ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Τη αυτή ημέρα Κυριακή Δευτέρα των Νηστειών, μνήμην επιτελούμεν του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Θαυματουργού Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Παλαμά, διαπρέψαντος εν έτει από Χριστού ατμ΄ (1340)                                                                                                   

Γρηγόριος ο κατά αλήθειαν άνθρωπος, ο υιός του θείου και ανεσπέρου φωτός και θαυμάσιος των θείων υπηρέτης και λειτουργός, πατρίδα μεν εγνώρισε την Βασιλεύουσαν των πόλεων, εις την οποίαν και εγεννήθη περί το έτος 1296, γονείς δε είχεν ευγενείς και εναρέτους Κωνσταντίνον και Καλλονήν καλουμένους. Ο πατήρ του μάλιστα τοσαύτην ικανότητα επέδειξεν, ώστε όταν ανήλθεν εις τον βασιλικόν θρόνον Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282 – 1328), τον κατέστησεν ένα από τους συγκλητικούς άρχοντάς του. Όχι δε μόνον αυτός ο επίγειος βασιλεύς τον είχεν εις μεγάλην αγάπην και τιμήν, αλλά και ο Θεός, ο ουράνιος Βασιλεύς, τον εδόξασε και ζώντα ακόμη με θαύματα, προγνωρίσας δε το τέλος της ζωής του, έλαβε και το Αγγελικόν Σχήμα, μετονομασθείς από Κωνσταντίνου Κωνστάντιος· έπειτα εγκαταλείψας τα επίγεια ανήλθεν εις τα ουράνια.

Ο δε Γρηγόριος μικρόν παιδίον έτι ων μετά τον θάνατον του πατρός του παρεδόθη υπό της μητρός του εις την μάθησιν της έξω σοφίας, επειδή δε ήτο πολλά μικρός την ηλικίαν και εδυσκολεύετο εις την αποστήθισιν των μαθημάτων, απεφάσισε να μη αρχίζη την αποστήθισιν, προ του να κάμη τρεις γονατιστάς μετανοίας με ιεράν προσευχήν έμπροσθεν εις την Εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, και ούτω με την βοήθειάν Της απεστήθιζεν εύκολα. Και όχι μόνον εις τούτο εγνωρίζετο η βοήθεια της Παναγίας, αλλά και εις την ψυχήν ένευσε του βασιλέως και τους έδιδε πλουσιοπάροχα όλα των τα χρειαζόμενα. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ο Γρηγόριος τοσαύτην προκοπήν έλαβεν, ώστε εθαυμάζετο από όλους δια την σοφίαν και δια την άλλην προκοπήν την οποίαν είχεν εις τας υποθέσεις της βασιλείας. Δια τούτο και ο βασιλεύς εχαίρετο πολλά και εσκέπτετο δι’ αυτόν μεγάλα πράγματα· αλλ’ εκείνος είχε τον νουν του εις άλλα μεγαλύτερα και υψηλότερα, δηλαδή εις τον ουράνιον Βασιλέα και εις εκείνα τα Βασίλεια και όλως δι’ όλου εκείνα εστοχάζετο και δεν εφρόντιζε παντελώς δια τα γήϊνα. Όθεν και δεν έπαυεν από του να συναστρέφεται και να ερωτά Μοναχούς Ασκητάς, οίτινες ήρχοντο από το Άγιον Όρος εις Κωνσταντινούπολιν και οι οποίοι τον συνεβούλευσαν να αναχωρήση από την πόλιν και να υπάγη εις το Άγιον Όρος. Μάλιστα του έλεγον να γυμνάζεται ολίγον κατ’ ολίγον εις τους αγώνας της αρετής και πριν ακόμη να αναχωρήση, όπερ και έπραττε θαυμασιώτατα. Διότι τόσην ευτέλειαν έδειξεν εις όλα του τα ενδύματα και τόσον ήλλαξε την πολιτείαν του και όλα τα ήθη του και αυτά τα εξωτερικά φαινόμενα, ώστε πολλάκις ενόμισαν τινές ότι έχασε τας φρένας του. Αλλ’ ο γενναίος εκείνος δεν έβαλεν ουδόλως εις τον νουν του την ατιμίαν και καταισχύνην ταύτην. Εις δε την εγκράτειαν και την νηστείαν τόσον προθύμως εδόθη, ώστε με άρτον μόνον και ύδωρ ικανοποίει την ανάγκην του σώματος, αποφεύγων και κατά ταύτα τον χορτασμόν. Ομοίως δε και δια πάσαν άλλην αρετήν ηγωνίζετο καθ’ υπερβολήν. Φθάσας δε εις το εικοστόν έτος της ηλικίας του, τοιαύτην μετερχόμενος πολιτείαν, ούτε εις τας παρακλήσεις του βασιλέως υπήκουσεν, ούτε εις τας μεγάλας υποσχέσεις απέβλεψεν, αλλ’ αφού κατέπεισεν όλους του οίκου του και τους πλησιεστέρους συγγενείς του και τους πλέον καλοπροαιρέτους δούλους των, να δεχθούν το Αγγελικόν Σχήμα και τους εγκατέστησεν εις Μοναστήρια, ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν με τους αδελφούς του και πηγαίνων εις το Άγιον Όρος έμεινεν εις την Λαύραν του Βατοπαιδίου υποταχθείς εις τον θείον Νικόδημον (όστις ήτο θαυμάσιος ησυχαστής και έλαμπε κατά τε πράξιν και θεωρίαν), εκεί δε έλαβε και το Αγγελικόν σχήμα. Αφού δε έγινε Μοναχός ο Άγιος πόσον ηγωνίσθη και πόσον επροχώρησεν εις την πράξιν ομού και την θεωρίαν, ακούσατε. Διήνυε το δεύτερον έτος αγωνιζόμενος κατά Θεόν με νηστείας και αγρυπνίας, με συγκέντρωσιν των λογισμών και ακατάπαυστον προσευχήν, προβάλλων πάντοτε την Θεοτόκον οδηγόν ομού και προστάτιδα και μεσίτριαν, και ανά πάσαν στιγμήν και ώραν θέτων με προσευχάς έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του την βοήθειάν Της. Εν μια λοιπόν των ημερών, εκεί όπου ησύχαζε κατά μόνας και είχεν όλους τους λογισμούς του συγκεντρωμένους εις τον εαυτόν του και εις τον Θεόν, εφάνη έξαφνα έμπροσθέν του εις σεμνοπρεπής και σεβάσμιος (ήτο ο Ιωάννης ο Θεολόγος) και κοιτάζων με ιλαρόν όμμα τον Γρηγόριον του είπεν· «Ήλυον, τέκνον, απεσταλμένος από την Αγιωτέραν των απάντων και Βασίλισσαν των ουρανών δια να σε ερωτήσω, δια ποίαν αιτίαν ανά πάσαν ώραν φωνάζεις προς τον Θεόν· φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος»;Απεκρίθη ο Γρηγόριος· «Και τι άλλο πρέπει να ζητώ εγώ, όστις είμαι εμπαθής και πλήρης αμαρτιών παρά να ελεηθώ και να φωτισθώ, δια να γνωρίζω το θέλημά του το Άγιον και να το εκτελώ»; Τότε του λέγει ο Ευαγγελιστής· «Η Δέσποινα των απάντων δια μέσου εμού του δούλου Της ορίζει να είμαι εγώ βοηθός σου». Ηρώτησε τότε ο Γρηγόριος· «Και που πρόκειται να με βοηθή η Μήτηρ του Κυρίου μου; Εις την παρούσαν ζωήν ή εις την μέλλουσαν»; Απεκρίθη ο Θεολόγος· «Και εις την παρούσαν ζωήν και εις την μέλλουσαν». Ταύτα ειπών ο θείος Ιωάννης και πληρώσας την καρδίαν του Γρηγορίου αρρήτου ευφροσύνης δια τας υποσχέσεις της Θεοτόκου, έγινεν άφαντος. Αφού δε ο θείος Γρηγόριος έκαμε τρεις χρόνους εις την υπακοήν, ο δε Γέρων αυτού ελθών εις γήρας βαθύ απήλθεν προς Κύριον, ανεχώρησεν εκείθεν ο Γρηγόριος και επήγεν εις την Μεγίστην Λαύραν του Αγίου Αθανασίου. Εκεί τον εδεξιώθησαν οι Πατέρες μετά μεγάλης τιμής, επειδή προ πολλού είχον ακούσει την φήμην της αρετής του. Έμεινε δε ο μακάριος Γρηγόριος μετ’ αυτών τρεις χρόνους, και όλοι εθαύμασαν την πολιτείαν και την σοφίαν του. Διότι λαμβάνων εντολήν από τον Ηγούμενον να υπηρετή και αυτός ομού με άλλους εις την κοινήν τράπεζαν των αδελφών, και να συμψάλλη εις την Εκκλησίαν ομού με τους άλλους ψάλτας, εδεικνύετο εις πάντα θαυμάσιος και όλους τους έβαλλεν εις θάμβος και έκπληξιν, επειδή με τόσην υπερβολήν εσπούδαζε να κατορθώνη εξίσου τας αρετάς, ώστε η ψυχή του ήτο κατοικητήριον όλων ομού των πνευματικών καλών, και εις το εξής όλοι αυτόν επρόσεχον. Εκυρίευε λοιπόν ο θαυμάσιος όχι μόνον τα άλογα πάθη και τας ορέξεις, με την υπερβολικήν άσκησιν την οποίαν έκαμνεν, αλλά και τας ανάγκας της φύσεως, και σώμα φορών τρόπον τινά ηγωνίζετο να γίνη ασώματος· τον δε ύπνον τόσον πολύ τον ενίκησεν, ώστε έμεινεν άϋπνος τρεις ολοκλήρους μήνας, ωσάν να ήτο άσαρκος, μόνον δε ολίγον ύπνον ελάμβανε κατά την ημέρα ύστερα από την τροφήν, δια να μη πάθουν ίσως αι φρένες του. Όμως ο πολύς έρως της ησυχίας, τον οποίον είχεν εις την καρδίαν του, δεν τον άφησε να μένη εκεί μέχρι τέλους. Όθεν αναχωρήσας εκείθεν έδραμεν εις την πολυπόθητόν του ερημίαν συνοδευόμενος και από τους ομοψύχους συναγωνιστάς του εις τον αγώνα αυτόν της αρετής. Εις την ιεράν εκείνην Σκήτην, εις την οποίαν κατέφυγεν ο Άγιος, την καλουμένην Γλωσσίαν, κατοικούσαν και άλλοι πολλοί Αναχωρηταί, των οποίων όλων ήτο ως έξαρχος και κορυφαίος, άλλος τις Γρηγόριος, από την Κωνσταντινούπολιν και αυτός καταγόμενος, μέγας και περιβόητος κατ’ εκείνους τους καιρούς εις την ησυχίαν και εις την νήψιν και θεωρίαν. Από αυτόν λοιπόν τον θείον Γρηγόριον εδιδάχθη ο νέος Γρηγόριος τα υψηλότατα Μυστήρια της νοεράς ενεργείας και της ακροτάτης θεωρίας του Θεού. Ησυχάζων δε εκεί κατά μόνας ηξιώθη να λάβη παρά Θεού πολλά μυστικά χαρίσματα, τα οποία είναι αδύνατον να τα παραστήση τις με λόγον. Τόσην δε κατάνυξιν είχε πάντοτε, ώστε έτρεχαν ακαταπαύστως από τους οφθαλμούς του τα δάκρυα και τον επότιζαν και συνίστων ομού με την ψυχήν και το σώμα, το χάρισμα δε τούτο των δακρύων το είχεν ο Άγιος όλον τον χρόνον της ζωής του. Την καλήν όμως εκείνην ησυχίαν δεν ημπόρεσαν να απολαύσουν δια πάντα εκεί εις την Γλωσσίαν, λόγω των καταδρομών τας οποίας ενήργουν οι Αγαρηνοί κατά των Μοναχών, οίτινες ησύχαζαν έξω των Μοναστηρίων. Όθεν δια να αποφύγουν τους κινδύνους, ο θείος Γρηγόριος και η συνοδεία του, οι οποίοι ήσαν δώδεκα, ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις την Θεσσαλονίκην, εκεί δε συμβουλευόμενοι μεταξύ των συνεφώνησαν να υπάγουν εις την Ιερουσαλήμ, αφ’ ενός μεν δια να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους, αφ’ ετέρου δε δια να ησυχάσωσιν εκεί, έως τέλους της ζωής των. Θέλων όμως ο θείος Γρηγόριος να μάθη αν ήτο αρεστόν εις τον Θεόν το κίνημά των, αφ’ ου κατά μέρος έκαμε περί τούτου προσευχήν, ενύσταξεν ολίγον τι, και παρευθύς είδε την εξής οπτασίαν, όπως ο ίδιος την διηγείται· «Μου εφάνη, λέγει, ως να ευρέθην εις τα βασιλικά προαύλια, ομού με τους συνασκητάς μου. Εκεί εκάθητο μεγαλοπρεπώς εις τον θρόνον του ο Βασιλεύς, πέριξ δε αυτού ίσταντο οι βασιλικοί δορυφόροι και όλοι οι άρχοντες, εξ όλων των τάξεων. Ξεχωρίσας δε εις από εκείνους τους άρχοντας ήλθε προς ημάς (εφαίνετο δε ούτος ως να ήτο μέγας τις δουξ) και εναγκαλισθείς εμέ με έσυρε πλησίον του, στραφείς δε εις τους συνοδούς μου είπεν· «Εγώ κρατώ τούτον εδώ μετ’ εμού, επειδή ούτω προσέταξεν ο Βασιλεύς, σεις δε υπάγετε όπου αγαπάτε, δεν σας εμποδίζει τις». Ταύτα φωτισθείς παρά Θεού ο μέγας Γρηγόριος, και κοινολογήσας αυτά και εις τους άλλους αδελφούς, εστοχάσθησαν όλοι, ότι ο μέγας δουξ, όστις εκράτησε τον θείον Γρηγόριον, ήτο ο μέγας Δημήτριος. Όθεν απεφάσισαν να μη απομακρυνθούν από τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, της πατρίδος του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ευρισκόμενοι δε εις την Θεσσαλονίκην, παρεκάλεσαν τον θείον Γρηγόριον οι συνασκηταί του να δεχθή το αξίωμα της Ιερωσύνης, αλλά αυτός δεν εδέχετο, έως ου εγνώρισε και περί τούτου, ότι ήτο θέλημα του Θεού. Μετά την χειροτονίαν, μετέβη ο θείος Γρηγόριος εις την Σκήτην των Μοναχών της Βεροίας· κτίσας δε εκεί Ησυχαστήριον ομού με τους συνασκητάς του, ήρχισε πάλιν να αγωνίζεται και να γυμνάζεται την θείαν τελειότητα, ο κατά αλήθειαν πλήρης από κάθε καλόν. Και κατά μεν τας πέντε ημέρας της εβδομάδος ούτε αυτός εξήρχετο παντελώς του Ησυχαστηρίου, ούτε άλλον τινά εδέχετο μέσα εις το κελλίον του. Μόνον δε κατά Σάββατον και Κυριακήν εξήρχετο, δια να ιερουργή τα θεία Μυστήρια και να συνομιλή πνευματικώς και να συναναστρέφεται με τους αδελφούς προς την εκείνων ωφέλειαν. Ήτο δε τότε ο Άγιος ετών τριάκοντα, έχων ακόμη τελείαν υγείαν και τας δυνάμεις του σώματος, δια τούτο ήρχισε και μεγαλυτέρους αγώνας, και σκληροτέραν πολιτείαν, και κατεξήραινε το σώμα με νηστείας και αγρυπνίας μακράς, αγωνιζόμενος να υποτάξη κατά κράτος την σάρκα εις το πνεύμα, λεπτύνων και καθαρίζων ακατάπαυστα το νοερόν όμμα της ψυχής με την τελείαν εγκράτειαν, την συγκέντρωσιν των λογισμών, την συνηθισμένην του πηγήν των δακρύων και ανυψώνων πάντοτε τον νουν προς τον Θεόν, με την αδιάκοπον προσευχήν του νοός. Από την θεοειδή ταύτην πολιτείαν του εγεννώντο και οι καρποί του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Απόστολον (Γαλ. ε: 22 – 23). Όθεν όλοι οι συνασκηταί του και οι Μοναχοί του όρους εκείνου και οι κάτοικοι ακόμη της Βεροίας, όλοι έβλεπαν αυτόν ως εικόνα της αρετής, επειδή όχι μόνον η αγγελική ζωή του, αλλά και ο λόγος, και η υπέρ φύσιν θεοσοφία του επροξένουν εις όλους θάμβος και έκστασιν. Διότι άλλοτε μεν ήτο όλος προσοχή, εις μόνον τον Θεόν όλος προσηλωμένος και λουόμενος με τα θαυμαστά δάκρυά του, άλλοτε δε πάλιν είχε το πρόσωπον υπέρ φύσιν φωτοειδές, λελαμπρυσμένον και δεδοξασμένον από το πυρ του Αγίου Πνεύματος, μάλιστα δε όταν εξήρχετο από την Ιερουργίαν ή και από το κελλίον της ησυχίας του. Κατά τον καιρόν τούτον της ησυχίας τού Αγίου απήλθε προς Κύριον η μήτηρ αυτού, ήτις είχε γίνη Μοναχή λαβούσα το όνομα Καλλίστη, πεπλουτισμένη ούσα από μεγάλας αρετάς. Τότε αι θυγατέρες και συνασκήτριαι αυτής παρευθύς έστειλαν γράμματα προς τον μέγαν Γρηγόριον αναγγέλλουσαι εις αυτόν το τέλος της κοινής μητρός, συγχρόνως δε τον παρεκάλουν να υπάγη έως εκεί, προς επίσκεψιν και πνευματικήν οδηγίαν των. Όθεν επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν προς τας αδελφάς του και τας εδίδαξεν ικανώς. Mετά ταύτα, θέλων να επιστρέψη ο Άγιος εις την Βέροιαν, τον ηκολούθησαν και αι αδελφαί του, τας οποίας εγκαταστήσας εις γυναικείον Μοναστήριον και παραγγείλας εις αυτάς να ακολουθούν την συνηθισμένην εις αυτάς ασκητικήν πολιτείαν, επήγε πάλιν εις το πλησίον όρος της Βεροίας, εις το κελλίον του και έγινε γνώριμος και φίλος με γηραιόν τινα Ησυχαστήν, ονόματι Ιώβ, ο οποίος επειδή ήτο κατά πολύ απλούς, ακούσας ημέραν τινά τον θείον Γρηγόριον να λέγη ότι όχι μόνον οι Ασκηταί, αλλά και όλοι γενικώς οι Χριστιανοί πρέπει να προσεύχωνται πάντοτε αδιακόπως, κατά τον Απόστολον (Α΄ Θεσ. ε: 17), δεν κατεπείθετο, αλλά έλεγεν, ότι αυτό είναι χρέος μόνον των Μοναχών και όχι των κοσμικών. Ο δε Άγιος εσιώπησε, διότι εμίσει την πολυλογίαν· αλλ’ ο Θεός και με όλον ότι εσιώπησεν ο Άγιος, έδειξεν ορθούς και καλούς τους λόγους του. Διότι πηγαίνων ο Ιώβ εις το κελλίον του, εστάθη εις προσευχήν και ιδού βλέπει θείον Άγγελον όλον φως και του λέγει· «Μη αμφιβάλλης παντελώς, ω πρεσβύτα, δια εκείνα τα οποία είπε προ ολίγου ο ιερός Γρηγόριος, αλλά τοιουτοτρόπως να φρονής και να ομολογής και συ». Πέντε χρόνους έκαμεν εις την ησυχίαν εκείνου του όρους ο σοφός Γρηγόριος. Από τας συχνάς όμως καταδρομάς τας οποίας υφίσταντο εκεί από το μιαρώτατον γένος των Αλβανών, ηναγκάσθη και επήγε πάλιν εις το Άγιον Όρος, εις την Λαύραν του Αγίου Αθανασίου και απήλαυσε τους φίλους και Πατέρας και αδελφούς με μεγάλην αγαλλίασιν, κατώκησε δε έξω από την Μονήν εις το Ησυχαστήριον του Αγίου Σάββα. Άλλην δε ημέραν εκτός από το Σάββατον και την Κυριακήν δεν εξήρχετο ούτε αυτός να ίδη τινά ούτε άλλος τις να τον ίδη και να συνομιλήση, εκτός αν τον προσεκάλουν από την Λαύραν δια Ιερουργίαν· ο καθ’ αυτό δε σκοπός του ήτο η θεωρία. Ήτο δε ποτέ η εσπέρα των Αγίων Παθών του Σωτήρος μας, και κατά την αρχαίαν συνήθειαν εγίνετο μεγαλοπρεπής αγρυπνία εις την Λαύραν, εις την οποίαν ήτο παρών και ο Άγιος, συγκοινωνός και της αγρυπνίας και των ύμνων. Αλλ’ επειδή τινές εξ εκείνων, οίτινες ίσταντο εις τον χορόν, εδόθησαν εις ομιλίας ματαίας και δεν έπαυον, ελυπείτο ο του Θεού άνθρωπος, αλλά να τους είπη τίποτε δεν το εύρισκεν εύλογον. Δια τούτο απέσπασε τον νουν του συγχρόνως και από τας φλυαρίας εκείνων και από τας ψαλμωδίας των ψαλτών και τον έστρεψεν εις τον εαυτόν του και δι’ αυτού προς τον Θεόν, καθώς εσυνήθιζεν, ευθύς δε τότε τον περιέλαμψε θείον φως άνωθεν και φωτισθείς δια των ακτίνων εκείνων κατά τε τους ψυχικούς και τους σωματικούς οφθαλμούς, είδεν ως παρόν ολοφάνερα, εκείνο το οποίον έμελλε να γίνη ύστερα από πολλούς χρόνους. Διότι έβλεπε με αρχιερατικήν στολήν και με σχήμα τέλειον Αρχιερέως τον Ηγούμενον της Λαύρας, Μακάριον το όνομα, ο οποίος ύστερα από δέκα χρόνους έγινεν Αρχιερεύς Θεσσαλονίκης, εις το οποίον αξίωμα και το ζην ετελείωσεν. Άλλην φοράν εις το κελλίον του προσηύχετο ο Άγιος προς την Θεοτόκον και δια τον εαυτόν του και δια την συνοδείαν του, παρακαλών Αυτήν να κάμη εύκολον και ανεμπόδιστον την πνευματικήν των πολιτείαν και την προς Θεόν ανάβασιν, έπειτα δε να τους κάνη εύκολον και ακοπίαστον και την εξοικονόμησιν των προς το ζην αναγκαίων δια να μη κατασπαταλούν τον καιρόν δι’ εκείνα, όταν τους λείπουν και εμποδίζωνται από τα πνευματικά και αναγκαιότερα. Η δε Δέσποινα των απάντων, εν καιρώ ημέρας, εφάνη εις αυτόν σεμνώς και παρθενικώς εστολισμένη, καθώς την βλέπομεν ιστορημένην εις τας Εικόνας, και στραφείσα προς εκείνους, οι οποίοι την ηκολούθουν (και οίτινες ήσαν πάμπολλοι και λαμπρότατοι) τους είπεν· «Από τώρα και εις το εξής σεις να οικονομήτε όλα τα χρειαζόμενα, και να τα δίδετε εις τον Γρηγόριον και εις την συνοδείαν του». Αυτά προσέταξεν η Θεοτόκος, και έγινεν άφαντος. Έλεγε δε ο Άγιος ότι από τότε και εις το εξής είχον ακόπως όλα τα χρειώδη, όπου και αν ευρίσκοντο. Κατά τον τρίτον χρόνον της εις το Ησυχαστήριον του Αγίου Σάββα διατριβής του Αγίου, εν μια των ημερών, ενώ είχε τον νουν του προσηλωμένον εις τον Θεόν δια της ιεράς προσευχής, εφάνη ότι τον ήρπασε λεπτός ύπνος, και παρευθύς είδε την εξής θεωρίαν. Του εφάνη ότι εκράτει εις τας χείρας του αγγείον πλήρες γάλακτος και ότι ήρχισεν έξαφνα να αναβλύζη ως να ήτο πηγή και εξεχείλισε και εχύνετο έξω από το αγγείον Έπειτα του εφάνη, ότι από γάλα μετεβλήθη έξαφνα εις οίνον κάλλιστον και ευωδέστατον, ο οποίος χωνόμενος άφθονος επάνω εις τας χείρας του και εις τα ενδύματά του, εφάνη ότι τα κατέβρεξε και τα εγέμισεν από ευωδίαν. Καθ΄ον δε χρόνον εχαίρετο σφόδρα δια τούτο και του ήρεσε πολύ το να βλέπη και να αισθάνεται την τοιαύτην ευωδίαν, του εφάνη, ότι άνθρωπος τις αξιωματικός, γεμάτος φως, εστάθη έξαφνα έμπροσθέν του και του είπε· «Διατί, Γρηγόριε, δεν μεταδίδεις και εις άλλους από το θαυμάσιον τούτο ποτόν, το οποίον αναβλύζει τοιουτοτρόπως πλουσιοπάροχα, αλλά το αφήνεις και χύνεται ούτω ματαίως; Δεν γνωρίζεις ότι τούτο είναι δώρον Θεού και δεν θέλει παύσει ποτέ από του να αναβλύζη»; Τότε του εφάνη, ότι απεκρίθη προς αυτόν ο θείος Γρηγόριος, ότι είναι αδύνατος εις το να μεταδίδη τοιούτον ποτόν και ότι κατά το παρόν δεν υπάρχουν εκείνοι, οίτινες χρειάζονται το ποτόν αυτό. Εκείνος δε του είπε και πάλιν· «Αν και κατά το παρόν δεν υπάρχουν οι ζητούντες αυτό με πόθον, όμως συ πρέπει να κάμνης το καθήκον σου, και να μη αμελής από του να το μεταδίδης· την δε αναζήτησιν της καρποφορίας από εκείνους, οι οποίοι το δέχονται, πρέπει να την αφήνης εις τον Δεσπότην». Έπειτα ο λαμπρός εκείνος αξιωματικός εφάνη, ότι ανεχώρησεν. Αποτινάξας τότε ο Άγιος τον λεπτόν εκείνον ύπνον, εκάθητο εκεί ώρας πολλάς, όλος περιλαμπόμενος από θείον φως.Εφανέρωσε δε η μεταβολή, η οποία έγινεν από γάλα εις οίνον, ότι από την ηθικήν και απλουστέραν διδασκαλίαν, έμελλε να διέλθη εις τον λόγον τον δογματικόν και ουράνιον. Όθεν πειθόμενος εις τας θείας οπτασίας ο θεόσοφος Γρηγόριος και οδηγούμενος από το Πανάγιον Πνεύμα το ενοικούν εις αυτόν, ομού με τον δια του στόματος λόγον ήρχισε να συνθέτη και να λογογράφη με τον κάλαμον πάμπολλα και θαυμάσια. Αλλ’ επειδή δεν ήτο δίκαιον ο τόσον μέγας εις την αρετήν και εις τους λόγους να παραμένη κεκρυμμένος εις γωνίαν τινά, τι γίνεται; Ψηφίζεται Ηγούμενος από τους εγκρίτους του Αγίου Όρους εις το Μοναστήριον του Εσφιγμένου, εις το οποίον ήσαν διακόσιοι Μοναχοί. Πως δε και κατά τίνα τρόπον εκυβέρνα το Μοναστήριον και όλην εκείνην την ιεράν αδελφότητα, δεν είναι ανάγκη λόγων δι’ απόδειξιν, διότι από τα έργα αποδεικνύεται. Διότι εις την Μονήν αυτήν ήτο Μοναχός τις ενάρετος, ονόματι Ευδόκιμος, τον οποίον πλανήσας ο διάβολος με τινας ψευδοφαντασίας, τον έκαμνε να φαντάζεται τον εαυτόν του ανώτερον εις την αρετήν από τον θείον Γρηγόριον. Ο δε Άγιος, γνωρίζων ότι εκ διαβολικής πλάνης εφαντάζετο τα τοιαύτα ο Ευδόκιμος, ποτέ μεν με ιεράς διδασκαλίας, ποτέ δε με κρυπτάς προσευχάς και δάκρυα και προς τούτοις με κοινάς δεήσεις όλων των αδελφών, απεδίωξεν από αυτόν όλην την ενέργειαν του δαίμονος και με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος τον κατέστησε τη αληθεία Ευδόκιμον, καθώς ήτο και το όνομά του. Άλλον δε καιρόν έλειψε το έλαιον από το Μοναστήριον· επειδή δε είχον μεγάλην ανάγκην, επήγεν εις το δοχείον ο Άγιος με όλους τους αδελφούς και παρακαλών τον Θεόν μετά πίστεως ηυλόγησε το δοχείον του ελαίου, σημειώσας επ’ αυτού τον τύπον του τιμίου Σταυρού και παρευθύς επληρώθη ο πίθος ελαίου. Δεν έλειψε δε όλον εκείνον τον χρόνον, παρ’ όλον ότι το εξώδευαν πλουσιοπάροχα. Μαθών δε ότι αι ελαίαι του Μοναστηρίου δεν εκαρποφόρουν και δια τούτο τους έλειπε το έλαιον, επήγεν εις τους ελαιώνας με τους αδελφούς και ευλογήσας τα δένδρα εγέμισαν από καρπούς. Εις απόδειξιν δε του θαύματος εις όσα δένδρα επλησίασεν ή ήγγισεν ο Άγιος ήσαν πλέον βαρυφορτωμένα από καρπούς. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και παραιτήσας την ηγουμενίαν επήγε πάλιν εις την Λαύραν, εις την ποθουμένην ησυχίαν του· τότε δε πρώτον είχεν έλθει από την Καλαβρίαν και ο παμμίαρος Βαρλαάμ και εδείκνυεν, ότι συνεφώνει με την Ανατολικήν Εκκλησίαν και επόθει να γίνη Μοναχός, εις βεβαίωσιν δε τουτων ήρχισε να συνθέτη λόγους κατά των ομοφύλων του Λατίνων. Κρίνων όμως και διακρίνων τους λόγους του ο θείος Γρηγόριος, απέδειξεν, ότι ο έλεγχος εκείνος τον οποίον έκαμνεν ο Βαρλαάμ κατά των Λατίνων ήτο πλαστός και δόλιος και μάλιστα κατά της αληθείας αυτόχρημα, τούτο δε υπήρξεν η πρώτη αιτία η οποία έκαμεν εχθρόν κατ’ αυτού τον Βαρλαάμ. Μετ’ ολίγον καιρόν επήγεν ο υποκριτής αυτός εις την Κωνσταντινούπολιν, ευρών δε εκεί απλουστέρους τινάς Μοναχούς, των οποίων έργον ήτο η νοερά προσευχή και νήψις, προσεποιήθη, ότι γίνεται μαθητής και φίλος αυτών. Ακούων δε από αυτούς ιδιωτικώς και απλώς τινά από εκείνα, τα οποία πρέπει να φυλάττουν οι αρχάριοι Μοναχοί εις την νοεράν προσευχήν και επειδή δεν είχε καθαράν την προαίρεσιν αλλ’ εζήτει να διαβάλη αυτούς, εκίνησεν εναντίον των την μιαράν γλώσσαν του και την βέβηλον χείρα του, λέγων και γράφων πολλά κατά της ιεράς προσευχής και της μυστικής θεωρίας. Όμως προτού να παρρησιασθούν αι τοιαύται βλασφημίαι του, κατηγορήθη και κατησχύνθη έμπροσθεν του οικουμενικού Πατριάρχου δι’ άλλας αισχράς και μιαράς πράξεις του. Ούτω δε ατίμως ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν και επέστρεψεν εις την Θεσσαλονίκην, εξακολουθών και εκεί τας αυτάς κατηγορίας κατά των Μοναχών, το δε πλέον χειρότερον δεν ηυχαριστήθη να συκοφαντή μόνον τους Μοναχούς του καιρού εκείνου, αλλά προσεπάθει να αποδείξη, ότι οι θεόσοφοι Πατέρες και διδάσκαλοι ήσαν αίτιοι της πλάνης των Μοναχών. Ταύτα βλέποντες οι Μοναχοί της Θεσσαλονίκης έγραψαν προς τον Άγιον, παρακαλούντες αυτόν θερμώς να υπάγη εκεί προς κατίσχυσιν της αληθείας εναντίον του Βαρλαάμ. Παρευθύς τότε έφθασεν ο Άγιος εις την Θεσσαλονίκην, εις την οποίαν ήτο ο πόλεμος και εδοκίμασε με διάφορα μέσα να διορθώση τον Βαρλαάμ. Έπειτα κατ’ ευθείαν και κατά πρόσωπον είπε πολλά προς αυτόν, επιθυμών να τον φέρη εις την ομόνοιαν της Εκκλησίας. Επειδή όμως ούτος δεν έπαυε καθ’ εκάστην και με λόγους και με συγγράμματα ολόκληρα να φέρεται αναίσχυντα κατά της Εκκλησίας, δια ταύτα, μη βλέπων ο Άγιος καμμίαν διόρθωσιν, εξ ανάγκης ήρχισε και αυτός να γράφη υπέρ της ευσεβείας και εναντίον των ψευδολογιών του Βαρλαάμ, όστις μαθών την κατακεραύνωσιν και αναίρεσιν των λόγων του, ήτις έγινεν από τους θαυμαστούς λόγους, τους οποίους εξέδωκεν εις το κοινόν ο Άγιος υπέρ της ιεράς ησυχίας και της Ορθοδόξου αληθείας, έπαυσεν από του να λέγη και να γράφη κατά των Μοναχών και ώρμησεν εις το εξής όλος κατά του θείου Γρηγορίου. Αλλ’ επειδή δεν ηδύνατο να αντισταθή κατά πρόσωπον και να αντιλέγη εις αυτόν, έφυγεν από την Θεσσαλονίκην και επήγεν πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν. Είχε δε ο Άγιος τρεις ολοκλήρους χρόνους εις την Θεσσαλονίκην, εις την οποίαν έλεγε και έγραφε τους θαυμαστούς εκείνους λόγους υπέρ της αληθούς δόξης· το δε περισσότερον μέρος του καιρού τούτου το διήρχετο με το συνηθισμένον του πένθος και με την τελείαν μοναξιάν και ησυχίαν. Επειδή δε δεν είχεν εκεί την ηγαπημένην του έρημον, έκαμε τρόπον και κατεσκεύασε μικρόν τι κελλίον, εις τα βαθύτατα μέρη του οίκου εκείνου, εις το οποίον διέμενε, εκεί δε ησύχαζεν όσον ήτο δυνατόν. Ότε δε έφθασεν η εορτή του μεγάλου Αντωνίου, ήσαν οι μαθηταί του και οι συνασκηταί του όλοι ομού με τον θαυμαστόν Ισίδωρον, μετά του οποίου έκαμναν την αγρυπνίαν του θείου Αντωνίου. Αλλ’ ω του θαύματος! Δεν έλειπεν απ’ αυτών ουδέ ούτος ο μέγας Αντώνιος, όστις ηθέλησε και τα δύο μέρη να συνευφράνη και συναγάγη εις κοινήν πανήγυριν. Δια τούτο εκεί όπου προσηύχετο εν ησυχία ο θείος Γρηγόριος, ήλθεν έξαφνα θείον φως και τον περιέλαμψε, καθώς και άλλοτε πολλάκις τον περιέλαμπε και μαζί με το φως εφάνη και ο μέγας Αντώνιος και λέγει προς τον Γρηγόριον· Καλή είναι η μετά ησυχίας του νοός προσευχή, διότι καθαρίζει το νοερόν όμμα της ψυχής και καταξιώνει τον άνθρωπον της θείας αποκαλύψεως των απορρήτων. Όμως εις ωρισμένους καιρούς είναι αναγκαία και η συναναστροφή και συνάντησις των ομοψύχων αδελφών, εις το να κάμνετε ομού κοινώς τας προσευχάς και ψαλμωδίας. Πρέπει λοιπόν να υπάγης και συ τώρα προς τους αδελφούς, οι οποίοι αγρυπνούν και οι οποίοι έχουν μεγάλην ανάγκην από την επιστασίαν σου». Παρευθύς τότε με τους λόγους τούτους έγινεν άφαντος ο μέγας Αντώνιος. Ο δε θείος Γρηγόριος επήγεν ευθύς εις τους αδελφούς, οι οποίοι τον υπεδέχθησαν μετά χαράς και καθ’ όλην εκείνην την νύκτα διήλθον ομού αγρυπνούντες και πανηγυρίζοντες. Μετά ταύτα ο θείος Γρηγόριος επήγεν εις το Άγιον Όρος και έδειξεν εις τους Ησυχαστάς και εις τους εγκρίτους Προεστώτας των Μοναστηρίων τα όσα έγραψεν υπέρ της ευσεβείας κατά της πλάνης του Βαρλαάμ, τα οποία και εθαύμασαν και επήνεσαν και συμφώνως όλοι τα εκύρωσαν. Κατά δε την ώραν κατά την οποίαν επρόκειτο να υπάγη εις το Άγιον Όρος, ευρίσκετο πλησίον εις τον θάνατον η αδελφή του, ονόματι Θεοδότη. ΄Οθεν τον ηρώτησαν οι μαθηταί και φίλοι του, τι είδους να γίνη η κηδεία της. Ο δε Άγιος, προβλέπων το μέλλον, τους είπε· «Δεν είναι ανάγκη να με ερωτήσετε περί τούτου· επειδή, Θεού θέλοντος, θέλω επιστρέψει και εγώ έως τότε και θέλω ευρεθή εδώ προ της τελευτής». Ούτως είπε και ο λόγος έργον εγένετο. Διότι όταν ήλθεν εις την εσχάτην ώραν η Θεοδότη, εζήτησε τον θείον Γρηγόριον, τον καλόν της αδελφόν και πατέρα· ακούσασα δε ότι έλειπεν εις το Άγιον Όρος, ελυπήθη βαθύτατα, και εταλάνισε τον εαυτόν της, ότι εστάθη αναξία της τελευταίας θεωρίας και ομιλίας εκείνου. Από την ώραν εκείνην εσιώπησε και ησύχασε τελείως ως να εστράφη τρόπον τινά εις τον εαυτόν της (οι δε εκεί παρόντες ητοίμαζαν τα προς ταφήν απαιτούμενα), αλλ’ ω του θαύματος! Οκτώ ημέραι επέρασαν, κατά τας οποίας ευρίσκετο χωρίς τροφήν, χωρίς ύπνον, χωρίς ομιλίαν, χωρίς πόνους, διατηρουμένη με μικράν μόνον αναπνοήν, εκ του κινήματος δε των οφθαλμών εδεικνύετο, ότι ευρίσκετο ακόμη εν τη ζωή και επρόσμενε τον αδελφόν της. Και πράγματι χωρίς αμφιβολίαν τούτο ήτο. Διότι καθώς έφθασεν η εσπέρα της ογδόης ημέρας, ήλθε και ο ποθούμενος από το Όρος και σταθείς πλησίον της αδελφής του ωμίλησε προς αυτήν. Ευθύς τότε ως ήκουσεν εκείνη την φωνήν τού γλυκυτάτου αδελφού, ήνοιξε προς εκείνον τους οφθαλμούς του σώματος ομού με τους ψυχικούς και επειδή δεν ηδύνατο να ομιλήση, ύψωσεν ολίγον τας χείρας προς τον Θεόν δι’ ευχαριστίαν, και ύστερα από ολίγας στιγμάς παρέδωκεν ενδόξως το πνεύμα εις χείρας Θεού. Ο δε μέγας Γρηγόριος, μετά την κηδείαν της αδελφής, πάλιν κατεγίνετο εις τα πρώτα του, ήτοι εις την ησυχίαν, εις την νήψιν και προσευχήν και εις την ακατάπαυστον προσοχήν των θείων θεωριών και αποκαλύψεων. Ο δε εχθρός τούτων των θεωριών, ο μιαρός Βαρλαάμ, είχεν αναβή εις την Κωνσταντινούπολιν, καθώς είπομεν, ένθα προβάλλων ως δόλωμα εις εκείνους, οίτινες ηγάπων τα τοιαύτα, την έξω σοφίαν, εις ολίγον διάστημα καιρού έφερεν όλους αυτούς εις την κακοδοξίαν του και μάλιστα τον Πατριάρχην, παρ’ ολίγον δε θα τους κατέπειθε και αυτήν ταύτην την Ορθοδοξίαν να αρνηθούν. Καταπεισθείς λοιπόν ο Πατριάρχης εις τους λόγους του Βαρλαάμ εκάλεσε δια πατριαρχικών γραμμάτων τους θείους της Ορθοδοξίας κήρυκας, οίτινες ήσαν ο θείος Γρηγόριος και οι ομόφρονές του, να προσέλθουν εις το κριτήριον της Εκκλησίας, ως υπεύθυνοι. Συμπαραλαβών τότε ο Άγιος τον Ισίδωρον, τον Μάρκον και τον Θεόδωρον τους κορυφαίους των φίλων του έφθασεν εις την πόλιν και ευρίσκων όλους σχεδόν τους εκλεκτούς (εκτός ενός ή δύο), οίτινες είχον καταπεισθή εις τας φλυαρίας του Βαρλαάμ, τους ωδήγησεν εις την Ορθοδοξίαν με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, έτι δε και αυτόν τον ίδιον τον Πατριάρχην, οίτινες αφού ανέγνωσαν και τους θαυμαστούς εκείνους λόγους, τους οποίους είχε συντεθειμένους κατά του Βαρλαάμ και των βλασφημιών του, όλοι ομού τον εκήρυττον διδάσκαλον της ευσεβείας και σύμφωνον με τους θείους Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και ο ίδιος ο Πατριάρχης μεγάλας ευχαριστίας του απέδιδεν. Επειδή δε ήτο ανάγκη να γίνη Σύνοδος κοινή, δια να αρθή από το μέσον η πλάνη του Βαρλαάμ, ώρισε να γίνη αύτη, όταν έλθη ο βασιλεύς. Συνέδραμον λοιπόν θεία νεύσει κινούμενοι και άλλοι ομόφρονες Ασκηταί από άλλα μέρη εις την βασιλεύουσαν. Ο οσιώτατος Δαβίδ με τους συνασκητάς του και ο Διονύσιος, όστις προεγνώρισε δι’ οπτασίας την νίκην την οποίαν έμελλε να κάμη ο θείος Γρηγόριος εναντίον των αιρετικών και άλλοι τοιούτοι πολλοί. Μετά ταύτα έφθασε και ο βασιλεύς, τον οποίον ανέμενον. Συγκροτείται λοιπόν Σύνοδος εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας και τέλος πάντων καταδικάζεται εις αράς τρομεράς και φρικτά επιτίμια ο Βαρλαάμ, ομού με τα βλάσφημα αυτού συγγράμματα. Εάν δε δεν υπεκρίνετο, ότι μετανοεί και δέχεται και ομολογεί την αλήθειαν, και ότι κατακρίνει ως ψευδή και αιρετικά τα συγγράμματά του, δεν ήθελε διαφύγει ζων από την ορμήν του κοινού λαού. Αλλ’ ο μεν Βαρλαάμ ούτω καταισχυνθείς κατέφυγεν εις τους ηγαπημένους του Λατίνους· έτερος δε Γρηγόριος, ο επιλεγόμενος Ακίνδυνος, άνθρωπος πανούργος και δολερώτατος, παρρησιάζεται έξαφνα εις το μέσον διάδοχος και κληρονόμος της πλάνης του Βαρλαάμ. Συγκροτείται λοιπόν και πάλιν Σύνοδος από την Εκκλησίαν, όχι μικροτέρα και κατωτέρα από εκείνην, ήτις έγινε κατά του Βαρλαάμ, και πάλιν ο θείος Γρηγόριος αναδεικνύεται μέγας αγωνιστής και λαμπρός αθλητής υπέρ της Ορθοδοξίας, καταστηλιτεύων και εξοστρακίζων την πλάνην δια των θείων Γραφών και της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας. Δεν παρήλθον όμως περισσότεροι των δύο μηνών αφότου εγένετο η Σύνοδος αύτη και εξερράγη εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των πολιτών, τον οποίον ήναπτε μάλιστα καθ’ εκάστην ο τότε Πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ΄ (1334 – 1347) ο επιλεγόμενος Καλέκας, Επειδή δε δεν συνεφώνει μετ’ αυτού ο θείος Γρηγόριος, αλλά τον συνεβούλευε να ειρηνεύση και να καταπαύση την μάχην, κινείται κατ’ αυτού και ζητεί δια παντός τρόπου να τον παιδεύση. Ελησμόνησε τους επαίνους και τας τιμάς, τας οποίας του απέδιδε πρότερον και επειδή δεν ηδύνατο να πλάση συκοφαντίαν τινά κατ’ αυτού, τι κάμνει; Στρέφεται όλως κατά της Ορθοδοξίας ο δείλαιος και εγείρει καινοφανή πόλεμον κατά της Εκκλησίας και των θείων αυτής δογμάτων, ίνα ούτω δυνηθή να τιμωρήση τον Άγιον, επειδή δήθεν υποστηρίζει σαπρά και αιρετικά δόγματα. Εισάγει λοιπόν εις την Εκκλησίαν τον Ακίνδυνον, τον θησαυροφύλακα των αιρέσεων, χειροτονών αυτόν Διάκονον και ετοιμάζεται να τον κάμη και Ιερέα και διδάσκαλον της Εκκλησίας. Τον δε Άγιον Γρηγόριον, τον κήρυκα της αληθείας, ύστερον από πολλάς συκοφαντίας, ότι ήτο αίτιος του τότε πολέμου, τον κατεδίκασεν εις σκοτεινήν φυλακήν. Η δε Άννα η τότε βασίλισσα, ακούσασα ότι εχειροτόνησε Διάκονον τον Ακίνδυνον, όστις ήτο υπό δύο Αγίων Συνόδων αναθεματισμένος, τον εδίωξεν από την Εκκλησίαν. Έμεινε δε κλεισμένος εις την φυλακήν ο θείος Γρηγόριος τέσσαρας χρόνους και μολονότι ήτο το σώμα του ασθενικόν και κατεφθαρμένον και είχεν ανάγκην καθημερινής ιατρείας, μ’ όλον τούτο έπασχεν όλα τα εναντία από την ταλαιπωρίαν της φυλακής. Όμως επί τέλους και ο Πατριάρχης, ο μεγαλύτερος εχθρός του, όστις τον εσυκοφάντησε και τον κατέστησε μισητόν και εχθρόν των βασιλέων και τον κατεδίκασεν εις φυλακήν, αυτός, Συνόδου γενομένης κοινής, απογυμνώνεται της Ιερωσύνης ως αιρετικός και αποβάλλεται της Εκκλησίας. Η καταδίκη αύτη του Πατριάρχου Ιωάννου του Καλέκα υπήρξε και καταδίκη μεν και εξοστράκισις της αιρέσεως, βεβαίωσις δε και στηριγμός της Ορθοδοξίας. Παρευθύς τότε κατέπαυσε και ο εμφύλιος πόλεμος και ούτως εξήλθε και ο μέγας Γρηγόριος από την φυλακήν και ύστερον από τόσους αγώνας και καταδίκην επανέρχεται λαμπρώς με τους στεφάνους της ομολογίας εις τους αγαπώντας και αγαπωμένους του αδελφούς. Ας παραδράμωμεν όμως τα άλλα και ας είπωμεν μόνον, ότι τότε εχειροτονήθη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, αφού πρότερον παρεκλήθη επισταμένως και από τον ίδιον τον βασιλέα και από τον Πατριάρχην Ισίδωρον. Eπειδή όμως και εις την Θεσσαλονίκην ηκολούθησε πρότερον σφοδρά διαμάχη, ήτις και δεν είχεν ακόμη κατασιγάσει, δια τούτο διώκεται από τους Θεσσαλονικείς ο άξιος Αρχιερεύς του Θεού Γρηγόριος. Όθεν φεύγων εκείθεν επήγε πάλιν εις το Άγιον Όρος. Κατά την ημέραν δε εκείνην κατά την οποίαν εδίωξαν εκείθεν τον Άγιον, συνέπεσε να είναι η εορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου, οι δε Ιερείς, οίτινες επρόκειτο να συλλειτουργήσουν κατά την εορτήν, παρακινηθέντες από ευλαβή τινά συλλειτουργόν των Ιερέα ορφανοτρόφον, έκαμαν δέησιν εις τον Θεόν, δια να τους δείξη δια τινος σημείου, ποίαν τάξιν και παρρησίαν έχει παρ’ Αυτώ ο θείος Γρηγόριος. Και οι μεν άλλοι συλλειτουργοί παρεκάλουν τον Θεόν μόνον δια να δώση σημείον· ο δε ρηθείς ορφανοτρόφος Ιερεύς παρεκάλει νοερώς τον Θεόν να δείξη το σημείον το οποίον ζητούν οι συλλειτουργοί του εις την παράλυτον θυγατέρα του και να ιατρεύση την παράλυσίν της, της οποίας όλα τα μέλη ήσαν ξηρά και ακίνητα τρεις ολόκληρους χρόνους. Ο πανάγαθος λοιπόν Θεός, δια να δοξάση τον ιδικόν του θεράποντα, δια τον οποίον εγίνετο και η δέησις, εγείρει έξαφνα την κόρην από την κλίνην και την κάμνει να περιπατή ανεμποδίστως και να τρέχη μέσα εις τον οίκον υγιής, χωρίς να έχη κανένα υπόλειμμα ασθενείας. Αλλά και εις το Άγιον Όρος, εις το οποίον επήγεν ο Άγιος, ευρών αυτόν ο Στέφανος ο άρχων των Σέρβων τον παρεκίνει επιμόνως να τον πάρη εις το ιδικόν του βασίλειον, όμως δεν ηδυνήθη. Τον ηνάγκασεν όμως κατόπιν πολλών και επιμόνων παρακλήσεων να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν ως πρέσβυς αυτού προς τους βασιλείς. Παρελθόντος δε ολίγου καιρού, επέστρεψε και πάλιν εις την επαρχίαν του, παρακινούμενος αφ’ ενός μεν από την υποχρέωσιν, την οποίαν είχεν ως Αρχιερεύς της προστασίας του ποιμνίου του, αφ’ ετέρου δε από τους βασιλείς, ακόμη δε και από τον Πατριάρχην, διότι ενόμιζον ότι είχον πλέον παύσει τα σκάνδαλα. Αλλά και πάλιν ηκολούθησαν άλλαι αφορμαί ταραχής και διχονοίας και πάλιν ο Άγιος εκείνος Αρχιερεύς ημποδίσθη και από την Θεσσαλονίκην και από την Μητρόπολιν και με ψήφον της Μεγάλης Εκκλησίας επήγεν εις την Λήμνον, την οποίαν με την διδασκαλίαν του και με τα θαύματά του κατά πολύ την ωφέλησε. Κατά δε το διάστημα της εκεί διατριβής του, προσκληθείς επήγεν εις μικράν τινά πόλιν, εις την οποίαν ηκολούθησε πανώλης, ποιήσας δε εκεί λιτανείαν με όλον τον λαόν και παρακαλών τον Θεόν κατέπαυσε το θανατικόν. Τέλος οι Θεσσαλονικείς δεν υπέφεραν να απολαμβάνουν οι ξένοι το ιδικόν των καλόν, εξ αιτίας σκανδαλοποιών τινών. Όθεν ετοιμάσαντες πλοίον αρχοντικόν αποκλειστικώς δια τον σκοπόν αυτόν και επιβιβασθέντες αυτού οι πρώτοι άρχοντες της Εκκλησίας επήγαν εις την Λήμνον και μετ’ ολίγας ημέρας έφεραν τον Ποιμένα τον καλόν εις την ποίμνην του. Τόση δε χαρά έγινε κατά την ημέραν εκείνην του ερχομού του Αγίου, ώστε οι ψάλλοντες ως να ήτο η λαμπροφόρος ημέρα της Αναστάσεως, άφησαν τας συνηθισμένας ψαλμωδίας εις τας εισόδους των Αρχιερέων, και εμπνευσθέντες εκ Θεού έψαλλαν το «Αναστάσεως ημέρα» κ.τ.λ., το «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις», το «Φωτίζου, φωτίζου» και τα λοιπά. Και το θαύμα ήτο ότι δεν ευρέθη ποίος ήτο ο συμβουλεύσας τους ψάλτας να ψάλλουν τα τοιαύτα τροπάρια, ούτε ποίος ήτο ο πρώτος όστις έκαμε την αρχήν της τοιαύτης ψαλμωδίας εκείνης. Μετά τρεις ημέρας διώρισεν ο Άγιος και έγινε Σύναξις κοινή και λιτανεία με τας αγίας Εικόνας και μετά την λιτανείαν έκαμε και διδαχήν περί ομονοίας και ειρήνης, ύστερον δε ελειτούργησε και την αναίμακτον θυσίαν, δια να αγιάση και με αυτήν τον λαόν. Κατά την θείαν ταύτην Λειτουργίαν, θέλων ο πανάγαθος Θεός να δοξάση τον πιστόν δούλον του ωκονόμησε και το εξής θαύμα. Ο προρρηθείς Ιερεύς, ο ορφανοτρόφος, είχεν παιδίον αρσενικόν, το οποίον έπασχεν από σεληνιασμόν και εις εκάστην περίοδον κρίσεως το εταλαιπώρει αφάνταστα. Εις την Λειτουργίαν λοιπόν εκείνην συνελειτούργει και ο πατήρ του παιδίου με τον Άγιον, τον παρεκάλεσε δε να κοινωνήση ο ίδιος με τας χείρας του το πάσχον παιδίον, ευθύς δε ως το εκοινώνησεν, έφυγεν απ’ αυτού η ασθένεια και έμεινεν εις το εξής ελεύθερον το παιδίον δοξάζον τον Θεόν. Μετά ταύτα συνάξας ο Άγιος όλον το ιερατείον, παρέστησεν εις αυτούς πόσον μέγα είναι το ύψος της Ιερωσύνης. Αλλά και πάντοτε δεν έπαυεν από του να διδάσκη επ’ Εκκλησίας και κατ’ ιδίαν ένα έκαστον και όλους σχεδόν με την διδασκαλίαν του και μάλιστα με το καλόν αυτού παράδειγμα τους ωδήγει προς σωτηρίαν. Επειδή δε οι ομόφρονες του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου δεν έπαυον από του να ταράσσουν πάλιν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, δια τούτο ο βασιλεύς μετά του Πατριάρχου αποφασίζουν να συγκροτήσουν πάλιν Σύνοδον εις την βασιλεύουσαν, δια να εξετασθούν απ’ αρχής εκείνα τα οποία έλεγον εκείνοι, καθότι τούτο εζήτουν και εκείνοι καθ’ εκάστην. Και λοιπόν προ των άλλων ζητείται ο θείος Γρηγόριος ο και όλων των άλλων αξιώτερος· όθεν προσκληθείς με γράμματα βασιλικά και πατριαρχικά ανέβη εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν λοιπόν συνεκροτήθη η Σύνοδος, ήτις ήτο άκρως λαμπρά και μεγάλη, παρακινηθείς πολύ ο Άγιος από τον βασιλέα και από την Σύνοδον, εκήρυξεν ενώπιον όλης της Συνόδου τα Ορθόδοξα δόγματα της Πίστεως με λόγους και συγγράμματα και θαυμαστάς δημηγορίας, μετά δε το τέλος της Συνόδου επέστρεψε το συντομώτερον εις το ποίμνιόν του. Όμως και πάλιν του εμποδίζεται η είσοδος εις την Θεσσαλονίκην, όχι πλέον από τους επαρχιώτας του, αλλά από τον Ιωάννην τον Παλαιολόγον, όστις διέτριβε τότε εκεί. Εξ ανάγκης λοιπόν κατέφυγεν εις το Άγιον Όρος, αλλ’ ύστερον από τρεις μήνας προσεκλήθη από τον ίδιον Ιωάννην και επέστρεψε και πάλιν εις την επαρχίαν του, την οποίαν εποίμανε και ωφέλει ψυχικά και σωματικά. Κατά τον καιρόν εκείνον επήγεν εις τι γυναικείον Μοναστήριον, δια να εορτάση το Γενέσιον της Θεοτόκου, εν ώρα δε της θείας Ιερουργίας Μοναχή τις, Ελεοδώρα το όνομα (η οποία είχε τυφλωθή από τον ένα οφθαλμόν τότε προ ολίγων ημερών), επλησίασε κρυφίως όσον ηδύνατο ως η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και κρατήσασα την αρχιερατικήν αυτού στολήν, την ήγγισεν εις τον πάσχοντα οφθαλμόν της και παρευθύς έλαβε θαυμασίως την θεραπείαν της. Διελθών δε ένα έτος εις την επαρχίαν του περιέπεσεν εις δεινήν και πολυήμερον ασθένειαν, επειδή εταλαιπωρήθη υπερβαλλόντως το σώμα του από τους ακαταπαύστους κόπους, τους πολλούς πειρασμούς και από τας συχνάς αποδημίας. Όθεν άπαντες τον απεφάσισαν δια θάνατον, ο πανάγαθος όμως Θεός τού εχάρισε πάλιν άνωθεν ανελπίστως την ζωήν, διότι τον ητοίμαζεν δια νέους αγώνας και πορείας και παλαίσματα ως γενναίον αθλητήν. Είχε δε ακόμη ο Άγιος υπολείμματα της ασθενείας, ότε ηναγκάσθη από πολλάς και σφοδράς παρακλήσεις του βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου να αναβή πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να μεσιτεύση προς τον πενθερόν του τον βασιλέα Ιωάννην Κατακουζηνόν να τους ειρηνεύση εις τας αλληλομαχίας, τας οποίας είχον, και ένεκα των οποίων διέτριβεν εις την Θεσσαλονίκην. Αλλ’ ο Θεός άνωθεν, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, τον έστειλεν εις άλλην υπηρεσίαν. Διότι πηγαίνων εις την Κωνσταντινούπολιν ηχμαλωτίσθη από τους Οθωμανούς Τούρκους, και ούτω ωδηγήθη παρ’ αυτών ως δούλος εις την Ασίαν, εις την οποίαν όμως αυτός εφάνη Ευαγγελιστής και κήρυξ της Πίστεως εις τους εκεί υποδούλους Χριστιανούς, δια να τους στηρίξη με την διδασκαλίαν του. Πόσας δε και οποίου είδους διαλέξεις έκαμε με τους Τούρκους υπέρ ευσεβείας εις την Προύσαν και εις την Νίκαιαν, και πως με αυτάς έφραξε τα στόματά των και με ποίας άλλας διδασκαλίας εστερέωσε τους εκεί Χριστιανούς, τις δύναται να διηγηθή; Μετά δε παρέλευσιν ενός ολοκλήρου έτους, εκίνησεν ο Θεός Σέρβους τινάς, καλής προαιρέσεως ανθρώπους, οίτινες με προθυμίαν πολλήν έδωκαν αργύρια και ηλευθέρωσαν τον Άγιον. Θαύμα δε πάλιν εξαίσιον ηκολούθησε καθ’ ον χρόνον το πλοίον, εις το οποίον ήτο ο Άγιος, εισήρχετο εις τους λιμένας της Κωνσταντινουπόλεως δια να προσορμισθή. Ηκούοντο τότε εις τον αέρα ήχοι και ψαλμωδίαι θαυμάσιαι, ωσάν να ήρχοντο από το μέρος του πλοίου, ηννόησαν δε οι ακούοντες ότι αι μελωδίαι εκείναι δεν ήσαν εξ ανθρώπων αλλ’ εξ ουρανίων Αγγέλων, οίτινες συνώδευον αοράτως τον Άγιον, όστις αφού διέτριψεν επ’ ολίγον εις την βασιλεύουσαν, επέστρεψε τελευταίον και εις την ιδικήν του επαρχίαν. Ευρών δε αυτήν διψασμένην και από διδασκαλίαν και από ανομβρίαν, την επότισε θαυμασίως και κατά τα δύο. Είχε δε ο Άγιος φίλον ευλαβή τινά Ιερομόναχον, Πορφύριον ονομαζόμενον, νύκτα δε τινά κατά την οποίαν έψαλλον την εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, κατέλαβεν αυτόν πόνος τις εις την αριστεράν πλευράν τόσον σφοδρός, ώστε ούτε να κατακλιθή εις στρωμνήν δεν ηδύνατο. Επειδή δε επήγε και ο Άγιος να λειτουργήση, επλησίασεν εις αυτόν ο Πορφύριος και τον παρεκάλει θερμώς ζητών θεραπείαν. Ο δε Άγιος θέσας την χείρα του σταυροειδώς εις την πλευράν του και λέγων με κατάνυξιν και συντριβήν το τροπάριον εκείνο «Σταυρούμενος, Δέσποτα» κ.τ.λ. και το «Ιάσαι σε ο Χριστός», ω του θαύματος! ηλευθερώθη ο πάσχων από τον πικρόν εκείνον πόνον και επέστρεψεν υγιής εις το κελλίον του. Άλλην φοράν πάλιν ο αυτός Πορφύριος έπαθεν έμφραγμα εις τον λαιμόν τόσον κακόν, ώστε ούτε ολίγον καν ύδωρ δεν ηδύνατο να διέλθη απ’ αυτού επί οκτώ ημερόνυκτα και εκινδύνευεν εις θάνατον. Σταυρώσας δε το μέρος εκείνο με την ιεράν του δεξιάν ο μέγας Γρηγόριος, και λέγων μετά δακρύων προς τον Χριστόν το τροπάριον· «Παθών αμέτοχος συ διέμεινας» κ.τ.λ. τον εθεράπευσε παραδόξως. Και παιδίον χρυσοκεντητού τινός, πέντε ετών την ηλικίαν, έπασχεν επί δεκαπέντε μήνας από δεινήν αιμόρροιαν και ουδείς ηδυνήθη να το θεραπεύση. Όθεν ήτο αποφασισμένον δια θάνατον. Σφραγίσας δε αυτό ο Άγιος με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού και νοερώς προσευξάμενος το ιάτρευσε και το απέδωκεν υγιές εις τους γονείς του. Αλλ’ επειδή και αυτός άνθρωπος ήτο, και έπρεπε να πληρώση το κοινόν χρέος, δια τούτο αφού παρήλθον τρεις χρόνοι από της τελευταίας επιστροφής του εκ Κωνσταντινουπόλεως ησθένησε και έπεσεν εις την κλίνην και τότε διδάσκων ικανώς τους παρόντας προείπε το τέλος του, φανερώνων ρητώς προ πολλών ημερών και αυτήν την ημέραν, κατά την οποίαν έμελλε να τελειώση. Διότι είπε προς τους φίλους του, ότι θέλει έλθει το τέλος του ύστερα από την εορτήν του Χρυσοστόμου, τη δεκάτη Τετάρτη δηλαδή του Νοεμβρίου μηνός· διότι εφάνη εις αυτόν εν οράματι ο θείος Χρυσόστομος και τον εκάλει προς αυτόν ως ομότροπόν του και αγαπητόν και συγκάτοικον. Όταν δε ο του Θεού Αρχιερεύς έπνεε τα λοίσθια και εβάδιζε με όλην την προσοχήν τον δρόμον του προς τα ουράνια, έλεγε τι με αδύνατον φωνήν, οι δε παρόντες προσηλώσαντες την προσοχήν των να ακούσουν τι έλεγεν, άλλο δεν ήκουσαν, ειμή μόνον τα ακόλουθα ιερά λόγια: «Τα επουράνια εις τα επουράνια»· αυτά δε έλεγεν ακατάπαυστα, έως ου η θεία και υπερουράνιος Χάρις, ήτις κατώκει εις την ουράνιον εκείνην ψυχήν, διεχώρισεν αυτήν από το ομότροπον αυτής σώμα κατά την ιδ΄ (14ην) Νοεμβρίου του έτους ατνθ΄ (1359). Υπήρξε δε η όλη ζωή τού θαυμασίου Γρηγορίου χρόνοι εξήκοντα τρεις, από τους οποίους δώδεκα και μήνας εξ εποίμανεν αρχιερατικώς την Εκκλησίαν του Θεού. Αφού δε η μακαρία αυτού ψυχή εξήλθε του σώματος η παντουργός Χάρις του Αγίου Πνεύματος εφανέρωσεν εξαισίως και εις τους έξω την εσωτερικήν λαμπρότητα της ψυχής του, επειδή φως πολύ και παράδοξον εγέμισε το κελλίον εκείνο, εις το οποίον εκείτετο το ιερόν του Αγίου Λείψανον· συγχρόνως έλαμψε και το πρόσωπόν του, παρ’ όλον ότι ήτο στυγνότατον και κατάξηρον ακόμη και προ της νεκρώσεως αυτού. Της υπερουσίου δε αυτής λαμπρότητος του προσώπου του Αγίου παρέστησαν μάρτυρες όλοι σχεδόν οι άνθρωποι της πόλεως, οι οποίοι συνέδραμον τότε κατά τον ενταφιασμόν του ιερού εκείνου Λειψάνου. Έμεινε δε αχώριστος από τον Άγιον και από του ιερού αυτού Λειψάνου η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, και εις το εξής ανέδειξε τον ιερόν τάφον του θείου φωτός κατοικητήριον και θαυμάτων πηγήν και βρύσιν ιερών χαρισμάτων και κοινόν ιατρείον αδάπανον. Όθεν και Θαυματουργός επωνομάσθη, και είναι τη αληθεία θαυματουργός. Επιθυμητόν δε πράγμα είναι εις εμέ να διηγηθώ τα θαύματα, τα οποία έκαμεν ο Άγιος εις πολλούς. Επειδή όμως τούτο είναι δύσκολον και δια το πλήθος των θαυμάτων και δια την στενότητα του καιρού, δια τούτο παρατρέχω εκείνα τα οποία ενήργησε παραδόξως μετά θάνατον, τα οποία είναι γεγραμμένα εις την ιδίαν αυτού φυλλάδα και όστις ποθεί ας τα αναγνώση εκεί· διηγούμαι δε εδώ εν συντομία εν μόνον θείον θαύμα νέον, όπερ έκαμε, δια του οποίου αυτός μεν αποδεικνύεται όντως Άγιος, δεδοξάσμένος παρά Θεού, η δε μήτηρ ημών Αγία Ανατολική Εκκλησία, ήτις τον δοξάζει και τον εορτάζει ως Άγιον, αποδεικνύεται και αυτή θεία και Αγία και απαράτρεπτος, και ακούσατε αυτό με προσοχήν. Επειδή οι Λατίνοι κατηγορούν την Αγίαν Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν ημών λέγοντες, ότι αφ’ ότου απεχωρίσθη από την Δυτικήν, ήτοι την Φράγκικην Εκκλησίαν, δεν ανέδειξε πλέον ουδένα Άγιον νέον, ούτε θαύματα έχει πλέον, δια τούτο θέλων ο ιερός Νεκτάριος, όστις εχρημάτισε Πατριάρχης Ιεροσολύμων κατά τα μέσα του ιζ΄ (17ου) από Χριστού αιώνος (1660 – 1669), θέλων, λέγω, αυτός ο διάπυρος ζηλωτής της αληθείας να φράξη τα απύλωτα στόματα των Λατίνων και να τους αποδείξη ψεύστας και συκοφάντας απαριθμεί πολλούς νέους Αγίους της Ανατολικής Εκκλησίας, οι οποίοι διέλαμψαν μετά το σχίσμα και διηγείται πολλά και παράδοξα νέα θαύματα. Λέγει λοιπόν και δια τον Άγιον Γρηγόριον, τον σήμερον εορταζόμενον και το εξής φοβερόν θαυμάσιον. Εις την νήσον Θήραν, την κοινώς λεγομένην Σαντορίνην, κατά την ημέραν της μνήμης του Αγίου τούτου, ήτοι κατά την παρούσαν δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, Λατίνοι τινές έπλεον δια πλοιαρίου χάριν αναψυχής ή μάλλον, καθώς λέγει ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εις το ίδιον τούτο θαύμα, οι Λατίνοι έβαλαν επί ταυτού παίδας τινάς εντός λάμβου και έπλεον, κτυπώντες δε τας χείρας των έλεγον· «Ανάθεμα τον Παλαμάν· αν είναι ο Παλαμάς Άγιος, ας κάμη να πνιγούμεν». Αυτά εβλασφήμουν τα Φραγκόπουλα, και ω του παραδόξου θαύματος αδελφοί! Ω της Αγιότητος και της προς Θεόν παρρησίας του θείου Γρηγορίου! Την ιδίαν ώραν κατά την οποίαν εβλασφήμουν, χωρίς καμμίαν ταραχήν της θαλάσσης, μάλιστα εις καιρόν γαλήνης, κατεποντίσθη το πλοιάριον ομού με όλους εκείνους, οίτινες ήσαν εντός αυτού, κατά την βλασφημίαν την οποίαν έλεγον· «Αν είναι Άγιος, ας μας πνίξη». Και τα μεν σώματα των βλασφήμων εκείνων εβυθίσθησαν εις την θάλασσαν, αι δε μιαραί αυτών ψυχαί εβυθίσθησαν εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως· ούτως εβεβαιώθη η αγιότης του θείου Γρηγορίου και εθαυμαστώθη ο Θεός, ο θαυμαστός εν τοις Αγίοις Αυτού· Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: