Του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης εγκώμιον, εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Θεόδωρον τον Τήρωνα.

Ποίος σας έδειξε την οδόν, και ήλθετε εις τον ιερόν τούτον Ναόν; (Με την αγάπην σας ομιλώ, όπου είσθε ο λαός του Χριστού ο άγιος· τα καθαρά πρόβατα· το βασιλικόν ιερατείον· οι οποίοι από διάφορους πόλεις και χωρία προσήλθετε εδώ). Ποίος σας έβαλεν εις τοιαύτην προθυμίαν και έγκαιρον ανάγκην να έλθετε εδώ, και μάλιστα εις καιρόν χειμώνος, οπότε και πόλεμος παύει, και στρατιώτης ρίπτει από επάνω του τα άρματα· και πλοίαρχος αφαιρεί το πηδάλιον από το σκάφος του· και γεωργός ησυχάζει, επιμελούμενος εις την φάτνην τους βόας του; Δεν φαίνεται, αγαπητοί, να είναι άλλο το αίτιον, παρά ο Μάρτυς Θεόδωρος, όστις εσάλπισε με την σάλπιγγά του από τας τάξεις τας στρατιωτικάς, και παρακινήσας πολλούς από διαφόρους πατρίδας, σας έφερεν εις το ιδικόν του κατοικητήριον, όπου είναι ο Ναός του· ο Μέγας Θεόδωρος, όστις δεν σας ετοιμάζει δια πόλεμον, αλλά σας συναθροίζει δια γλυκείαν ειρήνην, και μάλιστα εις Χριστιανούς αρμόζουσαν. Διότι πιστεύομεν, ότι αυτός ο Άγιος την ταραχήν των βαρβάρων του παρελθόντος έτους κατέπαυσε, και τον φοβερόν πόλεμον των αγρίων Τατάρων, οίτινες ήλθον εναντίον μας, εσταμάτησεν.

Επειδή, κατά τον καιρόν κατά τον οποίον ήρχισαν εκείνοι να φαίνωνται και να πλησιάζωσι προς ημάς, δεν τους συνετάραξε με τρίκορφον περικεφαλαίαν στρατιωτικήν, ή με σπάθην επιτήδεια τροχισμένην, και αστράπτουσαν ως τον ήλιον. Αλλά τους κατετρόμαξε θαυμασίως με τον παντοδύναμον και ενισχυτικόν του Κυρίου Σταυρόν, υπέρ του οποίου παθών και αυτός άλλοτε, δοξάζεται ήδη τόσον μεγάλως. Και λοιπόν στρέψατε τον νουν σας εις τους λόγους μου, και στοχασθήτε σεις, οι προσκυνηταί της αγίας ταύτης Πίστεως ημών, οι ευλαβείς και φιλομάρτυρες, τι μέγα πράγμα είναι έκαστος άγιος άνθρωπος. Πόσας ανταμοιβάς λαμβάνει παρά Θεού. Λέγω δε κατά το παρόν, τας εν τω κόσμω τούτω ανταμοιβάς και εκείνας, αι οποίαι φαίνονται εις ημάς τους ανθρώπους (επειδή την μεγαλειότητα των ουρανίων ανταμοιβών ουδείς είναι ικανός να εννοήση)· αφού δε γνωρίσητε τον καρπόν της αγιότητος, ζηλεύσατε την γνώμην εκείνων, οι οποίοι τας τοιαύτας ανταμοιβάς προτιμώσι περισσότερον από κάθε άλλο πράγμα. Επιθυμήσατε τα χαρίσματα, τα οποία ο Χριστός μοιράζει κατ’ αξίαν εις εκείνους, οι οποίοι ηγωνίσθησαν· αν δε σας φαίνεται εύλογον, ας εξετάσωμεν την εις τον κόσμον κατάστασιν των Αγίων, πόσον θαυμαστή και πόσον μεγαλοπρεπής είναι. Επειδή κατά το παρόν λείπει η απόλαυσις των μελλόντων αγαθών, αι χρησταί ελπίδες φυλάττουσιν αυτήν δι’ αυτούς τους Αγίους, όταν έλθη ο Κριτής της ζωής μας. Επειδή εκάστου Αγίου η ψυχή όταν χωρισθή από το σώμα και αναβή εις τα ουράνια, διατρίβει εις εκείνην την κατοίκησιν, η οποία της εδόθη ως κληρονομία, και συναναστρέφεται ασωμάτως με τας ομοίας ουσίας των Αγγέλων, το δε σώμα της, το οποίον διετηρήθη τίμιον και αμόλυντον όργανον εκείνης της ψυχής, με το να μη έβλαψε με τα ιδικά του πάθη την αφθαρσίαν εκείνης, η οποία κατοικούσεν εις αυτό το σώμα, σκεπάζεται με μεγάλην τιμήν και επιμέλειαν. Βάλλεται δε το σώμα αυτό εντίμως εις τόπον ιερόν ωσάν πράγμα τι πολύτιμον και φυλάσσεται δια την ημέραν της κοινής των νεκρών αναστάσεως, Έχει δε τούτο και πολλήν διαφοράν εάν τυχόν συγκριθή με τα άλλα σώματα, τα οποία διελύθησαν από τον κοινόν και συνηθισμένον θάνατον, παρ’ όλον ότι είναι πλασμένον με την ιδίαν ύλην της φύσεως. Τα άλλα λείψανα των κοινών ανθρώπων, εις τους περισσοτέρους είναι αποτρόπαια, ουδείς δε περνά από κοινόν τάφον με ευχαρίστησιν. Μάλιστα αν τύχη και ευρεθή έξαφνα ενώπιον τάφου τινός ανεωγμένου, και ίδη με τους οφθαλμούς του την ασχημίαν των λειψάνων, τα οποία ευρίσκονται μέσα εις εκείνον, πλημυρίζει από κάθε είδους αποστροφήν, και αναχωρεί εκείθεν με βαρύν αναστεναγμόν εναντίον της ανθρωπίνης φύσεως. Αλλ’ όμως, όταν έλθη εις τόπον όμοιον με τούτον, εις τον οποίον σήμερον τελείται η πανήγυρίς μας, και τιμάται ομού και η ετήσιος μνήμη και το ιερόν του Μάρτυρος Λείψανον, πρώτον μεν αγάλλεται η ψυχή του εις την μεγαλοπρέπειαν των φαινομένων, διότι βλέπει ένα οίκον όστις ως Ναός του Θεού είναι λαμπρώς επιμελημένος, και με το μεγαλείον της οικοδομής, και με την ωραιότητα του στολισμού, μέσα εις τον οποίον και ξυλογλύπτης εις τύπον ζώου το ξύλον εσχημάτισε, και λιθοξόος εις ισότητα αργύρου τας πλάκας ελείανεν. Έβαλε δε και ο ζωγράφος τα χρώματα της τέχνης του, όστις επειδή εζωγράφισε τα ανδραγαθήματα του Μάρτυρος, τας εναντιώσεις, τους πόνους, τας θηριώδεις ορμάς των τυράννων, τας κακώσεις, την φλογοτρόφον εκείνην κάμινον, τον ευτυχέστατον υπέρ Χριστού θάνατον, τον οποίον έλαβε, και επειδή προς χάριν ιδικήν μας εφιλοτέχνησε δια χρωμάτων όλα τα δεινοπαθήματα του Αγίου, ως εις βιβλίον ομιλητικόν, επειδή λέγω ταύτα έκαμεν ο ζωγράφος, εδημοσίευσε φανερά το Μαρτύριον του Αγίου, και ως ανθηρόν τινα λειμώνα κατελάμπρυνε τον Ναόν του. Διότι η ζωγραφική τέχνη, παρ’ όλον ότι σιωπά, έχει την δύναμιν να ομιλή από των τοίχων, και να προξενή μεγάλην ωφέλειαν εις τους βλέποντας. Αλλά και ο συναρμολογήσας και επιστρώσας το δάπεδον τούτο του Ναού άξιον διηγήσεως έργον εποίησεν. Ύστερον αφού ο φιλομάρτυς γλυκάνη την όψιν του με τα τοιαύτα αισθητά τεχνουργήματα, επιθυμεί εν συνεχεία να πλησιάση και εις αυτήν την θήκην του αγίου Λειψάνου, επειδή πιστεύει ότι και η απλή εις αυτήν προσέγγισις και επαφή προξενεί αγιασμόν και ευλογίαν. Εάν δε δώση τις εις τον τοιούτον φιλομάρτυρα και κόνιν απ’ εκείνην, η οποία ευρίσκεται επάνω εις τον τάφον του Αγίου, το χώμα εκείνο λαμβάνεται ως δώρον, και η γη εκείνη ως πολύτιμον κειμήλιον του Αγίου φυλάσσεται. Εάν μάλιστα δοθή εις τον τοιούτον φιλομάρτυρα η εξουσία να εγγίση και εις αυτό το άγιον Λείψανον, τι είδους πολυπόθητον και αγαπητότατον είναι το δώρον αυτό, το γνωρίζουν εκείνοι οι οποίοι το εδοκίμασαν, και εχορτάσθησαν από την τοιαύτην επιθυμίαν. Διότι εκείνοι, οι οποίοι το βλέπουν, το ασπάζονται, ωσάν σώμα ζωντανόν και τρυφερόν, και το πλησιάζουν εις τους οφθαλμούς των, εις το στόμα των, εις τα ώτα των, και εις όλας τας αισθήσεις των. Ύστερον απ’ αυτά χύνουσιν επάνω εις το άγιον εκείνο Λείψανον δάκρυα ευλαβείας και πόθου, δια να μεσιτεύη υπέρ αυτών εις τον Θεόν, ως στρατιώτης του όπου είναι, και ως δυνάμενος να λαμβάνη τα χαρίσματα, όταν θέλη, με την μεσιτείαν του. Απ’ αυτά όλα, ευσεβέστατοι αδελφοί, γνωρίσατε, ότι ο θάνατος των Οσίων του Θεού είναι τίμιος ενώπιον Αυτού. Μολονότι δε ένα και το αυτό είναι το σώμα των ανθρώπων, επειδή έχει την σύστασίν του από την ιδίαν ζύμην, όμως το σώμα εκείνο, το οποίον θα αποθάνη με τον κοινόν θάνατον, απορρίπτεται ως ευτελές τι και ανεπιθύμητον αντικείμενον, εκείνο δε το οποίον χαριτωθή με το πάθος του Μαρτυρίου, τόσον είναι αγαπητόν και ευχάριστον, όσον ανωτέρω το περιεγράψαμεν. Από τα φαινόμενα λοιπόν πιστεύομεν και τα μη φαινόμενα, από τα καλά αυτά τα οποία εις τον κόσμον τούτον δοκιμάζομεν, εννοούμεν και τα μη βλεπόμενα. Πολλοί όμως άνθρωποι προτιμούν από όλα την κοιλίαν των, και την κενοδοξίαν, και τα παρόντα άχυρα. Αυτοί δεν νομίζουν δια τίποτε τα μέλλοντα. Μάλιστα θέλουν ομού με το τέλος της ζωής να τελειώνωσι και όλα τα πράγματα· αλλά συ (οιοσδήποτε και αν είσαι), όστις είναι δυνατόν να έχης τοιαύτην γνώμην, μάθε, από τα μικρά, τα μεγάλα, εννόησον από τας σκιάς την αλήθειαν. Ποίος από τους βασιλείς τιμάται με τοσαύτην τιμήν, με όσην τιμάται ο Άγιος; Ποίος από εκείνους, οι οποίοι εφάνησαν θαυμαστοί εις τον κόσμον, δοξάζεται με τοιαύτην δόξαν; Ποίος από τους στρατηγούς εκείνους, οι οποίοι εκυρίευσαν πόλεις τετειχισμένας, και υπέταξαν έθνη άπειρα, είναι τόσον ονομαστός, όπως ο στρατιώτης ούτος, ο πτωχός, ο νεοσύλλεκτος, τον οποίον ώπλισε μεν ο θείος Παύλος εις τον αγώνα και ενεθάρρυναν οι θείοι Άγγελοι, ο δε Χριστός ως νικητήν εστεφάνωσεν; Επειδή όμως επλησιάσαμεν με τον λόγον εις τους αγώνας του Μάρτυρος, ας αφήσωμεν την διήγησιν των προτερημάτων, τα οποία και εις αυτόν και εις τους άλλους Μάρτυρας αρμόζουσι, και ας διηγηθώμεν εκείνα, τα οποία εις αυτόν μόνον αναφέρονται, διότι εις ένα έκαστον είναι αγαπητόν το ιδικόν του. Πατρίς λοιπόν του γενναίου τούτου Μάρτυρος είναι η Ανατολή, επειδή και αυτός ωσάν τον Ιώβ ήτο εις από τους ευγενείς της Ανατολής. Καθώς δε εκοινωνούσε με τον Ιώβ εις την πατρίδα, ούτω δεν έμεινεν οπίσω και εις την ομοίωσιν της γνώμης και τώρα εις όλην την οικουμένην είναι κοινός Μάρτυς και πολίτης. Ούτος λοιπόν ο μακάριος αφού εστρατολογήθη εκείθεν, από την Ανατολήν, και κατετάγη εις τάξεις στρατιωτικάς, συνέπεσε να προστάξουν οι στρατηγοί όπως το στράτευμα, εις το οποίον υπηρετούσεν ο Άγιος, διαχειμάση εις την ιδικήν μας γην. Ως εκ τούτου, ήλθεν εις αυτήν και ο Άγιος με το τάγμα του. Επειδή όμως κατ’ εκείνον τον καιρόν ηγέρθη αιφνίδιος πόλεμος, όχι από επιδρομήν βαρβάρων, αλλ’ από νόμον σατανικόν, και θεομισές πρόσταγμα, εκ τούτου όστις εγνωρίζετο ότι είναι Χριστιανός εσύρετο εις τον θάνατον. Τότε λοιπόν και ο τρισμακάριος ούτος Θεόδωρος, επειδή ήτο γνώριμος εις την ευσέβειαν, και δεν είχε σημειωμένην μόνον εις το μέτωπον την ομολογίαν, αλλά πανταχού διεκήρυττε την Πίστιν του Χριστού, ούτε δε και νεοστράτευτος ήτο εις την ανδρείαν την πνευματικήν ή αρχάριος εις τον υπέρ Χριστού πόλεμον, αλλ’ ανδρείος και μεγαλόψυχος, δια τούτο αναδεικνύεται ανδρείος και εις τους κινδύνους· και όχι ταπεινωμένος ή πεφοβισμένος, αλλά μάλιστα με πολλήν ελευθερίαν λόγιος. Διότι όταν ο διάβολος ήγειρε κατ’ αυτού το πονηρόν κριτήριον, και ηνώθησαν ο εξουσιαστής του τόπου, και ο προεστώς του στρατεύματος, όπως ποτέ ο Ηρώδης και ο Πιλάτος, έφερον εις ομοίαν εξέτασιν τον δούλον του σταυρωθέντος Δεσπότου Χριστού Θεόδωρον και λέγουσι προς αυτόν· «Πόθεν απέκτησες αυτήν την αυθάδειαν, να ατιμάσης τον βασιλικόν νόμον, και να μη προσκυνής τα είδωλα, κατά την θέλησιν των εξουσιαστών»; Τότε λοιπόν ο Άγιος, χωρίς να αλλάξη το είδος του προσώπου του, ή να μεταβληθή εκ του φόβου η γνώμη του, έκαμεν επιτηδείαν την απόκρισιν εις τους λόγους εκείνων, και λέγει· «Εγώ θεούς πολλούς δεν γνωρίζω, αλλ’ ούτε υπάρχουν κατ’ αλήθειαν. Πλανάσθε λοιπόν σεις οι οποίοι με το όνομα του αληθινού Θεού τιμάτε απατεώνας δαίμονας. Εις εμέ γνωστός και αληθής Θεός είναι ένας και μόνον, ο Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού. Όθεν δια την Πίστιν μου εις Εκείνον, και την ομολογίαν μου, όστις θέλει να με πληγώνη, ας με κατακόπτη· και όστις θέλει να με δέρη, ας με καταξεσχίζη, και όστις θέλει να με καίη, ας με καταφλογίζη. Εκείνος δε πάλιν ο οποίος κεντρώνεται από τους λόγους μου τούτους, ας μου ξερριζώση την γλώσσαν· επειδή κάθε μέλος του σώματος τούτου, το οποίον φορώ, χρεωστεί να υποτάσσεται εις τον Κτίστην μου». Ενικήθησαν οι τύραννοι από τους λόγους τούτους του Μάρτυρος, και δεν ηδύναντο να υπομείνωσι το πρώτον τούτο κτύπημα του γενναίου ανδραγαθητού. Διότι έβλεπον ένα νέον, όστις ηγάπα με όλην του την έφεσιν το πάθος, και ο οποίος επεθύμει να ροφήση, ωσάν γλυκύ ποτήριον, τον θάνατον. Τότε εκείνοι έμειναν ολίγον απορούντες και σκεπτόμενοι, τι να κάμωσιν. Ένας δε από τους εκεί αξιωματικούς του στρατεύματος ωμίλησε με ειρωνείαν περιγελών την απόκρισιν του Μάρτυρος, και λέγει: «Θεόδωρε, έχει ο Θεός σου Υιόν; Γεννά και εκείνος με πάθος ηδονής ωσάν άνθρωπος»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Ο ιδικός μου Θεός με πάθος ηδονής δεν εγέννησεν, άπαγε της βλασφημίας, αλλά και Υιόν ομολογώ, ότι εγέννησε, και, καθώς πρέπει εις Θεόν, κηρύττω την γέννησιν. Συ όμως, ω παιδαριώδη εις τον νουν και αναίσχυντε, δεν εντρέπεσαι, να πιστεύης εις θήλειαν θεάν, και να την προσκυνής ως μητέρα δώδεκα παιδίων, ένα δαίμονα πολύγονον, ωσάν τους λαγωούς, ή καλλίτερον να είπω ωσάν τους χοίρους, οι οποίοι εύκολα συλλαμβάνουσι και γεννώσιν»; Αφού λοιπόν απέδωσε διπλούν τον εμπαιγμόν ο Άγιος προς τον ειδωλολάτρην, προσεποιήθησαν οι τύραννοι, ότι ευσπλαγχνίζονται τον Άγιον, και λέγουσιν· «Ας δοθή ολίγος καιρός εις τον παράφρονα αυτόν δια να συλλογισθή· και αφού συλλογισθή, ίσως επιστρέψη εις το καλλίτερον». Οι αληθώς παράφρονες, την φρόνησιν του Μάρτυρος ωνόμαζον αφροσύνην· και την ευλάβειαν εις τον Θεόν ενόμιζαν παραφροσύνην, καθώς οι μεθυσμένοι το ιδικόν των πάθος το αποδίδουν εις τους νηστικούς. Αλλ’ ο ευλαβής ούτος του Χριστού στρατιώτης, την άδειαν του συλλογισμού, η οποία του εδόθη, την μετεχειρίσθη δι’ ανδρείον αγώνα. Ποίος δε είναι αυτός ο αγών; Καιρός είναι εις την ευλάβειάν σας να δεχθήτε μετά χαράς την διήγησιν. Της μυθευομένης μητρός των θεών Ρέας ήτο ναός εντός της πόλεως Αμασείας, τον οποίον οι τότε ειδωλολάτραι είχον κατασκευάσει παρά τας όχθας του ποταμού. Αυτόν τον ναόν παρατηρήσας ο γενναίος Θεόδωρος, όταν του εδόθη η άδεια να συλλογισθή, εύρε καιρόν κατάλληλον, και άνεμον ορμητικόν και έβαλεν εις αυτόν πυρ και τον κατέκαυσεν. Ούτω την απόκρισιν εκείνην, την οποίαν ανέμενον οι κατάρατοι τύραννοι από τον Άγιον, ύστερον δηλαδή από τον συλλογισμόν, την έδωσεν εις αυτούς εμπράκτως με την κατάκαυσιν του ναού. Επειδή δε το πράγμα έγινεν ευθύς φανερόν εις όλους, καθόσον εις το μέσον της πόλεως ανήφθη λαμπροτάτη πυρκαϊά, ο Άγιος δεν απέκρυψε το επιχείρημα, ούτε επεμελήθη να παραπλανήση τους ειδωλολάτρας· αλλ’ ήτο γνωστόν εις όλους, ότι αυτός έβαλε το πυρ, και ηυφραίνετο εις το κατόρθωμα, αγαλλόμενος δια την ταραχήν, την οποίαν έπασχον οι άθεοι. Επειδή εκείνοι επικραίνοντο και δια τον ναόν, και δια το είδωλον, το οποίον κατεκάη. Όθεν παρουσιάσθη εις τους τυράννους και λέγει προς αυτούς· «Εγώ είμαι εκείνος, όστις κατέκαυσα τον ναόν». Τότε στήνεται πάλιν κριτήριον άλλο, φοβερώτερον από το πρώτον, καθώς ήτο ακόλουθον, επειδή ηκολούθησε τοιούτον αίτιον, το οποίον τους ηρέθιζεν εις εκδίκησιν. Και οι μεν τύραννοι ανέβησαν εις τους τυραννικούς θρόνους· ο δε Θεόδωρος, παρ’ όλον ότι ήτο κάτω απ’ αυτούς, ελευθεροστομούσε λαμπρότατα. Και μάλιστα ενώ ήτο εις τάξιν κρινομένου, είχε τόλμην αληθινά κρίνοντος. Όταν δε ηρωτάτο, ποίος έκαυσε τον ναόν, με την ταχύτητα της ομολογίας έλεγεν, ότι ο ίδιος τον κατέκαυσε και απέκοπτε την ερώτησίν τους. Επειδή δε τον έβλεπον ατρόμητον, και ότι δεν ελυπείτο τον εαυτόν του δια κανένα από τα κολαστήρια εκείνα, με τα οποία τον εφοβέριζον, μετεβλήθησαν εις το εναντίον. Και ομιλούντες μετ’ αυτού φιλανθρώπως, εδοκίμαζαν με υποσχέσεις να τον πλανήσωσι, και του έλεγον: «Γνώριζε ότι, αν θελήσης να δεχθής την συμβουλήν μας από άγνωστος όπου είσαι, θέλομεν σε κάμει γνωστόν και ονομαστόν. Και απ’ εκεί όπου είσαι άτιμος, θα σε καταστήσωμεν τίμιον και δεδοξασμένον· θέλομεν δε σου χαρίσει και το αξίωμα της αρχιερωσύνης». Εμειδίασεν ο Μάρτυς ταύτα ακούσας και είπεν· «Εγώ και τους ιερείς σας νομίζω αθλίους, και τους ελεεινολογώ, καθόσον υπηρετούσιν ανωφελείς υπηρεσίας· και τους αρχιερείς σας περισσότερον λυπούμαι και απεχθάνομαι. Διότι και μεταξύ των κακών ανθρώπων, ο κακώτερος είναι περισσότερον ταλαίπωρος. Όπως επίσης και εις τους αδίκους, ο αδικώτερος· και εις τους πόρνους, ο ασελγέστερος· ομοίως και εις τους φονείς ο σκληρότερος. Δια τούτο λοιπόν απ’ εδώ και εις το εξής παύσατε από τας υποσχέσεις σας τας φθοροποιούς, διότι δεν γνωρίζετε, ότι μου υπόσχεσθε την κορυφήν των δυστυχιών. Εκείνος δε, όστις έχει προαίρεσιν να ζη ευσεβώς και εναρέτως, ευχαριστείται να περιφρονήται εις τον οίκον του Θεού, παρά να κατοική εις οίκους αμαρτωλών (Ψαλμ. πγ: 11). Εγώ και τους βασιλείς τούτους, των οποίων αναγινώσκετε τα παράνομα προστάγματα, τους ελεεινολογώ, καθότι, παρ’ όλον ότι εις τον κόσμον τούτον έχουσιν αρκετόν αξίωμα, την βασιλείαν, έλαβον εφ’ εαυτών και την ονομασίαν του αρχιερέως. Ενεδύθησαν δε τοιουτοτρόπως το λυπηρόν και σκοτεινόν ένδυμα του αρχιερέως, ομοιούμενοι με τους δυστυχισμένους αρχιερείας σας, και επάνω εις το λαμπρόν αξίωμα της βασιλείας φορούσιν ένδυμα πένθινον. Πολλάκις δε αφού πλησιάσωσιν εις τον βρωμερόν βωμόν, απ’ εκεί όπου ήσαν βασιλείς, γίνονται και μάγειροι, και θυσιάζουσι πετεινά, και ζητούσι να εύρωσι των ταλαιπώρων τετραπόδων τα εντόσθια, και τοιουτοτρόπως με τον μολυσμόν του αίματος, ωσάν σφαγείς μολύνουσι το πολύτιμον ένδυμά των». ΄Υστερον από τους λόγους τούτους του Μάρτυρος, δεν έδειχναν πλέον εκείνην την ψεύτικην και πλαστήν φιλανθρωπίαν οι τύραννοι, αλλά και ασεβέστατον εις τους θεούς τον ωνόμαζαν, και καταφρονητικώτατον εις τους βασιλείς τον εκάλουν. Και πρώτον κρεμάσαντες αυτόν εις το τιμωρητικόν ξύλον, έξεον το σώμα του· αυτός δε, και παρ’ όλον ότι οι τιμωροί τον έξεον δυνατά, υπέμενεν ανδρείως, ψάλλων και κατά τούτον τον καιρόν τον στίχον του Ψαλτηρίου· «Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, δια παντός η αίνεσις Αυτού εν τω στόματί μου» (Ψαλμ. λγ: 2). Και οι μεν τιμωροί έρριπτον κάτω εις την γην το περισσότερον μέρος των σαρκών του· ο δε Μάρτυς έψαλλεν, ωσάν να εδοκίμαζεν άλλος τις την τιμωρίαν εκείνην, μετά από την οποίαν τον διεδέχθη η φυλακή. Αλλά και εκεί πάλιν ενηργούντο θαύματα από τον Άγιον. Ηκούετο δε κατά την νύκτα φωνή πολλών, οι οποίοι έψαλλον, και λαμπάδες έφεγγον ως εις ολονύκτιον ακολουθίαν. Αλλά και φως εις τα έξω εφαίνετο, τόσον ώστε και ο επιτηρητής της φυλακής ταραχθείς εις το παράδοξον άκουσμα και όραμα, επήδησεν ευθύς εντός της φυλακής, αλλ’ ουδένα άλλον εύρεν εκτός από τον Μάρτυρα, όστις ησύχαζε, και τους άλλους φυλακισμένους, οίτινες εκοιμώντο. Επειδή λοιπόν αι μεν τιμωρίαι επληθύνοντο, αυτός δε ηνδρίζετο περισσότερον εις την ομολογίαν της Πίστεως, ήλθεν η απόφασις της καταδίκης του, και επροστάχθη να τελειωθή δια πυρός. Όθεν αυτός μεν έδραμε προς τον επαινετόν και ευτυχισμένον δρόμον προς τον Θεόν· αφήκε δε εις ημάς την μνήμην των αγώνων του, ως πηγήν διδασκαλίας. Ούτω λοιπόν συνάζων πλήθη ανθρώπων αμέτρητα εις την Εκκλησίαν του τούς διδάσκει· διώκει δαίμονας, καταβιβάζει Αγγέλους ειρηνικούς, ζητεί παρά Θεού το καλόν μας· ιατρείον διαφόρων ασθενειών κατέστησε τον τόπον τούτον, λιμένα των χειμαζομένων από διαφόρους θλίψεις· πεπλουτισμένον δοχείον των πτωχών, πρόχειρον καταφύγιον των οδοιπόρων, πανήγυριν ακατάπαυστον των εορταζόντων. Διότι παρ’ όλον ότι καθ’ έκαστον χρόνον επιτελούμεν την εορτήν ταύτην, εν τούτοις δεν λείπει ποτέ το πλήθος εκείνων, οίτινες έρχονται με προθυμίαν εις τον άγιον τούτον Ναόν, ομοιάζει δε η οδός αυτών με την οδόν των μυρμήκων, εις την οποίαν άλλοι μεν έρχονται, άλλοι δε αναχωρούσιν. Ημείς λοιπόν, ω μακάριε Θεόδωρε, επειδή από φιλανθρωπίαν του Κτίστου μας εφθάσαμεν εις τον κύκλον του χρόνου, τελούμεν σου την πανήγυριν με το ιερόν συνάθροισμα των φιλομαρτύρων, και προσκυνούντες τον κοινόν Δεσπότην Χριστόν, εορτάζομεν την ενθύμησιν των νικητικών αγώνων σου. Συ δε, όπου και αν ευρίσκεσαι, έρχου προς ημάς, επιστάσης της εορτής. Διότι, επειδή μας εκάλεσες, σε καλούμεν και ημείς, και είτε εις τον υψηλόν αιθέρα διατρίβεις, είτε εις καμμίαν ουράνιον σφαίραν αναστρέφεσαι, ή ομού με τους χορούς των Αγγέλων παραστέκεις εις τον Δεσπότην Χριστόν και ομού με τας Δυνάμεις και Εξουσίας, ως δούλος πιστός νυν προσκυνείς, άφες αυτά τα μέρη επ’ ολίγον, και ελθέ προς ημάς, τους τιμώντας σε, ως φίλος αόρατος. Περιεργάσου την εορτήν, δια να διπλασιάσης την ευχαριστίαν την προς τον Θεόν, ο Οποίος αντί μιας Ορθοδόξου ομολογίας, και δι’ εν πάθος μαρτυρικόν, σοι εχάρισε τόσας χάριτας και ανταμοιβάς, επειδή ηυφράνθη εις το αίμα σου, και εις τους πόνους, τους οποίους εδοκίμασες από του πυρός την φλόγα. Επειδή όσους είχες τότε παρακολουθούντας τας τιμωρίας σου, τοσούτους έχεις και τώρα, υπηρετούντας εις τιμήν σου. Πολλών ευεργεσιών έχομεν, Άγιε, ανάγκην· μεσίτευσον εις τον κοινόν Βασιλέα και Δεσπότην δια την πατρίδα, επειδή πατρίς εκάστου Μάρτυρος είναι ο τόπος, εις τον οποίον εμαρτύρησε, συμπατριώται δε και αδελφοί και συγγενείς είναι εκείνοι, οίτινες περιεποιήθησαν, και τιμώσι και έχουσι το άγιόν σου Λείψανον. Υποπτεύομεν στενοχωρίας, αναμένομεν κινδύνους· δεν είναι μακράν οι κατηραμένοι Τάταροι, οίτινες παρασκευάζουν τον πόλεμον εναντίον μας. Πολέμησον ως στρατιώτης εις βοήθειάν μας, μεταχειρίσου την παρρησίαν, την οποίαν έχεις ως Μάρτυς προς τον Χριστόν δι’ ημάς τους συνδούλους σου. Μολονότι αφήκες την παρούσαν ζωήν, όμως γνωρίζεις τα πάθη και τας ανάγκας της ανθρωπότητος. Ζήτησον από τον Θεόν ειρήνην δι’ ημάς, δια να μη παύσωσι ποτέ αι τοιαύται πανηγύρεις, δια να μη ατακτήση εναντίον των ιερών Ναών και θυσιαστηρίων σου λυσσαλέος και άνομος βάρβαρος· δια να μη καταπατήση τα άγια ακάθαρτος κύων. Διότι ημείς και δια την προηγηθείσαν διαφύλαξιν, καθ’ ην εφυλάχθημεν απείραστοι από τα κακά, εις σε ομολογούμεν την χάριν, αλλά και των μελλόντων πειρασμών την αποφυγήν από σε πάλιν ζητούμεν. Αν παρίσταται ανάγκη και περισσοτέρας παρακλήσεως, συμπαράλαβε τον χορόν των ιδικών σου αδελφών και συμμαρτύρων, και ομού με όλους τούτους παρακάλεσον τον Δεσπότην Χριστόν. Αι παρακλήσεις των πολλών Δικαίων ας σβέσουν τας αμαρτίας του λαού. Κάμε σχετικήν υπόμνησιν εις τον Πέτρον, παρακίνησον τον Παύλον, ομοίως και τον Ιωάννην τον Θεολόγον και ηγαπημένον μαθητήν, να φροντίζωσι δια τας Εκκλησίας, τας οποίας αυτοί συνέστησαν· δια τας οποίας και αλύσεις εφόρεσαν, κινδύνους και θανάτους υπέμειναν, δια να μη υψώση την κεφαλήν της η ειδωλολατρία εναντίον μας· δια να μη φυτρώσωσιν εις τον αμπελώνα του Χριστού ως άκανθαι αι αιρέσεις· δια να μη υψωθώσι τα ζιζάνια και καταπνίξωσι τον σίτον· δια να μη φανή ουδεμία πέτρα εναντίον μας, η οποία με το να υστερήται από την ποιότητα της αληθινής δρόσου, ήθελεν αποδείξει άρριζον την δύναμιν της ευκαρπίας του λόγου. Αλλά με την δύναμιν της ιδικής σου μεσιτείας, και των άλλων συμμαρτύρων σου, ω συ θαυμαστέ και έκλαμπρε μεταξύ των Μαρτύρων, ας αποδειχθή καρποφόρον χωράφιον των Χριστιανών το πλήθος, και ας μένη έως τέλους εις την παχείαν και καρποφόρον ωργωμένην γην της χριστιανικής Πίστεως, και ας καρποφορή πάντοτε την αιώνιον ζωήν, την εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, μεθ’ Ου πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις τω Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: