KYΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Τη αυτή ημέρα Δευτέρα Κυριακή του Ματθαίου, την μνήμην εορτάζομεν Πάντων των Οσίων Πατέρων, των εν Αγίω Όρει του Άθω λαμψάντων.                                                                                                                    
ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ                                                
Οσιακή πανήγυρις, πάντες οι δήμοι των Οσίων συνάχθητε, Μοναστών και Μιγάδων εορτή σήμερον εις την του Χριστού Εκκλησίαν ανέτειλε. Τα πλήθη των Μοναστών και Μιγάδων συνεορτάσατε. Καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους Οσίων Πατέρων εξέλαμψε. Καινά και κοινά άσματα πάντες κοινώς οι εν τω Όρει Πατέρες ψάλατε. Διατί κοινά; Ότι κοινοί προστάται και ευεργέται όλου κοινώς του Αγιωνύμου Όρους και οι θείοι ούτοι Πατέρες εφάνησαν. Διατί καινά; Ότι καινή και νεοφανής και η τούτων μνήμη· εις μεν τους παλαιοτέρους χρόνους ουδαμώς τελουμένη, ήδη δε εις τους καθ’ ημάς καιρούς δικαίως και ευλόγως εορταζομένη. Επειδή δεν ήτο δίκαιον των μεν εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων Οσίων Πατέρων να εορτάζωμεν την μνήμην κοινώς, οίτινες δεν έγιναν αίτιοι τοσούτων αγαθών εις ημάς, των δε εν τω Αγίω Όρει του Άθω Αγίων Πατέρων, των αναιρεθέντων υπό τε των απίστων Αράβων, και υπό των κακοδόξων λατινοφρόνων, να παραβλέψωμεν την μνήμην αγέραστον, και να μη εορτάζωμεν τούτους πάντας κοινώς, οίτινες έγιναν εις ημάς μυρίων αγαθών πρόξενοι.
Δεν ήτο πρέπον κοινώς μεν να εορτάζωμεν εν τω Σαββάτω της Τυρινής τους άλλους Οσίους Πατέρας, τους εν Λιβύη και Αιγύπτω και Θηβαϊδι ασκήσαντας, οι οποίοι δεν εστάθησαν εις ημάς τόσον ευεργέται, τους δε εν τω Όρει τούτω του Άθω ασκήσαντες θείους Πατέρας να μη εορτάζωμεν κοινώς ομού πάντας, οίτινες εφάνησαν αληθώς εις όλους ημάς, όσοι κατοικούμεν το Όρος τούτο, παντοδαποί ευεργέται και προστάται και έφοροι· όχι μόνον δια λόγων, αλλά και δι’ έργων· όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα· όχι μόνον ζώντες, αλλά και μετά την οσίαν αυτών κοίμησιν. Διότι ούτοι οι τρισμακάριστοι Πατέρες και Όσιοι, τον πρώην άγριον τούτον Άθω εις θαυμαστήν μετέβαλον ημερότητα. Ούτοι τον ακατοίκητον τούτον τόπον κατοικήσιμον έδειξαν και την έρημον πόλιν εποίησαν, με τας ιεράς Λαύρας, και ευαγή Μοναστήρια, και Μονύδρια, και Σκήτας, και Κελλία, τα οποία εις διάφορα μέρη του Όρους έκτισαν. Όχι δε μόνον έκτισαν, αλλά και επροίκισαν αυτά με διάφορα υποστατικά, και με πράγματα κινητά και ακίνητα, προς ανάπαυσιν των ενασκουμένων αδελφών. Και όχι μόνον επροίκισαν, αλλά και πλήθη μοναζόντων εις αυτά συνήθροισαν. Όθεν δια μέσου αυτών, εδώ όπου πρότερον εκατοίκουν άλογα ζώα και θηρία και δράκοντες, τώρα κατοικούσι πανταχού άνθρωποι λογικοί· και όχι μόνον απλώς λογικοί, αλλά άνθρωποι, οίτινες με το υλικόν τούτο σώμα αγωνίζονται να μιμηθώσι των ασωμάτων και αϋλων Αγγέλων την πολιτείαν, και παρομοιάζουσι με την παρεμβολήν εκείνην των Αγγέλων, την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης Ιακώβ και είπε· «Παρεμβολή Θεού αύτη» (Γεν. λβ: 2), δια την οποίαν προσφυώς είπε και ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος· «Ώσπερ Αγγέλων παρεμβολή Αγίων· ούτω Μοναχών πλήθος επί το αυτό, δια παντός εχόντων την διάνοιαν προς Θεόν». Ούτοι οι θείοι Πατέρες, ως εύοσμα κρίνα και ως άνθη τερπνά, και ως αγλαόκαρπα δένδρα εδώ βλαστήσαντες, άλλον νοητόν Παράδεισον τον τόπον τούτο απέδειξαν. Ούτοι ως Άγγελοι, εις τα σπήλαια, και εις τας τρώγλας, και εις τας κοιλάδας, και πεδιάδας, και λόφους, και παραθαλασσίους τόπους του Όρους τούτου ασκήσαντες, δεύτερον ουρανόν τούτο αποκατέστησαν. Όθεν δι’ αυτών, εδώ όπου πρότερον ηκούοντο μόναι αι φωναί των αγρίων ζώων, τώρα ακούονται και λαλούνται πανταχού ύμνοι αγγελικοί και ουράνιοι, εις την Αγίαν και ζωοποιόν και υπερούσιον Τριάδα αναφερόμενοι. Και δια να είπω με συντομίαν, ούτοι οι τρισόλβιοι Όσιοι, ως φιλόπαιδες Πατέρες τας διδασκαλίας και τύπους και διατάξεις αυτών παρέδωκαν εις ημάς, ως κληρονομίαν πατρικήν τε και αναφαίρετον, και με αυτάς ωδήγησαν μεν έτι ζώντες πλήθη Μοναχών εις τας ευθείας τρίβους της σωτηρίας, οδηγούσι δε και μετά θάνατον πάντας ημάς, τα πνευματικά αυτών τέκνα, εις ζωήν την αιώνιον, και ως Ποιμένες αληθινοί μεριμνώσι δι’ ημάς την Ποίμνην αυτών, και μας φυλάττουσιν από πάσαν ανάγκην και εναντίαν περίστασιν, με τας προς Θεόν αενάους πρεσβείας των. Όθεν έπρεπε κατά παν δίκαιον, έπρεπε, (λέγω και τρίτον) έπρεπε· καθώς όλοι ούτοι οι θείοι Πατέρες και Όσιοι, εις ένα και τον αυτόν ιερόν τούτον τόπον ηγωνίσθησαν, και ευηρέστησαν τω Θεώ, και ηγίασαν, ούτω και εις μίαν και την αυτήν πανήγυριν να πανηγυρίζωνται, και με τα αυτά εγκώμια και πνευματικά άσματα να εγκωμιάζωνται, και εις μίαν και την αυτήν εικόνα να εξιστορώνται, ως αδελφοί κατά Πνεύμα και ομόσχημοι και ομότροποι· οι Ιεράρχαι και Όσιοι· οι Ομολογηταί και Μάρτυρες· οι Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες· οι μυροβλύται και πάντες οι λοιποί Ονομαστοί και Ανώνυμοι· οι τε εν Κοινοβίοις, και εν ησυχία, κατά διαφόρους καιρούς και τρόπους εις το Όρος τούτο την ζωήν τελειώσαντες, και δια τούτο Αγιορείται καλούμενοι. Επειδή κατά τον θείον Δαβίδ, «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό»; (Ψαλμ. ρλβ: 1). Δια τούτο κοινή ψήφω και γνώμη πάντων ημών, των εν τω Αγίω Όρει ευρισκομένων πατέρων και αδελφών, εις τους υστέρους τούτους χρόνους εδιωρίσθη να εορτάζηται από όλους τους Αγιορείτας απαραβάτως και χρεωστικώς κατ’ ενιαυτόν, η κοινή αύτη πάντων των του Όρους Αγίων Πατέρων Πανήγυρις. Και μ’ όλον ότι δεν γνωρίζομεν δια ποίας αφορμάς παρωράθη από τους προ ημών, ημείς όμως, φιλοπάτορες υιοί όντες, αναπληρούμεν το εκείνων υστέρημα, και την κοινήν ταύτην εορτήν εκτελούμεν δια τρία αίτια· πρώτον, ίνα, όσοι Πατέρες του Όρους, είτε από τους ονομαστούς, είτε από τους ανωνύμους, έμειναν έως τώρα ανεγκωμίαστοι, διότι δεν έχουσιν ιδίαν ασματικήν Ακολουθίαν, δια της κοινής ταύτης ακολουθίας και εορτής και αυτοί τιμώνται και εορτάζωνται. Δεύτερον, ίνα μη ως αχάριστα τέκνα φανώμεν, μη τιμήσαντες κοινώς τους πνευματικούς ημών Πατέρας τούτους και διδασκάλους και ευεργέτας και οδηγούς, των οποίων και τα Μοναστήρια κατοικούμεν, και τας διδασκαλίας εντρυφώμεν, και τον άρτον αυτών τρώγομεν, και ακολούθως ίνα μη ευρεθώμεν παραβάται κατά τούτο των ιερών Αποστόλων, οίτινες ούτω παραγγέλλουσιν ημίν εις τας Διαταγάς των· «Τον λαλούντα σοι τον λόγον του Θεού δοξάσεις· μνησθήσει δε αυτού ημέρας και νυκτός· τιμήσεις δε αυτόν, ουχ ως γεννήσεως αίτιον, αλλ’ ως του ευ είναι σοι πρόξενον γενόμενον» (βιβλ. ζ κεφαλ. ι΄). Και τρίτον, ίνα η κοινή αύτη των Αγίων Πατέρων εορτή γένηται παρακίνησις προς μίμησιν της αρετής, και του ζήλου αυτών εις ημάς τους Μοναχούς του νυν καιρού, ότε ημελήθη μεν και ωλιγόστευσεν η αρετή και η άσκησις, επερίσσευσε δε η κακία, και η της μοναδικής πολιτείας χλιαρότης και αμέλεια. Και λοιπόν, Πατέρες και Αδελφοί, όσοι σήμερον συνήχθητε εις την εορτήν ταύτην, προσέξατε με φιληκοϊαν και ευλάβειαν, δια να μάθητε εκ του παρόντος λόγου τα περί των Οσίων Πατέρων τούτων, και ακολούθως, δια να μιμηθήτε δια των έργων αυτούς, ίνα και παρά του των Αγίων Θεού λάβητε τον άξιον μισθόν της φιληκοϊας σας και μιμήσεως. Ούτοι οι αοίδιμοι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών, οι τη αληθεία άνθρωποι του Θεού και του Πατρός των φώτων υιοί, πατρίδας και γένη είχον, άλλοι μεν άλλας, και άλλοι άλλας· πολλών δε εξ αυτών ουδέ τας επιγείους πατρίδας γνωρίζομεν ουδόλως, οποίαι εστάθησαν. Ότι δε όλοι κοινήν είχον πατρίδα το Άγιον Όρος τούτο, και τον ιερόν Άθω, και ότι ταύτην την πατρίδα επροτίμησαν περισσότερον από τας επιγείους αυτών πατρίδας, τούτο είναι ομολογούμενον παρά πάσι και αναντίρρητον. Επειδή, κατά τον ειπόντα σοφόν, πατρίς του καθ’ ενός είναι εκείνη, εις την οποίαν ευτυχεί· «Πατρίς εκάστω καθ’ ην αν τις ευτυχή»· με κάθε δίκαιον τρόπον πρέπει να ονομάζηται πατρίς και των Αγίων τούτων το Άγιον Όρος. Διότι εις τούτο κατοικήσαντες και ζήσαντες, άλλος τεσσαράκοντα χρόνους, άλλος εξήκοντα και έτεροι περισσότερα ή ολιγώτερα έτη, εκ τούτου ηυτύχησαν αληθώς την πνευματικήν και ανωτάτην ευτυχίαν και ευδαιμονίαν, ευαρεστήσαντες μεν τω Θεώ, πλουτισθέντες δε από τα υπερφυσικά και ουράνια της αγιότητος χαρίσματα. Δια τούτο και συνειθίζεται να επονομάζωνται κοινώς από όλους όχι εκ του ονόματος των επιγείων αυτών πατρίδων, Βυζάντιοι επί παραδείγματι ή Τραπεζούντιοι, ή Πελοποννήσιοι, αλλά εκ του ονόματος του Άθωνος, και του Αγίου Όρους· όπως, Πέτρος ο Αθωνίτης· Αθανάσιος ο εν τω Άθω· Πατέρες οι Αγιορείται· Όσιοι οι Αθωνίται. Η αιτία δε από την οποίαν παρεκινήθησαν άνωθεν και εξ αρχής οι Πατέρες ούτοι και Όσιοι να αφήσωσι τας πατρίδας των και να έλθωσιν εις το Όρος να ησυχάσωσιν, είναι η εξής. Όταν η Κυρία ημών Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον του Αγίου Όρους ησυχαστήν, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξεως ταύτα τα λόγια, καθώς τα αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου· τα οποία ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί δια το αξιοπιστότερον. «Έστιν όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης αποδεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον, προσκληρώσαι διέγνων έγωγε… Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται· και των επ’ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων, προπολεμήσω δια βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής, κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν». Ήτοι είναι εν όρος εις την Ελλάδα, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν· τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης, και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των Μοναχών· και από τώρα και ύστερον έχει να ονομασθή Άγιον· και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτό, και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν· και θέλω γίνει εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός. Θέλω τους διδάσκει εκείνα τα οποία πρέπει να κάμνωσι· και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι. Θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς, φροντίζουσα, τόσον δια την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν, και δεν την αφήνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών· μετά θάνατον δε (το λέγω, και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου), θέλω συστήσει εις τον Υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσωσι την ζωήν αυτών εις τούτο το Όρος και θέλω ζητήσει από τον Υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των. Ταύτην λοιπόν την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού, και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη δηλαδή το Όρος τούτο ως ιδικόν της, και να υπερασπίζηται, όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον, πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ. Τούτο λέγω, ακούσαντες και οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον Κόσμον και τα εν Κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν, και ηδονάς, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης, και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεόν εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους. Αφ’ ου δε ήλθον και εκατοίκησαν εδώ, γνωρίζοντες ότι δύο είναι αι καθολικαί και μεγάλαι εντολαί. Πρώτη το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου» (Δευτ. στ: 5). Και Δευτέρα το «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λευϊτ. ιθ: 18), απεφάσισαν και αυτοί να φυλάξωσι ταύτας τας δύο εντολάς· και δια μέσου της φυλακής των δύο τούτων, να φυλάξωσιν ομού και όλας τας άλλας μερικάς εντολάς του Νόμου και των Προφητών, καθώς είπεν ο Κύριος: «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ: 40) και ούτω να φθάσωσιν εις την τελειότητα της αρετής, την δυνατήν ούσαν εις τους ανθρώπους εν τω παρόντι βίω. Και λοιπόν εμιμήθησαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις πρώτον έδειξεν, ότι αγαπά τον Θεόν, και δεύτερον, ότι αγαπά και τον πλησίον· διότι, καθώς λέγουσιν οι ιεροί Ευαγγελισταί, ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς, ευθύς αφού εβαπτίσθη, ανήχθη εις την έρημον υπό του Αγίου Πνεύματος, και επειράσθη από τον Διάβολον με τους τρεις γίγαντας των παθών· με την φιληδονίαν, λέγω, την φιλοδοξίαν και την φιλαργυρίαν· και ούτω νικήσας ο Κύριος τον Διάβολον και τα πάθη ταύτα, τα οποία τον προσέβαλον, έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, καθ’ ο άνθρωπος, εξ όλης του της ψυχής, εξ όλης του της διανοίας, και εξ’ όλης του της ισχύος, και ότι είναι τέλειος εις την πρώτην εντολήν. Μετά ταύτα δε πάλιν επιστρέφων από την έρημον εις τον κόσμον, και κηρύττων το ευαγγέλιον της Βασιλείας των ουρανών, και διδάσκων τους ανθρώπους να φυλάττωσι τας θείας και σωτηρίους Αυτού εντολάς, και να υπομένωσιν όχι μόνον κόπους και ύβρεις και ονειδισμούς δια την αγάπην των αδελφών, αλλά και πάθη και σταυρόν και θάνατον, και ταύτα πάντα νικήσας με τόσην μεγαλοψυχίαν, ώστε να παρακαλή και δι’ αυτούς τους ιδίους σταυρωτάς, λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ: 34), τοιουτοτρόπως έδειξεν ότι αγαπά και τον πλησίον, όχι μόνον ως τον εαυτόν του, αλλά και περισσότερον από τον εαυτόν του· και ότι είναι τέλειος και εις την δευτέραν εντολήν, καθώς περί τούτων πλατύτατα και γλαφυρώτατα αναφέρει ο θεοφόρος Μάξιμος. Τοιουτοτρόπως, λέγω, εμιμήθησαν τον Κύριον και οι Άγιοι και θεοφόροι ούτοι Πατέρες. Και κατά το παράδειγμα του Κυρίου, πρώτον μεν έδειξαν, ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των· διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας και σπήλαια, και εις άλλα διάφορα μέρη του ιερού τούτου Όρους, επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αϋλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαμβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν, με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αέναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα, και με πάσαν άλλην σκληραγωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινοφροσύνην, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν με την τελείαν ακτημοσύνην, με την πτωχείαν και των αναγκαίων την στέρησιν. Ούτω λοιπόν εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, δια μέσου της ησυχίας, και της εν τη ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας, επειδή, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «Η ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως τη ψυχή» (επιστολή α΄). Και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος λέγει, ότι «Ησυχάζουσα ψυχή, και εκ των έξωθεν πραγμάτων απαλλαγείσα, ακριβέστερον των οικείων αγαθών ή κακών επαισθάνεται». Και το μεν σώμα εκαθάρισαν από την εμπάθειαν· την δε ψυχήν από ηδυπάθειαν· τον δε νουν από την προσπάθειαν, καθώς φιλοσοφεί ο θεηγόρος Μάξιμος. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης ηξιώθησαν οι μακάριοι να γίνωσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος, και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας, και του φωτισμού, και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γινόμενα, και προορώντες τα μήπω γενόμενα. Τι να πολυλογώ; Οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι μένοντες εν τη ησυχία έφθασαν εις το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, και εις την τελειότητα της προς τον Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων, και του υπ’ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν, ώστε, καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν, όπως υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί, (τολμά τι νεανικόν ο λόγος). Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους» (λόγος εις το Πάσχα και εις τα Γενέθλια). Αφ’ ου δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς τον Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν, ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφήσαντες την ησυχίαν, εκινήθησαν άλλος μεν από εν θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν, άλλος δε από άλλο· και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίαν θείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης, εις το να κτίσωσι Λαύρας, ιερά Μοναστήρια, Μονύδρια, Σκήτας και Κελλία εις τε τα βόρεια και νότια μέρη του Όρους, και εις διάφορα άλλα μέρη αυτού, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν εκείνων, όσοι φεύγουσι τας του κόσμου μερίμνας, έρχονται δε εδώ δια να ζήσωσι μοναχικήν ζωήν. Ομοίως εκινήθησαν και εις το να οικοδομήσωσιν εν τοις Μοναστηρίοις Ναούς θαυμαστούς, Ναούς παμμεγέθεις και ωραιοτάτους επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της Παναχράντου Αυτού Μητρός και των Αγίων Αυτού δια να δοξολογήται ακαταπαύστως εν αυτοίς ο των όλων Θεός· νομίζω δε, ότι μελετώντες να κτίσωσιν αυτά, έλεγεν εις τον εαυτόν του ο καθείς από τους τρισμακαρίστους τούτους Πατέρας το διαβιτικόν εκείνο: «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου, και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ» (Ψαλμ. ρλα: 4). Aφού δε ταύτα πάντα τα ευαγή και ιερά καταγώγια ούτω, καθώς αυτά βλέπομεν έως της σήμερον, εκ θεμελίων ωκοδόμησαν, με μυρίους ιδρώτας, κόπους και πειρασμούς, με αδρότατα και βασιλικά έξοδα, με πολλάς οδοιπορίας και ποντοπορίας, με πολλούς κινδύνους και αυτής της ιδίας αυτών ζωής και με παράτασιν καιρών και χρόνων πολλών, ακολούθως εφρόντισαν οι φιλαδελφότατοι να προικίσωσιν αυτά και με ιερά κειμήλια, με θησαυρούς τιμίων Ξύλων και αγίων Λειψάνων, με υποστατικά και μετόχια πλούσια, και με άλλα κτήματα κινητά και ακίνητα, ίνα δι’ αυτών εξασφαλίσωσι τόσον τα δια την ζωοτροφίαν και αυτάρκειαν των εις αυτά ενασκουμένων αδελφών απαιτούμενα, όσον και τα τοιαύτα δια την υποδοχήν των πτωχών, των ασθενών και των ξένων των εις αυτά προσερχομένων. Παραδόντες δε εις αυτά και νόμους και κανόνας και διατάξεις, πως πρέπει να ζώσι και να πολιτεύωνται οι εν αυτοίς οικούντες Μοναχοί, τόσον εις τας εξωτερικάς υπηρεσίας και διακονίας των Μοναστηρίων, όσον και εις τας ιεράς ακολουθίας της Εκκλησίας, καθώς αυταί αι διατάξεις σώζονται γεγραμμέναι εις τε τα τυπικά των αυτών Μοναστηρίων και εις τας διαθήκας των αυτών Αγίων Πατέρων. Με τοιούτον τρόπον συνέστησαν και συνεκρότησαν τα Μοναστήρια αυτά και τας Σκήτας και τα Κελλία, δια να είναι σχολεία πάσης αρετής, δια νε μένωσι των εντολών του Θεού φυλακτήρια, πόνων ασκητικών φροντιστήρια, αγγελικής πολιτείας εργαστήρια, των εν Παλαιστίνη και εν Αιγύπτω και Σινά και Θηβαϊδι παλαιών και αγίων Κοινοβίων μιμητήρια, των ξένων καταγώγια, των πτωχών καταφύγια, και όλων των χειμαζομένων από την ζάλην και τρικυμίαν του κόσμου λιμένες σωτηριώδεις ασφαλείς και ακύμαντοι. Ούτω δια μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων σεμνείων, ως δια δικτύων τινών ή δραστικωτάτου μαγνητισμού, ανέσυραν και εσαγήνευσαν οι Όσιοι ούτοι από την θάλασσαν και ματαιότητα του κοσμικού βίου όχι μόνον εκατοντάδας και χιλιάδας ανθρώπων, αλλά και μυριάδας ολοκλήρους Πατριαρχών, Αρχιερέων, Ιερέων, βασιλέων, συγκλητικών, Ηγουμένων, αρχόντων, και παντός άλλου βαθμού και τάξεως ανθρώπων. Αλλά και ακόμη και πάντοτε τους ελκύουσιν εις το τάγμα και εις την αγγελικήν πολιτείαν των Μοναχών, τους οποίους άπαντας προσέφεραν και προσφέρουσι και θέλουσι προσφέρει σεσωσμένους εις τον Δεσπότην Χριστόν, ως τόσας θυσίας ευαρέστους, ζώσας και λογικάς, και ως τόσα οψώνια καθαρά και γλυκύτατα, ώστε ο πρώην έρημος ούτος Άθως έγινεν ως πολυάριθμος πόλις από το πλήθος των εις αυτόν ευρισκομένων Μοναχών. Και το Πηλούσιον όρος, και το Γαλλήσιον, και ο Λάτρος, και αυτό το Σίναιον όρος, μικρά και ποταπά φαίνονται κατά την ποσότητα των Μοναχών, συγκρινόμενα προς το Άγιον τούτο Όρος. Και δια να είπω με συντομίαν, ούτω δια μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων καταγωγίων εφάνησαν οι θεοφόροι ούτοι Πατέρες, ότι είναι ακριβείς και τέλειοι φύλακες και της δευτέρας εντολής και ηγάπησαν τον πλησίον, όχι μόνον ως εαυτούς, καθώς επρόσταζεν ο παλαιός Νόμος (Λευϊτικ. Ιθ: 18), αλλά και υπέρ τον εαυτόν των, καθώς προστάζει η Νέα Διαθήκη. Δια τούτο και καινήν και νέαν εντολήν ωνόμασεν ο Κύριος την εντολήν της προς αλλήλους αγάπης λέγων· «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. ιγ: 34). Και δεν στέκει έως εδώ, αλλά προσθέτει· «Καθώς ηγάπησα υμάς (δηλαδή υπέρ τον εαυτόν μου, εφ’ όσον εθυσίασα εμαυτόν δι’ υμάς), ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. ιγ: 34). Κατ’ αλήθειαν, αδελφοί, τούτο το θαυμαστόν έργον της οικοδομής των ενταύθα είκοσι σεβασμίων Μοναστηρίων και των άλλων μονυδρίων και Σκητώ και κελλίων, έβαλε σφραγίδα και εστεφάνωσεν όλα τα άλλα έργα των Οσίων τούτων. Τούτο το μέγα κατόρθωμα υπερέβη όλα τα άλλα κατορθώματα, τα οποία έκαμαν εις όλην των την ζωήν. Αυτό δεν δύναται γλώσσα ανθρωπίνη να επαινέση καθώς πρέπει. Εις αυτό αρμόζουσιν όλοι οι υψηλοί και μεγάλοι τίτλοι, και αυτό με κάθε δίκαιον πρέπει να ονομάζεται έργον αθάνατον και έργον μεγαλοπρεπές. Πρέπει να ονομάζεται το έργον τούτο αθάνατον· διότι ούτε η φύσις επέτυχε τόσον τον σκοπόν της αθανασίας με την διαδοχήν των ατόμων, κάμνουσα να επιζώσιν οι γονείς και μετά θάνατον εις τα εξ αυτών γεννώμενα τέκνα, ούτε η τέχνη, κατασκευάζουσα διάφορα μηχανήματα, όσον επέτυχον την αθανασίαν και το αιώνιον μνημόσυνον οι θείοι ούτοι Πατέρες δια μέσου των ιερών Μοναστηρίων. Ας συμφωνώσιν όλοι εκείνοι οι μετά τον κατακλυσμόν άνθρωποι, όσον γιγαντιαίοι εις το σώμα, τόσον πυγμαίοι εις τον νουν, και ας ζητώσι να οικοδομήσωσι πύργον έως του ουρανού, δια να αφήσωσι το όνομά των αθάνατον. «Δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ου έσται η κεφαλή έως του ουρανού, και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα» (Γεν. ια: 4). Ας κτίζη ο Φίλιππος την Φιλιππούπολιν, ο Αλέξανδρος την Αλεξάνδρειαν, ο Αδριανός την Αδριανούπολιν. Ας κατασκευάζωσιν όλοι οι άλλοι βασιλείς και σατράπαι και ηγεμόνες του κόσμου τους πυραμιδοειδείς οβελίσκους, τα κυκλικά τόξα, και τους τεχνικούς ανδριάντας των, και ας επιφημίζωσι τα ονόματά των επάνω εις τα ίδια των οικοδομήματα, καθώς λέγει ο θείος Δαβίδ· «Επεκαλέσαντο τα ονόματα αυτών επί των γαιών αυτών» (Ψαλμ. μη: 12). Αυτοί όλοι με τα πολυέξοδα αυτά έργα των δεν ηδυνήθησαν να μείνωσιν αθάνατοι. Και αν φημίζωνται τα ονόματά των, φημίζονται μόνον εις την γην, και εις μόνην την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όχι και εις τον ουρανόν, και εις την μέλλουσαν ζωήν· «Ουκ εγγράφεται γαρ, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ασεβών εν βίβλω ζωής, αλλά τη γη εναπομένει τα ονόματα» (Ερμηνεία εις τον μη΄ Ψαλμ.). Τα δε ονόματα των θείων τούτων Πατέρων, δια μέσου των ιερών τούτων είκοσι Μοναστηρίων, εφημίσθησαν και φημίζονται, και παντοτεινά θέλουν φημίζεσθαι, όχι μόνον εις όλην την υδρόγειον σφαίραν του κόσμου, όχι μόνον έως του ουρανού, καθώς εφαντάσθησαν οι πρώτοι εκείνοι γίγαντες, αλλά και υπεράνω του ουρανού. Και όχι μόνον εις το διάστημα της παρούσης ζωής, αλλά και της μελλούσης· διότι τα ονόματα τούτων εγράφησαν εις το βιβλίον της ζωής, ταυτόν ειπείν, της αθανασίας, και δεν θέλουσιν εξαλειφθή ποτέ, αλλά θέλουσι διαμένει αθάνατα εις όλον το απέραντον διάστημα του μέλλοντος αιώνος· «Χαίρετε, γαρ φησιν, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς» (Λουκ. ι: 20). Πρέπει το έργον των ενταύθα είκοσιν ιερών Μοναστηρίων να ονομάζηται και μεγαλοπρεπές· διότι, αν κατά τους ηθικούς φιλοσόφους η εντελής ιδέα ενός μεγαλοπρεπούς έργου χαρακτηρίζεται ή από την μεγαλειότητα του εργαζομένου, ή από την μεγαλειότητα του έργου, ή από την μεγαλειότητα του τέλους, δια το οποίον γίνεται, τις δεν βλέπει, ότι και τα ιερά ταύτα Μοναστήρια είναι πεπλουτισμένα και από τους τρεις όρους τούτους; Εκ μέρους του εργαζομένου, διότι οι θείοι ούτοι Πατέρες, οι οποίοι τα έκτισαν, παρεκτός ότι πολλοί εξ αυτών ήσαν μεγαλοπρεπείς άνθρωποι, και βασιλείς και βασιλέων υιοί, και συγκλητικοί και βασιλέων υπογραφείς, ως ο Συμεών και ο Σάββας οι κτίτορες της του Χιλανταρίου και Βατοπαιδίου Μονής· Παύλος ο κτίτωρ της Μονής του Ξηροποτάμου και του Αγίου Γεωργίου· Ιωάννης και Ευθύμιος οι της των Ιβήρων· και Νεόφυτος ο της του Δοχειαρίου. Προς τούτοις αυτοί ούτοι παρεκίνησαν και τους βασιλείς να εξοδεύσωσι μεγαλοπρεπώς εις την τούτων οικοδομήν· τους Κωνσταντίνους, λέγω, και τους Νικηφόρους· τους Ρωμανούς· τους Αλεξίους· τους Καντακουζηνούς· τους Παλαιολόγους· τας Πουλχερίας και τους λοιπούς. Αυτά είναι μεγαλοπρεπή από μέρους του έργου· διοτι και τα Μοναστήρια ταύτα δια την μεγαλειότητα του πλάτους και μήκους και ύψους αυτών, δια την μεγαλειότητα των εν αυτοίς Ναών και οικιών, των τε έσω και έξω, και δια τον μέγαν αριθμόν των εν αυτοίς κατοικούντων Μοναχών, είναι τη αληθεία όντως μεγαλοπρεπή και βασιλικά. Και δεν βλέπετε και με τους ιδίους οφθαλμούς σας, πως τα είκοσι ταύτα ιερά και μεγαλοπρεπή Μοναστήρια, κατά σειράν ευρισκόμενα, τόσον εις το βόρειον όσον και εις το νότιον μέρος του Όρους, στέκουσιν ως τόσα μεγάλα φρούρια, και νυκτοφυλακτούσι πέριξ όλον τούτον τον τόπον, ως τόσα προπύργια οχυρότατα, και φυλακτικαί ακροπόλεις, προλαμβάνουσι πάντα πειρασμόν και ενόχλησιν από θαλάσσης και ξηράς; Δεν βλέπετε πως οι εν τω μέσω του Όρους ευρισκόμενοι Μοναχοί πάντες υπό την σκέπην των κύκλω Μοναστηρίων φυλαττόμενοι, ζώσι και κοιμώνται ατάραχοι και ειρηνικοί; Από δε του τέλους και του σκοπού, δια τον οποίον εκτίσθησαν, είναι τόσον μεγαλοπρεπή τα ιερά ταύτα Μοναστήρια, εις τρόπον ώστε όλα τα επτά λεγόμενα θαύματα του κόσμου, ο ναός της Αρτέμιδος εις την Έφεσον· η Πυραμίς του Χέοπος εις την Αίγυπτον· ο τάφος του Μαυσώλου εις την Καρίαν· οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνος· ο Κολοσσός της Ρόδου· ο πύργος του φάρου εις την Αλεξάνδρειαν· το ελεφάντινον άγαλμα του Ολυμπίου Διός εν Ολυμπία και επί πάσι, το όγδοον θαύμα του κόσμου, το οποίον υπερέβη όλα τα επτά, το αμφιθέατρον του Ουεσπασιανού, όλα ταύτα, λέγω, τα μεγαλοπρεπή θαύματα, αν και ενομίσθησαν εις τας φαντασίας των ανοήτων ανθρώπων, ότι υπερβαίνουσι τα όρη και σκεπάζουσι τους ορίζοντας, συγκρινόμενα όμως προς το μεγαλοπρεπές και θεϊκόν τέλος τούτων των ιερών Μοναστηρίων, φαίνονται εις τους φρονίμους ή ως τόσαι φωλεαί έρημοι πτηνών ή ως τόσα κρημνώδη χαλάσματα και ερείπια, εις τα οποία έχουσι το βασίλειόν των οι νυκτοκόρακες, οι ποντικοί, αι αράχναι και τα άλλα κνώδαλα και ζωϋφια. Επειδή ο σκοπός μεν εκείνων υπήρξεν η ματαία φιλοδοξία, η οποία ανθεί και απανθεί, παρομοία με τα άνθη του έαρος, ο σκοπός δε τούτων των ευαγών Μοναστηρίων υπάρχει η παντοτεινή δόξα του Θεού και η παντοτεινή ωφέλεια και σωτηρία ψυχών αϋλων, ψυχών αθανάτων, εκ των οποίων μιάς μόνης, όχι τα επτά θαύματα του κόσμου, όχι τα οκτώ, αλλά όλος ο αισθητός ούτος και ορώμενος κόσμος δεν είναι αντάξιος· «Ουκ έστι σταθμός πας άξιος εγκρατούς ψυχής» (Σειράχ κστ: 15). Τι λέγω; Ο εξαίρετος σκοπός των Μοναστηρίων τούτων, και το κατ’ εξοχήν αποτέλεσμα, και ο ευωδέστατος καρπός, εστάθησαν όλοι οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες όλου κοινώς του Αγίου Όρους οι ονομαστοί και ανώνυμοι, οι εν τοις Κοινοβίοις και οι εν ησυχία, τοις κελλίοις και ταις Σκήταις, ευαρεστήσαντες τω Κυρίω και αγιάσαντες. Λέγω δε καρπόν των ιερών Μοναστηρίων τους Μοναστάς και Ησυχαστάς, καθότι υπό την σκέπην και φροντίδα των Μοναστηρίων ήσαν οι έξω ησυχάζοντες τω τότε καιρώ. Θέλετε να πληροφορηθήτε; Ας περιέλθωμεν όλα τα Μοναστήρια του Όρους δια της διανοίας, δια να ίδωμεν πόσοι Άγιοι εβλάστησαν από εν έκαστον Μοναστήριον.                                                                
ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ  Β΄                                                                                                              α΄. Δια να φυλάξωμεν την τάξιν, ας υπάγωμεν πρώτον εις την Μεγίστην Λαύραν. Εδώ ευρίσκομεν τον Μέγαν Αθανάσιον, τον θαυμαστόν κτίτορα της Μονής ταύτης και όλων των Πατέρων του Όρους τον καθηγητήν και διδάσκαλον, ο οποίος ως άλλος Μωϋσής, αναβάς εις τον ιερόν Άθω, ως εις άλλο Σίναιον Όρος, και εισελθών εις τον άδυτον γνόφον της θεωρίας, έλαβεν ως θεογράφους πλάκας τους τύπους και τας τάξεις και διδασκαλίας, τόσον της κοινοβιακής ζωής των Μοναχών και της εν τη Εκκλησία αγγελικής ακολουθίας, και παρέδωκεν αυτάς εις όλους τους εν τω Αγίω Όρει Πατέρας. Ούτος οποίαν μεν είχεν ισάγγελον πολιτείαν, οποίους δε αγώνας ασκητικούς ετέλεσε και οία χαρίσματα παρά Θεού έλαβε και οποίας δυνάμεως κατά πνευμάτων ακαθάρτων επλούτησε και οίου τέλους μακαρίου ηξιώθη, περιττόν είναι να λέγωμεν ενταύθα. Εδώ ευρίσκομεν και τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον Ησυχαστήν του Αγίου Όρους και πάντων των άλλων Ησυχαστών του Άθωνος τον τύπον και το παράδειγμα. Ούτος ελευθερωθείς εκ της φυλακής του Σαμαρά με την επιστασίαν της Θεοτόκου, και παρ’ Αυτής ακούσας τας περί του Όρους υποσχέσεις εκείνας, όσας αναφέραμεν εις την αρχήν, ήλθε και κατώκησεν εις το σπήλαιον, όπερ ευρίσκεται υποκάτω εις την μεσηβρινήν υπώρειαν του Άθωνος, το οποίον φαίνεται έως της σήμερον. Εκεί δε διήλθεν αγγελικήν αληθώς και ουράνιον ζωήν, γυμνός και ανυπόδητος, ως ο μέγας Ονούφριος, πολλούς μεν πειρασμούς και πολέμους εκ των δαιμόνων υπομείνας, πεντήκοντα δε και τρεις χρόνους μάννα εσθίων ουράνιον, ως ο πάλαι ισραηλιτικός λαός εις την έρημον. Εδώ ευρίσκομεν και τον θείον Γρηγόριον τον Παλαμάν, τον μέγαν εκείνον Θεολόγον και πάντων των Θεολόγων την ορθήν εξήγησιν και το επισφράγισμα. Ούτος αν και διετέλεσεν υποτασσόμενος εις τα όρια του Βατοπαιδίου πρότερον και εγένετο και της Μονής Εσφιγμένου Ηγούμενος, εξεκίνησεν όμως να ονομάζηται και να είναι Λαυριώτης· διότι τον περισσότερον καιρόν της ζωής του διέτριψεν εις την Λαύραν, πότε μεν εντός αυτής, υποτασσόμενος εις τους κανόνας του Κοινοβίου, πότε δε έξω, ησυχάζων επάνω εις το Κάθισμα το λεγόμενον Παλαμάς. Ούτος λοιπόν δια μεσιτείας της Θεοτόκου πολλών χαρισμάτων ηξιώθη παρά Θεού, και μάλιστα του της Θεολογίας, δια της οποίας ηγωνίσθη δια την περί Θεού ορθήν δόξαν, και παρευρέθη και εις τρεις μεγάλας και πολυανθρώπους Συνόδους επί τριών βασιλέων, Ανδρονίκου του Παλαιολόγου, Ιωάννου του Καντακουζηνού και Ιωάννου του Παλαιολόγου. Ωσαύτως και επί τριών Πατριαρχών, Ιωάννου, Ισιδώρου τε και Καλλίστου, και τον Βαρλαάμ και Ακίνδυνον και Γρηγοράν και τους οπαδούς αυτών, τους βλασφημούντας εις τας του Θεού θείας ενεργείας κατά κράτος ενίκησεν. Ύστερον δε Θεσσαλονίκης Αρχιεπίσκοπος γενόμενος και εν αυτή μακαρίου τέλος αξιωθείς, πηγήν θαυμάτων ανέδειξε τον τάφον και το άγιον αυτού Λείψανον, τα οποία ιστορεί ο κατά πλάτος Βίος αυτού. Εν τοις ορίοις της Λαύρας ευρίσκομεν εκλάμψαντα και τον Όσιον Γρηγόριον τον Βυζάντιον, τον διδάσκαλον χρηματίσαντα του θείου Γρηγορίου του Παλαμά εν τη νηπτική φιλοσοφία. Στραβολαγκαδίτης δε ούτος ο Γρηγόριος φαίνεται ότι ονομάζεται εις τον Βίον Μαξίμου του Καυσοκαλύβου, όστις και δι’ Αγγέλου τροφήν ελάμβανεν, ως και τούτο ιστορείται εκεί. Εν τοις ορίοις της Λαύρας εξήνθησεν ως ρόδον εύοσμον και ο Άγιος Μάξιμος (εν έτει 1320), όστις διότι έκαιε τας καλύβας του ωνομάσθη Καυσοκαλύβης, ο ουράνιος εκείνος άνθρωπος και επίγειος άγγελος· ο ζήσας ως πτηνόν, ο δεξάμενος άρτον παρά της Θεοτόκου και παρά των Αγγέλων· ο της νοεράς προσευχής και νήψεως εργάτης ακριβέστατος, ο λαβών παρά Θεού όχι μόνον το της διοράσεως χάρισμα, αλλά και το της προφητείας και προοράσεως τόσον πλούσιον, ώστε πολλάκις προέλεγε και αυτά τα ίδια λόγια εκείνων, οίτινες έμελλον να έλθωσιν εις αυτόν, το οποίο σπανίως ευρίσκομεν να εδόθη εις άλλους Αγίους. Αποθανόντος δε, ανέβλυσε μύρον εκ των Λειψάνων του. Φίλον αγαπητόν του θείου τούτου Μαξίμου ευρίσκομεν και τον Όσιον και Ησυχαστήν Νήφωνα, τον όμοιον αυτού κατά πάντα, τόσον εις την ασκητικήν ζωήν, όσον και εις τα χαρίσματα. Διότι και αυτός εις τα σπήλαια διέτριβε, και ορεσίτροφος εστάθη εις τα αυτά όρια της Λαύρας, και προορατικού χαρίσματος ήτο ηξιωμένος (έζη εν έτει 1330). Εις τα αυτά όρια της Λαύρας εβλάστησε και ο Άγιος Νείλος, ο δια την καθαρότητα της ζωής αυτού μύρον αναβλύσας εκ των Λειψάνων του, και δια τούτο μυροβλύτης ονομαζόμενος. Πως δε να σιωπήσω τον Όσιον Ακάκιον, τον εν τη Σκήτη του Καυσοκαλυβίου ασκήσαντα; Τον νεώτερον μεν εις τους χρόνους, εις δε τους αγώνας φθάσαντα τους παλαιούς Οσίους; Τον αγρίαις βοτάναις τρεφόμενον; Τον αξιωθέντα πολλών οπτασιών και θείων δωρεών, μάλιστα δε του προορατικού χαρίσματος; Τον πολλούς πειρασμούς υπό των δαιμόνων υπομείναντα; Τον δια των αγίων του ευχών και πατρικών παραινέσεων τρεις αναδείξαντα Οσιομάρτυρας, ων τα ονόματα είναι ταύτα: Παχώμιος ο Οσιομάρτυς, ο εις το Ουσάκιον της Φιλαδελφείας μαρτυρήσας εν έτει 1730, του οποίου το Λείψανον ευρίσκεται εις την Πάτμον εν τω Μοναστηρίω Ιωάννου του Θεολόγου· Ρωμανός Οσιομάρτυς, ο καταγόμενος εκ του Καρπενησίου, και εις την Κωνσταντινούπολιν μαρτυρήσας εν έτει 1694. Και Νικόδημος ο εξ Αλβανίας, όστις λαβών ράβδον παρά του Οσίου Ακακίου και δι’ αυτής ενισχυθείς, ετελείωσεν ενδόξως και ανδρικώς το μαρτύριον εις την ιδίαν πατρίδα, ήτοι εις το Ελβασάν της Αλβανίας, εν έτει 1722. Ετελεύτησε δε ο Όσιος Ακάκιος εν έτει 1730. Βλάστημα της Λαύρας είναι και ο Οσιομάρτυς Δαμασκηνός, όστις πρότερον αρνηθείς, ύστερον δε δώδεκα έτη ποιήσας υποταγήν μεγάλην εις την Λαύραν, απήλθε μετά του εν τη Λαύρα όντος Διονυσίου Πατριάρχου εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί δε παρρησία ομολογήσας τον Δεσπότην Χριστόν, και πολλά βάσανα παθών, απετμήθη την κεφαλήν, εν έτει 1681. Εδώ εις την Λαύραν εξήνθησεν ως ιερόν φυτόν και ο Ιερομάρτυς Ιερεύς Κωνστάντιος, όστις Μοσχοβίτης ων και εφημέριος του πρέσβεως της Ρωσίας εις Κωνσταντινούπολιν, ήλθεν εις το Όρος και κατώκησεν εις την Λαύραν, δια τον συμβάντα τότε πόλεμον μεταξύ Ρώσων και Αγαρηνών. Αφ’ ου δε έγινεν ειρήνη, απήλθε πάλιν εις την βασιλεύουσαν· επειδή δε δια τινα διχόνοιαν, συμβάσαν μεταξύ αυτού και του πρέσβεως, ηρνήθη, φευ! τον Χριστόν, ύστερον μετανοήσας δια την άρνησιν, παρουσιάσθη. Και την μεν πίστιν των Χριστιανών ομολογήσας, την δε των Αγαρηνών θρησκείαν απελέγξας, απετμήθη την κεφαλήν έμπροσθεν του βασιλικού παλατίου, και ούτως έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον, εν έτει 1743. Εν τη Μεγίστη ταύτη Λαύρα ευρίσκομεν και τον όντως αγγελόφωνον και χαριτώνυμον ψάλτην Ιωάννην τον Κουκουζέλην. Ούτος, ψάλτης πρότερον βασιλικός υπάρχων, ύστερον εγκατέλειψε πάσαν την εν τοις βασιλείοις τιμήν και απόλαυσιν, και απελθών εις την Μεγίστην Λαύραν αγνώριστος έγινε Μοναχός. Είτα εχρημάτισε και ποιμήν των τράγων του Μοναστηρίου. Γνωρισθείς δε μετά ταύτα, ότι αυτός ήτο ο παρά του βασιλέως ζητούμενος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, από ύμνον τινά τον οποίον έψαλε με τέχνην πολλήν και γλυκύτητα εν τη ησυχία, εκεί όπου έβοσκε τους τράγους, δια τούτο έλαβεν άδεια και ελευθερίαν παρά του βασιλέως να μένη ανενόχλητος εν τω Μοναστηρίω, δια μεσιτείας του Καθηγουμένου. Όθεν κτίσας έξω της Λαύρας κελλίον και Εκκλησίαν των Αρχαγγέλων, εκεί ησύχαζε τας εξ ημέρας της εβδομάδος, τας δε Κυριακάς και εορτάς εισήρχετο εις το Μοναστήριον και έψαλλε μετ’ ευλαβείας εις τον δεξιόν χορόν. Κατά εν δε Σάββατον του Ακαθίστου, αφού έψαλεν επιμελώς τα τροπάρια και τους κανόνας της Θεοτόκου, απεκοιμήθη ολίγον εκεί όπου ίστατο όρθιος· και ω του θαύματος! Φαίνεται εις αυτόν η Κυρία Θεοτόκος λέγουσα· «Χαίροις, Ιωάννη τέκνον μου· ψάλλε μοι, και ου μη σε εγκαταλίπω». Ταύτα ειπούσα, του έδωκε και εν χρυσούν νόμισμα, το οποίον ετέλεσεν ύστερον πολλά θαύματα. Αλλά και πάλιν ύστερον η Κυρία Θεοτόκος ιάτρευσε τον Ιωάννην τούτον, του οποίου ο πους εσάπη, φανείσα και ειπούσα προς αυτόν· «Έσο από του νυν υγιής». Ζήσας δε μετά ταύτα θεαρέστως, και προγνωρίσας τον θάνατόν του, εκοιμήθη εν Κυρίω και ενεταφιάσθη εις το προρρηθέν κελλίον των Αρχαγγέλων, καθώς παρήγγειλεν. Εδώ ακόμη ευρίσκομεν και τον άλλον ευλαβέστατον εκείνον ψάλτην και Δομέστικον Γρηγόριον ονόματι, ο οποίος, ηγουμενεύοντος του κυρού Ιακώβου του Πρικανά, έψαλλεν εν τη παραμονή των Φώτων, ουχί το «Άξιόν εστιν», αλλά το «Επί σοι χαίρει» εις την Λειτουργίαν, εν τω τέλει δε της αγρυπνίας ύπνωσεν ολίγον, και ιδού βλέπει την Δέσποινα ημών Θεοτόκον, ισταμένην επάνωθεν αυτού, και λέγουσαν· «Δέξαι σου το ψαλτικόν, ω Δομέστικε· και ευχαριστώ σοι πολλά»· και τούτο ειπούσα, έδωκεν εις αυτόν ιδιοχείρως εν φλωρίον, το οποίον κρέμαται εις την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου εν τη αυτή Μεγίστη Λαύρα. Εις την περιφέρειαν της Λαύρας ευρίσκομεν τον Όσιον Γερόντιον, τον τελευταίον Ηγούμενον της Μονής των βουλευτηρίων και πρώτον οικιστήν της Σκήτης της Αγίας Άννης. Ούτος αποφεύγων τας συνεχείς επιδρομάς των πειρατών, τας οποίας υφίστατο η εν λόγω Μονή ως παράλιος, ανήλθε μετά των λοιπών αδελφών εις τα άνωθεν ταύτης βραχώδη μέρη· και οι μεν άλλοι αδελφοί έμειναν όπου νυν υπάρχει η Σκήτη της Αγίας Άννης, ο δε Όσιος Γερόντιος, την τιμίαν ησυχίαν ασπαζόμενος, ανήλθεν εις τα πλέον υψηλότερα μέρη μεθ’ ενός εκ των μαθητών του, ένθα το Παρεκκλήσιον του Αγίου Παντελεήμονος. Και ούτως οσίως πολιτευσάμενος, και δια πράξεως και θεωρίας εαυτόν εκκαθάρας, και δια προσευχής προς την Θεοτόκον ύδωρ επανειλημμένως εκ γης ανύδρου αναβλύσας, μετέστη προς Κύριον, πλήρης ημερών γενόμενος. Εν τη Σκήτη της Αγίας Άννης και δη εν τη Μικρά Αγία Άννη ευρίσκομεν διαπρέψαντα ασκητικώς και τον Όσιον Διονύσιον τον Ρήτορα, τον Ιερομόναχον, τον και Στουδίτην καλούμενον, ως προερχόμενον εκ τινος παραρτήματος της εν Κωνσταντινουπόλει πάλαι ποτέ ακμασάσης περιωνύμου Μονής του Στουδίου. Ενταύθα βλέπομεν και τον Όσιον Μητροφάνην τον Ιερομόναχον και πνευματικόν, τον και μαθητήν χρηματίσαντα του ανωτέρω θείου Διονυσίου μετά του οποίου τον καλόν της αρετής αγώνα ηγωνίσθη, και το βραβείον της άνω κλήσεως έλαβε, και τον Δεσπότην Χριστόν εδόξασεν. Εν τη περιωνύμω ταύτη Σκήτη διέπρεπε και ο Όσιος και σωφρονέστατος Σωφρόνιος, ο και του ιερατικού ηξιωμένος χαρίσματος, ο όμοιος του μακαρίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού. Ούτος ελθών εις Άγιον Όρος και μονάσας εν τη ειρημένη Σκήτη, επολιτεύθη, κατά τον θείον Απόστολον, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς, τύπος και παράδειγμα καλών έργων γενόμενος εις τους συνασκητάς αυτού. Βλάστημα της Σκήτης της Αγίας Άννης τυγχάνει και ο Οσιομάρτυς Μακάριος, ο εκ Κίου της Βιθυνίας καταγόμενος. Τούτου ο πατήρ δεξάμενος την ασέβειαν προέτρεπε και τον υιόν αυτού εις αυτό τούτο, οι δε Αγαρηνοί αιτίαν ευρόντες περιέταμον αυτόν και μη θέλοντα· εκ τούτου ελθών κρυφίως εις Άγιον Όρος εγένετο Μοναχός εν τη Σκήτη της Αγίας Άννης, εν τη οποία μεγάλως αγωνισθείς επί δώδεκα έτη, απήλθεν εις Προύσαν και ωμολόγησε την ευσέβειαν, εκφαυλίσας τα των Αγαρηνών ήθη και σεβάσματα. Όθεν εν διαστήματι τεσσαράκοντα ημερών πολυειδώς βασανισθείς και μείνας ακλόνητος εξέπληξεν άπαντας, και αυτόν τον εξωμότην πατέρα του συνεργούντα εις τας κατ’ αυτού τιμωρίας. Τέλος δε, αποκεφαλισθέντος, φως ουράνιον κατερχόμενον εφαίνετο άνωθεν του Αγίου Λειψάνου αυτού. Αλλά και Νικόδημος ο Οσιομάρτυς ταύτης της Σκήτης βλαστός αειθαλής υπάρχει. Ούτος δι’ έρωτα παιδίσκης τινός, καίτοι προηγουμένως είχε λάβει αλληλοδιαδόχως τέσσαρας γυναίκας, ηρνήθη, φευ! τον Σωτήρα Χριστόν, αλλά μεταμεληθείς, ήλθεν εις Άγιον Όρος και υπετάγη εν τη Σκήτη της Αγίας Άννης εις Γέροντα μονάζοντα εν τη Καλύβη της Αναλήψεως του Χριστού, ένθα δια πολλών δακρύων και νηστειών ιλεούμενος τον Θεόν, ηξιώθη θείας οπτασίας της Θεοτόκου. Ενισχυθείς δε εκ τούτου, και τας ευχάς του Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου λαβών, απήλθεν εις την πατρίδα αυτού Βελεγράδας (κοινώς Ελβασάν), και ωμολόγησεν εαυτόν Χριστιανόν ανακηρύξας το μέγα του Κυρίου όνομα, και ούτως απεκεφαλίσθη, αφού προηγουμένως εβασανίσθη επί τρία νυχθήμερα. Κόσμημα αληθώς ουράνιον της μεγαλωνύμου ταύτης Σκήτης είναι και ο Οσιομάρτυς Κοσμάς, όστις ενταύθα πρώτον ησυχάσας και είτα ως αναφλεχθείς προς το υπέρ Χριστού μαρτύριον, απελθών εις Κωνσταντινούπολιν ωμολόγησεν την καλήν ομολογίαν και έλαβε τον αμαράντινον της αθλήσεως στέφανον. Εν ταύτη τη Σκήτη της Αγίας Άννης ευρίσκομεν και τον Οσιομάρτυρα Λουκάν τον εξ Αδριανουπόλεως. Ούτος ορφανός ων, εδουλώθη εις τινα έμπορον. Συνέβη δε ίνα λογομαχήση προς ένα Οθωμανόπαιδα, τον οποίον και έτυψεν ικανώς. Θυμωθέντες εκ τούτου οι εκείσε Αγαρηνοί έδραμον κατ’ αυτού ως κύνες. Ο δε Λουκάς, παιδίον έτι ων, ωμολόγησε, φευ! ότι τουρκεύει, όπερ και εγένετο. Μετά δε ταύτα γνους το κακόν, το οποίον έπαθε, φεύγει κρυφίως εις Άγιον Όρος, ένθα πολλούς πειρασμούς δοκιμάσας, ήλθεν τελευταίον εις την Αγίαν Άνναν, και γενόμενος Μοναχός απήλθε μετά του Γέροντός του Ιερέως Βησσαρίωνος (του μετέπειτα Βασιλείου κληθέντος) εις την Μυτιλήνην, όπου το πρώτον εξώμοσε, και παρρησιασθείς και ποικίλως βασανισθείς, δέχεται τον δι’ αγχόνης θάνατον. Εδώ ευρίσκομεν και τον εκ Κρήτης Οσιομάρτυρα Ιλαρίωνα, τον πρότερον μεν δια τινα στενοχωρίαν εξομόσαντα, είτα δε ελθόντα εις την Σκήτην της Αγίας Άννης και υπό του προλεχθέντος Παπά- Βησσαρίωνος καλώς προετοιμασθέντα, και του μαρτυρίου τον δρόμον εν Κωνσταντινουπόλει δια ξίφους τελέσαντα. Αλλά και ο Ιερομόναχος και Ιερομάρτυς Νικήτας ταύτης της Σκήτης τυγχάνει πνευματικόν ανάστημα, εν δε τη Μονή του Ρωσικού εχειροτονήθη Ιερεύς. Έχων δε ούτος υποψίαν τινά, ότι δήθεν προέρχεται εκ προγόνων Χριστιανών μεν κρυπτώς, αλλά φανερώς υποκρινομένων τους Οθωμανούς, απεφάσισε να μαρτυρήση υπέρ Χριστού. Διο και απελθών εις Σέρρας και κηρύξας παρρησία το όνομα του Κυρίου, υπέστη πολλάς τιμωρίας και τελευταίον απηγχονίσθη και ούτως έτυχε του ποθουμένου. Εκ της Αγίας Άννης ανέτειλεν ως αστήρ εωθινός και ο Οσιομάρτυς Δαβίδ, ο εκ Κυδωνιών της Μικράς Ασίας καταγόμενος. Ούτος επιθυμών θερμώς να μαρτυρήση υπέρ Χριστού, επορεύθη προς τούτο εις την Θεσσαλονίκην, και προσπαθών εκείσε να επαναφέρη Μοναχόν τινα πλανηθέντα και θέλοντα να τουρκεύση, συνελήφθη υπό των Αγαρηνών, και υπέστη τον δι’ αγχόνης θάνατον, λαβών του μαρτυρίου τον στέφανον. Ενταύθα ευρίσκομεν και τον Οσιομάρτυρα Παύλον τον εκ Σοποτού της Πελοποννήσου, τον δια ψιλόν λόγον εξομόσεως, εν ώρα θυμού εκφωνηθέντα, πικρώς δε μεταμεληθέντα, πλείστας Μονάς του Όρους διελθόντα, και τελευταίον εν τη Αγία Άννη το μέγα και αγγελικόν σχήμα λαβόντα, και εντεύθεν εις την Τρίπολιν μεταβάντα, και καλώς την ευσέβειαν παρρησιασάμενον, και τέλος ξίφει την κεφαλήν αποτμηθέντα. Τελευταίον εν τη Σκήτη της Αγίας Άννης ευρίσκομεν τον Οσιομάρτυρα Νεκτάριον. Ούτος ορφανός ων πατρός, δεκαοκταετής την ηλικίαν προσεκολλήθη εις τινα Αγαρηνόν υπομίσθιος, μετά του οποίου συναναστρεφόμενος απερισκέπτως εξώμοσεν. Αλλ’ αποστρεφόμενος υπό της ευσεβούς μητρός του, ήλθεν εις αίσθησιν, και εζήτει την εαυτού σωτηρίαν, κλαίων και οδυρόμενος. Ελθών δε εις Άγιον Όρος και μονάσας εν τη Σκήτη της Αγίας Άννης, επανήλθεν εις την πατρίδα αυτού (ήτο δε αύτη τα Βουρλά της Μικράς Ασίας), εις την οποίαν και παρρησιάσας την ευσέβειαν και γνωρισθείς, υπέστη πολλάς βασάνους, και τελευταίον απετμήθη την κεφαλήν.                                       β΄. Ας υπάγωμεν εις την όντως βασιλικήν και μεγαλοπρεπή Μονήν του Βατοπαιδίου, και εκεί θέλομεν ίδει τον Όσιον εκείνον Γεννάδιον τον Δοχειάρην, όστις ηξιώθη να θεωρήση το παράδοξον θαύμα, το οποίον η Θεοτόκος ενήργησεν εις τον καιρόν του, κάμνουσα να ευρεθή γεμάτον από έλαιον το πρώην κενόν πιθάριον τόσον, ώστε και να χύνεται εις την γην και να τρέχη έξω από την θύραν του δοχείου. Εκεί ευρίσκομεν τον Οσιώτατον εκείνον Νεόφυτον τον προσμονάριον, όστις ήκουσεν, ω του θαύματος! μίαν φωνήν από την εικόνα της Θεοτόκου, ότι έχει να ζήση ακόμη εν έτος και να ετοιμασθή· και άλλην φωνήν ότι έφθασεν ο καιρός δια να απέλθη προς Κύριον. Ομοίως και τον αγιώτατον εκείνον Ηγούμενον, όστις ήκουσε φωνήν από την εικόνα της Θεοτόκου, να μη ανοίξη την θύραν, αλλά να υπάγωσιν επάνω εις τα τείχη, να διώξωσι τους εχθρούς, οι οποίοι ζητούσι να έμβωσιν εις το Μοναστήριον. Εκεί ευρίσκομεν και τον θαυμαστόν εκείνον Ιεροδιάκονον τον Βηματάρην, όστις κρύψας την εικόνα της Βηματαρίσσης και τον Τίμιον Σταυρόν εις το πηγάδιον, ηχμαλωτίσθη από τους βαρβάρους εις την Κρήτην. Ελευθερωθείς δε και πάλιν από την δουλείαν, και επιστρέψας, εφανέρωσεν αυτά εις τους άλλους Πατέρας, ευρεθείσης θαυμασίως της αγίας Εικόνος ορθίας επάνω εις το νερόν και της λαμπάδος αναμμένης. Ζήσας δε μετά ταύτα ζωήν υπερθαύμαστον, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν. Τι δε να είπω δια τον Οσιομάρτυρα Ευθύμιον τον Ηγούμενον του Βατοπαιδίου, και τους μετ’ αυτού δώδεκα Οσιομάρτυρας Μοναχούς; Ούτοι, επειδή ήλεγξαν κατά πρόσωπον ως αιρετικούς τόσον τον λατινόφρονα βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον, όσον και τον λατινόφρονα Βέκκον τον Πατριάρχην, ο μεν Ευθύμιος, δεθείς με άλυσιν, κατεποντίσθη υπ’ αυτών εν τη θαλάσση του Καλαμιτζίου, οι δε δώδεκα Μοναχοί εκρεμάσθησαν παρ’ αυτών εν τω καλουμένω Φουρκοβουνίω. Εκεί ευρίσκομεν τον Όσιον εκείνον Νικόδημον, τον Γέροντα και διδάσκαλον εν τη κατά Χριστόν φιλοσοφία του θείου Γρηγορίου του Παλαμά. Κτίτορας του Βατοπαιδίου ευρίσκομεν και τους Αγίους Σάββαν και Συμεών, τους ιδιαιτέρους κτίτορας της Μονής του Χιλιανταρίου, περί των οποίων θέλομεν είπει πλατύτερον, όταν φθάσωμεν εκεί. Ενταύθα ευρίσκομεν και τον Όσιον Ευδόκιμον, τον φερωνύμως ευδοκιμήσαντα εν τη ασκητική ζωή. Ούτος γνωρίσας το τέλος αυτού και αποφεύγων των ανθρώπων τον έπαινον εισήλθε κρυφίως εν τη οστεοθήκη του Κοιμητηρίου της Μονής, ένθα και παρέδωκε το πνεύμα τω Κυρίω. Γενομένης μετά ταύτα επιδιορθώσεως του εν λόγω Κοιμητηρίου ευρέθησαν τα ιερά του Αγίου Λείψανα, άρρητον εκπέμποντα ευωδίαν. Εδώ εις την τοποθεσίαν του Βατοπαιδίου εβλάστησεν ως ωραίον φυτόν και ο Όσιος Αγάπιος, όστις καθήμενος εις την Σκήτην του Κολιτζού ηχμαλωτίσθη από τους Αγαρηνούς, και ποιήσας εις την άλυσιν δώδεκα χρόνους, και δουλεύσας με εμπιστοσύνην τον Αγαρηνόν όστις τον ηγόρασεν, ηλευθερώθη δια της Θεοτόκου εκ της φυλακής και επέστρεψεν εις το Όρος προς τον Γέροντά του, όστις ελέγξας αυτόν, διατί έφυγε κρυφίως από τον αυθέντην του, τον έκαμε να επιστρέψη πάλιν εις εκείνον, τον οποίον ύστερον κατέπεισε και τον επήρεν ομού με τους δύο υιούς του, και ήλθον εις το Όρος, και βαπτίσας τούτους εποίησε Μοναχούς.                                                                        γ΄. Ας υπάγωμεν εις την ευαγή και περιφανή Μονήν των Ιβήρων· και εδώ ευρίσκομεν τον μέγαν και θαυμαστόν Όσιον Ιωάννην τον Ίβηρα τον ακμάσαντα εν έτει 960. Ούτος εκ βασιλικού γένους των Ιβήρων καταγόμενος, αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω πάντα, και γενόμενος Μοναχός, ήσκησε πρώτον εις τα εν τη Ιβηρία ευρισκόμενα Μοναστήρια. Είτα απελθών εις Όλυμπον, και ησυχάσας εκεί ικανόν καιρόν, μετά ταύτα ήλθεν εις το Άγιον Όρος, και εγένετο άκρος φίλος και υποτακτικός του Αγίου Αθανασίου του της Μεγίστης Λαύρας. Ύστερον δε αναχωρήσας έκτισε την περιφανή ταύτην Μονήν, δι’ εξόδων Βασιλείου υιού Ρωμανού, του βασιλέως των Ελλήνων, ούσαν πολλά μικράν το πρότερον επονομαζομένην του Κλήμεντος. Εδώ ευρίσκομεν και τον Όσιον Ευθύμιον, τον υιόν τού αυτού, Ιωάννου, ακμάσαντα εν έτει 980, όστις έμπειρος ων εις την ιβηρικήν και ελληνικήν γλώσσαν και εις τας θείας Γραφάς, συνδιελέχθη μετά τινος Εβραίου, όταν ήτο ακόμη κοσμικός, τον οποίον τελευταίον θανάτω παρέδωκεν, επειδή εβλασφήμει ο μιαρός κατά του Χριστού. Ασθενήσας δε βαρέως και δια προστασίας της Θεοτόκου ελευθερωθείς από την ασθένειαν, αφήνει τον κόσμον και τα εν κόσμω, και έρχεται εις το Όρος προς τον Μέγαν Αθανάσιον και υποτάσσεται εις αυτόν μετά του πατρός του. Ούτος ωνομάσθη και νέος Χρυσόστομος, κατά τους Ίβηρας, επειδή μετεγλώττισεν εκ της ελληνικής διαλέκτου εις την ιβηρικήν όλην την Αγίαν Γραφήν, και άλλα βιβλία ψυχωφελέστατα. Είτα αναχωρήσας εκ της Λαύρας ομού με τον πατέρα του, ωκοδόμησε μετ’ αυτού, ως είπομεν, την Μονήν των Ιβήρων. Ούτος ο Όσιος, αφού ετέλεσε πολλά θαύματα, εφάνη και ως στύλος πύρινος εν τη ημέρα της Μεταμορφώσεως, ότε ελειτούργει εν τη Εκκλησία, τη ούση εις την κορυφήν του Άθωνος. Τότε και φως ουράνιον ελθόν έκαμε πάντας τους εν τη Λειτουργία ευρεθέντας να πέσωσι κάτω πρηνείς, την λάμψιν μη υποφέροντες. Εδώ προς τούτοις ευρίσκομεν και Γεώργιον τον Ίβηρα, τον ανεψιόν μεν του Ιωάννου, εξάδελφον δε του Ευθυμίου, κτίτορα και αυτόν γενόμενον της αυτής Μονής, και μάλιστα του Καθολικού Ναού. Ταύτης της Μονής βλάστημα είναι και ο Όσιος Γαβριήλ ο Ίβηρ, ο ησυχάζων εν τω Όρει, και δια φωνής θεϊκής καταβάς και αναγαγών εκ της θαλάσσης την θαυματουργόν Εικόνα της Κυρίας Πορταϊτίσσης των Ιβήρων. Πως δε να σιωπήσω τον υπέρ της Ορθοδοξίας ζήλον των Οσιομαρτύρων Ιβηριτών Πατέρων; Ούτοι, διότι δεν εδέχθησαν τον βασιλέα Μιχαήλ τον Αζυμίτην και Ιωάννην τον Πατριάρχην, τους λατινόφρονας, οι μεν εβάλθησαν εις το πλοίον της Μονής, και εις βυθόν παρεδόθησαν, οι δε, όντες εκ των μερών της Ιταλίας, παρ’ αυτού εδουλώθησαν οι μακάριοι. Εδώ εις την ιεράν Μονήν των Ιβήρων ανέτειλεν ως αστήρ νεοφανής μεν κατά τους χρόνους, λαμπρός δε κατά τους αγώνας, και όμοιος των παλαιών Οσίων, ο ιερός, λέγω, του Θεού άνθρωπος, Ιερόθεος ο διδάσκαλος, ο εκ των Καλαμών της Πελοποννήσου καταγόμενος, και γεννηθείς κατά το αχπστ΄ (1686) έτος. Ούτος ο αοίδιμος, αφού εσπούδασε τα γραμματικά και φιλοσοφικά μαθήματα και έγινεν εντελής και εις τας δύο γλώσσας, ελληνικήν τε και λατινικήν, πάντα τον κόσμον και τα του κόσμου καταφρονήσας ήλθεν εις το Μοναστήριον των Ιβήρων και έγινε Μοναχός παραιτήσας ως σοφός τας έξωθεν επιστήμας και την φιλοσοφίαν, δια να μάθη την έσω και πνευματικήν φιλοσοφίαν, ήτις είναι «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών», κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Εις τόσους δε αγώνας παρέδωκε τον εαυτόν του ο τρισμακάριστος, ώστε από την υπερβολικήν νηστείαν και αγρυπνίαν και τας άλλας κακουχίας του σώματος τοσούτον αδυνάτισεν, εις τρόπον ώστε μόλις ηδύνατο να περιπατήση εν μόνον στάδιον, αν και ήτο εκ φύσεως εις τους πόδας ταχύτατος και εις το σώμα ανδρειότατος. Ούτος, καθαρόν δοχείον των αρετών χρηματίσας και θείων χαρισμάτων αξιωθείς, ήδη και υπέρ της πίστεως ηγωνίσατο, διελέγξας την μεμολυσμένην αίρεσιν του αιρετικού Μολίνου, την τότε αναφανείσαν, και την Ορθοδοξίαν ενώπιον Ιεράς Συνόδου εκράτυνε. Και επόθησε μεν και να μαρτυρήση δια τον Χριστόν, και επίτηδες δια τούτο απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, και αιτίας έδωκεν εις τους ασεβείς, αλλά δεν ήτο θέλημα του Κυρίου, όστις εφύλαξεν αυτόν δια πολλών ωφέλειαν. Επειδή δε πόθος περισσοτέρας ησυχίας κατέφλεγε την καρδίαν του, τούτου χάριν αναχωρήσας από την Μονήν των Ιβήρων, απήλθεν εις το αντικρύ του Όρους ερημονήσιον Γιούρα καλούμενον· και εκεί ολίγον καιρόν ησυχάσας, προς Κύριον εξεδήμησεν εν έτει αψμε΄ (1745), τα δε τούτου Λείψανα ανακομισθέντα υπό του Οσίου Μελετίου του αυτού μαθητού, ευρέθησαν ηγιασμένα υπό της θείας Χάριτος. Εκ τούτων η σεβασμία αυτού Κάρα και η Σιαγών ευρίσκονται εν τη αυτή Μονή των Ιβήρων, και ενεργούσι διάφορα θαύματα εις τους μετά πίστεως προς αυτά προστρέχοντας, εις δόξαν Θεού και εις ένδειξιν της θεαρέστου αυτού πολιτείας, εκ των οποίων θαυμάτων αναφέρει τινά ο κατά πλάτος Βίος αυτού. Εις την Σκήτην των Ιβήρων, την λεγομένην του Τιμίου Προδρόμου, εξήνθησεν ως φοίνιξ υψίκομος και ο Οσιομάρτυς Άγιος Ιάκωβος· όστις κατοικήσας πρότερον εις την Μονήν του Δοχειαρίου, ύστερον ήλθε και ησύχασεν εν τη Σκήτη ταύτη. Ούτος πολλάς θείας αποκαλύψεις και οπτασίας ιδών, και πολλά θαύματα ποιήσας, και προφητικού χαρίσματος αξιωθείς, ανεχώρησεν έπειτα από το Όρος, και επήγε κηρύττων ευαγγελικώς μετάνοιαν εις πάντας τους Χριστιανούς, αρχίσας από την Θεσσαλονίκην και φθάσας εις την Ναύπακτον. Εκείθεν δε προδοθείς εις τον Αγαρηνόν, κατήντησεν εν τέλει δέσμιος εις Διδυμότειχον, και παρουσιασθείς ενώπιον του βασιλέως Σελήμ, και μη θελήσας να δεχθή την θρησκείαν του, αλλ’ ομολογήσας παρρησία τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ετιμωρήθη με διαφόρους βασάνους εις διάστημα ημερών δεκαεπτά, τελευταίον δε εκρεμάσθη ομού με δύο μαθητάς του, Ιάκωβον Διάκονον και Διονύσιον Μοναχόν, των οποίων τα άγια Λείψανα ευρίσκονται εις το Μοναστήριον της Αγίας Αναστασίας εις την Γαλάτισταν. Εδώ ευρίσκομεν πέντε έτι Οσιομάρτυρας· πρώτον τον Οσιομάρτυρα Προκόπιον, όστις καταγόμενος εκ των μερών της Βάρνας εγένετο Μοναχός εν ταύτη τη Σκήτη, εναρέτως πολιτευόμενος υπό Γέροντα Διονύσιον ονόματι. Φθόνω δε του εχθρού πορευθείς εις Σμύρνην, δια συνεργείας του πονηρού ενσπείραντος εις αυτόν διαφόρους λογισμούς, ηρνήθη την ευσέβειαν. Αλλ’ όμως μετανοήσας ευθύς και ομολογήσας, απετμήθη την κεφαλήν. Δεύτερον τον Οσιομάρτυρα Ευθύμιον, τον εκ Δημητσάνης της Πελοποννήσου, όστις αρνηθείς πρότερον, και μονάσας ύστερον, εν πολλή μετανοία ηγωνίσθη ασκητικώς. Είτα επορεύθη εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα ομολογήσας ευθαρσώς και ανδρείως την ευσέβειαν, ετελειώθη δια ξίφους τη Κυριακή των Βαϊων. Τρίτον τον Οσιομάρτυρα Ιγνάτιον, τον από Παλαιάς Ζαγοράς, γνωστόν και φίλον όντα του ανωτέρω Ευθυμίου, όστις υποσχεθείς άρνησιν με μόνον ψιλόν λόγον, εποίησε και αυτός ως ο Ευθύμιος, και ετελειώθη δι’ αγχόνης εις την Βασιλεύουσαν Πόλιν. Τέταρτον τον Οσιομάρτυρα Ακάκιον, τον εκ Νεοχωρίου της Θεσσαλονίκης καταγόμενον, όστις αρνηθείς πρότερον δια της βίας, ανήλιξ έτι ων, είτα μετανοήσας ειλικρινώς ως οι προ αυτού δύο Ευθύμιος και Ιγνάτιος, ετελειώθη δια ξίφους εν τη πόλει της Θεσσαλονίκης. Και πέμπτον τον Οσιομάρτυρα Ονούφριον τον Ιεροδιάκονον, όστις δια μόνον τον εκ συναρπαγής λόγον, τον οποίον είπε προς την ιδίαν αυτού μητέρα, φυγών εις το Άγιον Όρος, ηγωνίσθη ασκητικώς πρώτον εν τη Μονή του Χιλιανδαρίου και είτα εν ταύτη τη Σκήτη, εν η και μεγαλόσχημος εγένετο. Μετά ταύτα απελθών εις Χίον και παρρησία ομολογήσας την ευσέβειαν, εδέχθη τον δια ξίφους θάνατον. Εις την τοποθεσίαν των Ιβήρων, ήτοι εις την Σκήτην του Μαγουλά, ήσκησε και ο αγιώτατος Κάλλιστος, μαθητής μεν πρότερον χρηματίσας Γρηγορίου του Σιναϊτου, ύστερον δε Πατριάρχης γενόμενος Κωνσταντινουπόλεως.                                                          δ΄. Ας υπάγωμεν εις την ιεράν και βασιλικήν Μονήν των Σέρβων, ήτοι του Χιλανταρίου· και εκεί ευρίσκομεν Αγίους τους κτίτορας της αυτής Μονής τον τε Άγιον Σάββαν, και τον κατά σάρκα πατέρα αυτού Άγιον Συμεών, τον βασιλέα Σερβίας. Ο θείος λοιπόν Σάββας, νέος έτι ων, ποθήσας την παρθενίαν και την ζωήν των Μοναχών, ανεχώρησε κρυφίως και ήλθεν εις το Ρωσικόν Μοναστήριον, όπου και έγινε Μοναχός. Είτα ζητούμενος από τον πατέρα του εβάλθη παρά του τότε Πρώτου εις το Μοναστήριον του Βατοπαιδίου δια φύλαξιν. Γράψας δε επιστολήν προς τους γονείς του περί ματαιότητος του κόσμου και της μελλούσης Κρίσεως, και της απολαύσεως των μελλόντων αγαθών, τόσον τους ήναψεν εις την θείαν αγάπην, ώστε τους κατέπεισε να παρατήσωσι την βασιλείαν και να γίνωσι Μοναχοί. Όθεν ο πατήρ του θείος Συμεών, ελθών εις το Όρος, και ευρών τον ποθητόν αυτού υιόν Σάββαν εις το Βατοπαίδιον, εκάθισε μετ’ αυτού. Δια δε του Μοναχικού σχήματος έγινεν ο κατά σάρκα υιός Σάββας κατά πνεύμα πατήρ τού κατά σάρκα πατρός αυτού Συμεών, και ηγωνίζοντο και οι δύο τον καλόν αγώνα της ασκήσεως. Επειδή δε εξ αιτίας αυτών παρεκινήθησαν και άλλοι πολλοί Σέρβοι να έλθωσιν εις το Όρος, τούτου χάριν δια θείας οπτασίας και αποκαλύψεως έκτισαν εκ θεμελίων με βασιλικά έξοδα την περίφημον ταύτην του Χιλανταρίου Μονήν. Και ο μεν θείος Συμεών ζήσας εν αυτή θεαρέστως ανεπαύσατο εν Κυρίω, και μετά θάνατον ανέβλυσεν, ω του θαύματος! μύρον εκ του τάφου και των Λειψάνων αυτού ευωδίαν αναπέμπον άρρητον, εις δόξαν Θεού και εις απόδειξιν της προς Θεόν αυτού ευαρεστήσεως· ο δε θείος Σάββας ευφρανθείς μεγάλως δια τον αγιασμόν των λειψάνων του πατρός του, ηγωνίζετο περισσότερον, με νηστείας, με αγρυπνίας, με ολονυκτίους δεήσεις, έως ου έφθασεν εις τόσην τελειότητα αρετής, εις τρόπον ώστε και δυνάμεως θαυμάτων ηξιώθη παρά Θεού, και ζων έτι και μετά θάνατον. Διότι Αρχιερεύς ύστερον γενόμενος Σερβίας και Πεκίου, και εις το Τίρνοβον απελθών προς τον βασιλέα Ασάνην, ελειτούργησε κατά την ημέραν των Αγίων Θεοφανείων, και ποιών τον μέγαν αγιασμόν, ευθύς ως έβαλε τον Τίμιον Σταυρόν εις το ύδωρ, ω του θαύματος! εσχίσθη το ύδωρ εις δύο μέρη, και ίστατο ως τείχος από το εν μέρος και από το άλλο, καθώς ποτε έγινε και εις την Ερυθράν θάλασσαν. Εκεί δε εις το Τίρνοβον ευρισκόμενος, και προγνωρίσας τον θάνατόν του παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας Θεού, πηγήν θαυμάτων αναδείξας τον τάφον αυτού. Μετά ταύτα παρακλήσει πολλή του ανεψιού τού Αγίου και οπτασία αυτού του ιδίου Αγίου, έδωκεν ο Ασάνης το θείον Λείψανον και το έφεραν εις την Σερβίαν την πατρίδα του. Όταν δε ήνοιξαν τον τάφον του, ευρέθη, ω του θαύματος! λάμπον το πρόσωπον του Αγίου ως ο ήλιος, και τόση ευωδία άρρητος εξήλθεν, ώστε όλοι οι παρευρεθέντες εφώναζον το «Κύριε ελέησον», και εδόξαζον τον αυτόν δοξάσαντα Θεόν.                                                                           ε΄. Ας υπάγωμεν εις την ιεράν και Βασιλικήν Μονήν του Διονυσίου· και εδώ ευρίσκομεν πρώτον τον Άγιον Διονύσιον, όστις ασκήσας πρότερον κατά μόνας επάνω εις το βουνόν, εις τον καλούμενον παλαιόν Πρόδρομον, ύστερον δι’ οπτασίας θείου φωτός έκτισε την Μονήν του Βαπτιστού Ιωάννου, την επονομαζομένην εις το όνομά του, με έξοδα του βασιλέως Αλεξίου του Κομνηνού, ούτινος και το άγιον Λείψανον ετέλεσε πολλά θαύματα. Εδώ ετελείωσε και ο πνευματοφόρος εκείνος και θεοφόρος Δομέτιος, ο συνασκητής και φίλος του Αγίου Διονυσίου, όστις ποιμήν και Ηγούμενος της αυτής Μονής εχρημάτισεν. Εδώ έλαμψεν ως αστήρ φαεινότατος και ο Άγιος Νήφων, όστις αφού έγινε Μοναχός και Ιερομόναχος εις το αυτό Μοναστήριον, και αφού εφάνη ως στύλος ουράνιος γεμάτος φως, το οποίον ανέβαινεν έως του ουρανού, όταν ο Άγιος προσηύχετο, ύστερον έγινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, και από Θεσσαλονίκης έγινε και Πατριάρχης δύο φοράς. Πορευθείς δε εις Βλαχίαν, εφώτισεν αυτήν με τας θείας και χρυσάς του διδασκαλίας, και την εστόλισε με τα χριστιανικά ήθη και τας αρετάς, ήτις ήτο πρότερον γεμάτη από κακίας. Μετά δε ταύτα ελθών αγνώριστος εις το αυτό Μοναστήριον, έγινεν επιστάτης των ημιόνων· δι’ οπτασίας όμως του θείου Προδρόμου φανερωθείς εις τον Ηγούμενον, παρέμεινε του λοιπού εν αυτώ ησυχάζων ετελείωσε δε εκεί την ζωήν του με πολλά θαύματα, αφήνων εις το Μοναστήριον θησαυρόν ανέκλειπτον τα άγια αυτού Λείψανα, ουράνιον ευωδίαν εκπέμποντα και θαύματα εργαζόμενα. Εις το Μοναστήριον του Διονυσίου ευρίσκομεν και τους δύο Οσιομάρτυρας, Μακάριον και Ιωάσαφ, τους μαθητάς του Αγίου Νήφωνος, οίτινες φλεγόμενοι υπό της θείας αγάπης, και λαβόντες τας ευχάς του Αγίου, ο μεν Μακάριος επήγεν εις Θεσσαλονίκην, και κηρύξας παρρησία τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν ενώπιον των Αγαρηνών έλαβε διαφόρους βασάνους, και ούτω απετμήθη την κεφαλήν, εν έτει αφκζ΄ (1527). Ο δε Ιωάσαφ, μετά την κοίμησιν του Αγίου, απελθών εις Κωνσταντινούπολιν, και κηρύξας παρρησία το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, εβασανίσθη πρότερον διαφόρως, ύστερον δε απετμήθη την κεφαλήν, εν έτει αφλστ΄ (1536). Εδώ ευρίσκομεν ακόμη και τον αγιώτατον εκείνον Λεόντιον τον εκ του Άργους της Πελοποννήσου καταγόμενον, ο οποίος εξήκοντα χρόνους δεν εξήλθεν από το Μοναστήριον, και διορατικού χαρίσματος αξιωθείς, μετά θάνατον έβλυσε μύρον από τα θεία αυτού Λείψανα, ως ιστορεί ο ιερός Μαλαξός ο Πρωτοπρεσβύτερος Ναυπλίου. Έζη δε ο Όσιος ούτος επί του πατρός του Μαλαξού, περί τα χίλια πεντακόσια τριάκοντα ήδη μετά Χριστόν. Τι δε να λέγωμεν δια τον Όσιον Φιλόθεον, όστις παιδίον ων ηχμαλωτίσθη από τους Ισμαηλίτας, και ελευθερωθείς από την φυλακήν δι’ οπτασίας της Θεοτόκου, πρώτον μεν ήσκησεν εν τινι Μοναστηρίω της Νεαπόλεως, ύστερον δε ελθών εις το Όρος εκάθισεν εις το Μοναστήριον του Διονυσίου. Είτα προσποιηθείς ότι είναι βωβός, εξήλθεν από το Μοναστήριον, και ησυχάσας πλησίον αυτού, ηγωνίζετο υπέρ άνθρωπον, μεταβάς δε εις άλλον τόπον του Όρους, εκεί ετελείωσεν αγιοπρεπώς την ζωήν του, προορατικού χαρίσματος αξιωθείς, και παραγγείλας εις τους μαθητάς του να μη τον θάψωσιν, αλλά να τον ρίψωσιν εις το δάσος, όπου αλιεύς τις ευρών την αγίαν αυτού Κάραν ως άστρον λάμπουσαν, την απέδωκεν εις τους μαθητάς του δι’ οπτασίας του Αγίου. Ενταύθα ευρίσκομεν και τρεις ακόμη Οσιομάρτυρας, τον Άγιον Χριστοφόρον, τον Άγιον Γεννάδιον και τον Άγιον Ιωσήφ. Και ο μεν Χριστοφόρος, εξ Αδριανουπόλεως καταγόμενος, ήτο ράπτης το επάγγελμα. Αλλ’ επειδή αιφνιδίως επτώχευσεν, είπε λόγον τινά μετ’ αδιαφορίας εις τινα φίλον του Αγαρηνόν, ότι δήθεν θα αλλάξη φύλον. Τούτο μαθόντες οι του σκότους υιοί, μετά βίας περιέτεμον αυτόν. Εκ τούτου αναχωρήσας κρυφίως εις το Άγιον Όρος εγένετο δόκιμος Μοναχός εν ταύτη τη ιερά Μονή. Είτα λαβών άδειαν επανήλθεν εις τα ίδια, και ομολογήσας την ευσέβειαν, εξεφαύλισε την του Μωάμεθ πλάνην. Όθεν φυλακισθείς, ραβδίζεται καθημερινώς ημέρας οκτώ, είτα καταδικάζεται εις σφαγήν. Πορευομένου δε εις τον τόπον της καταδίκης, ήστραπτε το πρόσωπον αυτού, και έψαλλε το Χριστός ανέστη. Απεκεφαλίσθη δε τη Τρίτη της Διακαινησίμου. Επί τρεις δε ημέρας φως ουράνιον κατήρχετο εις το άγιον Λείψανον. Ο δε Άγιος Γεννάδιος έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου εν Κωνσταντινουπόλει αποτμηθείς την κεφαλήν και ο Άγιος Ιωσήφ εις Αδριανούπολιν, υποστάς τον δι’ αγχόνης θάνατον.                                                                                 στ΄. Ας υπάγωμεν εις την Ιεράν Μονήν του Κουτλουμουσίου. Και εδώ ευρίσκομεν τον Άγιον Οσιομάρτυρα και Ιερομάρτυρα Κυπριανόν, όστις εξ Αγράφων ων, και εν τω Κουτλουμουσιανώ κελλίω του Αγίου Γεωργίου ενασκούμενος, ύστερον, από την θείαν αγάπην πυρποληθείς, επόθει να λάβη τον υπέρ Χριστού μαρτυρικόν θάνατον. Απελθών λοιπόν εις Θεσσαλονίκην, και τον Χριστόν κηρύξας ενώπιον των Αγαρηνών, και την θρησκείαν αυτών απελέγξας, εδάρη και απελύθη. Εκείθεν απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, και παρασταθείς έμπροσθεν του βεζύρη και ομολογήσας με μεγάλην ανδρείαν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, και μήτε με κολακείας δελεασθείς μήτε με φοβερισμούς δυσωπηθείς, τελευταίον απετμήθη την κεφαλήν ο αοίδιμος εις το Φανάρι, εν έτει αχοθ΄ (1679). Συνέγραψε δε το μαρτύριον αυτού Ιωάννης ο Καρυοφύλλης. Εδώ εις την Σκήτην του Κουτλουμουσίου ευρίσκομεν και τον Οσιομάρτυρα Γεράσιμον τον εκ Καρπενησίου καταγόμενον. Ούτος εν παιδική ηλικία αρνησάμενος την ευσέβειαν, ήλθεν μετά ταύτα εις αίσθησιν του κακού, και αναχωρήσας κρυφίως εκ της βασιλευούσης κατήντησεν εις το Άγιον Όρος και υπετάγη εν ταύτη τη Σκήτη εις τινα ενάρετον Ιερομόναχον Κύριλλον ονόματι. Είτα επανελθών εις Κωνσταντινούπολιν, και ομολογήσας παρρησία την ευσεβή Πίστιν, απετμήθη την κεφαλήν, βασανισθείς πρότερον ασπλάγχνως επί δεκαπέντε ημερονύκτια.                           ζ΄. Ας υπάγωμεν εις την Ιεράν και βασιλικήν Μονήν του Παντοκράτορος· και εδώ ευρίσκομεν τον Ιεράρχην Άγιον Θεωνάν. Ούτος εφημέριος ων πρότερον εις την Μονήν αυτήν, καθώς φαίνεται εν τω Βίω του Οσιομάρτυρος Ιακώβου του Ιβηρίτου, ύστερον, όταν ο θείος Ιάκωβος επήγεν εις τον κόσμον κηρύττων, ηκολούθησε και αυτός ομού με άλλους, των οποίων μετά τον μαρτυρικόν θάνατον του Αγίου Ιακώβου εγένετο προεστώς και ποιμήν εν τω Μοναστηρίω της Αγίας Αναστασίας, τω κειμένω εις την Γαλάτισταν. Ύστερον δε και Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης εχρημάτισε. Το δε άγιον αυτού Λείψανον ευρίσκεται σώον εις το αυτό Μοναστήριον. Εις την τοποθεσίαν του Παντοκράτορος, εις το κελλίον του Αγίου Βασιλείου, εβλάστησεν ως ρόδον εύοσμον ο μυροβλύτης και Ιερεύς Άγιος Θεόφιλος, όστις επί πατριαρχείας του Αγίου Νήφωνος (εν έτει 1556) απεστάλη παρ’ αυτού και παρά της Ιεράς Συνόδου εις την Αίγυπτον, δια να βεβαιωθή το θαύμα το μέγα το γενόμενον τότε εκείσε, ήτοι τον μετατοπισμόν του όρους του καλουμένου Ντούρ Τάγ. Ύστερον δε εγένετο και Νοτάριος της Μεγάλης Εκκλησίας επί του Πατριάρχου Παχωμίου. Μετά ταύτα, καταλιπών πάντα, ήλθεν εις το Όρος, και καθίσας πρότερον εις την Μονήν του Βατοπαιδίου, είτα εις την Μονήν των Ιβήρων, όπου και εκαλλιγράφησεν όλα τα βιβλία της Ακολουθίας, ύστερον ηγόρασε το κελλίον του Αγίου Βασιλείου· και ζήσας ασκητικήν ζωήν, και λειτουργών μέχρι τέλους, εκοιμήθη εν Κυρίω ο αοίδιμος, παραγγείλας εις τον μαθητήν αυτού να μη τον ενταφιάση, αλλά να τον ρίψη εις το δάσος, όπου ευρισκόμενον το άγιον αυτού Λείψανον τεσσαράκοντα ημέρας έμεινε θεία Χάριτι ανενόχλητον από τα σαρκοφάγα πετεινά και θηρία. Επειδή δε επήραν το Λείψανον οι παντοκρατορινοί Πατέρες, ο μαθητής του Αγίου ομού με τον Πρώτον του Αγίου Όρους και με τον Άγιον Ιερισσού επήγαν και το έφεραν εις το άνωθεν κελλίον μετά παρρησίας, αφήσαντες την μίαν του χείρα εις το Μοναστήριον, κατέθεσαν δε το Λείψανον εις τα θεμέλια της Εκκλησίας και από τότε ήρχισε να αναβλύζη μύρον και ευωδία και έως της σήμερον ενίοτε γίνεται επαισθητή εις τους εμβαίνοντας εις τον εκείσε Ναόν. Κατά την τοποθεσίαν του Παντοκράτορος, εν τω κελλίω τω καλουμένω «Άξιόν εστιν», εξήνθησε, δαβιτικώς, ως φοίνιξ υψίκομος και γλυκύκαρπος ο θαυμαστός εκείνος Όσιος, ο εν υποταγή γέροντος ευρισκόμενος, όστις ηξιώθη να ξενίση εις το κελλίον του αυτόν τον Αρχάγγελον Γαβριήλ, εν σχήματι φανέντα Μοναχού, και ήκουσε να ψάλλη με το αρχαγγελικόν αυτού στόμα τον γλυκύτατον ύμνον της Θεοτόκου, ήτοι το «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και μητέρα του Θεού ημών». Και όχι μόνον ήκουσεν, αλλά και συνωμίλησε μετ’ αυτού, και την πλάκα έφερεν επάνω εις την οποίαν εχάραξε με τον θείον του δάκτυλον ο μέγας Αρχάγγελος τον ρηθέντα ύμνον της Μητρός του Θεού. Και από τότε ο μεν θεομητροπρεπής αυτός ύμνος διεδόθη εις πάσαν την Οικουμένην, η δε αγία Εικών της Θεοτόκου, έμπροσθεν της οποίας εμελώδησε τον ύμνον ο θείος Γαβριήλ, μετεφέρθη εις την Εκκλησίαν του Πρωτάτου, το δε κελλίον ωνομάσθη «Άξιόν εστιν»· και ο λάκκος εν ω ήτο το κελλίον ωνομάσθη «Άδειν», όπερ σημαίνει ψάλλειν, καθώς αναφέρει το θαύμα τούτο πλατύτερον ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ, ο συγγράψας αυτό, όπερ ευρίσκεται εν τω Πρωτάτω, και εν τω ρηθέντι κελλίω, φέρεται δε τετυπωμένον και εν τω Μεγάλω Συναξαριστή.                                                            η΄. Ας υπάγωμεν και εις τας ιεράς και βασιλικάς Μονάς του τε Ξηροποτάμου και του Αγίου Παύλου. Και εδώ ευρίσκομεν Άγιον τον Όσιον Παύλον, τον κτίτορα γενόμενον των δύο αυτών Μονών· όστις υπήρξεν υιός του βασιλέως Μιχαήλ του Κουροπαλάτου (811- 813) του και Ραγκαβέ λεγομένου, και Προκοπίας, της θυγατρός βασιλέως Νικηφόρου Α΄ του Γενικού (802 – 811). Ούτος ευνουχισθείς παρά του βασιλέως Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου (813 – 820) εδόθη εις την σπουδήν των γραμμάτων, και τόσον προέκοψεν, ώστε ωνομάζετο ύπατος των φιλοσόφων. Πολλά δε συνέγραψε και ελάλησε κατά των τότε υπαρχόντων Εικονομάχων, με Γραφικάς και Πατερικάς αποδείξεις, παρά των οποίων έλαβε και πολλούς ραβδισμούς. Αναχωρήσας δε εκ του κόσμου και των εν τω κόσμω, ήλθεν εις το Όρος, και κατώκησεν εις την τοποθεσίαν του Μοναστηρίου της αοιδίμου βασιλίσσης Πουλχερίας, ήτοι του λεγομένου Ξηροποτάμου, το οποίον ήτο τότε κατηδαφισμένον από τους Άραβας. Εκεί ηγωνίζετο ως ασώματος άγγελος, κουρευθείς Μοναχός από τινα ενάρετον εκεί πλησίον καθήμενον, Κοσμάν τω ονόματι. Βασιλεύοντος δε του βασιλέως Ρωμανού (929 – 944) του γέροντος, απεδήμησεν ο Όσιος εις Κωνσταντινούπολιν, και ιατρεύσας τον βασιλέα, κλινήρη ευρισκόμενον από θανατηφόρον ασθένειαν, έλαβε παρ’ αυτού το Τίμιον Ξύλον, και βασιλικά έξοδα, και έκτισε το Μοναστήριον του Ξηροποτάμου. Επειδή δε ο Άγιος ηγάπα την ησυχίαν, ανεχώρησεν εις τους πρόποδας του Άθω, και εκεί έκτισε το Μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου δια βασιλικών εξόδων, το επονομαζόμενον του Αγίου Παύλου. Όταν δε έμελλε να τελευτήση ο Άγιος, έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ήλιος, ώστε οι παρευρεθέντες, μη υποφέροντες την λάμψιν, έπεσον κατά γης. Είπε δε εις τους μαθητάς του ο Όσιος και άλλα πολλά ψυχωφελή λόγια, και ούτω παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού.                                                                                                                                θ΄. Ας υπάγωμεν τώρα εις την Ιεράν Μονήν του Ζωγράφου. Εδώ ευρίσκομεν τον Όσιον Κοσμάν, όστις Βούλγαρος ων, και εξ επαγγελίας τεχθείς, είτα φυγών από τον κόσμον κρυφίως, ήλθεν εις το Όρος εν έτει ασπ΄ (1280) και δια προσευχής του διελύθη το θαλάσσιον τείχος, όπερ έδειξεν εις αυτόν ο Σατανάς κατά φαντασίαν, δια να τον εμποδίση και να τον γυρίση οπίσω εις τον κόσμον. Μείνας δε ολίγον καιρόν εις το αυτό Μοναστήριον και κουρευθείς Μοναχός, παρεκάλεσε την Θεοτόκον να τον οδηγήση εις την σωτηρίαν του. Και ω του θαύματος! ήκουσε φωνήν εκ της αγίας Εικόνος λέγουσαν: «Υιέ και Θεέ μου, οδήγησον τον δούλον σου πως να σωθή». Ο δε Χριστός απεκρίθη προς την Θεοτόκον: «Ας αναχωρήση από το Μοναστήριον, και ας ησυχάση κατά μόνας». Όθεν εξελθών του Μοναστηρίου ησύχασεν εκεί πλησίον· και τόσον ηγωνίσθη ο αοίδιμος, ώστε ηξιώθη διορατικού και προορατικού χαρίσματος, και την ψυχήν του Ηγουμένου του Χιλανταρίου είδε βασανιζομένην εις τον αέρα από τους δαίμονας και εις τους χιλανταρινούς Πατέρας, οίτινες έκρυψαν το κολοκύνθιον εις τον δρόμον, είπεν ότι εμβήκεν όφις εν αυτώ, και να φυλαχθώσι μη πίωσιν από τον εν αυτώ οίνον. Αυτός ο Όσιος είδε την Θεοτόκον εις το Μοναστήριον του Βατοπαιδίου, κατά την εορτήν του Ευαγγελισμού, υπηρετούσαν εις την Εκκλησίαν και εις την τράπεζαν. Ποτέ δε ασθενήσαντος αυτού, και επιθυμήσαντος να φάγη ολίγον οψάριον, αετός αρπάσας οψάριον από τινος Χριστοφόρου, όστις τότε είχεν εκβάλει οψάρια από της θαλάσσης, το επήγεν εις τον Άγιον. Ότε δε έφθασε πλησίον εις το τέλος ο Όσιος, εφάνη ο Κύριος εις αυτόν και του είπεν, ότιέχει να πάθη πολλά από τους δαίμονας, και μετ’ ολίγον έχει να απέλθη προς Αυτόν. Φανείς δε ο άρχων των δαιμόνων προς αυτόν, τόσον πολλά τον έδειρεν, ώστε τον άφησεν ημιθανή· και ούτω κοινωνήσας ο Όσιος των θείων Μυστηρίων, παρέδωκε το πνεύμα. Θαύμα δε ηκολούθησεν εις τον θάνατόν του, διότι ψαλλόντων των αδελφών το εκείνου Λείψανον, συνήχθησαν όλα τα ζώα, χερσαία και πετεινά, και αφού ενεταφιάσθη το Λείψανον του Αγίου, εφώναξεν έκαστον ζώον την φωνήν του, και ούτω απεχώρησαν· ζητηθέν δε το Λείψανον αυτού μετά ταύτα, δεν ευρέθη εις τον τάφον. Εδώ εις την Μονήν του Ζωγράφου ευρίσκομεν και τους εικοσιέξ Οσιομάρτυρας ή κατά άλλους εικοσιτέσσαρας οίτινες κλεισθέντες εις τον πύργον, και ελέγχοντες άνωθεν του πύργου τον τε λατινόφρονα βασιλέα Μιχαήλ, και τον Πατριάρχην Ιωάννην τον Βέκκον ως κακοδόξους και αιρετικούς, κατεκάησαν υπ’ αυτών εντός του πύργου και ούτω έλαβον του μαρτυρίου τον στέφανον.                                                                           ι΄. Ας υπάγωμεν και εις την Ιεράν και περιώνυμον Μονήν του Δοχειαρίου· και εδώ ευρίσκομεν τον Όσιον και θεοφόρον Ευθύμιον, χρηματίσαντα θείον μεν κατά σάρκα, πατέρα δε κατά πνεύμα του Οσίου και θεοφόρου Πατρός Νεοφύτου, του και κτίτορος της αυτής Μονής. Ούτος λοιπόν εκ της βασιλευούσης των πόλεων καταγόμενος και γνώριμος και φίλος καταστάς προς τον μέγαν Πατέρα ημών Αθανάσιον τον της Μεγίστης Λαύρας, πρώτον έγινε κτίτωρ και οικιστής της ρηθείσης Ιεράς Μονής του Δοχειαρίου. Και πρότερον μεν μονύδριον οικοδομήσας επ’ ονόματι του μεγάλου Νικολάου, εν τω τόπω τω καλουμένω Δάφνη, εκείσε το της αρετής και ησυχίας μέλι ειργάζετο, με άλλους ομού αδελφούς. Επειδή δε ήλθον Σαρακηνοί εις το Όρος και άλλα μεν πράγματα του μονυδρίου διήρπασαν, άλλα δε κατηδάφισαν, και μόλις ο Όσιος ελυτρώθη της μαχαίρας εκείνων κρυφθείς μετά των αδελφών εις το δάσος, δια ταύτην την αιτίαν δεν έκρινεν εύλογον να κάθηται εις τοιούτον κινδυνώδη τόπον εις το εξής. Όθεν απάρας εκείθεν μετά των συν αυτώ Μοναχών, έρχεται εις τούτον τον τόπον, όπου τώρα είναι το Μοναστήριον, ο οποίος ήτο μεν τραχύς και εις την κατοικίαν ανώμαλος, εις ησυχίαν όμως πολύ επιτήδειος. Και λοιπόν αγοράσας τον τόπον παρά του τότε Πρώτου Ισαάκ, και καθαρίσας αυτόν από την ύλην και ομαλίσας, οικοδομεί πάλιν εκείσε Ναόν, επ’ ονόματι του μεγάλου Νικολάου, ομού και κελλία, με απείρους ιδρώτας και πόνους, εις κατοικίαν αυτού και των συν αυτώ, και ηγωνίζετο επιμελώς εις το της ασκήσεως στάδιον. Αφού δε μετά ταύτα ήλθεν ο ανεψιός του, εκούρευσεν αυτόν Μοναχόν. Εγχειρίσας δε εις αυτόν την προστασίαν και επιμέλειαν της Μονής, αυτός του λοιπού εν ησυχία διήγεν, εν η και τω Θεώ το πνεύμα παρέθετο, εκατονταετής γενόμενος γέρων. Εδώ ευρίσκομεν και τον Όσιον Νεόφυτον τον κτίτορα της αυτής Μονής περί ου προείπομεν, όστις δουκός ων υιός, επί του βασιλέως Νικηφόρου Β΄ του Φωκά (963 – 969) και Ιωάννου του Τσμισκή (969 – 976), δια την ευδοκίμησιν την οποίαν είχεν εις την έξω σοφίαν, και μάλιστα δια τας αρετάς αυτού και το ταπεινόν τού φρονήματος, ηγαπάτο παρά πάντων· διο και κατεστάθη υπό του βασιλέως πρώτος υπογραφεύς των βασιλικών υπομνημάτων. Επειδή δε είχεν θείον εις το Όρος τον ανωτέρω Ευθύμιον, ηγουμενεύοντα της Μονής του Δοχειαρίου, ηγάπησε να έλθη προς αυτόν να γίνη Μοναχός. Όθεν καταλιπών τον κόσμον και τα εν τω κόσμω, ήλθεν εις την άνωθεν Μονήν και έγινε Μοναχός, αφιερώσας εις αυτήν και όσα χρήματα και υποστατικά είχεν ο αοίδιμος. Κατασταθείς δε Ηγούμενος της αυτής Μονής παρά του θείου του δια την αξιότητά του, έκτισεν άλλην Εκκλησίαν μεγάλην και πύργον και φρούριον εις το Μοναστήριον, και εφάνη τη αληθεία νέος κτίτωρ αυτού. Τότε δε και δια προσευχής αυτού εφανέρωσαν οι θείοι Αρχάγγελοι τον κεκρυμμένον θησαυρόν· ύστερον δ’ έγινε και Πρώτος του Αγίου Όρους. Είτα παραιτηθείς της ηγουμενίας και ησυχάσας, εν ειρήνη εκοιμήθη. Εδώ ευρίσκομεν και τον Όσιον Θεοφάνην, όστις εξ Ιωαννίνων καταγόμενος και ελθών εις το Άγιον Όρος, εγένετο Μοναχός εις το αυτό Μοναστήριον του Δοχειαρίου, και εις τόσην τελειότητα αρετής έφθασεν, ώστε έγινε και Ηγούμενος της αυτής Μονής, και θαυμάτων δύναμιν ηξιώθη έτι ζων να λάβη παρά Κυρίου. Διότι το αλμυρόν ύδωρ της θαλάσσης δια προσευχής αυτού εις γλυκύ μετέβαλε και την τρικυμίαν της θαλάσσης εις γαλήνην μετεποίησε, καταβαίνων από την Κωνσταντινούπολιν εις το Άγιον Όρος. Και μετά θάνατον δε, έξω εις το Μοναστήριον όπερ έκτισε των Ασωμάτων εις την χώραν της Βεροίας εν τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, πολλά θαύματα εποίησε το άγιον αυτού Λείψανον. Αλλά και λεπρόν τινα Αγαρηνόν ιάτρευσε· και δαιμονιώντα εθεράπευσε· και έναν κουλόν κατά την δεξιάν χείρα υγιά εποίησε· και την χώραν της Ναούσης πολλάκις από την πανώλην διέσωσε· και αιμορροούσαν γυναίκα από την ασθένειαν ελύτρωσε, και άλλα παρόμοια θαύματα εποίησε δια του αγίου Λειψάνου του, εις δόξαν Θεού και εις απόδειξιν της θεαρέστου πολιτείας του.                                                                                                                     ια΄. Ας υπάγωμεν εις την Ιεράν Μονήν του Καρακάλλου· εδώ ευρίσκομεν τον Οσιομάρτυρα Γεδεών, τον εκ της επαρχίας Δημητριάδος καταγόμενον. Ούτος παρ’ ηλικίαν και δια της βίας εξομόσας, έφυγε κρυφίως ελθών εις Άγιον Όρος, και γενόμενος Μοναχός εν ταύτη τη ευαγεί Μονή υπέβαλεν εαυτόν εις πνευματικούς αγώνας τής κατά Χριστόν ζωής. Αλλ’ επιθυμών το υπέρ Χριστού Μαρτύριον, απήλθε πρώτον εις Βελεστίνον και είτα εις Τύρναβον, ένθα ομολογήσας την ευσέβειαν πλήρης θείου ζήλου και ανδρείας, κατεκόπη δια πελέκεως μεληδόν χείρας και πόδας, χαίρων και προσευχόμενος και ούτως ετελείωσε μαρτυρικώς.                                                    ιβ΄. Ας υπάγωμεν εις την Ιεράν Μονήν του Φιλοθέου· και εδώ ευρίσκομεν τον Ιεράρχην Θεοδόσιον τον αδελφόν του Αγίου Διονυσίου, όστις Ηγούμενος κατασταθείς πρότερον της αυτής Μονής, είτα πεσών αιχμάλωτος εις τους Αγαρηνούς, έγινεν ύστερον Τραπεζούντος Μητροπολίτης. Εις την Μονήν ταύτην ευρίσκομεν και τον νέον Οσιομάρτυρα Δαμιανόν, όστις εξ Αγράφων καταγόμενος ήλθεν εις το Όρος και έγινε Μοναχός. Ησυχάζων δε έξω της Μονής ταύτης, ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν: «Δαμιανέ, μη ζήτει μόνον το ιδικόν σου συμφέρον, αλλά και το των άλλων». Όθεν ανεχώρησε και επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου, κηρύττων εις τους Χριστιανούς τον λόγον του Θεού, και διδάσκων αυτούς να απέχωσιν από πάσης κακίας και να φυλάττωσι τας εντολάς του Χριστού. Επειδή όμως εκεί επεβουλεύετο παρά τινων κακοπροαιρέτων ανεχώρησε, και απήλθεν εις τα μέρη των Αγράφων, όπου και κτίσας μικρόν Μοναστήριον ησύχαζε με άλλους αδελφούς. Επιβουλευθείς δε και εκεί, παρεδόθη εις τον κριτήν της Λαρίσης, και βασανισθείς με διαφόρους βασάνους, και μη αρνηθείς τον Χριστόν, αλλά μάλλον ελέγχων ανδρείως την θρησκείαν των Αγαρηνών, εκρεμάσθη· και πεσών από την κρεμάθραν έτι ζων, παρεδόθη εις το πυρ, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον τω 1568. Εδώ ευρίσκομεν και τον σημειοφόρον ησυχαστήν Δομέτιον με τον οποίον ησύχασεν ο Οσιομάρτυς Δαμιανός τρία έτη. Εδώ εις το Μοναστήριον του Φιλοθέου ευρίσκομεν ακόμη και τον Άγιον Συμεών, τον μονοχίτωνα και ανυπόδητον· όστις προσεπωνομάζετο Κουρευμένος· διότι ων πρότερον Διάκονος εις την Λαύραν, επειδή αδελφός τις εθαύμασε και ωρέχθη τα μαλλία του, ο θείος Συμεών τα έκοψε και του τα έδωκεν. Ούτος λοιπόν απελθών ύστερον εις το Μοναστήριον του Φιλοθέου, εγένετο Ηγούμενος εις αυτό δια την αρετήν του και φρόνησιν. Επειδή δε μίαν φοράν ήλεγξε μερικούς ατάκτους Μοναχούς, εκείνοι μη υποφέροντες τον έλεγχον, έδειραν, φεύ! αυτόν και εφυλάκισαν. Όθεν αναχωρήσας ο Άγιος από το Όρος, απήλθεν εις τα μέρη της Ζαγοράς, του Ευρίπου, των Αθηνών και της Λαρίσης, κηρύττων τον λόγον του Θεού, και πολλούς αμαρτωλούς επιστρέφων εις μετάνοιαν. Κατοικήσας δε τρεις ολοκλήρους χρόνους υποκάτω εις μίαν μηλέαν, κατά το βουνόν το καλούμενον Φλαμούριον, πηγνύμενος από την ψύχραν του χειμώνος και καταφλεγόμενος από την καύσιν του θέρους, εσύναξεν εκεί πολλούς αδελφούς, όπου και έκτισε Μοναστήριον εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Απελθών έπειτα εις Κωνσταντινούπολιν δια τινα ανάγκην, εκοιμήθη εκεί εν Κυρίω ο τρισμακάριστος. Μετά δε την κοίμησίν του ευωδίασε το άγιον αυτού Λείψανον, και πολλά θαύματα εποίησε. Και η αγία αυτού Κάρα, η ευρισκομένη τώρα εις το άνωθεν Μοναστήριόν του, Χριστιανόν τινά ιάτρευσεν από την ανίατον ασθένειαν της φθίσεως, και άλλον τινά υδρωπικόν μέρος του Λειψάνου του υγιά εποίησε· και άλλους πολλούς καθ’ εκάστην ιατρεύει από δαιμόνια, και από άλλας διαφόρους ασθενείας· μάλιστα δε από την θανατηφόρον ασθένειαν της πανώλους, ως εν τω τετυπωμένω κατά πλάτος βίω αυτού οράται εις ένδειξιν της θεαρέστου πολιτείας του. Εδώ εις την Ιεράν Μονήν του Φιλοθέου ευρίσκομεν γενόμενον Μοναχόν και τον Ισαπόστολον και Ιερομάρτυρα Κοσμάν, τον εκ τινος χωρίου της Ναυπάκτου, Μεγάλου Δένδρου λεγομένου, καταγόμενον, εφημέριον δε της αυτής Μονής χρηματίσαντα, του οποίου τον Βίον και την περίοδον του αποστολικού κηρύγματος, και τα θεύματα και το μαρτυρικόν τέλος όποιος βούλεται να μάθη πλατύτερον, ας αναγνώση ταύτα πάντα εν τω Βίω αυτού.                                                                                                                 ιγ΄. Ας υπάγωμεν και εις την Ιεράν Μονήν του Γρηγορίου· και εδώ ευρίσκομεν τον Όσιον Γρηγόριον, τον κτίτορα της Μονής ταύτης, όστις, ότι μεν ήτο ησυχαστής και Όσιος μαρτυρεί το μέχρι της σήμερον σωζόμενον σπήλαιον αυτού, εν ω ησυχάζων, τους ασκητικούς αγώνας ο αοίδιμος ηγωνίζετο, ότι δε ως Άγιος εωρτάζετο, μαρτυρεί η θεία αυτού εικών. Οποία δε εστάθησαν τα κατά μέρος κατορθώματα της ενθέου αυτού πολιτείας, ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν μας άφησε κανέν υπόμνημα, το οποίον νομίζομεν, ότι συνηφανίσθη ομού με όλον το Μοναστήριον, από την εις αυτό γενομένην πυρκαϊάν, κατά την παλαιάν παράδοσιν την οποίαν έχομεν.                                                      ιδ΄. Ας υπάγωμεν εις την Ιεράν Μονήν της Σίμωνος Πέτρας· και εδώ ευρίσκομεν τον Άγιον Σίμωνα τον Μυροβλύτην, τον κτίτορα της αυτής Μονής, όστις ζήσας πρότερον εις υποταγήν γέροντος, είτα ησυχάσας εις το εκείσε σωζόμενον σπήλαιον αυτού, εις τόσην τελειότητα ανυψώθη ο αοίδιμος, ώστε και τον διάβολον εις είδος δράκοντος φανέντα αυτώ ενίκησε και θείου φωτισμού ηξιώθη, και φωνήν ήκουσε παρά της Θεοτόκου εν τη νυκτί των Χριστουγέννων, προστάζουσαν αυτόν να κτίση το Μοναστήριον επάνω εις την πέτραν, όπου και αστέρα είδεν ιστάμενον κατελθόντα άνωθεν. Αφού δε έκτισε το Μοναστήριον, εποίησε και πολλά θαύματα. Τον μεν κεραστήν και μαθητήν του πεσόντα κάτω από το μέγα ύψος εκείνο αβλαβή διεφύλαξε, και των ορμησάντων κατ’ αυτού Αράβων άλλου μεν εξήρανε την χείρα, άλλων δε τους οφθαλμούς ετύφλωσε, και πάλιν ιατρεύσας αυτούς, εβάπτισε και Μοναχούς εποίησε, και την θυγατέρα δε του βασιλέως της Σερβίας Ιωάννου Ούγγλεζη, δαιμονιζομένην ιάτρευσε. Αλλά και μετά θάνατον μύρον ευώδες εκ των Λειψάνων του ανέβλυσε, καθώς τούτο μαρτυρεί το του ανωτέρω βασιλέως χρυσόβουλλον.                                                                                                                ιε΄. Ας υπάγωμεν και εις την βασιλικήν Μονήν του Εσφιγμένου· και εδώ ευρίσκομεν ότι εστάθη κοινοβιάτης και υπηρέτης της τραπέζης ο νέος Αθανάσιος, ο γενόμενος ύστερον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καθώς ιστορεί Ιωσήφ ο Καλοθέτης, ο τον βίον τούτου συγγράψας. Τούτου του Αγίου τα κατορθώματα και την πολιτείαν ας αναγνώση όστις θέλει εν τω βίω αυτού· ημείς δε τόσον λέγομεν, ότι ο Θεός ετίμησεν αυτόν εν Κυρίω αναπαυσάμενον, πηγήν θαυμάτων και ευωδίας αποδείξας τον τάφον αυτού και το Λείψανον, ως λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς εν τω υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγω αυτού, τω περιεχομένω εν τη Φιλοκαλία. Ενταύθα ευρίσκομεν και τους δύο Οσιομάρτυρας Αγαθάγγελον και Τιμόθεον· εξ ων ο μεν από Αίνου Αγαθάγγελος υπηρετών εις τινα πλοίαρχον Αγαρηνόν, εξώμοσε, νέος ων, βιασθείς υπ’ αυτού· είτα αναχωρήσας δι’ Άγιον Όρος, και καρείς εν ταύτη τη Μονή Μοναχός, απήλθεν εις Σμύρνην, ένθα ομολογήσας την εις Χριστόν πίστιν απεκεφαλίσθη εν χαρά, τυγχάνων του ποθουμένου. Ο δε Τιμόθεος, εξ Αδριανουπόλεως καταγόμενος, ύπανδρος ων, εξώμοσε δήθεν οικονομικώς, όπως επαναφέρη και την σύζυγον αυτού εις την προτέραν ευσέβειαν, ήτις προεξώμοσεν απατηθείσα, ο και εγένετο. Επιστρέψας δε αυτήν και κλείσας εις γυναικείον Μοναστήριον, ήλθε και αυτός εις ταύτην την Ιεράν Μονήν, όπου γενόμενος Μοναχός, επανήλθεν έπειτα εις τα ίδια, και ομολογήσας την ευσέβειαν, απετμήθη μαρτυρικώς την κεφαλήν. Εδώ εις την Σκήτην του Εσφιγμένου, την καλουμένην Σαμάρειαν, ευρίσκομεν ησυχάζοντα τον Άγιον Δαμιανόν, τον φίλον του Αγίου Κοσμά του Ζωγραφίτου, ως εν τω βίω εκείνου οράται. Ούτος δε ο Δαμιανός έχων εντολήν να μη κοιμηθή ποτέ έξω της καλύβης του, εφάνη τη αληθεία στερρός φύλαξ της εντολής ταύτης υπό την ακόλουθον περίστασιν. Απελθών ποτε εις τινα πνευματικόν, πλησίον της Μονής του Χιλανταρίου καθήμενον, και μη ευρών αυτόν επρόσμεινεν έως ου εβράδιασεν η ημέρα. Παρακαλούντων δε αυτόν των εκείσε αδελφών να μείνη, και διότι ήτο εσπέρα, και ομιχλώδης και βροχερός ο καιρός, ο μεγαλόψυχος εκείνος δεν έστερξεν, αλλ’ ανεχώρησε. Μη γνωρίζων δε που ευρίσκετο δια την πολλήν βροχήν και το σκότος ανεβόησε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσον με, ότι απόλλυμαι». Και ω του θαύματος! άμα τη φωνή ευρέθη έμπροσθεν της καλύβης του αβλαβής, εξαποστείλαντος του Κυρίου τον Άγγελον αυτού, όστις ελύτρωσε τον δούλον του. Μετά δε την κοίμησίν του τόση πολλή και άρρητος ευωδία μύρου εξήρχετο από τον τάφον του τρισμακαρίου, έως τεσσαράκοντα ημέρας, ώστε ησθάνοντο οι Πατέρες αυτήν κάτω εις το Μοναστήριον του Εσφιγμένου εις διάστημα ενός μιλίου και επέκεινα, δοξάσαντος αυτόν του Θεού δια την καθαρότητα και θεάρεστον πολιτείαν του.                                                             ιστ΄. Ας υπάγωμεν τελευταίον και εις την Σκήτην και τα κελλία των Καρεών· και εδώ ευρίσκομεν τον Όσιον Νεκτάριον, τον εν τινι κελλίω, του Ιάγαρη επονομαζομένω, ασκητικώς και αξιοπρεπώς ζήσαντα και τελειωθέντα εν έτει αυο΄ (1470). Εις το αυτό κελλίον ευρίσκομεν και τον γέροντα αυτού Φιλόθεον, τον προορατικού χαρίσματος ηξιωμένον. Εδώ ευρίσκομεν Οσιομάρτυρας, τον Πρώτον του Όρους, και τους κύκλω κατοικούντας εις τα κελλία, οίτινες, επειδή ήλεγξαν τους λατινόφρονας Μιχαήλ τον βασιλέα και Βέκκον τον Πατριάρχην, ο μεν πρώτος εκρεμάσθη, οι δε άλλοι ξίφει την κεφαλήν απετμήθησαν. Δεν δύναμαι να σιωπήσω και τον Όσιον Νικηφόρον, τον πρότερον μεν Λατίνον όντα, ύστερον δε το δόγμα της Ανατολικής Εκκλησίας δεξάμενον, και ελθόντα και ησυχάσαντα εις τα ερημικώτερα μέρη του Όρους· όστις συνέγραψε την σοφήν μέθοδον περί της νοεράς προσευχής, αποκειμένην εν τη Φιλοκαλία σελίς 869. Ομοίως εδώ ευρίσκομεν και τον Όσιον και θεόσοφον Θεόληπτον, όστις ασκήσας πρότερον ενταύθα, ύστερον έγινε Φιλαδελφείας Αρχιερεύς, ως αναφέρει περί αυτού ο Παλαμάς θείος Γρηγόριος. Τον Θεόληπτον τούτον και τον ανωτέρω Νικηφόρον έλαβε διδασκάλους ο ρηθείς Γρηγόριος εις την μοναδικήν φιλοσοφίαν. Ούτοι είναι οι ονομαστοί και γνωστοί εις ημάς Άγιοι, όσοι εβλάστησαν εις τούτο το Όρος· είναι δε και άλλοι ανώνυμοι και αγνώριστοι εις ημάς, οίτινες άλλοι μεν υπό των ασεβών Αράβων και Αγαρηνών ανηρέθησαν εις πολλά Μοναστήρια προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, άλλοι δε κατά διαφόρους καιρούς και τρόπους ευηρέστησαν τω Θεώ, και ηγίασαν, τους οποίους εάν θέλω να εξαριθμήσω, βέβαια θέλουσι πληθυνθή ως η άμμος κατά τον Δαβίδ· «εξαριθμήσομαι αυτούς, και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται» (Ψαλμ. ρλη:17). Ούτοι όλοι είναι οι πύρινοι εκείνοι και υψηλοί πύργοι, τους οποίους είδεν έξυπνος με θείαν οπτασίαν ο Όσιος Μάρκος ο μαθητής Γρηγορίου του Σιναϊτου, ότι ήσαν τριγύρω εις όλον το Άγιον Όρος. Ούτοι είναι το πλήθος εκείνο των Μοναχών, τους οποίους είδεν ο αυτός Μάρκος, ότι ίσταντο ομού με τους Αγγέλους τε και Αρχαγγέλους πέριξ της Θεοτόκου, δοξολογούντες και προσκυνούντες Αυτήν· ήτις έχουσα παλάτια χρυσά και υψηλά, κατά το μέρος της Βίγλας, εκάθητο επί θρόνου ως Βασίλισσα, καθώς αναφέρει ο Βίος του Αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου. Και δια να είπω με συντομίαν, ούτοι οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι έδειξαν αληθή την προφητείαν της Θεοτόκου, την οποίαν είπεν ότι θέλει ονομασθή άγιον τούτο το Όρος, διότι ούτοι το ηγίασαν, το εθαυμάστωσαν, το εδόξασαν, και το έκαμαν ονομαστόν εις όλον τον κόσμον.
ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ  Γ΄  --  ΗΘΙΚΟΝ                                                                                           Τοιουτοτρόπως μεν οι θεοφόροι ούτοι Πατέρες και Άγιοι ηγάπησαν και εδόξασαν τον Θεόν επί της γης με την ισάγγελον αυτών πολιτείαν και τα θεάρεστα αυτών κατορθώματα. Αμοιβαίως δε ηγαπήθησαν και εδοξάσθησαν και παρά Θεού, και εν τη γη και εν τω ουρανώ, και ζώντες και μετά θάνατον, με τας αναβλύσεις των μύρων, με τας ευωδίας των λειψάνων, με τα υπερφυσικά θαύματα, τα οποία ενήργησε δι’ αυτών και ενεργεί πάντοτε ο των Αγίων Θεός, και με την απόλαυσιν όλων εκείνων των ουρανίων και αιωνίων αγαθών, «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (Α΄ Κορ. β΄). Όθεν νυν συγχορεύουσιν εν Ουρανοίς με τας τάξεις των Αγγέλων, με τους χορούς των Πατριαρχών, των Προφητών και των Αποστόλων. Οι Ιεράρχαι με τους Ιεράρχας· οι Όσιοι με τους Οσίους· οι Ομολογηταί με τους Ομολογητάς· οι Οσιομάρτυρες και Ιερομάρτυρες με τους Οσιομάρτυρας και Ιερομάρτυρας, Θεόν ούτοι ορώντες πρόσωπον προς πρόσωπον, και ορώμενοι και φωτιζόμενοι παρά του Θεού, ον εκ ψυχής ηγάπησαν, με την τρανοτέραν γνώσιν και τελειοτέραν έλλαμψιν της Θεότητος αυτού, την οποίαν Βασιλείαν ουρανών ονομάζει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Ημείς δε οι τοιούτων Αγίων Πατέρων ευτελείς υιοί και διάδοχοι, με ποίον τρόπον δυνάμεθα να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, και να επιτύχωμεν της ποθουμένης σωτηρίας, δια την οποίαν αφήσαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος τούτο; Εγώ να σας είπω· αν πιστώς ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου ζωής και πολιτείας των Οσίων τούτων και αν επιμελώμεθα να φυλάττωμεν απαρασαλεύτους τους νόμους και κανόνας και τύπους της Μοναχικής πολιτείας, όσους παρέδωκαν εγγράφως εις ημάς οι τρισμακάριοι ούτοι Όσιοι. Και λοιπόν, όσοι μεν είναι Ηγούμενοι και Προεστώτες των ιερών Μοναστηρίων, ας μιμώνται τοτς Αγίους εις την πραότητα και την ταπείνωσιν. Ας μη επαίρωνται δε εις το αξίωμα της ηγουμενίας, ίνα μη μετά των υπερηφάνων κατακριθώσι, και στερηθώσι του μακαρισμού των ταπεινοφρόνων, καθώς παραγγέλλει ο Μέγας Βασίλειος λέγων· «τον Προεστώτα μη επαιρέτω το αξίωμα, ίνα μη εκπέση του μακαρισμού της ταπειοσύνης». Όσοι δε είναι υποτακτικοί και υποκείμενοι, ας μιμώνται τους Αγίους εις την αληθινήν υποταγήν και υπακοήν φυλάσσοντες τα καθήκοντα της υπακοής, τα οποία είναι εξ, κατά τους θεοφόρους Πατέρας· α΄ να μη κρύπτωσι τους λογισμούς των, αλλά να τους εξομολογούνται· β΄να έχωσι βεβαίαν και αληθινήν αγάπην εις τους Γέροντάς των, και όχι πλαστήν και υποκριτικήν· γ΄ να φυλάττωσι καθαράν και άδολον πίστιν εις αυτούς, ως εις τον ίδιον Χριστόν· δ΄ να λέγωσι την αλήθειαν εις όλα, και λόγια και έργα όσα πράξωσι· ε΄ να έχωσι τελείαν εκκοπήν όχι μόνον του θελήματος, αλλά και του φρονήματός των· και στ΄ να μη αντιλέγωσι και αντιπράττωσιν εις τους Ηγουμένους και προεστώτας των, εις όσα τους προστάζουσι κατ’ εντολήν Θεού. Επειδή, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «η αντιλογία, το αυτοκρατορικόν και ανυπότακτον δείκνυσι». Και απλώς ειπείν όλοι, από μικρού έως μεγάλου, ας μιμώμεθα κατά το δυνατόν τους Οσίους τούτους εις την φύλαξιν των εντολών του Χριστού· εις την υπομονήν των πειρασμών και των κόπων της ασκήσεως· εις την φιλαδελφίαν· εις την αγάπην· εξαιρέτως δε και μάλιστα εις την ακτημοσύνην και παρθενίαν. Διότι αύται αι δύο αρεταί είναι ίδιαι ημών των Μοναχών, κατά τας οποίας διαφέρομεν από τους κοσμικούς, ως λέγει ο θείος Μάξιμος. Εις την ακτημοσύνην μάς βοηθεί μεγάλως το να βιάζωμεν εαυτούς εις το να μη θέλωμεν τα περιττά και υπέρ την ανάγκην, αλλά τα μέτρια και αναγκαία. Εις δε την παρθενίαν μάς βοηθεί μεγάλως η φυλακή των πέντε αισθήσεων, και μάλιστα η της οράσεως· ότι δια του μέσου αυτών, ως δια τινων θυρίδων, αναβαίνει ο της ψυχής θάνατος· καθώς λέγει ο Ιερεμίας· «ανέβη θάνατος δια των θυρίδων» (θ: 20). Εξαιρέτως δε εις τούτο βοηθεί ημίν η εν καρδία νοερά και αδιάλειπτος προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με», ότι δια της παντοτινής μελέτης του Αγίου τούτου Ονόματος αποδιώκομεν τους αισχρούς και βλασφήμους λογισμούς, όσους προβάλλει ο Διάβολος· καθώς λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος· «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Όθεν ας μη αρκώμεθα μόνον εις το να αναγινώσκωμεν την κοινήν και διωρισμένην ακολουθίαν και να κάμνωμεν τον συνειθισμένον κανόνα μας, την δε νοεράν και παντοτινήν προσευχήν να αμελώμεν, διότι αύτη είναι το εξαίρετον έργον ημών των Μοναχών. Ημείς όσοι ευρισκόμεθα εδώ εις τούτο το Άγιον Όρος, είτε Μοναστηριακοί, είτε Σκητιώται, είτε Κελλιώται, πρέπει να εντρεπώμεθα, αν όχι από άλλο, αλλά καν απ’ αυτό το όνομα, το οποίον έχει ο τόπος ούτος εις τον οποίον καθήμεθα, και εκ τούτου να παρακινώμεθα εις την αρετήν. Άγιον Όρος θέλει να είπη τόπος αγιότητος· τόπος καθαρότητος· τόπος όπου επάτησαν τόσων Αγίων πόδες, τόπος, όστις έχει εζυμωμένα τα χώματα από τα αίματα, από τους ιδρώτας και από τα δάκρυα εκατοντάδων και χιλιάδων Οσίων Πατέρων· εν ενί λόγω το Άγιον Όρος είναι τόπος αρετής και αγαθοεργίας. Ας ενθυμώμεθα πάντοτε, αδελφοί, τον πρώτον εκείνον σκοπόν, δια τον οποίον εφύγαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος, όστις ήτο βεβαιότατα να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, και να σωθώμεν. Τούτο ενεθυμείτο πάντοτε και ο μέγας Αρσένιος, διο και έλεγε το εξής αξιομνημόνευτον λόγιον· «Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες»· διότι η συχνή του πρώτου εκείνου σκοπού μας ενθύμησις ανακαινίζει την προθυμίαν ημών, και δεν μας αφήνει να πίπτωμεν εις αμέλειαν. Ας προσέχωμεν λοιπόν, αγαπητοί, καλώς, όσοι εις τούτον τον νοητόν παράδεισον της Θεοτόκου ευρισκόμεθα. Διότι καθώς εις τον αισθητόν Παράδεισον ήτο ξύλον ζωής, και ξύλον γνώσεως καλού και πονηρού, ούτω και εδώ είναι και καλά και κακά, υπάρχει και ζωή και θάνατος. Καθώς δε εκεί ήτο όφις, όστις ηπάτησε τους προπάτορας, ούτω και εδώ είναι διάβολος, και ζητεί κάθε ώραν να μας απατήση με τας ηδονάς της σαρκός και να μας θανατώση. Όθεν ας μη λαμβάνωμεν θάρρος ποτέ λέγοντες, ότι τάχα ευρισκόμεθα εις τον λιμένα τούτον, και δεν φοβούμεθα. Διότι συμβαίνει πολλάκις να ναυαγώσι πολλοί ανελπίστως και έσω εις αυτόν τον λιμένα, το οποίον είναι πλέον αξιογέλαστον. Επειδή, αν εκινδυνεύομεν τυχόν ευρισκόμενοι εις το πέλαγος του κόσμου, δεν είμεθα τόσον αξιογέλαστοι, αλλά να κινδυνεύσωμεν και να πνιγώμεν εντός του λιμένος της μετανοίας, τούτο κάμνει τους δαίμονας και τους ανθρώπους να μας περιγελώσι περισσότερον. Δια τούτο είπεν ο μέγας Βασίλειος· «πολλούς ο εχθρός, τους εν τω πελάγει και παντί ανέμω και κλύδωνι διασωθέντας, είσω των λιμένων αμεριμνούντας, συν αυτάνδρω τω σκάφει τω βυθώ παρέδωκεν» (περί αποταγ. Βίου). Και αλλαχού λέγει, ότι πολλοί μεν αρχίζουσι την μοναδικήν ζωήν, ολίγοι όμως την τελειώνουσιν αξίως και καθώς πρέπει· «το μεν γαρ κατάρξασθαι του μονήρους βίου, πολλοίς ίσως τετόλμηται· το δε αξίως επιτελέσαι, ολίγοις τάχα που πεπόνηται» (Επιστολή προς Χίλωνα). Προ πάντων δε ας μιμώμεθα άπαντας τους Αγίους τούτους εις την φιλοξενίαν και ελεημοσύνην, εάν θέλωμεν να ευλογή ο Κύριος τα υπάρχοντα των Μοναστηρίων και Σκήτεων και Κελλίων· δια το οποίον αμαρτίαν ενόμισα να σιωπήσω εδώ ως αρμοδίαν την ιστορίαν, την οποίαν ευρίσκομεν εις τα Πατερικά. Εις εν Μοναστήριον ήτο τις Ηγούμενος πολύ φιλόξενος και ελεήμων, και όσον αυτός ηλέει τους πτωχούς, τόσον περισσότερον ηυλόγει ο Θεός το Μοναστήριόν του. Αφού δε απέθανεν ο Ηγούμενος εκείνος, έγινεν άλλος ανελεήμων, όστις εστέρησε την φιλοξενίαν και ελεημοσύνην από τους ξένους και πτωχούς. Όθεν και ο Θεός εστέρησε την ευλογίαν του από το Μοναστήριον. Τόσην δε στενοχωρίαν εδοκίμαζον οι Μοναχοί, ώστε μόλις είχον τον επιούσιον άρτον. Εν μια δε των ημερών επήγεν εις ιεροπρεπής και σεβάσμιος γέρων εις τον θυρωρόν, και τον παρεκάλεσε να τον δεχθή μέσα εις το Μοναστήριον. Ο δε θυρωρός τον εδέχθη, αλλά κρυφίως. Έπειτα ενώ εφιλοξένει αυτόν, του λέγει· «Μη θαυμάσης, καλέ άνθρωπε, ότι δεν σε περιποιούμαι καθώς πρέπει. Διότι άλλοτε το Μοναστήριον τούτο ήτο τόσον ευτυχισμένον, ώστε και αυτός ο Επίσκοπος εάν ήρχετο, τον περιεποιούντο πλουσιοπάροχα. Αλλά τόσον τούτο εδυστύχησεν, ώστε ουδέ τον πτωχότερον άνθρωπον δύναται να περιποιηθή». Τότε ο φαινόμενος γέρων εκείνος του απεκρίθη· «Δύο αδελφοί εδιώχθησαν από το Μοναστήριον τούτο, και αν αυτοί δεν επανέλθωσι, ποτέ δεν θέλει ευτυχήσει το Μοναστήριον. Ο μεν εις αδελφός ονομάζεται «Δότε», ο δε άλλος «Δοθήσεται». Και ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος. Ευθύς τότε ο θυρωρός ανήγγειλε την όρασιν εις τον Ηγούμενον και εις όλους τους αδελφούς. Όθεν ήρχισαν πάλιν να φιλοξενώσι τους πτωχούς ως πρότερον και ούτω ήρχισε και το Μοναστήριον να λαμβάνη πάλιν την προτέραν ευτυχίαν. (Εκ του Πολιτικού Θεάτρου σελ. 402). Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν, αδελφοί, θέλομεν έχει προς τον Θεόν παντοτινούς πρεσβευτάς τους σήμερον εορταζομένους Αγίους Πατέρας, και βοηθούς και υπερμάχους εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση. Αληθώς δε τότε θα έχωμεν να καυχώμεθα, ότι είμεθα ημείς μεν τέκνα αυτών, αυτοί δε Πατέρες ημών, δια την ομοίωσιν την οποίαν έχουσι τα έργα ημών προς τα έργα εκείνων, καθώς είπεν ο Κύριος προς τους Ιουδαίους· «Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν» (Ιωάν. η: 39). Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν, και εν μετανοία την ζωήν ημών τελειώσωμεν εις τούτον τον ιερόν τόπον, θέλομεν αποκτήσει προς τούτοις απροσμάχητον προστάτιν και βοηθόν αυτήν την Κυρίαν και Έφορον του Αγίου Όρους, την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον, ήτις θέλει μας συστήσει εις τον Υιόν της, και θέλει ζητήσει παρ’ Αυτού την άφεσιν των αμαρτιών ημών, καθώς υπεσχέθη αφ’ εαυτής η αψευδής Μήτηρ του Θεού, ως προείπομεν. Αλλ’ ω μακαριώτατοι θείοι Πατέρες· οι Όσιοι και Ιεράρχαι· οι Ομολογηταί και Οσιομάρτυρες και Ιερομάρτυρες· οι Μυροβλύται και θαυματουργοί· οι επίγειοι Άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι, οι του Αγίου Όρους πολιούχοι και οικισταί, και μετά την Θεοτόκον προστάται ημών και ευεργέται και έφοροι· οι εν σαρκί τους ασάρκους νικήσαντες δαίμονας· πάντων των Αγιορειτών όντες στέφανος και δόξα και καύχημα· η βασιλική και τροπαιοφόρος παράταξις της Βασιλίσσης των Ουρανών Θεοτόκου· τα μυρίπνοα άνθη και τα αγλαόκαρπα δένδρα του νοητού τούτου Παραδείσου της Αειπαρθένου· οι αέναοι ποταμοί των θείων και πνευματικών χαρισμάτων· δέξασθε το παρόν εφύμνιον το οποίον σας προσφέρει όλη ομού η κοινότης του Αγίου Όρους, το υμέτερον Ποίμνιον, ως εδέξατο ο Κύριος τα δύο λεπτά της χήρας. Και την κοινήν ταύτην και καινήν εορτήν υμών και πανήγυριν, ην όλοι κοινώς επιτελούμεν, εναγκαλίσασθε, θειότατοι, ως οσμήν ευωδίας, και ως θυσίαν ευπρόσδεκτον. Διότι τι άλλο δυνάμεθα ημείς να πράξωμεν, ίνα δείξωμεν το δυσεκπλήρωτον χρέος, όπερ έχομεν προς υμάς τους ευεργέτας ημών δια τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας, ων απηλαύσαμεν, και απολαύομεν, και θέλομεν απολαύει δια παντός του βίου παρ’ υμών; Ναι, το ομολογούμεν, ότι ημείς δια τας αμαρτίας ημών δεν είμεθα άξιοι να κατοικούμεν τον άγιον τούτον τόπον, και να ονομαζώμεθα υιοί σας, αλλά σεις, δια την χρηστότητά σας, μη απαρνηθήτε να είσθε Πατέρες ημών. Διο μετά θάρρους παρακαλούμεν υμάς άπαντας, ημείς άπαντες να μας ενδυναμώνητε, ώστε να μιμώμεθα όσον το δυνατόν και ημείς την ιδικήν σας ζωήν και τα έργα σας. Και εις μεν την παρούσαν ζωήν δεόμεθα υμών ίνα σκέπητε και διαφυλάττητε τα ιερά ταύτα Μοναστήρια και Σκήτας και Κελλία και πάντας ημάς τους εν αυτοίς κατοικούντας, από πάσης ανάγκης και επηρείας των ορατών και αοράτων εχθρών, εις δε την μέλλουσαν να μας αξιώσητε δια των πρεσβειών σας να απολαύσωμεν της ουρανίου μακαριότητος και ημείς μεθ’ υμών. Ει και μέγα εστί το αιτούμενον, εξαιτούμεθα, ίνα και ημείς οι υιοί σας, μετά των Πατέρων ημών συναριθμηθώμεν, ημείς τα ποίμνια μετά των Ποιμένων ημών· ημείς οι μαθηταί μετά των Διδασκάλων ημών· ίνα έχητε λέγειν και υμείς προς τον Θεόν, το αποστολικόν εκείνο· «Ιδού ημείς και τα παιδία, α ημίν έδωκας, Κύριε». Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις αυτών Αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: