Μανουήλ,
Σαβέλ και Ισμαήλ οι ένδοξοι Μάρτυρες κατήγοντο από την Περσίαν, ήσαν δε
αυτάδελφοι και έζων κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου εν έτει τξγ΄
(363). Ούτοι αποσταλέντες από τον βασιλέα των Περσών, Βαλάνον ονομαζόμενον, δια
να κάμωσι πρεσβείαν και μεσιτείαν περί ειρήνης, μεταξύ αυτού και του Ιουλιανού,
και βλέποντες τον Παραβάτην Ιουλιανόν, ότι εθυσίαζεν εις τα είδωλα πέραν εις
την Χαλκηδόνα και ότι πολλοί υπετάσσοντο εις την πλάνην του, εθρήνουν και
έκλαιον δια την εκείνων απώλειαν, επειδή ήσαν ευσεβείς και ελάτρευον τω Χριστώ.
Παρεκάλουν δε τον Κύριον να διαφυλαχθώσιν εις την αυτού πίστιν και να μη
συγκοινωνήσωσι με την πλάνην των ειδώλων. Φανερωθέντες δε ότι είναι Χριστιανοί,
ωδηγήθησαν εις τον Ιουλιανόν, και ομολογήσαντες τον Χριστόν μετά παρρησίας υπεβλήθησαν
εις μεγάλας βασάνους παρ’ αυτού, διο και μεγάλων στεφάνων ηξιώθησαν παρά
Κυρίου.
Ας ίδωμεν όμως το κατά πλάτος μαρτύριον αυτών δια να γνωρίσωμεν καλύτερον την υπομονήν των Αγίων και την μανίαν των τυράννων. Δεν είναι δε τόσον θαυμαστόν και παράδοξον, το ότι εκείνοι οι παλαιοί τύραννοι ειδωλολάτραι εδίωκον με τόσην μανίαν την Εκκλησίαν του Χριστού και επαίδευον εκείνους, οίτινες ωμολόγουν το όνομα αυτού, διότι αυτοί όντες όλως διόλου προσηλωμένοι και ανατεθραμμένοι εις την πλάνην των ειδώλων, ενόμιζον ότι ορθώς λατρεύουν, χωρίς να στοχασθούν αποτρόπαιον και μισητήν την πλάνην των, αλλ’ ως πατροπαράδοτον την ενηγκαλίζοντο και την ησπάζοντο· ενόμιζον δε την πίστιν των Χριστιανών αποτρόπαιον και ευκαταφρόνητον, δια τούτο και επαίδευον σκληρώς εκείνους οίτινες ήσαν προσηλωμένοι εις αυτήν. Δεν πρέπει όθεν να απορή κανείς δι’ αυτούς, καθόσον ούτοι ήσαν ανατεθραμμένοι εις την λατρείαν των ειδώλων, αλλά να τους λυπήται δια την πλάνην των. Θαυμαστότερον όμως είναι το να πολεμήται τις από εκείνους οίτινες εστάθησαν το πρώτον φίλοι, ύστερον δε εχθροί άσπονδοι και φοβεροί διώκται· καθώς εις από αυτούς εστάθη και ο αποστάτης Ιουλιανός, ο οποίος εξ αρχής εξεπαιδεύθη και έμαθε και νόμους και συνηθείας των Χριστιανών, ανατραφείς μέσα εις την Ορθοδοξίαν, και αξιωθείς και μαθημάτων, και θείων λόγων, και αυτών των Μυστηρίων της Πίστεως· αυτός δε ύστερον υπετάγη εις τους δαίμονας, και τα μεν των Χριστιανών ενόμιζεν ως άχρηστα, τα δε των Ελλήνων σεβάσματα εδόξασε, και εχρημάτισεν αυτός, όστις ανετράφη εις τας αγκάλας της Ορθοδόξου Πίστεως, ο κάκιστος των διωκτών απάντων αυτής και ο πλέον αναιδέστατος· τον οποίον Παραβάτην Ιουλιανόν πάντες τον ηξεύρετε. Και μόνη δε η προσωνυμία αυτού τον αποδεικνύει μισητόν και αποβεβλημένον, εξαιρέτως δε η κακίστη αυτού γνώμη, ήτις ήτο εφευρετική πάσης κακίας. Αυτός λοιπόν ο τρισάθλιος Παραβάτης, μελετήσας απροσδοκήτως να αποστατήση κατά του Θεού, απεφάσισε και την εναντίον του θείου του Κωνσταντίου αποστασίαν, όστις θείος του τον έκαμε διάδοχον της βασιλείας του, συγχρόνως δε σκοτισθείς πλέον την διάνοιαν κατελήφθη και από άσπονδον μίσος κατά των Χριστιανών, μετά των οποίων το πρότερον και αυτός εκαλείτο Χριστιανός. Ληστρικώς όθεν την βασιλείαν των Ρωμαίων καταλαβών υπερηφανεύθη δια τούτο μεγάλως και εις ύψος αρθείς, έγινεν εις όλους απεχθής και βαρύτατος, μη φροντίζων άλλο τι, ει μη πως να σύρη εις την ασέβειάν του όλους τους Χριστιανούς, και να τους παραστήση εις τους ιδίους αυτού δαίμονας ο μιαρώτερος τούτων και απανθρωπότερος· και άλλους μεν με απειλάς βασάνων, άλλους δε με κολακευτικούς λόγους προσεπάθει να ελκύση προς την ιδίαν αυτού πλάνην. Τούτου όμως την κακουργίαν και βδελυράν απάτην πολλοί των Χριστιανών κατεφρόνησαν, οι δε περισσότεροι και την δοκιμήν της τιμωρίας υπέφερον με γενναιότητα, και μέχρι θανάτου ηγωνίσθησαν, καταισχύναντες τον τύραννον. Επειδή λοιπόν κοντά εις τους τόσους άλλους, οίτινες υπέφερον την του αποστάτου τυραννίαν, είναι και οι σήμερον εορταζόμενοι τρεις ούτοι γενναίοι Μάρτυρες, μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ, οίτινες είναι και η υπόθεσις του λόγου μας, ως χρέος απαραίτητον και προς ζήλον άλλων πολλών πρέπει να διηγηθώμεν τους αγώνας και τα παλαίσματα αυτών, και πως με εκείνον τον ένθερμον ζήλον και θεϊκόν έρωτα κατήσχυναν τον αποστάτην και ωσάν ανόητον τινά παίδα περιέπαιζαν αυτόν, δια να γνωρίση πας τις την γενναιότητα, το προς Θεόν σέβας και την ανδρείαν αυτών. Τούτων των γενναιοτάτων πατρίς ήτο η Περσία· το δε γένος από μεν την μητέρα αυτών ευσεβείς και φιλόχριστοι· ο δε πατήρ αυτών τη ασεβεία απέθανεν· η ζωή των τιμία και θαυμαστή, και εις την ευσέβειαν πρέπουσα. Αδελφοί και οι τρεις ψυχή τε και σώματι, ων του μεν πρώτου το όνομα ήτο Μανουήλ, του δε δευτέρου Σαβέλ και του τρίτου Ισμαήλ. Τούτων η φροντίς και επιμέλεια δεν ήτο άλλη, ει μη πως να φύγουν την πατρικήν ασέβειαν ως βδελυράν, μισητήν και αποτρόπαιον· καθότι οι Πέρσαι σέβονται τον ήλιον, η δε λατρεία αυτών είναι λύχνοι και θυσίαι βρωμεραί, και το να μιαίνωνται με διάφορα μιάσματα, εις τα οποία οι τρεις ούτοι ούτε καν να ατενίσουν ήθελον, νομίζοντες και τούτο ως μίασμα, διδαχθέντες καλώς από την νεότητά των εις τα θεία της Ορθοδοξίας δόγματα παρά τινος ευγενούς και επιφανούς ανδρός, το όνομα Ευνοϊκού, και ανατραφέντες παρ’ αυτού τω όντι ευνοϊκώς εις τα της Πίστεως δόγματα. Επειδή δε τότε ο Ιουλιανός αποστείλας επιστολάς και πρέσβεις εις τον βασιλέα της Περσίας εζήτει να κάμουν μεταξύ των συνθήκην ειρήνης, αυτός εκλέξας τους τρεις τούτους αδελφούς ως πλέον πεπαιδευμένους των άλλων απέστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ιουλιανόν. Ο τρισάθλιος όμως ούτος χωρίς να εντραπή ούτε την αρετήν των ανδρών, ούσαν μεγάλην και θαυμαστήν, ούτε από ποίον απεστάλησαν, ούτε την πρεσβείαν, δια την οποίαν ήλθον καλεσμένοι από αυτόν, ούτε καν να στοχασθή τα ενδεχόμενα, ανταμείβει τους τιμίους αυτούς άνδρας με ανυποφόρους παιδείας, και τελευταίον με τον πικρότατον θάνατον, φιλοφρονήσας αυτούς με τοιαύτας περιποιήσεις, αι οποίαι έπρεπον εις την μιαράν αυτού ψυχήν και τον ασεβέστατον τρόπον. Πως δε εγένετο τούτο, προχωρών ο λόγος θέλει το φανερώσει. Ήλθον λοιπόν οι Άγιοι από την Περσίαν φέροντες μεθ’ εαυτών και τα του βασιλέως αυτών γράμματα υπέρ της ειρήνης και φιλίας, τόσον εις τον βασιλέα των Ρωμαίων Ιουλιανόν, όσον και εις τους άλλους αξιωματούχους του Κράτους. Ο δε Παραβάτης κατ’ αρχάς τους εδέχθη με την πρέπουσαν τιμήν, ως απεσταλμένους επί μεγάλου πράγματος ήτοι της ειρήνης, ηξίωσε δε τούτους πάσης βασιλικής φιλοφροσύνης και συναναστροφής, και της μετ’ αυτού τραπέζης και διότι ήσαν άξιοι πάσης τιμής, αλλά και διότι μόνον η οδοιπορία εις την οποίαν υπεβλήθησαν δια να έλθουν ήτο μυρίων τιμών και περιποιήσεων αξία. Ο κακός όμως τύραννος δεν μετεχειρίζετο αληθώς και ειλικρινώς την δεξίωσιν ταύτην, αλλά πανούργως, καυώς και μετ’ ολίγον εφανερώθη, καθόσον τα κάκιστα αυτού έργα τον απέδειξαν αχρείον και δολιώτατον. Επειδή λοιπόν εφάνη τότε αρεστόν εις αυτόν να υπάγη εις τόπον τινά της Βιθυνίας, καλούμενον Όργια του Τρίγωνος, και να διέλθη το στενόν της Χαλκηδόνος, προσεκάλεσεν όλους τους υπ’ αυτόν ομογνώμονας να τον ακολουθήσουν· παρέλαβε δε μεθ’ εαυτού και τους τρεις τούτους άνδρας, καθότι επρόκειτο να τελέση εκεί εορτήν πάνδημον, δια να ευχαριστήση τους εναγείς αυτού δαίμονας με θυσίας και αίματα. Πάντες λοιπόν οι άλλοι, ως όντες εσκοτισμένοι εκ της πλάνης και κυριευμένοι από το βαθύ σκότος της ειδωλολατρείας, συνεώρταζον μετ’ αυτού και συνεθυσίαζον, υποτεταγμένοι όλη ψυχή εις την ασέβειαν· μόνον δε οι τρεις ούτοι ουδέ καν με τους οφθαλμούς ανοικτούς ηθέλησαν να ίδουν τα όσα εκεί εγίνοντο· αλλά μένοντες εις τινα γωνίαν μακράν των θυσιών, και κλαίοντες και λυπούμενοι, παρεκάλουν τον Θεόν να τους ενδυναμώση να φυλάξουν την προς Αυτόν λατρείαν αβλαβή και να μη μολυνθούν με την συναναστροφήν των ασεβών, νομίζοντες και την ολίγην μετ’ αυτών συναναστροφήν, ασέβειαν. Εξαιρέτως δε παρεκάλουν τον Θεόν, ως εύσπλαγχνον, δια να επιστρέψη και εκείνους οίτινες ήσαν κεκρατημένοι από αυτήν την νόσον της ασεβείας, και να τους κάμη να εννοήσουν εις ποίαν πλάνην ευρίσκονται, να γνωρίση δε εις αυτούς εκείνον όστις μας παρήγαγεν εκ του μη όντος εις το είναι και πάλιν εκπεσόντας μας ανέπλασε δια της ενσάρκου Αυτού οικονομίας. Και αυτοί μεν, καθώς είπομεν, ξεχωρίσαντες εαυτούς, εστέκοντο μόνοι μεταξύ των ζητούντες από τον Θεόν τοιαύτα, και την θείαν βοήθειαν επικαλούμενοι. Επειδή δε από τον βασιλέα ήλθε τις, κουβικουλάριος την αξίαν, και εβίαζεν αυτούς να προσέλθουν εις την θυσίαν, νομίζων ο δυστυχής ότι και οι άνδρες ούτοι είναι ηπατημένοι ωσάν και αυτόν, ανεβόησαν και οι τρεις με μίαν φωνήν· σιώπα, ω άνθρωπε, και φύγε από ημάς, επειδή δεν θέλομεν ημείς αρνηθή ποτέ την πίστιν εις την οποίαν ανετράφημεν, μήτε τον Θεόν μας θέλομεν εγκαταλείψει δια να λατρεύσωμεν τους ιδικούς σας δαίμονας, μήτε τόσον ανόητοι θα φανώμεν, ώστε να προσφέρωμεν σέβας εις τα άψυχα είδωλα. Μήπως δι’ αυτά ήλθομεν; Ή δι’ αυτά τόσον μακράν οδόν περιεπατήσαμεν; Δια να παραδώσωμεν τον εαυτόν μας, και να προδώσωμεν και την πίστιν μας; Ημείς μόνον δια να επιτύχωμεν την ειρήνην ήλθομεν, και να βεβαιώσωμεν εκείνα οπού επροστάχθημεν· κατά δε τα άλλα είμεθα ως πρότερον ευρισκόμεθα. Ας ακούση αυτά και ο ιδικός σου βασιλεύς, και όσοι είναι πλησίον του, ότι ημάς δεν θέλετε ελκύσει ποτέ εις την πλάνην σας, μήτε θέλετε μας παρασύρει από την γνώμην και προαίρεσιν οπού έχομεν εις τον Θεόν αν και ηθέλετε μας είπει και άλλα περισσότερα, και μας αναλώσει με σίδηρον και πυρ, και όργανα διαφόρων κολαστηρίων, και αν τελευταίον ηθέλετε χωρίσει τας ψυχάς μας και από αυτά τα ίδια σώματα. Τους λόγους τούτους καθώς ήκουσεν ο του παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος υπηρέτης έσπευσεν ευθύς να τους μεταβιβάση εις τον βασιλέα. Ας στοχασθή δε πας τις τώρα το προσωπείον με το οποίον εσκέπαζε πρότερον ην κακίαν του ο παράνομος βασιλεύς και τον απατηλόν και δόλιον τρόπον, τον οποίον μετεχειρίσθη αρχικώς, όστις κατά μεν το φαινόμενον ήτο φιλοφροσύνη προς τους πρεσβευτάς του ξένου βασιλέως, κατά αλήθειαν όμως ήτο έχθρα και υπόκρισις. Αφ’ ου ήκουσε ταύτα ο παγκάκιστος βασιλεύς, τότε μεν δεν επρόσταξεν άλλο τι, ει μη να φυλακίσουν τους Αγίους δια να κάμη την εορτήν του άνευ τινός λύπης, και να μη προξενηθή κανέν εμπόδιον εις την μιαράν θυσίαν των ειδώλων, διότι ούτω συνέφερεν εις αυτόν τότε, ύστερον δε να συλλογισθή με ποίον τρόπον να τους μεταχειρισθή. Οι δε μακάριοι, φερόμενοι εις την φυλακήν, έψαλλον καθ’ οδόν· «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών· προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει, και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ», και το «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών ένδοξά τε και εξαίσια; Ημείς γαρ λαός Αυτού, και έργα των χειρών Αυτού, και Αυτόν δια παντός επικεκλήμεθα». Κατά δε την πρωϊαν της επομένης, καθίσας ο τύραννος εις το κριτήριον, προστάζει να φέρουν ενώπιόν του τους Μάρτυρας· και πρώτον μεν εδοκίμασε με κολακευτικούς λόγους να πλανήση τους Αγίους, και με πανουργίαν να ατονήση την δύναμιν της ψυχής αυτών, χωρίς να δείξη ακόμη την αγριότητα της ψυχής του. Λέγει λοιπόν εις αυτούς· ο ιδικός σας βασιλεύς σάς έστειλεν ως φίλους μας και ομόφρονας· δια τούτο μάλιστα πρέπει να συνεορτάσετε και σεις με ημάς, ίνα αμφότεροι λατρεύοντες και συνδοξάζοντες τα ίδια, αναπτύξωμεν μεταξύ ημών εμπιστοσύνην και φιλίαν, δι’ αυτού δε του τρόπου βεβαιωθή και η συνδιαλλαγή μας και τα πραττόμενα δια την ειρήνην, συνδέοντες ταύτα με την αυτήν λατρείαν και το ομόπιστον. Εάν δε σεις δοξάζετε και πιστεύετε άλλα, γινώσκετε ότι όχι ως πρέσβεις και ειρηνοποιοί ήλθετε, αλλ’ ως εχθροί τα εναντία φρονούντες. Επειδή, αν δεν είσθε εχθροί, έπρεπε να ευλαβηθήτε την λατρείαν μας, καθότι και οι Πέρσαι τιμώσι με ημάς και τον ήλιον και την σελήνην και όλους τους αστέρας, έτι δε και την λαμπράν του πυρός δύναμιν, δια να μη λέγω τους άλλους θεούς οπού παλαιόθεν σέβονται από τους οποίους έχομεν τας ευτυχίας, και από αυτούς κρέμαται η του παντός πρόνοια. Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι από τον βασιλέα, με γνώσιν και ανδρείαν απεκρίθησαν· ημείς, ω βασιλεύ, Χριστιανοί εξ αρχής και είμεθα και ονομαζόμεθα, εις τούτο δε το πολύτιμόν μας και πράγμα και όνομα μάς ωδήγησεν ο παιδαγωγός μας, ανήρ σοφώτατος εις τα θεία και αμίμητος εις την αρετήν, κεκοσμημένος δια της ιερωσύνης, όστις έδειξεν εις ημάς και υπερβολικήν εύνοιαν, καθώς και το όνομα αυτού Ευνοϊκός ονομάζεται. Τοιούτον λοιπόν και ημείς διδάσκαλον και οδηγόν μας έχοντες, γνωρίζοντες δε μάλιστα ότι και η μήτηρ μας παρ’ αυτού εδιδάχθη την ευσέβειαν, με κανένα τρόπον δεν θέλομεν αρνηθή και καταφρονήσει τα τίμια εκείνου και αξιολογώτατα διδάγματα, ή τέλος πάντων να προσηλωθώμεν εις τα ιδικά σας δόγματα τα έχοντα την απάτην και βδελυγμίαν άπειρον. Τι δε άλλο ανοητότερον ηθέλαμεν πράξει, αν αφήνοντες τον Ποιητήν του παντός αποδώσωμεν θεϊκόν σέβας εις τους δαίμονας; Το δε ότι προβάλλεις εις ημάς, ότι οι παλαιοί ημών πρόγονοι έμειναν εις την πλάνην των, δια να μη λέγωμεν ότι και αυτός ο ίδιος ημών πατήρ σφαλερώς αυτήν επροτίμησε, και με αυτά πάσχεις να μας καταπείσης, γνώρισε ότι ποτέ δεν θέλομεν αρνηθή την πίστιν μας, την οποίαν ενώπιον Θεού και Αγγέλων ωμολογήσαμεν. Τούτο και πολλοί Πέρσαι εγνώρισαν, όμως δεν ημπόρεσαν να μας μεταστρέψουν από την γνώμην μας. Αν δε ημείς εσφάλαμεν εις εκείνα δια τα οποία ήλθομεν και εφάνημεν άπιστοι και πολέμιοι, τότε θα είχες δικαιολογίαν να μας ανακρίνης, αλλά συ αφήνων τας υποθέσεις δια τας οποίας εστάλημεν, κάθησαι και μας εξετάζεις ποίος είναι ο λατρευτής και φίλος των θεών σου, και ποίος ο τούτων καταφρονητής και αδιάφορος. Εις τους λόγους τούτους, θυμού πλησθείς ακρατήτου ο ανόητος βασιλεύς λέγει εις αυτούς με οργήν· πως σεις, απαίδευτοι όντες της ελληνικής γλώσσης και ζήσαντες ιδιώται, αναισχυντείτε, και με λόγους βαρβάρους και διεστραμμένους δοκιμάζετε να καταπείσητε ημάς οπού επαιδεύθημεν άκρως εις την σπουδήν, μάλιστα δε οπού έχομεν γνώσιν και από τας ιδικάς σας γραφάς; Ηξεύρετε ότι και εγώ μίαν φοράν είχα μάθει τας βίβλους των Χριστιανών, με όλον όμως τούτο αφ’ ου ηννόησα ότι αύται είναι σαθραί και καταφρονητέαι, ευθύς τας απέρριψα. Ουδείς δε θαρρών εις αυτάς θέλει ωφεληθή ούτε θέλει πράξει επωφελές τι και λόγου άξιον έργον. Ταύτας δια να αποδείξη τις, μέτριος την γνώσιν, ψευδείς και ανισχύρους, δεν χρειάζεται πολύν καιρόν. Αφήσατε λοιπόν και σεις αυτάς, και την παιδικήν και ανόητον γνώσιν, και καταπείσθητε εις εμέ, όστις σας συμβουλεύω τα προς ωφέλειαν. Αν δε δεν υπακούσητε εις εμέ, η δοκιμή των βασάνων θέλει σας διδάξει ποία αντί ποίων προεκρίνατε, και ότι η αυθάδειά σας αυτή και η φιλονεικία της Πίστεως θέλει σας οδηγήσει εις κακόν. Εις το άκουσμα των βασάνων περισσότερον ανδρειωθέντες οι Άγιοι, με περισσότερον θάρρος απεκρίθησαν εις τον τύραννον· εμάθομεν ημείς από τον ιδικόν μας Θεόν και Δεσπότην να μη προδίδωμεν ένεκα φόβου την ευσέβειαν, διότι αυτός μας λέγει· μη φοβήσθε από εκείνους οίτινες φονεύουν το σώμα, ούτε όταν μας οδηγούν εις κριτήρια να φροντίζωμεν τι να αποκριθώμεν, επειδή αυτό το Πανάγιον Πνεύμα μάς καθοδηγεί εις τους αγώνας, πλημμυρίζει την ψυχήν μας με θάρρος και μας δίδει λόγον αποκρίσεως· την δε αμάθειαν, την οποίαν προβάλλεις εις ημάς, συ όστις νομίζεις όστις είσαι ο σοφώτερος πάντων, γνωρίζεις να μας είπης ποίος είναι αλογώτερος και ανοητότερος, εκείνος όστις γνωρίζεις τον Θεόν και Κτίστην του παντός, και αποδίδει εις αυτόν πάσαν τιμήν, εις του οποίου την χείρα όλα περιέχονται, και αυτοί οι αστέρες είναι μετρητοί, καθώς λέγει η Ιερά Γραφή, ή εκείνος όστις αφήνει Αυτόν, και προσκυνεί τα κτίσματα Αυτού, και ανοήτως αποδίδει εις αυτά το θείον όνομα, ίνα μη είπωμεν δια τας προσφερομένας εις τους δαίμονας και τα είδωλα τιμάς και τα άλλα άτοπα, με τα οποία σεις οι λογιώτατοι χαίρετε; Διότι αν είχετε έστω και ολίγον λογικόν, δεν ηθέλετε στηριχθή εις τα τοιαύτα ούτε ηθέλετε πέσει εις τόσον σκότος από την αναισθησίαν σας· επειδή ουδείς λογικός άνθρωπος και κύριος του λογισμού δεν ήθελε πέσει ποτέ εις τοιαύτην φανεράν πλάνην, καθόσον τούτο είναι το γνώρισμα του λογίου, το να μεταχειρίζεται το λογικόν με ορθόν λόγον, και με αυτό να εκλέγη τα καλλίτερα· καλλίτερον δε από όλα τα καλά είναι το να γνωρίζη τις τον αληθινόν Θεόν, όπερ είναι το πρώτιστον των αγαθών, και ανάβασις του νοός προς τον Θεόν. Οι ιδικοί σας όμως λόγοι, και η κομψότης της εκφράσεως, όχι μόνον είναι πλήρεις ματαίων φλυαριών και μύθων, αλλά σας προξενούν και μεγάλην έπαρσιν, και σας αποχωρίζουν από τον Θεόν, όπερ είναι το χείριστον πάντων, και το οποίον έπαθες και συ, με το να ανοίξης εις αυτούς τους λήρους τα ώτα σου και όλος προσηλώθης και κατεποντίσθης τόσον, ώστε κατήντησες να αλλάξης και το όνομά σου, και αντί Χριστιανός και ευσεβής, επροτίμησες να ονομάζησαι άθεος και παραβάτης. Τους λόγους τούτους ακούσασα η θηριώδης και μιαρά εκείνη ψυχή του τυράννου, και κατά αλήθειαν γεμάτη από σκότος ειδωλικόν, εγέμισεν από άγριον θυμόν, και ευθύς προστάζει να εξαπλώσουν εις την γην τους Μάρτυρας και με λωρία ωμά και σκληρά να δέρουν αυτούς ανά τέσσαρες άνδρες· τούτου δε γενομένου εβράχη όλον το σώμα των Μαρτύρων από τα αίματα, αι πληγαί δε και τα τραύματα τα οποία επροξενήθησαν εις τα σώματά των έφερον οδύνην αφόρητον εις αυτούς. Αφήσας δε τούτους ολίγον επρόσταξεν είτα να καρφώσουν τας χείρας και τους πόδας αυτών με καρφία εις το ξύλον, και κατόπιν τους εκρέμασε. Ακολούθως επρόσταξε να τους ξέουν με σιδηρούς όνυχας, ξεομένων δε των Μαρτύρων έπιπτον τα μέλη αυτών εις την γην, και από κάθε μέρος του σώματος αυτών αι οδύναι ήσαν υπερβολικαί και αφόρητοι. Παρ’ όλα ταύτα όμως η δύναμις και το ανδρείον της ψυχής αυτών δεν εσμικρύνθη ούτε εμαλακώθη, αλλά θεωρούντες προς μόνον τον Χριστόν, τοιαύτα και με τον νουν και με την γλώσσαν των έλεγον: Και συ, Κύριε Ιησού, εις το ξύλον εκρεμάσθης παρά των παρανόμων, και ίνα θεατρίσης και εκριζώσης την αμαρτίαν υπέμεινας τον δια Σταυρού θάνατον· εις το ξύλον και ημείς οι οποίοι Σε ηγαπήσαμεν κρεμάμεθα, δια να αποβάλωμεν ξεόμενοι την της σαρκός παχύτητα, και δια να ιατρεύσωμεν την ψυχήν μας, ήτις επληγώθη με την αμαρτίαν, υποφέρομεν την πληγήν των σιδηρών ονύχων· αλλ’ επειδή και την ασθένειαν της ανθρωπότητος γνωρίζεις, δος και εις ημάς τη ώρα ταύτη την εξ ύψους βοήθειάν σου, και ελάφρυνον τους πόνους, και την σκληρότητα αυτών καταπράϋνον, διότι έχοντες την άμαχον ελπίδα σου, υποβάλλομεν τον εαυτόν μας εις τους αφορήτους πόνους τούτους, των οποίων την πικρότητα βλέπεις πόση είναι, Κύριε, και ότι μάς καταδαμάζει υπερβολικά· οίδαμεν δε ότι ταχύς ων προς βοήθειαν συ ο γλυκύτατος Ιησούς θέλεις φροντίσει και περί ημών των δούλων σου, όχι δια τόσον μόνον δι’ ο σου δεόμεθα, αλλά και περισσότερα από όσα σου εζητήσαμεν». Δεν άφησε δε ο Θεός τους δούλους του ημελημένους, αλλά και πρίν ακόμη αποτελειώσουν την δέησιν, Άγγελος Κυρίου επιφανείς ελάφρωσε τας οδύνας και τους πόνους αυτών, και τα σώματα αυτών καλώς ενεδυνάμωσε, και προς τους λοιπούς αγώνας ενίσχυσε, δίδων εις αυτούς μεγάλης βοηθείας χάριν και ελπίδα των μελλόντων αγαθών μεγαλυτέραν. Καθ’ ον δε χρόνον εγίνοντο ταύτα, προστάζει ο τύραννος να τους ανακουφίσουν ολίγον από τα κολαστήρια, και τρόπον τινά περιπαίζων αυτούς λέγει· βλέπετε πως σας λυπούμαι ακόμη και δεν εφήρμοσα τα βαρύτερα κολαστήρια με την ελπίδα ότι θα επιστρέψητε. Εις τους λόγους τούτους λυπηθέντες οι Άγιοι, και πλήρεις όντες παρρησίας, απεκρίθησαν λέγοντες· μη νομίσης ω θεομάχε, ότι ημείς θέλομεν μεταβάλει γνώμην, διότι καθώς μας βλέπεις ουδόλως μετετράπημεν· κάμε λοιπόν εν συνεχεία και ό,τι άλλο αγαπάς· ιδού ημείς είμεθα έτοιμοι να υπομείνωμεν πάντα, και στρεβλώσεις και σφοδροτέρους ραβδισμούς, και αν εις το πυρ κατακαώμεν, τρυφήν μάλλον θέλομεν το νομίσει παρά κόλασιν, καθόσον εις εκείνους οίτινες έχουν την θείαν γνώσιν είναι τω όντι τρυφή και χαρά το να πάσχουν δια τον υπέρ αυτών παθόντα Χριστόν. Ο ασύνετος όμως τύραννος και με όλον ότι εδοκίμασε τους γενναίους Μάρτυρας, ακόμη ων κωφός κατά τε τας φρένας και τα ώτα, δοκιμάζει και με άλλον τρόπον να απατήση τους αητήτους Μάρτυρας. Απομακρύνει τον Μανουήλ, κρατήσας δε τους δύο μόνους, τον Σαβέλ και τον Ισμαήλ, ενόμισεν ότι ημπορεί να απατήση αυτούς με λόγους, τάχα συμβουλεύων και νουθετών τα προς ωφέλειαν αυτών. Όθεν λέγει· ο μεν Μανουήλ, κακή τύχη γεννηθείς από τον ευγενή πατέρα σας, διότι δια την κακοήθειάν του ούτε αδελφόν σας ημπορώ να τον ονομάσω, ων καθ’ ολοκληρίαν σκληρός και φιλόνεικος, ανόητα και ποιεί και φρονεί, ανόητα πράγματα παρακινών και σας να τον ακολουθήτε, χωρίς να σας οδηγή και να σας συμβουλεύη εις την οφειλομένην απονομήν σεβασμού και τιμής προς τους θεούς. Σεις όμως, μανθάνοντες κατά τον παρόντα καιρόν το συμφέρον σας, εκείνον μεν αφήσατε να φλυαρή ματαίως, σεις δε μείνατε μαζί με ημάς και προσκυνήσατε τους ιδικούς μας θεούς, δια να τους έχητε βοηθούς, και δια να απολαύσητε εις το εξής πολλάς και μεγάλας αντιδόσεις παρ’ αυτών. Ταύτα του τυράννου λέγοντος, μη ανεχόμενοι οι καλλίνικοι Μάρτυρες ούτε καν να ακούσουν τους λόγους τούτους, εφώναξαν με παρρησίαν· τι απατάς, ω ανόητε βασιλεύ, τον εαυτόν σου, ανοίγων μυρίας οδούς απάτης ποικιλοτρόπως μεταμορφούμενος ως ο υπό του ελληνικού μύθου αναφερόμενος Πρωτεύς σας; Αν δεν σε εδίδαξεν έως τώρα η δοκιμή την οποίαν έκαμες, και αν δεν σοι αρκούν τα πρώτα κολαστήρια, τα οποία εφήρμοσες εναντίον μας, μεταχειείσου και όσα άλλα διαλογίζεσαι με όλην σου την δύναμιν· επειδή μόνον αν εχάνομεν τας φρένας μας ηθέλομεν λατρεύσει τους εκ πηλού κατεσκευασμένους θεούς σου, οι οποίοι οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουν, ώτα και δεν ακούουν, ρίνας και δεν οσφραίνονται, χείρας και πόδας και από αυτούς δεν ωφελούνται, καθώς και οι λίθινοι οι οποίοι την ουσίαν του λίθου δεν αποβάλλουσιν, αυτόχρημα λίθοι υπάρχοντες, τους οποίους και ο θείος Δαβίδ καλώς και ορθώς απεκάλεσε αναισθήτους και μωρούς, καθώς και εκείνους που πιστεύουν εις αυτούς πλέον παράφρονας και ανοήτους ωνόμασε. Ταύτα ακούσας ο εσκοτισμένος την διάνοιαν βασιλεύς, και όλως έξω φρενών γενόμενος, και μη δυνάμενος να συγκρατηθή από τον θυμόν του, προστάζει ευθύς να κατακαύσουν τας πλευράς και τας μασχάλας των Αγίων με λαμπάδας ανημμένας, ίνα καθώς εκαίετο εκείνος από τον θυμόν,κατακαίωνται και αυτοί από το πυρ. Οι δε μακάριοι Μάρτυρες, μολονότι κατεφλέχθησαν από το πυρ, εις την ανυπόφορον ταύτην βάσανον ηυχαρίστουν τον Δεσπότην Θεόν, χωρίς να αποβλέπωσιν εις τα παρόντα λυπηρά, αλλά προς την αιώνιον μόνον χαράν και απόλαυσιν, ούτε δε ησθάνοντο λύπην τινά δια τας βασάνους τας οποίας υφίσταντο, αλλ’ ελυπούντο διότι δεν εδοκίμαζον δεινοτέρας από αυτάς. Τόσον είχον εξαφθή από τον προς Χριστόν διακαή έρωτα, ώστε και της φύσεως αυτής ελησμόνησαν. Ο σκληροκάρδιος όμως και δαιμονόπληκτος Παραβάτης, ωσάν να μη ησθάνετο τα όσα έπραττεν, είπε πάλιν προς τους Μάρτυρας· δεν καταλαμβάνετε ότι οι θεοί ακόμη δεν σας εμίσησαν τελείως, προσμένοντες ίσως την επιστροφήν σας; Δια τούτο δε και με ανεξικακίαν σας υποφέρουν, και ελαφρύνουν τους πόνους σας. Τούτο οι καλλίνικοι Μάρτυρες νομίσαντες άξιον γέλωτος και αναισθησίαν άκραν του νοός του, ανεβόησαν μεγάλως· καμμίαν μετοχήν δεν έχομεν ημείς με τους ιδικούς σου θεούς, αθλιώτατε! Έχομεν τον ιδικόν μας Θεόν και Σωτήρα, τον οποίον ομολογούμεν και γνωρίζομεν βοηθόν εις όλους τους πόνους μας. Αυτός μας ελευθερώνει από τα παρόντα δεινά, και μας δίδει θάρρος όταν πάσχωμεν, και μας ενδυναμώνει να καταφρονώμεν και σαρκός και σιδήρου και παντός άλλου αλγεινού συμβεβηκότος· επειδή πως άλλως ημπορούσε σώμα και αίμα να υποφέρη τοσαύτας βασάνους, από τας οποίας και η τόσον σκληρά λιθίνη φύσις ήθελε διαλυθή και κατά κράτος αφανισθή; Αν δε το επικείμενον επί σε νέφος του σκότους δεν εσκόταζε τον νουν σου, και δεν εσήκωνεν από σου την αίσθησιν, θα ημπορούσες να καταλάβης, ότι η ιδική μας λατρεία είναι θεία και θαυμαστή, και εις τον Θεόν όντως πρέπουσα. Τώρα όμως δεν δύνασαι να εννοήσης τίποτε εξ αυτών ούτε θέλεις να εννοήσης, διότι είσαι όλος δοσμένος εις την μυσαράν των δαιμονίων τύφλωσιν· επειδή εις αυτά τα αίσχιστα έργα αυτοί οι δαίμονες σε επλάνησαν και σε έσυραν. Ταύτα βλέπων και ακούων ο Παραβάτης και φοβηθείς, μήπως με την πολλήν εξέτασιν υβρίζεται περισσότερον από τους Αγίους, προσέτι δε και διότι απηλπίσθη από του να τους καταπείση, αφήκεν αυτούς παντελώς και εστράφη πάλιν προς τον Μανουήλ, ελπίζων μήπως καν αυτόν ήθελεν εύρει, όστις να κλίνη εις το θέλημά του· εκ δευτέρου όθεν με απειλάς και τιμωρίας των προτέρων μεγαλυτέρας τον εφοβέριζε· με όλον τούτο ο ανδρείος Μάρτυς ουδέ καν την κεφαλήν του έστρεψε παντελώς να ακούση εκείνα τα οποία έλεγεν ο Παραβάτης, και τα οποία προ πολλού είχε καταφρονήσει, μάλλον δε εφανέρωσε μεγαλυτέραν και ανδρειοτέραν την προθυμίαν του, και με πεπαρρησιασμένην φωνήν εβόησε· διατί ματαιοπονείς; Διατί αναισχυντείς, ω τύραννε, ματαίως; Τι; Δεν εγνώρισες την αμετάτρεπτον ημών απόφασιν; Δεν ηννόησες ότι και οι τρεις είμαθα συνδεδεμένοι μετ’ αλλήλων και ότι μίαν γνώμην και διάνοιαν έχομεν και οι τρεις και ότι ένα μόνον και τον αυτόν Θεόν δοξάζομεν; Λοιπόν ή και τους τρεις νίκησον ή και από τους τρεις απομακρύνθητι· ο τρις αριθμός είναι τίμιος, με τον οποίον ημείς ετιμήθημεν. Με την Παναγίαν Τριάδα και οι τρεις είμεθα περιτειχισμένοι, και με την δύναμιν Αυτής ηνώθημεν, και μένομεν αχώριστοί, μη φοβούμενοι ουδέν δεινόν· επειδή και τώρα πάλιν τα ίδια λέγομεν, τα οποία πολλάκις είπομεν. Τα όσα λέγονται παρά του ενός, νόμιζέ τα και παρά των τριών· την γνώμην και την σταθερότητα της ψυχής μας μίαν νόμιζε· δεν θέλομεν αρνηθή ποτέ την πίστιν με την οποίαν ανετράφημεν· τους ιδικούς σου δαίμονας δεν θέλομεν λατρεύσει· τον Κύριον και Θεόν ημών δεν θέλομεν αρνηθή και εγκαταλείψει· δεν αλλάσσομεν τα μέλλοντα αγαθά με τα προσωρινά και μάταια, μήτε προτιμώμεν την μικράν ταύτην ζωήν αντί της μελλούσης αϊδίου και αιωνίου. Εις τους λόγους τούτους απελπισθείς ο παράνομος τύραννος και αποκαμών από όλα, μάλιστα φοβηθείς, μήπως και με την πολλήν ένστασιν και εναντιότητα των Αγίων ήθελον παρακινηθή και άλλοι εκ των ειδωλολατρών υπηκόων του και επιστρέψουν εις την πίστιν του Χριστού, διέταξε να κατακαύσουν και τούτου τας μασχάλας με λαμπάδας ανημμένας, και ομού με τούτο ορίζει να τυλίξουν τον Άγιον με καλάμους και κατασφίγγοντες αυτόν να τον κατακεντώσι με βέλη αιχμηρά, τελευταίον δε δίδει την κατ’ αυτών απόφασιν, προστάξας να καρφώσωσι πρότερον εις τας κεφαλάς και τας ωμοπλάτας αυτών καρφία, να εμπήξουν δε και εις τους όνυχάς των καλάμια οξέα, και μετά τούτο να τους υποβάλουν και εις τον δια ξίφους θάνατον, ύστερον δε να ανάψουν ευθύς πυράν και να ρίψουν εις αυτήν τα σώματα των Αγίων, δια να μη ημπορέσουν οι Χριστιανοί να πάρουν ουδέ την τέφραν των σωμάτων αυτών, αν τυχόν ήθελον προθυμοποιηθή τινές να το κάμουν. Φερόμενοι λοιπόν οι Άγιοι παρά των στρατιωτών, έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, Κωνσταντίνον ονομαζόμενον, όστις ήτο κρημνώδης, και κατά πάντα δυσώδης, εις τούτον δε τον τόπον σταθέντες ανέπεμψαν οι Μάρτυρες την τελευταίαν αυτήν ευχήν εις τον Δεσπότην Χριστόν: «Ο Θεός ο προαιώνιος και άναρχος, ο εκ του μη όντος εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα, ο επ’ εσχάτων των ημερών δια την ημετέραν σωτηρίαν κενώσας σεαυτόν, και εν μορφή δούλου ημίν συναναστραφείς, και θάνατον υπομείνας τον δια σταυρού, ίνα ημάς των δεσμών της αμαρτίας λύσης και βασιλείας της Σης μετόχους ποιήσης, πρόσδεξαι εν ειρήνη τους δούλους σου και τοις σοι απ’ αιώνος ευηρεστηκόσι κατάταξον· ότι δια το σον άγιον όνομα τον δια ξίφους τούτον αιρούμεθα θάνατον, και της παρούσης ζωής εξιστάμεθα· αλλά και τον περιεστώτα ημάς όχλον, και τη του πονηρού απάτη δεδουλωμένον, τη Ση επιγνώσει, οικτίρμον, επίστρεψον, και δος αυτοίς νουν υγιή τε και έμφρονα, όπως σε τον μόνον αληθινόν Θεόν εννοήσωσι, και εις σε μόνον εαυτούς αναθέσωσι». Ταύτα των Μαρτύρων ευξαμένων, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «έλθετε ίνα λάβητε τους στεφάνους της δόξης και απολαύσητε την μακαρίαν ζωήν, επειδή και ετελειώσατε καλώς τον δρόμον των κόπων σας». Εν τω άμα δε εκόπησαν αι άγιαι κεφαλαί αυτών τη δεκάτη εβδόμη του Ιουνίου, του τριακοστού εξηκοστού δευτέρου (362) έτους από Χριστού· ευθύς δε ο τόπος εις τον οποίον ίσταντο, σχισθείς εις δύο μέρη, εδέχθη τα σώματα των Αγίων, δια να φυλαχθούν σώα και αβλαβή, και δια να φανή και το πρόσταγμα του τυράννου μάταιον, ον κατά αλήθειαν τοιούτον, με το να επρόσταξε να καούν τα σώματα των Μαρτύρων· οι δε δήμιοι, ιδόντες το παράδοξον αυτό, κακώς έφυγον· πολλοί όμως από τους παρεστώτας, πιστεύσαντες εις τον Χριστόν, αφήκαν την προτέραν αυτών πλάνην και συνηριθμήθησαν με τους λοιπούς Χριστιανούς· οι οποίοι προσμείναντες δύο ημέρας εις τον τόπον, και παρακαλούντες τον Θεόν εκ ψυχής των, έξαφνα απέδωκεν η γη με θαυμαστόν τρόπον τα σώματα των Αγίων γεμάτα από ευωδίαν άρρητον· και ούτω λαβόντες τα τίμια λείψανα εντίμως αυτά με μεγάλην τιμήν ενεταφίασαν τα οποία καθ’ εκάστην ημέραν μυρίας ιάσεις αναβλύζουσι, και εις τους προς αυτά ερχομένους την χάριν δωρούνται. Τοιούτον υπήρξε το τέλος των Αγίων αλλά και η θεία δίκη δεν ημέλησε δι’ εκείνα τα οποία έκαμεν ο Παραβάτης, αλλ’ έδωκεν εις αυτόν τυχαίως κακήν την πληρωμήν, διότι οδηγήσασα αυτόν εις τά σύνορα της Περσίας, τον ηνάγκασε να παραδώση εκεί κακώς την αθλίαν ψυχήν του. Τουτο δε διότι ο μεν βασιλεύς των Περσών υπεξεκαίετο ακόμη από τον θυμόν δια τον φόνον τον οποίον έκαμεν ο Παραβάτης εις τους ιδικούς του ανθρώπους, τούτ’ έστι τους Μάρτυρας, με το να εστάθη ο παράνομος άδικος, αφιλίωτος και εχθρός της ειρήνης· ο αλιτήριος δε πάλιν Ιουλιανός με σοβαρόν φρύαγμα εγγίσας εις την Περσίαν, και πολεμήσας μετά των Περσών, και κακώς ο ανόσιος νικηθείς, με δίκαιον τρόπον δέχεται εις τα εντόσθιά του καιρίαν πληγήν· και έγινε γέλως εις τους πλανήσαντας αυτόν δαίμονας, γέλως δε και εις τους Χριστιανούς, τους οποίους ηπείλησε να κακοποιήση δεινώς ο διεφθαρμένος· δια το οποίον πρέπει να αποδώσωμεν δόξαν εις τον Θεόν, όστις δεν άφησεν επί πολύ την ράβδον των αμαρτωλών εις τον κλήρον των δικαίων, και όστις δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν ταχέως την σωτηρίαν των ψυχών και τα μέλλοντα αγαθά. Ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή, προσκύνησις και ευχαριστία τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ας ίδωμεν όμως το κατά πλάτος μαρτύριον αυτών δια να γνωρίσωμεν καλύτερον την υπομονήν των Αγίων και την μανίαν των τυράννων. Δεν είναι δε τόσον θαυμαστόν και παράδοξον, το ότι εκείνοι οι παλαιοί τύραννοι ειδωλολάτραι εδίωκον με τόσην μανίαν την Εκκλησίαν του Χριστού και επαίδευον εκείνους, οίτινες ωμολόγουν το όνομα αυτού, διότι αυτοί όντες όλως διόλου προσηλωμένοι και ανατεθραμμένοι εις την πλάνην των ειδώλων, ενόμιζον ότι ορθώς λατρεύουν, χωρίς να στοχασθούν αποτρόπαιον και μισητήν την πλάνην των, αλλ’ ως πατροπαράδοτον την ενηγκαλίζοντο και την ησπάζοντο· ενόμιζον δε την πίστιν των Χριστιανών αποτρόπαιον και ευκαταφρόνητον, δια τούτο και επαίδευον σκληρώς εκείνους οίτινες ήσαν προσηλωμένοι εις αυτήν. Δεν πρέπει όθεν να απορή κανείς δι’ αυτούς, καθόσον ούτοι ήσαν ανατεθραμμένοι εις την λατρείαν των ειδώλων, αλλά να τους λυπήται δια την πλάνην των. Θαυμαστότερον όμως είναι το να πολεμήται τις από εκείνους οίτινες εστάθησαν το πρώτον φίλοι, ύστερον δε εχθροί άσπονδοι και φοβεροί διώκται· καθώς εις από αυτούς εστάθη και ο αποστάτης Ιουλιανός, ο οποίος εξ αρχής εξεπαιδεύθη και έμαθε και νόμους και συνηθείας των Χριστιανών, ανατραφείς μέσα εις την Ορθοδοξίαν, και αξιωθείς και μαθημάτων, και θείων λόγων, και αυτών των Μυστηρίων της Πίστεως· αυτός δε ύστερον υπετάγη εις τους δαίμονας, και τα μεν των Χριστιανών ενόμιζεν ως άχρηστα, τα δε των Ελλήνων σεβάσματα εδόξασε, και εχρημάτισεν αυτός, όστις ανετράφη εις τας αγκάλας της Ορθοδόξου Πίστεως, ο κάκιστος των διωκτών απάντων αυτής και ο πλέον αναιδέστατος· τον οποίον Παραβάτην Ιουλιανόν πάντες τον ηξεύρετε. Και μόνη δε η προσωνυμία αυτού τον αποδεικνύει μισητόν και αποβεβλημένον, εξαιρέτως δε η κακίστη αυτού γνώμη, ήτις ήτο εφευρετική πάσης κακίας. Αυτός λοιπόν ο τρισάθλιος Παραβάτης, μελετήσας απροσδοκήτως να αποστατήση κατά του Θεού, απεφάσισε και την εναντίον του θείου του Κωνσταντίου αποστασίαν, όστις θείος του τον έκαμε διάδοχον της βασιλείας του, συγχρόνως δε σκοτισθείς πλέον την διάνοιαν κατελήφθη και από άσπονδον μίσος κατά των Χριστιανών, μετά των οποίων το πρότερον και αυτός εκαλείτο Χριστιανός. Ληστρικώς όθεν την βασιλείαν των Ρωμαίων καταλαβών υπερηφανεύθη δια τούτο μεγάλως και εις ύψος αρθείς, έγινεν εις όλους απεχθής και βαρύτατος, μη φροντίζων άλλο τι, ει μη πως να σύρη εις την ασέβειάν του όλους τους Χριστιανούς, και να τους παραστήση εις τους ιδίους αυτού δαίμονας ο μιαρώτερος τούτων και απανθρωπότερος· και άλλους μεν με απειλάς βασάνων, άλλους δε με κολακευτικούς λόγους προσεπάθει να ελκύση προς την ιδίαν αυτού πλάνην. Τούτου όμως την κακουργίαν και βδελυράν απάτην πολλοί των Χριστιανών κατεφρόνησαν, οι δε περισσότεροι και την δοκιμήν της τιμωρίας υπέφερον με γενναιότητα, και μέχρι θανάτου ηγωνίσθησαν, καταισχύναντες τον τύραννον. Επειδή λοιπόν κοντά εις τους τόσους άλλους, οίτινες υπέφερον την του αποστάτου τυραννίαν, είναι και οι σήμερον εορταζόμενοι τρεις ούτοι γενναίοι Μάρτυρες, μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ, οίτινες είναι και η υπόθεσις του λόγου μας, ως χρέος απαραίτητον και προς ζήλον άλλων πολλών πρέπει να διηγηθώμεν τους αγώνας και τα παλαίσματα αυτών, και πως με εκείνον τον ένθερμον ζήλον και θεϊκόν έρωτα κατήσχυναν τον αποστάτην και ωσάν ανόητον τινά παίδα περιέπαιζαν αυτόν, δια να γνωρίση πας τις την γενναιότητα, το προς Θεόν σέβας και την ανδρείαν αυτών. Τούτων των γενναιοτάτων πατρίς ήτο η Περσία· το δε γένος από μεν την μητέρα αυτών ευσεβείς και φιλόχριστοι· ο δε πατήρ αυτών τη ασεβεία απέθανεν· η ζωή των τιμία και θαυμαστή, και εις την ευσέβειαν πρέπουσα. Αδελφοί και οι τρεις ψυχή τε και σώματι, ων του μεν πρώτου το όνομα ήτο Μανουήλ, του δε δευτέρου Σαβέλ και του τρίτου Ισμαήλ. Τούτων η φροντίς και επιμέλεια δεν ήτο άλλη, ει μη πως να φύγουν την πατρικήν ασέβειαν ως βδελυράν, μισητήν και αποτρόπαιον· καθότι οι Πέρσαι σέβονται τον ήλιον, η δε λατρεία αυτών είναι λύχνοι και θυσίαι βρωμεραί, και το να μιαίνωνται με διάφορα μιάσματα, εις τα οποία οι τρεις ούτοι ούτε καν να ατενίσουν ήθελον, νομίζοντες και τούτο ως μίασμα, διδαχθέντες καλώς από την νεότητά των εις τα θεία της Ορθοδοξίας δόγματα παρά τινος ευγενούς και επιφανούς ανδρός, το όνομα Ευνοϊκού, και ανατραφέντες παρ’ αυτού τω όντι ευνοϊκώς εις τα της Πίστεως δόγματα. Επειδή δε τότε ο Ιουλιανός αποστείλας επιστολάς και πρέσβεις εις τον βασιλέα της Περσίας εζήτει να κάμουν μεταξύ των συνθήκην ειρήνης, αυτός εκλέξας τους τρεις τούτους αδελφούς ως πλέον πεπαιδευμένους των άλλων απέστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ιουλιανόν. Ο τρισάθλιος όμως ούτος χωρίς να εντραπή ούτε την αρετήν των ανδρών, ούσαν μεγάλην και θαυμαστήν, ούτε από ποίον απεστάλησαν, ούτε την πρεσβείαν, δια την οποίαν ήλθον καλεσμένοι από αυτόν, ούτε καν να στοχασθή τα ενδεχόμενα, ανταμείβει τους τιμίους αυτούς άνδρας με ανυποφόρους παιδείας, και τελευταίον με τον πικρότατον θάνατον, φιλοφρονήσας αυτούς με τοιαύτας περιποιήσεις, αι οποίαι έπρεπον εις την μιαράν αυτού ψυχήν και τον ασεβέστατον τρόπον. Πως δε εγένετο τούτο, προχωρών ο λόγος θέλει το φανερώσει. Ήλθον λοιπόν οι Άγιοι από την Περσίαν φέροντες μεθ’ εαυτών και τα του βασιλέως αυτών γράμματα υπέρ της ειρήνης και φιλίας, τόσον εις τον βασιλέα των Ρωμαίων Ιουλιανόν, όσον και εις τους άλλους αξιωματούχους του Κράτους. Ο δε Παραβάτης κατ’ αρχάς τους εδέχθη με την πρέπουσαν τιμήν, ως απεσταλμένους επί μεγάλου πράγματος ήτοι της ειρήνης, ηξίωσε δε τούτους πάσης βασιλικής φιλοφροσύνης και συναναστροφής, και της μετ’ αυτού τραπέζης και διότι ήσαν άξιοι πάσης τιμής, αλλά και διότι μόνον η οδοιπορία εις την οποίαν υπεβλήθησαν δια να έλθουν ήτο μυρίων τιμών και περιποιήσεων αξία. Ο κακός όμως τύραννος δεν μετεχειρίζετο αληθώς και ειλικρινώς την δεξίωσιν ταύτην, αλλά πανούργως, καυώς και μετ’ ολίγον εφανερώθη, καθόσον τα κάκιστα αυτού έργα τον απέδειξαν αχρείον και δολιώτατον. Επειδή λοιπόν εφάνη τότε αρεστόν εις αυτόν να υπάγη εις τόπον τινά της Βιθυνίας, καλούμενον Όργια του Τρίγωνος, και να διέλθη το στενόν της Χαλκηδόνος, προσεκάλεσεν όλους τους υπ’ αυτόν ομογνώμονας να τον ακολουθήσουν· παρέλαβε δε μεθ’ εαυτού και τους τρεις τούτους άνδρας, καθότι επρόκειτο να τελέση εκεί εορτήν πάνδημον, δια να ευχαριστήση τους εναγείς αυτού δαίμονας με θυσίας και αίματα. Πάντες λοιπόν οι άλλοι, ως όντες εσκοτισμένοι εκ της πλάνης και κυριευμένοι από το βαθύ σκότος της ειδωλολατρείας, συνεώρταζον μετ’ αυτού και συνεθυσίαζον, υποτεταγμένοι όλη ψυχή εις την ασέβειαν· μόνον δε οι τρεις ούτοι ουδέ καν με τους οφθαλμούς ανοικτούς ηθέλησαν να ίδουν τα όσα εκεί εγίνοντο· αλλά μένοντες εις τινα γωνίαν μακράν των θυσιών, και κλαίοντες και λυπούμενοι, παρεκάλουν τον Θεόν να τους ενδυναμώση να φυλάξουν την προς Αυτόν λατρείαν αβλαβή και να μη μολυνθούν με την συναναστροφήν των ασεβών, νομίζοντες και την ολίγην μετ’ αυτών συναναστροφήν, ασέβειαν. Εξαιρέτως δε παρεκάλουν τον Θεόν, ως εύσπλαγχνον, δια να επιστρέψη και εκείνους οίτινες ήσαν κεκρατημένοι από αυτήν την νόσον της ασεβείας, και να τους κάμη να εννοήσουν εις ποίαν πλάνην ευρίσκονται, να γνωρίση δε εις αυτούς εκείνον όστις μας παρήγαγεν εκ του μη όντος εις το είναι και πάλιν εκπεσόντας μας ανέπλασε δια της ενσάρκου Αυτού οικονομίας. Και αυτοί μεν, καθώς είπομεν, ξεχωρίσαντες εαυτούς, εστέκοντο μόνοι μεταξύ των ζητούντες από τον Θεόν τοιαύτα, και την θείαν βοήθειαν επικαλούμενοι. Επειδή δε από τον βασιλέα ήλθε τις, κουβικουλάριος την αξίαν, και εβίαζεν αυτούς να προσέλθουν εις την θυσίαν, νομίζων ο δυστυχής ότι και οι άνδρες ούτοι είναι ηπατημένοι ωσάν και αυτόν, ανεβόησαν και οι τρεις με μίαν φωνήν· σιώπα, ω άνθρωπε, και φύγε από ημάς, επειδή δεν θέλομεν ημείς αρνηθή ποτέ την πίστιν εις την οποίαν ανετράφημεν, μήτε τον Θεόν μας θέλομεν εγκαταλείψει δια να λατρεύσωμεν τους ιδικούς σας δαίμονας, μήτε τόσον ανόητοι θα φανώμεν, ώστε να προσφέρωμεν σέβας εις τα άψυχα είδωλα. Μήπως δι’ αυτά ήλθομεν; Ή δι’ αυτά τόσον μακράν οδόν περιεπατήσαμεν; Δια να παραδώσωμεν τον εαυτόν μας, και να προδώσωμεν και την πίστιν μας; Ημείς μόνον δια να επιτύχωμεν την ειρήνην ήλθομεν, και να βεβαιώσωμεν εκείνα οπού επροστάχθημεν· κατά δε τα άλλα είμεθα ως πρότερον ευρισκόμεθα. Ας ακούση αυτά και ο ιδικός σου βασιλεύς, και όσοι είναι πλησίον του, ότι ημάς δεν θέλετε ελκύσει ποτέ εις την πλάνην σας, μήτε θέλετε μας παρασύρει από την γνώμην και προαίρεσιν οπού έχομεν εις τον Θεόν αν και ηθέλετε μας είπει και άλλα περισσότερα, και μας αναλώσει με σίδηρον και πυρ, και όργανα διαφόρων κολαστηρίων, και αν τελευταίον ηθέλετε χωρίσει τας ψυχάς μας και από αυτά τα ίδια σώματα. Τους λόγους τούτους καθώς ήκουσεν ο του παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος υπηρέτης έσπευσεν ευθύς να τους μεταβιβάση εις τον βασιλέα. Ας στοχασθή δε πας τις τώρα το προσωπείον με το οποίον εσκέπαζε πρότερον ην κακίαν του ο παράνομος βασιλεύς και τον απατηλόν και δόλιον τρόπον, τον οποίον μετεχειρίσθη αρχικώς, όστις κατά μεν το φαινόμενον ήτο φιλοφροσύνη προς τους πρεσβευτάς του ξένου βασιλέως, κατά αλήθειαν όμως ήτο έχθρα και υπόκρισις. Αφ’ ου ήκουσε ταύτα ο παγκάκιστος βασιλεύς, τότε μεν δεν επρόσταξεν άλλο τι, ει μη να φυλακίσουν τους Αγίους δια να κάμη την εορτήν του άνευ τινός λύπης, και να μη προξενηθή κανέν εμπόδιον εις την μιαράν θυσίαν των ειδώλων, διότι ούτω συνέφερεν εις αυτόν τότε, ύστερον δε να συλλογισθή με ποίον τρόπον να τους μεταχειρισθή. Οι δε μακάριοι, φερόμενοι εις την φυλακήν, έψαλλον καθ’ οδόν· «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών· προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει, και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ», και το «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών ένδοξά τε και εξαίσια; Ημείς γαρ λαός Αυτού, και έργα των χειρών Αυτού, και Αυτόν δια παντός επικεκλήμεθα». Κατά δε την πρωϊαν της επομένης, καθίσας ο τύραννος εις το κριτήριον, προστάζει να φέρουν ενώπιόν του τους Μάρτυρας· και πρώτον μεν εδοκίμασε με κολακευτικούς λόγους να πλανήση τους Αγίους, και με πανουργίαν να ατονήση την δύναμιν της ψυχής αυτών, χωρίς να δείξη ακόμη την αγριότητα της ψυχής του. Λέγει λοιπόν εις αυτούς· ο ιδικός σας βασιλεύς σάς έστειλεν ως φίλους μας και ομόφρονας· δια τούτο μάλιστα πρέπει να συνεορτάσετε και σεις με ημάς, ίνα αμφότεροι λατρεύοντες και συνδοξάζοντες τα ίδια, αναπτύξωμεν μεταξύ ημών εμπιστοσύνην και φιλίαν, δι’ αυτού δε του τρόπου βεβαιωθή και η συνδιαλλαγή μας και τα πραττόμενα δια την ειρήνην, συνδέοντες ταύτα με την αυτήν λατρείαν και το ομόπιστον. Εάν δε σεις δοξάζετε και πιστεύετε άλλα, γινώσκετε ότι όχι ως πρέσβεις και ειρηνοποιοί ήλθετε, αλλ’ ως εχθροί τα εναντία φρονούντες. Επειδή, αν δεν είσθε εχθροί, έπρεπε να ευλαβηθήτε την λατρείαν μας, καθότι και οι Πέρσαι τιμώσι με ημάς και τον ήλιον και την σελήνην και όλους τους αστέρας, έτι δε και την λαμπράν του πυρός δύναμιν, δια να μη λέγω τους άλλους θεούς οπού παλαιόθεν σέβονται από τους οποίους έχομεν τας ευτυχίας, και από αυτούς κρέμαται η του παντός πρόνοια. Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι από τον βασιλέα, με γνώσιν και ανδρείαν απεκρίθησαν· ημείς, ω βασιλεύ, Χριστιανοί εξ αρχής και είμεθα και ονομαζόμεθα, εις τούτο δε το πολύτιμόν μας και πράγμα και όνομα μάς ωδήγησεν ο παιδαγωγός μας, ανήρ σοφώτατος εις τα θεία και αμίμητος εις την αρετήν, κεκοσμημένος δια της ιερωσύνης, όστις έδειξεν εις ημάς και υπερβολικήν εύνοιαν, καθώς και το όνομα αυτού Ευνοϊκός ονομάζεται. Τοιούτον λοιπόν και ημείς διδάσκαλον και οδηγόν μας έχοντες, γνωρίζοντες δε μάλιστα ότι και η μήτηρ μας παρ’ αυτού εδιδάχθη την ευσέβειαν, με κανένα τρόπον δεν θέλομεν αρνηθή και καταφρονήσει τα τίμια εκείνου και αξιολογώτατα διδάγματα, ή τέλος πάντων να προσηλωθώμεν εις τα ιδικά σας δόγματα τα έχοντα την απάτην και βδελυγμίαν άπειρον. Τι δε άλλο ανοητότερον ηθέλαμεν πράξει, αν αφήνοντες τον Ποιητήν του παντός αποδώσωμεν θεϊκόν σέβας εις τους δαίμονας; Το δε ότι προβάλλεις εις ημάς, ότι οι παλαιοί ημών πρόγονοι έμειναν εις την πλάνην των, δια να μη λέγωμεν ότι και αυτός ο ίδιος ημών πατήρ σφαλερώς αυτήν επροτίμησε, και με αυτά πάσχεις να μας καταπείσης, γνώρισε ότι ποτέ δεν θέλομεν αρνηθή την πίστιν μας, την οποίαν ενώπιον Θεού και Αγγέλων ωμολογήσαμεν. Τούτο και πολλοί Πέρσαι εγνώρισαν, όμως δεν ημπόρεσαν να μας μεταστρέψουν από την γνώμην μας. Αν δε ημείς εσφάλαμεν εις εκείνα δια τα οποία ήλθομεν και εφάνημεν άπιστοι και πολέμιοι, τότε θα είχες δικαιολογίαν να μας ανακρίνης, αλλά συ αφήνων τας υποθέσεις δια τας οποίας εστάλημεν, κάθησαι και μας εξετάζεις ποίος είναι ο λατρευτής και φίλος των θεών σου, και ποίος ο τούτων καταφρονητής και αδιάφορος. Εις τους λόγους τούτους, θυμού πλησθείς ακρατήτου ο ανόητος βασιλεύς λέγει εις αυτούς με οργήν· πως σεις, απαίδευτοι όντες της ελληνικής γλώσσης και ζήσαντες ιδιώται, αναισχυντείτε, και με λόγους βαρβάρους και διεστραμμένους δοκιμάζετε να καταπείσητε ημάς οπού επαιδεύθημεν άκρως εις την σπουδήν, μάλιστα δε οπού έχομεν γνώσιν και από τας ιδικάς σας γραφάς; Ηξεύρετε ότι και εγώ μίαν φοράν είχα μάθει τας βίβλους των Χριστιανών, με όλον όμως τούτο αφ’ ου ηννόησα ότι αύται είναι σαθραί και καταφρονητέαι, ευθύς τας απέρριψα. Ουδείς δε θαρρών εις αυτάς θέλει ωφεληθή ούτε θέλει πράξει επωφελές τι και λόγου άξιον έργον. Ταύτας δια να αποδείξη τις, μέτριος την γνώσιν, ψευδείς και ανισχύρους, δεν χρειάζεται πολύν καιρόν. Αφήσατε λοιπόν και σεις αυτάς, και την παιδικήν και ανόητον γνώσιν, και καταπείσθητε εις εμέ, όστις σας συμβουλεύω τα προς ωφέλειαν. Αν δε δεν υπακούσητε εις εμέ, η δοκιμή των βασάνων θέλει σας διδάξει ποία αντί ποίων προεκρίνατε, και ότι η αυθάδειά σας αυτή και η φιλονεικία της Πίστεως θέλει σας οδηγήσει εις κακόν. Εις το άκουσμα των βασάνων περισσότερον ανδρειωθέντες οι Άγιοι, με περισσότερον θάρρος απεκρίθησαν εις τον τύραννον· εμάθομεν ημείς από τον ιδικόν μας Θεόν και Δεσπότην να μη προδίδωμεν ένεκα φόβου την ευσέβειαν, διότι αυτός μας λέγει· μη φοβήσθε από εκείνους οίτινες φονεύουν το σώμα, ούτε όταν μας οδηγούν εις κριτήρια να φροντίζωμεν τι να αποκριθώμεν, επειδή αυτό το Πανάγιον Πνεύμα μάς καθοδηγεί εις τους αγώνας, πλημμυρίζει την ψυχήν μας με θάρρος και μας δίδει λόγον αποκρίσεως· την δε αμάθειαν, την οποίαν προβάλλεις εις ημάς, συ όστις νομίζεις όστις είσαι ο σοφώτερος πάντων, γνωρίζεις να μας είπης ποίος είναι αλογώτερος και ανοητότερος, εκείνος όστις γνωρίζεις τον Θεόν και Κτίστην του παντός, και αποδίδει εις αυτόν πάσαν τιμήν, εις του οποίου την χείρα όλα περιέχονται, και αυτοί οι αστέρες είναι μετρητοί, καθώς λέγει η Ιερά Γραφή, ή εκείνος όστις αφήνει Αυτόν, και προσκυνεί τα κτίσματα Αυτού, και ανοήτως αποδίδει εις αυτά το θείον όνομα, ίνα μη είπωμεν δια τας προσφερομένας εις τους δαίμονας και τα είδωλα τιμάς και τα άλλα άτοπα, με τα οποία σεις οι λογιώτατοι χαίρετε; Διότι αν είχετε έστω και ολίγον λογικόν, δεν ηθέλετε στηριχθή εις τα τοιαύτα ούτε ηθέλετε πέσει εις τόσον σκότος από την αναισθησίαν σας· επειδή ουδείς λογικός άνθρωπος και κύριος του λογισμού δεν ήθελε πέσει ποτέ εις τοιαύτην φανεράν πλάνην, καθόσον τούτο είναι το γνώρισμα του λογίου, το να μεταχειρίζεται το λογικόν με ορθόν λόγον, και με αυτό να εκλέγη τα καλλίτερα· καλλίτερον δε από όλα τα καλά είναι το να γνωρίζη τις τον αληθινόν Θεόν, όπερ είναι το πρώτιστον των αγαθών, και ανάβασις του νοός προς τον Θεόν. Οι ιδικοί σας όμως λόγοι, και η κομψότης της εκφράσεως, όχι μόνον είναι πλήρεις ματαίων φλυαριών και μύθων, αλλά σας προξενούν και μεγάλην έπαρσιν, και σας αποχωρίζουν από τον Θεόν, όπερ είναι το χείριστον πάντων, και το οποίον έπαθες και συ, με το να ανοίξης εις αυτούς τους λήρους τα ώτα σου και όλος προσηλώθης και κατεποντίσθης τόσον, ώστε κατήντησες να αλλάξης και το όνομά σου, και αντί Χριστιανός και ευσεβής, επροτίμησες να ονομάζησαι άθεος και παραβάτης. Τους λόγους τούτους ακούσασα η θηριώδης και μιαρά εκείνη ψυχή του τυράννου, και κατά αλήθειαν γεμάτη από σκότος ειδωλικόν, εγέμισεν από άγριον θυμόν, και ευθύς προστάζει να εξαπλώσουν εις την γην τους Μάρτυρας και με λωρία ωμά και σκληρά να δέρουν αυτούς ανά τέσσαρες άνδρες· τούτου δε γενομένου εβράχη όλον το σώμα των Μαρτύρων από τα αίματα, αι πληγαί δε και τα τραύματα τα οποία επροξενήθησαν εις τα σώματά των έφερον οδύνην αφόρητον εις αυτούς. Αφήσας δε τούτους ολίγον επρόσταξεν είτα να καρφώσουν τας χείρας και τους πόδας αυτών με καρφία εις το ξύλον, και κατόπιν τους εκρέμασε. Ακολούθως επρόσταξε να τους ξέουν με σιδηρούς όνυχας, ξεομένων δε των Μαρτύρων έπιπτον τα μέλη αυτών εις την γην, και από κάθε μέρος του σώματος αυτών αι οδύναι ήσαν υπερβολικαί και αφόρητοι. Παρ’ όλα ταύτα όμως η δύναμις και το ανδρείον της ψυχής αυτών δεν εσμικρύνθη ούτε εμαλακώθη, αλλά θεωρούντες προς μόνον τον Χριστόν, τοιαύτα και με τον νουν και με την γλώσσαν των έλεγον: Και συ, Κύριε Ιησού, εις το ξύλον εκρεμάσθης παρά των παρανόμων, και ίνα θεατρίσης και εκριζώσης την αμαρτίαν υπέμεινας τον δια Σταυρού θάνατον· εις το ξύλον και ημείς οι οποίοι Σε ηγαπήσαμεν κρεμάμεθα, δια να αποβάλωμεν ξεόμενοι την της σαρκός παχύτητα, και δια να ιατρεύσωμεν την ψυχήν μας, ήτις επληγώθη με την αμαρτίαν, υποφέρομεν την πληγήν των σιδηρών ονύχων· αλλ’ επειδή και την ασθένειαν της ανθρωπότητος γνωρίζεις, δος και εις ημάς τη ώρα ταύτη την εξ ύψους βοήθειάν σου, και ελάφρυνον τους πόνους, και την σκληρότητα αυτών καταπράϋνον, διότι έχοντες την άμαχον ελπίδα σου, υποβάλλομεν τον εαυτόν μας εις τους αφορήτους πόνους τούτους, των οποίων την πικρότητα βλέπεις πόση είναι, Κύριε, και ότι μάς καταδαμάζει υπερβολικά· οίδαμεν δε ότι ταχύς ων προς βοήθειαν συ ο γλυκύτατος Ιησούς θέλεις φροντίσει και περί ημών των δούλων σου, όχι δια τόσον μόνον δι’ ο σου δεόμεθα, αλλά και περισσότερα από όσα σου εζητήσαμεν». Δεν άφησε δε ο Θεός τους δούλους του ημελημένους, αλλά και πρίν ακόμη αποτελειώσουν την δέησιν, Άγγελος Κυρίου επιφανείς ελάφρωσε τας οδύνας και τους πόνους αυτών, και τα σώματα αυτών καλώς ενεδυνάμωσε, και προς τους λοιπούς αγώνας ενίσχυσε, δίδων εις αυτούς μεγάλης βοηθείας χάριν και ελπίδα των μελλόντων αγαθών μεγαλυτέραν. Καθ’ ον δε χρόνον εγίνοντο ταύτα, προστάζει ο τύραννος να τους ανακουφίσουν ολίγον από τα κολαστήρια, και τρόπον τινά περιπαίζων αυτούς λέγει· βλέπετε πως σας λυπούμαι ακόμη και δεν εφήρμοσα τα βαρύτερα κολαστήρια με την ελπίδα ότι θα επιστρέψητε. Εις τους λόγους τούτους λυπηθέντες οι Άγιοι, και πλήρεις όντες παρρησίας, απεκρίθησαν λέγοντες· μη νομίσης ω θεομάχε, ότι ημείς θέλομεν μεταβάλει γνώμην, διότι καθώς μας βλέπεις ουδόλως μετετράπημεν· κάμε λοιπόν εν συνεχεία και ό,τι άλλο αγαπάς· ιδού ημείς είμεθα έτοιμοι να υπομείνωμεν πάντα, και στρεβλώσεις και σφοδροτέρους ραβδισμούς, και αν εις το πυρ κατακαώμεν, τρυφήν μάλλον θέλομεν το νομίσει παρά κόλασιν, καθόσον εις εκείνους οίτινες έχουν την θείαν γνώσιν είναι τω όντι τρυφή και χαρά το να πάσχουν δια τον υπέρ αυτών παθόντα Χριστόν. Ο ασύνετος όμως τύραννος και με όλον ότι εδοκίμασε τους γενναίους Μάρτυρας, ακόμη ων κωφός κατά τε τας φρένας και τα ώτα, δοκιμάζει και με άλλον τρόπον να απατήση τους αητήτους Μάρτυρας. Απομακρύνει τον Μανουήλ, κρατήσας δε τους δύο μόνους, τον Σαβέλ και τον Ισμαήλ, ενόμισεν ότι ημπορεί να απατήση αυτούς με λόγους, τάχα συμβουλεύων και νουθετών τα προς ωφέλειαν αυτών. Όθεν λέγει· ο μεν Μανουήλ, κακή τύχη γεννηθείς από τον ευγενή πατέρα σας, διότι δια την κακοήθειάν του ούτε αδελφόν σας ημπορώ να τον ονομάσω, ων καθ’ ολοκληρίαν σκληρός και φιλόνεικος, ανόητα και ποιεί και φρονεί, ανόητα πράγματα παρακινών και σας να τον ακολουθήτε, χωρίς να σας οδηγή και να σας συμβουλεύη εις την οφειλομένην απονομήν σεβασμού και τιμής προς τους θεούς. Σεις όμως, μανθάνοντες κατά τον παρόντα καιρόν το συμφέρον σας, εκείνον μεν αφήσατε να φλυαρή ματαίως, σεις δε μείνατε μαζί με ημάς και προσκυνήσατε τους ιδικούς μας θεούς, δια να τους έχητε βοηθούς, και δια να απολαύσητε εις το εξής πολλάς και μεγάλας αντιδόσεις παρ’ αυτών. Ταύτα του τυράννου λέγοντος, μη ανεχόμενοι οι καλλίνικοι Μάρτυρες ούτε καν να ακούσουν τους λόγους τούτους, εφώναξαν με παρρησίαν· τι απατάς, ω ανόητε βασιλεύ, τον εαυτόν σου, ανοίγων μυρίας οδούς απάτης ποικιλοτρόπως μεταμορφούμενος ως ο υπό του ελληνικού μύθου αναφερόμενος Πρωτεύς σας; Αν δεν σε εδίδαξεν έως τώρα η δοκιμή την οποίαν έκαμες, και αν δεν σοι αρκούν τα πρώτα κολαστήρια, τα οποία εφήρμοσες εναντίον μας, μεταχειείσου και όσα άλλα διαλογίζεσαι με όλην σου την δύναμιν· επειδή μόνον αν εχάνομεν τας φρένας μας ηθέλομεν λατρεύσει τους εκ πηλού κατεσκευασμένους θεούς σου, οι οποίοι οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουν, ώτα και δεν ακούουν, ρίνας και δεν οσφραίνονται, χείρας και πόδας και από αυτούς δεν ωφελούνται, καθώς και οι λίθινοι οι οποίοι την ουσίαν του λίθου δεν αποβάλλουσιν, αυτόχρημα λίθοι υπάρχοντες, τους οποίους και ο θείος Δαβίδ καλώς και ορθώς απεκάλεσε αναισθήτους και μωρούς, καθώς και εκείνους που πιστεύουν εις αυτούς πλέον παράφρονας και ανοήτους ωνόμασε. Ταύτα ακούσας ο εσκοτισμένος την διάνοιαν βασιλεύς, και όλως έξω φρενών γενόμενος, και μη δυνάμενος να συγκρατηθή από τον θυμόν του, προστάζει ευθύς να κατακαύσουν τας πλευράς και τας μασχάλας των Αγίων με λαμπάδας ανημμένας, ίνα καθώς εκαίετο εκείνος από τον θυμόν,κατακαίωνται και αυτοί από το πυρ. Οι δε μακάριοι Μάρτυρες, μολονότι κατεφλέχθησαν από το πυρ, εις την ανυπόφορον ταύτην βάσανον ηυχαρίστουν τον Δεσπότην Θεόν, χωρίς να αποβλέπωσιν εις τα παρόντα λυπηρά, αλλά προς την αιώνιον μόνον χαράν και απόλαυσιν, ούτε δε ησθάνοντο λύπην τινά δια τας βασάνους τας οποίας υφίσταντο, αλλ’ ελυπούντο διότι δεν εδοκίμαζον δεινοτέρας από αυτάς. Τόσον είχον εξαφθή από τον προς Χριστόν διακαή έρωτα, ώστε και της φύσεως αυτής ελησμόνησαν. Ο σκληροκάρδιος όμως και δαιμονόπληκτος Παραβάτης, ωσάν να μη ησθάνετο τα όσα έπραττεν, είπε πάλιν προς τους Μάρτυρας· δεν καταλαμβάνετε ότι οι θεοί ακόμη δεν σας εμίσησαν τελείως, προσμένοντες ίσως την επιστροφήν σας; Δια τούτο δε και με ανεξικακίαν σας υποφέρουν, και ελαφρύνουν τους πόνους σας. Τούτο οι καλλίνικοι Μάρτυρες νομίσαντες άξιον γέλωτος και αναισθησίαν άκραν του νοός του, ανεβόησαν μεγάλως· καμμίαν μετοχήν δεν έχομεν ημείς με τους ιδικούς σου θεούς, αθλιώτατε! Έχομεν τον ιδικόν μας Θεόν και Σωτήρα, τον οποίον ομολογούμεν και γνωρίζομεν βοηθόν εις όλους τους πόνους μας. Αυτός μας ελευθερώνει από τα παρόντα δεινά, και μας δίδει θάρρος όταν πάσχωμεν, και μας ενδυναμώνει να καταφρονώμεν και σαρκός και σιδήρου και παντός άλλου αλγεινού συμβεβηκότος· επειδή πως άλλως ημπορούσε σώμα και αίμα να υποφέρη τοσαύτας βασάνους, από τας οποίας και η τόσον σκληρά λιθίνη φύσις ήθελε διαλυθή και κατά κράτος αφανισθή; Αν δε το επικείμενον επί σε νέφος του σκότους δεν εσκόταζε τον νουν σου, και δεν εσήκωνεν από σου την αίσθησιν, θα ημπορούσες να καταλάβης, ότι η ιδική μας λατρεία είναι θεία και θαυμαστή, και εις τον Θεόν όντως πρέπουσα. Τώρα όμως δεν δύνασαι να εννοήσης τίποτε εξ αυτών ούτε θέλεις να εννοήσης, διότι είσαι όλος δοσμένος εις την μυσαράν των δαιμονίων τύφλωσιν· επειδή εις αυτά τα αίσχιστα έργα αυτοί οι δαίμονες σε επλάνησαν και σε έσυραν. Ταύτα βλέπων και ακούων ο Παραβάτης και φοβηθείς, μήπως με την πολλήν εξέτασιν υβρίζεται περισσότερον από τους Αγίους, προσέτι δε και διότι απηλπίσθη από του να τους καταπείση, αφήκεν αυτούς παντελώς και εστράφη πάλιν προς τον Μανουήλ, ελπίζων μήπως καν αυτόν ήθελεν εύρει, όστις να κλίνη εις το θέλημά του· εκ δευτέρου όθεν με απειλάς και τιμωρίας των προτέρων μεγαλυτέρας τον εφοβέριζε· με όλον τούτο ο ανδρείος Μάρτυς ουδέ καν την κεφαλήν του έστρεψε παντελώς να ακούση εκείνα τα οποία έλεγεν ο Παραβάτης, και τα οποία προ πολλού είχε καταφρονήσει, μάλλον δε εφανέρωσε μεγαλυτέραν και ανδρειοτέραν την προθυμίαν του, και με πεπαρρησιασμένην φωνήν εβόησε· διατί ματαιοπονείς; Διατί αναισχυντείς, ω τύραννε, ματαίως; Τι; Δεν εγνώρισες την αμετάτρεπτον ημών απόφασιν; Δεν ηννόησες ότι και οι τρεις είμαθα συνδεδεμένοι μετ’ αλλήλων και ότι μίαν γνώμην και διάνοιαν έχομεν και οι τρεις και ότι ένα μόνον και τον αυτόν Θεόν δοξάζομεν; Λοιπόν ή και τους τρεις νίκησον ή και από τους τρεις απομακρύνθητι· ο τρις αριθμός είναι τίμιος, με τον οποίον ημείς ετιμήθημεν. Με την Παναγίαν Τριάδα και οι τρεις είμεθα περιτειχισμένοι, και με την δύναμιν Αυτής ηνώθημεν, και μένομεν αχώριστοί, μη φοβούμενοι ουδέν δεινόν· επειδή και τώρα πάλιν τα ίδια λέγομεν, τα οποία πολλάκις είπομεν. Τα όσα λέγονται παρά του ενός, νόμιζέ τα και παρά των τριών· την γνώμην και την σταθερότητα της ψυχής μας μίαν νόμιζε· δεν θέλομεν αρνηθή ποτέ την πίστιν με την οποίαν ανετράφημεν· τους ιδικούς σου δαίμονας δεν θέλομεν λατρεύσει· τον Κύριον και Θεόν ημών δεν θέλομεν αρνηθή και εγκαταλείψει· δεν αλλάσσομεν τα μέλλοντα αγαθά με τα προσωρινά και μάταια, μήτε προτιμώμεν την μικράν ταύτην ζωήν αντί της μελλούσης αϊδίου και αιωνίου. Εις τους λόγους τούτους απελπισθείς ο παράνομος τύραννος και αποκαμών από όλα, μάλιστα φοβηθείς, μήπως και με την πολλήν ένστασιν και εναντιότητα των Αγίων ήθελον παρακινηθή και άλλοι εκ των ειδωλολατρών υπηκόων του και επιστρέψουν εις την πίστιν του Χριστού, διέταξε να κατακαύσουν και τούτου τας μασχάλας με λαμπάδας ανημμένας, και ομού με τούτο ορίζει να τυλίξουν τον Άγιον με καλάμους και κατασφίγγοντες αυτόν να τον κατακεντώσι με βέλη αιχμηρά, τελευταίον δε δίδει την κατ’ αυτών απόφασιν, προστάξας να καρφώσωσι πρότερον εις τας κεφαλάς και τας ωμοπλάτας αυτών καρφία, να εμπήξουν δε και εις τους όνυχάς των καλάμια οξέα, και μετά τούτο να τους υποβάλουν και εις τον δια ξίφους θάνατον, ύστερον δε να ανάψουν ευθύς πυράν και να ρίψουν εις αυτήν τα σώματα των Αγίων, δια να μη ημπορέσουν οι Χριστιανοί να πάρουν ουδέ την τέφραν των σωμάτων αυτών, αν τυχόν ήθελον προθυμοποιηθή τινές να το κάμουν. Φερόμενοι λοιπόν οι Άγιοι παρά των στρατιωτών, έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, Κωνσταντίνον ονομαζόμενον, όστις ήτο κρημνώδης, και κατά πάντα δυσώδης, εις τούτον δε τον τόπον σταθέντες ανέπεμψαν οι Μάρτυρες την τελευταίαν αυτήν ευχήν εις τον Δεσπότην Χριστόν: «Ο Θεός ο προαιώνιος και άναρχος, ο εκ του μη όντος εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα, ο επ’ εσχάτων των ημερών δια την ημετέραν σωτηρίαν κενώσας σεαυτόν, και εν μορφή δούλου ημίν συναναστραφείς, και θάνατον υπομείνας τον δια σταυρού, ίνα ημάς των δεσμών της αμαρτίας λύσης και βασιλείας της Σης μετόχους ποιήσης, πρόσδεξαι εν ειρήνη τους δούλους σου και τοις σοι απ’ αιώνος ευηρεστηκόσι κατάταξον· ότι δια το σον άγιον όνομα τον δια ξίφους τούτον αιρούμεθα θάνατον, και της παρούσης ζωής εξιστάμεθα· αλλά και τον περιεστώτα ημάς όχλον, και τη του πονηρού απάτη δεδουλωμένον, τη Ση επιγνώσει, οικτίρμον, επίστρεψον, και δος αυτοίς νουν υγιή τε και έμφρονα, όπως σε τον μόνον αληθινόν Θεόν εννοήσωσι, και εις σε μόνον εαυτούς αναθέσωσι». Ταύτα των Μαρτύρων ευξαμένων, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «έλθετε ίνα λάβητε τους στεφάνους της δόξης και απολαύσητε την μακαρίαν ζωήν, επειδή και ετελειώσατε καλώς τον δρόμον των κόπων σας». Εν τω άμα δε εκόπησαν αι άγιαι κεφαλαί αυτών τη δεκάτη εβδόμη του Ιουνίου, του τριακοστού εξηκοστού δευτέρου (362) έτους από Χριστού· ευθύς δε ο τόπος εις τον οποίον ίσταντο, σχισθείς εις δύο μέρη, εδέχθη τα σώματα των Αγίων, δια να φυλαχθούν σώα και αβλαβή, και δια να φανή και το πρόσταγμα του τυράννου μάταιον, ον κατά αλήθειαν τοιούτον, με το να επρόσταξε να καούν τα σώματα των Μαρτύρων· οι δε δήμιοι, ιδόντες το παράδοξον αυτό, κακώς έφυγον· πολλοί όμως από τους παρεστώτας, πιστεύσαντες εις τον Χριστόν, αφήκαν την προτέραν αυτών πλάνην και συνηριθμήθησαν με τους λοιπούς Χριστιανούς· οι οποίοι προσμείναντες δύο ημέρας εις τον τόπον, και παρακαλούντες τον Θεόν εκ ψυχής των, έξαφνα απέδωκεν η γη με θαυμαστόν τρόπον τα σώματα των Αγίων γεμάτα από ευωδίαν άρρητον· και ούτω λαβόντες τα τίμια λείψανα εντίμως αυτά με μεγάλην τιμήν ενεταφίασαν τα οποία καθ’ εκάστην ημέραν μυρίας ιάσεις αναβλύζουσι, και εις τους προς αυτά ερχομένους την χάριν δωρούνται. Τοιούτον υπήρξε το τέλος των Αγίων αλλά και η θεία δίκη δεν ημέλησε δι’ εκείνα τα οποία έκαμεν ο Παραβάτης, αλλ’ έδωκεν εις αυτόν τυχαίως κακήν την πληρωμήν, διότι οδηγήσασα αυτόν εις τά σύνορα της Περσίας, τον ηνάγκασε να παραδώση εκεί κακώς την αθλίαν ψυχήν του. Τουτο δε διότι ο μεν βασιλεύς των Περσών υπεξεκαίετο ακόμη από τον θυμόν δια τον φόνον τον οποίον έκαμεν ο Παραβάτης εις τους ιδικούς του ανθρώπους, τούτ’ έστι τους Μάρτυρας, με το να εστάθη ο παράνομος άδικος, αφιλίωτος και εχθρός της ειρήνης· ο αλιτήριος δε πάλιν Ιουλιανός με σοβαρόν φρύαγμα εγγίσας εις την Περσίαν, και πολεμήσας μετά των Περσών, και κακώς ο ανόσιος νικηθείς, με δίκαιον τρόπον δέχεται εις τα εντόσθιά του καιρίαν πληγήν· και έγινε γέλως εις τους πλανήσαντας αυτόν δαίμονας, γέλως δε και εις τους Χριστιανούς, τους οποίους ηπείλησε να κακοποιήση δεινώς ο διεφθαρμένος· δια το οποίον πρέπει να αποδώσωμεν δόξαν εις τον Θεόν, όστις δεν άφησεν επί πολύ την ράβδον των αμαρτωλών εις τον κλήρον των δικαίων, και όστις δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν ταχέως την σωτηρίαν των ψυχών και τα μέλλοντα αγαθά. Ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή, προσκύνησις και ευχαριστία τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου