγ: 8). Του λέγει ο Χριστός· «Τούτο, το οποίον σου κάμνω εγώ, συ τώρα δεν το εννοείς, θέλεις όμως το εννοήσει μετά ταύτα». Δεν ένιψε δε ο Χριστός πρώτον τους πόδας του Πέτρου, αλλά άλλου τινός, τουτέστι του Ιούδα· πως δε τούτο είναι φανερόν; Άκουσον του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όστις λέγει, ότι όταν ήρχισε να νίπτη τους πόδας των Μαθητών, κανείς άλλος δεν ετόλμησε να υπάγη εις το νίψιμον πρωτύτερα από τον Πέτρον, εκτός από τον Ιούδαν. Διότι αν έκαμνεν άλλος την αρχήν να νιφθή, δεν ήθελεν εμποδίσει ο Πέτρος τον Χριστόν, να μη νίψη τους πόδας του. Αλλά βλέπων, ότι ο μικρότερος μαθητής, ο Ιούδας, με τόλμην και αναισχυντίαν εδέχθη του Κυρίου την ταπείνωσιν, δεν ηθέλησε να μιμηθή την αυθάδειαν αυτού και λέγει προς τον Κύριον· «Κύριε, Συ θέλεις να μου νίψης τους πόδας; Ουδέποτε θέλεις νίψει τούτους εις τον αιώνα τον άπαντα».Του λέγει ο Χριστός· «Εάν δεν νίψω τους πόδας σου δεν έχεις μέρος μετ’ εμού» (Ιωάν. ιγ: 8). Τότε αποκριθείς ο Πέτρος λέγει· «Κύριε, όχι μόνον τους πόδας μου να νίψης, αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν». Του λέγει ο Χριστός· «Ο λουόμενος δεν έχει χρείαν να νιφθή, αλλ’ είναι καθαρός όλος και σεις καθαροί είσθε, αλλ’ όχι όλοι». Τούτον δε τον λόγον είπε δια τον Ιούδαν, διότι ήτο ακάθαρτος προδότης. Όταν λοιπόν ένιψεν ο Κύριος τους πόδας των Μαθητών Του, επήγε και έβαλε πάλιν το ένδυμά Του και καθίσας τους λέγει· «Εγνωρίσατε τι έκαμα εις σας; Σεις με λέγετε αυθέντην και διδάσκαλον και καλώς το λέγετε. Επειδή λοιπόν εγώ ο αυθέντης και διδάσκαλός σας ένιψα τους πόδας σας, ούτω πρέπει και σεις να νίπτετε των άλλων τους πόδας. Παράδειγμα σας έδωκα, ίνα καθώς εγώ ένιψα τους πόδας σας, ούτω να κάμνετε και σεις εις άλλους». Λέγει δε ο αρεοπαγίτης Διονύσιος περί του προδότου Ιούδα, ότι τη αληθεία το πεπαλαιωμένον κακόν νέον καλόν δεν γίνεται. Ούτω ήτο και ο Ιούδας πεπαλαιωμένη αμαρτία και φιλαργυρία μισητή, καθώς το λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι «ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία» ( Α΄ Τιμ. στ: 10), δι’ αυτό και δευτέραν ειδωλολατρίαν την επωνόμασεν. Αλλ’ ας ίδωμεν και την αρχήν της γεννήσεώς του, ότι ήτο μιαρά και πληρωμένη πάσης κακίας και πονηρίας, καθώς το μαρτυρεί και ο Προφήτης Δαβίδ εις το εκατοστόν όγδοον ψαλμόν λέγων, ότι «κατάστησον επ’ αυτόν αμαρτωλόν και διάβολος στήτω εκ δεξιών αυτού… και γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί, η δε γυνή αυτού χήρα… αναμνησθεί η αμαρτία των πατέρων αυτού έναντι Κυρίου και η αμαρτία της μητρός αυτού μη εξαλειφθείη… και ουκ ηθέλησεν ευλογίαν και μακρυνθήσεται απ’ αυτού και ενεδύσατο κατάραν ως ιμάτιον» (Ψαλμ. ρη: 6 – 18). Ταύτα περί του Ιούδα και άλλα ακόμη λέγει ο Ψαλμωδός· αλλ’ ας ακούσωμεν και την ιστορίαν του. Εις εκ των σοφών λέγει, ότι ο παράνομος Ιούδας ήτο από την χώραν Ισκαρίαν, είχε δε πατέρα ονόματι Ρόβελ. Αυτός δε ο Ρόβελ είχε γυναίκα, ήτις μίαν ημέραν είδεν όνειρον φοβερόν και διαλογιζομένη ήρχισε να φωνάζη δυνατά από τον φόβον. Λέγει προς αυτήν ο ανήρ της· «Τι έχεις, τι έπαθες και θλίβεσαι ούτω»; Του λέγει εκείνη· «Όνειρον είδα φοβερόν, ότι εάν μείνω έγκυος και γεννήςω τέκνον άρρεν, το τέκνον αυτό θέλει γίνει η καταστροφή των Εβραίων». Τότε ο ανήρ της την ωνείδισε, διότι επίστευεν εις όνειρα· αύτη δε εσιώπησε. Κατά την νύκτα εκείνην έμεινεν έγκυος. Όταν δε ήλθεν ο καιρός εγέννησε τέκνον άρρεν· η δε γυνή ηβουλήθη να φονεύση το τέκνον της, δια να μη καταστρέψη αυτό το έθνος των Εβραίων, διότι και αυτή και ο ανήρ της ήσαν από την φυλήν των Εβραίων. Πράγματι κρυφίως από τον άνδρα της κατεσκεύασε κιβώτιον πλεκτόν από βάγια, το επίσσωσεν, έπειτα έβαλε μέσα το παιδίον και το έρριψεν εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας. Εκεί δε απέναντι της Ισκαρίας ήτο νησίδιον, εις το οποίον κατοικούσαν άνθρωποι ποιμένες, οίτινες εφύλαττον εις αυτό τα ζώα των εις τους κακούς καιρούς. Αυτοί βλέποντες το κιβώτιον, διότι τα κύματα το έκαμαν να φθάση πλησίον του νησίου,με εν από τα πλοιάρια τα οποία είχον, το έφερον τραβώντες εις το νησίον. Ανοίξαντες δε αυτό, εύρον εντός αυτού το παιδίον και το έτρεφον εκ του γάλακτος των ζώων. Μετά ταύτα το έδωκαν εις τινα γυναίκα από το χωρίον, ήτις είχε γεννήσει προ ολίγου καιρού, δια να το θηλάζη και το επωνόμασαν Ιούδαν, διότι εγνώρισαν ότι εξ Εβραίων ήτο το παιδίον, ούτω δε ημέρα τη ημέρα ηυξάνετο. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να περιπατή, έφεραν το παιδίον εις την χώραν Ισκαρίαν, δια να εύρουν άνθρωπον να του το παραδώσουν να το αναθρέψη. Κατά σύμπτωσιν όμως ευρέθη εκεί ο Ρόβελ, ο πατήρ του και το επήρε, μη γνωρίζων ότι είναι ο πατήρ αυτού του παιδίου. Ήτο δε το παιδίον κατά πολλά εύμορφον και η μήτηρ του το ηγάπα απ’ αρχής αλλά και όσον παρήρχετο ο καιρός το ηγάπα περισσότερον, διότι ενεθυμείτο το τέκνον της, το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν. Εγέννησε δε και έτερον υιόν και ανέτρεφε και τα δύο ομού. Ο δε Ιούδας ήτο φύσεως πονηράς και έδερε τον αδελφόν του, αναλογιζόμενος την μετ’ αυτού διανομήν της πατρικής περιουσίας, ώστε πολλάκις τον ενουθέτει η μήτηρ του λέγουσα· «Παύσον, τέκνον μου, μη δέρης τον αδελφόν σου και όσα έχομεν εγώ και ο πατήρ σου ιδικά σας είναι και των δύο». Ο δε πονηρός και κακόβουλος Ιούδας, από την αγάπην των χρημάτων και των κτημάτων θελγόμενος, ηβουλήθη να φονεύση τον αδελφόν του. Ημέραν λοιπόν τινά πορευομένων και των δύο ομού εις τόπον τινά, ετόλμησεν ο Ιούδας, ως πλέον δυνατός και μεγαλύτερος όπου ήτο και εφόνευσε τον αδελφόν του, κτυπών αυτόν με πέτραν εις την μήνιγγα της κεφαλής. Όταν δε τον εφόνευσεν, εφοβήθη και έφυγεν εις την Ιερουσαλήμ. Τότε ο πατήρ του, ως έχασε τα τέκνα του, έκλαιεν αυτός και η γυνή του, μη γνωρίζοντες τι έγιναν, και τι τέλος έδωκαν. Ο δε Ιούδας πηγαίνων εις την Ιερουσαλήμ και αγαπών την φιλαργυρίαν, έγινε γνώριμος του Ηρώδου, του Εβραίου βασιλέως. Ιδών δε ο βασιλεύς, ότι ο Ιούδας ήτο ανήρ δυνατός και κατά πολλά εύμορφος, τον έβαλε φροντιστήν του οίκου του, να πωλή δηλαδή τα παραγόμενα από τους αγρούς του προϊόντα και να αγοράζη τα αναγκαία προς συντήρησιν. Μετά χρόνον πολύν έγινε εις την Ισκαρίαν ακαταστασία λόγω σκανδάλων, ο δε Ρόβελ, ο πατήρ του Ιούδα, λαβών την γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντά του ήλθε εις την Ιερουσαλήμ, ως πλούσιος δε όπου ήτο, ηγόρασεν οικίαν ωραίαν πλησίον του βασιλέως Ηρώδου με κήπους, οι οποίοι είχον παντός είδους δένδρα. Ο δε Ιούδας από την πολυκαιρίαν δεν εγνώριζεν ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, αλλ’ ούτε εκείνοι αυτόν.Εν μια λοιπόν των ημερών προκύπτων ο βασιλεύς από την θυρίδα του παλατίου εθεώρει τον κήπον του Ρόβελ, ίστατο δε μετά του βασιλέως και ο Ιούδας, όστις λέγει προς αυτόν· «Χρειάζεσαι, βασιλεύς, από τους καρπούς και από τα άνθη αυτών των δένδρων, να σου φέρω»; Καταβάς δε ευθύς από την θυρίδα εκείνην, έλαβεν από τους καρπούς και από τα άνθη όσα ηθέλησε και επορεύθη προς την έξοδον. Τότε τον συνήντησεν ο πατήρ του, ο Ρόβελ, και του λέγει· «Διατί, τέκνον μου, ετόλμησες και εισήλθες εις τον κήπον μου, ότε εγώ δεν ήμουν εδώ; Ναι· να πάρης δια τον βασιλέα καρπούς και άνθη, αλλ’ εγώ δεν θα σε εβοήθουν καλλίτερα»; Τότε αυτός, ως κακός όπου ήτο εξ αρχής, ιδών δεξιά και αριστερά και βεβαιωθείς ότι κανείς δεν τον έβλεπε, εφόνευσεν ευθύς ο μιαρός με ένα λίθον και τον πατέρα του, ως και τον αδελφόν του και ουδείς ηδυνήθη να γνωρίση τι έγινε. Ακολούθως έφερεν εις τον βασιλέα τους καρπούς και τα άνθη και του είπε και δια τον θάνατον του Ρόβελ, ότι αυτός τον εθανάτωσεν. Ακούσας δε τούτο ο βασιλεύς, ελυπήθη πολύ, αλλ’ εσιώπησε δια να μη προσβληθή το παλάτιον και ως εκ τούτου ουδείς άλλος έμαθε το γενόμενον. Έθαψαν λοιπόν τότε τον δυστυχή Ρόβελ τον πατέρα του Ιούδα. Μετά ταύτα λέγει ο βασιλεύς προς τον Ιούδαν· «Θέλω ίνα αυτήν την χήραν λάβης γυναίκα, να γίνης κληρονόμος της περιουσίας της». Αφού δε είπε τοιαύτα έστειλε και προσταγήν εις την γυναίκα λέγων· «Η βασιλεία μου βούλεται να λάβης άλλον άνδρα, τούτον δηλαδή τον Ιούδαν, άλλως ο πλούτος σου και όλα τα υπάρχοντά σου να γίνουν αυθεντικά». Ακούσασα η γυνή τους λόγους τούτους, έλαβε σύζυγον τον υιόν αυτής, τον Ιούδα, μη γνωρίζουσα αυτόν και ετεκνοποίησε μετ’ αυτού και διετέλεσε σύζυγός του αρκετά έτη. Εν μια δε των ημερών, επειδή έκλαιεν η γυνή ενθυμουμένη όσα έπαθεν, ήλθεν εκεί κατά σύμπτωσιν ο ανήρ της ο Ιούδας και την ηρώτησε να μάθη διατί κλαίει. Τότε εκείνη ήρχισε να διηγήται λεπτομερώς ένα έκαστον όλα όσα έπαθεν από την αρχήν της υπανδρίας της έως τέλους. Ο Ιούδας, επειδή είχεν ακούσει από τους βοσκούς, ότι τον εύρον ερριμμένον εις την θάλασσαν εντός καλάθου πλεγμένου από φύλλα φοινικιάς ή βλαστούς, από τους οποίους κατασκευάζουν τας σπυρίδας, επιμελώς πισσωμένον, και εννοήσας ότι εφόνευσε τον αδελφόν του και τον πατέρα του, λέγει προς την γυναίκα του και μητέρα του· «Εγώ είμαι εκείνος ο υιός σου, τον οποίον έρριψας εις την θάλασσαν και εγώ εφόνευσα τον αδελφόν μου και τον πατέρα μου Ρόβελ». Η γυνή ακούσασα, ότι αυτός είναι εκείνος ο υιός της και ότι αυτός έκαμε τα τόσα μεγάλα κακά, εθρήνησε πολύ και μάλιστα δια την αμαρτίαν της φοβεράς αιμομιξίας! Είπε δε τότε προς τον Ιούδαν· «Από τούδε και εις το εξής δεν είναι δυνατόν να μένης πλησίον μου». Κατανοήσας τότε ο Ιούδας τα κακά, τα οποία έκαμεν εκ του πάθους της φιλαργυρίας και ακούων ότι ένας περίφημος διδάσκακος, ο Χριστός, ευρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ και περιέρχεται όλην την Ιουδαίαν, καλών τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, και ότι αυτός είναι ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ηγέρθη και επήγε προς Αυτόν δια να επιτύχη την σωτηρίαν της ψυχής του. Εκείνος δε, ως εύσπλαγχνος, τον έκαμε μαθητήν Του και του έδωκε διακόνημα να κρατή τον σάκκον, εις τον οποίον έθετον τα χρήματα, τα συναζόμενα εξ ελεημοσύνης και προοριζόμενα δια την συντήρησιν των Αποστόλων και του Χριστού. Αυτός όμως ο μιαρός έκλεπτεν εξ αυτών και έστελλεν εις την γυναίκα του και τα τέκνα του. Βλέπετε αρχαίον κακόν και πεπαλαιωμένη αμαρτία, νέον καλόν δεν γίνεται· ίδετε πως επληρώθη ο λόγος του Προφήτου Δαβίδ, ο λέγων· «Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί, και η γυνή αυτού χήρα» (Ψαλμ. ρη: 9) και όλα όσα είναι γεγραμμένα εις τον ψαλμόν αυτόν. Μετενόησεν ο Ιούδας, έγινεν Απόστολος και θαύματα έκαμνεν και όμως εκ της φιλαργυρίας του παρέδωκε τον Χριστόν και απεφάσισεν ο ταλαίπωρος να κερδίση τα αργύρια κάμνων την προδοσίαν, υπολογίζων, ότι ο Χριστός δεν θέλει φονευθή, αλλά θέλει φύγει από τας χείρας των Εβραίων, ως το έκαμε πολλάκις. Όταν όμως είδεν, ότι ο Χριστός κατεδικάσθη εις θάνατον, μετενόησε, διότι έγινε τοιούτον συμβάν και δεν επραγματοποιήθησαν αι προβλέψεις του· και σκεφθείς αμέσως επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία έλαβεν από το συνέδριον των αρχιερέων και γραμματέων, λέγων προς αυτούς· «Ήμαρτον παραδώσας αίμα αθώον» (Ματθ. κζ: 3 – 4), ευθύς δε έρριψε τα τριάκοντα αργύρια εις τον Ναόν, εκεί όπου ήτο το συνέδριον και έφυγεν από εκεί. Λέγουν εις αυτόν εκείνοι· «Τι μας ενδιαφέρει; Συ να το εύρης από τον Θεόν». Τότε αυτός επήγε και εκρεμάσθη εις εν δένδρον, ούτω δε κρεμάμενος εφούσκωσε τόσον πολύ, ώστε έσκασεν εις την μέσην του σώματος. Μετενόησεν ο Ιούδας, αλλ’ όχι καλώς, διότι έπρεπε να μη κρεμασθή, αλλά να καταφύγη δι’ ειλικρινούς μετανοίας εις το θείον έλεος. Άδεται δε ότι έπραξε τούτο, δια να προφθάση εις τον Άδην τον Χριστόν και να τον παρακαλέση να τον συγχωρήση. Ας αφήσωμεν όμως την ιστορίαν του Ιούδα και ας επανέλθωμεν και πάλιν εις τον λόγον μας. Αφού εδείπνησαν ο Χριστός και οι Απόστολοι, εξήλθεν ο Ιούδας να υπάγη εις τους Εβραίους δια να τον παραδώση, ως είχε κάμει συμφωνίαν από την Τετάρτην, οπότε τους είπε· τι θέλετε να μου δώσητε, δια να σας τον παραδώσω; Και έκαμαν την σύμβασιν δια τριάκοντα αργύρια. Αντ’ αυτού του ποσού επωλήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Αφού λοιπόν έφυγεν ο Ιούδας, επήρεν ο Χριστός τους Αποστόλους και επήγεν εις το όρος των Ελαιών· δια να μη φανή δε ότι φεύγει, επήγεν εκεί εις τόπον γνωστόν και όχι κρύφιον εις τους Εβραίους. Τότε λέγει εις τους Μαθητάς του· «Όλοι σας μέλλετε να σκανδαλισθήτε ταύτην την νύκτα προς εμέ, επειδή είναι γεγραμμένον εις την Βίβλον· «Πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα της ποίμνης» (Ματθ. κστ: 31, Ζαχ. ιγ: 7). Τότε αποκρίνεται ο Πέτρος· «Αν όλοι σκανδαλισθούν προς Σε, εγώ δεν θα σκανδαλισθώ, διότι δια Σε πρόθυμος είμαι να καταδικασθώ και εις φυλακήν και εις θάνατον». Απεκρίθη ο Χριστός· «Αληθώς σου λέγω, Πέτρε, ότι ταύτην την νύκτα, πριν φωνήση ο αλέκτωρ δύο φοράς, συ θέλεις με απαρνηθή τρις» (Ματθ. κστ: 33 – 35, Μάρκ. ιδ: 29 – 31). Είτα στραφείς προς τους Μαθητάς του, λέγει προς αυτούς· «Εγερθήτε να φύγωμεν από εδώ» (Ματθ. κστ: 46. Μάρκ. ιδ: 42). Αναχωρήσαντες λοιπόν εκείθεν ήλθον πέραν του χειμάρρου των Κέδρων, όπου ήτο κήπος· διότι εκεί είχε συνήθειαν να πηγαίνη συχνά ο Χριστός, εκεί λοιπόν έμελλε να συλληφθή υπό των Εβραίων, δια να εξαφανίση την προπατορικήν αμαρτίαν, η οποία έγινε μέσα εις τον κήπον της τρυφής του Παραδείσου. Εκεί λέγει προς τους Αποστόλους· «Καθήσατε εδώ, έως να υπάγω παρέκει να παρακαλέσω τον Πατέρα μου». Επήρε δε μαζί Του τον Πέτρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, οι οποίοι είδον την δόξαν Του εις το Θαβώριον όρος προ εξ μηνών, οπόταν και καταβαίνων απ’ εκεί έκαμε πρόρρησιν περί αυτής της αγωνίας Του. Πηγαίνων λοιπόν παρέκει ήρχισε να θλίβεται και να λέγη· «Πολύ λυπημένη είναι η ψυχή μου, έως θανάτου· απομείνατε εδώ και αγρυπνείτε» (Ματθ. Κστ: 38, Μάρκ. ιδ: 34). Αυτός δε απεμακρύνθη ολίγον και εγονάτισεν εις την γην παρακαλών τον ουράνιον Αυτού Πατέρα και λέγων· «Πάτερ μου, αν είναι δυνατόν, ας περάση μακράν απ’ εμού το πικρότατον τούτο ποτήριον του θανάτου· πλην όχι καθώς εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ θέλεις» (Ματθ. κστ: 39). Τελέσας την προσευχήν ο Κύριος, ήλθεν εις τους τρεις Μαθητάς και τους ευρίσκει κοιμωμένους και λέγει προς τον Πέτρον, όστις εκαυχάτο, ότι ποτέ δεν θέλει Τον αρνηθή· «Ω Σίμων, κοιμάσαι; Δεν ηδυνήθης να αγρυπνήσης μετ’ εμού μίαν ώραν; Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε δια να μη εμπέσητε εις πειρασμόν» (Ματθ. κστ: 40 – 41, Μάρκ. ιδ: 37 – 38). Και πάλιν δεύτερον και τρίτον επήγε και παρεκάλεσε και είπεν ως και πρότερον. Εγένετο δε πόλεμος της σαρκός προς το πνεύμα, η δε σαρξ ουδόλως ήθελε να πάθη. Δια τον πόλεμον δε τούτον λέγει ο Λουκάς, ότι ήλθεν ο Χριστός εις αγωνίαν πολλήν, ήτο δε ο πόλεμος της σαρκός τόσον δυνατός, ώστε ίδρωσεν ο Χριστός αίμα και έσταζεν εις την γην ως θρόμβοι από την σάρκα του Κυρίου. Τότε εφάνη Άγγελος από τον ουρανόν και τον ενεδυνάμωσε (Λουκ. κβ: 43 -44). Και πάλιν έρχεται προς τους τρεις Μαθητάς και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους και τους λέγει· «Κοιμάσθε λοιπόν και αναπαύεσθε; Ιδού έφθασεν ο προδότης μου· έφθασεν η ώρα να παραδοθώ εις τας χείρας των αμαρτωλών· εγερθήτε να φύγωμεν απ’ εδώ» (Ματθ. κστ: 45 – 46, Μάρκ. ιδ: 41 – 42, Λουκ. κβ: 45 – 46). Ελάτε να υπάγωμεν εκεί όπου ευρίσκονται και οι λοιποί Μαθηταί. Επήγαν λοιπόν εκεί, όπου ήσαν και οι άλλοι Μαθηταί· ενώ όμως συνωμιλούσαν, ιδού ήλθεν ο Ιούδας εις τον κήπον και όχλος πολύς μαζί με αυτόν από των αρχιερέων και γραμματέων και στρατιώται με μαχαίρας και ξύλα. Ο Ιούδας τους είχε δώσει σημείον, ότι εκείνον, τον οποίον θα φιλήσω εγώ, εκείνος είναι και συλλάβετέ τον, διο και ήλθαν μετά φανών και πολλής φωτοχυσίας. Όταν δε επλησίασαν εις τον Χριστόν ενηγκαλίσθη ο Ιούδας Αυτόν και τον εφίλησε λέγων· «Χαίροις, Διδάσκαλε» (Ματθ. κστ: 49, Μάρκ. ιδ: 45). Ο δε Χριστός απεκρίθη προς αυτόν· «Φίλε, πως ήλθες εδώ ούτω»; (δηλαδή με φανούς και όπλα; ) (Ματθ. κστ: 50). Τότε υπάγει έμπροσθέν των και τους λέγει. «Τίνα ζητείτε»; (Ιωάν. ιη: 4). Αποκρίνονται εκείνοι· «Ιησούν τον Ναζωραίον». Λέγει ο Χριστός· «Εγώ είμαι». Τότε εκείνοι, επειδή έγινε θαύμα προς αυτούς, εστράφησαν οπίσω και έπεσον χαμαί. Και πάλιν τους είπε· «Τίνα ζητείται»; Λέγουν εκείνοι· «Ιησούν τον Ναζωραίον». Απεκρίθη ο Χριστός· «Σας είπον, ότι εγώ είμαι· αν εμέ ζητείτε, εδώ είμαι και συλλάβετέ με». Παρευθύς τότε με τον λόγον έβαλαν οι άνομοι τας χείρας των επάνω Του και τον έδεσαν, έφερον δε Αυτόν εις την αυλήν του Άννα του αρχιερέως, δια να τον κρίνωσι. Βλέπετε, αδελφοί μου Χριστιανοί, πόσον κακόν είναι η φιλαργυρία; Είναι ρίζα πάντων των κακών· βλέπετε πόσον κακόν είναι το να φύγη τις από την σύναξιν της Εκκλησίας; Εάν δεν έφευγεν ο Ιούδας από τον Μυστικόν Δείπνον, δεν ήθελε γίνει προδότης του Χριστού. Ας φυλαχθώμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, να μη φεύγωμεν από την Εκκλησίαν, έως αν τελειωθή η θεία Λειτουργία, δια να επιτύχωμεν και της Αυτού Βασιλείας· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου