ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΑΝΑΛΗΨΙΝ

ΗΛΙΟΥ ΜΗΝΙΑΤΗ Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων                                                                            
Δεύτε αναβώμεν εις το όρος Κυρίου, και εις τον οίκον του Θεού Ιακώβ, δια να γίνωμεν και ημείς επόπται της ενδόξου του Χριστού Αναλήψεως. Αναβώμεν, με ευλαβητικήν θεωρίαν, εις το τρισμακάριστον όρος των Ελαιών, εκεί όπου σήμερον ανοίγεται πανθαύμαστον θέατρον δόξης θεοπρεπούς, και ο τροπαιοφόρος αναστάς Ιησούς, ο αήττητος καθαιρέτης του Άδου, παρρησιάζει τον κατά του θανάτου περιφανέστατον θρίαμβον. Εκεί χορός Αποστόλων, όπου παραπέμπουσιν ανερχόμενον εις ουρανούς τον γλυκύτατον Διδάσκαλον. Εκεί Ταξιαρχίαι νοερών Δυνάμεων, όπου προάγουσι τον Βασιλέα της δόξης. Εκεί πληθύς δικαίων ψυχών λελυτρωμένων, όπου ακολουθούσι τον θειότατον Λυτρωτήν.
Εδώθεν επίγειος Μήτηρ απολύει τον θεάνθρωπον Υιόν, πληρώσαντα της ενσάρκου οικονομίας το πολύπονον στάδιον· εκείθεν τον εκδέχεται ο ουράνιος Πατήρ, και δίδων Αυτώ την εξουσίαν του ουρανού και της γης, τον καθίζει εκ δεξιών Αυτού εν τοις επουρανίοις. Λαμπρά όντως και παμφανής, φιλέορτοι ακροαταί, είναι η παρούσα πανήγυρις. Αύτη το κεφάλαιον πασών της Εκκλησίας των εορτών· αύτη των Μυστηρίων του Χριστού η κορωνίς· αύτητης σωτηρίας ημών η εκπλήρωσις. Σήμερον ανοίγεται εις τους εξορίστους παίδας της Εύας η είσοδος εις την ποθητήν πατρίδα της άνω Ιερουσαλήμ· σήμερον γίνεται του νέου Ισραήλ η αποκατάστασις εις την ουράνιον Βασιλείαν. Σήμερον ο πεπτωκώς υπεράνω των Σεραφείμ επαίρεται, και το βρότειον φύραμα διπλής ηξιωμένον υπερτάτης τιμής, καθώς με την σάρκωσιν του θείου Λόγου έγινε μέτοχον θείας φύσεως, ούτω με την Ανάληψιν του Αυτού γίνεται μέτοχον θείας δόξης. Δεύτε λοιπόν αναβώμεν εις το όρος Κυρίου, όπως θεωρήσαντες τας περιστάσεις της σημερινής σεβασμιωτάτης εορτής, καταλάβωμεν το μέγεθος των ευεργεσιών του Θεού και της ημετέρας φύσεως τα μεγαλεία. Αφού έλυσε τα δεσμά του θανάτου και ανέστη εκ νεκρών ο Σωτήρ του κόσμου, δι’ ημερών τεσσαράκοντα συνανεστράφη ακόμη επάνω εις την γην, οπτανόμενος συχνάκις εις τους Μαθητάς Του, και εν πολλοίς τεκμηρίοις πιστούμενος την ένδοξόν Του Ανάστασιν. Και δεν ήτο χωρίς μυστήριον ο αριθμός των τεσσαράκοντα ημερών· εις την πρώτην εκ Παρθένου άσπορον Γέννησιν, μετά τεσσαράκοντα ημέρας ωδηγήθη υπό των γονέων εις το Ιερόν, και ως πρωτότοκον άγιον αφιερώθη τω Κυρίω, κατά τον Νόμον (Λουκ. β: 22 – 24, Λευϊτ. ιβ: 2 – 8). Και εις την εκ νεκρών λοιπόν παράδοξον αναβίωσιν, όπου είναι η παλιγγενεσία, και ωσάν Δευτέρα Αυτού Γέννησις, μετά τεσσαράκοντα ημέρας ομοίως αναβαίνει εις το υπερουράνιον Ιερόν, και ως πρωτότοκος των νεκρών γενόμενος, παριστά τω Θεώ και Πατρί αγίαν και καθαράν την εν αυτώ ανθρωπίνην φύσιν, την απαρχήν όλης της ημετέρας φύσεως. Και όταν ήλθε το πέρας των ημερών τούτων εξήγαγε τους Μαθητάς έως την Βηθανίαν, εις το όρος των Ελαιών (αρμόζει ο τόπος των Ελαιών, όπου είναι της ειρήνης το σύμβολον, τω άρχοντι της ειρήνης), Όστις χωριζόμενος από τους Μαθητάς του, τους αφήκε διαθήκην αιώνιον, την ειρήνην Του. Αλλά και ο χρησμός του θεσπεσίου Ζαχαρίου τούτο προανεκήρυξεν· «Ιδού ημέραι έρχονται Κυρίου…. Και στήσονται οι πόδες αυτού εν τη ημέρα εκείνη επί το όρος των Ελαιών το κατέναντι Ιερουσαλήμ» (Ζαχαρ. ιδ: 1 – 4). Εδώ αφού με την δύναμιν των θείων λόγων διήνοιξε τον νουν των Μαθητών τού συνιέναι τας Γραφάς, όσα δηλαδή εν τω Νόμω Μωϋσέως και Προφήταις και Ψαλμοίς περί Αυτού εχρησμοδότησε το Πνεύμα το Άγιον· αφού τους επρόσταξε να κηρύξωσιν εις όλην την κτίσιν το Ευαγγέλιον, ήτοιτο χαριέστατον μήνυμα της αφέσεως και σωτηρίας· αφού τους επαρηγόρησεν εις την λύπην του χωρισμού Του, με την επαγγελίαν του Πατρός, εντειλάμενος να προσμένωσιν εις Ιερουσαλήμ, έως ου ενδύσωνται δύναμιν εξ ύψους, επάρας τας χείρας Αυτού, δίδει ωσάν βεβαιωτικήν των επαγγελιών, την τελευταίαν δεσποτικήν ευλογίαν. Δεν εχόρταιναν οι οφθαλμοί των Μαθητών ατενίζοντες εις εκείνο το θειότατον πρόσωπον τότε, όταν «Βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν Αυτόν από των οφθαλμών αυτών» (Πράξ. α: 9). Εις την νεφέλην ταύτην εγώ βλέπω κεκαλυμμένον Μυστήριον, του οποίου τον τύπον προείδεν ο Θεσβίτης Ηλίας εις εκείνην την μικράν νεφέλην, όπου ως ίχνος ανθρώπου ανέβαινεν εκ της θαλάσσης εις τον ουρανόν· όθεν έβρεξεν άφθονον βροχήν, από την οποίαν τότε εχορτάσθη η δια τρεις και ήμισυν χρόνους κατεξηραμμένη γη, και εχόρτασε τον πεινασμένον λαόν με καρπόν αφθονίας (Γ΄ Βασιλ. ιη: 44). Αυτή είναι εκείνη η θαυμαστή νεφέλη, όπου, αφού ανέβασεν εις ουρανούς τον δεδοξασμένον Υιόν του ανθρώπου, έβρεξεν εκείθεν τον καιρόν της Πεντηκοστής, την πολυχεύμονα ομβροτοκίαν του Αγίου Πνεύματος, από την οποίαν η άνυδρος και άκαρπος γη, ποτισμένη πλουσιοπαρόχως, εβλάστησε τα εύοσμα άνθη των Χριστιανικών αρετών, έδωκεν επταπλασίονα τον καρπόν της αληθούς διδασκαλίας, και ευφόρησε την ευθηνίαν του θείου κηρύγματος, περί της οποίας ίσως εχρησμολόγει ο Προφητάναξ: «Βροχήν εκούσιον αφοριείς ο Θεός τη κληρονομία σου» (Ψαλμ. ξζ: 10). «Επεσκέψω την γην, και εμέθυσας αυτήν· επλήθυνας του πλουτίσαι αυτήν· ο ποταμός του Θεού επληρώθη υδάτων» (Ψαλμ. ξδ: 10). Ήθελον είπει ακόμη, ότι η μυστηριώδης αύτη νεφέλη ήτο του ομοουσίου Πνεύματος η σκιά, όπου άρπαξεν αισθητώς από την περίγειον παροικίαν τον θείον Ήλιον εις την ουράνιον σφαίραν, ωσάν εις ίδιον κέντρον, δια να φωτίζη εκείθεν νοερώς και επίγεια και ουράνια με της θείας δόξης το ανέσπερον φως. Την θαυμαστήν επάνοδον του νοητού Ηλίου τούτου προείδε τυπικώς ο Εζεκίας, τότε όταν παρακαλών με θερμά δάκρυα την απαλλαγήν από του θανάτου τον κίνδυνον, είδεν εις το σκιατερικόν ωρολόγιον το χαριέστατον σημείον της υγείας του, όπου δια του Προφήτου Ησαϊου του έδειξεν ο Θεός. Είδεν ότι ο ήλιος ανέβη επάνω δέκα γραμμάς, από τας οποίας ήτο κετεβασμένος. Και ο άδυτος Ήλιος της δικαιοσύνης, ο Υιός του Θεού, ωσάν δέκα βαθμούς ήτο κατεβασμένος από την θείαν Του αξίαν, δι’ άκραν συγκατάβασιν, όταν έκλινεν ουρανούς, και κατέβη εννέα, τα εννέα τάγματα των Ασωμάτων· «βραχύ τι παρ’ Αγγέλους» (Εβρ. β: 7) ηλαττωμένος (καθώς λέγει ο Παύλος), «γενόμενος άνθρωπος εν δούλου μορφή» (Φιλιπ. β: 7), και δέκατον βαθμόν, αυτήν την τάξιν των ανθρώπων, υπέρ άνθρωπον τεταπεινωμένος εις το εκούσιον πάθος και τον θάνατον. Αλλ’ Αυτός Όστις κατέβη εις τα κατώτερα μέρη της γης, ανέβη και πάλιν με την ένδοξόν Του Ανάληψιν τας δέκα γραμμάς, υψηλότερος και ανθρώπων και Αγγέλων γενόμενος· «Υπεράνω (κατά τον αυτόν Απόστολον) πάσης αρχής και εξουσίας» (Εφεσ. α: 21), υψωθείς έως εις την δεξιάν του Θεού και Πατρός. «Εγώ (λέγει ο ίδιος) παρά του Θεού εξήλθον, εξήλθον παρά του Πατρός, και ελήλυθα εις τον κόσμον· πάλιν αφίημι τον κόσμον, και πορεύομαι προς τον Πατέρα» (Ιωάν. ιστ: 27 – 28). Και τούτο μας έδωκεν ευτυχέστατον σημείον της σωτηρίας και αιωνίου ζωής δια το αρρωστημένον και νεκρωμένον τη αμαρτία γένος το ανθρώπινον. Όθεν έλεγε· «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω· εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς» (Ιωάν. ιστ: 7). Ούτος εστάθη του ενανθρωπήσαντος θείου Λόγου ο σκοπός, τούτο της ενσάρκου οικονομίας το τέλος· δια τούτο έγινεν Υιός ανθρώπου ο Υιός του Θεού, δια τούτο ανέστη ο πρωτότοκος των νεκρών, δια να υψώση τον πεπτωκότα, δια να δοξάση τον κατάκριτον, δια να θεώση το ανθρώπινον. Ίδετε άμιλλαν, από το ένα μέρος του μίσους, όπου άναψε καθ’ ημών ο διάβολος, και από το άλλο της αγάπης, όπου έδειξε προς ημάς ο Υιός του Θεού. Εκείνος εφθόνησε την αρχαίαν μακαριότητα της ανθρωπίνης φύσεως, και την εξώρισεν από τον Παράδεισον της τρυφής, Ούτος αυτήν την ιδίαν φύσιν ύψωσεν υπεράνω των ουρανών, και εκάθισεν αυτήν εις τον θρόνον της θείας δόξης. Εκείνος δεν υπέφερε να βλέπη υποτεταγμένα υπό τους πόδας αυτής τα επίγεια, Ούτος υπέταξεν υπό τους πόδας αυτής και τα ουράνια. Εκείνος την κατέστησεν αιχμάλωτον του θανάτου και της αμαρτίας· Ούτος την έκαμε πολίτην του ουρανού, σύνθρονον της Θεότητος, ημφιεσμένην με στολήν μακαριωτάτης αθανασίας, προσκυνουμένην υπό των Σεραφίμ, αντιπληρώσας με κέρδος άπειρον την ζημίαν, και με τέχνην θεοπρεπή απατήσας τον απατήσαντα. Κατήσχυνε παντελώς τον αντίθεον και μισάνθρωπον Εωσφόρον η ένδοξος του Σωτήρος Ανάληψις. Εκείνος, ωσάν πανούργος κυνηγός, είχεν απλωμένην επάνω εις το πρόσωπον της γης την ολέθριον παγίδα τού θανάτου, όπου επιάνοντο ωσάν πετεινά του κατακρίτου Αδάμ οι δυστυχείς απόγονοι, των οποίων τας ψυχάς εκράτει αιχμαλώτους εις τα δεσμά της αρχαίας κατάρας. Ηθέλησεν εις αυτήν την ιδίαν παγίδα να πιασθή εκουσίως αποθανών ο θεάνθρωπος Ιησούς. Αλλ’ ωσάν μέγας αετός, συντρίβων με την θείαν Του δύναμιν την παγίδα και λύων τα δεσμά, Αυτός μεν πρώτος επέταξε τριήμερος αναστάς· επέταξαν δε συν Αυτώ ελεύθεραι και αι ψυχαί των Δικαίων, ψάλλουσαι τα επινίκια με τον Δαβίδ· «Η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν» (Ψαλμ. ρκγ: 7). Και πάλιν καθώς ο αετός θέλων να δείξη εις τα μικρά του πουλία έτι αμαθή να πετάξωσιν εις τον ασυνήθιστον δρόμον του αέρος, αυτός προάγων τα οδηγεί, ομοίως εις την άβατον τρίβον του ουρανού, όπου ακόμη δεν ήθελε φανή ίχνος ανθρώπινον, ανίπταται ο αναληφθείς Κύριος, προάγων, οδηγών ως νεοσσούς τα πνεύματα των Δικαίων. «Ο αετός (το προείδεν ο Μωϋσής) προάγων εις πτήσιν, τους νεοσσούς αυτού ανεβίβασε» (Εξ ιθ: 4), «και όντως αναβάς εις ύψος, ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν» (Ψαλμ. ξζ: 19), και τοιαύτην, καθώς η πτώσις του πρώτου Αδάμ ήνοιξεν εις ημάς την είσοδον εις τον Άδην, ούτω του νέου Αδάμ η Ανάληψις ήνοιξε εις ημάς την είσοδον εις τον ουρανόν· «Έχοντες ουν, αδελφοί (λέγει ο Παύλος), παρρησίαν εις την είσοδον των Αγίων εν τω Αίματι του Ιησού, ην ενεκαίνισεν ημίν οδόν πρόσφατον, και ζώσαν δια του καταπετάσματος, τουτέστι της σαρκός Αυτού» (Εβρ. ι: 19 – 20). Του μυστικού τούτου αετού την δια σαρκός εις ουρανούς παράδοξον άνοδον δεν δύναται ακόμη να καταλάβη, και φρίττει ο αποστάτης εχθρός. Και αν ο Σολομών έλεγεν, ότι τρία είναι εκείνα, όπου δεν καταλαμβάνει, δηλαδή τον δρόμον της νεώς (του πλοίου), όπου περιπατεί εις την θάλασσαν· τον δρόμον του όφεως δια της πέτρας, και τον δρόμον του αετού εις τον ουρανόν, πρεπωδέστερα δύναται να είπη ο υπερήφανος εκείνος νους, ότι τρία μυστήρια δεν καταλαμβάνει ολότελα εις την ένσαρκον του θείου Λόγου οικονομίαν. Πρώτον, ότι καθώς η ναύς (το πλοίον) διαβαίνει τα θαλάσσια κύματα, και της διαβάσεως δεν αφήνει κανένα ίχνος, ούτω και το μακαριώτατον Σώμα του Χριστού διεπέρασε την απέραντον μήτραν της Παρθένου, και δεν άφησε σημείον φθοράς κατά την άσπορον Γέννησιν. Δεύτερον δεν καταλαμβάνει τον δρόμον του όφεως δια της πέτρας, ήτοι πως αυτό το ίδιον Σώμα, όπου ετάφη, όπου ησφαλίσθη εις μνήμα καινόν λελατομημένον εκ πέτρας, όπου εσκεπάσθη με λίθον μέγαν κείμενον επί την θύραν του μνήματος, διέδραμε μ’ όλον τούτο, και αφήνοντας ως όφις το παλαιόν ένδυμα της φθοράς, ανέστη εκ νεκρών με το νέον ένδυμα της αφθαρσίας, δίχως να αφήση κανένα σημείον. Και τρίτον δεν καταλαμβάνει τον δρόμον του αετού εις τον ουρανόν, ήτοι πως αυτό το Σώμα αναβαίνει υπεράνω των ασωμάτων, πως το γήινον διαπερά τους ουρανούς, πως το ανθρώπινον καθέζεται εις τον θρόνον της θείας μεγαλειότητος. Αλλ’ ούτε οι μακάριοι Άγγελοι καταλαμβάνουσι την ένδοξον εν Σώματι Ανάληψιν του Σωτήρος· όθεν τώρα μεν βλέποντες ανερχόμενον τον Βασιλέα της δόξης προπορεύονται να ετοιμάσωσι την είσοδον, και λέγουσιν εις τας ανωτέρω Ταξιαρχίας· «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι» (Ψαλμ. κγ: 7), τώρα δε πάλιν θεωρούντες τον Αυτόν να αναβαίνη ημφιεσμένος με ανθρώπινον Σώμα, και τούτο σημειωμένον με τα στίγματα των πληγών και πεφοινιγμένων με το εκ της πλευράς Αυτού ρεύσαν άχραντον Αίμα, απορούσιν εις το ξένον θέαμα και ερωτώσι· «Τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ; Διατί σου ερυθρά τα ιμάτια»; (Ησαϊας ξγ: 2). Πλήν οικονομία είναι το ορώμενον, θέλοντος του φιλανθρώπου Δεσπότου να θεατρίση και εις τους ουρανούς του Πάθους τα σύμβολα, τεκμήρια ανεξάλειπτα της αγάπης μεν προς ημάς, και της κραταιάς κατά του κοσμοκράτορος νίκης. Ή μάλλον ειπείν· «ούτως έδει παθείν τον Χριστόν» (Λουκ. κδ: 46), «και εισελθείν εις την δόξαν Αυτού» (αυτόθι 26), δια να μάθωμεν, ότι δια της στενής οδού των παθών και των θλίψεων πρέπει και ημείς να εισέλθωμεν εις την ουράνιον Βασιλείαν. Και έπρεπε πάντως, με αυτήν την ιδίαν Σάρκα, όπου προσέλαβε να αναληφθή εις τους ουρανούς ο Χριστός· πρώτον μεν δια να είναι μεσίτης Θεού και ανθρώπων, δεικνύων προς τον άναρχον Πατέρα την αναμάρτητον εκείνην Σάρκα, όπου προσέφερεν επί του Σταυρού θυσίαν καθαράν και αμίαντον, να τον εξιλεώνη δια τας αμαρτίας ημών. «Ου γαρ (λέγει ο Παύλος) εις χειροποίητα άγια εισήλθεν ο Χριστός, αντίτυπα των αληθινών αλλ’ εις αυτόν τον ουρανόν νυν εμφανισθήναι τω προσώπω του Θεού υπέρ ημών» (Εβρ. θ: 24). Και ο Ιωάννης· «Εάν τις αμάρτη, παράκλητον έχομεν προς τον Πατέρα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (Α΄ Ιωάν. β: 1). Δεύτερον δε, δια να έχωμεν ημείς οι εις Χριστόν ζήσαντες ασφαλή και βεβαίαν ελπίδα της εν σαρκί Αναστάσεως, και της εν σαρκί αιωνίου δόξης. Επειδή εάν ανέστη εν Σαρκί, εάν εδοξάσθη εν Σαρκί ο Χριστός, όστις είναι των πιστών η κεφαλή, πρέπει λοιπόν εν Σαρκί να δοξασθώσιν οι πιστοί, όπου είναι του Χριστού τα μέλη, δια να είναι τα μέλη ανάλογα τη κεφαλή. Όθεν λέγει ο Παύλος· «Οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι· και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου» (Α΄ Κορινθ. ιε: 48 – 49). Και πάλιν· «Ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος· ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν και εισερχομένην εις το εσώτερον του καταπετάσματος όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς» (Εβρ. στ: 18 -20). Ω ακατάληπτον μέγεθος των ευεργεσιών του Θεού! Ω υπέρτατα της ημετέρας φύσεως μεγαλεία! Αλλ’ ανίσως και ανέβη από την γην εις τον ουρανόν ο θείος ημών Πατήρ και Διδάσκαλος, δεν μας άφησεν ορφανούς. Όταν με πύρινον άρμα ανελήφθη ο Θεσβίτης Ηλίας, δια να παρηγορήση τον μαθητήν του Ελισσαίον του άφησε την μηλωτήν. Ομοίως αναληφθείς ο φιλάνθρωπος Κύριος, αφήνει εις ημάς εις παρηγορίαν το ένδυμα της θεότητός του, όπου εφόρεσε γενόμενος άνθρωπος, ήτοι την μακαριωτάτην Αυτού Σάρκα εις το φρικτόν της θείας Ευχαριστίας Μυστήριον, δια να είναι αχώριστος αφ’ ημών. Όθεν παρηγορεί ημάς λέγων· «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη: 20). Αθάνατε Νυμφίε των ψυχών μας! Εκείθεν από την δεξιάν του Θεού, όπου σήμερον εκάθισας Βασιλεύς των αιώνων, πέμψον ημίν την επαγγελίαν του Πατρός, το Πανάγιον Πνεύμα, όπερ είναι άλυτος σύνδεσμος της αγάπης, δια να είμεθα αχώριστοι από Σε, και να αξιωθώμεν εις την γην μεταλαμβάνοντες αξίως το άχραντόν Σου Σώμα και Αίμα, να είμεθα πάντα μέτοχοι της θείας Σου Χάριτος, και εις τον ουρανόν απολαμβάνοντες το μακάριόν Σου πρόσωπον, να είμεθα πάντα μέτοχοι της αιωνίου Σου δόξης. Αμήν. Ο αναληφθείς εν δόξη Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: