«Η Ελληνική κυβέρνηση, επί Όθωνα, τον συνέλαβε το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώος, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, με τη κατηγορία της «προδοσίας»! Μετά από 1,5 χρόνο τον ελευθέρωσαν και κατάντησε ζητιάνος στα σοκκάκια του Πειραιά, για να ζήσει… Η τότε αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε άδειες για τα αποδοτικά πόστα ζητιανάς, είχε καθορίσει μια ορισμένη μέρα της εβδομάδας στον ήρωα, επαίτη πλέον, μια θέση κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας από την οποία του επέτρεπε(!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Αυτή ήταν η ανταμοιβή για την προσφορά του στον Αγώνα…
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη
της Μεγάλης Δύναμης (Ρωσίας), αυτός μετέβη στο συγκεκριμένο πόστο όπου επαιτούσε
ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο
χέρι του.
-Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου; ρώτησε
ο ξένος…
-Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε
υπερήφανα ο ήρωας…
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος
κάτω στο δρόμο; επέμενε ο ξένος…
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη
για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, απάντησε
περήφανα ο Νικηταράς…
Ο ξένος κατάλαβε και φεύγοντας, άφησε
διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς, που σχεδόν είχε
χάσει το φως του, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:
-Σου έπεσε το πουγκί σου… Πάρε το
μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!
Στις 25 (ή 27) του Σεπτέμβρη του
1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου