Χάρισμα του ελληνικού λαού.
Πολλή αγάπη υπάρχει στον βλογημένο λαό μας. Αυτό το είχα καταλάβει και πριν, αλλά τώρα, με τη συμφορά που έπαθα, είδα ένα πράγμα που μ’ έκανε να δακρύζω από χαρά κι από ευγνωμοσύνη. Ναι. Πολλή αγάπη κλείνει στο στήθος του ο λαός μας. Σας βεβαιώνω πως δε λογαριάζω αν τη φανερώνει για το πρόσωπό μου ή για άλλον. Τι σημασία έχουνε τα πρόσωπα; Σημασία έχει ότι υπάρχει γύρω μας αυτός ο ατίμητος θησαυρός, η αγάπη, η συμπόνεση, η φροντίδα για τον άλλον, αδιάφορα ποιον βρίσκει κάθε φορά για να φανερωθεί. Σαν ποτάμι δροσερό τούτη η αγάπη δροσολογά τον πυρωμένο ξέρακα της ζωής μας. Δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους και τους δυναμώνει, για τούτο ο μακάριος Παύλος λέγει πως είναι «ο σύνδεσμος της τελειότητος». Σύνδεσμος αγιασμένος, αγκάλιασμα αδελφικό, περίπτυξη με δάκρυα ανακούφισης. Διώχνει μακριά τον εγωισμό, το κακό δηλητήριο, που χωρίζει τους ανθρώπους, ξορκίζει το σατανά τον ανθρωποκτόνο.
Ναι, στον λαό μας υπάρχει άσβεστο το βλογημένο καντηλάκι της αγάπης, και σαν παρουσιαστεί αφορμή, μονομιάς ανάβει μια πανηγυρική φωτοχυσία. Δεν πιστεύω κανένας άλλος λαός να νιώθει τόση αγάπη και συμπόνια. Τώρα κατάλαβα καλά, πως όλοι οι Έλληνες έχουνε μέσα τους τούτο το τίμιο ξύλο, κι ας μη φαίνεται, ας το κρύβει ο χαρακτήρας τους. Κακοί, αληθινά κακοί κι αμετακίνητοι πολύ λίγοι υπάρχουνε ανάμεσά μας. Ξέρω πως έχουνε φυτρώσει στον τόπο μας κάποια αγκαθερά και φαρμακερά τέρατα, που κάνουνε τον άνθρωπο ν’ ανατριχιάζει. Μα είναι λίγα, σαν τις δράκαινες, που φυτρώνουνε εδώ κι εκεί απάνω στα καλοκάγαθα βουνά μας. Οι άλλοι, όσοι φαίνουνται κακοί, γίνονται από αδυναμία και ανάγκη. Τα πάθη θολώνουνε τα μάτια τους, η ζήλεια, η ματαιοδοξία, το κακό φιλότιμο, το πολιτικό πείσμα. Σε ώρες που αυτά τα πάθη είναι μουδιασμένα, αναπηδά αναπάντεχα η καλοσύνη, σαν το καθαρό νερό, που τινάζεται από το βράχο. Θεληματικά κακές ψυχές δεν έχουμε στον τόπο μας. Γι αυτό έλεγε ο Σωκράτης «Ουδείς εκών κακός». Γιατί σε άλλους τόπους, απ’ όσο ξέρω, βρίσκονται κακοί άνθρωποι, που είναι κακοί χωρίς ανάγκη. Κι όσοι δεν είναι κακοί είναι αδιάφοροι στον πόνο τ’ αλλουνού. Εκεί υπάρχει και η σατανική αρρώστια της ψυχής που την λένε «σαδισμό», να χαίρεται ο άνθρωπος σαν βασανίζεται ο άλλος. Τέτοια αποτρόπαια πλάσματα δεν υπάρχουνε σε μας,φαρμακερά μανιτάρια που φυτρώνουνε μέσα στους βαλτότοπους. Η μονάχη ιστορία που δεν έχει να δείξει τέτοια αρρωστιάρικα τέρατα είναι η ελληνική, ενώ είναι γεμάτη από τέτοια η ρωμαϊκή, η γαλλική, η εγγλέζικη, η σπανιόλικη, η τουρκική, η ρούσικη κ.ά., σε όλον τον κόσμο. Λοιπόν ας μη φανεί παράξενο αυτό που λέγω για την αγάπη που ΄χει ο λαός μας. Κι ας μη νομίσει κανένας πως μιλώ έτσι, επειδή κολακεύτηκα από τη μεγάλη συμπάθεια αυτού του λαού προς εμένα. Εγώ μπορεί να μην την αξίζω. Συχνά βλέπουμε αυτή την αγάπη να ρίχνεται απάνω σε πρόσωπα που δεν είναι τόσο άξια ν’ αγαπηθούνε. Έχω την ιδέα, πως ο λαός μας νιώθει την ανάγκη ν’ αγαπήσει, να δώσει τη συμπάθειά του σε κάποιον. Και μη βρίσκοντας πάντα έναν άξιο, πέφτει σε μας, τους ανάξιους. Όπως λέγω στους θεολόγους, πως ο λαός μας διψά την αγιότητα και πως δεν θέλει θεολογίες κούφιες, και γι’ αυτό φτάνει να είναι λίγο ηθικός και αυστηρός ένας παπάς ή ένας καλόγερος, και τον λέγει άγιο. Καλή φυλή, βλογημένη φυλή, με όλα τα κουσούρια και τις μιζέριες που της φορτώνουμε. Πόσα ξεπετάγματα καλής καρδιάς, συγγνώμης και ενθουσιασμού βλέπουμε κάθε τόσο! Που βρίσκει αυτό το κέφι τούτος ο βασανισμένος κόσμος, που’ ναι φορτωμένος μ’ όλες τις συμφορές, «τη πενία, τω πολυκεφάλω τούτω θηρίω σωζών», ο λαός μας ξαγοράζει κάθε μέρα και ώρα της ζωής του με πόνο και με αγώνα, όσο κανένας στον κόσμο, που βρίσκει λοιπόν αυτή τη δύναμη; Ποιος θα πίστευε πως μέσα σε τούτη την άγρια μηχανοκρατία, πνιγμένος από τις μπενζίνες και από τα πετρέλαια, ακούγοντας όλες αυτές τις διδασκαλίες της κάθε λογής παλιανθρωπιάς και του συμφέροντος, αδικημένος, περιπαιγμένος, ποιος θα πίστευε πως θα διατηρούσε αυτή την πατρογονική ευαισθησία του;***
Κάθουμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και κοιμίζω τον πόνο μου σιγοψέλνοντας και φέρνοντας στο νου μου ένα πλήθος ανθρώπων που πονέσανε και κλάψανε για μας, πλούσιους, φτωχούς, νιούς, ηλικιωμένους, κληρικούς και λαϊκούς, καλόγερους, καλογριές, παιδάκια, ψυχές και πνοές. Άλλοι κάνανε αγρυπνίες, άλλοι παρακλήσεις, άλλοι λειτουργίες σε εκκλησιές και σε ρημοκκλήσια, ακόμα σε σπηλιές και σε βραχότρυπες. Και λέγω στον εαυτό μου : «Τι έκανες εσύ που ν’ αξίζεις να πληρωθείς με τόση αφοσίωση»; Αυτά τα παλιόχαρτα, που τα γέμισα με τους δικούς μου τους καημούς, τόσο καλό κάνανε σ’ ένα σωρό ψυχές και δεν το ήξερα; Τι τους έδωσα; Φαίνεται πως εκείνο που τους έδωσα άξιζε πολύ μ’ όλο που φαινότανε τιποτένιο. Με πονέσανε γιατί πόνεσα μαζί τους και προσπάθησα να τους ανακουφίσω μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου, και τους παρηγορήσω με την ελπίδα του Θεού, που στηρίζει κι εμένα τον ίδιον, κι όχι με ψευτογιατρικά. Αν τους έδινα να φάνε και να πιούνε και να ντυθούνε, ίσως και να μην το γνωρίζανε τόσο βαθιά. Το ξέρω γιατί σε τούτη την περίσταση μέσα στο πλήθος που ήρθε κοντά μου δακρύζοντας, οι περισσότεροι από κείνους που βοήθησα στην φτώχια τους, θυσιάζοντας γι’ αυτούς τα πάντα, ήρθανε δίχως δάκρυα, με ψεύτικη συμπόνια, σαν από χρέος, που τους πείραζε πως το χρωστούσανε. Φαίνεται πως ό,τι έχει σχέση με το κορμί κι ό,τι γίνεται γι αυτό είναι χοντρό και βαρύ, μπροστά στο ό,τι γίνεται για την ψυχή. Λοιπόν κατάλαβα τώρα, σε τούτη τη θέση που βρίσκουμαι και που το κεφάλι μου είναι ζαλισμένο κι η καρδιά μου κουρασμένη, πως παρεκτός από τ’ άλλα η αγάπη είναι τάξη κι η κακία ακαταστασία, ταραχή, καταστροφή. Αγάπη και Ειρήνη. Κακία και Πόλεμος και Θάνατος. Από δω που σας βλέπω αδέλφια μου, σε μια πιθαμή από το Χάρο, πόσο απορώ για την τρέλα που μας ρίχνουνε τα πάθη μας! Άνθρωπε βλογημένε φάγε και πιες με μέτρο, δίχως ν’ αρπάχνεις τ’ αλλουνού το μερίδιο, ζήσε με τη χρειαζούμενη ανάπαυση, φχαρίστησε τον Κύριο, βγάλε από άνω σου την ψώρα της περφάνιας και θα δεις πως η ζωή μας θα χάσει τη αγριότητά της. Τι μαλώνετε για τα πολιτικά, για τα λεφτά, για τα αξιώματα, για τις εξουσίες και φαρμακώνετε τη ζωή σας. Όλοι είμαστε μελλοθάνατοι. Για κανέναν δεν υπάρχει έλεος. Ο καθένα μας ας είναι αγαπητός στα μάτια του άλλου γιατί είναι και κείνος μελλοθάνατος σαν κι αυτόν. Το κορμί η «πολύμοχθος σάρξ» που γι’ αυτή κάναμε τον κόσμο κόλαση, πόσο θα βαστάξει; Δώστε προσοχή στην ψυχή, σ αυτόν τον αθάνατο θησαυρό και τότε και το σώμα σας θ’ ανακουφισθεί και θα γεμίσει από ευφροσύνη. Σηκώστε τα χέρια σας, που τα κουνάτε περήφανα και παρακαλέστε τον Κύριο, γιατί άλλη σωτηρία δεν υπάρχει από αυτόν. Παρατήστε τις ψευτιές, τα ξεγελάσματα και τις ψευτοπαρηγοριές. Ο μοναχός αληθινός παρηγορητής είναι το Πνεύμα το Άγιον, ο Παράκλητος, γιατί είναι ο ίδιος και η Πηγή της Ζωής, η φλέβα της Ζωής: «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται». Παρηγοριά αληθινή κι ελπίδα δεν υπάρχει σε ό,τι πεθαίνει. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου, και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (Ψαλ. μθ’. 15).
Σημείωση : Το παραπάνω άρθρο καθώς και το προηγούμενο, το έγραψα στο κρεβάτι, λίγες μέρες ύστερα από το αυτοκινητικό ατύχημά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου