ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή Τετάρτη από του Πάσχα, του ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ μνείαν ποιούμεθα και το εις αυτόν εορτάζομεν θαύμα.                                             

Το θείον τούτο θαύμα της παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεραπείας του Παραλύτου εορτάζομεν κατά την παρούσαν Κυριακήν, διότι και ο Χριστός καθ’ ον χρόνον οι Εβραίοι εώρταζον την ιδικήν των Πεντηκοστήν, εις εκείνας τας ημέρας ετέλεσεν αυτό το παράδοξον θαύμα, καθώς το διηγείται ο θείος Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το πέμπτον κεφάλαιον του κατ’ αυτόν Ιερού Ευαγγελίου. Εν τω κεφαλαίω τούτω λέγει ο θείος Ιωάννης, ότι ο Κύριος αναβάς εις τα Ιεροσόλυμα κατά τας ημέρας της Πεντηκοστής, ήλθε πλησίον της κολυμβήθρας την οποίαν είχε κτίσει ο Σολομών και ήτις ευρίσκετο προς το μέρος της πύλης της ονομαζομένης προβατικής.
Ούτως  ωνομάζετο η πύλη εκείνη ή εκ της ονομασίας της κολυμβήθρας ή η κολυμβήθρα εκ της ονομασίας της πύλης, ήτις πιθανόν να απεκλήθη προβατική, διότι εισήγον δι’ αυτής τα πρόβατα τα οποία κατά τον Νόμον προσέφερον εις θυσίαν. Η δε κολυμβήθρα εκαλείτο προβατική ή εκ της ονομασίας της πύλης, ως είπομεν, ή διότι έφερον εκεί τα θυσιαζόμενα πρόβατα και έπλυνον τα τούτων εντόσθια. Ήτο δε η κολυμβήθρα εκείνη ως είδος στέρνας πεντάγωνος, είχε δε κύκλω αυτής πέντε στοάς δηλαδή πέντε σειράς στύλων, οίτινες εβάσταζον στέγην καμαρωτήν, κάυωθι της οποίας κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων αναμένοντες την του ύδατος κίνησιν. Διότι, καθώς διηγείται ο θείος Ευαγγελιστής, εις την κολυμβήθραν ταύτην κατέβαινε κατά καιρόν Άγγελος Κυρίου και ετάραττε το ύδωρ και όστις εισήρχετο εις αυτό πρώτος ό,τι πάθος και αν είχε ιατρεύετο. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν και πλήθος πολύ ασθενών από διάφορα πάθη ευρίσκοντο εκεί κατάκοιτοι, μεταξύ των οποίων ήτο και εις όστις εκείτετο εκεί από παραλυσίαν του σώματός του τριάκοντα και οκτώ έτη, ωνομάζετο δε ούτος ως λέγουσι τινές Ιάειρος. Κατ’ αλήθειαν αξιοθαύμαστος η καρτερία και η υπομονή του ανδρός τούτου, εξ ου και ημείς διδασκόμεθα πόσον αγαθόν είναι η καρτερία και η υπομονή. Τούτον ιδών ο φιλανθρωπότατος Ιησούς, ως να μη εγνώριζε τα κατ’ αυτόν ο τα πάντα γινώσκων, τον ερωτά λέγων· «Θέλεις, άνθρωπε, να ιατρευθής από την παραλυσίαν σου»; (Ιωάν. ε: 6). Απεκρίθη ο παράλυτος· «Κύριε, πως να επιτύχω την θεραπείαν μου, αφού δεν έχω άνθρωπον να με ρίψη μέσα εις την κολυμβήθραν, όταν το ύδωρ ταραχθή»; (αυτ. 7). Ο δε Χριστός, μ’ όλον ότι εγνώριζε, ότι ήτο αποκαμωμένος από την τόσην πολυχρόνιον ασθένειαν, είπε προς αυτόν· «Σήκωσον εις τον ώμον σου τον κράββατόν σου και περιπάτει» (αυτ. 8). Παρευθύς τότε ευρέθη υγιής ο πρώην επί τόσους χρόνους παράλυτος, ώστε και την κλίνην του εσήκωσεν εις τους ώμους του, δια να μη φανή φαντασία η θαυματουργία και τρέχων επήγαινεν εις τον οίκον του, δεικνύων δια του έργου του θαύματος την δύναμιν. Επειδή δε ήτο Σάββατον, όταν το μέγα τούτο θαύμα εποίησεν ο Ιησούς, έλεγον οι φθονεροί Φαρισαίοι και Γραμματείς εις τον ιαθέντα παράλυτον· «Σήμερον είναι Σάββατον και δεν είναι συγκεχωρημένον να βαστάζης βάρος εις τους ώμους σου». Αποκριθέντος δε του ιατρευθέντος, ότι εκείνος ο οποίος με ιάτρευσεν ούτω με προσέταξεν, εκείνοι οι κακογνώμονες δεν τον ερωτούν· «Τις ο ποιήσας σε υγιά», επειδή η ευεργεσία δεν κατακρίνεται, αλλά τον ηρώτησαν· «Τις ο ειπών σοι άρον σου τον κράβατον και περιπάτει»; Όπερ εφαίνετο του Νόμου παράβασις. Εκείνος όμως δεν εγνώριζε τότε να αποκριθή ποίος ήτο ο θεραπεύσας αυτόν. Μετά ταύτα όμως, όταν ο Χριστός εύρεν αυτόν εν τω Ιερώ και είπε προς αυτόν· «Ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται» (ένθ. ανωτ. 14), τότε είπε προς τους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς, όστις ποιεί τα μεγάλα και εξαίσια θαύματα, εκείνος είναι όστις και την ιδικήν μου παράλυσιν εθεράπευσεν. Όντες λοιπόν οι Ιουδαίοι και από άλλα ηρεθισμένοι, έτι περισσότερον από τότε ήναψαν και απεφάσισαν να τον θανατώσουν, προφασιζόμενοι, ότι λύει το Σάββατον. Αλλ’ ο Κύριος δια πολλών λόγων και παραδειγμάτων απέδειξεν, ότι δεν εμποδίζεται ο θεοσεβής να ποιή εις άλλους ευεργεσίαν κατά την ημέραν του Σαββάτου και συχνά υπεδείκνυεν εις αυτούς, ότι Αυτός είναι ο προστάξας αυτούς να φυλάττουν το Σάββατον· διότι ίσος είναι του Πατρός και καθώς εκείνος εργάζεται, ούτω και Αυτός εργάζεται και εξουσίαν έχει να λύη το Σάββατον. Επειδή δε είπεν ο Χριστός εις τον πρώην παράλυτον· «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε» (ενθ. ανωτ.), δεν πρέπει να συμπεράνωμεν, ότι όλαι αι ασθένειαι από αμαρτίας προέρχονται· διότι πολλά νοσήματα συμβαίνουσι και από πολυφαγίας και κραιπάλας και άλλας αταξίας. Το δε «ίνα μη χείρον σοι τι γένηται», άλλοι άλλως εξήγησαν· το δε πλέον πρόχειρον είναι, ότι «εξ αμαρτιών σού εδόθη η ασθένεια της παραλύσεως· ιδού όμως ότι σε ηλέησεν ο Θεός δια την υπομονήν, την οποίαν έδειξας τόσα έτη, εκδεχόμενος άνωθεν την θεραπείαν σου. Λοιπόν, πρόσεχε εις το εξής μη αμαρτάνης, ως και πρότερον, δια να μη πάθης χειρότερα και κατακριθής εις την αιώνιον κόλασιν, ως αμετανόητος». Πρέπον δε είναι να γνωρίζωμεν ότι άλλος είναι ο παράλυτος ούτος από τον παραλυτικόν τον οποίον αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Διότι εκείνος μεν ήτο εν τη οικία  και εκεί ετελέσθη το θαύμα, και πλήθος ανθρώπων υπηρέτουν αυτόν και εκείνος ήκουσε παρά του Σωτήρος «Αφέωνται σοι αι αμαρτίαι σου» (Ματθ. θ: 2)· ούτος δε εν τη Στοά εθεραπεύθη και άνθρωπον ουκ είχεν, ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον (Ιωάν. ε: 1 – 15). Εορτάζεται δε το θαύμα τούτο σήμερον, διότι κατά την Πεντηκοστήν ετελέσθη καθώς και το της Σαμαρείτιδος και του Τυφλού. Διότι τον Θωμάν και τας Μυροφόρους εις πίστωσιν της εκ νεκρών Αναστάσεως του Χριστού εορτάζομεν· τα δε λοιπά μέχρι της Αναλήψεως, διότι εις τον καιρόν της παρ’ Εβραίοις Πεντηκοστής ετελέσθησαν. Λέγουσι δε τινές ότι η κολυμβήθρα εκείνη την κολυμβήθραν του Βαπτίσματος προεσήμαινεν, αλλά με μεγάλην διαφοράν· διότι εκείνη μεν ένα και μόνον κατά καιρόν εθεράπευεν, η δε του Βαπτίσματος άπαντας και εις κάθε καιρόν θεραπεύει· και πάλιν εκείνη μεν σωματικήν μόνον ίασιν εχάριζεν, αύτη δε ψυχικήν και με ένα λόγον όλον τον άνθρωπον καθαίρει και ζωοποιεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: