ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΚΟΙΜΗΘΕΝΤΑΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΔΕΛΦΟΥΣ

(Του Αγίου Αναστασίου του Σιναϊτου Αρχιεπισκόπου Σινά  -  Αναγινωσκόμενος τω Σαββάτω των ψυχών)                                  

Τι τούτο σήμερον, αγαπητοί, σπουδαίως ομού εσυνάχθημεν; Διότι εκάλεσαν ημάς οι προς Χριστόν καλεσθέντες αδελφοί· διο και προσέλθωμεν προς Χριστού υμνωδίαν, ότι ανέστησαν ημάς, ίνα ποιήσωμεν δοξολογίαν επί της γης, οι μετά Αγγέλων δοξολογούντες εν ουρανοίς· και χορούς συνέστησαν, και τράπεζαν ημίν πνευματικήν παρέθεσαν οι της τρυφής του Παραδείσου χορταζόμενοι, οι της εκείσε εμπεπλησμένοι αναπαύσεώς τε και παρακλήσεως και φώτα ήναψαν, οι τας εαυτών καρδίας φωτίσαντες και προς το φως το άδυτον δραμόντες. Διότι έλαβον από ημάς τους Οσίους οι προς Χριστόν Όσιοι, μετέστησαν από ημάς οι ποτέ μεθ’ ημών ευρισκόμενοι· μετεστάθησαν από ημάς οι καλώς προς Θεόν εμπορευσάμενοι· αφήκαν ημάς ορφανούς και απήλθον προς την πατρίδα αυτών· αφήκαν την φθοράν και προς την αφθαρσίαν ανήλθον· έλειψαν εκ του κόσμου και προς τον Χριστόν ανέτειλαν· εξήλθον εκ της του κόσμου ματαίας ζωής και εκατοίκησαν εις την άνω Ιερουσαλήμ· αφήκαν την του βίου ματαιότητα και έφθασαν εις την άνω μακαριότητα· αφήκαν τας ματαίας συγχύσεις και ώδευσαν εις τόπους ειρηνικούς· εξήλθον εκ του χειμώνος και της τρικυμίας του κόσμου και προσωρμίσθησαν εις τους γαληνούς λιμένας· αφήκαν την του κόσμου ματαίαν σκιάν και προς τον Ήλιον της δικαιοσύνης ευθέως ανέδραμον.

Διότι και όταν ήσαν μεθ’ ημών, ως μη υπάρχοντες μεθ’ ημών τον νουν είχον πάντοτε προς τον Θεόν· και ευρισκόμενοι εις την γην, το πολίτευμα είχον εις τους ουρανούς· και ζώντες εν σαρκί, δεν ήσαν εν σαρκί. Διότι δεν είχον ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την άνω Ιερουσαλήμ· δεν είχον ώδε πρόσκαιρον πλούτον, αλλά τον ουράνιον πλούτον. Ξένοι και παρεπίδημοι ήσαν, καθώς πάντες οι Πατέρες αυτών· ξένοι των του κόσμου πραγμάτων, ότι την ψυχήν αυτών πάντοτε κατεστόλιζαν, τα άνω φρονούντες, τα άνω σκοπεύοντες· τας εκεί μονάς, τας εκεί κατοικίας, τα εκεί κάλλη επιθυμούντες· τας άνω χοροστασίας, τας άνω υμνωδίας, τας εκεί εορτάς και αιώνια αγαθά και Θεού χαρίσματα. Προς εκείνα εσκόπευον, προς εκείνα έτρεχον, δια τούτο και έτυχον. Εκοπίασαν, διο και εισήλθον εις την φωτεινήν του Νυμφώνος κατοικίαν. Επόνεσαν, διο και ευφραίνονται· δεν ημέλησαν, δια τούτο και αναπαύονται· εφρόνησαν, ότι των του κόσμου πραγμάτων κατεφρόνησαν. Εξήλθον εκ του κόσμου και απήλθον την καλήν οδόν και θεάρεστον· εξήλθον και απήλθον εις την χώραν την αγίαν και αιώνιον· εξήλθον έξαφνα, επετάσθησαν ως χελιδόνες καλλίφωνοι· επετάσθησαν ως τρυγόνες ερημικαί και καθαρώταται· εχωρίσθησαν της ποίμνης ημών ως αρνία καθαρά. Μετέστησαν της μάνδρας και στενάζουσι τα πρόβατα· αφήκαν την φωλεάν ημών και βοώμεν ως μικρά αυτών πουλία. Εχωρίσθη το μέλος και λυπούνται τα λοιπά μέλη. Δακρύομεν, ότι της συνοδείας σας εχωρίσθημεν. Στενάζομεν ότι τους χαρακτήρας σας δεν βλέπομεν. Οδυνώμεθα, ότι ούτως έξαφνα αρπαζόμεθα. Οδυρόμεθα, ότι και ημείς ταχεως απερχόμεθα. Λυπούμεθα, ότι της αρετής σας ενθυμούμεθα. Τους οφθαλμούς περιστρέφομεν, και την αγάπην σας δεν βλέπομεν. Δακρύομεν, ότι και τα ζώα δακρύουσιν επί τω χωρισμώ των ομοφύλων αυτών. Οδυρόμεθα, ότι και οι βόες μουγγρίζουν εκζητούντες τους ομοζύγους αυτών· και χελιδόνες βοώσιν αρπαζομένων των πουλίων αυτών· και άρνες κράζουσι, χωριζομένων των αδελφών αυτών. Ό,τι εάν και εις σας εις συμφέρον ο θάνατος εγένετο, αλλά εις ημάς λύπην εποιήσατο. Το ιδικόν σας μαρτύριον έγινεν εις σας επιθυμητόν, αλλά εις ημάς έγινε θλίψις. «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων αυτού» (Ψαλμ. ριε: 6) και «θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψαλμ. λγ:22). Διο και έλεγεν ο Προφήτης· «ίνα τι φοβούμαι εν ημέρα πονηρά; Η ανομία της πτέρνης μου κυκλώσει με» (Ψαλμ. μη: 6). Ότι έρχεται ημέρα και ώρα, αδελφοί· έρχεται και δεν θέλει λείψει· όταν αφήση ο άνθρωπος πάντα και πάντας, και απέλθη μόνος και μεμονωμένος, γυμνός και αβοήθητος, ασυνόδευτος και ανέτοιμος και απαρρησίαστος. Ουαί τότε εις αυτόν, εάν τότε εις αμέλειαν ευρεθή εις ημέραν, όπου δεν γινώσκει, και ώραν όπου δεν περιμένει· εις όσον χαίρεται και θησαυρίζει, εις όσον ευημερεί και δεν μεριμνά δια την ψυχήν αυτού. Έρχεται έξαφνα μία ώρα, αδελφοί, και όλα παύουσι· μικρός πυρετός και πόνος, και όλα εις ουδέν λογισθήσονται· μία νυξ βαθεία και σκοτεινή και οδυνηρά, και φέρεται ως κατάδικος εκεί όπου τον υπάγωσι. Πολλών σοι, άνθρωπε, των οδηγών η ανάγκη, πολλών σοι των βοηθών και ευχών εν τη ώρα εκείνη του χωρισμού της ψυχής σου. Μέγας τότε ο φόβος και ο τρόπος, μέγα το μυστήριον και η περίστασις· μεγάλη η διάβασις προς εκείνον τον κόσμον. Διότι, εάν εις ξένην χώραν απερχόμενοι έχομεν ανάγκην οδηγών, πόσον περισσότερον έχομεν ανάγκην τούτων, όταν υπάγωμεν εις τον απέραντον αιώνα, εκ του οποίου ουδείς επέστρεψεν; Πολλών σοι, λοιπόν, τότε των βοηθών η ανάγκη εν εκείνη τη ώρα. Η μόνη ώρα, και ουχί άλλη ώρα· η μόνη γέφυρα, και πέραμα έτερον μη έχουσα· το πάντων τέλος, και ο πάντων φόρος. Σκληρόν το πέραμα, αλλά όλοι δι’ αυτού απερχόμεθα· στενή και τεθλιμμένη η οδός, αλλά πάντες δι’ αυτής διερχόμεθα. Πικρόν και δεινόν το ποτήριον, αλλά πάντες αυτό και ουχί άλλο πίνομεν. Μέγα και ανεκδιήγητον το του θανάτου μυστήριον, και ουδείς δύναται να το διηγηθή εις ημάς· ότι φρικτά και φοβερά είναι εκείνα τα οποία τότε βλέπει η ψυχή, αλλά ουδείς από ημάς ταύτα γνωρίζει, ειμή μόνον εκείνοι οι απερχόμενοι. Δεν βλέπεις, ειπέ μοι, οπόταν προς τελευτώντας Αδελφούς και ψυχορραγούντας παρακαθήμεθα, ποία φοβερά βλέπομεν τότε γινόμενα; Πως ταράσσονται και στενάζουσι; Πως ιδρώνουσι ψυχρόν και πικρόν ιδρώτα, όπως οι θερισταί όταν θερίζουσι; Πως τους οφθαλμούς περιστρέφουσιν εδώ και εκεί; Πως μερικοί τρίζουσι τους οδόντας και τρομάσσουν; Πως ταράσσονται και τας τρίχας αυτών ανασπώσι; Πως εκ της κλίνης σηκώνονται, και θέλοντες να φύγουν δεν δύνανται, διότι βλέπουσιν εκείνα, όπου ουδέποτε είδον, και ακούουσιν εκείνα, όπου ουδέποτε ήκουσαν, και παθαίνουσιν εκείνο, όπου ουδέποτε έπαθον; Ζητούσι τον λυτρούμενον και ουδείς λυτρώνει αυτούς· ζητούσι τον συνοδεύοντα και ουδείς ο συνοδεύων· παρακαλούσι, και ουδείς ο τολνών· τους οποίους βλέποντες ημείς θρηνούμεν και κλαίομεν, και κρατούντες τας χείρας αυτών και ασπαζόμενοι βρέχομεν δια των δακρύων μας και σφογγίζομεν τον ιδρώτα του προσώπου αυτών και τους οφθαλμούς ασπαζόμεθα, την δε γλώσσαν φλεγομένην δροσίζομεν δι’ ύδατος· τα ωτία ημών πλησιάζοντες ίνα των μικρών λογίων αυτών ακούσωμεν, είτα και ερωτώμεν αυτούς λέγοντες· «Πως βλέπεις σεαυτόν, αδελφέ; Μη φοβού, ότι φιλάνθρωπος είναι ο Θεός». Ταύτα προς αυτούς λέγοντες, και τα στήθη δια των δακρύων βρέχομεν, και την καρδίαν κατακαιόμεθα, ότε ταύτα λέγομεν. Δεν υπάρχει εις ημάς τότε έρως πονηρός, δεν υπάρχει τότε φροντίς χρημάτων και φαγητών. Αλλά βλέποντες το μέγα του θανάτου Μυστήριον, τρέμομεν, και τας κεφαλάς ημών κινούμεν και το όμμα στυγνάζοντες, εαυτούς ταλανίζομεν, ουαί, ουαί εις ημάς, λέγοντες, οπόταν προς ημάς αποτεινόμενος ο απερχόμενος, όλους ημάς αποχαιρετά και λέγει· «Υγιαίνετε, αδελφοί μου καλοί, υγιαίνετε, και υπέρ εμού κατά την ώραν ταύτην  αναστάντες προσεύξασθε· ότι εις οδόν νυν μακράν απέρχομαι, εις την οποίαν ουδέποτε επεριπάτησα· και εις χώραν ξένην, όπου ουδείς εκεί με γνωρίζει· και εις κόσμον φοβερόν, εκ του οποίου ουδείς επέστρεψε. Λοιπόν σώζεσθε, αγαπητοί αδελφοί και φίλοι, ότι εγώ πλέον δεν είμαι φίλος, αλλά ξένος· σώζου, καλή μου συνοδεία, όχι όμως πλέον ιδικήν μου συνοδεία, αλλά θρηνωδία. Σώζεσθε πάντες, και δεύτε ετοιμάζεσθε· διότι αναμένομέν σας εκεί, ίνα έλθετε, εγώ δε πλέον δεν έρχομαι προς εσάς. Ό,τι εγνωρίσαμεν, και ό,τι επράξαμεν, απολαμβάνομεν. Φέρομαι, και δεν γνωρίζω που απέρχομαι, ήδη ό,τι αγαθόν έπραξα, τούτο και θέλει με απαντήσει μοι· ό,τι δε και αν επί της γης εθησαύρισα, τούτο είναι το όφελός μου· εάν τινα ηλέησα, κατ’ αυτήν την ώραν θέλω ελεηθή· εάν τινα εσκέπασα, τώρα θέλω σκεπασθή· ότι βαρεία και πικρά είναι αύτη η ώρα του χωρισμού της ψυχής μου υπέρ πάσαν ώραν· ότι ανέτοιμος επάρθηκα· σκοτεινή είναι δι’ εμέ η παρούσα νυξ· ότι άκαρπος εκόπηκα, βαρεία είναι η απολογία, την οποίαν μέλλει να δώσω. Δάκρυα δεν έχω, και παρακαλώ σας δακρύσατε επ’ εμοί· συμπαθήσατε και προσεύξασθε προς Κύριον, ίνα εύρω εκεί μικράν άνεσιν· ίνα λάβω εκεί μικρόν έλεος ότι πολλά ήμαρτον. Και τι δι’ εμέ κηρία ανάπτετε, αδελφοί, εφ’ όσον εγώ την λαμπάδα της ψυχής μου δεν ήναψα; Τι δε με ενδύματα λαμπρά ενδύετε; Εφ’ όσον εγώ ένδυμα γάμου δια τον εαυτόν μου δεν ητοίμασα; Τι δε και με ύδωρ το σώμα μου πλύνετε, εφ’ όσον εγώ δεν έπλυνα τον εαυτόν μου δια του των δακρύων ύδατος; Τι δε και εις τάφον μετά Οσίων με κατατίθετε, των οποίων τον βίον και τον τρόπον δεν έπραξα; Οίμοι πως εμαυτόν επλάνησα, και ενέπαιξα λέγων· όσον είμαι νέος, απολαύσω της του κόσμου χαράς, θεραπεύσω μου την σάρκα, και εν υστέροις μετανοώ, ότι ο Θεός φιλάνθρωπος ων, πάντως ποιήσει μου την συγχώρησιν. Ταύτα εννοών καθ’ ημέραν, την ζωήν μου κακώς εδαπάνησα· εδιδασκόμην, και δεν επρόσεχον· ερμηνευόμην, και κατεγέλων· ήκουα των Γραφών, και ως μη ακούων εποίουν· ήκουον περί κρίσεως και θανάτου, και ως αθάνατος και αιώνιος κατεφρόνουν. Και ιδού ανέτοιμος απέρχομαι, και ουδείς ο βοηθών· ιδού δέομαι, και ουδείς ο εισακούων· ιδού καταδικάζομαι, και ουδείς ο λυτρούμενος. Δικαία η κρίσις του Θεού· ποσάκις απεφάσιζα να μετανοήσω, και πάλιν χειρότερον έπραττον· ποσάκις με ελέησεν, εγώ δε παρώργιζα. Ταύτα πολλάκις του τελευτώντος προς ημάς διαλεγομένου, έξαφνα δένεται η γλώσσα αυτού, αλλοιούνται οι οφθαλμοί, χάνεται ο νους, σιγά το στόμα, κωλύεται η φωνή. Οπόταν αι Δεσποτικαί Δυνάμεις έλθωσιν. Όταν αι φοβεραί Στρατιαί φθάσωσι και καλώσι την ψυχήν εκ του σώματος, όταν οι απαρακάλεστοι υπηρέται εις το Κριτήριον βιαίως αποφέρωνται, εμβλέψας προς αυτούς ο ταλαίπωρος άνθρωπος, ή βασιλεύς είναι, ή δυνάστης και τύραννος, ή κοσμοκράτωρ, όλος τρέμει ως φύλλον, υπό ανέμου, όλος σπαράσσεται και εξίσταται, βλέπων Δυνάμεις φοβεράς και μορφάς ξένας και δυνατάς, βλέπων πρόσωπα τρομακτικά και αυστηρά, βλέπων τάξιν, την οποίαν ουδέποτε είδε και προς εαυτόν εννοών λέγει· «Ευλογητός ο μόνος αθάνατος και αιώνιος Βασιλεύς. Τι είναι προς ταύτα τα βασίλεια, η επίγειος βασιλεία; Τι είναι η εξουσία των ανθρώπων η ματαία και απάνθρωπος; Ιδού αληθώς Στρατιαί αι ουράνιαι· ιδού μορφαί φοβεραί του μόνου φοβερού· ιδού υπηρέται δυνατοί του μόνου δυνατού Θεού. Ταύτα ο τότε φερόμενος βλέπων μόνον, προς ημάς πλέον δεν ατενίζει, αλλά προς τας Δυνάμεις όπου τον κράζουσι βλέπει και εξίσταται. Ίσως δε και τινας δεήσεις υποψιθυρίζων, καθώς η γλώσσα δύναται, παρακαλεί αυτούς· από των οποίων λογίων και σχημάτων πολλάκις οι παραστεκόμενοι νοούμεν ότι τας Δεσποτικάς Δυνάμεις βλέπει και όλοι περίτρομοι γενόμενοι φρίττομεν και νεύματα προς αλλήλους ποιούντες λέγομεν· «Ησυχάσατε παρακαλώ, ησυχάσατε, και τον κατακείμενον μη ενοχλήσετε· σιωπήσατε και μη ομιλείτε, ίνα μη αυτόν θορυβήσετε· μη θρηνήσετε, ίνα μη αυτόν ταράξετε. Προσεύξασθε, ίνα μετά ειρήνης η ψυχή αυτού εξέλθη· δεήθητε ίνα τόπον ανέσεως λάβη· προσεύξασθε, ίνα φιλανθρώπους Αγγέλους έχη· προσπέσατε, ίνα εν ημερότητι τον Δεσπότην εύρη· ευωδίαν θυμιάσατε, ότι Αγγελικήν παρουσίαν είδε· παρακαλέσατε, ότι εις μέγαν κόπον τώρα παραστέκεται· προσέξατε, ότι και σεις τούτο μέλλει να πάθετε· εμβλέψατε και του Μυστηρίου τούτου μη αστοχήσετε, αλλά περί της ώρας ταύτης φροντίσατε. Διότι τι είναι ο άνθρωπος; Ουδέν· σκώληξ, τέφρα, σκιά και όνειρον. Ίδε, διέβη και απήλθεν, έπαυσε και κατεσίγησεν εκείνος ο πολύς, ο ανδρειωμένος, ο τύραννος, ο δυνάστης, ο υψηλός, ο εις πάντας φοβερός κείται ως πρόβατον. Ίδε, απήλθε και παρήλθεν, ο φανείς ως μη φανείς· ο δένων εδέθη και ιδού τον υπάγουσιν· «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτών» (Ψαλμ. ρμε: 4). Τότε παραλαβόντες οι Άγγελοι την ψυχήν, δια του αέρος απέρχονται, εν ω καθ’ οδόν ίστανται αρχαί και εξουσίαι, και οι κοσμοκράτορες των εναντίων δυνάμεων· οι πικροί ημών κατήγοροι, οι σκληροί τελώναι και λογοθέται και φορολόγοι εν τω αέρι συναπαντώντες, λογοθετούντες, εξετάζοντες, αναφέροντες τα του ανθρώπου αμαρτήματα και επιδεικνύοντες τα χειρόγραφα, δια τα εν νεότητι και εν τω γήρει, τα εκούσια και τα ακούσια, τα δι’ έργων και λόγων και ενθυμήσεων πραχθέντα. Πολύς τότε εκεί ο φόβος και ο τρόμος της αθλίας ψυχής· αδιήγητος η ανάγκη, την οποίαν έχει τότε υπό του πλήθους των μυριάδων εχθρών αυτής, κρατουμένη, συκοφαντουμένη, εμποδιζομένη, ίνα μη προς ουρανούς ανέλθη, ίνα μη εν φωτί και χώρα ζώντων κατοικήση. Και η μεν ψυχή αποφέρεται υπό των Αγίων Αγγέλων, ημείς δε το θνητόν σώμα κηδεύσαντες, και ως ξένον εκ του οίκου αυτού εκβάλλοντες προς τάφον σπουδαίως τότε το φέρομεν. Και εκεί βλέπομεν άλλο μέγα και φοβερώτατον Μυστήριον, κατανοούντες τους νεκρούς, τους βασιλείς και ιδιώτας, τους τυράννους και δούλους, όλους εις χώμα γενομένους, ως κονιορτός και δυσωδία, ως μία σαπρία και σκώληξ. Ως ο μαύρος αράπης, ούτω και ο εύμορφος· ως ο νέος, ούτω και ο γέρων· ως ο παράλυτος, ούτω και ο δυνατός· όλοι ένας κονιορτός γενόμενοι, ότι γη είναι, και εις γην υπάγουν (Γεν. γ: 19), τους οποίους πολλάκις βλέπομεν κατακειμένους εις τους τάφους, και υποδεικνύομεν προς αλλήλους με το δάκτυλον, λέγοντες· «Ίδε ο δείνα και ο δείνα. Ούτος είναι ο δείνας βασιλεύς, ούτος ο δείνας τύραννος και ούτος ο δείνας στρατηγός. Ούτος ο του δείνος έγγονος, και αύτη του δείνος η θυγάτηρ· αύτη η ποτέ φανταζομένη κόρη, και ούτος ο ποτέ στολιζόμενος νεανίας». Ταύτα πολλάκις μετά στεναγμού λέγομεν εις τους τάφους και δακρύομεν, και βλέπομεν το μέγα Μυστήριον, ότι πάσα ηλικία εκεί κατελύθη· πας οφθαλμός εκεί εσβέσθη, παν καλλίφωνον στόμα εκεί εφράγη· πάσα γλώσσα γοργή εκεί εσίγησεν· πάσα εύμορφη ηλικία εκεί συνετρίβη· πάσα αρχή των αρχόντων εκεί έπαυσεν· εκεί κατέπαυσε πας ο μάταιος κόπος και μόχθος των ανθρώπων. Ομιλούμεν και ουδείς ο προσέχων· εξ ονόματος κράζομεν τους κεκοιμημένους λέγοντες· «Που απήλθετε, αδελφοί ημών, και πως ευρίσκεσθε; Δότε εις ημάς απόκρισιν καθώς ωμιλείτε ποτέ, εσείς οι εξ ημών τον κόσμον αφήσαντες. Εκάθησεν η ψυχή εις τον τόπον αυτής, ως της έπρεπε κατά την τάξιν αυτής και την αξίαν; Ειπέτε ακόμη εις ημάς αύτη η προ των οφθαλμών ημών εν τω τάφω κειμένη κόνις, αύτη η δυσωδία και τα οστά και τα σώματα, τα οποία κείνται εδώ, είναι εκείνων των νέων και νεανίδων, όπου ηγαπούσατε ποτέ; Αύτη είναι η σάρξ εκείνη όπου ενηγκαλίζεσθε τότε και ακολάστως εφιλείτε; Ούτος ο βρώμος, εκείνο το πρόσωπον είναι, όπερ νυκτός και ημέρας αχορτάστως απελαμβάνετε; Αύτη η ύλη η ρυπαρά, η σάρκα εκείνη είναι, την οποίαν ενηγκαλίζεσθε άλλοτε και ημαρτάνετε;» Ταύτα ημών ερωτώντων νοούμεν έσωθεν ημών την απόκρισιν εκείνων λέγουσαν· «Βλέπετε ακριβώς και πιστεύσατε οι εν σαρκί όντες και οι εν βίω τω ματαίω· γνωρίσατε, όταν εις τας κλίνας σας αφήνετε τας συμβίας σας και μετά των πορνών συμπλέκεσθε· όταν εις τον βόρβορον εγκυλίεσθε, γνωρίσατε, ότι όλα τα μέλη όπου κατασπάζεσθε, δυσωδίαν και κοπρίαν φιλείτε. Μάθετε, ότι οπόταν την επιθυμίαν εις αυτά εξανάπτετε, σκώληκα και σαπρίαν επιθυμείτε. Μη πλανάσθε, ω νέοι και νεάνιδες άγνωστοι, εις το μάταιον κάλλος της νεότητος· ότι και σεις, καθώς ημάς τους σεσαπημένους νεκρούς, οπού βλέπετε θέλετε γίνει. Και ημείς εν τω κόσμω όντες ποτέ και εφαντάσθημεν, και εστολίσθημεν και εμερίσθημεν, και ηγαπήσαμεν, και απολαύσαμεν, και εχάρημεν, και τώρα, ως βλέπετε, εις πηλόν και δυσωδίαν όλα κατήντησαν. Λοιπόν μη πλανηθήτε, αλλά παρ’ ημών των προλαβόντων και εν τω τάφω κειμένων διδάχθητε και σωφρονισθήτε και πιστεύσατε, ότι είναι εν τω άδη κρίσις και κόλασις ατελεύτητος· είναι σκότος αφώτιστον, και γέεννα, και σκώληξ ακοίμητος, είναι κλαυθμός ασίγητος και βρυγμός οδόντων ακατάπαυστος, είναι θλίψις αθεράπευτος, και κρίσις απροσωπόληπτος, και είναι υπηρέται ασυγχώρητοι, και πένθος πικρόν και αιώνιον. Ταύτα ει και μη δια λόγων, αλλά δια πραγμάτων προς ημάς, αδελφοί, οι εκεί προλαβόντες διδάσκουσιν, τα οποία ημείς ενθυμούμενοι, διψώμεν ως ύδωρ πικρόν να μάθωμεν ή να ακούσωμεν ή να γνωρίσωμεν, το που άρα ευρίσκονται αι τούτων ψυχαί, ή άνω ή κάτω, ή άρα νυν βλέπουσιν ημάς εκείνοι ή όταν υπάγωμεν ημείς εκεί θα εύρωμεν αυτούς και θα τους γνωρίσωμεν; Αλλά ουδείς ταύτα γνωρίζει, διότι ουδείς εκείθεν επέστρεψεν, ίνα ομιλήση περί των εκεί, πως είναι· αλλά απετείχισεν αυτά από ημάς ο Θεός και απέκρυψεν, έως ου και ημείς απέλθωμεν και απολάβωμεν των εκεί, οπόταν εκ νεκρών αναστώμεν άπαντες, και παρασταθώμεν, και εξομολογηθώμεν, και δώσωμεν λόγον εις εκείνο το μέγα και αδιήγητον Κριτήριον. Ότε ο φοβερός Κριτής εξ ουρανού έλθη να κρίνη πάσαν την οικουμένην, από Ανατολών έως Δυσμών· ότε αι φωναί των φοβερών εκείνων σαλπίγγων λαλήσωσιν· ότε η κτίσις πάσα φόβω και τρόμω θέλει κλονισθή και ταραχθή· ότε οι τάφοι θέλουν ανοιχθή και πάσα σάρξ θέλει αναστηθή γυμνή και τετραχηλισμένη· ότε παν στόμα θέλει σφραγισθή, και πάσα γλώσσα θέλει εξετασθή· ότε ο του πυρός ποταμός θέλει ρεύσει έμπροσθεν του Κριτού, περί του οποίου λέγει ο Δανιήλ: «Εθεώρουν έως ότου οι θρόνοι ετέθησαν, και παλαιός ημερών εκάθητο… ο θρόνος αυτού φλοξ πυρός· οι τροχοί αυτού πυρ φλέγον· ποταμός πυρός είλκεν έμπροσθεν αυτού· χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ, και μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ· Κριτήριον εκάθισε και βίβλοι ηνεώχθησαν» (Δαν. ζ: 9 – 10). Εκείνη είναι η ημέρα και ώρα, περί της οποίας λέγει ο Δαβίδ. «Ίνα τι φοβούμαι εν ημέρα πονηρά; Η ανομία της πτέρνης μου κυκλώσει με» (Ψαλμ. μη: 6). Εκείνην την ημέραν κατηράσατο ο Ιώβ, λέγων: «Καταράσαιτο αυτήν ο καταρώμενος την ημέραν εκείνην, ο μέλλων το μέγα κήτος χειρώσασθαι» (Ιώβ γ: 8). Περί εκείνης της ημέρας και έτερος Προφήτης λέγει: «Ιδού ημέρα έρχεται καιομένη ως κλίβανος και φλέξει αυτούς… λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Μαλαχ. δ: 1). Και τις να υπομείνη την ημέραν οπού θα έλθη; Όταν ο Θεός φανερώς έλθη και όλοι θα τον βλέπουν, τότε γύρωθεν αυτού καταιγίς τρομακτική θέλει συγκλονίσει τον ουρανόν και την γην. Διότι έρχεται ο Κύριος ίνα κρίνη τον λαόν αυτού, και τότε πάσα σαρξ θέλει παρασταθή εις το φοβερόν εκείνο Κριτήριον, όπου δεν υπάρχει μικρός ή μέγας· δούλος και ελεύθερος· όπου δεν υπάρχει βασιλεύς ή υποκείμενος· αλλά εξ ίσου πάντες κατάδικοι· όλοι δεδεμένοι, όλοι γυμνοί, μηδεμίαν έχοντες άλλην σκέψιν, αλλά τρέμοντες, κλαίοντες, ταρασσόμενοι και αγωνιώντες, μεριμνώσιν εις έκαστος τι να είπη, ή τι να απολογηθή εις τον Κριτήν περί των κακών τα οποία έπραξε. Που εκεί των βασιλέων η φαντασία; Που η των τυράννων μεγαλαυχία; Που η των αφρόνων υπερηφανία; Που η της νεότητος κακία; Που ο στολισμός των ενδυμάτων; Που οι παραστεκόμενοι και παρατρέχοντες δούλοι; Που ο χρυσός και ο άργυρος; Που τα χρυσοχάλινα άλογα; Που τα μυρίσματα και τα καπνίσματα τα απολλύμενα; Που τα νυκτός και ημέρας γινόμενα συμπόσια; Που οι μετά χορών και τυμπάνων τον οίνον πίνοντες, του δε Θεού και των πενήτων καταφρονούντες; Ουδέν τούτων είναι εκεί, αλλά πικρόν ουαί. Δεν υπάρχει εκεί μέριμνα πλούτου, αλλά φρίκη και τρόμος· δεν υπάρχει εκεί ευημερία, αλλά μέγας σκοτασμός· δεν υπάρχει εκεί χορός, αλλά θρήνος· δεν υπάρχει εκεί νεότητος φαντασία, αλλά εν τω άδη εξορία· δεν υπάρχει εκεί παρακάλεσις εν εκείνη τη φοβερά ώρα, αλλά δικαία και ακριβής ανταπόδοσις. Εάν εποίησας εδώ εις τους πτωχούς συμπάθειαν, καλοί μάρτυρες εις τον Χριστόν και παρακαλεσταί δια σε οι ελεηθέντες παρά σου πένητες, οι ορφανοί και αι χήραι, οι ξένοι και οι τυφλοί και οι αδύνατοι, οι εν ερήμοις και εν φυλακαίς και εν εξορίαις. Μεγάλοι σου βοηθοί ούτοι τότε θέλουν γίνει, υποδεικνύοντες εις τον Χριστόν όσα εις αυτούς έχεις δώσει, εκείνα με τα οποία αυτούς εσκέπασας και έθρεψας και ανέπαυσας, ως αδελφούς όντας του Χριστού. Διότι εάν εις αδελφός ηδυνήθη πολλάκις να παρακαλέση βασιλέα δια τον αδελφόν αυτού, πόσω μάλλον, όταν παρακαλή πλήθος αδελφών. Ότι δε αδελφούς ονομάζει ο Χριστός εκεί τους πένητας εν τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως, άκουσον Αυτού λέγοντος προς τους εκ δεξιών αυτού τότε παρισταμένους· «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου» και υποδεικνύοντος εις αυτούς δια του δακτύλου τούς εκεί καθημένους προς τους πόδας αυτού πένητας. Ποίος άρα θέλει είναι άξιος και μακάριος κατ’ εκείνην την ώραν, ότε πάντες οι Άγγελοι και οι άνθρωποι θα τρέμωσι, να ονομασθή αδελφός του Χριστού; Πόσων θησαυρών, πόσων στεφάνων, πόσου πλούτου είναι υψηλοτέρα η τοιαύτη φωνή; Τίνες άρα είναι εκείνοι, ίνα μακαρίσωμεν αυτούς, οίτινες κατά την φρικτήν ώραν εκείνην της Κρίσεως έρχονται θαρρετώς με παρρησίαν άφοβον, ως Πατέρα γνήσιον τον Χριστόν ακριβώς γνωρίζοντες· και τους οποίους ο Χριστός ως υιούς και φίλους θέλει υποδεχθή, ως καθαρώς δουλεύσαντας αυτόν και φυλάξαντας αυτού τας εντολάς; Τις άρα εκείνος ο τρισμακάριος, τον οποίον βλέπων ο Χριστός, επί θρόνου καθήμενος, εισερχόμενον προς αυτόν θέλει υποδεχθή και υπαντήσει αυτόν με ιλαρόν πρόσωπον, και περιχαρές βλέμμα, και ευμενή παρρησίαν και ως από χρόνου και από ξένης ερχόμενον υιόν και φίλον καταφιλήση, και τοιαύτα προς αυτόν είπη; «Φίλε αγαθέ και πιστέ, καλώς ήλθες ο τροφεύς μου, ο ξενοδόχος μου, ο σκεπαστής μου, ευχαριστώ της προαιρέσεώς σου, και δεν λησμονώ της αγάπης σου· ενθυμείσαι τα όσα αγαθά μοι εποίησας; Γνωρίζεις πως με ανέπαυσας εις τον οίκον σου»; Είτα κρατήσας αυτόν ο Χριστός εκ της χειρός, κατέμπροσθεν όλης της μεγάλης εκείνης πανηγύρεως, ενώπιον Αγγέλων και Αρχαγγέλων και πάσης αρχής και εξουσίας, Προφητών, Αποστόλων, Οσίων και Δικαίων, και στήσας αυτόν εις το μέσον, θέλει τον ανακηρύξει λέγων εις όλους περί αυτού δακτυλοδεικτών αυτόν· «Ούτος ο άνθρωπος πεινώντα με είδε, και έθρεψε· διψώντα, και επότισε· ριγούντα, και εσκέπασε· ξένον, και με υπεδέχθη· ασθενούντα με είδε, και βαστάσας, εις τον οίκον αυτού εισήγαγέ με· τους πόδας μου ένιψε, τας χείρας μου έπλυνε, και επί της κλίνης αυτού ολοψύχως ανέπαυσέ με· εν ανάγκη με είδε και ελύτρωσεν, εν φυλακή με εύρε και ηγόρασε (Ματθ. κε: 31 – 36), διο και εγώ λέγω προς αυτόν: «Καλέ δούλε, αγαθέ και πιστέ, επειδή εις ολίγα έγινες πιστός, εις πολλά να σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου, απόλαυσον της τρυφής του Παραδείσου μου, είσελθε εις την ζωήν την αιώνιον». Και όχι μόνον ταύτα θέλει είπει ο Χριστός εις τους ευαρεστήσαντας Αυτόν, αλλά και θέλει αναπαύσει αυτούς εις θρόνους και θέλει υπηρετήσει αυτούς. Ίνα λοιπόν και ημείς της τοιαύτης τιμής και φωνής και δόξης απολαύσωμεν, ας προλάβωμεν, ίνα μη έξω μείνωμεν· ας σπουδάσωμεν, αγαπητοί, ίνα καταλάβωμεν· ας αφήσωμεν τας ματαίας οκνηρίας εκείνας· ας απορρίψωμεν τας ψευδείς ελπίδας. Μη πλανηθώμεν πλέον και εμπαίξη ημάς ο πονηρός· μη ρίψη ημάς εις την σήμερον και αύριον ο δόλιος λογισμός, διότι πολλοί πολλά βουλευσάμενοι, εις την αύριον δεν έφθασαν, αλλά έξαφνα ηρπάγησαν ώσπερ το πουλίον από το γεράκιον, και ως το αρνίον από τον λύκον, και ως ο αιχμάλωτος υπό του ληστού, και ούτε να ομιλήσουν ηδυνήθησαν, ούτε διαθήκην τινά να ποιήσωσι. Οι μεν κοιμηθέντες αφ’ εσπέρας υγιείς, δεν έφθασαν το πρωί, οι δε επί της τραπέζης καθήμενοι, εις αυτήν εξεψύχησαν. Άλλοι δε εν οδώ περιπατούντες, ευθέως απέθανον, έτεροι εις λουτρόν ευρισκόμενοι, το αυτό λουτρόν είχον εντάφιον· άλλοι δε εις το νυμφοστόλιον όντες, έξαφνα ηρπάγησαν, και τα αυτά ενδύματα είχον επιγάμια και εντάφια και διεδέχθησαν τους παίζοντας οι θρηνούντες, και τους χορευτάς οι πενθούντες. Και ταύτα πάντα καλώς γνωρίζομεν, το δε δεινότερον είναι το ότι θεληματικώς και εν γνώσει ημών αμαρτάνομεν και πλανώμεθα· δια το οποίον ουδεμίαν αγάπην και συγχώρησιν παρά Θεού θα έχωμεν, ότι ουχί εν αγνοία, αλλά εν γνώσει πλανώμεθα· και ακούοντες των θείων Γραφών επαινουσών τα καλά, δεν ποιούμεν αυτά. Λοιπόν παρακαλώ, μη μόνον ακροαταί της διδαχής γενώμεθα, αλλά και ποιηταί. Εάν λοιπόν τις μετά την ακρόασιν των λόγων τούτων, συνήθειαν πονηράν πορνείας έχων, την απέρριψεν, ούτος όντως καλός ακροατής. Εάν τις κατανυγείς εις τους λόγους τούτους, και ελεήμων, και ευμετάδοτος γένηται, ούτος καλός ακροατής. Ας κάμνωμεν λοιπόν και ημείς ούτως, ίνα μη γίνη εις κρίμα ημών η ανάγνωσις αύτη, ότι ακούομεν και δεν ποιούμεν. Διότι εάν ο θάνατος του αδελφού σου δεν σε σωφρονίση, ουδείς δύναται να σε σωφρονίση. Εάν νεκρόν βλέπων δεν μετανοήσης, πότε λοιπόν θέλεις επιστρέψει; Και εάν από τα νυν λεγόμενα δεν κατανυγής, ουδέποτε θέλεις αποχωρισθή της αμαρτίας. Ταύτην, αγαπητοί, την των θείων λογίων τράπεζαν οι προαπελθόντες προς Χριστόν αδελφοί ημών παρέθηκαν. Ταύτα τα ζωοποιά φαγητά ητοίμασαν δι’ ημάς. Τούτον τον οίνον εκέρασαν εις ημάς. Ταύτην εις ημάς την ευφροσύνην και την σωτηρίαν εχάρισαν, όπως ταύτα μελετώντες εν νυκτί, και εν ημέρα και πάση ώρα εν Εκκλησίαις και εν αγοραίς, εις οίκους και επί τραπάζης, εις κλίνας και εις λουτρά, εις φυλακάς, εις συμπόσια και εις συνέδρια, δυνηθώμεν να αποχωρισθώμεν της πονηράς αμελείας και να επιστρέψωμεν τας ψυχάς ημών προς μετάνοιαν. Και καν από του νυν να αποχωρισθώμεν των ανομιών ημών, και να παρακαλέσωμεν τον Δεσπότην Χριστόν, ίνα της των ουρανών Βασιλείας τύχωμεν, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Τας των προαναπαυσαμένων ψυχάς κατάταξον, Δέσποτα Χριστέ, εν ταις των Δικαίων σου σκηναίς, και ελέησον ημάς, ως μόνος αθάνατος. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: