Παρασκευή η πανεύφημος Οσιομάρτυς του Χριστού εγεννήθη εν ταις ημέραις
του βασιλέως Αδριανού· πατήρ αυτής ήτο ευσεβής τις Ορθόδοξος Χριστιανός,
πλούσιος κατά πολλά, Αγάθων λεγόμενος, έχων γυναίκα και αυτήν Χριστιανήν,
Πολιτείαν καλουμένην· διέμενον δε εις τι προάστιον της μεγαλοπόλεως Ρώμης. Πλην
παρ’ όλας τας καλωσύνας και ελεημοσύνας, τας οποίας είχον, δεν είχον τέκνον,
ούτε άρσεν, ούτε θήλυ, και δια τούτο ήσαν πάντοτε λυπημένοι, όπως κάλλιστα
γνωρίζουν όσοι έχουν τοιαύτην λύπην. Παρεκάλουν όθεν και οι δύο τον Θεόν να
τους δώση τέκνον, ουχί μόνον δια την κληρονομίαν του πολλού πλούτου, τον οποίον
είχον, αλλά μάλλον δια την διαδοχήν του γένους αυτών. Ο δε Πανάγαθος Θεός,
όστις ποιεί το θέλημα των φοβουμένων αυτών και της δεήσεως αυτών εισακούει, ως
λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, επήκουσε της δεήσεως αυτών.
Όθεν μετ’ ολίγας ημέρας συλλαβούσα η Πολιτεία εγέννησε την Αγίαν ταύτην εν τη έκτη ημέρα της εβδομάδος· δια τούτο και όταν εβάπτισαν αυτήν, εκάλεσαν το όναμά της Παρασκευήν. Αύτη εκ πρώτης ηλικίας εδείκνυεν οποία τις θέλει γίνει εις το ύστερον· διότι δεν έπαιζεν ατάκτως, όπως την σήμερον ημέραν τα μωρά κοράσια, ουδέ εις απρεπή παίγνια ησχολείτο, ουδέ ηκούετο αργολογία ή μωρολογία εκ του στόματος αυτής, αλλ’ επαιδεύετο υπό της μητρός αυτής Πολιτείας εις παν έργον θεάρεστον, καθώς πρέπει να παιδεύωσιν αι μητέρες τας θυγατέρας. Εις την ανατροφήν δε και παίδευσιν, την οποίαν είχεν η Αγία, έμαθε και τα ιερά γράμματα· δια τούτο δεν έλειπεν από την Εκκλησίαν, ουδέ την είδε ποτέ άνθρωπος να μη κρατή βιβλίον εις τας χείρας της, παρεκτός μόνον όταν έτρωγεν ή έκαμνεν υπηρεσίαν αναγκαίαν του σώματος. Ηγάπα δε κατά πολλά την παρθενίαν, κατά μίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, δια τούτο δε όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι οποίοι είναι οδός του έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών, αλλά και το στόμα από αισχρολογίαν και την ακοήν από απρεπείς ακροάσεις. Ακούετε, όσαι είσθε παρθένοι, και μάθετε πως πρέπει να παρθενεύετε· διότι, όχι μόνον εκείνη η οποία παρθενεύει κατά το σώμα, εκείνη λέγεται καθολικά παρθένος, αλλ’ εκείνη ήτις είναι και κατά την ψυχήν καθαρά, και δεν έχει εις τον λογισμόν της αισχράς ενθυμήσεις, αυτή είναι η πραγματική παρθένος. Ακούσατε και όσαι έχετε άνδρας, πως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το δεύτερον Κεφάλαιον της προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής αυτού. «Μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς μη εν πλέγμασιν ή χρυσώ ή μαργαρίταις ή ιματισμώ πολυτελεί, αλλ’ ο πρέπει γυναιξίν επαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι’ έργων αγαθών»· ήτοι να μη χρησιμοποιήτε καλυντικά, ουδέ να στολίζεσθε με χρυσαφικά και με μαργαριτάρια ούτε πολυτελή ενδύματα, αλλά να είσθε τιμημέναι και σώφρονες, καθώς πρέπει εις τας γυναίκας των Χριστιανών, αίτινες θέλουν να αρέσουν εις τον Χριστόν, με έργα αγαθά και όχι με στολίδια. Ακούετε όσαι έχετε θυγατέρας ανυπάνδρους, πως πρέπει να τας παιδεύετε, όχι να γίνεσθε σεις κακόν παράδειγμα εις αυτάς, αλλά να είσθε τύπος και παράδειγμα των θυγατέρων σας προς παν έργον θεάρεστον· διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οι οποίοι μολύνουσι τας ψυχάς των απλών παρθένων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγετε εις τους συζύγους σας, όταν παρακύπτετε συχνάκις εκ των παραθύρων, όταν αγαπάτε τον οίνον, όταν σεις δεν έχετε καμμίαν ευλάβειαν ουδέ κρατήτε την γλώσσαν, πόθεν άλλοθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την καλήν συμπεριφοράν αφού δεν εξέρχονται έξω του οίκου; Αλλ’ η Αγία αύτη Παρασκευή δεν ήτο τοιαύτη, ουδέ επαιδεύθη τοιουτοτρόπως υπό της μητρός αυτής, ουδέ είχε την ωραιότητά της και το κάλλος της εις έρωτας νέων ατάκτων, οίτινες περιέρχονται με κυνικήν αναίδειαν, που να ίδωσι καμμίαν κόρην, ουδέ έκυπτεν από τα παράθυρα να αγρεύση τας ψυχάς των ανδρών, αλλά πάντοτε εν έργον είχεν απαραίτητον· το να στολίζη την ψυχήν της με νηστείαν, με εγκράτειαν, με σιωπήν, με προσοχήν, με παρθενίαν, με ελεημοσύνην και με παν έργον θεάρεστον. Πολλοί άρχοντες του καιρού εκείνου επεθύμησαν να την λάβωσι νύμφην εις τους υιούς αυτών, και δια τον πατρικόν της πλούτον και δια την καλλονήν της, το δε περισσότερον δια την σωφροσύνην της, αλλά αυτή αγαπώσα την παρθενίαν και θέλουσα να μείνη καθαρά και αμόλυντος νύμφη του Χριστού δεν ήθελε να ακούση περί υπανδρείας. Ταύτα δε βλέποντες οι γονείς αυτής έχαιρον δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις τους εχάρισε τοιούτον τέκνον ευλογημένον. Όταν δε εγένετο η Αγία είκοσι ετών, απέθανον οι γονείς αυτής και έμεινεν ο πολύς πλούτος εκείνος εις τας χείρας της· παρευθύς δε τότε έδειξε την αγαθήν της προαίρεσιν, διότι δεν τον εχρησιμοποίησεν εις αναπαύσεις του σώματος ουδέ εις φαγοπότια και στολίδια· αλλά ακούσασα τον Χριστόν, όστις λέγει εις το δωδέκατον Κεφάλαιον του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου: «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην· ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς», εμοίρασεν αυτόν όλον εις τους έχοντας ανάγκην και εις τους πτωχούς υπέρ του ονόματος αυτού. Έπειτα επήγεν εις Μοναστήριον γυναικών, και εφόρεσε το μοναχικόν σχήμα, εκεί δε έκαμε καιρόν ικανόν, εν πάση υποταγή και ταπεινώσει, δουλεύουσα εις τον Θεόν και εις την προεστώσαν του Μοναστηρίου. Αλλ’ επειδή ηγάπα να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του Χριστού, δια τούτο, λαβούσα την ευχήν της Ηγουμένης και των άλλων μοναζουσών ως αγαθόν συνοδοιπόρον, εξήλθε του Μοναστηρίου δια να κηρύξη κατά πάσαν πόλιν και χώραν το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την εποχήν εκείνην ήτο βασιλεύς της παλαιάς Ρώμης ο Αντωνίνος ο επιλεγόμενος ευσεβής, όστις ήτο ακόμη τότε ειδωλολάτρης. Ούτος εγένετο βασιλεύς μετά τον Αδριανόν εις τους 140 περίπου χρόνους από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Κηρύττουσα λοιπόν η Αγία, πολλοί των Ελλήνων και Ιουδαίων ακούοντες τους λόγους αυτής επέστρεψαν εις θεογνωσίαν· οι δε Ιουδαίοι οι ευρεθέντες εις μίαν πόλιν, όπου εκήρυττεν η Αγία, φθονερόν γένος ως είναι πάντοτε και εχθρότατον των Χριστιανών, βλέποντες τους Χριστιανούς πληθυνομένους και την θρησκείαν αυτών ατιμαζομένην και υβριζομένην, προσελθόντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον διέβαλον την Αγίαν λέγοντες· «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, οι μεν άλλοι πάντες πείθονται εις το πρόσταγμα της βασιλείας σου, γυνή δε τις, ονόματι Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησούν, τον υιόν της Μαρίας, τον οποίον εσταύρωσαν οι πατέρες ημών ως πλάνον και αντίθεον, και λέγει, ότι αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός, οι δε υπό της βασιλείας σου προσκυνούμενοι θεοί είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς Αντωνίνος όλος επλήσθη θυμού, και παρευθύς αποστείλας στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· ως δε είδε την ωραιότητα αυτής, όλως εξεπλάγη και ήρχισε με κολακείας λέγων προς αυτήν· «Ω Παρασκευή, εγώ, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, επαινώ την νεότητά σου, και δια τούτο σε συμβουλεύω να θυσιάσης εις τους θεούς, οι οποίοι σου έδωκαν την ωραιότητα ταύτην· διότι εάν μεν ποιήσης, καθώς σου λέγω, θέλω σου δώσει πολλάς δωρεάς· εάν δε θέλης να σταθής εις το θέλημά σου και να φανής εναντία των ημετέρων προσταγμάτων, ήξευρε, ότι θέλω σε τιμωρήσει με βάσανα, τα οποία και μόνον εξ ακοής και θεωρίας καταπλήττουσι τον άνθρωπον, όχι μάλιστα και να τα πάθη». Τοιαύτα και άλλα περισσότερα έλεγεν ο βασιλεύς κολακεύων την Αγίαν· αλλά αυτή σημειώσασα εις εαυτήν το σημείον του Τιμίου Σταυρού απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι με τας τοιαύτας κολακείας ή με τας τοιαύτας απειλάς θέλω αρνηθή εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δεν υπάρχει καμμία βάσανος ούτε τιμωρία ούτε παίδευσις, ήτις να με χωρίση από την αγάπην του». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς διέταξε τους στρατιώτας μετά μεγάλου θυμού να καύσωσι περισσώς μίαν περικεφαλαίαν σιδηράν, έως ου να κοκκινίση και τότε να την βάλωσιν εις την κεφαλήν της Αγίας· αλλά ο Θεός, όστις εφύλαξε ποτε τους τρεις Παίδας εν τη καμίνω και δεν εχωνεύθησαν υπό του πυρός, αυτός και τότε εθαυματούργησεν εις την Αγίαν· διότι ήθελε τις ειπεί, ότι, ως να είχε ψυχράν δρόσον εις την κεφαλήν της, τοιουτοτρόπως ελογίσθη τούτο η Αγία. Πολλοί δε των παρισταμένων Ελλήνων, ιδόντες τούτο το παράδοξον θαύμα, επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν· τους οποίους ο βασιλεύς διέταξε να θανατώσωσι δια διαφόρων θανάτων· άλλους μεν να αποκεφαλίσουν, άλλους δε να κατακαύσουν, άλλους να πνίξουν εις τον ποταμόν της Ρώμης Τίβεριν, άλλων δε να αφαιρέσουν το δέρμα. Και τούτους μεν τοιουτοτρόπως τους ετιμώρησε, την δε Αγίαν διέταξε να την βάλωσιν εις φυλακήν, έως να συλλογισθή με ποίον τρόπον να βασανίση και να θανατώση αυτήν. Αφού δε η Αγία εκλείσθη εις το δεσμωτήριον, εδέετο μετά δακρύων του Κυρίου λέγουσα· «Φύλαξόν με, Κύριε, εις την αληθινήν πίστιν σου, και λύτρωσαί με εκ των σκανδάλων του εχθρού, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου». Κατά δε το μεσονύκτιον εφάνη εις αυτήν Άγγελος Κυρίου έχων εις τας χείρας Σταυρόν φωτεινόν, και κάλαμον και σπόγγον και στέφανον, και λέγει εις αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή, αθληφόρε του Κυρίου. Μη φοβού τας βασάνους των τυράννων· διότι ο Κύριος ημών, ο οποίος κατεδέξατο να σταυρωθή δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και να στεφανωθή με ακάνθινον στέφανον, αυτός μέλλει να είναι βοηθός σου, δια να σε λυτρώση από πάντα πειρασμόν επερχόμενον εις σε». Και ο μεν Άγγελος ταύτα ειπών προς την Αγίαν, και λύσας αυτήν εκ των δεσμών, απήλθεν εις τους ουρανούς· η δε Αγία, ακούσασα τους λόγους του Αγγέλου, διετέλεσε προσευχομένη έως ου εγένετο ημέρα. Το δε πρωϊ διέταξεν ο βασιλεύς να φέρουν την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· απελθόντες δε οι στρατιώται να φέρωσι την Αγίαν, ως είδον αυτήν λελυμένην των δεσμών, εξεπλάγησαν· ότε δε παρέστησαν αυτήν, είπεν ο βασιλεύς: «Άραγε, ω Παρασκευή, εσωφρονίσθης από την χθεσινήν τιμωρίαν ή ακόμη επιμένεις εις την αυτήν μωρίαν»; Η δε Αγία απεκρίνατο· «Τι νομίζεις, ασεβέστατε βασιλεύ, με τοιαύτας τιμωρίας να σαλεύσης τον στερρόν πύργον της ψυχής μου; Ευκολώτερον είναι να μαλάξης τον σίδηρον, παρά να μετατρέψης τον αγαθόν μου λογισμόν· ει δε και θέλης, δοκίμασόν με, ίνα ίδης την δύναμιν του Χριστού μου». Ως δε ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, όλος ηλλοιώθη εκ του θυμού αυτού, και παρευθύς προστάττει τους στρατιώτας να κρεμάσωσι την Αγίαν εκ των τριχών της κεφαλής εις ένα όρθιον ξύλον, έπειτα να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και με εκείνας να κατακαίωσι τας μασχάλας της και τα άλλα μέλη του σώματος. Και όμως η Αγία, ταύτα πάσχουσα, υπέμενεν ανδρείως και τον μεν βασιλέα ύβριζε, τους δε ψευδωνύμους θεούς εμυκτήριζεν. Ως δε είδεν ο βασιλεύς ότι εις ουδέν λογίζεται η Αγία ταύτην την βάσανον, διέταξε πάλιν να βάλωσιν εις ένα μέγαν λέβητα έλαιον και πίσσαν, και να βράσωσι δυνατά, έπειτα να την ρίψωσι μέσα. Τούτου δε γενομένου, ίστατο η Αγία εν μέσω του λέβητος δροσιζομένη και χαίρουσα ωσάν να ήτο εις δροσερόν κήπον. Βλέπων δε τούτο ο βασιλεύς και θαυμάζων εις την μεγάλην θαυματουργίαν εκείνης, προσεγγίσας εις τον λέβητα, είπεν προς την Αγίαν· «Ράντισό με από το έλαιον αυτό, ω Παρασκευή, το οποίον είναι εις τον λέβητα, ίνα ίδω άραγε αληθώς καίει η πίσσα και το έλαιον, ή φαντασία είναι τούτο το οποίον βλέπω εις σε, να μη κατακαίεσαι»; Τότε η γία γεμίσασα τας δύο χείρας της εκ του ελαίου εκείνου και της πίσσης έρριψεν εις το πρόσωπον του βασιλέως, παρευθύς δε ετυφλώθησαν αι κόραι των οφθαλμών αυτού και έκραζε με μεγάλην φωνήν ο βασιλεύς λέγων· «Λυπήσου με, δούλη του αληθινού Θεού, δος μοι το φως των οφθαλμών μου, και πιστεύω εις τον Θεόν, τον οποίον κηρύττεις». Εξελθούσα τότε η Αγία εκ του λέβητος ιάτρευσε τον βασιλέα και σωματικώς και ψυχικώς, βαπτίσασα αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιάς θεότητος. Και ο μεν βασιλεύς Αντωνίνος, με τοιούτον τρόπον πιστεύσας εις τον Χριστόν, απέβαλε την μιαράν θρησκείαν των Ελλήνων· η δε Αγία, εξελθούσα της μεγαλοπόλεως Ρώμης, απήλθεν εις ετέρας πόλεις και χώρας κηρύττουσα το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εισελθούσα δε εις ετέραν πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ασκληπιός λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί παρρησία τον λόγον της αληθείας. Τούτο μαθών ο βασιλεύς εκείνος παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει προς αυτήν· «Πόθεν είσαι, ω γύναι, και τις είναι αυτός ο Θεός ο νέος, τον οποίον κηρύττεις»; Η δε Αγία, επικαλεσθείσα το όνομα του Σωτήρος Χριστού και σφραγίσασα εαυτήν δια του τύπου του Τιμίου Σταυρού, απεκρίθη· «Το μεν πόθεν είμαι, ω βασιλεύ, δεν είναι ανάγκη να το μάθης μηδέ ωφέλιμον· ο δε Θεός, τον οποίον κηρύττω, δεν είναι νέος, ως λέγεις, αλλά είναι άναρχος και προαιώνιος, ο οποίος εποίησε τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, ο οποίος δια την σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθεν επί της γης και εσαρκώθη και εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον και ανελήφθη και πάλιν μέλλει να έλθη, ίνα κρίνη τον κόσμον άπαντα και αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα αυτού. Αυτόν κηρύττω, αυτόν ομολογώ Θεόν αληθινόν· οι δε ιδικοί σου θεοί οι ψευδώνυμοι, οίτινες τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολεσθήτωσαν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Ιερεμίας». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς Ασκληπιός, και ταραχθείς εκ των λόγων της Αγίας, έπεμψεν αυτήν προς τινα δράκοντα εμφωλεύοντα έξω της πόλεως εκείνης, εις τον οποίον έρριπτον τους καταδίκους· δράκων δε, τον οποίον ακούομεν πολλάκις εις τας Γραφάς, είναι μεν κατ’ αρχήν όφις, τρεφόμενος όμως και παλαιούμενος γίνεται μέγας και φοβερός, τότε δε ονομάζεται δράκων. Όταν δε η Αγία επλησίασεν εις τον τόπον εκείνον, όπου κατώκει το θηρίον, ως είδεν αυτήν ο δράκων μεγάλως εβρυχήθη, ανοίξας δε το στόμα αυτού εξέβαλε καπνόν φοβερόν πολύν ως θέλων να την καταπίη. Η δε Αγία σταθείσα πλησίον του δράκοντος είπε· «Θηρίον πονηρότατον, έφθασεν επί σε η οργή του Θεού και ιδού ήγγισεν ο αφανισμός σου, διότι πολλούς αναιτίως κατέφαγες». Ταύτα ειπούσα και το σημείον του Σταυρού ποιήσασα εις εαυτήν ενεφύσησε τον δράκοντα και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ, ως μεγάλη η χάρις των Αγίων σου!), ο φοβερός δράκων εκείνος μεγάλως συρίξας και εαυτόν περιστρέψας, διερράγη εις δύο. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδών ο βασιλεύς Ασκληπιός και οι συν αυτώ πάντες επίστευσαν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό της Αγίας εις το όνομα της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος. Και ούτοι μεν τοιουτοτρόπως πιστεύσαντες και βαπτισθέντες, έχαιρον δοξάζοντες τον Χριστόν· η δε Αγία εξελθούσα εκείνης της πόλεως απήλθε πάλιν εις ετέρας πόλεις και χώρας, κηρύττουσα τον Χριστόν. Εισελθούσα δε εις άλλην πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ταράσιος λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί τον λόγον της αληθείας. Μαθών δε ο βασιλεύς τα περί αυτής, παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει· «Ποίος πονηρός δαίμων σε έφερεν εδώ, γύναι, να υβρίζης μεν τους μεγάλους και αιωνίους θεούς, να κηρύττης δε άγνωστον τινα Θεόν, χθεσινόν και προχθεσινόν, γεννηθέντα προ χρόνων εκατόν πεντήκοντα, εις τας ημέρας του βασιλέως Αυγούστου, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι ως κακούργον και πλάνον και αντίθεον»; Η Αγία απεκρίθη· «Δεν με έστειλε πονηρός δαίμων εδώ, ω βασιλεύ, να κηρύττω την αλήθειαν, αλλ’ ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, εκείνος με άστειλε να τον κηρύττω, άναρχον μεν κατά την θεότητα, χρονικόν δε κατά την σάρκα, τον αυτόν απαθή και παθητόν, αόρατον και ορατόν, άκτιστον και κτιστόν. Το μεν δια την φύσιν της θεότητος, το δε δια την ανθρωπότητα. Τούτον εγώ κηρύττω ως Θεόν προαιώνιον, τούτον μόνον ομολογώ ότι είναι Θεός αληθής και άνθρωπος τέλειος, τα δε είδωλα, τα κωφά και αναίσθητα, τα οποία προσκυνείτε σεις οι άφρονες Έλληνες, εγώ μυκτηρίζω και καταπατώ, διότι τίποτε άλλο δεν είναι ειμή μόνον ξύλα άψυχα και λίθοι αναίσθητοι». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς μεγάλως εθυμώθη, και παρευθύς διέταξε τους στρατιώτας να βάλωσιν εις ένα λέβητα μέγαν, έλαιον, πίσσαν και μόλυβδον και να τα βράσουν περισσώς, έπειτα δε να ρίψουν μέσα την Αγίαν. Τι όμως εθαυματούργησεν ο Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα η Αγία; Καθώς έστειλε τότε τον Άγγελον αυτού και εδρόσιζε την βαβυλωνίαν κάμινον, ούτως απέστειλε και την ώραν εκείνην Άγγελον φωτοειδή, ο οποίος κατελθών την μεν φλόγα κατέσβεσε, τα δε εκκαιόμενα εκείνα τρία είδη εποίησε ψυχρότερα ύδατος. Τούτο το θαύμα πολλούς των Ελλήνων επέστρεψεν εις θεογνωσίαν. Αλλ’ ο ασυνείδητος βασιλεύς Ταράσιος, έχων πεπωρωμένην την καρδίαν, είπε πάλιν εις τους στρατιώτας· «συλλάβετε την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών, και τανύσατέ την κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και μαστιγώσατέ την ανοικτιρμόνως, έως ου να θυσιάση εις τους μεγάλους θεούς ή να αποθάνη από τας βασάνους». Δεν επρόφθασεν ο βασιλεύς να τελειώση τον λόγον, και παρευθύς εγένετο το πρόσταγμα. Τι δε έκαμεν η Αγία; Εκεί έδειξε την καρτερίαν της, διότι ήθελεν είπει τις ότι άλλος επαιδεύετο, τοιουτοτρόπως εφαίνετο η Αγία όλη χαίρουσα, όλη ευφραινομένη· δύο και τρεις φοράς ηλλάχθησαν οι στρατιώται, και όμως η Αγία ήτο η αυτή, ήθελεν ειπεί τις ότι ευρίσκετο εις ωραίον κήπον, τοσούτον έλαμπε το πρόσωπον αυτής. Ως δε είδε την τοσαύτην επιμονήν της Αγίας ο μιαρός βασιλεύς, εντραπείς από τους περιεστώτας, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν γυναίκα ωσάν εκείνην, διέταξε να την βάλωσιν εις την φυλακήν, εκεί δε να την καρφώσουν τανυστά εις την γην εκ τεσσάρων σημείων. Έπειτα να βάλωσι και μίαν πλάκα μεγάλην εις τα στήθη της και ούτω να κείται τιμωρουμένη έως ου να συλλογισθή με ποίον θάνατον να την τελειώση. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται προς την Αγίαν ο Χριστός μετά πλήθους Αγγέλων και Αρχαγγέλων δορυφορούμενος και λέγει προς αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή καλλιπάρθενε· μη δειλιάσης τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, να σε λυτρώνη από πάντα πειρασμόν· ακόμη ολίγον υπόμεινον και θέλεις έλθει να συμβασιλεύσης μετ’ εμού αιωνίως». Ταύτα ειπών ο Χριστός και ιασάμενος τας πληγάς αυτής, άμα δε λύσας αυτήν εκ των δεσμών, ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατά δε την επομένην αποστείλας ο βασιλεύς στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθέν αυτού. Ως δε είδεν αυτήν όλην υγιά, μηδέν σημείον έχουσαν των χθεσινών πληγών, εθαύμασε και λέγει εις αυτήν· «Βλέπεις, ω γύναι, πως σε αγαπώσιν οι φιλάνθρωποι και μεγάλοι θεοί; Διότι, δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου, ιάτρευσαν τας πληγάς σου, δια να μη έχης τινά ασχημίαν επάνω σου· μη φανής και συ αχάριστος προς αυτούς, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών, ίνα προσκυνήσης αυτούς και λάβης μεγάλας δωρεάς παρά της βασιλείας μου». Απεκρίθη η Αγία· «Δεν μου έδωσαν οι θεοί σου, βασιλεύ, την υγείαν, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθής Θεός, εις τον οποίον και πιστεύω και λατρεύω· πλην επειδή λέγεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους λέγεις να προσκυνήσω». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εχάρη, νομίζων ότι μετενόησεν η Αγία, παρευθύς δε διέταξε τους άρχοντάς του και όλον τον λαόν να εισέλθουν εις τον ναόν· οι δε πεπλανημένοι Έλληνες από την χαράν των επολυχρονούσαν τον βασιλέα. Όταν δε εισήλθον όλοι εις τον ναόν και επερίμενον να ίδουν τι θέλει κάμει η Αγία, αύτη εσήκωσε την δεξιάν χείρα της προς το είδωλον του Απόλλωνος και λέγει· «Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να πάρης ως θεός από εμέ θυσίαν»; Και με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν της· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το είδωλον, μετά μεγάλης φωνής είπε· «Δεν είμαι εγώ θεός, μηδέ άλλος τις από ημάς, αλλά μόνον αυτός τον οποίον κηρύττεις συ είναι Θεός αληθινός, ημείς δε είμεθα πρότερον Άγγελοι, δια δε την υπερηφάνειάν μας εγίναμεν διάβολοι, και από τότε απατώμεν τους ανθρώπους από τον φθόνον μας και μας προσκυνούν ως θεούς». Η δε Αγία απεκρίθη· «Διατί τότε στέκεσθε αυτού τώρα, όπου είμαι και εγώ η δούλη του αληθινού Θεού»; Πάραυτα δε με την φωνήν της Αγίας βοή και σύγχυσις και θρήνοι ηκούσθησαν από τα είδωλα του βωμού και καταπεσόντα συνετρίβησαν. Τότε οι ιερείς του ναού και άλλοι από το πλήθος του λαού ήρπασαν την Αγίαν από τον βωμόν, και δέροντες και σύροντες έφεραν αυτήν έξω του ναού, και έκραζον προς τον βασιλέα: «Φόνευσον την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών· φόνευσον αυτήν πριν να κρημνίση και τον ναόν και σε, βασιλεύ». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, και βλέπων ότι δεν δύναται παντελώς ούτε με κολακείας ούτε με απειλάς ούτε με άλλον τινά τρόπον να την επιστρέψη εις την γνώμην του, απεφάσισε κατ’ αυτής τοιαύτην απόφασιν· «Παρασκευήν την υβρίστριαν των θεών, ήτις κατεφρόνησε μεν την ημετέραν ευτυχίαν, κηρύττει δε τον πλάνον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, προστάσσω να οδηγήσετε έξω της πόλεως και να κόψετε την μιαράν της κεφαλήν». Και ο μεν βασιλεύς ταύτα διέταξεν· οι δε στρατιώται, παραλαβόντες την Αγίαν, εξήγαγον έξω της πόλεως ίνα την αποκεφαλίσουν. Ότε δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησεν η Αγία να την αφήσουν ολίγην ώραν να κάμη την προσευχήν της και την άφησαν. Τότε κλίνασα το γόνατα και τας μεν χείρας υψώσασα εις τον ουρανόν, τον δε νουν προς τον Θεόν, προσευχομένη έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την ιδικήν μας σωτηρίαν κατέβης από τους ουρανούς και ήλθες επί της γης, ευχαριστώ σοι, ότι με ηξίωσας να υπομείνω βάσανα και τιμωρίας δια το Άγιόν σου όνομα· δοξολογώ σε ότι κατηξιώθην να μιμηθώ το πάθος σου· υμνολογώ σε ότι με εδυνάμωσες να μαρτυρήσω δια την αγάπην σου· αξίωσόν με και της Βασιλείας σου· και ως εγώ υπέμεινα τας τιμωρίας δια την αγάπην σου, ούτω και συ, Θεέ μου, δόξασόν με εις την Βασιλείαν σου και παράλαβε την ψυχήν μου την ταπεινήν και ανάπαυσον αυτήν μετά των φρονίμων παρθένων σου, ότι δια να θαρρώ εις την μεγάλην σου δόξαν υπέμεινα τας τιμωρίας και τα βάσανα, και δια να ελπίζω εις την πλουσίαν σου ανταμοιβήν, θέλω να λάβω τον θάνατον· δια τούτο κατάταξόν με εν τω χορώ των Αγίων σου Μαρτύρων· και μνήσθητι, φιλάνθρωπε Κύριε, και των επικαλουμένων το όνομά σου το Άγιον δι’ εμού της δούλης σου εν καιρώ θλίψεως· μνήσθητι των επιτελούντων την μνήμην της εμής τελειώσεως· αντάμειψον αυτούς δια των πλουσίων σου χαρισμάτων· επάκουσον της προσευχής αυτών εν ημέρα δεήσεως, τελείωσον τα προς σωτηρίαν αυτών αιτήματα, ίνα δια τούτων δοξασθή το όνομά σου το Άγιον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης φωνή ηκούσθη αοράτως, ώσπερ βροντή, λέγουσα· «Επήκουσα της δεήσεώς σου, Παρασκευή, και θέλει γίνει καθώς εζήτησας». Τότε η Αγία μετά χαράς μεγάλης κλίνασα τον αυχένα απετμήθη την κεφαλήν παρά τινος στρατιώτου κατά την προσταγήν του βασιλέως. Και η μεν τιμία και ολόφωτος αυτής ψυχή απήλθε προς τας αιωνίους μονάς, εις την ατελεύτητον χαράν, εις τους χορούς των Αθλοφόρων γυναικών και εις την Βασιλείαν των Ουρανών· το δε σεβάσμιον αυτής λείψανον λαβόντες τινές χριστιανοί, κεκρυμμένοι δια τον φόβον των Ελλήνων, αλείψαντες δια μύρων και αρωμάτων, κατέθεσαν εις επίσημον τόπον δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν. Ο δε Θεός θέλων να θαυμαστώση την Αγίαν εποίει άπειρα θαύματα εις τον τάφον αυτής· διότι πολλοί ασθενείς προσερχόμενοι, και χώμα μόνον λαμβάνοντες εκ του τάφου αυτής, ιατρεύοντο· χωλοί ηνωρθώθησαν, πολλοί τυφλοί ανέβλεψαν· πολλοί δαιμονισμένοι ιατρεύθησαν· πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνογόνησαν· και άλλα θαυμαστά και παράδοξα σημεία εγίνοντο εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την πρεσβείαν αυτής, τα οποία εάν θελήση τις να διηγηθή καταλεπτώς, θέλει ομοιάσει εκείνον, όστις βούλεται να μετρήση τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Όχι δε μόνον εις τους παλαιούς καιρούς εθαυματούργει η Αγία, αλλά και την σήμερον, ει τις την επικαλεσθή μετά πίστεως, την ευρίσκει έτοιμον βοηθόν εις κάθε του ψυχωφελές ζήτημα. Αυτό είναι το μαρτύριον της Αγίας Παρασκευής, ευλογημένοι χριστιανοί. Ούτως ηγωνίσθη μέχρι θανάτου υπέρ της αγάπης του Χριστού. Και ο Χριστός τοιουτοτρόπως ετίμησεν αυτήν και εις την Βασιλείαν του την ουράνιον, και εις τούτον τον αισθητόν κόσμον, ώστε δεν είναι τόπος, εις τον οποίον να πιστεύουν εις τον Χριστόν και να μη την επαινούν ή να μη έχουν ακουστόν το όνομα αυτής· ης ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς· Αμήν.
Όθεν μετ’ ολίγας ημέρας συλλαβούσα η Πολιτεία εγέννησε την Αγίαν ταύτην εν τη έκτη ημέρα της εβδομάδος· δια τούτο και όταν εβάπτισαν αυτήν, εκάλεσαν το όναμά της Παρασκευήν. Αύτη εκ πρώτης ηλικίας εδείκνυεν οποία τις θέλει γίνει εις το ύστερον· διότι δεν έπαιζεν ατάκτως, όπως την σήμερον ημέραν τα μωρά κοράσια, ουδέ εις απρεπή παίγνια ησχολείτο, ουδέ ηκούετο αργολογία ή μωρολογία εκ του στόματος αυτής, αλλ’ επαιδεύετο υπό της μητρός αυτής Πολιτείας εις παν έργον θεάρεστον, καθώς πρέπει να παιδεύωσιν αι μητέρες τας θυγατέρας. Εις την ανατροφήν δε και παίδευσιν, την οποίαν είχεν η Αγία, έμαθε και τα ιερά γράμματα· δια τούτο δεν έλειπεν από την Εκκλησίαν, ουδέ την είδε ποτέ άνθρωπος να μη κρατή βιβλίον εις τας χείρας της, παρεκτός μόνον όταν έτρωγεν ή έκαμνεν υπηρεσίαν αναγκαίαν του σώματος. Ηγάπα δε κατά πολλά την παρθενίαν, κατά μίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, δια τούτο δε όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι οποίοι είναι οδός του έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών, αλλά και το στόμα από αισχρολογίαν και την ακοήν από απρεπείς ακροάσεις. Ακούετε, όσαι είσθε παρθένοι, και μάθετε πως πρέπει να παρθενεύετε· διότι, όχι μόνον εκείνη η οποία παρθενεύει κατά το σώμα, εκείνη λέγεται καθολικά παρθένος, αλλ’ εκείνη ήτις είναι και κατά την ψυχήν καθαρά, και δεν έχει εις τον λογισμόν της αισχράς ενθυμήσεις, αυτή είναι η πραγματική παρθένος. Ακούσατε και όσαι έχετε άνδρας, πως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το δεύτερον Κεφάλαιον της προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής αυτού. «Μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς μη εν πλέγμασιν ή χρυσώ ή μαργαρίταις ή ιματισμώ πολυτελεί, αλλ’ ο πρέπει γυναιξίν επαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι’ έργων αγαθών»· ήτοι να μη χρησιμοποιήτε καλυντικά, ουδέ να στολίζεσθε με χρυσαφικά και με μαργαριτάρια ούτε πολυτελή ενδύματα, αλλά να είσθε τιμημέναι και σώφρονες, καθώς πρέπει εις τας γυναίκας των Χριστιανών, αίτινες θέλουν να αρέσουν εις τον Χριστόν, με έργα αγαθά και όχι με στολίδια. Ακούετε όσαι έχετε θυγατέρας ανυπάνδρους, πως πρέπει να τας παιδεύετε, όχι να γίνεσθε σεις κακόν παράδειγμα εις αυτάς, αλλά να είσθε τύπος και παράδειγμα των θυγατέρων σας προς παν έργον θεάρεστον· διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οι οποίοι μολύνουσι τας ψυχάς των απλών παρθένων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγετε εις τους συζύγους σας, όταν παρακύπτετε συχνάκις εκ των παραθύρων, όταν αγαπάτε τον οίνον, όταν σεις δεν έχετε καμμίαν ευλάβειαν ουδέ κρατήτε την γλώσσαν, πόθεν άλλοθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την καλήν συμπεριφοράν αφού δεν εξέρχονται έξω του οίκου; Αλλ’ η Αγία αύτη Παρασκευή δεν ήτο τοιαύτη, ουδέ επαιδεύθη τοιουτοτρόπως υπό της μητρός αυτής, ουδέ είχε την ωραιότητά της και το κάλλος της εις έρωτας νέων ατάκτων, οίτινες περιέρχονται με κυνικήν αναίδειαν, που να ίδωσι καμμίαν κόρην, ουδέ έκυπτεν από τα παράθυρα να αγρεύση τας ψυχάς των ανδρών, αλλά πάντοτε εν έργον είχεν απαραίτητον· το να στολίζη την ψυχήν της με νηστείαν, με εγκράτειαν, με σιωπήν, με προσοχήν, με παρθενίαν, με ελεημοσύνην και με παν έργον θεάρεστον. Πολλοί άρχοντες του καιρού εκείνου επεθύμησαν να την λάβωσι νύμφην εις τους υιούς αυτών, και δια τον πατρικόν της πλούτον και δια την καλλονήν της, το δε περισσότερον δια την σωφροσύνην της, αλλά αυτή αγαπώσα την παρθενίαν και θέλουσα να μείνη καθαρά και αμόλυντος νύμφη του Χριστού δεν ήθελε να ακούση περί υπανδρείας. Ταύτα δε βλέποντες οι γονείς αυτής έχαιρον δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις τους εχάρισε τοιούτον τέκνον ευλογημένον. Όταν δε εγένετο η Αγία είκοσι ετών, απέθανον οι γονείς αυτής και έμεινεν ο πολύς πλούτος εκείνος εις τας χείρας της· παρευθύς δε τότε έδειξε την αγαθήν της προαίρεσιν, διότι δεν τον εχρησιμοποίησεν εις αναπαύσεις του σώματος ουδέ εις φαγοπότια και στολίδια· αλλά ακούσασα τον Χριστόν, όστις λέγει εις το δωδέκατον Κεφάλαιον του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου: «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην· ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς», εμοίρασεν αυτόν όλον εις τους έχοντας ανάγκην και εις τους πτωχούς υπέρ του ονόματος αυτού. Έπειτα επήγεν εις Μοναστήριον γυναικών, και εφόρεσε το μοναχικόν σχήμα, εκεί δε έκαμε καιρόν ικανόν, εν πάση υποταγή και ταπεινώσει, δουλεύουσα εις τον Θεόν και εις την προεστώσαν του Μοναστηρίου. Αλλ’ επειδή ηγάπα να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του Χριστού, δια τούτο, λαβούσα την ευχήν της Ηγουμένης και των άλλων μοναζουσών ως αγαθόν συνοδοιπόρον, εξήλθε του Μοναστηρίου δια να κηρύξη κατά πάσαν πόλιν και χώραν το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την εποχήν εκείνην ήτο βασιλεύς της παλαιάς Ρώμης ο Αντωνίνος ο επιλεγόμενος ευσεβής, όστις ήτο ακόμη τότε ειδωλολάτρης. Ούτος εγένετο βασιλεύς μετά τον Αδριανόν εις τους 140 περίπου χρόνους από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Κηρύττουσα λοιπόν η Αγία, πολλοί των Ελλήνων και Ιουδαίων ακούοντες τους λόγους αυτής επέστρεψαν εις θεογνωσίαν· οι δε Ιουδαίοι οι ευρεθέντες εις μίαν πόλιν, όπου εκήρυττεν η Αγία, φθονερόν γένος ως είναι πάντοτε και εχθρότατον των Χριστιανών, βλέποντες τους Χριστιανούς πληθυνομένους και την θρησκείαν αυτών ατιμαζομένην και υβριζομένην, προσελθόντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον διέβαλον την Αγίαν λέγοντες· «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, οι μεν άλλοι πάντες πείθονται εις το πρόσταγμα της βασιλείας σου, γυνή δε τις, ονόματι Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησούν, τον υιόν της Μαρίας, τον οποίον εσταύρωσαν οι πατέρες ημών ως πλάνον και αντίθεον, και λέγει, ότι αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός, οι δε υπό της βασιλείας σου προσκυνούμενοι θεοί είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς Αντωνίνος όλος επλήσθη θυμού, και παρευθύς αποστείλας στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· ως δε είδε την ωραιότητα αυτής, όλως εξεπλάγη και ήρχισε με κολακείας λέγων προς αυτήν· «Ω Παρασκευή, εγώ, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, επαινώ την νεότητά σου, και δια τούτο σε συμβουλεύω να θυσιάσης εις τους θεούς, οι οποίοι σου έδωκαν την ωραιότητα ταύτην· διότι εάν μεν ποιήσης, καθώς σου λέγω, θέλω σου δώσει πολλάς δωρεάς· εάν δε θέλης να σταθής εις το θέλημά σου και να φανής εναντία των ημετέρων προσταγμάτων, ήξευρε, ότι θέλω σε τιμωρήσει με βάσανα, τα οποία και μόνον εξ ακοής και θεωρίας καταπλήττουσι τον άνθρωπον, όχι μάλιστα και να τα πάθη». Τοιαύτα και άλλα περισσότερα έλεγεν ο βασιλεύς κολακεύων την Αγίαν· αλλά αυτή σημειώσασα εις εαυτήν το σημείον του Τιμίου Σταυρού απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι με τας τοιαύτας κολακείας ή με τας τοιαύτας απειλάς θέλω αρνηθή εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δεν υπάρχει καμμία βάσανος ούτε τιμωρία ούτε παίδευσις, ήτις να με χωρίση από την αγάπην του». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς διέταξε τους στρατιώτας μετά μεγάλου θυμού να καύσωσι περισσώς μίαν περικεφαλαίαν σιδηράν, έως ου να κοκκινίση και τότε να την βάλωσιν εις την κεφαλήν της Αγίας· αλλά ο Θεός, όστις εφύλαξε ποτε τους τρεις Παίδας εν τη καμίνω και δεν εχωνεύθησαν υπό του πυρός, αυτός και τότε εθαυματούργησεν εις την Αγίαν· διότι ήθελε τις ειπεί, ότι, ως να είχε ψυχράν δρόσον εις την κεφαλήν της, τοιουτοτρόπως ελογίσθη τούτο η Αγία. Πολλοί δε των παρισταμένων Ελλήνων, ιδόντες τούτο το παράδοξον θαύμα, επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν· τους οποίους ο βασιλεύς διέταξε να θανατώσωσι δια διαφόρων θανάτων· άλλους μεν να αποκεφαλίσουν, άλλους δε να κατακαύσουν, άλλους να πνίξουν εις τον ποταμόν της Ρώμης Τίβεριν, άλλων δε να αφαιρέσουν το δέρμα. Και τούτους μεν τοιουτοτρόπως τους ετιμώρησε, την δε Αγίαν διέταξε να την βάλωσιν εις φυλακήν, έως να συλλογισθή με ποίον τρόπον να βασανίση και να θανατώση αυτήν. Αφού δε η Αγία εκλείσθη εις το δεσμωτήριον, εδέετο μετά δακρύων του Κυρίου λέγουσα· «Φύλαξόν με, Κύριε, εις την αληθινήν πίστιν σου, και λύτρωσαί με εκ των σκανδάλων του εχθρού, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου». Κατά δε το μεσονύκτιον εφάνη εις αυτήν Άγγελος Κυρίου έχων εις τας χείρας Σταυρόν φωτεινόν, και κάλαμον και σπόγγον και στέφανον, και λέγει εις αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή, αθληφόρε του Κυρίου. Μη φοβού τας βασάνους των τυράννων· διότι ο Κύριος ημών, ο οποίος κατεδέξατο να σταυρωθή δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και να στεφανωθή με ακάνθινον στέφανον, αυτός μέλλει να είναι βοηθός σου, δια να σε λυτρώση από πάντα πειρασμόν επερχόμενον εις σε». Και ο μεν Άγγελος ταύτα ειπών προς την Αγίαν, και λύσας αυτήν εκ των δεσμών, απήλθεν εις τους ουρανούς· η δε Αγία, ακούσασα τους λόγους του Αγγέλου, διετέλεσε προσευχομένη έως ου εγένετο ημέρα. Το δε πρωϊ διέταξεν ο βασιλεύς να φέρουν την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· απελθόντες δε οι στρατιώται να φέρωσι την Αγίαν, ως είδον αυτήν λελυμένην των δεσμών, εξεπλάγησαν· ότε δε παρέστησαν αυτήν, είπεν ο βασιλεύς: «Άραγε, ω Παρασκευή, εσωφρονίσθης από την χθεσινήν τιμωρίαν ή ακόμη επιμένεις εις την αυτήν μωρίαν»; Η δε Αγία απεκρίνατο· «Τι νομίζεις, ασεβέστατε βασιλεύ, με τοιαύτας τιμωρίας να σαλεύσης τον στερρόν πύργον της ψυχής μου; Ευκολώτερον είναι να μαλάξης τον σίδηρον, παρά να μετατρέψης τον αγαθόν μου λογισμόν· ει δε και θέλης, δοκίμασόν με, ίνα ίδης την δύναμιν του Χριστού μου». Ως δε ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, όλος ηλλοιώθη εκ του θυμού αυτού, και παρευθύς προστάττει τους στρατιώτας να κρεμάσωσι την Αγίαν εκ των τριχών της κεφαλής εις ένα όρθιον ξύλον, έπειτα να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και με εκείνας να κατακαίωσι τας μασχάλας της και τα άλλα μέλη του σώματος. Και όμως η Αγία, ταύτα πάσχουσα, υπέμενεν ανδρείως και τον μεν βασιλέα ύβριζε, τους δε ψευδωνύμους θεούς εμυκτήριζεν. Ως δε είδεν ο βασιλεύς ότι εις ουδέν λογίζεται η Αγία ταύτην την βάσανον, διέταξε πάλιν να βάλωσιν εις ένα μέγαν λέβητα έλαιον και πίσσαν, και να βράσωσι δυνατά, έπειτα να την ρίψωσι μέσα. Τούτου δε γενομένου, ίστατο η Αγία εν μέσω του λέβητος δροσιζομένη και χαίρουσα ωσάν να ήτο εις δροσερόν κήπον. Βλέπων δε τούτο ο βασιλεύς και θαυμάζων εις την μεγάλην θαυματουργίαν εκείνης, προσεγγίσας εις τον λέβητα, είπεν προς την Αγίαν· «Ράντισό με από το έλαιον αυτό, ω Παρασκευή, το οποίον είναι εις τον λέβητα, ίνα ίδω άραγε αληθώς καίει η πίσσα και το έλαιον, ή φαντασία είναι τούτο το οποίον βλέπω εις σε, να μη κατακαίεσαι»; Τότε η γία γεμίσασα τας δύο χείρας της εκ του ελαίου εκείνου και της πίσσης έρριψεν εις το πρόσωπον του βασιλέως, παρευθύς δε ετυφλώθησαν αι κόραι των οφθαλμών αυτού και έκραζε με μεγάλην φωνήν ο βασιλεύς λέγων· «Λυπήσου με, δούλη του αληθινού Θεού, δος μοι το φως των οφθαλμών μου, και πιστεύω εις τον Θεόν, τον οποίον κηρύττεις». Εξελθούσα τότε η Αγία εκ του λέβητος ιάτρευσε τον βασιλέα και σωματικώς και ψυχικώς, βαπτίσασα αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιάς θεότητος. Και ο μεν βασιλεύς Αντωνίνος, με τοιούτον τρόπον πιστεύσας εις τον Χριστόν, απέβαλε την μιαράν θρησκείαν των Ελλήνων· η δε Αγία, εξελθούσα της μεγαλοπόλεως Ρώμης, απήλθεν εις ετέρας πόλεις και χώρας κηρύττουσα το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εισελθούσα δε εις ετέραν πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ασκληπιός λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί παρρησία τον λόγον της αληθείας. Τούτο μαθών ο βασιλεύς εκείνος παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει προς αυτήν· «Πόθεν είσαι, ω γύναι, και τις είναι αυτός ο Θεός ο νέος, τον οποίον κηρύττεις»; Η δε Αγία, επικαλεσθείσα το όνομα του Σωτήρος Χριστού και σφραγίσασα εαυτήν δια του τύπου του Τιμίου Σταυρού, απεκρίθη· «Το μεν πόθεν είμαι, ω βασιλεύ, δεν είναι ανάγκη να το μάθης μηδέ ωφέλιμον· ο δε Θεός, τον οποίον κηρύττω, δεν είναι νέος, ως λέγεις, αλλά είναι άναρχος και προαιώνιος, ο οποίος εποίησε τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, ο οποίος δια την σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθεν επί της γης και εσαρκώθη και εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον και ανελήφθη και πάλιν μέλλει να έλθη, ίνα κρίνη τον κόσμον άπαντα και αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα αυτού. Αυτόν κηρύττω, αυτόν ομολογώ Θεόν αληθινόν· οι δε ιδικοί σου θεοί οι ψευδώνυμοι, οίτινες τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολεσθήτωσαν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Ιερεμίας». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς Ασκληπιός, και ταραχθείς εκ των λόγων της Αγίας, έπεμψεν αυτήν προς τινα δράκοντα εμφωλεύοντα έξω της πόλεως εκείνης, εις τον οποίον έρριπτον τους καταδίκους· δράκων δε, τον οποίον ακούομεν πολλάκις εις τας Γραφάς, είναι μεν κατ’ αρχήν όφις, τρεφόμενος όμως και παλαιούμενος γίνεται μέγας και φοβερός, τότε δε ονομάζεται δράκων. Όταν δε η Αγία επλησίασεν εις τον τόπον εκείνον, όπου κατώκει το θηρίον, ως είδεν αυτήν ο δράκων μεγάλως εβρυχήθη, ανοίξας δε το στόμα αυτού εξέβαλε καπνόν φοβερόν πολύν ως θέλων να την καταπίη. Η δε Αγία σταθείσα πλησίον του δράκοντος είπε· «Θηρίον πονηρότατον, έφθασεν επί σε η οργή του Θεού και ιδού ήγγισεν ο αφανισμός σου, διότι πολλούς αναιτίως κατέφαγες». Ταύτα ειπούσα και το σημείον του Σταυρού ποιήσασα εις εαυτήν ενεφύσησε τον δράκοντα και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ, ως μεγάλη η χάρις των Αγίων σου!), ο φοβερός δράκων εκείνος μεγάλως συρίξας και εαυτόν περιστρέψας, διερράγη εις δύο. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδών ο βασιλεύς Ασκληπιός και οι συν αυτώ πάντες επίστευσαν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό της Αγίας εις το όνομα της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος. Και ούτοι μεν τοιουτοτρόπως πιστεύσαντες και βαπτισθέντες, έχαιρον δοξάζοντες τον Χριστόν· η δε Αγία εξελθούσα εκείνης της πόλεως απήλθε πάλιν εις ετέρας πόλεις και χώρας, κηρύττουσα τον Χριστόν. Εισελθούσα δε εις άλλην πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ταράσιος λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί τον λόγον της αληθείας. Μαθών δε ο βασιλεύς τα περί αυτής, παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει· «Ποίος πονηρός δαίμων σε έφερεν εδώ, γύναι, να υβρίζης μεν τους μεγάλους και αιωνίους θεούς, να κηρύττης δε άγνωστον τινα Θεόν, χθεσινόν και προχθεσινόν, γεννηθέντα προ χρόνων εκατόν πεντήκοντα, εις τας ημέρας του βασιλέως Αυγούστου, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι ως κακούργον και πλάνον και αντίθεον»; Η Αγία απεκρίθη· «Δεν με έστειλε πονηρός δαίμων εδώ, ω βασιλεύ, να κηρύττω την αλήθειαν, αλλ’ ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, εκείνος με άστειλε να τον κηρύττω, άναρχον μεν κατά την θεότητα, χρονικόν δε κατά την σάρκα, τον αυτόν απαθή και παθητόν, αόρατον και ορατόν, άκτιστον και κτιστόν. Το μεν δια την φύσιν της θεότητος, το δε δια την ανθρωπότητα. Τούτον εγώ κηρύττω ως Θεόν προαιώνιον, τούτον μόνον ομολογώ ότι είναι Θεός αληθής και άνθρωπος τέλειος, τα δε είδωλα, τα κωφά και αναίσθητα, τα οποία προσκυνείτε σεις οι άφρονες Έλληνες, εγώ μυκτηρίζω και καταπατώ, διότι τίποτε άλλο δεν είναι ειμή μόνον ξύλα άψυχα και λίθοι αναίσθητοι». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς μεγάλως εθυμώθη, και παρευθύς διέταξε τους στρατιώτας να βάλωσιν εις ένα λέβητα μέγαν, έλαιον, πίσσαν και μόλυβδον και να τα βράσουν περισσώς, έπειτα δε να ρίψουν μέσα την Αγίαν. Τι όμως εθαυματούργησεν ο Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα η Αγία; Καθώς έστειλε τότε τον Άγγελον αυτού και εδρόσιζε την βαβυλωνίαν κάμινον, ούτως απέστειλε και την ώραν εκείνην Άγγελον φωτοειδή, ο οποίος κατελθών την μεν φλόγα κατέσβεσε, τα δε εκκαιόμενα εκείνα τρία είδη εποίησε ψυχρότερα ύδατος. Τούτο το θαύμα πολλούς των Ελλήνων επέστρεψεν εις θεογνωσίαν. Αλλ’ ο ασυνείδητος βασιλεύς Ταράσιος, έχων πεπωρωμένην την καρδίαν, είπε πάλιν εις τους στρατιώτας· «συλλάβετε την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών, και τανύσατέ την κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και μαστιγώσατέ την ανοικτιρμόνως, έως ου να θυσιάση εις τους μεγάλους θεούς ή να αποθάνη από τας βασάνους». Δεν επρόφθασεν ο βασιλεύς να τελειώση τον λόγον, και παρευθύς εγένετο το πρόσταγμα. Τι δε έκαμεν η Αγία; Εκεί έδειξε την καρτερίαν της, διότι ήθελεν είπει τις ότι άλλος επαιδεύετο, τοιουτοτρόπως εφαίνετο η Αγία όλη χαίρουσα, όλη ευφραινομένη· δύο και τρεις φοράς ηλλάχθησαν οι στρατιώται, και όμως η Αγία ήτο η αυτή, ήθελεν ειπεί τις ότι ευρίσκετο εις ωραίον κήπον, τοσούτον έλαμπε το πρόσωπον αυτής. Ως δε είδε την τοσαύτην επιμονήν της Αγίας ο μιαρός βασιλεύς, εντραπείς από τους περιεστώτας, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν γυναίκα ωσάν εκείνην, διέταξε να την βάλωσιν εις την φυλακήν, εκεί δε να την καρφώσουν τανυστά εις την γην εκ τεσσάρων σημείων. Έπειτα να βάλωσι και μίαν πλάκα μεγάλην εις τα στήθη της και ούτω να κείται τιμωρουμένη έως ου να συλλογισθή με ποίον θάνατον να την τελειώση. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται προς την Αγίαν ο Χριστός μετά πλήθους Αγγέλων και Αρχαγγέλων δορυφορούμενος και λέγει προς αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή καλλιπάρθενε· μη δειλιάσης τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, να σε λυτρώνη από πάντα πειρασμόν· ακόμη ολίγον υπόμεινον και θέλεις έλθει να συμβασιλεύσης μετ’ εμού αιωνίως». Ταύτα ειπών ο Χριστός και ιασάμενος τας πληγάς αυτής, άμα δε λύσας αυτήν εκ των δεσμών, ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατά δε την επομένην αποστείλας ο βασιλεύς στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθέν αυτού. Ως δε είδεν αυτήν όλην υγιά, μηδέν σημείον έχουσαν των χθεσινών πληγών, εθαύμασε και λέγει εις αυτήν· «Βλέπεις, ω γύναι, πως σε αγαπώσιν οι φιλάνθρωποι και μεγάλοι θεοί; Διότι, δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου, ιάτρευσαν τας πληγάς σου, δια να μη έχης τινά ασχημίαν επάνω σου· μη φανής και συ αχάριστος προς αυτούς, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών, ίνα προσκυνήσης αυτούς και λάβης μεγάλας δωρεάς παρά της βασιλείας μου». Απεκρίθη η Αγία· «Δεν μου έδωσαν οι θεοί σου, βασιλεύ, την υγείαν, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθής Θεός, εις τον οποίον και πιστεύω και λατρεύω· πλην επειδή λέγεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους λέγεις να προσκυνήσω». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εχάρη, νομίζων ότι μετενόησεν η Αγία, παρευθύς δε διέταξε τους άρχοντάς του και όλον τον λαόν να εισέλθουν εις τον ναόν· οι δε πεπλανημένοι Έλληνες από την χαράν των επολυχρονούσαν τον βασιλέα. Όταν δε εισήλθον όλοι εις τον ναόν και επερίμενον να ίδουν τι θέλει κάμει η Αγία, αύτη εσήκωσε την δεξιάν χείρα της προς το είδωλον του Απόλλωνος και λέγει· «Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να πάρης ως θεός από εμέ θυσίαν»; Και με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν της· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το είδωλον, μετά μεγάλης φωνής είπε· «Δεν είμαι εγώ θεός, μηδέ άλλος τις από ημάς, αλλά μόνον αυτός τον οποίον κηρύττεις συ είναι Θεός αληθινός, ημείς δε είμεθα πρότερον Άγγελοι, δια δε την υπερηφάνειάν μας εγίναμεν διάβολοι, και από τότε απατώμεν τους ανθρώπους από τον φθόνον μας και μας προσκυνούν ως θεούς». Η δε Αγία απεκρίθη· «Διατί τότε στέκεσθε αυτού τώρα, όπου είμαι και εγώ η δούλη του αληθινού Θεού»; Πάραυτα δε με την φωνήν της Αγίας βοή και σύγχυσις και θρήνοι ηκούσθησαν από τα είδωλα του βωμού και καταπεσόντα συνετρίβησαν. Τότε οι ιερείς του ναού και άλλοι από το πλήθος του λαού ήρπασαν την Αγίαν από τον βωμόν, και δέροντες και σύροντες έφεραν αυτήν έξω του ναού, και έκραζον προς τον βασιλέα: «Φόνευσον την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών· φόνευσον αυτήν πριν να κρημνίση και τον ναόν και σε, βασιλεύ». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, και βλέπων ότι δεν δύναται παντελώς ούτε με κολακείας ούτε με απειλάς ούτε με άλλον τινά τρόπον να την επιστρέψη εις την γνώμην του, απεφάσισε κατ’ αυτής τοιαύτην απόφασιν· «Παρασκευήν την υβρίστριαν των θεών, ήτις κατεφρόνησε μεν την ημετέραν ευτυχίαν, κηρύττει δε τον πλάνον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, προστάσσω να οδηγήσετε έξω της πόλεως και να κόψετε την μιαράν της κεφαλήν». Και ο μεν βασιλεύς ταύτα διέταξεν· οι δε στρατιώται, παραλαβόντες την Αγίαν, εξήγαγον έξω της πόλεως ίνα την αποκεφαλίσουν. Ότε δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησεν η Αγία να την αφήσουν ολίγην ώραν να κάμη την προσευχήν της και την άφησαν. Τότε κλίνασα το γόνατα και τας μεν χείρας υψώσασα εις τον ουρανόν, τον δε νουν προς τον Θεόν, προσευχομένη έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την ιδικήν μας σωτηρίαν κατέβης από τους ουρανούς και ήλθες επί της γης, ευχαριστώ σοι, ότι με ηξίωσας να υπομείνω βάσανα και τιμωρίας δια το Άγιόν σου όνομα· δοξολογώ σε ότι κατηξιώθην να μιμηθώ το πάθος σου· υμνολογώ σε ότι με εδυνάμωσες να μαρτυρήσω δια την αγάπην σου· αξίωσόν με και της Βασιλείας σου· και ως εγώ υπέμεινα τας τιμωρίας δια την αγάπην σου, ούτω και συ, Θεέ μου, δόξασόν με εις την Βασιλείαν σου και παράλαβε την ψυχήν μου την ταπεινήν και ανάπαυσον αυτήν μετά των φρονίμων παρθένων σου, ότι δια να θαρρώ εις την μεγάλην σου δόξαν υπέμεινα τας τιμωρίας και τα βάσανα, και δια να ελπίζω εις την πλουσίαν σου ανταμοιβήν, θέλω να λάβω τον θάνατον· δια τούτο κατάταξόν με εν τω χορώ των Αγίων σου Μαρτύρων· και μνήσθητι, φιλάνθρωπε Κύριε, και των επικαλουμένων το όνομά σου το Άγιον δι’ εμού της δούλης σου εν καιρώ θλίψεως· μνήσθητι των επιτελούντων την μνήμην της εμής τελειώσεως· αντάμειψον αυτούς δια των πλουσίων σου χαρισμάτων· επάκουσον της προσευχής αυτών εν ημέρα δεήσεως, τελείωσον τα προς σωτηρίαν αυτών αιτήματα, ίνα δια τούτων δοξασθή το όνομά σου το Άγιον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης φωνή ηκούσθη αοράτως, ώσπερ βροντή, λέγουσα· «Επήκουσα της δεήσεώς σου, Παρασκευή, και θέλει γίνει καθώς εζήτησας». Τότε η Αγία μετά χαράς μεγάλης κλίνασα τον αυχένα απετμήθη την κεφαλήν παρά τινος στρατιώτου κατά την προσταγήν του βασιλέως. Και η μεν τιμία και ολόφωτος αυτής ψυχή απήλθε προς τας αιωνίους μονάς, εις την ατελεύτητον χαράν, εις τους χορούς των Αθλοφόρων γυναικών και εις την Βασιλείαν των Ουρανών· το δε σεβάσμιον αυτής λείψανον λαβόντες τινές χριστιανοί, κεκρυμμένοι δια τον φόβον των Ελλήνων, αλείψαντες δια μύρων και αρωμάτων, κατέθεσαν εις επίσημον τόπον δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν. Ο δε Θεός θέλων να θαυμαστώση την Αγίαν εποίει άπειρα θαύματα εις τον τάφον αυτής· διότι πολλοί ασθενείς προσερχόμενοι, και χώμα μόνον λαμβάνοντες εκ του τάφου αυτής, ιατρεύοντο· χωλοί ηνωρθώθησαν, πολλοί τυφλοί ανέβλεψαν· πολλοί δαιμονισμένοι ιατρεύθησαν· πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνογόνησαν· και άλλα θαυμαστά και παράδοξα σημεία εγίνοντο εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την πρεσβείαν αυτής, τα οποία εάν θελήση τις να διηγηθή καταλεπτώς, θέλει ομοιάσει εκείνον, όστις βούλεται να μετρήση τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Όχι δε μόνον εις τους παλαιούς καιρούς εθαυματούργει η Αγία, αλλά και την σήμερον, ει τις την επικαλεσθή μετά πίστεως, την ευρίσκει έτοιμον βοηθόν εις κάθε του ψυχωφελές ζήτημα. Αυτό είναι το μαρτύριον της Αγίας Παρασκευής, ευλογημένοι χριστιανοί. Ούτως ηγωνίσθη μέχρι θανάτου υπέρ της αγάπης του Χριστού. Και ο Χριστός τοιουτοτρόπως ετίμησεν αυτήν και εις την Βασιλείαν του την ουράνιον, και εις τούτον τον αισθητόν κόσμον, ώστε δεν είναι τόπος, εις τον οποίον να πιστεύουν εις τον Χριστόν και να μη την επαινούν ή να μη έχουν ακουστόν το όνομα αυτής· ης ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς· Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου