Συνήθειαν έχουν οι βασιλείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, όταν πρόκειται να στείλουν στρατιώτας εις πόλεμον, να έρχωνται πρώτον προς αυτούς, να τους παρακινούν και να τους καθοδηγούν, και με τους λόγους των να προσπαθούν να τους κάμουν να καταφρονούν τον θάνατον· μετά της καθοδηγήσεως δε εκείνης υπόσχονται προς αυτούς και πλούσια χαρίσματα και δωρήματα. Το αυτό λοιπόν κάμνω και εγώ σήμερον, υπακούων εις τον Προφήτην Ησαϊαν, όστις λέγει· «Παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός. Ιερείς λαλήσατε εις την καρδίαν Ιερουσαλήμ» (Ησ. μ: 1 – 2). Τούτο δε πράττω επειδή μέλλομεν και ημείς να έλθωμεν εις πόλεμον κατά του ανθρωποκτόνου διαβόλου. Όθεν αναγκαίον είναι να παρακινηθώμεν και ημείς με λόγους και διδαχάς και να λάβωμεν θάρρος. Όπως δε οι παλαισταί αλείφονται με το έλαιον, δια να μη νικώνται ευκόλως, το αυτό πρέπει να πράξωμεν και ημείς, να αλείψωμεν δηλαδή την ψυχήν μας με λόγον Θεού και με καθοδήγησιν, δια να μη δυνηθή ο κακός πολεμιστής διάβολος να μας νικήση.
Και εκείνοι μεν, επειδή σωματικώς πολεμούν, δια τούτο και σωματικήν προετοιμασίαν κάμνουν, ημείς δε, επειδή «προς τας αρχάς … προς τα πνευματικά της πονηρίας» έχομεν τον πόλεμον, ως ορίζει και ο θείος Απόστολος Παύλος (Εφεσ. στ: 12), πρέπον είναι πνευματικώς να προετοιμαζώμεθα και πνευματικώς να παρακινούμεθα και να ενθαρρυνώμεθα. Και η μεν πνευματική προετοιμασία ποία είναι; Και δια τίνος τρόπου γίνεται; Γίνεται με την νηστείαν, την μητέρα των αρετών· με την νηστείαν την καλήν, την τρυφήν των Ασκητών, την ελευθερώτριαν από των αμαρτιών, την πρόξενον της διαλλαγής των ανθρώπων προς τον Θεόν· η δε πνευματική παρακίνησις είναι οι λόγοι μου, και όχι ότι είναι ιδικοί μου και λέγω, οι λόγοι μου, αλλ’ ότι την παρούσαν ώραν εγώ τους λέγω εκ του στόματός μου του ταπεινού. Καθ’ όλον λοιπόν το έτος και κατά πάντα καιρόν καλή και τιμία είναι η νηστεία· διότι ούτε ο διάβολος έχει χώραν κατά του νηστεύοντος, ούτε πειρασμός δαιμόνων παραμένει εις τον νηστεύοντα· αλλά και ο φύλαξ της ψυχής μας Άγγελος περισσότερον ίσταται πλησίον του νηστευτού. Τώρα όμως, εις ταύτας τας αγίας ημέρας, πλέον καλλιτέρα και τιμιωτέρα είναι η νηστεία, διότι και κάθε τόπος σήμερον ετοιμάζεται εις υποδοχήν της νηστείας· και πόλεις, και χώραι, και πας τόπος και οίκος Χριστιανικός. Το λοιπόν και ημείς, ευσεβέστατοι Χριστιανοί, μη μείνωμεν έξω του τάγματος των Χριστιανών. Άγγελοι περιτρέχουσι κατά την παρούσαν ώραν απογράφοντες τους μέλλοντας να νηστεύσουν. Μη γίνωμεν καταφρονηταί της παραγγελίας του Χριστού. Εάν είσαι πλούσιος, με πάσαν χαράν δέξαι την νηστείαν· μη ειπής βάρος μέγα είναι· μη την δεχθής ως πολύ φορτίον, σε αρκεί ο καιρός, κατά τον οποίον πολυέτρωγες, σε αρκεί ο χρόνος, κατά τον οποίον πολύέπινες και έκαμνες τα κακά σου θελήματα. Τώρα ιδού καιρός αρμόδιος, και μετανόησον. Έχεις πλούτον και αρέσκεσαι να δαπανάς; Να σου δείξω τρόπον αδαπάνητον, να σου είπω τόπον, εις τον οποίον όταν ρίπτης τον πλούτον σου, δεν εξοδεύεις, αλλά μάλλον θα θησαυρίσης. Ποίος είναι ο τρόπος και ο τόπος αυτός; Είναι η κοιλία των πτωχών· αι χείρες των πενήτων, οι κόλποι των ορφανών και ξένων. Εις αυτούς εξόδευε, να τα εύρης εις την Βασιλείαν των ουρανών· αυτούς δάνεισον, να τα εύρης εις την δεξιάν χείρα του φοβερού Κριτού, αυτούς κυβέρνησον, να σε ανταμείψη ο πλούσιος ευεργέτης Θεός. Σε αρκεί ο καιρός, όπου εξώδευες δια τα κακά σου θελήματα, εξόδευσον τώρα και μικρόν δια την αγάπην του Θεού, όστις σοι έδωκε τον πλούτον. Ειπέ, ότι εις το θέλημά σου εξοδεύεις, βάλε εις τον νουν σου, ότι εξωδευμένα τα είχες εις τα θελήματά σου. Δος του πτωχού να σε χορτάση ο Θεός, κυβέρνησον τον πένητα, να σε ελεήση ο Θεός, χάρισον του ορφανού και ξένου, να σε πλουτίση ο Θεός· και εάν εδώ δεν σε πλουτίση, θα σε πλουτίση όμως εις την Βασιλείαν του· δος εδώ ολίγον, να σου δώση ο Θεός εκατονταπλάσια και εδώ και εις την Βασιλείαν του. Εάν πάλιν είσαι πτωχός, μη καταφρονήσης την νηστείαν, επειδή είναι ιδικός σου σύντροφος, μη ευχαριστηθής μόνον, ότι δεν έχεις να εξοδεύης, αλλ’ ότι ελευθερώνεσαι και από τας αμαρτίας σου. Και γυναίκες και παίδες με πάσαν χαράν δεχθήτε την νηστείαν. Καιρός πολέμου, ετοιμασθήτε οι αγωνισταί· καιρός εκστρατείας, ετοιμασθήτε οι στρατιώται, μη ακονίζετε ξίφη και ακόντια, και άλλα αισθητά όπλα· αυτά οι αισθητοί στρατιώται τα ζητούν. Ημείς δε τι; Προσευχήν, νηστείαν, φύλαξιν από πάντων, όχι μόνον από φαγητών, αλλά και οφθαλμών· διότι τα κακά όλα από τον οφθαλμόν έρχονται. Διότι ο οφθαλμός είναι η θύρα του σώματος. Εάν ο οφθαλμός φυλάττεται, και η ψυχή του ανθρώπου παρευθύς είναι καθαρά από κάθε λογισμόν. Να έχωμεν δε εγκράτειαν και νηστείαν, όχι μόνον άρτου και άλλων καθημερινών φαγητών, αλλά και ψεύδους και καταλαλιάς, και κατακρίσεως, και των άλλων κακών, τα οποία πράττει ο άνθρωπος δια του στόματος. Προ πάντων δε και την προσευχήν ας κατορθώσωμεν εις τον καιρόν της νηστείας, διότι όπως το φαγητόν χωρίς άλας, ούτως είναι και η νηστεία χωρίς προσευχής. Διότι η προσευχή είναι ο φωτισμός της ψυχής του ανθρώπου και η οδός της Βασιλείας των ουρανών. Ω καλή σύντροφος, όπου είναι η προσευχή και η νηστεία! Δύο σχοινία πλεγμένα μαζί είναι δυνατώτερα· και δύο σύντροφοι καλοί πλουσιώτεροι είναι· και δύο μάχαιραι καλαί είναι εις καλυτέραν βοήθειαν του ανθρώπου. Και ο σοφός Σολομών λέγει· «Αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα» (Εκκλ. δ: 9). Αλλά και η προσευχή μετά νηστείας αγαθωτέρα και στερεωτέρα είναι. Η προσευχή μετά νηστείας λέγεται και είναι ομιλία με τον Θεόν και του κόσμου καταφρόνησις. Η προσευχή είναι νίκη κατά των δαιμόνων και χαρά της καρδίας. Αλλά και η νηστεία είναι λύπη των δαομόνων και χαρά των Αγγέλων. Η προσευχή είναι καθαρισμός της ψυχής και αμαρτίας ελευθέρωσις· αλλά και η νηστεία σκορπίζει τους δαίμονας, όπως ο καπνός διώκει τας μελίσσας. Η προσευχή είναι πυρ, όπερ κατακαίει τους δαίμονας και λαμπρύνει τας ψυχάς· αλλά και η νηστεία καταπραϋνει τους κακούς λογισμούς, όπως το έλαιον καθησυχάζει την θάλασσαν. Η προσευχή και η νηστεία είναι καλά όπλα του ευσεβούς Χριστιανού· η προσευχή μεν είναι ως ένδυμα σιδηρούν, η δε νηστεία ως δίστομον ξίφος. Όπως το πυρ διαλύειτον πάγον, ούτω και αυτή αφανίζει τας τέχνας και τας πανουργίας των δαιμόνων. Η νηστεία είναι κλίμαξ νοητή, ήτις αναβιβάζει τον νουν του ανθρώπου, έως ότου μεν ζη, προς τον ουρανόν, όταν δε αποθάνη, υπάγει την ψυχήν του ανθρώπου προς την Βασιλείαν των ουρανών. Η νηστεία ομοιάζει με την ράβδον του Μωϋσέως· καθώς εκείνη η ράβδος έσχισε την Ερυθράν θάλασσαν, και τους μεν Ισραηλίτας διεπέρασε, τους δε Αιγυπτίους κατεπόντισεν (Εξ. ιδ: 15 – 30), ούτω και η νηστεία, τας μεν αμαρτίας και τας φροντίδας του κόσμου διασχίζει και διέρχεται η ψυχή του ανθρώπου αβλαβής από τας χείρας των δαιμόνων, αυτοί δε τότε αφανίζονται από την ψυχήν εκείνην του σεσωσμένου ανθρώπου. Επειδή λοιπόν τοιούτον μέγα αγαθόν είναι η νηστεία και ημείς ας νηστεύσωμεν. Ας μη σκυθρωπάζωμεν όμως ιουδαϊκώς, ούτε να φαινώμεθα άγριοι και ανήμεροι από την νηστείαν, αλλά μάλλον ημερώτεροι και ως χορτασμένοι να φαινώμεθα. Μη λυπηθώμεν δια την στέρησιν των φαγητών, αλλ’ ας χαίρωμεν μάλλον δια τον χορτασμόν των αρετών, όπου δίδει η νηστεία. Διότι, ως λέγει και ο Μέγας Βασίλειος εις τον ανωτέρω περί νηστείας λόγον του: «Η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το πνεύμα κατά της σαρκός». Επειδή λοιπόν το σώμα και η ψυχή εναντιούνται αλλήλοις, άφες του σώματος την όρεξιν και αύξησον της ψυχής την δύναμιν, άφες του σώματος τα θελήματα και επιθύμει της ψυχής τα συμφέροντα. Μη λέγης ότι επειδή αύριον μέλλω να νηστεύσω, ας φάγω σήμερον πολύ και ας χορτάσω και ας μεθύσω, να μη πεινώ το πρωί. Πονηρός λογισμός είναι ο τοιούτος· ατυχής σκέψις είναι αυτή· δεν είναι δυνατόν εις άνθρωπος, όταν μέλλη να φέρη νύμφην εις την οικίαν του, να πάρη πρότερον παλλακίδας να τας έχη μέσα εις τον οίκον, εις τον οποίον μέλλει να έλθη η νύμφη. Κατά τον αυτόν τρόπον δεν είναι δυνατόν και η νηστεία να εισέλθη εις καρδίαν μεθύσου και ασώτου. Ποίον το όφελος εάν σήμερον μεθύσης και αύριον νηστεύσης; Ειπέ μοι δε, πως θα νηστεύσης αύριον, εφ’ όσον θα είσαι οινοβαρής; Πως θα στυλώσης την κεφαλήν σου, η οποία θα είναι συγχυσμένη; Η αυριανή νηστεία πως θα συμφωνήση με την σημερινήν μέθην; Όπως κατά τας επιλοίπους ημέρας, ούτω φάγε και σήμερον. Δώσε εις τους πτωχούς, κυβέρνησον τους ξένους. Έχεις πολλά φαγητά και δεν έχεις τι να τα κάμης; Ιδού πολλοί πτωχοί, ιδού πολλοί πεινασμένοι· εις εκείνους δώσε το περισσότερον, εις εκείνους χάρισον, να γίνη η αυριανή νηστεία σου δεκτή από τον Θεόν. Διότι και ο Κύριος ούτως ορίζει· «Άλειψόν σου την κεφαλήν» (Ματθ. στ: 17), άλειψον την κεφαλήν σου δι’ ελαίου, ήτοι με το έλαιον της ελεημοσύνης άλειψον την ψυχήν σου, διότι η ψυχή είναι κεφαλή και αυθέντης του σώματος. Αν επιθυμής, άνθρωπε, να νηστεύσης, άκουσον, να σου δείξω, πως θα δεχθή ο Θεός την νηστεία σου. Τρία είναι τα εμπόδια της νηστείας· πρώτον η αγάπη του σώματος· δεύτερον η ανθρωπαρέσκεια και τρίτον η έχθρα. Και αγάπη μεν του σώματος είναι το να θέλη ο άνθρωπος να κάμη τα θελήματα του σώματος, οπότε δεν κατορθώνει νηστείαν. Διότι ο άνθρωπος είναι διπλούς, από την ψυχήν και από το σώμα. Και η μεν ψυχή ζητεί πάντοτε τα καλά έργα, όλον το θέλημα του Θεού ζητεί, νηστείαν αγαπά και πολυφαγίαν μισεί· αγρυπνίαν ποθεί και πολυϋπνίαν βδελύττεται, εγκράτειαν επιθυμεί, και ασωτίαν αποστρέφεται. Το δε σώμα τα εναντία της ψυχής επιθυμεί. Διότι η μεν ψυχή ως άϋλον και ουράνιον ον όπου είναι, αγαπά τα θεία και ουράνια, το δε σώμα, επειδή είναι από την γην, αγαπά τα γήϊνα και πρόσκαιρα. Διότι όμοιον το όμοιον αγαπήσει, ως λέγει και ο λόγος (Σειρ. ιγ: 15 – 16). Εάν λοιπόν θελήση ο άνθρωπος να κάμη όσα του ζητεί το σώμα, νηστείαν δεν κάμνει ποτέ. Διότι το σώμα θέλει να πολυφάγη, θέλει να πολυπίη, να πολυκοιμηθή και σχεδόν ειπείν, όλα τα φθαρτά ζητεί, όσα είναι εναντία της νηστείας· δια τούτο ο άνθρωπος ο οποίος κάμνει τα θελήματα του σώματος δεν δύναται να νηστεύση. Όταν δε πάλιν τις νηστεύη, δια να τον επαινέσουν οι άνθρωποι, εκείνος δεν ωφελείται από την νηστείαν του, καθώς το ορίζει και ο Κύριος εις το άγιον Ευαγγέλιον· «Όταν νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες. Αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών» (Ματθ. στ: 16). Αλλά και ο Μέγας Παύλος πως ορίζει: «Ει γαρ έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ. α: 10). Και ο Προφήτης Δαβίδ τους τοιούτους ανθρώπους τους καταράται και λέγει, ότι ο Θεός «διεσκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. νβ: 6). Αλλά και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας μάς λέγουν ότι «το καλόν ουκ έστι καλόν, όταν μη καλώς γένηται». Επί παραδείγματι εάν κάμης ελεημοσύνην, δια να σε επαινέσουν οι άνθρωποι, μισθόν δεν έχεις, διότι και ο Κύριος ούτω ορίζει· «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ: 3). Και πάλιν εάν προσεύχησαι δια να σε τιμήσουν οι άνθρωποι, κόλασιν μάλιστα έχεις. Ίδετε δε και την αλήθειαν. Τιμά ο Θεός, τιμώσι και οι άνθρωποι· και εάν μεν ζητής τιμήν εξ ανθρώπων, ο Θεός δεν σε τιμά· εάν δε ζητής τιμήν εκ Θεού, σε τιμώσι και οι άνθρωποι, διότι οι άνθρωποι κάμνουν το θέλημα του Θεού. Εγνώρισες, διατί η ανθρωπαρέσκεια δεν κατορθώνει νηστείαν; Μάθε και δια την έχθραν· και πρώτον άκουσον δια την αγάπην, να εννοήσης ποία είναι η έχθρα. Αγάπην πρέπει να έχωμεν όχι μόνον προς τον συγγενή και τον φίλον μας, αλλά και προς τον εχθρόν μας. Ο Χριστός ορίζει περί της αγάπης εις το άγιον Ευαγγέλιον· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκ. ι: 27, Ματθ. κβ: 37 – 39, Μάρκ. ιβ: 30 – 31). Ο Θεός δηλαδή δεν θέλει να τον αγαπάς έξω της δυνάμεώς σου. Ήτοι, δεν δύνασαι να μαρτυρήσης; Ο Θεός δεν σου ζητεί τούτο· αλλ’ όσον δύνασαι συ, τόσον θέλει και ο Θεός· πλην θέλει να αγαπάς και πάντα άνθρωπον Χριστιανόν όπως και τον εαυτόν σου, και να θέλης το καλόν του, όπως και το ιδικόν σου. Όταν ο άλλος ασθενή, να μη χαίρωμεν, όταν κινδυνεύη, να μη ευφραινώμεθα, όταν πτωχεύη να μη τον καταφρονώμεν, όταν πλουτήση, να μη τον φθονούμεν. Αυτή είναι η κατά Θεόν αγάπη, ευλογημένοι Χριστιανοί· αύτη είναι η αγάπη του πλησίον· αύτη η αγάπη λυτρώνει τας ψυχάς από τας χείρας των δαιμόνων· από αυτήν την αγάπην στέλλεται η βοήθεια του Θεού εις έκαστον άνθρωπον εις τον καιρόν της νηστείας. Δια ταύτην την αγάπην ορίζει και ο θείος Παύλος ο Απόστολος, ότι «Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου» (Ρωμ. θ: 3). Αυτός, όστις έλεγε· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός, ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»; (Ρωμ. η: 35). Δια ταύτην την αγάπην ορίζει και ο Θεολόγος Ιωάννης, ότι «ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α΄ Ιωάν. δ: 16). Και πάλιν ορίζει ο αυτός· «Εάν τις είπη, ότι αγαπώ τον Θεόν και τον αδελφόν αυτού μισεί, ψεύστης εστί» (Α΄ Ιωάν. δ: 20). Διότι εάν τον αδελφόν του μισή, τον οποίον βλέπει καθ’ ημέραν, πως δύναται εκείνος να αγαπήση τον Θεόν, τον οποίον δεν είδεν; Η αγάπη, ως ορίζει ο Κύριος, είναι μεγαλυτέρα από πάσαν άλλην αρετήν· διότι από αυτήν γίνονται αι άλλαι αρεταί. Εάν δεν αγαπάς τον Χριστιανόν, δεν του δίδεις ελεημοσύνην και εάν δεν τον αγαπάς, δεν τον δικαιώνεις. Όλαι αι αρεταί γίνονται από την αγάπην, ως από την ρίζαν οι βλαστοί. Και πάλιν ο Απόστολος Παύλος ορίζει δια την αγάπην: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των Αγγέλων αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών, ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α΄ Koρ. ιγ: 1). Και πάλιν ορίζει· «Και εάν έχω προφητείαν, και είδω τα μυστήρια πάντα, και πάσαν την γνώσιν και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί». Και πάλιν ορίζει ο αυτός Απόστολος: «Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Εάν λοιπόν το Μαρτύριον χωρίς αγάπην δεν ωφελή, πόσον μάλλον η νηστεία, ήτις είναι ουδέν εμπρός εις το Μαρτύριον; Και ο Ησαϊας λέγει· «Ου ταύτην την νηστείαν εξελεξάμην… (λέγει ο Θεός) ουδ’ αν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου, και σάκκον και σποδόν υποστρώση, ουδ’ ούτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν» (Ησ. νη: 5). Δεν ωφελείται ο άνθρωπος από την νηστείαν, εάν δεν έχη αγάπην προς όλους. Δια τούτο και ημείς, επειδή θέλομεν να νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν εις τον Θεόν, ας συγχωρήσωμεν το σφάλμα του εχθρού μας, δια να δεχθή ο Θεός την νηστείαν μας. Άξιον δε είναι να είπωμεν και διατί τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύομεν. Την τεσσαρακονθήμερον ταύτην νηστείαν, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, νηστεύομεν, διότι και ο Χριστός ταύτην ενήστευσε, κατά το ανθρώπινον, δεικνύων εις ημάς τους ανθρώπους, ότι ούτω πρέπει να νηστεύωμεν. Τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας έβρεξεν ο Θεός εις τον καιρόν του κατακλυσμού· λοιπόν και ημείς τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύομεν, δια να κατακλύσωμεν τας αμαρτίας μας. Τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύσας ο Μωϋσής, εδέχθη τον θεόγραφον νόμον. Λοιπόν και ημείς νηστεύομεν τεσσαράκοντα ημέρας, δια να δεχθώμεν εις την ψυχήν μας αυτόν τούτον τον νομοδότην Χριστόν. Τεσσαράκοντα πληγάς ορίζει ο Προφήτης Μωυσής να λαμβάνη ο άτιμος, λοιπόν και ημείς, επειδή άτιμοι είμεθα από τας αμαρτίας μας, δια τούτο παιδευόμεθα τεσσαράκοντα ημέρας. Ο Προφήτης Ηλίας τεσσαράκοντα ημέρας ενήστευσε, φεύγων την Ιεζάβελ την γυναίκα του βασιλέως Αχαάβ· λοιπόν και ημείς τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύομεν από την κακήν διώκτριαν, την αμαρτίαν. Τι λέγω τα πολλά; Η αγία Τεσσαρακοστή αύτη είναι η αποδεκάτωσις του όλου χρόνου. Γίνεται δε η αποδεκάτωσις αυτή επειδή ο άνθρωπος καθημερινώς αμαρτάνει και πταίει εις τον Θεόν· όθεν δια τούτο ωρίσθη αύτη δια να εξαγοράζωμεν τας κατ’ έτος αμαρτίας μας. Πεντήκοντα δύο εβδομάδες είναι όλον το έτος, αλλά και η Τεσσαρακοστή πεντήκοντα ημερών είναι· εκάστην εβδομάδα από μίαν ημέραν αφιερούμεν εις τον Θεόν. Επειδή όμως εις τας πεντήκοντα ημέρας της Τεσσαρακοστής συμπεριλαμβάνονται και Κυριακαί επτά, δια τούτο τεσσαράκονται ημέραι είναι η πραγματική νηστεία. Η νηστεία πρώτον κατ’ αρχήν τον Αδάμ ετίμησε· αφού δε έφαγεν από του ξύλου της γνώσεως, ητιμάσθη και εξήλθεν από τον Παράδεισον. Μέγα κακόν έκαμεν η πολυφαγία εις τον Αδάμ· μέγα πταίσιμον εκρίθη υπό του Θεού η παράβασις του Αδάμ, μέγα σφάλμα έγινεν η ακρασία εις τον άνθρωπον. Η νηστεία τον Μωυσήν ελάμπρυνεν, εφώτισεν, εκαθάρισε και νομοθέτην τον έκαμε, και βασιλέα τον εψήφισε, και Αρχιερέα τον κατέστησεν, επειδή και εις σοφούς και εις βασιλείς και εις Αρχιερείς μέγα καλόν είναι η νηστεία. Η νηστεία τον Προφήτην Ηλίαν έδειξε φοβερόν εις τους εχθρούς του. Από την νηστείαν του ηυλόγησεν ο Θεός την οικίαν της χήρας εκείνης και δεν έλειπε τίποτε. Από την νηστείαν του υπήκουσεν αυτόν ο Θεός και έστειλε πυρ και κατέκαυσε την θυσίαν. Από την νηστείαν του δεν έβρεξεν ο Θεός εις τον κόσμον τρία έτη και εξ μήνας. Από την νηστείαν του τον έσωσεν ο Θεός από τας χείρας των εχθρών του. Από την νηστείαν του έσχισε το ρεύμα του Ιορδάνου και διήλθεν ως δια ξηράς. Από την νηστείαν του ηρπάγη από πύρινον άρμα και ανέβη ως εις τον ουρανόν. Η νηστεία, η αγία, τον Προφήτην Δανιήλ έσωσεν από τα στόματα των λεόντων. Από την νηστείαν ο Προφήτης Δανιήλ ετιμήθη παρά του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος. Από την νηστείαν του έγινε Προφήτης και μέγας. Από την νηστείαν του διέλυσε τα όνειρα και τα μακράν ως πλησίον έβλεπεν. Από την νηστείαν εκαθαρίσθη ο νους του, και είδε την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Από αυτήν την νηστείαν οι Τρείς Παίδες έσβεσαν την φλόγα της καμίνου. Αύτη η νηστεία τους ανέθρεψε, αύτη τους εφώτισε, τους έκαμε σοφούς· αύτη τους εστόμωσε κατά των εχθρών του Θεού, αύτη ενίκησε και των εχθρών των την δύναμιν. Αύτη η αγία νηστεία τους Ασκητάς εδόξασε, τους Οσίους ετίμησε, τους Δικαίους υπερύψωσεν. Αύτη η νηστεία τους Αποστόλους ελάμπρυνεν· αύτη τα τάγματα των Μαρτύρων Μάρτυρας ανέδειξεν. Από αυτήν την νηστείαν εφωτίσθη ο νους των Προφητών και είπον τα μέλλοντα. Αυτήν και ημείς οι Χριστιανοί ας δεχθώμεν μετά πάσης χαράς, αυτήν ας σπουδάσωμεν να κατορθώσωμεν, αυτήν ας αγωνισθώμεν να αποκτήσωμεν, δια να μας αξιώση ο Χριστός εδώ μεν να περάσωμεν υγιείς, ευημερούντες, ασκανδάλιστοι από εχθρούς ψυχικούς και σωματικούς και να αξιωθώμεν καλώς, και ως ο Θεός θέλει, να εορτάσωμεν το Άγιον Πάσχα, εκεί δε να ελευθερωθώμεν της αιωνίου κολάσεως, και αξιωθώμεν του νοητού Πάσχα, αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τύχωμεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, της τρυφής του Παραδείσου ημάς καταξίωσον, και ελέησον, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου