Λεόντιος ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών πατρίδα είχε την κοινώς
καλουμένην Στρώμνιτσαν, η οποία ωνομάζετο πρότερον Τιβεριούπολις. Εις ταύτην
γεννηθείς περί τας αρχάς του ΙΒ΄ αιώνος εκ γονέων πλουσίων και ευσεβών και
αναγεννηθείς δια του θείου Βαπτίσματος ωνομάσθη Λέων. Κατά την παιδικήν ηλικίαν
εφοίτησεν εις σχολείον και εμορφώθη εις τα ιερά γράμματα, αναγινώσκων δε τους
Βίους των Άγίων εκαλλιέργησε την ψυχήν αυτού και πολύ εκ τούτου ωφεληθείς
επόθησε να αρνηθή τον κόσμον και να γίνη Μοναχός δια να υπηρετήση τον Κύριον.
Αφού λοιπόν απέθανεν ο πατήρ του, έφυγεν από την πατρίδα του και μεταβάς εις μίαν μικράν χώραν, εύρεν εκεί Ιερέα τινά ευλαβή, φίλον του πατρός του, ο οποίος, γνωρίζων καλώς και αγαπών αυτόν δια την αρετήν του, τον εδέχθη εις την οικίαν του, όπου τον εφιλοξένησεν. Ιδών δε ο Λέων το εν τη οικία του Ιερέως Εικονοστάσιον, επλησίασεν εκεί και συνωμίλει μετά των αγίων Εικόνων, ως να ήσαν ζώσαι, παρακαλών αυτάς να κατευοδώσουν τον δρόμον του και να τον οδηγήσουν εις οδόν σωτηρίας. Έπειτα κατεκλίθη ίνα αναπαυθή από τον κόπον της οδοιπορίας. Αλλ’ εξυπνήσας κατά την νύκτα, έλαβεν εν μικρόν εικόνισμα, το οποίον απετύπωνε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εζωγραφημένον ως βρέφος, και μετέβη, χωρίς κανείς να τον ίδη, εις τι πλησίον όρος, όπου, τοποθετήσας προ αυτού την αγίαν Εικόνα, έκλινε τα γόνατα και προσηύχετο, λέγων· «Κύριε, δίδαξόν με οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εισαγαγών καταφύτευσόν με εις όρος άγιόν Σου, εις έτοιμον κατοικητήριόν Σου. Σκέπασόν με εν τη σκέπη των πτερύγων Σου. Ιδού γαρ εμάκρυνα φυγαδεύων και ουκ οίδα που αυλισθήσομαι· αλλ’ επί σε επερρίφθην εκ κοιλίας μητρός μου και μη εις τέλος εγκαταλίπης με» (Ψαλμ. ρμβ:8 και άλλοι). Τοιαύτα προσευχόμενος και συνομιλών με την αγίαν Εικόνα, ως αύτη να ήτο ζώσα, έμεινεν εκεί έως το εσπέρας νήστις. Επειδή δε ενύκτωσε και ήθελε να κοιμηθή, συνέλεξεν ακάνθας πολλάς και επί τούτων κατεκλίθη τελείως γυμνός. Αι δε άκανθαι εκέντων το τρυφερόν σώμα του, εισάγουσαι τα κέντρα των εντός των σαρκών του, τας οποίας αιμάτωσαν και ούτω επροξένουν πόνους πολλούς. Τοιουτοτρόπως βασανιζόμενος ο Λέων, νηστικός και κοιμώμενος γυμνός επί των ακανθών, χύνων δε δάκρυα θερμά, διήλθε τρεις ημέρας. Έπειτα κατήλθεν εκ του όρους και επανήλθεν εις την οικίαν του Ιερέως. Αφ’ ου δε εφιλοξενήθη παρ’ αυτού, απεχαιρέτησε τούτον και εξεκίνησε δια την Κωνσταντινούπολιν, χωρίς να έχη μετ’ αυτού ούτε οβολόν, ούτε μικρόν τεμάχιον άρτου. Ότε δε έφθασε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως, εισήλθεν εις Μοναστήριον τι της Θεοτόκου, Πτελίδιον καλούμενον, και εκεί εγένετο Μοναχός. Ούτω καταστάς Μοναχός, όχι μόνον κατά τον έξω, αλλά και κατά τον έσω άνθρωπον, μετέβη πλέον εις την Κωνσταντινούπολιν, αγνώριστος και ξένος και της πόλεως και των πολιτών και δεν ηθέλησεν ούτε να χαιρετήση κανένα ούτε να συνάψη γνωριμίας με μικρούς ή με μεγάλους, αλλ’ ήρχισεν ευθύς να αγωνίζεται εναντίον των αρχών και της εξουσίας του σκότους. Υποκρινόμενος δε ότι δεν είχε σώας τας φρένας εφαίνετο εις τους Κωνσταντινουπολίτας, ότι έφθασεν εις την πόλιν των εν τέρας παράδοξον και ούτω άλλοι τον ερράπιζον, άλλοι τον εγρονθοκόπουν και άλλοι τον περιέπαιζον. Θέλων δε να δοκιμάση αν θα εκέρδιζε καμμίαν ωφέλειαν από την υπόκρισιν αυτήν και από τας προσβολάς τας οποίας ελάμβανεν, έβαλεν επί των χειρών του κάρβουνα αναμμένα και θυμίαμα και έτρεχεν εις την αγοράν, θυμιάζων όσους συνήντα εις τους δρόμους και μάλιστα τας αγίας Εικόνας του Χριστού και της Θεοτόκου, αίτινες ήσαν εζωγραφημέναι εις τα τρίστρατα. Αλλ’ ω του θαύματος! Τα αναμμένα εκείνα κάρβουνα δεν έκαιον κατά το παραμικρόν τας χείρας του. Όμως λογιζόμενος μήπως αυτό ήτο τέχνη του διαβόλου, δια να πλανώνται εκείνοι οίτινες τον έβλεπον, έπραξε τούτο και όταν ήτο μόνος. Ιδών δε ότι ούτε και τότε εκαίοντο αι χείρες του από τα κάρβουνα, έκαμε την εξής δοκιμήν. Κρατών την άκραν του ράσου του, έθεσεν εντός αυτής πολλά αναμμένα κάρβουνα δια των ιδίων του χειρών. Αλλά αν και τα κάρβουνα ήσαν αναμμένα και έκαιον το θυμίαμα, το οποίον και ανέδιδε καπνόν ευώδη, όμως ούτε τας χείρας του ούτε το ράσον του έκαυσαν ουδόλως. Τούτο το θαύμα ιδών, εθαύμαζε και ελογίσθη, ότι έφθασε δήθεν εις βαθμόν μεγάλης αγιωσύνης. Αλλ’ ευθύς απεδίωκε τους λογισμούς αυτούς, ονομάζων τον εαυτόν του γην και σποδόν, σύρων τας τρίχας της κεφαλής του και χύνων πολλά δάκρυα, επί δε της κεφαλής του έθετε χώμα, επικαλούμενος την θείαν βοήθειαν. Ούτως εδίωκε κάθε υπερήφανον λογισμόν. Δεν εσταμάτησεν όμως ουδέ εις αυτήν την δοκιμήν και ενώ διήρχετο εκ λουτρού τινός, έλαβεν από των ώμων του το επαυχένιον και έρριψε τούτο εντός της πυράς του λουτρού. Όμως πάλιν εγένετο το αυτό θαύμα και ουδόλως εκάη το επαυχένιόν του. Όθεν νομίζων ότι περιεπαίζετο υπό του δαίμονος της υπερηφανείας, έκλαιε περισσότερον και εκτύπα την κεφαλήν του εις τους τοίχους, φοβούμενος μήπως, υπερηφανευόμενος, χάση εκείνα τα οποία ωφελήθη από την καθ’ υπόκρισιν φρενοβλάβειάν του. Τοιαύτα έκαμνεν ο Όσιος ολίγον καιρόν ευρισκόμενος εις την Κωνσταντινούπολιν. Ούτω υπό τινων μεν εθαυμάζετο και εμαρτυρείτο, ότι είναι δούλος αληθής του Θεού, υπό άλλων δε εδέρετο και ενομίζετο ως τρελλός. Ήλθε δε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν εις πολύς κατά την αρετήν, Αρχιερεύς ων της Τιβεριάδος, και ευθύς ο θείος Λεόντιος προσεκολλήθη εις αυτόν και υπετάσσετο εις πάντα. Όθεν, αρεσκόμενος δια τούτο ο πνευματικός του Πατήρ, εχαίρετο και εμακάριζεν αυτόν δια την φρόνησίν του και την υπακοήν του, βλέπων αυτόν βαστάζοντα ολοψύχως επί των ώμων αυτού τον ζυγόν του Χριστού αν και ήτο τόσον νέος. Επί τοσούτον δε ειργάσθη την αρετήν της υπακοής ο μακάριος, ώστε σημεία μεγάλα και παράδοξα ετελέσθησαν δι’ αυτής, τα οποία ακούσατε. Επειδή ο Γέρων αυτού δεν κατώκει εντός της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά επί του λαιμού όρους τινός, όστις ωνομάζετο Αυχενόλακκος, εις τόπον σκληρόν μεν, αλλά κατάλληλον δι’ ησυχίαν και εκεί εδίδασκε τους μαθητάς του τα ψυχοσωτήρια, δια τούτο παρουσιάσθη ποτέ ανάγκη να αποστείλη τον Λεόντιον εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν παρήγγειλεν εις αυτόν να τελειώση την υπηρεσίαν του και την ιδίαν ημέραν να επιστρέψη πάλιν εις την ησυχίαν του, ίνα προφυλαχθή από τους πειρασμούς, οίτινες ακολουθούν εις τας πόλεις, ειπών ακόμη και τούτο, ότι ουδέ εις τους ιχθύς συμφέρει να παραμένουν πολύν καιρόν επί της ξηράς. Ταύτην την εντολήν ακούσας ο Λεόντιος μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν και εφρόντισε να τελειώση την υπηρεσίαν του το συντομώτερον. Αφού δε έφερε ταύτην εις πέρας ενώ ακόμη ήτο ημέρα, κατήλθεν εις τον αιγιαλόν, δια να εύρη πλοιάριον και να αναχωρήση κατ’ ευθείαν δια τα μέρη, όπου ήτο ο Γέρων αυτού. Όμως δεν εύρε πλοίον και η ώρα παρήρχετο. Όθεν, διαπεράσας με άλλο πλοιάριον εις το αντικρύ μέρος και τρέχων ως να τον εκυνήγουν, έφθασεν εις το Μέγα Ρεύμα δια να εύρη εκεί πλοιάριον, ίνα φθάση εγκαίρως, κατά την εντολήν του Γέροντός του. Αλλ’ εβασίλευσεν ο ήλιος και δεν ευρίσκετο πλέον άνθρωπος εις τον αιγιαλόν, δια να τον βοηθήση να φθάση εις το αντικρύ μέρος. Συναντήσας δε Ιερέα τινά, φίλον του Γέροντός του, παρεκάλει τούτον να τον διαπεράση το γρηγορώτερον, διότι είχεν εντολήν από τον Γέροντά του να μη κοιμηθή έξω από το κελλίον του. Ο δε Ιερεύς, αποκριθείς ότι η ώρα παρήλθεν και όλοι οι άνθρωποι ήσαν εις τας οικίας των, παρεκάλεσε τον Όσιον να έλθη εις την οικίαν του δια να δειπνήση και να αναπαυθή. Αλλ’ ο ευλογημένος Λεόντιος, ιδών ότι ο Ιερεύς είχεν ωραίας θυγατέρας και συλλογισθείς τον ψυχικόν κίνδυνον, όστις ηδύνατο να απειλήση αυτόν, επροτίμησε να φυλάξη την εντολήν του Γέροντός του και ας επνίγετο εις την θάλασσαν, παρά να παραβή ταύτην και να δοκιμάση κίνδυνον ψυχικόν. Έχων λοιπόν όλας τας ελπίδας του εις τον Θεόν και εις την ευχήν του Γέροντός του, έπεσεν εις την θάλασσαν. Και ω του θαύματος! Ο Θεός, όστις εβοήθησε τον Πέτρον, όταν περιεπάτει επί των υδάτων, Αυτός εβοήθησε και τον δούλον Του, διασώσας αυτόν από τα ρεύματα της θαλάσσης. Διότι ο Όσιος εφέρετο από το ρεύμα εντός των υδάτων, κινών τους πόδας αυτού, ως να ήτο εις την ξηράν και ησθάνετο ότι περιεπάτει και επροχώρει προς τα εμπρός. Όμως διά τίνος τρόπου εβάδιζε, δεν ηδύνατο να εννοήση, διότι ήτο όλος εντός της θαλάσσης, τα δε ύδατα εκάλυπτον αυτόν έως μίαν σπιθαμήν επάνω από την κεφαλήν του, έως ότου εξήλθεν εις την αντίπεραν όχθην. Τις λόγος δύναται να διηγηθή την μεγάλην πίστιν την οποίαν ησθάνετο ο νέος προς τον Θεόν ή τις την θαυματουργίαν την οποίαν ετέλεσεν εις αυτόν ο Θεός; Εάν όμως απορή τις, διατί ο Όσιος δεν εσυγχωρήθη από τον Θεόν να περιπατήση επί των υδάτων της θαλάσσης, ως εις ξηράν ή κάτω εις τον βυθόν, ως παλαιότερον ο Ισραηλιτικός λαός, αλλά περιεπάτησεν αναμέσον των υδάτων, αποκρινόμεθα ότι, επειδή ο Όσιος ήτο νέος ακόμη και αστήρικτος εις την αρετήν, δια τούτο συνέβη τούτο εις αυτόν. Δια να μη υψηλοφρονήση ότι έφθασεν εις την τελειότητα της αγιότητος και δια να μάθη ότι, ίνα αξιωθή τις να περιπατή επί της θαλάσσης, ως να ευρίσκετο εις στερεάν γην, τούτο απαιτεί να χύση πολλούς ιδρώτας και να αγωνισθή πολύ δια την αρετήν. Τέλος ο Όσιος έφθασεν εις τον Γέροντά του, εις βαθείαν νύκτα, βεβρεγμένος όλος από την θάλασσαν. Ιδών δε αυτόν ο πνευματικός του Πατήρ και μαθών το θαυμάσιον, το οποίον ετέλεσεν ο Θεός προς χάριν του, εχάρη και εθαύμαζε τον μαθητήν του, επήνεσε δε αυτόν εξαιρέτως δια την αγάπην και την πίστιν, την οποίαν είχεν εις τον Θεόν και δια την τελείαν υπακοήν, την οποίαν εφύλαττεν εις τον διδάσκαλόν του. Ο δε μαθητής πάλιν ηυφραίνετο, ως έχων τοιούτον διδάσκαλον, όντα ικανόν να λυτρώνη τους μαθητάς του από τον ψυχικόν θάνατον. Επιθυμήσας δε ποτε ο διδάσκαλος να μεταβή εις την επαρχίαν του, παρέλαβε μεθ’ εαυτού και τον μαθητήν του Λεόντιον. Όμως, λόγω συμβάσης τρικυμίας, ευρέθησαν εις την νήσον Πάτμον και ανελθόντες εις το Μοναστήριον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ανεπαύθησαν επ’ ολίγας ημέρας. Κατόπιν επεβιβάσθησαν πάλιν εις πλοίον και έπλευσαν εις την Κύπρον, δια να μείνουν εκεί, έως ότου παρέλθη ο χειμών και όταν έλθη η άνοιξις να μεταβούν εις τα Ιεροσόλυμα και εις την Τιβεριάδα, την επαρχίαν του Γέροντός του. Αλλ’ ο Θεός, όστις προεγνώριζε τα κατορθώματα, τα οποία έμελλε να πράξη ο θείος Λεόντιος εις την Πάτμον, δεν άφησεν αυτόν να αναχωρήση πέραν της Κύπρου. Όθεν, γνωρίζων ο νέος, ότι δεν ήτο συμφέρον εις αυτόν να παραμένη εις την Κύπρον, επεθύμει να επιστρέψη εις την Πάτμον και να διαμείνη εις το Μοναστήριον του Θεολόγου, διότι ήρεσεν εις αυτόν ο τόπος και η πολιτεία των Πατέρων, οίτινες ησκούντο εκεί. Επειδή δε παρουσιάσθη ευλογοφανής αφορμή, εζήτησε παρά του Αρχιερέως άδειαν να αναχωρήση. Ο δε Θεός, όστις παρεκίνησε προς τούτο τον μαθητήν, Αυτός παρεκίνησε και την ψυχήν του διδασκάλου του, όστις έδωσεν εις τον Όσιον την άδειαν και ούτως επέστρεψεν εις την Πάτμον, με όλην του την προθυμίαν, χωρίς να έχη μετ’ αυτού άλλο τίποτε εκτός από τα παλαιόρασα τα οποία εφόρει. Ως δε έφθασεν εις το Μοναστήριον, εγένετο δεκτός από τον τότε Ηγούμενον, Θεόκτιστον ονόματι, ο οποίος ήτο άνθρωπος τη αληθεία πνευματικός και θεράπων Θεού, ικανός να γνωρίζη τον κρυπτόν και έσω άνθρωπον από τον έξω και φαινόμενον. Υποδεχθείς δε τον Όσιον, παρήγγειλε να μη συναναστρέφεται με τους αδελφούς, μηδέ να μεταβαίνη εις την κοινήν σύναξιν της Εκκλησίας, αλλά να ησυχάζη εντός του καλλίου του και να κάμνη τον κανόνα, τον οποίον ώρισεν εις αυτόν. Διότι ήτο ακόμη νέος αγένειος και ήτο ενδεχόμενον ο πονηρός διάβολος να δημιουργήση σκάνδαλα. Μένων λοιπόν ο νέος εις το κελλίον του δεν ημέλησε την ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας, αλλ’ η προσευχή του ήτο αδιάλειπτος, η ανάγνωσις των θείων Γραφών, η ψαλμωδία και ο ζήλος εις τας αρετάς, τα δε δάκρυά του έτρεχαν κρουνηδόν από των οφθαλμών του. Ότε δε οι άλλοι αδελφοί εκοιμώντο και όταν δεν ηδύνατο να δακρύση ευκόλως, είχεν κατεσκευασμένον εν λωρίον και δι’ αυτού έδερε γυμνόν το σώμα του και εκ των πολλών πόνων εδάκρυεν, έστω και χωρίς να θέλη. Εις εκείνο δε το λωρίον είχε διαπεράσει και καρφία πολλά, ώστε, όταν εδέρετο, εξεσχίζοντο βαθέως αι σάρκες του και έτρεχον αίματα, αισθανόμενος ούτω πόνους δριμυτάτους, οι οποίοι έκαμνον αυτόν να χύνη πικρά και θερμά δάκρυα, επί πλέον δε καθίστων θλιβεράν και την επί της ξηράς γης κατάκλισιν. Δια τούτο εφαίνετο εις εκείνους, οίτινες τον έβλεπον, πολύ ξηρός και αδύνατος. Κανείς όμως δεν εγνώριζε την αιτίαν. Δια να έχη δε πάντοτε εν εαυτώ την ενθύμησιν του θανάτου, πολλάκις, όταν εξημέρωνεν, εξήρχετο κρυφίως από το κελλίον του και μεταβαίνων εις το κοιμητήριον των αδελφών εγυμνούτο, απορρίπτων τα ενδύματα αυτού, ως και κάθε δειλίαν, και λαμβάνων θάρρος εισήρχετο εις τάφον τινά, έχοντα λείψανα τεθνεώτων, εκεί δε έπιπτε και αυτός ως νεκρός θεληματικώς, παραμένων όλην την ημέραν, χωρίς να γνωρίζη τούτο κανείς. Ουδέν δε άλλο έκαμνεν ή να θρηνή και να κλαίη, τόσον ώστε κατέβρεχε με τα δάκρυα τα λείψανα των νεκρών, τα οποία ευρίσκοντο εκεί. Τούτο δε έκαμνεν όχι μίαν ή δύο ή τρεις ή δέκα φοράς, αλλ’ επί χρόνους αρκετούς, καθώς κατόπιν παρετήρησαν αδελφοί τινες και αντελήφθησαν τούτο. Μετά ταύτα ο Ηγούμενος διώρισε τον Όσιον βοηθόν του Εκκλησιάρχου. Ο δε Όσιος, παρ’ όλον ότι επεμελείτο την Εκκλησίαν και τον Εκκλησιάρχην, δεν έπαυεν από την κρυπτήν εργασίαν της αδιαλείπτου προσευχής, της μελέτης, της κατανύξεως και των δακρύων, αλλά και της αγρυπνίας και της στάσεως, τόσον ώστε από την πολλήν σκληραγωγίαν είχε το σώμα του ησθενημένον και ακολούθως υποκείμενον εις τα ακατηγόρητα πάθη του σώματος και μάλιστα εις τον ύπνον. Όθεν, βλέπων αυτόν ο Ηγούμενος να νυστάζη, όταν ευρίσκετο εντός του Ναού και να ακουμβά εις τον τοίχον την κεφαλήν του, επλησίαζεν αυτόν, τον ελάμβανεν εκ του στήθους και εκτύπα την κεφαλήν του εις τον τοίχον, τόσον ώστε αύτη έκαμνε κτύπον. Ούτω και αυτόν εξύπνα και τους άλλους αδελφούς έκαμνε περισσότερον προσεκτικούς. Τούτο έκαμνε εις αυτόν ο Ηγούμενος. Αλλ’ όταν επληροφορήθη τα της κρυπτής εργασίας του, έπαυσε πλέον να τον κτυπά. Ότε δε επείσθη ότι είναι αγωνιστής, εδοκίμαζε τον Όσιον και με άλλους τρόπους, αν δηλαδή ενικάτο εις καμμίαν δοκιμασίαν ο αδαμάντινος. Και άλλοτε μεν ανεβίβαζεν αυτόν, διορίζων αυτόν Προεστώτα και Εκκλησιάρχην του Ναού, άλλοτε δε τον κατεβίβαζεν από το αξίωμα και τον καθίστα υπηρέτην και τελευταίον όλων. Αλλ’ ο μακάριος δεν εσυλλογίζετο ούτε πολύ ούτε ολίγον την μεταβολήν ταύτην, ούτε λόγον γογγυστικόν εξεστόμισε ποτέ, ως να ήτο άψυχος. Όχι δε μόνον ότι εταπεινούτο τόσον νομίζων τον εαυτόν του κατώτερον και των κυνών, αλλά και τον προρρηθέντα δαρμόν δεν εγκατέλειψε και πάντοτε έδερεν εαυτόν κατά την νύκτα, όταν εκοιμώντο οι άλλοι αδελφοί, πολλάκις δε και την ημέραν, όταν εξήρχετο μακράν του Μοναστηρίου, εις τόπον ήσυχον και δεν τον έβλεπον. Ότε δε έδερεν εαυτόν, έλεγεν· «Άνοιξόν μου τους οφθαλμούς της καρδίας, Κύριε, και φώτισον αυτούς τω φωτί της γνώσεώς Σου, ότι παρά Σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως». Ταύτα λέγων και παρακαλών τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, είδε νύκτα τινά χείρα, κρατούσαν άρτον και ήκουσε φωνήν, λέγουσαν· «Λάβε τούτον τον άρτον και φάγε τον». Ο δε άρτος εκείνος ωμοίαζε με πίτταν, την οποίαν κατεσκεύαζον με άλευρον, ηδύσματα και μέλι και την ονομάζουν μελόπιτταν. Αφού λοιπόν έφαγεν ο Όσιος τον άρτον εκείνον και ήλθεν εις τον εαυτόν του, καθώς το ύδωρ τρέχει εις τον κατήφορον, ούτως έτρεχε και αυτός προς την γνώσιν των θείων Γραφών και δεν ήτο κανέν βιβλίον θείον και πνευματικόν, το οποίον να μη εφαίνετο εις αυτόν γλυκύ και νόστιμον ή να μη το εννοή. Ούτως η γλώσσα του ηκονίσθη περισσότερον της των ρητόρων και προέφερεν ευφραδώς όλα εκείνα τα οποία ανέβρυον εις την καρδίαν του δια της Χάριτος του Παναγίου και φωτιστικού Πνεύματος και ηδύνατο να αποστηθίζη ευκόλως βιβλία ολόκληρα, όχι μόνον τα περιέχοντα Βίους Οσίων και Μαρτύρων ή άλλα ηθικά βιβλία των θείων Πατέρων, αλλά και εκείνα τα οποία περιέχουν τα υψηλά δόγματα της Πίστεως και είναι εις ολίγους καταληπτά δια τα θεολογικά νοήματα, άτινα περιέχουν. Τόσον δε ενεθυμείτο το θείον αυτών περιεχόμενον και τόσον ευκόλως έγραφε και ωμίλει, όταν το εκάλει η περίστασις, ώστε ενόμιζε τις, ότι εκράτει εις τας χείρας του βιβλία, τα οποία ανεγίνωσκε ή ότι κατέπιεν όλον το θεολογικόν βιβλίον το καλούμενον Δογματική Πανοπλία. Δια τοιούτου τρόπου εφωτίσθη ο Όσιος εις την υψηλήν γνώσιν των δογμάτων και εγένετο όλος φως γνώσεως και όλος νους ένθεος. Καθώς δε επερίσσευον εις αυτόν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ούτω ηύξανε και τους κόπους ο τρισμακάριστος. Εκτός δε του δαρμού, τον οποίον εφήρμοζεν εις τον εαυτόν του, ηθέλησε να ταπεινώση ακόμη περισσότερον το σώμα του, με νηστείαν ακριβή ή καλλίτερον να είπω, με τελείαν αποχήν από παντός φαγητού. Επειδή όμως ευρίσκετο εις Κοινόβιον και εις τράπεζαν κοινήν αδελφών και ημποδίζετο, τι εμεθοδεύθη δια να μη γνωρίζουν τούτο οι αδελφοί και σκανδαλίζωνται; Εκάθητο και αυτός μετά των άλλων εις την τράπεζαν και ήπλωνε την χείρα εις τα φαγητά, τα οποία έφερεν εις το στόμα του, αλλά δεν τα κατέπινεν. Και κρατών ταύτα εντός του στόματός του, τα έφερε κατόπιν εις την άκραν του ενδύματός του, εκείνην ήτις εκάλυπτε την χείρα του και εκράτει ταύτα εκεί κτυφίως, έως ότου ηγείρετο από την τράπεζαν και έρριπτε ταύτα εις τα πετεινά. Ούτως ανεχώρει της τραπέζης τελείως νήστις. Ταύτα πάντα έχων υπ’ όψιν ο Ηγούμενος, εθεώρει μέγαν τον Λεόντιον και άξιον δια να λάβη το αξίωμα της Ιερωσύνης, διο και ανεκοίνωσε τούτον εις αυτόν. Αλλ’ εκείνος ούτε να ακούση καν τοιούτον τι εδέχετο εις την αρχήν. Κατόπιν όμως, βιαζόμενος πολύ από τον Προεστώτα και δια να μη φανή παρήκοος, αν και μη θέλων, επείσθη και έλαβε το μέγα και τέλειον Σχήμα των Μοναχών και το αξίωμα της Ιερωσύνης. Αλλ’ όμως, αν και προήχθη εις διδάσκαλον και φωτιστήν δια τους άλλους δια μέσου της Ιερωσύνης, όμως δεν υπερηφανεύθη, ούτε έδειξε καμμίαν διδασκαλικήν κίνησιν, ώστε να καταφρονήση τους μικροτέρους αδελφούς, αλλ’ αντιθέτως ήτο εις όλους παράδειγμα ταπεινώσεως, εκοπίαζε μετά των κοπιώντων, επαρηγόρει τους θλιβομένους, ανώρθωνε τους καταπίπτοντας και τους σκανδαλιζομένους εθεράπευε. Μετά ταύτα, πιεζόμενος υπό του Ηγουμένου, εγένετο και Οικονόμος του Μοναστηρίου, με την έγκρισιν όλης της αδελφότητος. Παρ’ όλον δε ότι περιεπλάκη εις φροντίδας και κόπους υπέρ την δύναμίν του, όμως δεν εγκατέλειψεν ουδ’ επί στιγμήν την κρυπτήν εργασίαν του και τον συνειθισμένον δαρμόν, ο καρτερόψυχος, καθ’ όλην δε την νύκτα ηγρύπνει αναγινώσκων και μελετών τους θείους λόγους, προσευχόμενος και ψάλλων μετά δακρύων· καθαρτικώς δε και μόνον μίαν ώραν της νυκτός, την τελευταίαν προς το εξημέρωμα, εκοιμάτο. Δια τούτο και ο Κύριος επεσκέπτετο τον Όσιον Λεόντιον δια της Χάριτος Αυτού, καθώς αποδεικνύεται από το ακόλουθον γεγονός. Ήτο η εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και, μετά την αγρυπνίαν, μετέβη ο Όσιος εις το κελλίον του δια να αναπαυθή ολίγον. Αφού ησύχασεν ολίγον, έλαβεν εις χείρας του βιβλίον τι δια να κάμη ανάγνωσιν. Τότε, ω του θαύματος! Ο Απόστολος του Χριστού, ο επιστήθιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ήλθεν προς αυτόν με την μορφήν του Ηγουμένου και είπε προς τον Όσιον· «Τέκνον, Λεόντιε, πήγαινε να λειτουργήσης ενωρίτερον από την συνειθισμένην ώραν, διότι θέλω να μεταβώ εις την Έφεσον». Ο δε Όσιος, μη δυνάμενος να αντισταθή εις την προσταγήν του Ηγουμένου, διελογίζετο, πως δεν προείπεν εις αυτόν ο Ηγούμενος, ότι θέλει να υπάγη εις την Έφεσον και διατί δεν ηθέλησε να καλέση αυτόν ως συνοδοιπόρον. Μ’ όλα ταύτα, ποιήσας την συνειθισμένην δια γονυκλισίας μετάνοιαν προς τον πραγματικόν Ηγούμενον, εζήτησεν την ευλογίαν δια να αρχίση την θείαν Λειτουργίαν. Ο δε Ηγούμενος απορών, είπε· «Τι έπαθες, αδελφέ, και θέλεις να λειτουργήσης τώρα»; Ο Λεόντιος απεκρίθη· «Δεν με επρόσταξες συ, Πάτερ, να τελέσω ενωρίτερον την θείαν Λειτουργίαν, διότι θέλεις να μεταβής εις την Έφεσον»; Ακούσας ταύτα ο Ηγούμενος, ηννόησεν ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήτο εκείνος, όστις επρόσταξε τον Όσιον. Όθεν είπε προς αυτόν· «Πήγαινε, τέκνον, και πράξον όπερ προσετάχθης. Διότι ο ηγαπημένος Ιωάννης θέλει και μεθ’ ημών να συνεορτάση αοράτως και να προλάβη και τους Εφεσίους». Τοιουτοτρόπως κατηξιώθη ο Όσιος να ιδή την θεωρίαν του Θεολόγου και να ακούση την φωνήν του. Ήτο δε διωρισμένον από τον αυτοκράτορα να λαμβάνη το Μοναστήριον του Θεολόγου κάθε χρόνον βασιλικόν σιτηρέσιον από τας βασιλικάς προσφοράς, τας οποίας έδιδεν η νήσος Κρήτη. Όταν λοιπόν είχε την διαχείρισιν των προσφορών της Κρήτης ο Ιωάννης, ο επονομαζόμενος Στραβορωμανός, μετέβη ο Όσιος εις την Κρήτην, δεύτερος ων τότε Προεστώς του Μοναστηρίου, έχων μετ’ αυτού και άλλους αδελφούς, δια να παραλάβη το σιτηρέσιον του Μοναστηρίου και να εξοικονομήση και άλλα πράγματα δια τας ανάγκας της αδελφότητος. Ενώ δε ευρίσκετο εκεί ο Όσιος, Κωνσταντίνος τις Σκανθής επονομαζόμενος, όστις, υποκρινόμενος ότι είναι τρελλός, εμαρτυρείτο ότι προέβλεπε και προέλεγε τα μέλλοντα, ιάτρευε δε και πάθη ψυχικά και σωματικά, εσπέραν τινά εφώναζε μετά φωνής μεγάλης πολλάκις το «Κύριε, ελέησον». Πολλοί τότε, στοχαζόμενοι ότι με την ασυνείθιστον βοήν του φανερώνει, ότι μέλλει να έλθη εις την Κρήτην μέγα κακόν, έτρεξαν δια να μάθουν και ηρώτων αυτόν διατί φωνάζει και τι έπαθεν. Αλλ’ εκείνος δεν απεκρίνετο, μόνον εφώναζε· «Κύριε, ελέησον»! Ηθέλησε λοιπόν και ο θείος Λεόντιος να μεταβή προς αυτόν, δια να τον ίδη και να μάθη το αίτιον, δια το οποίον εφώναζεν. Ευθύς δε μόλις εξεκίνησεν ο Όσιος, άφησεν ο Σκανθής το «Κύριε, ελέησον» και ήρχισε να φωνάζη περισσότερον και περιέργως, λέγων· «Παραμερίσατε, παραμερίσατε· έρχεται, έρχεται. Αλλοίμονόν σας, ταπεινοί, την ώραν αυτήν· αλλοίμονόν σας, εάν δεν ήθελεν έλθει, τι είχετε να πάθετε»! Όταν δε επλησίασεν ο Όσιος προς αυτόν, στρέψας τον λόγον, έλεγε· «Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες, ο Χρυσόστομός μου»! Προσπίπτων δε εις τους πόδας του κατεφίλει τούτους και εφώναζεν εν ενθουσιασμώ· «Καλώς ήλθες». Αλλά διατί είπε και έκαμνε ταύτα ο Σκανθής, κανείς δεν εγνώρισε ούτε αυτός εφανέρωσε τούτο εις κανένα, εκτός μόνον, ότι έδειξε δια τούτων, ότι ο θείος Λεόντιος είναι μέγας παρά τω Θεώ και Άγιος Αυτού. Άλλοτε ο Ηγούμενος ησθένησε, προσβληθείς υπό δεινής και θανατηφόρου ασθενείας, ευρίσκετο δε κατάκοιτος. Ο δε Όσιος ελυπείτο καθ’ υπερβολήν, δια την ασθένειαν του Πνευματικού του Πατρός. Ημέραν δε τινά, αφού ετελείωσε την θείαν Λειτουργίαν εις την οποίαν είχον προσέλθει και αρκετοί ευσεβείς Χριστιανοί, μετέβη κατόπιν μετά των αδελφών εις την κοινήν τράπεζαν και εκάθησε δια να φάγη. Ηρώτησε τότε τι έχουν ετοιμάσει δια να φάγη ο Ηγούμενος και εάν έχη όρεξιν. Μαθών δε παρά του διακονητού, ότι όχι μόνον δεν είχεν όρεξιν να φάγη, αλλά και βαρέως έπασχεν από μεγάλον και δεινόν παροξυσμόν, ελυπήθη βαθύτατα και στενάξας εκ βάθους καρδίας εκίνησε τα χείλη του εις προσευχήν. Ευθύς τότε εγερθείς από της τραπέζης μετέβη εις το κελλίον του Ηγουμένου και ποιήσας την συνειθισμένην μετάνοιαν, εζήτησε την ευλογίαν. Είδε τότε τον Γέροντά του πάσχοντα από τόσον μεγάλην στενοχωρίαν, ώστε να μη ημπορή να ομιλήση. Ο δε Όσιος τι έπραξεν; Ευρών εκεί μίαν μικράν κολοκύνθην περιέχουσαν οίνον, εγέμισεν εξ αυτού εν ποτήριον και το έδωκεν εις τον ασθενή δια να το πίη. Τότε ο ασθενής, βλέπων την επιμονήν του Οσίου, είπε με σβησμένην φωνήν, ότι, ευθύς ως ήθελε πίη τον οίνον τούτον, θα απέθνησκεν. Αλλ’ ο Όσιος, βιάζων αυτόν, έλεγε να τον πίη, διότι τον ηυλόγησεν ο Χριστός και ευθύς μόλις πίη τούτον θα ιατρευθή. Λέγων δε ταύτα, έκαμνεν επί του ποτηρίου το σημείον του ζωοποιού Σταυρού επικαλούμενος μυστικώς τον Κύριον εις βοήθειαν του Γέροντός του. Βλέπων δε αυτόν ότι δεν ήθελε να πίη τον οίνον, επεκαλείτο και φανερά τον Κύριον, λέγων τους απλοϊκούς τούτους λόγους· «Χριστέ μου, ηγαπημένε, πεποθημένε Δέσποτα, εάν αγαπάς την μητέρα Σου, την εμήν Κυρίαν, επάκουσόν μου του ευτελούς δούλου Σου, και δος εις τον πνευματικόν μου Πατέρα την ιατρείαν». Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος και ευλαβηθείς την απλουστάτην εκείνην προσευχήν του Οσίου, κατεπείσθη και έπιεν όλον τον οίνον. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς ηκολούθησε και η ιατρεία της ασθενείας του. Διότι ευθύς ως έπιε τον οίνον, ήμεσε τόσον πολλήν χολήν, ώστε εγέμισε μίαν λεκάνην και εκ τούτου του γεγονότος εβεβαιώθη το εξαίσιον του θαύματος. Διότι, ασφαλέστατα, δεν θα ήτο δυνατόν να ζήση ο Ηγούμενος, έχων εντός αυτού τόσην πολλήν φθοροποιόν ύλην. Ιδών λοιπόν ο Ηγούμενος πόσην παρρησίαν είχεν εις τον Θεόν ο θείος Λεόντιος, τον εβίαζεν από τότε και μετέπειτα συνεχώς να γίνη Ηγούμενος και αυτός θα ήτο ευχαριστημένος να υποτάσσεται εις αυτόν, όστις τω εχάρισε την ζωήν και έχει τόσην παρρησίαν εις τον Θεόν. Αλλ’ ο Όσιος ουδέ να ακούση ήθελε τούτο, αλλ’ έμενεν εις την προτέραν υπακοήν, υποτασσόμενος εις τον πνευματικόν του Πατέρα, προς τούτοις δε επεμελείτο και εθεράπευε τους ασθενείς. Μεταβαίνων μίαν φοράν ο Όσιος εις την Κωνσταντινούπολιν δια να τακτοποιήση τας υποθέσεις του Μοναστηρίου, επειδή, ως είπομεν, ήτο δεύτερος Προεστώς μετά τον Ηγούμενον και αποκαταστήσας τα πράγματα της Μονής καθώς έπρεπεν, ανήλθεν εις την μάνδραν του Οσίου Δανιήλ του Στυλίτου, όπου, ιδών τον τόπον ερημικόν και ήσυχον, επόθησε να ησυχάση εκεί και να διέλθη ατάραχος το υπόλοιπον της ζωής του. Όθεν, αποκαλύψας την γνώμην του εις τους εκεί ασκουμένους αδελφούς και ευρίσκων αυτούς συμφωνούντας και δεχομένους τον Όσιον, μετά χαράς έδωκεν εις αυτούς υπόσχεσιν ότι, αφού υπάγη εις την Πάτμον, δια να δώση λογαριασμόν της διαχειρίσεώς του έμπροσθεν της αδελφότητος, θέλει επιστρέψει, χωρίς άλλο, ίνα ησυχάση εκεί. Ούτως εξεκίνησε δια την Πάτμον. Ο Θεός όμως, όστις οικονομεί τα πάντα προς το συμφέρον, εκάλεσεν εις τας αιωνίους σκηνάς τον Ηγούμενον της Πάτμου, φωτίσας αυτόν να διορίση εγγράφως με επιτίμιον, ότι αφήνει ως Ηγούμενον της Μονής τον Λεόντιον. Ελθών λοιπόν εις την Πάτμον ο Όσιος και ευρών ούτω τα πράγματα του Μοναστηρίου, δεν ήξευρε τι να πράξη. Διότι, βλέπων ότι τα πράγματα της Μονής εκινδύνευον και τους αδελφούς απομένοντας ορφανούς, ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, παρεκινείτο να μείνη εκεί. Αλλά πάλιν, σκεπτόμενος την υπόσχεσιν την οποίαν έδωσε προς τον Θεόν και την ομολογίαν την οποίαν έδωσεν εις τον Όσιον Δανιήλ, να γίνη διάδοχος της αρετής εκείνου, παρεκινείτο να υπάγη εις την μάνδραν του Στυλίτου. Όμως ενίκησαν τα δάκρυα των αδελφών και η έγγραφος ψήφος του Ηγουμένου ή, καλλίτερον να είπω, η άγραφος ψήφος του Θεού και ούτως εδέχθη την προστασίαν των αδελφών χωρίς να θέλη. Έκτοτε προσέθεσε πόνους επί των πόνων και αγρυπνίας επί των αγρυπνιών, λέγων ο αοίδιμος· «Αν η αγρυπνία και η επιμέλεια την οποίαν κάμνουν οι Προεστώτες δια τους υποτασσομένους εις αυτούς, κάμνει τούτους να πείθωνται και να υπακούουν εις τους Προεστώτας, καθώς λέγει ο Απόστολος, εγώ βεβαίως, εάν αγρυπνώ, όχι μόνον δια τον εαυτόν μου αλλά και δια τους υποτασσομένους εις εμέ, θέλω καταπείσει τούτους να υπακούουν εις εκείνα τα οποία τους προστάσσω». Δια τούτο όσοι δεν υπήκουον εις αυτόν ελάμβανον την πρέπουσαν παιδείαν, όχι παρ’ ανθρώπων, αλλά παρά των αγρίων δαιμόνων, καθώς θέλει φανερώσει ο λόγος εν συνεχεία. Νήσος μικρά είναι αντικρύ της Πάτμου ακατοίκητος, Λειψώ καλουμένη, επί της οποίας οι Μοναχοί, έχοντες ζώα, μετέβαινον το θέρος και έσφαζον όσα επερίσσευαν, εξήραιναν τα δέρματα εις τον ήλιον και, πωλούντες αυτά, εξοικονόμουν τα έξοδα της Μονής. Εις δε την διακονίαν ταύτην απεστάλη Μοναχός τις, ονόματι Πρόχορος, όστις σκληρός ων και αδιάντροπος, υιός παρακοής και άτακτος, ηνώχλει φορτικώς τον Όσιον, παρουσία της αδελφότητος, δια να δώση εις αυτόν καινουργή υποδήματα. Ο δε Όσιος ερωτήσας τον υποδηματοποιόν του Μοναστηρίου εάν είχε να του δώση καινουργή υποδήματα και πληροφορηθείς ότι δεν είχεν έτοιμα, είπεν εις τον Πρόχορον, με πραείαν φωνήν, ότι, όταν επιστρέψη από την Λειψώ, θέλει δώσει εις αυτόν καινουργή υποδήματα. Αλλ’ ούτος ο αυθάδης, χωρίς να εντραπή τον Όσιον, διεμαρτύρετο περισσότερον και εφώναζε. Τότε ο Όσιος είπεν εις αυτόν να υπάγη με ειρήνην εις την διακονίαν του, δια να μη του συμβή τίποτε ανεπιθύμητον. Αλλ’ ο Πρόχορος δεν ήθελε να υπάγη ειρηνικώς. Εσυλλογίσθη τότε ο Όσιος, ότι ο Πρόχορος είναι άξιος να τιμωρηθή ως πρόβατον απειθές και είπε προς αυτόν· «Ύπαγε και ας γίνη η οδός σου σκότος και ολίσθημα και Άγγελος Κυρίου ας σε καταδιώξη». Και ο μεν Άγιος ταύτα μόνον είπεν, ο δε Θεός εσφράγισε τους λόγους αυτούς δια των γεγονότων. Διότι, αφού εισήλθεν ο απειθής Πρόχορος εντός του πλοιαρίου δια να μεταβή εις την Λειψώ, κατά το μέσον της ημέρας ήρχοντο, αοράτως, δια του αέρος, λίθοι πυκνοί ως η χάλαζα και έπιπτον επί του πλοιαρίου. Το δε θαυμαστότερον, ότι οι λίθοι εκτύπων μόνον αυτόν και όχι άλλον κανένα από τους συμπλέοντας, και ούτω μόνον αυτόν επλήγωνον. Ηκούοντο δε συγχρόνως και φωναί, λέγουσαι· «Το πείσμα! Το πείσμα»! Εκ των παραδόξων τούτων επείσθη ο δείλαιος, ότι δαιμονικαί δυνάμεις εστάλησαν ίνα τον τιμωρήσουν, δια να μάθη τι κακόν είναι η απείθεια και το να καταφρονή τις τους πνευματικούς του Πατέρας. Εξελθών δε εκ του πλοιαρίου περίλυπος, ηλευθερώθη ολίγον από τους λίθους δια να έλθη εις τον εαυτόν του και να συλλογισθή εκ ποίας αιτίας συνέβη εις αυτόν το τοιούτον κακόν. Διότι εάν οι λίθοι εξηκολούθουν να πίπτουν ή ήθελεν αποκάμει τελείως ή ήθελε χάσει τας φρένας του. Ως δε ητοίμαζε δια να γευματίση, ήρχισαν πάλιν να εκσφενδονίζωνται οι λίθοι κατ’ επάνω του, το πινάκιόν του κατεθρυμματίσθη και το φαγητόν του εχύθη, το δε δοχείον εντός του οποίου είχον τον δι’ αυτόν προοριζόμενον οίνον συνετρίβη και οι δαίμονες, οίτινες τον ελιθοβόλουν, εκάλουν αυτόν ονομαστικώς, λέγοντες και τούτο· «Το πείσμα! Το πείσμα»! Ο δε ταλαίπωρος Πρόχορος, γενόμενος εκστατικός προ του τοιούτου παραδόξου κακού και μη δυνάμενος να πράξη τι, ελησμόνησε και φαγητόν και ποτόν και επέστρεψε καταπληγωμένος εκ των κτυπημάτων των πετρών. Δεικνύων δε τας πληγάς προς τον Όσιον, διηγήθη την συμφοράν την οποίαν έπαθεν εκ της παρακοής του. Εις δε εκ των αδελφών, ακούων ταύτα και θεωρών τον εαυτόν του ικανόν να αντιμετωπίση τους δαίμονας, επήρε το θάρρος και είπε με υπερηφάνειαν προς τους άλλους αδελφούς· «Ούτος ο Μοναχός, επειδή δεν εγνώριζε γράμματα δια να διώξη δια τούτων τους δαίμονας, έπαθεν αυτό το κακόν. Αλλ’ εγώ θαρρώ εις τον Θεόν και εις την δύναμιν των γραμμάτων, να μη δοκιμάσω καμμίαν ενόχλησιν από τους δαίμονας». Λαβών δε το Ψαλτήριον εποίησε την συνειθισμένην μετάνοιαν εις τον Όσιον και έφυγε δια την Λειψώ. Αλλ’ και αυτός έπαθε τα ίδια και έπιπτον αοράτως κατ’ αυτού λίθοι πολλοί και ο πρότερον νομιζόμενος ανδρείος και θαρρών εις την μάθησιν των γραμμάτων, έξαφνα εφάνη δειλός και φεύγων επέστρεψεν εις το Μοναστήριον. Τότε ο μέγας Λεόντιος, κρίνων ότι είναι αρκετή η δικαία αύτη τιμωρία δια τους δύο τούτους Μοναχούς, παρέλαβε μεθ’ εαυτού άλλους ευλαβείς αδελφούς και μεταβάς εις την Λειψώ και αναπέμψας ευχήν, εδίωξεν εκείθεν τους δαίμονας και έπαυσε τον φόβον εκείνων, οίτινες ετιμωρήθησαν δικαίως, ο μεν εις δια την παρακοήν του, ο δε έτερος δια την υψηλοφροσύνην του. Μίαν φοράν ήλθον κουρσάροι εις το Μοναστήριον, οι οποίοι εγένοντο δεκτοί από τον Όσιον με κάθε φιλοφροσύνην, όμως, ως βάρβαροι, εζήτουν τα συνειθισμένα εις αυτούς, ήτοι άρτους, οίνον, εσφαγμένα πρόβατα και άλλα φαγητά αρμόδια δια τους κουρσάρους. Ο δε Όσιος επρόσταξε τους διακονητάς να δώσουν εις αυτούς από ό,τι είχε το Μοναστήριον. Αλλ’ εκείνοι δεν ήθελον να λάβουν μόνον ταύτα, αλλ’ εζήτουν και άλλα περισσότερα. Ο δε Όσιος, ελθών εις το μέσον αυτών, έλεγε με ιλαράν φωνήν να λάβουν εκείνα τα οποία τους έδιδαν, διότι δεν έχει το Μοναστήριον να προσφέρη περισσότερα. Όμως οι κουρσάροι και πάλιν δεν ηθέλησαν να λάβουν τα προσφερόμενα, αλλά υβρίζοντες τον Ηγούμενον και απειλούντες τους Μοναχούς κατήλθον εις τον αιγιαλόν και ευθύς έθεσαν πυρ και έκαυσαν το πλοιάριον του Μοναστηρίου. Τούτο βλέποντες οι Μοναχοί από το Μοναστήριον ανήγγειλαν εις τον Όσιον, ο οποίος ελυπήθη κατάκαρδα και λαβών εις τας χείρας αυτού την Εικόνα του Θεολόγου, είπεν, εις επήκοον πάντων των αδελφών· «Ω Θεολόγε ηγαπημένε, αν δεν τιμωρήσης αυτούς τους κακούργους δια την ζημίαν την οποίαν έκαμον εις ημάς τους δούλους Σου, γνώριζε ότι δεν θέλω μείνει πλέον εδώ, ούτε θέλω σταθή Ηγούμενος του Μοναστηρίου σου, εάν δεν με ακούσης». Αυτά είπεν ο Όσιος. Οι δε λόγοι του, ω του θαύματος! έγιναν έργον. Διότι, ενώ οι κουρσάροι έφευγον από την Πάτμον πλέοντες προς την Ικαρίαν, αν και ήτο γαλήνη, εσταμάτησε το πλοίον των και αίφνης έπνευσεν άνεμος, όστις ανετάραξε την θάλασσαν, κύματα δε μεγάλα ορμήσαντα κατά του πλοίου αυτών το κατεβύθισαν με όλους τους κουρσάρους, όσοι δε εξ αυτών εξεσφενδονίσθησαν εις τας ακτάς ημιθανείς εφονεύθησαν από τους Ικαρίους. Μία δε μόνον γυνή εσώθη δια να κηρύττη το θαύμα, το οποίον έμαθον και οι άλλοι κουρσάροι και εις το εξής είχον σέβας και ευλάβειαν μεγίστην προς τον μέγαν Λεόντιον. Το ότι δε και τα κρυπτά των καρδιών ήσαν φανερά εις τον Όσιον, θέλει αποδείξει το εξής περιστατικόν. Από την Κρήτην ο Όσιος παρέλαβε μαθητήν του τινά, Αντώνιον ονομαζόμενον, εις τον οποίον παρήγγειλε να εξομολογήται καθ’ εσπέραν τους λογισμούς, οίτινες ήρχοντο εις αυτόν κατά το διάστημα της ημέρας. Όθεν ανά πάσαν εσπέραν ο Αντώνιος μετέβαινεν εις τον Όσιον και εξωμολογείτο προς αυτόν όλους τους λογισμούς του, ως και από ποίαν αιτίαν προήρχοντο. Ημέραν δε τινά ήλθεν εις αυτόν λογισμός τις ασήμαντος, τον οποίον, ως ευτελή και μηδαμινόν, δεν εφανέρωσεν εις τον Άγιον. Αλλά κάμνων μετάνοιαν, ήθελε να αναχωρήση εκ του κελλίου του Οσίου. Όμως η παραγγελία του πνευματικού του Πατρός ηνάγκαζεν αυτόν να εξομολογηθή και εκείνον τον μικρόν λογισμόν, ίστατο δε αμφιταλαντευόμενος και πότε εζήτει να επιστρέψη δια να ειπή τον λογισμόν, πότε να αναχωρήση δια το κελλίον του. Τότε ο Όσιος είπε προς τον Αντώνιον· «Ειπέ, τέκνον, και τούτον τον λογισμόν σου και μη καταφρονής αυτόν ως ουτιδανόν και αβλαβή· διότι, όστις καταφρονεί τα μικρά, θέλει καταφρονήσει κατόπιν και τα μεγάλα, καθώς εμάθομεν». Ο δε Αντώνιος, ακούσας ανελπίστως τούτο και γενόμενος έντρομος, διότι ο Όσιος εφανέρωσεν εις αυτόν και αυτήν την ποιότητα και την δύναμιν του λογισμού, προσέπεσεν ευθύς προ των ποδών του και κατηγορών τον εαυτόν του ως καταφρονητήν, εζήτησε και έλαβε την συγχώρησιν. Το ότι δε ο Όσιος εγνώριζε και τα μακράν γινόμενα, ο καθείς θέλει πληροφορηθή τούτο εκ του εξής συμβάντος, όπερ ηκολούθησεν. Εις την Κρήτην κατώκει Μοναχός τις, Αθανάσιος ονόματι, καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολιν και θέλων να ζήση το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία δια τας αμαρτίας, τας οποίας ως άνθρωπος είχε πράξει, ήλθεν εις την Μονήν της Πάτμου, όπου εγένετο Μεγαλόσχημος και αφιέρωσε πλείστα αφιερώματα. Αλλ’ ο φθόνος του μισοκάλου δεν άφηνεν αυτόν να ησυχάση εις το Μοναστήριον, αλλ’ ηνάγκασεν αυτόν να επιστρέψη πάλιν εις την Κρήτην και να μένη εκεί. ΄Όταν δε ο Άγιος μετέβη κάποτε εις την Κρήτην, υπεσχέθη εις αυτόν ο Αθανάσιος, ότι τον ερχόμενον χρόνον, αν στείλη πάλιν εκεί τον Αντώνιον, εξ άπαντος θέλει επανέλθει μετ’ αυτού εις το Μοναστήριον. Επιστρέψας δε μίαν των ημερών ο Όσιος εις το Μοναστήριον, εύρε τον Αντώνιον εις το κελλίον του και είπε προς αυτόν· «Γνώριζε, τέκνον, ότι ο Αθανάσιος απέθανεν εις την Κρήτην». Ερωτήσαντος δε του Αντωνίου πόθεν επληροφορήθη τούτο ο Όσιος, απεκρίθη ούτος προς αυτόν· «Σήμερον ήλθεν από την Κρήτην εις το ακρωτήριον της νήσου μας πλοίον τι, το οποίον έφερε την είδησιν ταύτην, εκείνοι δε οι οποίοι το ήκουσαν μοι το είπον». Και ότι μεν απέθανεν ο Αθανάσιος, ουδεμία δύναται να γεννηθή αμφιβολία. Το ότι δε τότε ή μετ’ ολίγον ήλθε πλοίον από την Κρήτην και έφερε ταύτην την είδησιν, τούτο ηρευνήθη αλλά το πλοίον δεν ευρέθη. Μόνον δε ο Αντώνιος ήκουσε τούτο από τον Όσιον και το είπε και εις τους άλλους. Ούτος ο Αντώνιος επολεμήθη κάποτε από το δαιμόνιον της βλασφημίας. ΄Ητο δε ο πόλεμος πολύ φοβερός, διότι η βλασφημία εστρέφετο κατά της Κυρίας Θεοτόκου· ο δε φόβος της αμαρτίας ταύτης μεγάλην σύγχυσιν επροξένει εις τον Αντώνιον. Και εξομολογηθείς τους βλασφήμους τούτους λογισμούς εις τον Όσιον και επικαλεσθείς την βοήθειάν του, ήκουσε παρ’ αυτού ταύτα· «Έχε θάρρος, τέκνον, και μη φοβείσαι. Άφησε τον κύνα να γαυγίζη και ειπέ του: Σιώπα, κατάρατε, μη φωνάζης. Διότι δεν είναι δυνατόν να υβρίζω και να συλλογίζωμαι βλασφημίας κατ’ Εκείνης, εις την οποίαν έχω την μόνην ελπίδα της σωτηρίας μου, ούτε ημπορώ να μη δοξάζω και να μη τιμώ, καθώς είναι πρέπον, την Δέσποινάν μου και Κυρίαν Θεοτόκον». Δια τοιούτων λόγων ώπλισεν ο Όσιος τον Αντώνιον κατά του δαίμονος της βλασφημίας. Αλλ’ εκείνος, ο αλιτήριος, δεν έπαυεν από του να ενοχλή τον Αντώνιον περισσότερον. Και όταν μετέβαινε μετά των αδελφών εις την κοινήν Ακολουθίαν, απελευθερούτο από τον πόλεμον και ελάμβανεν άνεσιν, ευθύς όμως ως εισήρχετο εις το κελλίον του υφίστατο νέαν σφοδροτάτην επίθεσιν από τον εχθρόν και άλλο καταφύγιον δεν είχεν ει μη μόνον τον Όσιον και τας συμβουλάς αυτού. Επειδή δε ο πόλεμος εχρόνιζε και ο εχθρός δεν έπαυεν ουδ' επί στιγμήν, επτοήθη τέλος ο Αντώνιος και κάποτε, ότε εξήρχετο από την Εκκλησίαν δια να μεταβή εις το κελλίον του, δεν ετόλμησε να εισέλθη εντός αυτού, φοβηθείς τον πόλεμον τον οποίον θα εύρισκεν εν αυτώ από τους λογισμούς της βλασφημίας. Τρέχων δε μετέβη εις το κελλίον του Οσίου και είπε πάλιν εις αυτόν τα ίδια. Ο δε Όσιος είπε και πάλιν εις τον Αντώνιον να μη φροντίζη δια τους τοιούτους λογισμούς, αλλά να αποδιώκη τούτους με λόγους καταφρονητικούς. Ο Αντώνιος όμως, κυριευόμενος υπό του φόβου, είπε· «Δεν εξέρχομαι, Πάτερ, από το κελλίον σου, αν δεν με ελευθερώσης από τούτον τον πειρασμόν του εχθρού. Διότι που να υπάγω; Εις το κελλίον μου; Αλλ’ αυτό είναι το ορμητήριον του πειρασμού, όστις με ενοχλεί». Ιδών τότε ο Όσιος, ότι από τον φόβον του δεν ηδύνατο ουδέ εις το κελλίον του να εισέλθη, ηγέρθη εκ του σκαμνίου εις το οποίον εκάθητο και σταθείς προ του προσκυνηταρίου, το οποίον είχεν εις το κελλίον του, παρεκάλεσε τον Θεόν και την Κυρίαν Θεοτόκον, την βλασφημουμένην από τον δαίμονα, να βοηθήσουν τον αδελφόν. Έπειτα λαβών την δεξιάν χείρα του Αντωνίου έφερε ταύτην επί του τραχήλου του και είπεν εις τον Αντώνιον· «Η τοιαύτη σου αμαρτία, τέκνον, ας είναι επάνω εις εμέ και εις τον ιδικόν μου ταπεινόν τράχηλον. Αν δε σε πολεμήση πάλιν ο εχθρός, ειπέ προς αυτόν· «Δι’ ευχών του ταπεινού και αμαρτωλού Λεοντίου, σε λογίζομαι, εχθρέ της αληθείας, ως ένα κύνα μιαρόν και ακάθαρτον». Ως δε ο Αντώνιος εδιδάχθη ταύτα και ωπλίσθη κατ’ αυτόν τον τρόπον, εποίησε μετάνοιαν και εξήλθεν από το κελλίον του Οσίου. Ευθύς τότε έπαυσεν ο πόλεμος και οι λογισμοί της βλασμημίας εχάθησαν τελείως, ως να μη είχον εμφανισθή ουδέποτε. Τόσον δε μόνον απέμειναν, ώστε την νύκτα εκείνην ήκουσε φωνάς, χωρίς να ίδη θεωρίαν τινά, αι οποίαι ύβριζον τον Όσιον και ηπείλουν αυτόν. Έλεγον δε ακόμη και ταύτα· «Καλόν σοι, καλόν σοι, ότι κατέφυγες εις τον Λεόντιον και ήλπισας εις αυτόν. Διότι, αν δεν έπραττες ούτω, θα εμάνθανες εκείνα τα οποία είχες να πάθης». Ότι δε ο μέγας Λεόντιος είχεν υποτεταγμένον και το πάθος του θυμού και τούτο πάλιν θέλει αποδειχθή δια της εξής διηγήσεως. Η Μονή της Πάτμου είχε πολλούς Μοναχούς και από διαφόρους φυλάς και ήθη, οι οποίοι, ως άνθρωποι, εσυγχύζοντο ενίοτε μεταξύ των και παρήκουον και ημέλουν τας υποθέσεις του Μοναστηρίου. Όθεν πολλάκις ο Όσιος επέβαλλεν εις αυτούς κανόνα με σφοδρότητα και ωνείδιζε τούτους ως αμελείς προς το πρέπον. Αλλ’ όμως, κατά το φαινόμενον μόνον έλεγε και έπραττε ταύτα, εντός δε της καρδίας του δεν εταράττετο ποσώς, αλλ’ ήτο πάντοτε ατάραχος και, όταν το εκάλει ο καιρός, δεν ημπόδιζεν εαυτόν από τα θεία Μυστήρια, ως δε να μη συνέβαινε τίποτε, ουδέ η ελαχίστη ταραχή, ούτως αταράχως εισήρχετο εις το Άγιον Βήμα και ετελείωνε την θείαν Λειτουργίαν. Όταν δε κάποτε ηρώτησεν αυτόν ο Αντώνιος, εάν εταράχθη από την διαφοράν, ήτις ανεφύη μεταξύ αδελφών τινών και πως, ενώ έχει έχθραν, λειτουργεί, απεκρίθη προς αυτόν ο Όσιος· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι ο ιδικός μου επίπλαστος θυμός μέχρι των λόγων μόνον φθάνει και αποβλέπει εις την διόρθωσιν. Διότι αν δεν δείξη τις ότι θυμώνει, πως ημπορεί να διορθώση εκείνους οίτινες πταίουν»; Εξεκίνησε ποτέ ο Άγιος να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, κατά δε τον πλουν, λόγω τρικυμίας, κατέφυγον εις μικράν τινά νήσον, ήτις είναι αντικρύ εις τας Φώκιας, εις τας οποίας κατώκει πλούσιος τις, Μαύρος επονομαζόμενος. Ούτος μεταβαίνων, κατά τύχην , εις την μικράν εκείνην νήσον και μαθών ότι εντός του πλοιαρίου ήτο ο θείος Λεόντιος, εχάρη πολύ, διότι είχε ακούσει όσα περί του Οσίου εφημίζοντο. Όθεν του εφάνη ότι εύρε μέγαν θησαυρόν. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Όσιον να μεταβή εις τας Φώκιας, δια να ευλογήση τον οίκον του. Παραλαβών τότε ο Όσιος μεθ’ εαυτού τον Αντώνιον και τον Ανδρόνικον, τους μαθητάς του, μετέβη πράγματι εις την οικίαν του Μαύρου, όπου ηυχήθη αυτόν και την σύζυγόν του και ευλογήσας τον οίκον των ενουθέτησε τούτους με ψυχωφελείς νουθεσίας. Όταν δε ήθελε να αναχωρήση, προσέπεσαν προ των ποδών του τόσον ο ανήρ όσον και η σύζυγός του και παρεκάλουν θερμώς να ευχηθή, ίνα ο Κύριος δωρήση εις αυτούς τέκνον, διότι ήσαν άτεκνοι και, ως εκ τούτου, ησθάνοντο μεγάλην λύπην. Ο δε Όσιος είπεν· «Εγώ είμαι αμαρτωλός και έχω ανάγκην καθώς και σεις από την βοήθειαν του Θεού, όμως, κατά την πίστιν σας, ας γίνη το αίτημά σας και ας σας δώση ο Κύριος τέκνον το προσεχές έτος». Τούτο δε και εγένετο, κατά την πρόρρησιν και την ευχήν του Οσίου, και το επόμενον έτος εγέννησεν η σύζυγος του Μαύρου παιδίον θήλυ, το οποίον ωνόμασαν Λεοντώ, εις τιμήν του Οσίου. Άλλοτε πάλιν εκκινήσας ο Όσιος ίνα μεταβή εις την βασιλεύουσαν δια να ρυθμίση τας υποθέσεις του Μοναστηρίου, εύρεν αντίθετον άνεμον και επέστρεψεν αναμένων εντός του πλοιαρίου, έως ότου πνεύση ευνοϊκός άνεμος. Αλλ’ εν τω μεταξύ ησθένησε βαρέως και ανεβίβασαν αυτόν δια κλίνης εις το Μοναστήριον, υπέφερε δε φρικτώς, μη δυνάμενος ούτε να φάγη ούτε να πίη ούτε να ομιλήση. Επί διάστημα δε δέκα τεσσάρων ημερών μόνον από την αναπνοήν εγνωρίζετο, ότι ζη, έως ότου απέλιπον αι δυνάμεις αυτού και ήγγισεν εις τον θάνατον. Ένεκα τούτου ητοιμάσθησαν τα αρμόδια δια τον ενταφιασμόν του. Αλλ’ ο Κύριος, ο ιατρεύων τους συντετριμμένους, εδώρησεν εις τον Όσιον δέκα τρεις ήμισυ χρόνους ζωής ακόμη, όσαι δηλαδή ήσαν και αι ημέραι της ασθενείας του. Διότι κατά το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας έλαβε, δι’ αποκαλύψεως παρά του Θεού, την προσθήκην των χρόνων και ευθύς ήρχισε να αναλαμβάνη και να δέχεται ολίγην τροφήν. Έπαυσε δε και ο αντίθετος άνεμος και οι ναύται ήθελον να ταξιδεύσουν. Αναβάντες δε εις το Μοναστήριον, ηρώτησαν τον Όσιον ποίον θέλει να στείλη αντ’ αυτού. Ο δε Όσιος, με φωνήν μόλις ακουομένην, διώρισεν επιστάτην τον Αντώνιον. Αλλ’ εκείνος, δεχθείς τον λόγον ως βέλος εις την καρδίαν του, απεκρίθη· «Εις τι σου έπταισα, Πάτερ, ώστε να στερηθώ των τελευταίων σου ευχών; Συ μετ’ ολίγον αποθνήσκεις και εγκαταλείπεις ημάς ορφανούς. Δεν αρκεί το ότι ο χωρισμός σου είναι δι’ εμέ ανυπόφορος; Όμως το να μη απολαύσω τας τελευταίας σου ευχάς δεν θέλω υποφέρει, όχι να το ακούσω, αλλ’ ουδέ καν να το σκεφθώ».Ταύτα είπεν εις τον Όσιον ο Αντώνιος με μεγάλην του λύπην. Ο δε Άγιος, προσκαλέσας τούτον να υπάγη πλησίον αυτού, είπεν· «Αληθώς, ω Αντώνιε, ενόμισας ότι ο χρόνος της ζωής μου ετελείωσεν; Αλλ’ ο Χριστός μου ανενέωσεν τούτον. Διότι εφάνη εις εμέ ένεκα της ανεκλαλήτου φιλανθρωπίας Αυτού, καθώς έχει συνήθειαν να έρχεται προς εμέ και μοι εδώρησε προσθήκην ζωής χρόνων δέκα τριών και ημίσεως. Ύπαγε λοιπόν χαίρων και πίστευε, ότι ακόμη επί δέκα τρεις ήμισυ χρόνους θέλεις με έχει πλησίον σου να σου ομιλώ». Ούτως είπεν ο Όσιος, τα δε γεγονότα ηκολούθησαν συμφώνως προς τους λόγους. Εις το διάστημα δε των χρόνων, τους οποίους εδώρησεν εις τον Όσιον ο Θεός, ετέλεσε και τα άλλα θαυμάσια, εγένετο δε και Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο τρισμακάριστος, ως θέλομεν κατωτέρω διηγηθή. Κατά το επόμενον έτος ηυδόκησεν ο Κύριος και μετέβη πάλιν ο Άγιος μετά του Αντωνίου εις την Κρήτην, δια να παραλάβη το συνειθισμένον σιτηρέσιον του Μοναστηρίου. Αλλ’ επειδή ο φορολόγος της Κρήτης εκράτησε τον ωρισμένον σίτον, επέστρεψαν άπρακτοι εις την Πάτμον. Οι δε αδελφοί, ως έχοντες ανάγκας, παρεκάλεσαν τον Όσιον να μεταβή εις την βασιλεύουσαν και να αναγγείλη την υπόθεσιν εις τον βασιλέα, δια να μη στερηθούν οι αδελφοί του ωρισμένου σιτηρεσίου των. Αλλ’ ο Όσιος τότε μεν εσιώπησε και δεν απεκρίθη, θέλων να πληροφορηθή παρά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ωδήγει τούτον, ποίον τέλος θα είχε το ταξίδιόν του εις Κωνσταντινούπολιν. Επειδή δε οι αδελφοί της Μονής εβίαζον αυτόν να μεταβή, εφάνη ως να ωξύνθη και τότε εις επήκοον πάντων προείπε ταύτα· «Αφήσατέ με και μη με βιάζετε. Διότι, πιστεύσατέ με, αν μεταβώ εις την βασιλεύουσαν, την Πάτμον πλέον θα ιδώ περαστικώς». Ουδείς όμως αντελήφθη τι εδήλουν οι λόγοι ούτοι, έως ότου επηλήθευσεν αύτη η πρόρρησις του Οσίου. Όμως υπείκων εις την πίεσιν των αδελφών ητοιμάσθη και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Φθάσας δε εκεί, συνήντησε πρώτον άνδρα τινά σοφόν κατά τα θεία και σοφώτερον κατά τα ανθρώπινα, όστις συνεδέετο δια στενής φιλίας με τον βασιλέα και ήτο πρώτος της συγκλήτου, μέγας δε δρουγγάριος κατά το αξίωμα. Μετά του ανδρός τούτου συνωμίλησεν ικανώς ο Άγιος, ούτος δε ο δρουγγάριος, αφού εγνωρίσθη με τον Όσιον, πατρικώς εσέβετο αυτόν και τον ετίμα ως άνθρωπον του Θεού. Δια τούτο και παρουσιάζων τον Όσιον εις τον τότε βασιλέα Μανουήλ τον Κομνηνόν, είπεν· «Ίδε, βασιλεύ, ο άνθρωπος του Θεού, τον οποίον, προσφέρων ευχέτην εις την βασιλείαν σου, πιστεύω, ότι ούτος θέλει ανοίξει δια σε την αγκάλην του Θεού, όταν θελήση». Ο δε βασιλεύς, πιστεύσας ότι ο θείος Λεόντιος είναι πράγματι ως παρέστησεν αυτόν ο δρουγγάριος, βεβαιωθείς δε έτι μάλλον από την ξηρότητα και την ωχρότητα του προσώπου του, την απλότητα της πμιλίας του και την ετοιμότητα μετά της οποίας απεκρίνετο εις τας ερωτήσεις, τας οποίας έκαμνον εις αυτόν, ακόμη δε και εκ της ευχερείας μεθ’ ης έλυε τας απορίας των θείων Γραφών, ησθάνθη χαράν μεγάλην, πιστεύων ότι εύρε μέγαν θησαυρόν αντάξιον δια βασιλέα. Όθεν εσκέφθη να ψηφίση τον Όσιον δι’ Αρχιερέα και Ποιμένα λαού. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν ο Αρχιερεύς των Ρωσιών και ο βασιλεύς εψήφισε τον Όσιον Αρχιερέα των Ρωσιών, αντί του αποθανόντος, τούτο δε εμήνυσεν εις τον Όσιον δια μέσου του δρουγγαρίου· αλλά δεν ηθέλησεν ο Άγιος να γίνη Ποιμήν των Ρωσιών. Έπειτα έμεινε χηρεύων και ο Αρχιεπισκοπικός θρόνος της νήσου Κύπρου, ότε και πάλιν ο βασιλεύς εδοκίμασε, δια μέσου του δρουγγαρίου, αν ο Όσιος συγκατατίθεται να ορίση τούτον Αρχιερέα της Κύπρου. Εκείνος όμως και πάλιν ηρνήθη. Διότι εγνώριζεν εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή και πότε ήτο ανάγκη να γίνη Αρχιερεύς, με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Οι δε μαθηταί του επέμενον να δεχθή το αξίωμα τούτο και μάλιστα ο Αντώνιος, έλεγον δε προς αυτόν· «Νομίζομεν, ω Πάτερ, ότι δεν θέλεις να ευεργετήσης ούτε τον εαυτόν σου ούτε ημάς, οίτινες, μετά Θεόν, προς σε ελπίζομεν, ούτε το Μοναστήριόν σου. Διότι πως θα θελήση ο βασιλεύς να φέρη εις πέρας την αίτησίν σου δια το Μοναστήριον, αφού συ παρήκουσες την αίτησίν του δύο φοράς; Αν ήθελες γίνει Αρχιερεύς της Κύπρου, βεβαίως και ημείς θα σε είχομεν ως βοηθόν εις την ζωήν μας και το Μοναστήριόν μας θα εμεγαλύνετο και θα ανέθαλλε». Ταύτα ακούσας ο Όσιος, είπε προς τον Αντώνιον· «Διατί με βιάζεις, τέκνον, να σοι εκμυστηρευθώ εκείνο το οποίον μόνος ο Θεός εβουλεύθη δι’ εμέ τον ταπεινόν, το οποίον ούτε ο βασιλεύς γνωρίζει, ούτε συ ηδυνήθης να μάθης»; Ο Αντώνιος τότε ηρώτησε· «Τι είναι τούτο, τίμιε Πάτερ»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο επουράνιος Βασιλεύς ηυδόκησε να με προορίση δια Πατριάρχην· πως λοιπόν ο επίγειος βασιλεύς λογίζεται να με κάμη Επίσκοπον»; Αλλ’ ο Αντώνιος πάλιν ηρώτησε· «Και εις ποίον θρόνον, Πάτερ Άγιε, μέλλει να σε κάμη Πατριάρχην ο Θεός»; Και ο Όσιος είπε· «Το ότι θα γίνω Πατριάρχης επληροφορήθην ακριβώς παρά Κυρίου, εις ποίον όμως θρόνον θα πατριαρχεύσω δεν μοι απεκαλύφθη». Κατά την πρόρρησιν λοιπόν ταύτην και εις τον υπό του Θεού προορισθέντα καιρόν, εγένετο ο θείος Λεόντιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Κινούμενος δε υπό του Αγίου Πνεύματος, το οποίον καθωδήγει αυτόν, κατέστησεν Οικονόμον της εν Πάτμω Μονής τον Αντώνιον, του προείπε δε ότι θα γίνη και Ηγούμενος, διαδεχόμενος εκείνον τον οποίον διώρισεν ο Άγιος. Τούτο και εγένετο. Επειδή δε ο μέγας ούτος εγένετο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, εισελθών εις πλοίον μετέβαινεν εις τα Ιεροσόλυμα. Διερχόμενος δε από την Πάτμον ανήλθεν εις το Μοναστήριον και σφραγίσας δια της τιμίας χειρός αυτού τον Ηγούμενον, τον οποίον διώρισε, μετά δύο ημέρας ανεχώρησε. Τότε ενεθυμήθησαν οι αδελφοί την πρόρρησιν του Οσίου, ειπόντος, όταν εβίαζον αυτόν να υπάγη εις την βασιλεύουσαν, ότι περαστικώς θα έβλεπε πλέον την Πάτμον. Μεταβάς δε εις την Ρόδον, επειδή έφθασεν ο χειμών, απεφάσισε να μείνη εκεί μέχρι της ανοίξεως. Διεμήνυσε λοιπόν εις τον Οικονόμον Αντώνιον, ότι ετελείωσαν τα προς τροφήν χρειώδη και δεν ηδύναντο να προμηθευθούν άλλα, δια τούτο τον εκάλει να επιμεληθή εκείνος και να τους φέρη ό,τι ήτο χρήσιμον. Ο δε ευλογημένος Αντώνιος, φυλάττων ακόμη υπακοήν προς τον Όσιον, μετέβη εις την Ανατολήν και αφού ηγόρασε τα αναγκαία εξεκίνησεν, ίνα υπάγη εις την Ρόδον. Αλλ’ έπνεεν άνεμος αντίθετος, όστις ωδήγει το πλοίον εις άλλον τόπον. Τότε ο Αντώνιος και οι άλλοι παρεκάλεσαν τον Θεόν να βοηθήση αυτούς, δια των ευχών του Οσίου Λεοντίου. Και, ω του θαύματος! έπαυσεν ευθύς ο αντίθετος άνεμος και μετ’ ολίγον εισήρχετο το πλοίον εις τον λιμένα της Ρόδου. Ο δε Άγιος, βλέπων, με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, τα μακράν όντα, ως παρόντα, είπε προς τους περιεστώτας· «Κατέλθετε εις τον αιγιαλόν, διότι ήλθεν ο Οικονόμος της Μονής και μας έφερεν ό,τι χρειαζόμεθα». Μεταβάντες τότε εκείνοι εις τον λιμένα εύρον τον Οικονόμον Αντώνιον και τους μετ’ αυτού Μοναχούς, οίτινες μόλις είχον αγκυροβολήσει το πλοίον των και εθαύμασαν δια το προορατικόν του Αγίου. Όταν δε ήλθεν η άνοιξις, μετέβη ο Όσιος εις την Κύπρον, εις το Μοναστήριον της Ιερουσαλήμ, όπου ήτο ωρισμένον να διαμένη ο κατά καιρούς Πατριάρχης των Ιεροσολύμων προς μικράν ανάπαυσιν. Ευρών δε τούτο έρημον και κατακρατούμενον από δύο Μοναχούς αμονάχους, οίτινες συγκατώκουν μετά γυναικών και άλλο τίποτε δεν εφρόντιζον, ει μη να συμφθείρωνται μετ’ αυτών, ελυπήθη πολύ και συνεβούλευσε τούτους να απόσχουν της αμαρτίας και να μετανοήσουν, δια να μη έλθη εις αυτούς απροόπτως ο θάνατος και κολασθώσιν. Αλλ’ εκείνοι έμειναν εις την κακίαν των, προφασιζόμενοι ότι η συνήθεια ενίκησε και αυτούς και νόμον και κανόνας. Ο δε Άγιος στενάξας εκ βάθους καρδίας είπεν· «Εγώ, τέκνα μου, έπραξα το χρέος μου και σας συνεβούλευσα δια το καλόν σας. Επειδή όμως σεις καταφρονείτε και εμέ και τους λόγους μου, ο Θεός πλέον θα σας κρίνη». Και, ω της δυστυχίας των! Μετά μίαν ημέραν έφθασεν η θεία Δίκη και εξαίφνης απέθανον και οι δύο, χωρίς καθόλου να ασθενήσουν. Διότι γνωρίζει η θεία Δίκη να τιμωρή εκείνους, οίτινες αμαρτάνουν και δεν μετανοούν. Εγένετο δε τότε μαθητής του Οσίου Κύπριος τις Μοναχός, Ιωάννης ονόματι, ο οποίος, πεσών, φεύ! εις πορνείαν, ενόμιζεν ότι δεν θα πληροφορηθή τούτο ο Άγιος, ως εκ τούτου δε ήτο αμετανόητος. Όθεν ο πνευματικός του Πατήρ εφανέρωσε τούτο εις αυτόν και επιτιμών παρεκίνει να μετανοήση και να διορθωθή. Αλλ’ εκείνος δεν ηθέλησε. Δια τούτο εδέχθη, παρά Θεού, διπλά τα επιτίμια της κακίας του. Διότι, καθ’ ην στιγμήν ήγειρεν ο Άγιος την χείρα αυτού εις τον αέρα και έκαμνε το σημείον του Σταυρού επί του προσώπου του αμαρτάνοντος Μοναχού, ευθύς ο άθλιος ούτος Μοναχός ετυφλώθη. Όχι δε μόνον τούτο, αλλ’ αφού παρήλθεν η έκτη ημέρα και απέθανεν, αλλοίμονον! ο δυστυχής ψυχικόν και σωματικόν θάνατον. Αφ’ ότου δε απέθανεν ο προ του Οσίου Λεοντίου Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, ο βασιλικός φορολόγος, όστις ήτο εις την Κύπρον, Κυριακός καλούμενος, ήρπασεν άπαντα τα εισοδήματα, τα οποία εισέπραττε το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων από την Κύπρον, έτι δε και τους καρπούς των Μετοχίων του Πατριαρχείου. Όθεν ο Όσιος δεν εύρε τίποτε εξ εκείνων τα οποία ήλπιζεν ότι θα εύρη, προς οικονομίαν αυτού και των ανθρώπων του. Ήτο λοιπόν μέγα το κακόν, εις τοσούτον μέγας Αρχιερεύς, ευρισκόμενος εν τω μέσω της Ορθοδόξου Βυζαντινής αυτοκρατορίας, να στερήται όχι μόνον των περιττών, αλλά και αυτών των προς το ζην αναγκαιούντων. Όμως ο Άγιος μεγαλοψύχως υπέφερε το δεινόν. Αλλ’ ο διάβολος, θέλων να δοκιμάση τον Όσιον αν ολιγοψυχή εις τους πειρασμούς, οίτινες προσβάλλουν αυτόν, εξήγειρεν εναντίον αυτού τον υπηρέτην του φορολόγου Κυριακού, ονομαζόμενον Τριαντάφυλλον, ο οποίος μεταβάς εις την κατοικίαν όπου διέμενον ο Όσιος, εζήτει με μεγάλον θυμόν όλα τα εισοδήματα των ακινήτων κτημάτων, τα οποία είχεν εις την Κύπρον το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, απειλών ότι, αν δεν λάβη ταύτα ευθύς, θα κακοποιήση και τον Πατριάρχην και τους ανθρώπους του. Ο Άγιος έλεγε τότε εις αυτόν να έχη ολίγην υπομονήν. Αλλ’ εκείνος ηγέρθη και ενώ μετέβαινε προς την κλίμακα δια να καταβή έφθασεν η θεία Δίκη και σκοτισθείς κατά τον εγκέφαλον εκτύπα την κεφαλήν του εις τους τοίχους. Νομίζων όμως ότι η σκοτοδίνη εκείνη ήτο τυχαία, προσέταξε τους υπηρέτας του και ήρπασαν τον ημίονον του Πατριάρχου, εκείνος δε ιππεύων τον ίππον του επορεύετο. Αλλ’ ο ίππος ανηγέρθη επί των οπισθίων ποδών του και κατεκρήμνισεν αυτόν. Πεσών δε εις την γην, ευθύς ετυφλώθη. Τότε ανεγνώρισε το σφάλμα, το οποίον έπραξε και προσέταξε τους ανθρώπους του να φέρουν τούτον εις τον Άγιον. Ευθύς δε ως ήλθε, προσέπεσε προ των ποδών του Αγίου και ομολογών το σφάλμα εζήτει συγχώρησιν. Ο δε Όσιος, έτοιμος ων εις συμπάθειαν, εσφράγισεν αυτόν δια της δεξιάς του και ασπασθείς τούτον εν αγίω φιλήματι, ηλευθέρωσεν από την τύφλωσιν, αποδώσας, δια της Χάριτος του Θεού, τελείαν την όρασιν και την υγείαν εις αυτόν. Μετέβη δε ποτε ο θείος Λεόντιος εις εν Μετόχιον του Παναγίου Τάφου, δια να επισκεφθή τους εκεί παραμένοντας αδελφούς. Επειδή δε είχεν ακουσθή η φήμη του Αγίου εις τα μέρη εκείνα, έτρεξαν πολλοί Χριστιανοί δια να προσκυνήσουν τον Άγιον και να λάβουν την ευλογίαν αυτού. Μετ΄ αυτών δε μετέβη και Μοναχός τις, ο οποίος δεν επολιτεύετο κατά το Σχήμα αυτού, αλλ’ εκυριεύετο από το δαιμόνιον της πορνείας. Ούτος, αν και εγνώριζε το πάθος του και ελυπείτο ο δυστυχής, όμως ενικάτο από την κακήν συνήθειαν. Προς τούτον λοιπόν ο Όσιος, ατενίσας κατά πρόσωπον, είπε παρουσία όλων· «Αδελφέ, πάσχεις εκ ψυχικής ασθενείας, ήτις σε οδηγεί προς τον θάνατον». Ο δε Μοναχός επληγώθη εκ του λόγου τούτου του Οσίου και προσπεσών προ των ποδών του εζήτει την ιατρείαν. Δια της επιθέσεως δε των χειρών του Οσίου και της ευλογίας αυτού, ιατρεύθη ο Μοναχός και απέσχε πλέον τελείως του κακού. Ερωτώμενος δε υπό των συμπατριωτών του τι έκαμνε και διατί τον ήλεγξεν ο Πατριάρχης, εξωμολογήθη παρρησία ότι έπασχεν εκ του πάθους της πορνείας και ότι έπεσεν εις την αμαρτίαν την παρελθούσαν νύκτα. Δια τοιούτου τρόπου ελάμβανον την ιατρείαν εκείνοι, οι οποίοι, θέλοντες να σωθούν, ωμολόγουν τας αμαρτίας των και ήρχοντο εις μετάνοιαν. Ο Οικονόμος των εν τη Κύπρω κτημάτων του Παναγίου Τάφου ανέφερεν εις τον Πατριάρχην, ότι ο Επίσκοπος της Αμαθούντος εσφράγισε δια της ιδικής του σφραγίδος τα πρόβατα, τους βόας, τους ίππους και όλα σχεδόν τα ζώα του Παναγίου Τάφου και οικειοποιήθη ταύτα. Όθεν ο Άγιος εκάλεσεν αυτόν. Αλλ’ εκείνος, υπερήφανος ων και αδιάντροπος, χαίρων δε εις την αδικίαν, δεν κατεδέχετο να μεταβή προς τον Άγιον. Αφού δε εκλήθη δύο και τρεις φοράς, μετά βίας μετέβη. Δεχθείς δε αυτόν ο Όσιος εν γαλήνη, είπεν εις τούτον να μη σφραγίζη τα ζώα των Μετοχίων της Ιερουσαλήμ, αλλά να απέχη τούτων, δια να μη δοκιμάση την θείαν οργήν και λάβη την εκδίκησιν, όχι παρ’ ανθρώπου, αλλά παρ’ Αυτού του Θεού του ζώντος. Ο δε Επίσκοπος, μη βαλών καθόλου κατά νουν τους λόγους του Πατριάρχου, ηγέρθη με θυμόν και έφυγεν, εξηκολούθει δε και μετά ταύτα να κατακρατή τα ζώα τα οποία εσφράγισεν. Αλλ’ ο Θεός δεν ημέλησε την εκδίκησιν. Διότι μετ’ ολίγας ημέρας ο Επίσκοπος, διερχόμενος έφιππος μικρόν τινά ποταμόν, εκρημνίσθη από του ίππου και κατέπεσε, φεύ! εντός αυτού, αποθανών και γενόμενος ο δείλαιος θέαμα και άκουσμα αξιοθρήνητον. Ο Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, Βαρνάβας ονόματι, τρέφων μεγάλην ευλάβειαν προς τον Όσιον, μετέβη προς αυτόν μόνος και τον παρεκάλεσε να μεταβή ίνα λειτουργήση μετά τούτου και των Επισκόπων αυτού, λέγων· ¨Δια να αγιασθώμεν, με την παρουσίαν σου, Δέσποτα Άγιε». Όθεν, υπακούσας εις την αίτησίν των ο Όσιος, μετέβη. Ότε δε ετελείτο η θεία Λειτουργία και ίστατο κατά τάξιν ολόκληρον το Ιερατικόν Τάγμα, ω της πολλής καθαρότητος των δούλων Σου, Κύριε! παρατηρών ο Όσιος τους περιεστώτας Αρχιερείς, έβλεπε τον Άγιον Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου και τον Τριμυθούντος Θεοφύλακτον λάμποντας υπέρ τον ήλιον και τα πρόσωπά των ηλλαγμένα και φωτεινότερα εκ του περισσεύματος της θείας Χάριτος, ήτις κατώκει εντός αυτών. Άλλους δε Αρχιερείς έβλεπεν έχοντας τα πρόσωπα αυτών ολίγον μελανά και άλλους μελανώτερα. Άλλους πάλιν έβλεπεν όχι μόνον μελανούς, αλλά και λεπρούς κατά τα πρόσωπα, εις δε εξ αυτών ήτο και ο Επίσκοπος των Λαπίθων, εξάδελφος κατά κόσμον του Αντωνίου, του μαθητού του Αγίου, ως απεκάλυψεν εις τούτον ο Άγιος, ερωτών δια τον εξάδελφον αυτού, όταν τον συνήντησεν εις την βασιλεύουσαν. Μετά ταύτα ο Όσιος ανεχώρησεν από την Κύπρον και μετέβη εις το Άκρε. Πληροφορηθέντες δε τον ερχομόν του, έτρεχον πλήθη ανθρώπων πολλά προς αυτόν και άλλοι απελάμβανον την ευλογίαν του, άλλοι ιατρεύοντο από τας ασθενείας εξ ων έπασχεν έκαστος, ραντιζόμενοι δι’ ύδατος ευλογηθέντος υπ’ αυτού. Ηπλώθη δε η φήμη του Αγίου εις όλην την Συρίαν και την Φοινίκην και ο εις μετά τον άλλον έσπευδον να προλάβουν να προσκυνήσουν τον Όσιον και να λάβουν την ευλογίαν του. Επειδή δε εκυρίευον οι Λατίνοι την Παλαιστίνην και δεν επέτρεπον εις τον Άγιον να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, δια τούτο ο Άγιος παρέμεινεν εις το Άκρε (Άκρε ωνομάζετο τότε κοινώς η αρχαία Πτολεμαϊς). Εις δε Διάκονος, έγγαμος ων επί τρεις χρόνους, δεν ηδυνήθη να γνωρίση την σύζυγόν του, επειδή ήτο δεδεμένος εκ δαιμονικής συνεργείας. Ούτος τότε μεταβάς εις τον Όσιον διηγήθη την υπόθεσιν και παρεκάλει αυτόν να θεραπεύση την συμφοράν του. Ο δε Όσιος, ευλογήσας ύδωρ εν τω ονόματι της Αγίας Τριάδος, έδωκεν εις αυτόν να πίη και αυτός και η σύζυγος αυτού. Ως δε έπιον το ύδωρ τούτο, ω του θαύματος! ελύθησαν από τον δεσμόν. Διερχόμενος ο Άγιος από την Ναζαρέτ, δια να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, επειδή ήτο μεσημβρία και ο καύσων φοβερός, ήσαν δε κεκοπιακότες, επρόσταξε τους ανθρώπους του να σταθούν, ίνα αναπαυθούν ολίγον και κατόπιν να φάγουν ολίγον άρτον εις ένα κήπον πλησίον της οδού. Ζητήσαντες δε τον κηπουρόν, δια να φέρη εις αυτούς κάτι από τον κήπον, ήλθεν αντ’ αυτού γυνή τις, την οποίαν ηρώτησεν ο Άγιος εάν είχε σύζυγον. Απεκρίθη τότε εκείνη με θλίψιν πολλήν, ότι ο σύζυγός της ήτο κατάκοιτος από χρόνων πολλών και η κλίνη του εγένετο τάφος και δι’ αυτόν και δι’ εκείνην, την δυστυχή, ήτις βασανίζεται μετ’ αυτού. Ταύτα ακούσας ο Όσιος ευσπλαγχνίσθη και εστέναξεν εκ βάθους ψυχής. Όταν δε ητοιμάζοντο να αναχωρήσουν, μετέβη προς τον ασθενή και σταθείς κατ’ Ανατολάς, επεκαλέσθη τον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων εις βοήθειαν του πάσχοντος. Έπειτα εγγίσας την κεφαλήν του ασθενούς ηυλόγησεν αυτόν και ανεχώρησε. Και μετ’ ολίγην ώραν, ω του θαύματος! ηγέρθη ο ασθενής εκ της κλίνης όλως υγιής, ως να μη είχεν ασθενήσει ποτέ. Ευγνωμονών δε ο άνθρωπος ούτος, όταν ο Όσιος επέστρεφεν εκ των Ιεροσολύμων δια το Άκρε, προσέφερεν από τον κήπον του λάχανα και οπωρικά προς μικράν ευχαριστίαν, δια την μεγάλην χάριν της οποίας απήλαυσε. Μεταβάς δε ο Όσιος, δια νυκτός, εις τα Ιεροσόλυμα, εισήλθε κρυφίως εις τον Ναόν της Αγίας Αναστάσεως και προσεκύνησε κατά μόνας τον Ζωοδόχον Τάφον του Κυρίου. Ενομίσθη τότε, ότι διέλαθε την προσοχήν των πολλών η παρουσία του Οσίου. Όμως δεν κατέστη δυνατόν να συμβή τούτο μέχρι τέλους. Διότι απεκάλυψαν αυτόν τα θαύματα, τα οποία εγένοντο παρά Κυρίου, δια του Οσίου τούτου. Διότι, επειδή ήτο τότε ξηρασία και τα Ιεροσόλυμα εμαστίζοντο σφοδρώς, οι δε Χριστιανοί είχον ανάγκην άλλου τινός Προφήτου Ηλιού, δια να λυτρώση τούτους από την συμφοράν των, δια τούτο απέστειλεν ο Θεός τον μέγαν Λεόντιον και δια προσευχής αυτού έβρεξε βροχήν μεγάλην και επλήρωσε τας υδαταποθήκας ύδατος, εποτίσθησαν δε αφθόνως οι αγροί και εκείνοι, οίτινες προ ολίγου εδίψων εχορτάσθησαν εξ ύδατος, το δε σπουδαιότερον έλαβον ελπίδας, ότι θα έχωσιν αφθονίαν καρπών, σίτου, οίνου και άλλων αγαθών του Κυρίου. Ο δε θαυμαστός Λεόντιος υπό πάντων επηνείτο και εθαυμάζετο, λεγόντων, ότι ο μέγας Αρχιερεύς του Θεού, ο Άγιος Λεόντιος, ελθών εις τον τόπον μας, ηλευθέρωσεν ημάς από τον κίνδυνον της δίψης. Ας μεταβώμεν ίνα προσπέσωμεν εις τους πόδας αυτού δια να έχωμεν αυτόν πάντοτε βοηθόν. Ταύτα ακούοντες οι θερμότεροι των εις τα Ιεροσόλυμα ευρισκομένων Λατίνων εφθόνησαν, μάλιστα δε ο Αρχιερεύς αυτών, ο οποίος, νικηθείς υπό αδίκου θυμού, εμελέτησε να φονεύση τον Άγιον, όστις ουδέν κακόν του έκαμεν. Έστειλε λοιπόν δια νυκτός ανθρώπους ωπλισμένους εις την οικίαν όπου διέμενεν ο Άγιος, ίνα τον θανατώσουν. Αλλ’ ο Θεός διεφύλαξεν αυτόν από τους φονείς, τυφλώσας τούτους δι’ αορασίας. Διότι έβλεπον τα αναμμένα φώτα εις την κατοικίαν του Οσίου και έτρεχον ίνα εισέλθουν εντός αυτής. Αλλ’ ότε επλησίασαν, δεν εύρισκον την θύραν ίνα εισέλθουν. Όθεν αφούεκοπίασαν όλην την νύκτα, φανταζόμενοι, ότι θα δυνηθούν τέλος να εισέλθουν εντός της οικίας του Αγίου οι ανόσιοι, επέστρεψαν άπρακτοι εις εκείνον όστις απέστειλεν αυτούς, ειπόντες, ότι ο δίκαιος Λεόντιος φυλάττεται υπό του Θεού και ουδείς επίβουλος δύναται να βλάψη αυτόν. Τούτο δε το θαυμάσιον γεγονός διεδόθη πανταχού και όλοι εθαύμαζον, η δε φήμη του Αγίου ηκούσθη και εις την βασιλεύουσαν. Μαθών ταύτα ο βασιλεύς Μανουήλ ο Κομνηνός έστειλε και εκάλεσε τον Άγιον να μεταβή προς αυτόν, ίνα μη ζημιωθή προ καιρού ο κόσμος τοιούτου μεγάλου ευεργέτου. Ήκουσε τούτο και ο μέγας εξουσιαστής της Δαμασκού, ο οποίος, αν και ήτο Αγαρηνός, όμως, τιμών την αρετήν του Οσίου, έστειλε προς αυτόν γράμμα και εκάλει τον Άγιον να μεταβή εις την Δαμασκόν, υποσχόμενος ότι θέλει χορηγήσει, με χρυσόβουλλον, σιτηρέσιον αρκετόν δι’ αυτόν και τους ανθρώπους του και ότι θέλει παραχωρήσει εις τους Χριστιανούς την Εκκλησίαν της Θεοτόκου, ήτις ευρίσκετο εκεί. Ο Άγιος τότε απέστειλεν εις αυτόν ευχαριστήριον γράμμα δια την καλήν του προαίρεσιν, όμως έλεγεν εις αυτόν ότι δεν ήτο δυνατόν να μεταβή εκεί, διότι εκάλει αυτόν ο βασιλεύς να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν. Παρεκάλει δε τούτον να του αποστείλη γράμμα δια του οποίου να προστάζη τους κουρσάρους, τους λεηλατούντας τα πλοία, να μη κακοποιήσουν αυτόν και τους μετ’ αυτού μέλλοντας να συνταξιδεύσουν, ως δε εκείνος έλαβε το γράμμα του Αγίου, ευθύς απέστειλεν εις αυτόν το γράμμα το οποίον του εζήτησε, λογιζόμενος ότι αυτός ο ίδιος ελάμβανε δια τούτου χάριν και όχι ότι έκαμνεν αυτός χάριν εις τον Όσιον. Το γράμμα τούτο έφερεν ο Όσιος μεθ’ εαυτού, όταν μετά ταύτα ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν και το επέδειξεν εις τον βασιλέα, εις έλεγχον των Λατίνων, οι οποίοι, αν και ονομάζονται Χριστιανοί, όμως δεν έδειξαν εις αυτόν τοιαύτην διάθεσιν, ως επέδειξεν ο ασεβής εκείνος εξουσιαστής της Δαμασκού. Απεφάσισε δε ο θείος Λεόντιος να αναχωρήση δια την Κωνσταντινούπολιν επειδή πολύ και πολλάκις εκοπίασε, δια να χορηγηθή εις αυτόν η άδεια από τους Λατίνους να τελέση την θείαν Λειτουργίαν εντός του Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου και εκείνοι ηρνούντο, έδιδον δε εις αυτόν άδειαν να εισέλθη μόνον προς προσκύνησιν, ως εις εκ των πολλών προσκυνητών. Δια τούτο προέκρινεν, ότι συμφερώτερον είναι να αναχωρήση εξ Ιεροσολύμων, δια να μη προξενήσουν εις αυτόν κανένα κακόν οι Λατίνοι, οίτινες εξουσίαζον τότε τα Ιεροσόλυμα. Όθεν εισελθών εις πλοίον εταξίδευε προς την Ρόδον. Ενώ δε έπλεον, μεγάλη τρικυμία εξέσπασε και το πλοίον εκινδύνευε να πνιγή. Οι δε εντός αυτού ευρισκόμενοι έκλαιον και ωδύροντο, προσμένοντες τον θάνατον. Βλέποντες δε ότι απεκόπη η λέμβος του πλοίου, ηύξανον τους θρήνους απελπιζόμενοι. Ο δε Άγιος, βλέπων τούτους κλαίοντας, ευσπλαγχνίσθη και κλεισθείς εντός στενού χώρου της πρώρας παρεκάλει τον Θεόν εις βοήθειαν. Ο δε Θεός ως φιλεύσπλαγχνος και Πανάγαθος εισήκουσε την δέησίν του και έσωσε τους κινδυνεύοντας ανθρώπους και τους εντός του πλοίου ευρισκομένους και όσους ευρίσκοντο εις την λέμβον. Η Χάρις αύτη του Θεού απεκαλύφθη εις τον Όσιον όταν, κουρασθείς από την προσευχήν, απεκοιμήθη ολίγον. Ευθύς τότε, εγκαταλείψας τον ύπνον, είπεν εις τους ανθρώπους οίτινες έκλαιον· «Θαρρείτε, θαρρείτε και μη φοβείσθε. Κανείς εξ ημών δεν θέλει χαθή, αλλ’ όλοι θα σωθώμεν με την Χάριν του Θεού. Ακόμη δε και το πλοίον θέλει φυλαχθή σώον και η λέμβος, η οποία νομίζετε ότι εχάθη. Αύριον θα έλθη και αυτή πλησίον μας με όλους τους ανθρώπους της». Τότε, όσοι εγνώριζον τον Όσιον και τας εν πίστει Κυρίου αρετάς αυτού, επίστευσαν εις τους λόγους του. Οι δε άλλοι δεν επίστευον. Μάλιστα ο πλοίαρχος, προς τον οποίον είπεν ο Όσιος· «Μη φοβείσαι, άνθρωπε, Χάριτι Θεού όλοι θέλομεν σωθή, καθώς και το πλοίον και η λέμβος». Αλλ’ ο πλοίαρχος, νομίζων ότι οι λόγοι του Οσίου είναι μόνον προς παρηγορίαν, έκλαιε την δυστυχίαν του, ως βλέπων την μεγάλην μανίαν των ανέμων, το μακρόν διάστημα το οποίον εχώριζεν αυτόν από την ξηράν, το οποίον ήτο περί τα δύο μίλια και τον καταποντισμόν του πλοίου, τον οποίον έβλεπεν αναπόφευκτον. Το πλοίον όμως, κυβερνώμενον υπό της θείας Χάριτος, αν και έπνεε τόσον σφοδρός άνεμος, επλησίασεν εις την ξηράν και ευθύς επηλήθευσαν όλα όσα είπεν ο Άγιος. Και η τρικυμία εκόπασε και γαλήνη ηπλώθη εις το πέλαγος. Εσώθη δε και η λέμβος και ήλθεν αβλαβής, όλοι δε εθαύμαζον και εδόξαζον τον Θεόν και τον Πατριάρχην, λέγοντες αυτόν άνδρα Άγιον και προορατικόν. Εμακάριζον τότε εαυτούς, διότι συνεταξίδευσαν μετά τοιούτου Αγίου, τον οποίον και επρόσεχον ως Άγγελον Θεού. Όταν δε έφθασαν εις την Κωνσταντινούπολιν και επληροφορήθη ταύτα ο βασιλεύς, εμακάριζε τον Άγιον και κατασπαζόμενος τας χείρας αυτού τας έφερε επί των οφθαλμών του και έχαιρε πολύ δια το χάρισμα το οποίον απέστειλεν εις το βασίλειόν του ο Βασιλεύς και Κύριος των όλων. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς Μανουήλ, απελθών προς Κύριον. Ο δε μέγας Λεόντιος έζησεν ακόμη έως της βασιλείας του Ανδρονίκου, του εξαδέλφου του Μανουήλ και υστερώτερον. Μετ’ ολίγον καιρόν, ελθών ο Οικονόμος της εν Πάτμω Μονής Αντώνιος εις την βασιλεύουσαν, παρεκάλει τον Άγιον να μεσιτεύση εις τον βασιλέα, όπως δώση χρυσόβουλλον, δια του οποίου να μη πληρώνη το Μοναστήριον δεκαετίαν δια το πλοιάριόν του. Αλλ’ επειδή ο Άγιος δεν διέκειτο φιλικώς προς τον βασιλέα, διότι δεν ήθελε να συγκοινωνήση εις το παράνομον συνοικέσιον, το οποίον συνήψεν ο βασιλεύς, είπεν αυστηρώς προς τον Αντώνιον· «Τι λέγεις, Αντώνιε; Εκείνα τα οποία έκτισα παιδιόθεν μέχρι τούτου του γήρατος να κρημνίσω τώρα δια μίαν στιγμήν και να καταφρονήσω τον Θεόν και την εντολήν Του, δια το ιδικόν σου Μοναστήριον; Άπεχε απ’ εμού, άνθρωπε. Δεν θέλω προτιμήσει ποτέ βασιλέα θνητόν, από τον αθάνατον Βασιλέα μου». Ταύτα ακούσας ο Αντώνιος ελυπήθη πολύ. Ο δε Όσιος μειδιάσας και δίδων θάρρος εις αυτόν είπε· «Διατί ελυπήθης, Αντώνιε, και εσκυθρώπασες; Γνώριζε, ότι μετά τον θάνατόν μου και τον του βασιλέως, όστις θέλει επέλθει συντόμως, τότε θα γίνη εκείνο το οποίον ζητείς». Ως δε ο Αντώνιος είπε προς τον Όσιον· «όταν συ αποθάνης, τούτο δεν θέλει γίνει», απεκρίθη εκείνος· «Δεν με πιστεύεις, Αντώνιε; Με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος σοι λέγω ότι, συ, με το μέσον το ιδικόν σου θέλεις φέρει εις πέρας το ζήτημά σου, δίδων δι’ αυτό τόσα χρυσά νομίσματα». Ταύτα δε συνέβησαν αληθώς κατά την πρόρρησιν του Οσίου, όταν εβασίλευεν ο Ισαάκιος Άγγελος. Τούτον τον Αντώνιον ιάτρευσεν ο Άγιος από πάθος τι, το οποίον ενεφανίσθη εις την γλώσσαν του. Διότι εφύτρωσεν επ’ αυτής τεμάχιον κρέατος, ως ρεβίθιον, από το οποίον εμποδιζόμενος δεν ηδύνατο ούτε να ομιλήση καθαρά ούτε να φάγη ευκόλως. Ερωτήσας δε τους ιατρούς, ήκουσε παρά τούτων ότι, αν δεν καπή το κρέας εκείνο, δεν είναι δυνατόν να ιατρευθή. Ακούσας δε ταύτα ο Πατριάρχης, είπε προς τον Αντώνιον· «Ελθέ να κανοναρχίσης δια να ψάλω εις τον Θεόν μας και τότε θα ίδω το πάθος σου». Λαβών δε ο Αντώνιος το βιβλίον εκανονάρχισε, πονών κατά την γλώσσαν του και τραυλίζων κατά την λαλιάν, ενώ ο Όσιος έψαλλεν. Αφού δε ετελείωσεν η Ακολουθία, είπεν ο Άγιος προς αυτόν, προσμειδιών και με ιλαρόν πρόσωπον· «Δείξον μου τώρα το πάθος της γλώσσης σου». Ως δε ήνοιξεν ο Αντώνιος το στόμα του και εβιάζετο να δείξη το πάθος του, ω του θαύματος! ουδέ ίχνος ευρέθη του πάθους εκείνου, αλλ’ εχάθη με την ψαλμωδίαν του Αγίου, ως να εκόπτετο δια χειρουργίας. Εις τούτον τον Αντώνιον προείπεν ο Όσιος πολλά γεγονότα, τα οποία έμελλον να συμβούν. Συν τοις άλλοις δε είπε και δια δύο Μοναχούς, οίτινες ήσαν εις το Μοναστήριον της Πάτμου, οι οποίοι εφαίνοντο μεν, ότι έκαμνον την αυτήν ζωήν και δίαιταν με τους άλλους Μοναχούς, εις την πραγματικότητα όμως μετήρχοντο ζωήν αντίθετον προς το Σχήμα των και ούτω κατεκρήμνιζον εαυτούς εις την απώλειαν. Ο δε Αντώνιος, στενάζων εκ βάθους ψυχής και δακρύων, ηρώτησε ποίοι είναι και αν έμελλον κάποτε να αναγνωρίσουν τα σφάλματά των και να μετανοήσουν. Ο δε Άγιος είπε τα ονόματά των, αλλ’ αν θα μετενόουν, αλλοίμονον δια την συμφοράν! Εδίσταζε να απαντήση. Ο δε Αντώνιος, ιδών τούτο, εδάκρυσε. Δακρύω δε και εγώ, ο γράφων, διότι είναι πράγματι αξιοδάκρυτον το να αμαρτάνη τις εις όλην του την ζωήν και να μη μετανοή. Ότι δε ο μέγας Λεόντιος έλαβεν εξουσίαν παρά Θεού να επιτιμά και τους Αγγέλους, θέλει αποδείξει τούτο, το οποίον, ειπών ο Απόστολος Παύλος, δεν εψεύσθη, γράψας προς Κορινθίους· «Ουκ οίδατε ότι και Αγγέλους κρινούμεν» (Α΄ Κορ. στ:3). Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Κύριλλος, πεσών εις εσχάτην ασθένειαν, έμενε κατάκοιτος και ουδέ ίχνος ζωής απέμενεν εις αυτόν. Συνήχθησαν λοιπόν πέριξ αυτού πολλοί Αρχιερείς και άρχοντες δια να τον επισκεφθούν και να τον αποχαιρετήσουν. Μεταξύ τούτων μετέβη και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος, άνθρωπος λίαν ενάρετος και πνέων το αγαθόν περισσότερον από τον αέρα. Μετέβη δε και ο μέγας Λεόντιος και ίσταντο άπαντες πέριξ της κλίνης του, χωρίς να δύνανται να βοηθήσουν αυτόν, ούτε μετ’ αυτού να ομιλήσουν, διότι ευρίσκετο εις την εσχάτην αναπνοήν, σχεδόν αναίσθητος. Τι λοιπόν εσκέφθησαν να πράξουν εις βοήθειάν του οι δύο Πατριάρχαι; Τι άλλο, ει μη να συντομεύσουν τον θάνατόν του, ίνα μη υποφέρη εκ της αργοπορίας του χωρισμού της ψυχής από του σώματος; Όθεν παρεκίνουν ο εις τον άλλον να προσκαλέση τον Άγγελον να παραλάβη την ψυχήν του το συντομώτερον. Ο μεν λοιπόν θείος Λεόντιος έλεγε προς τον Κωνσταντινουπόλεως, ότι εκείνος πρέπει να δεηθή δια την έλευσιν του Αγγέλου, επειδή, κατά την τάξιν, είναι μεγαλύτερος από τον Ιεροσολύμων. Ο δε Κωνσταντινουπόλεως έλεγεν, ότι η αξία γνωρίζει να παραχωρή τα πρωτεία εις την αρετήν, διότι αύτη είναι αξίωμα. Τέλος δια να μη παρέρχεται χρόνος και πάσχη ο ψυχορραγών, υπήκουσεν ο μέγας Λεόντιος και εγείρας εις τον αέρα την δεξιάν αυτού χείρα και ποιήσας το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, είπε προς τον Άγγελον· «Εν ονόματι ου φοβερού ονόματος της ομοουσίου και ζωαρχικής Τριάδος, σε προσκαλώ, ω Άγγελε του Κυρίου, ομόδουλε με ημάς τους ταπεινούς να μη αναβάλης πλέον τον χωρισμόν της ψυχής του αδελφού ημών από του σώματός του, μη αναβής ίνα παρουσιασθής εις τον Δεσπότην Θεόν, μη κάμης κανέν άλλο πρόσταγμα του Κυρίου, έως ότου περατώσης τούτο». Ο δε θείος Άγγελος, υπακούων και ευλαβούμενος την επίκλησιν ταύτην, επειδή παρά μεγάλου ανδρός κατά τε το αξίωμα και κατά την αρετήν ανεπέμφθη, ευθύς εχώρισεν από του σώματος την ψυχήν του Αντιοχείας και μετέφερε ταύτην εις τον τόπον, όπου διωρίσθη. Ησθένησε κάποτε ο θείος Λεόντιος και μετεχειρίσθη θερμά λουτρά, δια τούτων δε ανέλαβεν από την ασθένειαν. Καθήσας δε επί τινος καθίσματος, είπεν αστεϊζόμενος εις τον υπηρέτην του, Ευλόγιον ονόματι· «Τι λέγεις, Ευλόγιε; Δεν σκέπτεσαι να υπάγωμεν εις την Κύπρον δια να επισκεφθώμεν τα κτήματα του Παναγίου Τάφου, τα οποία είναι εκεί»; Ο δε Ευλόγιος δεν είπε τίποτε. Όμως διελογίσθη ειπών εν εαυτώ· «Δεν ακούεις, Ευλόγιε, ότι ο βαθύγερος ούτος και ημιθανής ησθάνθη την επιθυμίαν να μεταβή εις την Κύπρον»; Αλλ’ ευθύς ο Όσιος είπε· «Νομίζεις, Ευλόγιε, ότι δεν γνωρίζω εκείνα τα οποία σκέπτεσαι δι’ εμέ; Ότι δηλαδή είμαι γέρων, ασθενής και ετοιμοθάνατος και κατ’ ουδένα τρόπον δεν θέλω δυνηθή να υπάγω εις την Κύπρον; Όχι, Ευλόγιε, μη νομίζης ότι μοι διαφεύγουν τα διανοήματα της καρδίας σου». Ταύτα ακούσας ο Ευλόγιος έμεινεν εκστατικός και άφωνος, θαυμάζων τίνι τρόπω ο Άγιος εγνώριζε τους κρυφίους διαλογισμούς του, τους οποίους ακόμη τελείως δεν είχε συμπληρώσει. Όθεν έκτοτε δεν ηθέλησε πλέον ούτε να είπη, ούτε να συλλογισθή τίποτε δια τον Άγιον, ίνα μη πάθη τι το ανέλπιστον, ελεγχόμενος παρ’ αυτού. Πλείστα δε άλλα θαυμάσια ετέλεσεν ο μέγας Λεόντιος, τα οποία παραλείπομεν δια να μη γίνωμεν οχληροί προς τους ευσεβείς ακροατάς. Όθεν ερχόμεθα εις τα της τελευτής του Οσίου, ίνα φέρωμεν εις πέρας, με την βοήθειαν του Θεού, και την παρούσαν διήγησιν ημών. Όταν ετελείωσαν οι δεκατρείς και ήμισυς χρόνοι, τους οποίους προσέθεσεν ο Θεός εις τον Άγιον, ησθένησεν ούτος και εκείτετο επί της κλίνης· γνωρίζων δε, ότι ήλθεν ο καιρός της τελευτής του, αποχαιρετούσεν όλους εν τάχει, ως να εβιάζετο να μεταβή το συντομώτερον προς ον επόθησε Κύριον. Οι δε περιεστώτες εθρήνουν δια τον χωρισμόν του, διότι δεν επρόκειτο να τον ίδουν πλέον εν τω κόσμω τούτω. Κατά την δεκάτην τετάρτην λοιπόν του μηνός Μαϊου παρέδωκεν ο Άγιος την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού χωρίς να παραγγείλη τίποτε δια το σώμα του. Διότι και μέχρι τέλους του βίου του εφύλαττε την ακρίβειαν της πολιτείας αυτού. Οι δε οικείοι του Αγίου απέθεσαν εντός ξυλίνης θήκης το ιερόν αυτού Λείψανον και μετέφεραν τούτο εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, έως ότου αναφέρουν το γεγονός εις τον Βασιλέα. Ότε δε εψάλλοντο εις αυτόν τα επιτάφια άσματα υπό όλου σχεδόν του τάγματος των Ιερωμένων της Κωνσταντινουπόλεως, ο Ευλόγιος και οι άλλοι μαθηταί του παρήγγειλαν εις ένα ζωγράφον επιτήδειον να ιστορήση εις σανίδα τον σωματικόν χαρακτήρα του Αγίου. Ο δε ζωγράφος, σταθείς αντικρύ της νεκρικής κλίνης, επί της οποίας ήτο τοποθετημένον το ιερόν Λείψανον, ήρχισε να παρατηρή με προσοχήν το θείον αυτού πρόσωπον, δια να το ιστορήση. Κινούμενος δε δεξιά και αριστερά και πλησίον και μακράν, δια να εντυπωθή τα χαρακτηριστικά του Αγίου, ματαίως εκοπίαζε και δεν ηδύνατο να τον ιστορήση. Διότι ούτε μετά θάνατον επέτρεπεν ο Άγιος να ιστορηθή η εικών του. Δια τούτο και το θείον αυτού πρόσωπον δεν εφαίνετο εις τον ζωγράφον κατά τον ίδιον τρόπον, αλλ’ ω του θαύματος! Άλλοτε μεν άλλο και άλλοτε άλλο εδεικνύετο τούτο, ουδέποτε δε το αυτό, διότι ο Όσιος εφύλαττε την αυτήν ακρίβειαν της ταπεινώσεως και μετά θάνατον, ίνα διδάξη ημάς τίνι τρόπω και πόσον πρέπει να αγωνιζώμεθα δια να σωθώμεν από τας παγίδας του φθονερού διαβόλου. Εκείνα δε τα οποία εγένοντο μετά την ταφήν του Οσίου Πατρός ημών Λεοντίου, είναι αληθώς θαύματα θαυμάτων. Ούτω, υπό την θήκην, εντός της οποίας ήτο τοποθετημένον το ιερόν Λείψανον του Οσίου, εκείνοι οι οποίοι ενεταφίασαν τούτο έθεσαν πολλάς κεράμους με τον σκοπόν ίνα, αν εκ της θήκης διαρρεύση δυσώδης τις ύλη, να παραλάβουν ταύτην αι κέραμοι. Αφού δε παρήλθον τέσσαρες ημέραι μετέβησαν ούτοι πλησίον της θήκης, όπου ησθάνθησαν άρρητον ευωδίαν αναδιδομένην εκ του αγίου Λειψάνου, το δε θαυμαστότερον και φρικωδέστατον, είδον, ότι έτρεξεν από του αγίου Λειψάνου αίμα νεαρόν, ως εκ σαρκός νεωστί κοπείσης δια μαχαίρας. Το αίμα τούτο είχε χυθεί επί των μαρμαρίνων πλακών, αίτινες ήσαν εστρωμέναι κάτω εις το έδαφος και εφαίνετο λαμπρόν και εξαστράπτον εις τέσσαρα μέρη, επί των καταλεύκων μαρμάρων. Το δε έτι θαυμασιώτερον ήτο, ότι η ξυλίνη θήκη του αγίου Λειψάνου ευρέθη τοποθετημένη εντός άλλης θήκης ξυλίνης και το αίμα τόσον πολύ επλημμύρισεν, ώστε διεπέρασε και τας δύο θήκας και έτρεξεν εις το έδαφος. Εκ τούτου του θαυμασίου συμπεραίνεται, ότι ο Άγιος ήτο ως ζων εν τοις νεκροίς συνηριθμημένος με τους Μάρτυρας δια το θεληματικόν Μαρτύριον το οποίον ανδρείως υπέμεινεν, όταν εδέρετο δια του λωρίου εκείνου το οποίον ήτο πλήρες καρφίων. Ευλαβούμενος ο βασιλεύς Ανδρόνικος τα εξαίσια θαύματα του Αγίου, κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπή και εντός αυτής κατέθετο εντίμως το πάνσεπτον αυτού Λείψανον. Ούτω προσετέθη ο Δίκαιος εις τους Δικαίους, ο Όσιος εις τους Οσίους, ο θεληματικός Μάρτυς εις τους Μάρτυρας και εις τους Αρχιερείς ο μέγας Αρχιερεύς, τώρα δε ευρίσκεται εις τους ουρανούς, απολαμβάνων αξίως τας αμοιβάς των πόνων του, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της μιας Θεότητος και Βασιλείας, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αφού λοιπόν απέθανεν ο πατήρ του, έφυγεν από την πατρίδα του και μεταβάς εις μίαν μικράν χώραν, εύρεν εκεί Ιερέα τινά ευλαβή, φίλον του πατρός του, ο οποίος, γνωρίζων καλώς και αγαπών αυτόν δια την αρετήν του, τον εδέχθη εις την οικίαν του, όπου τον εφιλοξένησεν. Ιδών δε ο Λέων το εν τη οικία του Ιερέως Εικονοστάσιον, επλησίασεν εκεί και συνωμίλει μετά των αγίων Εικόνων, ως να ήσαν ζώσαι, παρακαλών αυτάς να κατευοδώσουν τον δρόμον του και να τον οδηγήσουν εις οδόν σωτηρίας. Έπειτα κατεκλίθη ίνα αναπαυθή από τον κόπον της οδοιπορίας. Αλλ’ εξυπνήσας κατά την νύκτα, έλαβεν εν μικρόν εικόνισμα, το οποίον απετύπωνε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εζωγραφημένον ως βρέφος, και μετέβη, χωρίς κανείς να τον ίδη, εις τι πλησίον όρος, όπου, τοποθετήσας προ αυτού την αγίαν Εικόνα, έκλινε τα γόνατα και προσηύχετο, λέγων· «Κύριε, δίδαξόν με οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εισαγαγών καταφύτευσόν με εις όρος άγιόν Σου, εις έτοιμον κατοικητήριόν Σου. Σκέπασόν με εν τη σκέπη των πτερύγων Σου. Ιδού γαρ εμάκρυνα φυγαδεύων και ουκ οίδα που αυλισθήσομαι· αλλ’ επί σε επερρίφθην εκ κοιλίας μητρός μου και μη εις τέλος εγκαταλίπης με» (Ψαλμ. ρμβ:8 και άλλοι). Τοιαύτα προσευχόμενος και συνομιλών με την αγίαν Εικόνα, ως αύτη να ήτο ζώσα, έμεινεν εκεί έως το εσπέρας νήστις. Επειδή δε ενύκτωσε και ήθελε να κοιμηθή, συνέλεξεν ακάνθας πολλάς και επί τούτων κατεκλίθη τελείως γυμνός. Αι δε άκανθαι εκέντων το τρυφερόν σώμα του, εισάγουσαι τα κέντρα των εντός των σαρκών του, τας οποίας αιμάτωσαν και ούτω επροξένουν πόνους πολλούς. Τοιουτοτρόπως βασανιζόμενος ο Λέων, νηστικός και κοιμώμενος γυμνός επί των ακανθών, χύνων δε δάκρυα θερμά, διήλθε τρεις ημέρας. Έπειτα κατήλθεν εκ του όρους και επανήλθεν εις την οικίαν του Ιερέως. Αφ’ ου δε εφιλοξενήθη παρ’ αυτού, απεχαιρέτησε τούτον και εξεκίνησε δια την Κωνσταντινούπολιν, χωρίς να έχη μετ’ αυτού ούτε οβολόν, ούτε μικρόν τεμάχιον άρτου. Ότε δε έφθασε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως, εισήλθεν εις Μοναστήριον τι της Θεοτόκου, Πτελίδιον καλούμενον, και εκεί εγένετο Μοναχός. Ούτω καταστάς Μοναχός, όχι μόνον κατά τον έξω, αλλά και κατά τον έσω άνθρωπον, μετέβη πλέον εις την Κωνσταντινούπολιν, αγνώριστος και ξένος και της πόλεως και των πολιτών και δεν ηθέλησεν ούτε να χαιρετήση κανένα ούτε να συνάψη γνωριμίας με μικρούς ή με μεγάλους, αλλ’ ήρχισεν ευθύς να αγωνίζεται εναντίον των αρχών και της εξουσίας του σκότους. Υποκρινόμενος δε ότι δεν είχε σώας τας φρένας εφαίνετο εις τους Κωνσταντινουπολίτας, ότι έφθασεν εις την πόλιν των εν τέρας παράδοξον και ούτω άλλοι τον ερράπιζον, άλλοι τον εγρονθοκόπουν και άλλοι τον περιέπαιζον. Θέλων δε να δοκιμάση αν θα εκέρδιζε καμμίαν ωφέλειαν από την υπόκρισιν αυτήν και από τας προσβολάς τας οποίας ελάμβανεν, έβαλεν επί των χειρών του κάρβουνα αναμμένα και θυμίαμα και έτρεχεν εις την αγοράν, θυμιάζων όσους συνήντα εις τους δρόμους και μάλιστα τας αγίας Εικόνας του Χριστού και της Θεοτόκου, αίτινες ήσαν εζωγραφημέναι εις τα τρίστρατα. Αλλ’ ω του θαύματος! Τα αναμμένα εκείνα κάρβουνα δεν έκαιον κατά το παραμικρόν τας χείρας του. Όμως λογιζόμενος μήπως αυτό ήτο τέχνη του διαβόλου, δια να πλανώνται εκείνοι οίτινες τον έβλεπον, έπραξε τούτο και όταν ήτο μόνος. Ιδών δε ότι ούτε και τότε εκαίοντο αι χείρες του από τα κάρβουνα, έκαμε την εξής δοκιμήν. Κρατών την άκραν του ράσου του, έθεσεν εντός αυτής πολλά αναμμένα κάρβουνα δια των ιδίων του χειρών. Αλλά αν και τα κάρβουνα ήσαν αναμμένα και έκαιον το θυμίαμα, το οποίον και ανέδιδε καπνόν ευώδη, όμως ούτε τας χείρας του ούτε το ράσον του έκαυσαν ουδόλως. Τούτο το θαύμα ιδών, εθαύμαζε και ελογίσθη, ότι έφθασε δήθεν εις βαθμόν μεγάλης αγιωσύνης. Αλλ’ ευθύς απεδίωκε τους λογισμούς αυτούς, ονομάζων τον εαυτόν του γην και σποδόν, σύρων τας τρίχας της κεφαλής του και χύνων πολλά δάκρυα, επί δε της κεφαλής του έθετε χώμα, επικαλούμενος την θείαν βοήθειαν. Ούτως εδίωκε κάθε υπερήφανον λογισμόν. Δεν εσταμάτησεν όμως ουδέ εις αυτήν την δοκιμήν και ενώ διήρχετο εκ λουτρού τινός, έλαβεν από των ώμων του το επαυχένιον και έρριψε τούτο εντός της πυράς του λουτρού. Όμως πάλιν εγένετο το αυτό θαύμα και ουδόλως εκάη το επαυχένιόν του. Όθεν νομίζων ότι περιεπαίζετο υπό του δαίμονος της υπερηφανείας, έκλαιε περισσότερον και εκτύπα την κεφαλήν του εις τους τοίχους, φοβούμενος μήπως, υπερηφανευόμενος, χάση εκείνα τα οποία ωφελήθη από την καθ’ υπόκρισιν φρενοβλάβειάν του. Τοιαύτα έκαμνεν ο Όσιος ολίγον καιρόν ευρισκόμενος εις την Κωνσταντινούπολιν. Ούτω υπό τινων μεν εθαυμάζετο και εμαρτυρείτο, ότι είναι δούλος αληθής του Θεού, υπό άλλων δε εδέρετο και ενομίζετο ως τρελλός. Ήλθε δε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν εις πολύς κατά την αρετήν, Αρχιερεύς ων της Τιβεριάδος, και ευθύς ο θείος Λεόντιος προσεκολλήθη εις αυτόν και υπετάσσετο εις πάντα. Όθεν, αρεσκόμενος δια τούτο ο πνευματικός του Πατήρ, εχαίρετο και εμακάριζεν αυτόν δια την φρόνησίν του και την υπακοήν του, βλέπων αυτόν βαστάζοντα ολοψύχως επί των ώμων αυτού τον ζυγόν του Χριστού αν και ήτο τόσον νέος. Επί τοσούτον δε ειργάσθη την αρετήν της υπακοής ο μακάριος, ώστε σημεία μεγάλα και παράδοξα ετελέσθησαν δι’ αυτής, τα οποία ακούσατε. Επειδή ο Γέρων αυτού δεν κατώκει εντός της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά επί του λαιμού όρους τινός, όστις ωνομάζετο Αυχενόλακκος, εις τόπον σκληρόν μεν, αλλά κατάλληλον δι’ ησυχίαν και εκεί εδίδασκε τους μαθητάς του τα ψυχοσωτήρια, δια τούτο παρουσιάσθη ποτέ ανάγκη να αποστείλη τον Λεόντιον εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν παρήγγειλεν εις αυτόν να τελειώση την υπηρεσίαν του και την ιδίαν ημέραν να επιστρέψη πάλιν εις την ησυχίαν του, ίνα προφυλαχθή από τους πειρασμούς, οίτινες ακολουθούν εις τας πόλεις, ειπών ακόμη και τούτο, ότι ουδέ εις τους ιχθύς συμφέρει να παραμένουν πολύν καιρόν επί της ξηράς. Ταύτην την εντολήν ακούσας ο Λεόντιος μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν και εφρόντισε να τελειώση την υπηρεσίαν του το συντομώτερον. Αφού δε έφερε ταύτην εις πέρας ενώ ακόμη ήτο ημέρα, κατήλθεν εις τον αιγιαλόν, δια να εύρη πλοιάριον και να αναχωρήση κατ’ ευθείαν δια τα μέρη, όπου ήτο ο Γέρων αυτού. Όμως δεν εύρε πλοίον και η ώρα παρήρχετο. Όθεν, διαπεράσας με άλλο πλοιάριον εις το αντικρύ μέρος και τρέχων ως να τον εκυνήγουν, έφθασεν εις το Μέγα Ρεύμα δια να εύρη εκεί πλοιάριον, ίνα φθάση εγκαίρως, κατά την εντολήν του Γέροντός του. Αλλ’ εβασίλευσεν ο ήλιος και δεν ευρίσκετο πλέον άνθρωπος εις τον αιγιαλόν, δια να τον βοηθήση να φθάση εις το αντικρύ μέρος. Συναντήσας δε Ιερέα τινά, φίλον του Γέροντός του, παρεκάλει τούτον να τον διαπεράση το γρηγορώτερον, διότι είχεν εντολήν από τον Γέροντά του να μη κοιμηθή έξω από το κελλίον του. Ο δε Ιερεύς, αποκριθείς ότι η ώρα παρήλθεν και όλοι οι άνθρωποι ήσαν εις τας οικίας των, παρεκάλεσε τον Όσιον να έλθη εις την οικίαν του δια να δειπνήση και να αναπαυθή. Αλλ’ ο ευλογημένος Λεόντιος, ιδών ότι ο Ιερεύς είχεν ωραίας θυγατέρας και συλλογισθείς τον ψυχικόν κίνδυνον, όστις ηδύνατο να απειλήση αυτόν, επροτίμησε να φυλάξη την εντολήν του Γέροντός του και ας επνίγετο εις την θάλασσαν, παρά να παραβή ταύτην και να δοκιμάση κίνδυνον ψυχικόν. Έχων λοιπόν όλας τας ελπίδας του εις τον Θεόν και εις την ευχήν του Γέροντός του, έπεσεν εις την θάλασσαν. Και ω του θαύματος! Ο Θεός, όστις εβοήθησε τον Πέτρον, όταν περιεπάτει επί των υδάτων, Αυτός εβοήθησε και τον δούλον Του, διασώσας αυτόν από τα ρεύματα της θαλάσσης. Διότι ο Όσιος εφέρετο από το ρεύμα εντός των υδάτων, κινών τους πόδας αυτού, ως να ήτο εις την ξηράν και ησθάνετο ότι περιεπάτει και επροχώρει προς τα εμπρός. Όμως διά τίνος τρόπου εβάδιζε, δεν ηδύνατο να εννοήση, διότι ήτο όλος εντός της θαλάσσης, τα δε ύδατα εκάλυπτον αυτόν έως μίαν σπιθαμήν επάνω από την κεφαλήν του, έως ότου εξήλθεν εις την αντίπεραν όχθην. Τις λόγος δύναται να διηγηθή την μεγάλην πίστιν την οποίαν ησθάνετο ο νέος προς τον Θεόν ή τις την θαυματουργίαν την οποίαν ετέλεσεν εις αυτόν ο Θεός; Εάν όμως απορή τις, διατί ο Όσιος δεν εσυγχωρήθη από τον Θεόν να περιπατήση επί των υδάτων της θαλάσσης, ως εις ξηράν ή κάτω εις τον βυθόν, ως παλαιότερον ο Ισραηλιτικός λαός, αλλά περιεπάτησεν αναμέσον των υδάτων, αποκρινόμεθα ότι, επειδή ο Όσιος ήτο νέος ακόμη και αστήρικτος εις την αρετήν, δια τούτο συνέβη τούτο εις αυτόν. Δια να μη υψηλοφρονήση ότι έφθασεν εις την τελειότητα της αγιότητος και δια να μάθη ότι, ίνα αξιωθή τις να περιπατή επί της θαλάσσης, ως να ευρίσκετο εις στερεάν γην, τούτο απαιτεί να χύση πολλούς ιδρώτας και να αγωνισθή πολύ δια την αρετήν. Τέλος ο Όσιος έφθασεν εις τον Γέροντά του, εις βαθείαν νύκτα, βεβρεγμένος όλος από την θάλασσαν. Ιδών δε αυτόν ο πνευματικός του Πατήρ και μαθών το θαυμάσιον, το οποίον ετέλεσεν ο Θεός προς χάριν του, εχάρη και εθαύμαζε τον μαθητήν του, επήνεσε δε αυτόν εξαιρέτως δια την αγάπην και την πίστιν, την οποίαν είχεν εις τον Θεόν και δια την τελείαν υπακοήν, την οποίαν εφύλαττεν εις τον διδάσκαλόν του. Ο δε μαθητής πάλιν ηυφραίνετο, ως έχων τοιούτον διδάσκαλον, όντα ικανόν να λυτρώνη τους μαθητάς του από τον ψυχικόν θάνατον. Επιθυμήσας δε ποτε ο διδάσκαλος να μεταβή εις την επαρχίαν του, παρέλαβε μεθ’ εαυτού και τον μαθητήν του Λεόντιον. Όμως, λόγω συμβάσης τρικυμίας, ευρέθησαν εις την νήσον Πάτμον και ανελθόντες εις το Μοναστήριον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ανεπαύθησαν επ’ ολίγας ημέρας. Κατόπιν επεβιβάσθησαν πάλιν εις πλοίον και έπλευσαν εις την Κύπρον, δια να μείνουν εκεί, έως ότου παρέλθη ο χειμών και όταν έλθη η άνοιξις να μεταβούν εις τα Ιεροσόλυμα και εις την Τιβεριάδα, την επαρχίαν του Γέροντός του. Αλλ’ ο Θεός, όστις προεγνώριζε τα κατορθώματα, τα οποία έμελλε να πράξη ο θείος Λεόντιος εις την Πάτμον, δεν άφησεν αυτόν να αναχωρήση πέραν της Κύπρου. Όθεν, γνωρίζων ο νέος, ότι δεν ήτο συμφέρον εις αυτόν να παραμένη εις την Κύπρον, επεθύμει να επιστρέψη εις την Πάτμον και να διαμείνη εις το Μοναστήριον του Θεολόγου, διότι ήρεσεν εις αυτόν ο τόπος και η πολιτεία των Πατέρων, οίτινες ησκούντο εκεί. Επειδή δε παρουσιάσθη ευλογοφανής αφορμή, εζήτησε παρά του Αρχιερέως άδειαν να αναχωρήση. Ο δε Θεός, όστις παρεκίνησε προς τούτο τον μαθητήν, Αυτός παρεκίνησε και την ψυχήν του διδασκάλου του, όστις έδωσεν εις τον Όσιον την άδειαν και ούτως επέστρεψεν εις την Πάτμον, με όλην του την προθυμίαν, χωρίς να έχη μετ’ αυτού άλλο τίποτε εκτός από τα παλαιόρασα τα οποία εφόρει. Ως δε έφθασεν εις το Μοναστήριον, εγένετο δεκτός από τον τότε Ηγούμενον, Θεόκτιστον ονόματι, ο οποίος ήτο άνθρωπος τη αληθεία πνευματικός και θεράπων Θεού, ικανός να γνωρίζη τον κρυπτόν και έσω άνθρωπον από τον έξω και φαινόμενον. Υποδεχθείς δε τον Όσιον, παρήγγειλε να μη συναναστρέφεται με τους αδελφούς, μηδέ να μεταβαίνη εις την κοινήν σύναξιν της Εκκλησίας, αλλά να ησυχάζη εντός του καλλίου του και να κάμνη τον κανόνα, τον οποίον ώρισεν εις αυτόν. Διότι ήτο ακόμη νέος αγένειος και ήτο ενδεχόμενον ο πονηρός διάβολος να δημιουργήση σκάνδαλα. Μένων λοιπόν ο νέος εις το κελλίον του δεν ημέλησε την ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας, αλλ’ η προσευχή του ήτο αδιάλειπτος, η ανάγνωσις των θείων Γραφών, η ψαλμωδία και ο ζήλος εις τας αρετάς, τα δε δάκρυά του έτρεχαν κρουνηδόν από των οφθαλμών του. Ότε δε οι άλλοι αδελφοί εκοιμώντο και όταν δεν ηδύνατο να δακρύση ευκόλως, είχεν κατεσκευασμένον εν λωρίον και δι’ αυτού έδερε γυμνόν το σώμα του και εκ των πολλών πόνων εδάκρυεν, έστω και χωρίς να θέλη. Εις εκείνο δε το λωρίον είχε διαπεράσει και καρφία πολλά, ώστε, όταν εδέρετο, εξεσχίζοντο βαθέως αι σάρκες του και έτρεχον αίματα, αισθανόμενος ούτω πόνους δριμυτάτους, οι οποίοι έκαμνον αυτόν να χύνη πικρά και θερμά δάκρυα, επί πλέον δε καθίστων θλιβεράν και την επί της ξηράς γης κατάκλισιν. Δια τούτο εφαίνετο εις εκείνους, οίτινες τον έβλεπον, πολύ ξηρός και αδύνατος. Κανείς όμως δεν εγνώριζε την αιτίαν. Δια να έχη δε πάντοτε εν εαυτώ την ενθύμησιν του θανάτου, πολλάκις, όταν εξημέρωνεν, εξήρχετο κρυφίως από το κελλίον του και μεταβαίνων εις το κοιμητήριον των αδελφών εγυμνούτο, απορρίπτων τα ενδύματα αυτού, ως και κάθε δειλίαν, και λαμβάνων θάρρος εισήρχετο εις τάφον τινά, έχοντα λείψανα τεθνεώτων, εκεί δε έπιπτε και αυτός ως νεκρός θεληματικώς, παραμένων όλην την ημέραν, χωρίς να γνωρίζη τούτο κανείς. Ουδέν δε άλλο έκαμνεν ή να θρηνή και να κλαίη, τόσον ώστε κατέβρεχε με τα δάκρυα τα λείψανα των νεκρών, τα οποία ευρίσκοντο εκεί. Τούτο δε έκαμνεν όχι μίαν ή δύο ή τρεις ή δέκα φοράς, αλλ’ επί χρόνους αρκετούς, καθώς κατόπιν παρετήρησαν αδελφοί τινες και αντελήφθησαν τούτο. Μετά ταύτα ο Ηγούμενος διώρισε τον Όσιον βοηθόν του Εκκλησιάρχου. Ο δε Όσιος, παρ’ όλον ότι επεμελείτο την Εκκλησίαν και τον Εκκλησιάρχην, δεν έπαυεν από την κρυπτήν εργασίαν της αδιαλείπτου προσευχής, της μελέτης, της κατανύξεως και των δακρύων, αλλά και της αγρυπνίας και της στάσεως, τόσον ώστε από την πολλήν σκληραγωγίαν είχε το σώμα του ησθενημένον και ακολούθως υποκείμενον εις τα ακατηγόρητα πάθη του σώματος και μάλιστα εις τον ύπνον. Όθεν, βλέπων αυτόν ο Ηγούμενος να νυστάζη, όταν ευρίσκετο εντός του Ναού και να ακουμβά εις τον τοίχον την κεφαλήν του, επλησίαζεν αυτόν, τον ελάμβανεν εκ του στήθους και εκτύπα την κεφαλήν του εις τον τοίχον, τόσον ώστε αύτη έκαμνε κτύπον. Ούτω και αυτόν εξύπνα και τους άλλους αδελφούς έκαμνε περισσότερον προσεκτικούς. Τούτο έκαμνε εις αυτόν ο Ηγούμενος. Αλλ’ όταν επληροφορήθη τα της κρυπτής εργασίας του, έπαυσε πλέον να τον κτυπά. Ότε δε επείσθη ότι είναι αγωνιστής, εδοκίμαζε τον Όσιον και με άλλους τρόπους, αν δηλαδή ενικάτο εις καμμίαν δοκιμασίαν ο αδαμάντινος. Και άλλοτε μεν ανεβίβαζεν αυτόν, διορίζων αυτόν Προεστώτα και Εκκλησιάρχην του Ναού, άλλοτε δε τον κατεβίβαζεν από το αξίωμα και τον καθίστα υπηρέτην και τελευταίον όλων. Αλλ’ ο μακάριος δεν εσυλλογίζετο ούτε πολύ ούτε ολίγον την μεταβολήν ταύτην, ούτε λόγον γογγυστικόν εξεστόμισε ποτέ, ως να ήτο άψυχος. Όχι δε μόνον ότι εταπεινούτο τόσον νομίζων τον εαυτόν του κατώτερον και των κυνών, αλλά και τον προρρηθέντα δαρμόν δεν εγκατέλειψε και πάντοτε έδερεν εαυτόν κατά την νύκτα, όταν εκοιμώντο οι άλλοι αδελφοί, πολλάκις δε και την ημέραν, όταν εξήρχετο μακράν του Μοναστηρίου, εις τόπον ήσυχον και δεν τον έβλεπον. Ότε δε έδερεν εαυτόν, έλεγεν· «Άνοιξόν μου τους οφθαλμούς της καρδίας, Κύριε, και φώτισον αυτούς τω φωτί της γνώσεώς Σου, ότι παρά Σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως». Ταύτα λέγων και παρακαλών τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, είδε νύκτα τινά χείρα, κρατούσαν άρτον και ήκουσε φωνήν, λέγουσαν· «Λάβε τούτον τον άρτον και φάγε τον». Ο δε άρτος εκείνος ωμοίαζε με πίτταν, την οποίαν κατεσκεύαζον με άλευρον, ηδύσματα και μέλι και την ονομάζουν μελόπιτταν. Αφού λοιπόν έφαγεν ο Όσιος τον άρτον εκείνον και ήλθεν εις τον εαυτόν του, καθώς το ύδωρ τρέχει εις τον κατήφορον, ούτως έτρεχε και αυτός προς την γνώσιν των θείων Γραφών και δεν ήτο κανέν βιβλίον θείον και πνευματικόν, το οποίον να μη εφαίνετο εις αυτόν γλυκύ και νόστιμον ή να μη το εννοή. Ούτως η γλώσσα του ηκονίσθη περισσότερον της των ρητόρων και προέφερεν ευφραδώς όλα εκείνα τα οποία ανέβρυον εις την καρδίαν του δια της Χάριτος του Παναγίου και φωτιστικού Πνεύματος και ηδύνατο να αποστηθίζη ευκόλως βιβλία ολόκληρα, όχι μόνον τα περιέχοντα Βίους Οσίων και Μαρτύρων ή άλλα ηθικά βιβλία των θείων Πατέρων, αλλά και εκείνα τα οποία περιέχουν τα υψηλά δόγματα της Πίστεως και είναι εις ολίγους καταληπτά δια τα θεολογικά νοήματα, άτινα περιέχουν. Τόσον δε ενεθυμείτο το θείον αυτών περιεχόμενον και τόσον ευκόλως έγραφε και ωμίλει, όταν το εκάλει η περίστασις, ώστε ενόμιζε τις, ότι εκράτει εις τας χείρας του βιβλία, τα οποία ανεγίνωσκε ή ότι κατέπιεν όλον το θεολογικόν βιβλίον το καλούμενον Δογματική Πανοπλία. Δια τοιούτου τρόπου εφωτίσθη ο Όσιος εις την υψηλήν γνώσιν των δογμάτων και εγένετο όλος φως γνώσεως και όλος νους ένθεος. Καθώς δε επερίσσευον εις αυτόν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ούτω ηύξανε και τους κόπους ο τρισμακάριστος. Εκτός δε του δαρμού, τον οποίον εφήρμοζεν εις τον εαυτόν του, ηθέλησε να ταπεινώση ακόμη περισσότερον το σώμα του, με νηστείαν ακριβή ή καλλίτερον να είπω, με τελείαν αποχήν από παντός φαγητού. Επειδή όμως ευρίσκετο εις Κοινόβιον και εις τράπεζαν κοινήν αδελφών και ημποδίζετο, τι εμεθοδεύθη δια να μη γνωρίζουν τούτο οι αδελφοί και σκανδαλίζωνται; Εκάθητο και αυτός μετά των άλλων εις την τράπεζαν και ήπλωνε την χείρα εις τα φαγητά, τα οποία έφερεν εις το στόμα του, αλλά δεν τα κατέπινεν. Και κρατών ταύτα εντός του στόματός του, τα έφερε κατόπιν εις την άκραν του ενδύματός του, εκείνην ήτις εκάλυπτε την χείρα του και εκράτει ταύτα εκεί κτυφίως, έως ότου ηγείρετο από την τράπεζαν και έρριπτε ταύτα εις τα πετεινά. Ούτως ανεχώρει της τραπέζης τελείως νήστις. Ταύτα πάντα έχων υπ’ όψιν ο Ηγούμενος, εθεώρει μέγαν τον Λεόντιον και άξιον δια να λάβη το αξίωμα της Ιερωσύνης, διο και ανεκοίνωσε τούτον εις αυτόν. Αλλ’ εκείνος ούτε να ακούση καν τοιούτον τι εδέχετο εις την αρχήν. Κατόπιν όμως, βιαζόμενος πολύ από τον Προεστώτα και δια να μη φανή παρήκοος, αν και μη θέλων, επείσθη και έλαβε το μέγα και τέλειον Σχήμα των Μοναχών και το αξίωμα της Ιερωσύνης. Αλλ’ όμως, αν και προήχθη εις διδάσκαλον και φωτιστήν δια τους άλλους δια μέσου της Ιερωσύνης, όμως δεν υπερηφανεύθη, ούτε έδειξε καμμίαν διδασκαλικήν κίνησιν, ώστε να καταφρονήση τους μικροτέρους αδελφούς, αλλ’ αντιθέτως ήτο εις όλους παράδειγμα ταπεινώσεως, εκοπίαζε μετά των κοπιώντων, επαρηγόρει τους θλιβομένους, ανώρθωνε τους καταπίπτοντας και τους σκανδαλιζομένους εθεράπευε. Μετά ταύτα, πιεζόμενος υπό του Ηγουμένου, εγένετο και Οικονόμος του Μοναστηρίου, με την έγκρισιν όλης της αδελφότητος. Παρ’ όλον δε ότι περιεπλάκη εις φροντίδας και κόπους υπέρ την δύναμίν του, όμως δεν εγκατέλειψεν ουδ’ επί στιγμήν την κρυπτήν εργασίαν του και τον συνειθισμένον δαρμόν, ο καρτερόψυχος, καθ’ όλην δε την νύκτα ηγρύπνει αναγινώσκων και μελετών τους θείους λόγους, προσευχόμενος και ψάλλων μετά δακρύων· καθαρτικώς δε και μόνον μίαν ώραν της νυκτός, την τελευταίαν προς το εξημέρωμα, εκοιμάτο. Δια τούτο και ο Κύριος επεσκέπτετο τον Όσιον Λεόντιον δια της Χάριτος Αυτού, καθώς αποδεικνύεται από το ακόλουθον γεγονός. Ήτο η εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και, μετά την αγρυπνίαν, μετέβη ο Όσιος εις το κελλίον του δια να αναπαυθή ολίγον. Αφού ησύχασεν ολίγον, έλαβεν εις χείρας του βιβλίον τι δια να κάμη ανάγνωσιν. Τότε, ω του θαύματος! Ο Απόστολος του Χριστού, ο επιστήθιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ήλθεν προς αυτόν με την μορφήν του Ηγουμένου και είπε προς τον Όσιον· «Τέκνον, Λεόντιε, πήγαινε να λειτουργήσης ενωρίτερον από την συνειθισμένην ώραν, διότι θέλω να μεταβώ εις την Έφεσον». Ο δε Όσιος, μη δυνάμενος να αντισταθή εις την προσταγήν του Ηγουμένου, διελογίζετο, πως δεν προείπεν εις αυτόν ο Ηγούμενος, ότι θέλει να υπάγη εις την Έφεσον και διατί δεν ηθέλησε να καλέση αυτόν ως συνοδοιπόρον. Μ’ όλα ταύτα, ποιήσας την συνειθισμένην δια γονυκλισίας μετάνοιαν προς τον πραγματικόν Ηγούμενον, εζήτησεν την ευλογίαν δια να αρχίση την θείαν Λειτουργίαν. Ο δε Ηγούμενος απορών, είπε· «Τι έπαθες, αδελφέ, και θέλεις να λειτουργήσης τώρα»; Ο Λεόντιος απεκρίθη· «Δεν με επρόσταξες συ, Πάτερ, να τελέσω ενωρίτερον την θείαν Λειτουργίαν, διότι θέλεις να μεταβής εις την Έφεσον»; Ακούσας ταύτα ο Ηγούμενος, ηννόησεν ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήτο εκείνος, όστις επρόσταξε τον Όσιον. Όθεν είπε προς αυτόν· «Πήγαινε, τέκνον, και πράξον όπερ προσετάχθης. Διότι ο ηγαπημένος Ιωάννης θέλει και μεθ’ ημών να συνεορτάση αοράτως και να προλάβη και τους Εφεσίους». Τοιουτοτρόπως κατηξιώθη ο Όσιος να ιδή την θεωρίαν του Θεολόγου και να ακούση την φωνήν του. Ήτο δε διωρισμένον από τον αυτοκράτορα να λαμβάνη το Μοναστήριον του Θεολόγου κάθε χρόνον βασιλικόν σιτηρέσιον από τας βασιλικάς προσφοράς, τας οποίας έδιδεν η νήσος Κρήτη. Όταν λοιπόν είχε την διαχείρισιν των προσφορών της Κρήτης ο Ιωάννης, ο επονομαζόμενος Στραβορωμανός, μετέβη ο Όσιος εις την Κρήτην, δεύτερος ων τότε Προεστώς του Μοναστηρίου, έχων μετ’ αυτού και άλλους αδελφούς, δια να παραλάβη το σιτηρέσιον του Μοναστηρίου και να εξοικονομήση και άλλα πράγματα δια τας ανάγκας της αδελφότητος. Ενώ δε ευρίσκετο εκεί ο Όσιος, Κωνσταντίνος τις Σκανθής επονομαζόμενος, όστις, υποκρινόμενος ότι είναι τρελλός, εμαρτυρείτο ότι προέβλεπε και προέλεγε τα μέλλοντα, ιάτρευε δε και πάθη ψυχικά και σωματικά, εσπέραν τινά εφώναζε μετά φωνής μεγάλης πολλάκις το «Κύριε, ελέησον». Πολλοί τότε, στοχαζόμενοι ότι με την ασυνείθιστον βοήν του φανερώνει, ότι μέλλει να έλθη εις την Κρήτην μέγα κακόν, έτρεξαν δια να μάθουν και ηρώτων αυτόν διατί φωνάζει και τι έπαθεν. Αλλ’ εκείνος δεν απεκρίνετο, μόνον εφώναζε· «Κύριε, ελέησον»! Ηθέλησε λοιπόν και ο θείος Λεόντιος να μεταβή προς αυτόν, δια να τον ίδη και να μάθη το αίτιον, δια το οποίον εφώναζεν. Ευθύς δε μόλις εξεκίνησεν ο Όσιος, άφησεν ο Σκανθής το «Κύριε, ελέησον» και ήρχισε να φωνάζη περισσότερον και περιέργως, λέγων· «Παραμερίσατε, παραμερίσατε· έρχεται, έρχεται. Αλλοίμονόν σας, ταπεινοί, την ώραν αυτήν· αλλοίμονόν σας, εάν δεν ήθελεν έλθει, τι είχετε να πάθετε»! Όταν δε επλησίασεν ο Όσιος προς αυτόν, στρέψας τον λόγον, έλεγε· «Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες, ο Χρυσόστομός μου»! Προσπίπτων δε εις τους πόδας του κατεφίλει τούτους και εφώναζεν εν ενθουσιασμώ· «Καλώς ήλθες». Αλλά διατί είπε και έκαμνε ταύτα ο Σκανθής, κανείς δεν εγνώρισε ούτε αυτός εφανέρωσε τούτο εις κανένα, εκτός μόνον, ότι έδειξε δια τούτων, ότι ο θείος Λεόντιος είναι μέγας παρά τω Θεώ και Άγιος Αυτού. Άλλοτε ο Ηγούμενος ησθένησε, προσβληθείς υπό δεινής και θανατηφόρου ασθενείας, ευρίσκετο δε κατάκοιτος. Ο δε Όσιος ελυπείτο καθ’ υπερβολήν, δια την ασθένειαν του Πνευματικού του Πατρός. Ημέραν δε τινά, αφού ετελείωσε την θείαν Λειτουργίαν εις την οποίαν είχον προσέλθει και αρκετοί ευσεβείς Χριστιανοί, μετέβη κατόπιν μετά των αδελφών εις την κοινήν τράπεζαν και εκάθησε δια να φάγη. Ηρώτησε τότε τι έχουν ετοιμάσει δια να φάγη ο Ηγούμενος και εάν έχη όρεξιν. Μαθών δε παρά του διακονητού, ότι όχι μόνον δεν είχεν όρεξιν να φάγη, αλλά και βαρέως έπασχεν από μεγάλον και δεινόν παροξυσμόν, ελυπήθη βαθύτατα και στενάξας εκ βάθους καρδίας εκίνησε τα χείλη του εις προσευχήν. Ευθύς τότε εγερθείς από της τραπέζης μετέβη εις το κελλίον του Ηγουμένου και ποιήσας την συνειθισμένην μετάνοιαν, εζήτησε την ευλογίαν. Είδε τότε τον Γέροντά του πάσχοντα από τόσον μεγάλην στενοχωρίαν, ώστε να μη ημπορή να ομιλήση. Ο δε Όσιος τι έπραξεν; Ευρών εκεί μίαν μικράν κολοκύνθην περιέχουσαν οίνον, εγέμισεν εξ αυτού εν ποτήριον και το έδωκεν εις τον ασθενή δια να το πίη. Τότε ο ασθενής, βλέπων την επιμονήν του Οσίου, είπε με σβησμένην φωνήν, ότι, ευθύς ως ήθελε πίη τον οίνον τούτον, θα απέθνησκεν. Αλλ’ ο Όσιος, βιάζων αυτόν, έλεγε να τον πίη, διότι τον ηυλόγησεν ο Χριστός και ευθύς μόλις πίη τούτον θα ιατρευθή. Λέγων δε ταύτα, έκαμνεν επί του ποτηρίου το σημείον του ζωοποιού Σταυρού επικαλούμενος μυστικώς τον Κύριον εις βοήθειαν του Γέροντός του. Βλέπων δε αυτόν ότι δεν ήθελε να πίη τον οίνον, επεκαλείτο και φανερά τον Κύριον, λέγων τους απλοϊκούς τούτους λόγους· «Χριστέ μου, ηγαπημένε, πεποθημένε Δέσποτα, εάν αγαπάς την μητέρα Σου, την εμήν Κυρίαν, επάκουσόν μου του ευτελούς δούλου Σου, και δος εις τον πνευματικόν μου Πατέρα την ιατρείαν». Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος και ευλαβηθείς την απλουστάτην εκείνην προσευχήν του Οσίου, κατεπείσθη και έπιεν όλον τον οίνον. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς ηκολούθησε και η ιατρεία της ασθενείας του. Διότι ευθύς ως έπιε τον οίνον, ήμεσε τόσον πολλήν χολήν, ώστε εγέμισε μίαν λεκάνην και εκ τούτου του γεγονότος εβεβαιώθη το εξαίσιον του θαύματος. Διότι, ασφαλέστατα, δεν θα ήτο δυνατόν να ζήση ο Ηγούμενος, έχων εντός αυτού τόσην πολλήν φθοροποιόν ύλην. Ιδών λοιπόν ο Ηγούμενος πόσην παρρησίαν είχεν εις τον Θεόν ο θείος Λεόντιος, τον εβίαζεν από τότε και μετέπειτα συνεχώς να γίνη Ηγούμενος και αυτός θα ήτο ευχαριστημένος να υποτάσσεται εις αυτόν, όστις τω εχάρισε την ζωήν και έχει τόσην παρρησίαν εις τον Θεόν. Αλλ’ ο Όσιος ουδέ να ακούση ήθελε τούτο, αλλ’ έμενεν εις την προτέραν υπακοήν, υποτασσόμενος εις τον πνευματικόν του Πατέρα, προς τούτοις δε επεμελείτο και εθεράπευε τους ασθενείς. Μεταβαίνων μίαν φοράν ο Όσιος εις την Κωνσταντινούπολιν δια να τακτοποιήση τας υποθέσεις του Μοναστηρίου, επειδή, ως είπομεν, ήτο δεύτερος Προεστώς μετά τον Ηγούμενον και αποκαταστήσας τα πράγματα της Μονής καθώς έπρεπεν, ανήλθεν εις την μάνδραν του Οσίου Δανιήλ του Στυλίτου, όπου, ιδών τον τόπον ερημικόν και ήσυχον, επόθησε να ησυχάση εκεί και να διέλθη ατάραχος το υπόλοιπον της ζωής του. Όθεν, αποκαλύψας την γνώμην του εις τους εκεί ασκουμένους αδελφούς και ευρίσκων αυτούς συμφωνούντας και δεχομένους τον Όσιον, μετά χαράς έδωκεν εις αυτούς υπόσχεσιν ότι, αφού υπάγη εις την Πάτμον, δια να δώση λογαριασμόν της διαχειρίσεώς του έμπροσθεν της αδελφότητος, θέλει επιστρέψει, χωρίς άλλο, ίνα ησυχάση εκεί. Ούτως εξεκίνησε δια την Πάτμον. Ο Θεός όμως, όστις οικονομεί τα πάντα προς το συμφέρον, εκάλεσεν εις τας αιωνίους σκηνάς τον Ηγούμενον της Πάτμου, φωτίσας αυτόν να διορίση εγγράφως με επιτίμιον, ότι αφήνει ως Ηγούμενον της Μονής τον Λεόντιον. Ελθών λοιπόν εις την Πάτμον ο Όσιος και ευρών ούτω τα πράγματα του Μοναστηρίου, δεν ήξευρε τι να πράξη. Διότι, βλέπων ότι τα πράγματα της Μονής εκινδύνευον και τους αδελφούς απομένοντας ορφανούς, ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, παρεκινείτο να μείνη εκεί. Αλλά πάλιν, σκεπτόμενος την υπόσχεσιν την οποίαν έδωσε προς τον Θεόν και την ομολογίαν την οποίαν έδωσεν εις τον Όσιον Δανιήλ, να γίνη διάδοχος της αρετής εκείνου, παρεκινείτο να υπάγη εις την μάνδραν του Στυλίτου. Όμως ενίκησαν τα δάκρυα των αδελφών και η έγγραφος ψήφος του Ηγουμένου ή, καλλίτερον να είπω, η άγραφος ψήφος του Θεού και ούτως εδέχθη την προστασίαν των αδελφών χωρίς να θέλη. Έκτοτε προσέθεσε πόνους επί των πόνων και αγρυπνίας επί των αγρυπνιών, λέγων ο αοίδιμος· «Αν η αγρυπνία και η επιμέλεια την οποίαν κάμνουν οι Προεστώτες δια τους υποτασσομένους εις αυτούς, κάμνει τούτους να πείθωνται και να υπακούουν εις τους Προεστώτας, καθώς λέγει ο Απόστολος, εγώ βεβαίως, εάν αγρυπνώ, όχι μόνον δια τον εαυτόν μου αλλά και δια τους υποτασσομένους εις εμέ, θέλω καταπείσει τούτους να υπακούουν εις εκείνα τα οποία τους προστάσσω». Δια τούτο όσοι δεν υπήκουον εις αυτόν ελάμβανον την πρέπουσαν παιδείαν, όχι παρ’ ανθρώπων, αλλά παρά των αγρίων δαιμόνων, καθώς θέλει φανερώσει ο λόγος εν συνεχεία. Νήσος μικρά είναι αντικρύ της Πάτμου ακατοίκητος, Λειψώ καλουμένη, επί της οποίας οι Μοναχοί, έχοντες ζώα, μετέβαινον το θέρος και έσφαζον όσα επερίσσευαν, εξήραιναν τα δέρματα εις τον ήλιον και, πωλούντες αυτά, εξοικονόμουν τα έξοδα της Μονής. Εις δε την διακονίαν ταύτην απεστάλη Μοναχός τις, ονόματι Πρόχορος, όστις σκληρός ων και αδιάντροπος, υιός παρακοής και άτακτος, ηνώχλει φορτικώς τον Όσιον, παρουσία της αδελφότητος, δια να δώση εις αυτόν καινουργή υποδήματα. Ο δε Όσιος ερωτήσας τον υποδηματοποιόν του Μοναστηρίου εάν είχε να του δώση καινουργή υποδήματα και πληροφορηθείς ότι δεν είχεν έτοιμα, είπεν εις τον Πρόχορον, με πραείαν φωνήν, ότι, όταν επιστρέψη από την Λειψώ, θέλει δώσει εις αυτόν καινουργή υποδήματα. Αλλ’ ούτος ο αυθάδης, χωρίς να εντραπή τον Όσιον, διεμαρτύρετο περισσότερον και εφώναζε. Τότε ο Όσιος είπεν εις αυτόν να υπάγη με ειρήνην εις την διακονίαν του, δια να μη του συμβή τίποτε ανεπιθύμητον. Αλλ’ ο Πρόχορος δεν ήθελε να υπάγη ειρηνικώς. Εσυλλογίσθη τότε ο Όσιος, ότι ο Πρόχορος είναι άξιος να τιμωρηθή ως πρόβατον απειθές και είπε προς αυτόν· «Ύπαγε και ας γίνη η οδός σου σκότος και ολίσθημα και Άγγελος Κυρίου ας σε καταδιώξη». Και ο μεν Άγιος ταύτα μόνον είπεν, ο δε Θεός εσφράγισε τους λόγους αυτούς δια των γεγονότων. Διότι, αφού εισήλθεν ο απειθής Πρόχορος εντός του πλοιαρίου δια να μεταβή εις την Λειψώ, κατά το μέσον της ημέρας ήρχοντο, αοράτως, δια του αέρος, λίθοι πυκνοί ως η χάλαζα και έπιπτον επί του πλοιαρίου. Το δε θαυμαστότερον, ότι οι λίθοι εκτύπων μόνον αυτόν και όχι άλλον κανένα από τους συμπλέοντας, και ούτω μόνον αυτόν επλήγωνον. Ηκούοντο δε συγχρόνως και φωναί, λέγουσαι· «Το πείσμα! Το πείσμα»! Εκ των παραδόξων τούτων επείσθη ο δείλαιος, ότι δαιμονικαί δυνάμεις εστάλησαν ίνα τον τιμωρήσουν, δια να μάθη τι κακόν είναι η απείθεια και το να καταφρονή τις τους πνευματικούς του Πατέρας. Εξελθών δε εκ του πλοιαρίου περίλυπος, ηλευθερώθη ολίγον από τους λίθους δια να έλθη εις τον εαυτόν του και να συλλογισθή εκ ποίας αιτίας συνέβη εις αυτόν το τοιούτον κακόν. Διότι εάν οι λίθοι εξηκολούθουν να πίπτουν ή ήθελεν αποκάμει τελείως ή ήθελε χάσει τας φρένας του. Ως δε ητοίμαζε δια να γευματίση, ήρχισαν πάλιν να εκσφενδονίζωνται οι λίθοι κατ’ επάνω του, το πινάκιόν του κατεθρυμματίσθη και το φαγητόν του εχύθη, το δε δοχείον εντός του οποίου είχον τον δι’ αυτόν προοριζόμενον οίνον συνετρίβη και οι δαίμονες, οίτινες τον ελιθοβόλουν, εκάλουν αυτόν ονομαστικώς, λέγοντες και τούτο· «Το πείσμα! Το πείσμα»! Ο δε ταλαίπωρος Πρόχορος, γενόμενος εκστατικός προ του τοιούτου παραδόξου κακού και μη δυνάμενος να πράξη τι, ελησμόνησε και φαγητόν και ποτόν και επέστρεψε καταπληγωμένος εκ των κτυπημάτων των πετρών. Δεικνύων δε τας πληγάς προς τον Όσιον, διηγήθη την συμφοράν την οποίαν έπαθεν εκ της παρακοής του. Εις δε εκ των αδελφών, ακούων ταύτα και θεωρών τον εαυτόν του ικανόν να αντιμετωπίση τους δαίμονας, επήρε το θάρρος και είπε με υπερηφάνειαν προς τους άλλους αδελφούς· «Ούτος ο Μοναχός, επειδή δεν εγνώριζε γράμματα δια να διώξη δια τούτων τους δαίμονας, έπαθεν αυτό το κακόν. Αλλ’ εγώ θαρρώ εις τον Θεόν και εις την δύναμιν των γραμμάτων, να μη δοκιμάσω καμμίαν ενόχλησιν από τους δαίμονας». Λαβών δε το Ψαλτήριον εποίησε την συνειθισμένην μετάνοιαν εις τον Όσιον και έφυγε δια την Λειψώ. Αλλ’ και αυτός έπαθε τα ίδια και έπιπτον αοράτως κατ’ αυτού λίθοι πολλοί και ο πρότερον νομιζόμενος ανδρείος και θαρρών εις την μάθησιν των γραμμάτων, έξαφνα εφάνη δειλός και φεύγων επέστρεψεν εις το Μοναστήριον. Τότε ο μέγας Λεόντιος, κρίνων ότι είναι αρκετή η δικαία αύτη τιμωρία δια τους δύο τούτους Μοναχούς, παρέλαβε μεθ’ εαυτού άλλους ευλαβείς αδελφούς και μεταβάς εις την Λειψώ και αναπέμψας ευχήν, εδίωξεν εκείθεν τους δαίμονας και έπαυσε τον φόβον εκείνων, οίτινες ετιμωρήθησαν δικαίως, ο μεν εις δια την παρακοήν του, ο δε έτερος δια την υψηλοφροσύνην του. Μίαν φοράν ήλθον κουρσάροι εις το Μοναστήριον, οι οποίοι εγένοντο δεκτοί από τον Όσιον με κάθε φιλοφροσύνην, όμως, ως βάρβαροι, εζήτουν τα συνειθισμένα εις αυτούς, ήτοι άρτους, οίνον, εσφαγμένα πρόβατα και άλλα φαγητά αρμόδια δια τους κουρσάρους. Ο δε Όσιος επρόσταξε τους διακονητάς να δώσουν εις αυτούς από ό,τι είχε το Μοναστήριον. Αλλ’ εκείνοι δεν ήθελον να λάβουν μόνον ταύτα, αλλ’ εζήτουν και άλλα περισσότερα. Ο δε Όσιος, ελθών εις το μέσον αυτών, έλεγε με ιλαράν φωνήν να λάβουν εκείνα τα οποία τους έδιδαν, διότι δεν έχει το Μοναστήριον να προσφέρη περισσότερα. Όμως οι κουρσάροι και πάλιν δεν ηθέλησαν να λάβουν τα προσφερόμενα, αλλά υβρίζοντες τον Ηγούμενον και απειλούντες τους Μοναχούς κατήλθον εις τον αιγιαλόν και ευθύς έθεσαν πυρ και έκαυσαν το πλοιάριον του Μοναστηρίου. Τούτο βλέποντες οι Μοναχοί από το Μοναστήριον ανήγγειλαν εις τον Όσιον, ο οποίος ελυπήθη κατάκαρδα και λαβών εις τας χείρας αυτού την Εικόνα του Θεολόγου, είπεν, εις επήκοον πάντων των αδελφών· «Ω Θεολόγε ηγαπημένε, αν δεν τιμωρήσης αυτούς τους κακούργους δια την ζημίαν την οποίαν έκαμον εις ημάς τους δούλους Σου, γνώριζε ότι δεν θέλω μείνει πλέον εδώ, ούτε θέλω σταθή Ηγούμενος του Μοναστηρίου σου, εάν δεν με ακούσης». Αυτά είπεν ο Όσιος. Οι δε λόγοι του, ω του θαύματος! έγιναν έργον. Διότι, ενώ οι κουρσάροι έφευγον από την Πάτμον πλέοντες προς την Ικαρίαν, αν και ήτο γαλήνη, εσταμάτησε το πλοίον των και αίφνης έπνευσεν άνεμος, όστις ανετάραξε την θάλασσαν, κύματα δε μεγάλα ορμήσαντα κατά του πλοίου αυτών το κατεβύθισαν με όλους τους κουρσάρους, όσοι δε εξ αυτών εξεσφενδονίσθησαν εις τας ακτάς ημιθανείς εφονεύθησαν από τους Ικαρίους. Μία δε μόνον γυνή εσώθη δια να κηρύττη το θαύμα, το οποίον έμαθον και οι άλλοι κουρσάροι και εις το εξής είχον σέβας και ευλάβειαν μεγίστην προς τον μέγαν Λεόντιον. Το ότι δε και τα κρυπτά των καρδιών ήσαν φανερά εις τον Όσιον, θέλει αποδείξει το εξής περιστατικόν. Από την Κρήτην ο Όσιος παρέλαβε μαθητήν του τινά, Αντώνιον ονομαζόμενον, εις τον οποίον παρήγγειλε να εξομολογήται καθ’ εσπέραν τους λογισμούς, οίτινες ήρχοντο εις αυτόν κατά το διάστημα της ημέρας. Όθεν ανά πάσαν εσπέραν ο Αντώνιος μετέβαινεν εις τον Όσιον και εξωμολογείτο προς αυτόν όλους τους λογισμούς του, ως και από ποίαν αιτίαν προήρχοντο. Ημέραν δε τινά ήλθεν εις αυτόν λογισμός τις ασήμαντος, τον οποίον, ως ευτελή και μηδαμινόν, δεν εφανέρωσεν εις τον Άγιον. Αλλά κάμνων μετάνοιαν, ήθελε να αναχωρήση εκ του κελλίου του Οσίου. Όμως η παραγγελία του πνευματικού του Πατρός ηνάγκαζεν αυτόν να εξομολογηθή και εκείνον τον μικρόν λογισμόν, ίστατο δε αμφιταλαντευόμενος και πότε εζήτει να επιστρέψη δια να ειπή τον λογισμόν, πότε να αναχωρήση δια το κελλίον του. Τότε ο Όσιος είπε προς τον Αντώνιον· «Ειπέ, τέκνον, και τούτον τον λογισμόν σου και μη καταφρονής αυτόν ως ουτιδανόν και αβλαβή· διότι, όστις καταφρονεί τα μικρά, θέλει καταφρονήσει κατόπιν και τα μεγάλα, καθώς εμάθομεν». Ο δε Αντώνιος, ακούσας ανελπίστως τούτο και γενόμενος έντρομος, διότι ο Όσιος εφανέρωσεν εις αυτόν και αυτήν την ποιότητα και την δύναμιν του λογισμού, προσέπεσεν ευθύς προ των ποδών του και κατηγορών τον εαυτόν του ως καταφρονητήν, εζήτησε και έλαβε την συγχώρησιν. Το ότι δε ο Όσιος εγνώριζε και τα μακράν γινόμενα, ο καθείς θέλει πληροφορηθή τούτο εκ του εξής συμβάντος, όπερ ηκολούθησεν. Εις την Κρήτην κατώκει Μοναχός τις, Αθανάσιος ονόματι, καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολιν και θέλων να ζήση το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία δια τας αμαρτίας, τας οποίας ως άνθρωπος είχε πράξει, ήλθεν εις την Μονήν της Πάτμου, όπου εγένετο Μεγαλόσχημος και αφιέρωσε πλείστα αφιερώματα. Αλλ’ ο φθόνος του μισοκάλου δεν άφηνεν αυτόν να ησυχάση εις το Μοναστήριον, αλλ’ ηνάγκασεν αυτόν να επιστρέψη πάλιν εις την Κρήτην και να μένη εκεί. ΄Όταν δε ο Άγιος μετέβη κάποτε εις την Κρήτην, υπεσχέθη εις αυτόν ο Αθανάσιος, ότι τον ερχόμενον χρόνον, αν στείλη πάλιν εκεί τον Αντώνιον, εξ άπαντος θέλει επανέλθει μετ’ αυτού εις το Μοναστήριον. Επιστρέψας δε μίαν των ημερών ο Όσιος εις το Μοναστήριον, εύρε τον Αντώνιον εις το κελλίον του και είπε προς αυτόν· «Γνώριζε, τέκνον, ότι ο Αθανάσιος απέθανεν εις την Κρήτην». Ερωτήσαντος δε του Αντωνίου πόθεν επληροφορήθη τούτο ο Όσιος, απεκρίθη ούτος προς αυτόν· «Σήμερον ήλθεν από την Κρήτην εις το ακρωτήριον της νήσου μας πλοίον τι, το οποίον έφερε την είδησιν ταύτην, εκείνοι δε οι οποίοι το ήκουσαν μοι το είπον». Και ότι μεν απέθανεν ο Αθανάσιος, ουδεμία δύναται να γεννηθή αμφιβολία. Το ότι δε τότε ή μετ’ ολίγον ήλθε πλοίον από την Κρήτην και έφερε ταύτην την είδησιν, τούτο ηρευνήθη αλλά το πλοίον δεν ευρέθη. Μόνον δε ο Αντώνιος ήκουσε τούτο από τον Όσιον και το είπε και εις τους άλλους. Ούτος ο Αντώνιος επολεμήθη κάποτε από το δαιμόνιον της βλασφημίας. ΄Ητο δε ο πόλεμος πολύ φοβερός, διότι η βλασφημία εστρέφετο κατά της Κυρίας Θεοτόκου· ο δε φόβος της αμαρτίας ταύτης μεγάλην σύγχυσιν επροξένει εις τον Αντώνιον. Και εξομολογηθείς τους βλασφήμους τούτους λογισμούς εις τον Όσιον και επικαλεσθείς την βοήθειάν του, ήκουσε παρ’ αυτού ταύτα· «Έχε θάρρος, τέκνον, και μη φοβείσαι. Άφησε τον κύνα να γαυγίζη και ειπέ του: Σιώπα, κατάρατε, μη φωνάζης. Διότι δεν είναι δυνατόν να υβρίζω και να συλλογίζωμαι βλασφημίας κατ’ Εκείνης, εις την οποίαν έχω την μόνην ελπίδα της σωτηρίας μου, ούτε ημπορώ να μη δοξάζω και να μη τιμώ, καθώς είναι πρέπον, την Δέσποινάν μου και Κυρίαν Θεοτόκον». Δια τοιούτων λόγων ώπλισεν ο Όσιος τον Αντώνιον κατά του δαίμονος της βλασφημίας. Αλλ’ εκείνος, ο αλιτήριος, δεν έπαυεν από του να ενοχλή τον Αντώνιον περισσότερον. Και όταν μετέβαινε μετά των αδελφών εις την κοινήν Ακολουθίαν, απελευθερούτο από τον πόλεμον και ελάμβανεν άνεσιν, ευθύς όμως ως εισήρχετο εις το κελλίον του υφίστατο νέαν σφοδροτάτην επίθεσιν από τον εχθρόν και άλλο καταφύγιον δεν είχεν ει μη μόνον τον Όσιον και τας συμβουλάς αυτού. Επειδή δε ο πόλεμος εχρόνιζε και ο εχθρός δεν έπαυεν ουδ' επί στιγμήν, επτοήθη τέλος ο Αντώνιος και κάποτε, ότε εξήρχετο από την Εκκλησίαν δια να μεταβή εις το κελλίον του, δεν ετόλμησε να εισέλθη εντός αυτού, φοβηθείς τον πόλεμον τον οποίον θα εύρισκεν εν αυτώ από τους λογισμούς της βλασφημίας. Τρέχων δε μετέβη εις το κελλίον του Οσίου και είπε πάλιν εις αυτόν τα ίδια. Ο δε Όσιος είπε και πάλιν εις τον Αντώνιον να μη φροντίζη δια τους τοιούτους λογισμούς, αλλά να αποδιώκη τούτους με λόγους καταφρονητικούς. Ο Αντώνιος όμως, κυριευόμενος υπό του φόβου, είπε· «Δεν εξέρχομαι, Πάτερ, από το κελλίον σου, αν δεν με ελευθερώσης από τούτον τον πειρασμόν του εχθρού. Διότι που να υπάγω; Εις το κελλίον μου; Αλλ’ αυτό είναι το ορμητήριον του πειρασμού, όστις με ενοχλεί». Ιδών τότε ο Όσιος, ότι από τον φόβον του δεν ηδύνατο ουδέ εις το κελλίον του να εισέλθη, ηγέρθη εκ του σκαμνίου εις το οποίον εκάθητο και σταθείς προ του προσκυνηταρίου, το οποίον είχεν εις το κελλίον του, παρεκάλεσε τον Θεόν και την Κυρίαν Θεοτόκον, την βλασφημουμένην από τον δαίμονα, να βοηθήσουν τον αδελφόν. Έπειτα λαβών την δεξιάν χείρα του Αντωνίου έφερε ταύτην επί του τραχήλου του και είπεν εις τον Αντώνιον· «Η τοιαύτη σου αμαρτία, τέκνον, ας είναι επάνω εις εμέ και εις τον ιδικόν μου ταπεινόν τράχηλον. Αν δε σε πολεμήση πάλιν ο εχθρός, ειπέ προς αυτόν· «Δι’ ευχών του ταπεινού και αμαρτωλού Λεοντίου, σε λογίζομαι, εχθρέ της αληθείας, ως ένα κύνα μιαρόν και ακάθαρτον». Ως δε ο Αντώνιος εδιδάχθη ταύτα και ωπλίσθη κατ’ αυτόν τον τρόπον, εποίησε μετάνοιαν και εξήλθεν από το κελλίον του Οσίου. Ευθύς τότε έπαυσεν ο πόλεμος και οι λογισμοί της βλασμημίας εχάθησαν τελείως, ως να μη είχον εμφανισθή ουδέποτε. Τόσον δε μόνον απέμειναν, ώστε την νύκτα εκείνην ήκουσε φωνάς, χωρίς να ίδη θεωρίαν τινά, αι οποίαι ύβριζον τον Όσιον και ηπείλουν αυτόν. Έλεγον δε ακόμη και ταύτα· «Καλόν σοι, καλόν σοι, ότι κατέφυγες εις τον Λεόντιον και ήλπισας εις αυτόν. Διότι, αν δεν έπραττες ούτω, θα εμάνθανες εκείνα τα οποία είχες να πάθης». Ότι δε ο μέγας Λεόντιος είχεν υποτεταγμένον και το πάθος του θυμού και τούτο πάλιν θέλει αποδειχθή δια της εξής διηγήσεως. Η Μονή της Πάτμου είχε πολλούς Μοναχούς και από διαφόρους φυλάς και ήθη, οι οποίοι, ως άνθρωποι, εσυγχύζοντο ενίοτε μεταξύ των και παρήκουον και ημέλουν τας υποθέσεις του Μοναστηρίου. Όθεν πολλάκις ο Όσιος επέβαλλεν εις αυτούς κανόνα με σφοδρότητα και ωνείδιζε τούτους ως αμελείς προς το πρέπον. Αλλ’ όμως, κατά το φαινόμενον μόνον έλεγε και έπραττε ταύτα, εντός δε της καρδίας του δεν εταράττετο ποσώς, αλλ’ ήτο πάντοτε ατάραχος και, όταν το εκάλει ο καιρός, δεν ημπόδιζεν εαυτόν από τα θεία Μυστήρια, ως δε να μη συνέβαινε τίποτε, ουδέ η ελαχίστη ταραχή, ούτως αταράχως εισήρχετο εις το Άγιον Βήμα και ετελείωνε την θείαν Λειτουργίαν. Όταν δε κάποτε ηρώτησεν αυτόν ο Αντώνιος, εάν εταράχθη από την διαφοράν, ήτις ανεφύη μεταξύ αδελφών τινών και πως, ενώ έχει έχθραν, λειτουργεί, απεκρίθη προς αυτόν ο Όσιος· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι ο ιδικός μου επίπλαστος θυμός μέχρι των λόγων μόνον φθάνει και αποβλέπει εις την διόρθωσιν. Διότι αν δεν δείξη τις ότι θυμώνει, πως ημπορεί να διορθώση εκείνους οίτινες πταίουν»; Εξεκίνησε ποτέ ο Άγιος να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, κατά δε τον πλουν, λόγω τρικυμίας, κατέφυγον εις μικράν τινά νήσον, ήτις είναι αντικρύ εις τας Φώκιας, εις τας οποίας κατώκει πλούσιος τις, Μαύρος επονομαζόμενος. Ούτος μεταβαίνων, κατά τύχην , εις την μικράν εκείνην νήσον και μαθών ότι εντός του πλοιαρίου ήτο ο θείος Λεόντιος, εχάρη πολύ, διότι είχε ακούσει όσα περί του Οσίου εφημίζοντο. Όθεν του εφάνη ότι εύρε μέγαν θησαυρόν. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Όσιον να μεταβή εις τας Φώκιας, δια να ευλογήση τον οίκον του. Παραλαβών τότε ο Όσιος μεθ’ εαυτού τον Αντώνιον και τον Ανδρόνικον, τους μαθητάς του, μετέβη πράγματι εις την οικίαν του Μαύρου, όπου ηυχήθη αυτόν και την σύζυγόν του και ευλογήσας τον οίκον των ενουθέτησε τούτους με ψυχωφελείς νουθεσίας. Όταν δε ήθελε να αναχωρήση, προσέπεσαν προ των ποδών του τόσον ο ανήρ όσον και η σύζυγός του και παρεκάλουν θερμώς να ευχηθή, ίνα ο Κύριος δωρήση εις αυτούς τέκνον, διότι ήσαν άτεκνοι και, ως εκ τούτου, ησθάνοντο μεγάλην λύπην. Ο δε Όσιος είπεν· «Εγώ είμαι αμαρτωλός και έχω ανάγκην καθώς και σεις από την βοήθειαν του Θεού, όμως, κατά την πίστιν σας, ας γίνη το αίτημά σας και ας σας δώση ο Κύριος τέκνον το προσεχές έτος». Τούτο δε και εγένετο, κατά την πρόρρησιν και την ευχήν του Οσίου, και το επόμενον έτος εγέννησεν η σύζυγος του Μαύρου παιδίον θήλυ, το οποίον ωνόμασαν Λεοντώ, εις τιμήν του Οσίου. Άλλοτε πάλιν εκκινήσας ο Όσιος ίνα μεταβή εις την βασιλεύουσαν δια να ρυθμίση τας υποθέσεις του Μοναστηρίου, εύρεν αντίθετον άνεμον και επέστρεψεν αναμένων εντός του πλοιαρίου, έως ότου πνεύση ευνοϊκός άνεμος. Αλλ’ εν τω μεταξύ ησθένησε βαρέως και ανεβίβασαν αυτόν δια κλίνης εις το Μοναστήριον, υπέφερε δε φρικτώς, μη δυνάμενος ούτε να φάγη ούτε να πίη ούτε να ομιλήση. Επί διάστημα δε δέκα τεσσάρων ημερών μόνον από την αναπνοήν εγνωρίζετο, ότι ζη, έως ότου απέλιπον αι δυνάμεις αυτού και ήγγισεν εις τον θάνατον. Ένεκα τούτου ητοιμάσθησαν τα αρμόδια δια τον ενταφιασμόν του. Αλλ’ ο Κύριος, ο ιατρεύων τους συντετριμμένους, εδώρησεν εις τον Όσιον δέκα τρεις ήμισυ χρόνους ζωής ακόμη, όσαι δηλαδή ήσαν και αι ημέραι της ασθενείας του. Διότι κατά το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας έλαβε, δι’ αποκαλύψεως παρά του Θεού, την προσθήκην των χρόνων και ευθύς ήρχισε να αναλαμβάνη και να δέχεται ολίγην τροφήν. Έπαυσε δε και ο αντίθετος άνεμος και οι ναύται ήθελον να ταξιδεύσουν. Αναβάντες δε εις το Μοναστήριον, ηρώτησαν τον Όσιον ποίον θέλει να στείλη αντ’ αυτού. Ο δε Όσιος, με φωνήν μόλις ακουομένην, διώρισεν επιστάτην τον Αντώνιον. Αλλ’ εκείνος, δεχθείς τον λόγον ως βέλος εις την καρδίαν του, απεκρίθη· «Εις τι σου έπταισα, Πάτερ, ώστε να στερηθώ των τελευταίων σου ευχών; Συ μετ’ ολίγον αποθνήσκεις και εγκαταλείπεις ημάς ορφανούς. Δεν αρκεί το ότι ο χωρισμός σου είναι δι’ εμέ ανυπόφορος; Όμως το να μη απολαύσω τας τελευταίας σου ευχάς δεν θέλω υποφέρει, όχι να το ακούσω, αλλ’ ουδέ καν να το σκεφθώ».Ταύτα είπεν εις τον Όσιον ο Αντώνιος με μεγάλην του λύπην. Ο δε Άγιος, προσκαλέσας τούτον να υπάγη πλησίον αυτού, είπεν· «Αληθώς, ω Αντώνιε, ενόμισας ότι ο χρόνος της ζωής μου ετελείωσεν; Αλλ’ ο Χριστός μου ανενέωσεν τούτον. Διότι εφάνη εις εμέ ένεκα της ανεκλαλήτου φιλανθρωπίας Αυτού, καθώς έχει συνήθειαν να έρχεται προς εμέ και μοι εδώρησε προσθήκην ζωής χρόνων δέκα τριών και ημίσεως. Ύπαγε λοιπόν χαίρων και πίστευε, ότι ακόμη επί δέκα τρεις ήμισυ χρόνους θέλεις με έχει πλησίον σου να σου ομιλώ». Ούτως είπεν ο Όσιος, τα δε γεγονότα ηκολούθησαν συμφώνως προς τους λόγους. Εις το διάστημα δε των χρόνων, τους οποίους εδώρησεν εις τον Όσιον ο Θεός, ετέλεσε και τα άλλα θαυμάσια, εγένετο δε και Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο τρισμακάριστος, ως θέλομεν κατωτέρω διηγηθή. Κατά το επόμενον έτος ηυδόκησεν ο Κύριος και μετέβη πάλιν ο Άγιος μετά του Αντωνίου εις την Κρήτην, δια να παραλάβη το συνειθισμένον σιτηρέσιον του Μοναστηρίου. Αλλ’ επειδή ο φορολόγος της Κρήτης εκράτησε τον ωρισμένον σίτον, επέστρεψαν άπρακτοι εις την Πάτμον. Οι δε αδελφοί, ως έχοντες ανάγκας, παρεκάλεσαν τον Όσιον να μεταβή εις την βασιλεύουσαν και να αναγγείλη την υπόθεσιν εις τον βασιλέα, δια να μη στερηθούν οι αδελφοί του ωρισμένου σιτηρεσίου των. Αλλ’ ο Όσιος τότε μεν εσιώπησε και δεν απεκρίθη, θέλων να πληροφορηθή παρά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ωδήγει τούτον, ποίον τέλος θα είχε το ταξίδιόν του εις Κωνσταντινούπολιν. Επειδή δε οι αδελφοί της Μονής εβίαζον αυτόν να μεταβή, εφάνη ως να ωξύνθη και τότε εις επήκοον πάντων προείπε ταύτα· «Αφήσατέ με και μη με βιάζετε. Διότι, πιστεύσατέ με, αν μεταβώ εις την βασιλεύουσαν, την Πάτμον πλέον θα ιδώ περαστικώς». Ουδείς όμως αντελήφθη τι εδήλουν οι λόγοι ούτοι, έως ότου επηλήθευσεν αύτη η πρόρρησις του Οσίου. Όμως υπείκων εις την πίεσιν των αδελφών ητοιμάσθη και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Φθάσας δε εκεί, συνήντησε πρώτον άνδρα τινά σοφόν κατά τα θεία και σοφώτερον κατά τα ανθρώπινα, όστις συνεδέετο δια στενής φιλίας με τον βασιλέα και ήτο πρώτος της συγκλήτου, μέγας δε δρουγγάριος κατά το αξίωμα. Μετά του ανδρός τούτου συνωμίλησεν ικανώς ο Άγιος, ούτος δε ο δρουγγάριος, αφού εγνωρίσθη με τον Όσιον, πατρικώς εσέβετο αυτόν και τον ετίμα ως άνθρωπον του Θεού. Δια τούτο και παρουσιάζων τον Όσιον εις τον τότε βασιλέα Μανουήλ τον Κομνηνόν, είπεν· «Ίδε, βασιλεύ, ο άνθρωπος του Θεού, τον οποίον, προσφέρων ευχέτην εις την βασιλείαν σου, πιστεύω, ότι ούτος θέλει ανοίξει δια σε την αγκάλην του Θεού, όταν θελήση». Ο δε βασιλεύς, πιστεύσας ότι ο θείος Λεόντιος είναι πράγματι ως παρέστησεν αυτόν ο δρουγγάριος, βεβαιωθείς δε έτι μάλλον από την ξηρότητα και την ωχρότητα του προσώπου του, την απλότητα της πμιλίας του και την ετοιμότητα μετά της οποίας απεκρίνετο εις τας ερωτήσεις, τας οποίας έκαμνον εις αυτόν, ακόμη δε και εκ της ευχερείας μεθ’ ης έλυε τας απορίας των θείων Γραφών, ησθάνθη χαράν μεγάλην, πιστεύων ότι εύρε μέγαν θησαυρόν αντάξιον δια βασιλέα. Όθεν εσκέφθη να ψηφίση τον Όσιον δι’ Αρχιερέα και Ποιμένα λαού. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν ο Αρχιερεύς των Ρωσιών και ο βασιλεύς εψήφισε τον Όσιον Αρχιερέα των Ρωσιών, αντί του αποθανόντος, τούτο δε εμήνυσεν εις τον Όσιον δια μέσου του δρουγγαρίου· αλλά δεν ηθέλησεν ο Άγιος να γίνη Ποιμήν των Ρωσιών. Έπειτα έμεινε χηρεύων και ο Αρχιεπισκοπικός θρόνος της νήσου Κύπρου, ότε και πάλιν ο βασιλεύς εδοκίμασε, δια μέσου του δρουγγαρίου, αν ο Όσιος συγκατατίθεται να ορίση τούτον Αρχιερέα της Κύπρου. Εκείνος όμως και πάλιν ηρνήθη. Διότι εγνώριζεν εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή και πότε ήτο ανάγκη να γίνη Αρχιερεύς, με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Οι δε μαθηταί του επέμενον να δεχθή το αξίωμα τούτο και μάλιστα ο Αντώνιος, έλεγον δε προς αυτόν· «Νομίζομεν, ω Πάτερ, ότι δεν θέλεις να ευεργετήσης ούτε τον εαυτόν σου ούτε ημάς, οίτινες, μετά Θεόν, προς σε ελπίζομεν, ούτε το Μοναστήριόν σου. Διότι πως θα θελήση ο βασιλεύς να φέρη εις πέρας την αίτησίν σου δια το Μοναστήριον, αφού συ παρήκουσες την αίτησίν του δύο φοράς; Αν ήθελες γίνει Αρχιερεύς της Κύπρου, βεβαίως και ημείς θα σε είχομεν ως βοηθόν εις την ζωήν μας και το Μοναστήριόν μας θα εμεγαλύνετο και θα ανέθαλλε». Ταύτα ακούσας ο Όσιος, είπε προς τον Αντώνιον· «Διατί με βιάζεις, τέκνον, να σοι εκμυστηρευθώ εκείνο το οποίον μόνος ο Θεός εβουλεύθη δι’ εμέ τον ταπεινόν, το οποίον ούτε ο βασιλεύς γνωρίζει, ούτε συ ηδυνήθης να μάθης»; Ο Αντώνιος τότε ηρώτησε· «Τι είναι τούτο, τίμιε Πάτερ»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο επουράνιος Βασιλεύς ηυδόκησε να με προορίση δια Πατριάρχην· πως λοιπόν ο επίγειος βασιλεύς λογίζεται να με κάμη Επίσκοπον»; Αλλ’ ο Αντώνιος πάλιν ηρώτησε· «Και εις ποίον θρόνον, Πάτερ Άγιε, μέλλει να σε κάμη Πατριάρχην ο Θεός»; Και ο Όσιος είπε· «Το ότι θα γίνω Πατριάρχης επληροφορήθην ακριβώς παρά Κυρίου, εις ποίον όμως θρόνον θα πατριαρχεύσω δεν μοι απεκαλύφθη». Κατά την πρόρρησιν λοιπόν ταύτην και εις τον υπό του Θεού προορισθέντα καιρόν, εγένετο ο θείος Λεόντιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Κινούμενος δε υπό του Αγίου Πνεύματος, το οποίον καθωδήγει αυτόν, κατέστησεν Οικονόμον της εν Πάτμω Μονής τον Αντώνιον, του προείπε δε ότι θα γίνη και Ηγούμενος, διαδεχόμενος εκείνον τον οποίον διώρισεν ο Άγιος. Τούτο και εγένετο. Επειδή δε ο μέγας ούτος εγένετο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, εισελθών εις πλοίον μετέβαινεν εις τα Ιεροσόλυμα. Διερχόμενος δε από την Πάτμον ανήλθεν εις το Μοναστήριον και σφραγίσας δια της τιμίας χειρός αυτού τον Ηγούμενον, τον οποίον διώρισε, μετά δύο ημέρας ανεχώρησε. Τότε ενεθυμήθησαν οι αδελφοί την πρόρρησιν του Οσίου, ειπόντος, όταν εβίαζον αυτόν να υπάγη εις την βασιλεύουσαν, ότι περαστικώς θα έβλεπε πλέον την Πάτμον. Μεταβάς δε εις την Ρόδον, επειδή έφθασεν ο χειμών, απεφάσισε να μείνη εκεί μέχρι της ανοίξεως. Διεμήνυσε λοιπόν εις τον Οικονόμον Αντώνιον, ότι ετελείωσαν τα προς τροφήν χρειώδη και δεν ηδύναντο να προμηθευθούν άλλα, δια τούτο τον εκάλει να επιμεληθή εκείνος και να τους φέρη ό,τι ήτο χρήσιμον. Ο δε ευλογημένος Αντώνιος, φυλάττων ακόμη υπακοήν προς τον Όσιον, μετέβη εις την Ανατολήν και αφού ηγόρασε τα αναγκαία εξεκίνησεν, ίνα υπάγη εις την Ρόδον. Αλλ’ έπνεεν άνεμος αντίθετος, όστις ωδήγει το πλοίον εις άλλον τόπον. Τότε ο Αντώνιος και οι άλλοι παρεκάλεσαν τον Θεόν να βοηθήση αυτούς, δια των ευχών του Οσίου Λεοντίου. Και, ω του θαύματος! έπαυσεν ευθύς ο αντίθετος άνεμος και μετ’ ολίγον εισήρχετο το πλοίον εις τον λιμένα της Ρόδου. Ο δε Άγιος, βλέπων, με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, τα μακράν όντα, ως παρόντα, είπε προς τους περιεστώτας· «Κατέλθετε εις τον αιγιαλόν, διότι ήλθεν ο Οικονόμος της Μονής και μας έφερεν ό,τι χρειαζόμεθα». Μεταβάντες τότε εκείνοι εις τον λιμένα εύρον τον Οικονόμον Αντώνιον και τους μετ’ αυτού Μοναχούς, οίτινες μόλις είχον αγκυροβολήσει το πλοίον των και εθαύμασαν δια το προορατικόν του Αγίου. Όταν δε ήλθεν η άνοιξις, μετέβη ο Όσιος εις την Κύπρον, εις το Μοναστήριον της Ιερουσαλήμ, όπου ήτο ωρισμένον να διαμένη ο κατά καιρούς Πατριάρχης των Ιεροσολύμων προς μικράν ανάπαυσιν. Ευρών δε τούτο έρημον και κατακρατούμενον από δύο Μοναχούς αμονάχους, οίτινες συγκατώκουν μετά γυναικών και άλλο τίποτε δεν εφρόντιζον, ει μη να συμφθείρωνται μετ’ αυτών, ελυπήθη πολύ και συνεβούλευσε τούτους να απόσχουν της αμαρτίας και να μετανοήσουν, δια να μη έλθη εις αυτούς απροόπτως ο θάνατος και κολασθώσιν. Αλλ’ εκείνοι έμειναν εις την κακίαν των, προφασιζόμενοι ότι η συνήθεια ενίκησε και αυτούς και νόμον και κανόνας. Ο δε Άγιος στενάξας εκ βάθους καρδίας είπεν· «Εγώ, τέκνα μου, έπραξα το χρέος μου και σας συνεβούλευσα δια το καλόν σας. Επειδή όμως σεις καταφρονείτε και εμέ και τους λόγους μου, ο Θεός πλέον θα σας κρίνη». Και, ω της δυστυχίας των! Μετά μίαν ημέραν έφθασεν η θεία Δίκη και εξαίφνης απέθανον και οι δύο, χωρίς καθόλου να ασθενήσουν. Διότι γνωρίζει η θεία Δίκη να τιμωρή εκείνους, οίτινες αμαρτάνουν και δεν μετανοούν. Εγένετο δε τότε μαθητής του Οσίου Κύπριος τις Μοναχός, Ιωάννης ονόματι, ο οποίος, πεσών, φεύ! εις πορνείαν, ενόμιζεν ότι δεν θα πληροφορηθή τούτο ο Άγιος, ως εκ τούτου δε ήτο αμετανόητος. Όθεν ο πνευματικός του Πατήρ εφανέρωσε τούτο εις αυτόν και επιτιμών παρεκίνει να μετανοήση και να διορθωθή. Αλλ’ εκείνος δεν ηθέλησε. Δια τούτο εδέχθη, παρά Θεού, διπλά τα επιτίμια της κακίας του. Διότι, καθ’ ην στιγμήν ήγειρεν ο Άγιος την χείρα αυτού εις τον αέρα και έκαμνε το σημείον του Σταυρού επί του προσώπου του αμαρτάνοντος Μοναχού, ευθύς ο άθλιος ούτος Μοναχός ετυφλώθη. Όχι δε μόνον τούτο, αλλ’ αφού παρήλθεν η έκτη ημέρα και απέθανεν, αλλοίμονον! ο δυστυχής ψυχικόν και σωματικόν θάνατον. Αφ’ ότου δε απέθανεν ο προ του Οσίου Λεοντίου Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, ο βασιλικός φορολόγος, όστις ήτο εις την Κύπρον, Κυριακός καλούμενος, ήρπασεν άπαντα τα εισοδήματα, τα οποία εισέπραττε το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων από την Κύπρον, έτι δε και τους καρπούς των Μετοχίων του Πατριαρχείου. Όθεν ο Όσιος δεν εύρε τίποτε εξ εκείνων τα οποία ήλπιζεν ότι θα εύρη, προς οικονομίαν αυτού και των ανθρώπων του. Ήτο λοιπόν μέγα το κακόν, εις τοσούτον μέγας Αρχιερεύς, ευρισκόμενος εν τω μέσω της Ορθοδόξου Βυζαντινής αυτοκρατορίας, να στερήται όχι μόνον των περιττών, αλλά και αυτών των προς το ζην αναγκαιούντων. Όμως ο Άγιος μεγαλοψύχως υπέφερε το δεινόν. Αλλ’ ο διάβολος, θέλων να δοκιμάση τον Όσιον αν ολιγοψυχή εις τους πειρασμούς, οίτινες προσβάλλουν αυτόν, εξήγειρεν εναντίον αυτού τον υπηρέτην του φορολόγου Κυριακού, ονομαζόμενον Τριαντάφυλλον, ο οποίος μεταβάς εις την κατοικίαν όπου διέμενον ο Όσιος, εζήτει με μεγάλον θυμόν όλα τα εισοδήματα των ακινήτων κτημάτων, τα οποία είχεν εις την Κύπρον το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, απειλών ότι, αν δεν λάβη ταύτα ευθύς, θα κακοποιήση και τον Πατριάρχην και τους ανθρώπους του. Ο Άγιος έλεγε τότε εις αυτόν να έχη ολίγην υπομονήν. Αλλ’ εκείνος ηγέρθη και ενώ μετέβαινε προς την κλίμακα δια να καταβή έφθασεν η θεία Δίκη και σκοτισθείς κατά τον εγκέφαλον εκτύπα την κεφαλήν του εις τους τοίχους. Νομίζων όμως ότι η σκοτοδίνη εκείνη ήτο τυχαία, προσέταξε τους υπηρέτας του και ήρπασαν τον ημίονον του Πατριάρχου, εκείνος δε ιππεύων τον ίππον του επορεύετο. Αλλ’ ο ίππος ανηγέρθη επί των οπισθίων ποδών του και κατεκρήμνισεν αυτόν. Πεσών δε εις την γην, ευθύς ετυφλώθη. Τότε ανεγνώρισε το σφάλμα, το οποίον έπραξε και προσέταξε τους ανθρώπους του να φέρουν τούτον εις τον Άγιον. Ευθύς δε ως ήλθε, προσέπεσε προ των ποδών του Αγίου και ομολογών το σφάλμα εζήτει συγχώρησιν. Ο δε Όσιος, έτοιμος ων εις συμπάθειαν, εσφράγισεν αυτόν δια της δεξιάς του και ασπασθείς τούτον εν αγίω φιλήματι, ηλευθέρωσεν από την τύφλωσιν, αποδώσας, δια της Χάριτος του Θεού, τελείαν την όρασιν και την υγείαν εις αυτόν. Μετέβη δε ποτε ο θείος Λεόντιος εις εν Μετόχιον του Παναγίου Τάφου, δια να επισκεφθή τους εκεί παραμένοντας αδελφούς. Επειδή δε είχεν ακουσθή η φήμη του Αγίου εις τα μέρη εκείνα, έτρεξαν πολλοί Χριστιανοί δια να προσκυνήσουν τον Άγιον και να λάβουν την ευλογίαν αυτού. Μετ΄ αυτών δε μετέβη και Μοναχός τις, ο οποίος δεν επολιτεύετο κατά το Σχήμα αυτού, αλλ’ εκυριεύετο από το δαιμόνιον της πορνείας. Ούτος, αν και εγνώριζε το πάθος του και ελυπείτο ο δυστυχής, όμως ενικάτο από την κακήν συνήθειαν. Προς τούτον λοιπόν ο Όσιος, ατενίσας κατά πρόσωπον, είπε παρουσία όλων· «Αδελφέ, πάσχεις εκ ψυχικής ασθενείας, ήτις σε οδηγεί προς τον θάνατον». Ο δε Μοναχός επληγώθη εκ του λόγου τούτου του Οσίου και προσπεσών προ των ποδών του εζήτει την ιατρείαν. Δια της επιθέσεως δε των χειρών του Οσίου και της ευλογίας αυτού, ιατρεύθη ο Μοναχός και απέσχε πλέον τελείως του κακού. Ερωτώμενος δε υπό των συμπατριωτών του τι έκαμνε και διατί τον ήλεγξεν ο Πατριάρχης, εξωμολογήθη παρρησία ότι έπασχεν εκ του πάθους της πορνείας και ότι έπεσεν εις την αμαρτίαν την παρελθούσαν νύκτα. Δια τοιούτου τρόπου ελάμβανον την ιατρείαν εκείνοι, οι οποίοι, θέλοντες να σωθούν, ωμολόγουν τας αμαρτίας των και ήρχοντο εις μετάνοιαν. Ο Οικονόμος των εν τη Κύπρω κτημάτων του Παναγίου Τάφου ανέφερεν εις τον Πατριάρχην, ότι ο Επίσκοπος της Αμαθούντος εσφράγισε δια της ιδικής του σφραγίδος τα πρόβατα, τους βόας, τους ίππους και όλα σχεδόν τα ζώα του Παναγίου Τάφου και οικειοποιήθη ταύτα. Όθεν ο Άγιος εκάλεσεν αυτόν. Αλλ’ εκείνος, υπερήφανος ων και αδιάντροπος, χαίρων δε εις την αδικίαν, δεν κατεδέχετο να μεταβή προς τον Άγιον. Αφού δε εκλήθη δύο και τρεις φοράς, μετά βίας μετέβη. Δεχθείς δε αυτόν ο Όσιος εν γαλήνη, είπεν εις τούτον να μη σφραγίζη τα ζώα των Μετοχίων της Ιερουσαλήμ, αλλά να απέχη τούτων, δια να μη δοκιμάση την θείαν οργήν και λάβη την εκδίκησιν, όχι παρ’ ανθρώπου, αλλά παρ’ Αυτού του Θεού του ζώντος. Ο δε Επίσκοπος, μη βαλών καθόλου κατά νουν τους λόγους του Πατριάρχου, ηγέρθη με θυμόν και έφυγεν, εξηκολούθει δε και μετά ταύτα να κατακρατή τα ζώα τα οποία εσφράγισεν. Αλλ’ ο Θεός δεν ημέλησε την εκδίκησιν. Διότι μετ’ ολίγας ημέρας ο Επίσκοπος, διερχόμενος έφιππος μικρόν τινά ποταμόν, εκρημνίσθη από του ίππου και κατέπεσε, φεύ! εντός αυτού, αποθανών και γενόμενος ο δείλαιος θέαμα και άκουσμα αξιοθρήνητον. Ο Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, Βαρνάβας ονόματι, τρέφων μεγάλην ευλάβειαν προς τον Όσιον, μετέβη προς αυτόν μόνος και τον παρεκάλεσε να μεταβή ίνα λειτουργήση μετά τούτου και των Επισκόπων αυτού, λέγων· ¨Δια να αγιασθώμεν, με την παρουσίαν σου, Δέσποτα Άγιε». Όθεν, υπακούσας εις την αίτησίν των ο Όσιος, μετέβη. Ότε δε ετελείτο η θεία Λειτουργία και ίστατο κατά τάξιν ολόκληρον το Ιερατικόν Τάγμα, ω της πολλής καθαρότητος των δούλων Σου, Κύριε! παρατηρών ο Όσιος τους περιεστώτας Αρχιερείς, έβλεπε τον Άγιον Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου και τον Τριμυθούντος Θεοφύλακτον λάμποντας υπέρ τον ήλιον και τα πρόσωπά των ηλλαγμένα και φωτεινότερα εκ του περισσεύματος της θείας Χάριτος, ήτις κατώκει εντός αυτών. Άλλους δε Αρχιερείς έβλεπεν έχοντας τα πρόσωπα αυτών ολίγον μελανά και άλλους μελανώτερα. Άλλους πάλιν έβλεπεν όχι μόνον μελανούς, αλλά και λεπρούς κατά τα πρόσωπα, εις δε εξ αυτών ήτο και ο Επίσκοπος των Λαπίθων, εξάδελφος κατά κόσμον του Αντωνίου, του μαθητού του Αγίου, ως απεκάλυψεν εις τούτον ο Άγιος, ερωτών δια τον εξάδελφον αυτού, όταν τον συνήντησεν εις την βασιλεύουσαν. Μετά ταύτα ο Όσιος ανεχώρησεν από την Κύπρον και μετέβη εις το Άκρε. Πληροφορηθέντες δε τον ερχομόν του, έτρεχον πλήθη ανθρώπων πολλά προς αυτόν και άλλοι απελάμβανον την ευλογίαν του, άλλοι ιατρεύοντο από τας ασθενείας εξ ων έπασχεν έκαστος, ραντιζόμενοι δι’ ύδατος ευλογηθέντος υπ’ αυτού. Ηπλώθη δε η φήμη του Αγίου εις όλην την Συρίαν και την Φοινίκην και ο εις μετά τον άλλον έσπευδον να προλάβουν να προσκυνήσουν τον Όσιον και να λάβουν την ευλογίαν του. Επειδή δε εκυρίευον οι Λατίνοι την Παλαιστίνην και δεν επέτρεπον εις τον Άγιον να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, δια τούτο ο Άγιος παρέμεινεν εις το Άκρε (Άκρε ωνομάζετο τότε κοινώς η αρχαία Πτολεμαϊς). Εις δε Διάκονος, έγγαμος ων επί τρεις χρόνους, δεν ηδυνήθη να γνωρίση την σύζυγόν του, επειδή ήτο δεδεμένος εκ δαιμονικής συνεργείας. Ούτος τότε μεταβάς εις τον Όσιον διηγήθη την υπόθεσιν και παρεκάλει αυτόν να θεραπεύση την συμφοράν του. Ο δε Όσιος, ευλογήσας ύδωρ εν τω ονόματι της Αγίας Τριάδος, έδωκεν εις αυτόν να πίη και αυτός και η σύζυγος αυτού. Ως δε έπιον το ύδωρ τούτο, ω του θαύματος! ελύθησαν από τον δεσμόν. Διερχόμενος ο Άγιος από την Ναζαρέτ, δια να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, επειδή ήτο μεσημβρία και ο καύσων φοβερός, ήσαν δε κεκοπιακότες, επρόσταξε τους ανθρώπους του να σταθούν, ίνα αναπαυθούν ολίγον και κατόπιν να φάγουν ολίγον άρτον εις ένα κήπον πλησίον της οδού. Ζητήσαντες δε τον κηπουρόν, δια να φέρη εις αυτούς κάτι από τον κήπον, ήλθεν αντ’ αυτού γυνή τις, την οποίαν ηρώτησεν ο Άγιος εάν είχε σύζυγον. Απεκρίθη τότε εκείνη με θλίψιν πολλήν, ότι ο σύζυγός της ήτο κατάκοιτος από χρόνων πολλών και η κλίνη του εγένετο τάφος και δι’ αυτόν και δι’ εκείνην, την δυστυχή, ήτις βασανίζεται μετ’ αυτού. Ταύτα ακούσας ο Όσιος ευσπλαγχνίσθη και εστέναξεν εκ βάθους ψυχής. Όταν δε ητοιμάζοντο να αναχωρήσουν, μετέβη προς τον ασθενή και σταθείς κατ’ Ανατολάς, επεκαλέσθη τον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων εις βοήθειαν του πάσχοντος. Έπειτα εγγίσας την κεφαλήν του ασθενούς ηυλόγησεν αυτόν και ανεχώρησε. Και μετ’ ολίγην ώραν, ω του θαύματος! ηγέρθη ο ασθενής εκ της κλίνης όλως υγιής, ως να μη είχεν ασθενήσει ποτέ. Ευγνωμονών δε ο άνθρωπος ούτος, όταν ο Όσιος επέστρεφεν εκ των Ιεροσολύμων δια το Άκρε, προσέφερεν από τον κήπον του λάχανα και οπωρικά προς μικράν ευχαριστίαν, δια την μεγάλην χάριν της οποίας απήλαυσε. Μεταβάς δε ο Όσιος, δια νυκτός, εις τα Ιεροσόλυμα, εισήλθε κρυφίως εις τον Ναόν της Αγίας Αναστάσεως και προσεκύνησε κατά μόνας τον Ζωοδόχον Τάφον του Κυρίου. Ενομίσθη τότε, ότι διέλαθε την προσοχήν των πολλών η παρουσία του Οσίου. Όμως δεν κατέστη δυνατόν να συμβή τούτο μέχρι τέλους. Διότι απεκάλυψαν αυτόν τα θαύματα, τα οποία εγένοντο παρά Κυρίου, δια του Οσίου τούτου. Διότι, επειδή ήτο τότε ξηρασία και τα Ιεροσόλυμα εμαστίζοντο σφοδρώς, οι δε Χριστιανοί είχον ανάγκην άλλου τινός Προφήτου Ηλιού, δια να λυτρώση τούτους από την συμφοράν των, δια τούτο απέστειλεν ο Θεός τον μέγαν Λεόντιον και δια προσευχής αυτού έβρεξε βροχήν μεγάλην και επλήρωσε τας υδαταποθήκας ύδατος, εποτίσθησαν δε αφθόνως οι αγροί και εκείνοι, οίτινες προ ολίγου εδίψων εχορτάσθησαν εξ ύδατος, το δε σπουδαιότερον έλαβον ελπίδας, ότι θα έχωσιν αφθονίαν καρπών, σίτου, οίνου και άλλων αγαθών του Κυρίου. Ο δε θαυμαστός Λεόντιος υπό πάντων επηνείτο και εθαυμάζετο, λεγόντων, ότι ο μέγας Αρχιερεύς του Θεού, ο Άγιος Λεόντιος, ελθών εις τον τόπον μας, ηλευθέρωσεν ημάς από τον κίνδυνον της δίψης. Ας μεταβώμεν ίνα προσπέσωμεν εις τους πόδας αυτού δια να έχωμεν αυτόν πάντοτε βοηθόν. Ταύτα ακούοντες οι θερμότεροι των εις τα Ιεροσόλυμα ευρισκομένων Λατίνων εφθόνησαν, μάλιστα δε ο Αρχιερεύς αυτών, ο οποίος, νικηθείς υπό αδίκου θυμού, εμελέτησε να φονεύση τον Άγιον, όστις ουδέν κακόν του έκαμεν. Έστειλε λοιπόν δια νυκτός ανθρώπους ωπλισμένους εις την οικίαν όπου διέμενεν ο Άγιος, ίνα τον θανατώσουν. Αλλ’ ο Θεός διεφύλαξεν αυτόν από τους φονείς, τυφλώσας τούτους δι’ αορασίας. Διότι έβλεπον τα αναμμένα φώτα εις την κατοικίαν του Οσίου και έτρεχον ίνα εισέλθουν εντός αυτής. Αλλ’ ότε επλησίασαν, δεν εύρισκον την θύραν ίνα εισέλθουν. Όθεν αφούεκοπίασαν όλην την νύκτα, φανταζόμενοι, ότι θα δυνηθούν τέλος να εισέλθουν εντός της οικίας του Αγίου οι ανόσιοι, επέστρεψαν άπρακτοι εις εκείνον όστις απέστειλεν αυτούς, ειπόντες, ότι ο δίκαιος Λεόντιος φυλάττεται υπό του Θεού και ουδείς επίβουλος δύναται να βλάψη αυτόν. Τούτο δε το θαυμάσιον γεγονός διεδόθη πανταχού και όλοι εθαύμαζον, η δε φήμη του Αγίου ηκούσθη και εις την βασιλεύουσαν. Μαθών ταύτα ο βασιλεύς Μανουήλ ο Κομνηνός έστειλε και εκάλεσε τον Άγιον να μεταβή προς αυτόν, ίνα μη ζημιωθή προ καιρού ο κόσμος τοιούτου μεγάλου ευεργέτου. Ήκουσε τούτο και ο μέγας εξουσιαστής της Δαμασκού, ο οποίος, αν και ήτο Αγαρηνός, όμως, τιμών την αρετήν του Οσίου, έστειλε προς αυτόν γράμμα και εκάλει τον Άγιον να μεταβή εις την Δαμασκόν, υποσχόμενος ότι θέλει χορηγήσει, με χρυσόβουλλον, σιτηρέσιον αρκετόν δι’ αυτόν και τους ανθρώπους του και ότι θέλει παραχωρήσει εις τους Χριστιανούς την Εκκλησίαν της Θεοτόκου, ήτις ευρίσκετο εκεί. Ο Άγιος τότε απέστειλεν εις αυτόν ευχαριστήριον γράμμα δια την καλήν του προαίρεσιν, όμως έλεγεν εις αυτόν ότι δεν ήτο δυνατόν να μεταβή εκεί, διότι εκάλει αυτόν ο βασιλεύς να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν. Παρεκάλει δε τούτον να του αποστείλη γράμμα δια του οποίου να προστάζη τους κουρσάρους, τους λεηλατούντας τα πλοία, να μη κακοποιήσουν αυτόν και τους μετ’ αυτού μέλλοντας να συνταξιδεύσουν, ως δε εκείνος έλαβε το γράμμα του Αγίου, ευθύς απέστειλεν εις αυτόν το γράμμα το οποίον του εζήτησε, λογιζόμενος ότι αυτός ο ίδιος ελάμβανε δια τούτου χάριν και όχι ότι έκαμνεν αυτός χάριν εις τον Όσιον. Το γράμμα τούτο έφερεν ο Όσιος μεθ’ εαυτού, όταν μετά ταύτα ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν και το επέδειξεν εις τον βασιλέα, εις έλεγχον των Λατίνων, οι οποίοι, αν και ονομάζονται Χριστιανοί, όμως δεν έδειξαν εις αυτόν τοιαύτην διάθεσιν, ως επέδειξεν ο ασεβής εκείνος εξουσιαστής της Δαμασκού. Απεφάσισε δε ο θείος Λεόντιος να αναχωρήση δια την Κωνσταντινούπολιν επειδή πολύ και πολλάκις εκοπίασε, δια να χορηγηθή εις αυτόν η άδεια από τους Λατίνους να τελέση την θείαν Λειτουργίαν εντός του Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου και εκείνοι ηρνούντο, έδιδον δε εις αυτόν άδειαν να εισέλθη μόνον προς προσκύνησιν, ως εις εκ των πολλών προσκυνητών. Δια τούτο προέκρινεν, ότι συμφερώτερον είναι να αναχωρήση εξ Ιεροσολύμων, δια να μη προξενήσουν εις αυτόν κανένα κακόν οι Λατίνοι, οίτινες εξουσίαζον τότε τα Ιεροσόλυμα. Όθεν εισελθών εις πλοίον εταξίδευε προς την Ρόδον. Ενώ δε έπλεον, μεγάλη τρικυμία εξέσπασε και το πλοίον εκινδύνευε να πνιγή. Οι δε εντός αυτού ευρισκόμενοι έκλαιον και ωδύροντο, προσμένοντες τον θάνατον. Βλέποντες δε ότι απεκόπη η λέμβος του πλοίου, ηύξανον τους θρήνους απελπιζόμενοι. Ο δε Άγιος, βλέπων τούτους κλαίοντας, ευσπλαγχνίσθη και κλεισθείς εντός στενού χώρου της πρώρας παρεκάλει τον Θεόν εις βοήθειαν. Ο δε Θεός ως φιλεύσπλαγχνος και Πανάγαθος εισήκουσε την δέησίν του και έσωσε τους κινδυνεύοντας ανθρώπους και τους εντός του πλοίου ευρισκομένους και όσους ευρίσκοντο εις την λέμβον. Η Χάρις αύτη του Θεού απεκαλύφθη εις τον Όσιον όταν, κουρασθείς από την προσευχήν, απεκοιμήθη ολίγον. Ευθύς τότε, εγκαταλείψας τον ύπνον, είπεν εις τους ανθρώπους οίτινες έκλαιον· «Θαρρείτε, θαρρείτε και μη φοβείσθε. Κανείς εξ ημών δεν θέλει χαθή, αλλ’ όλοι θα σωθώμεν με την Χάριν του Θεού. Ακόμη δε και το πλοίον θέλει φυλαχθή σώον και η λέμβος, η οποία νομίζετε ότι εχάθη. Αύριον θα έλθη και αυτή πλησίον μας με όλους τους ανθρώπους της». Τότε, όσοι εγνώριζον τον Όσιον και τας εν πίστει Κυρίου αρετάς αυτού, επίστευσαν εις τους λόγους του. Οι δε άλλοι δεν επίστευον. Μάλιστα ο πλοίαρχος, προς τον οποίον είπεν ο Όσιος· «Μη φοβείσαι, άνθρωπε, Χάριτι Θεού όλοι θέλομεν σωθή, καθώς και το πλοίον και η λέμβος». Αλλ’ ο πλοίαρχος, νομίζων ότι οι λόγοι του Οσίου είναι μόνον προς παρηγορίαν, έκλαιε την δυστυχίαν του, ως βλέπων την μεγάλην μανίαν των ανέμων, το μακρόν διάστημα το οποίον εχώριζεν αυτόν από την ξηράν, το οποίον ήτο περί τα δύο μίλια και τον καταποντισμόν του πλοίου, τον οποίον έβλεπεν αναπόφευκτον. Το πλοίον όμως, κυβερνώμενον υπό της θείας Χάριτος, αν και έπνεε τόσον σφοδρός άνεμος, επλησίασεν εις την ξηράν και ευθύς επηλήθευσαν όλα όσα είπεν ο Άγιος. Και η τρικυμία εκόπασε και γαλήνη ηπλώθη εις το πέλαγος. Εσώθη δε και η λέμβος και ήλθεν αβλαβής, όλοι δε εθαύμαζον και εδόξαζον τον Θεόν και τον Πατριάρχην, λέγοντες αυτόν άνδρα Άγιον και προορατικόν. Εμακάριζον τότε εαυτούς, διότι συνεταξίδευσαν μετά τοιούτου Αγίου, τον οποίον και επρόσεχον ως Άγγελον Θεού. Όταν δε έφθασαν εις την Κωνσταντινούπολιν και επληροφορήθη ταύτα ο βασιλεύς, εμακάριζε τον Άγιον και κατασπαζόμενος τας χείρας αυτού τας έφερε επί των οφθαλμών του και έχαιρε πολύ δια το χάρισμα το οποίον απέστειλεν εις το βασίλειόν του ο Βασιλεύς και Κύριος των όλων. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς Μανουήλ, απελθών προς Κύριον. Ο δε μέγας Λεόντιος έζησεν ακόμη έως της βασιλείας του Ανδρονίκου, του εξαδέλφου του Μανουήλ και υστερώτερον. Μετ’ ολίγον καιρόν, ελθών ο Οικονόμος της εν Πάτμω Μονής Αντώνιος εις την βασιλεύουσαν, παρεκάλει τον Άγιον να μεσιτεύση εις τον βασιλέα, όπως δώση χρυσόβουλλον, δια του οποίου να μη πληρώνη το Μοναστήριον δεκαετίαν δια το πλοιάριόν του. Αλλ’ επειδή ο Άγιος δεν διέκειτο φιλικώς προς τον βασιλέα, διότι δεν ήθελε να συγκοινωνήση εις το παράνομον συνοικέσιον, το οποίον συνήψεν ο βασιλεύς, είπεν αυστηρώς προς τον Αντώνιον· «Τι λέγεις, Αντώνιε; Εκείνα τα οποία έκτισα παιδιόθεν μέχρι τούτου του γήρατος να κρημνίσω τώρα δια μίαν στιγμήν και να καταφρονήσω τον Θεόν και την εντολήν Του, δια το ιδικόν σου Μοναστήριον; Άπεχε απ’ εμού, άνθρωπε. Δεν θέλω προτιμήσει ποτέ βασιλέα θνητόν, από τον αθάνατον Βασιλέα μου». Ταύτα ακούσας ο Αντώνιος ελυπήθη πολύ. Ο δε Όσιος μειδιάσας και δίδων θάρρος εις αυτόν είπε· «Διατί ελυπήθης, Αντώνιε, και εσκυθρώπασες; Γνώριζε, ότι μετά τον θάνατόν μου και τον του βασιλέως, όστις θέλει επέλθει συντόμως, τότε θα γίνη εκείνο το οποίον ζητείς». Ως δε ο Αντώνιος είπε προς τον Όσιον· «όταν συ αποθάνης, τούτο δεν θέλει γίνει», απεκρίθη εκείνος· «Δεν με πιστεύεις, Αντώνιε; Με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος σοι λέγω ότι, συ, με το μέσον το ιδικόν σου θέλεις φέρει εις πέρας το ζήτημά σου, δίδων δι’ αυτό τόσα χρυσά νομίσματα». Ταύτα δε συνέβησαν αληθώς κατά την πρόρρησιν του Οσίου, όταν εβασίλευεν ο Ισαάκιος Άγγελος. Τούτον τον Αντώνιον ιάτρευσεν ο Άγιος από πάθος τι, το οποίον ενεφανίσθη εις την γλώσσαν του. Διότι εφύτρωσεν επ’ αυτής τεμάχιον κρέατος, ως ρεβίθιον, από το οποίον εμποδιζόμενος δεν ηδύνατο ούτε να ομιλήση καθαρά ούτε να φάγη ευκόλως. Ερωτήσας δε τους ιατρούς, ήκουσε παρά τούτων ότι, αν δεν καπή το κρέας εκείνο, δεν είναι δυνατόν να ιατρευθή. Ακούσας δε ταύτα ο Πατριάρχης, είπε προς τον Αντώνιον· «Ελθέ να κανοναρχίσης δια να ψάλω εις τον Θεόν μας και τότε θα ίδω το πάθος σου». Λαβών δε ο Αντώνιος το βιβλίον εκανονάρχισε, πονών κατά την γλώσσαν του και τραυλίζων κατά την λαλιάν, ενώ ο Όσιος έψαλλεν. Αφού δε ετελείωσεν η Ακολουθία, είπεν ο Άγιος προς αυτόν, προσμειδιών και με ιλαρόν πρόσωπον· «Δείξον μου τώρα το πάθος της γλώσσης σου». Ως δε ήνοιξεν ο Αντώνιος το στόμα του και εβιάζετο να δείξη το πάθος του, ω του θαύματος! ουδέ ίχνος ευρέθη του πάθους εκείνου, αλλ’ εχάθη με την ψαλμωδίαν του Αγίου, ως να εκόπτετο δια χειρουργίας. Εις τούτον τον Αντώνιον προείπεν ο Όσιος πολλά γεγονότα, τα οποία έμελλον να συμβούν. Συν τοις άλλοις δε είπε και δια δύο Μοναχούς, οίτινες ήσαν εις το Μοναστήριον της Πάτμου, οι οποίοι εφαίνοντο μεν, ότι έκαμνον την αυτήν ζωήν και δίαιταν με τους άλλους Μοναχούς, εις την πραγματικότητα όμως μετήρχοντο ζωήν αντίθετον προς το Σχήμα των και ούτω κατεκρήμνιζον εαυτούς εις την απώλειαν. Ο δε Αντώνιος, στενάζων εκ βάθους ψυχής και δακρύων, ηρώτησε ποίοι είναι και αν έμελλον κάποτε να αναγνωρίσουν τα σφάλματά των και να μετανοήσουν. Ο δε Άγιος είπε τα ονόματά των, αλλ’ αν θα μετενόουν, αλλοίμονον δια την συμφοράν! Εδίσταζε να απαντήση. Ο δε Αντώνιος, ιδών τούτο, εδάκρυσε. Δακρύω δε και εγώ, ο γράφων, διότι είναι πράγματι αξιοδάκρυτον το να αμαρτάνη τις εις όλην του την ζωήν και να μη μετανοή. Ότι δε ο μέγας Λεόντιος έλαβεν εξουσίαν παρά Θεού να επιτιμά και τους Αγγέλους, θέλει αποδείξει τούτο, το οποίον, ειπών ο Απόστολος Παύλος, δεν εψεύσθη, γράψας προς Κορινθίους· «Ουκ οίδατε ότι και Αγγέλους κρινούμεν» (Α΄ Κορ. στ:3). Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Κύριλλος, πεσών εις εσχάτην ασθένειαν, έμενε κατάκοιτος και ουδέ ίχνος ζωής απέμενεν εις αυτόν. Συνήχθησαν λοιπόν πέριξ αυτού πολλοί Αρχιερείς και άρχοντες δια να τον επισκεφθούν και να τον αποχαιρετήσουν. Μεταξύ τούτων μετέβη και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος, άνθρωπος λίαν ενάρετος και πνέων το αγαθόν περισσότερον από τον αέρα. Μετέβη δε και ο μέγας Λεόντιος και ίσταντο άπαντες πέριξ της κλίνης του, χωρίς να δύνανται να βοηθήσουν αυτόν, ούτε μετ’ αυτού να ομιλήσουν, διότι ευρίσκετο εις την εσχάτην αναπνοήν, σχεδόν αναίσθητος. Τι λοιπόν εσκέφθησαν να πράξουν εις βοήθειάν του οι δύο Πατριάρχαι; Τι άλλο, ει μη να συντομεύσουν τον θάνατόν του, ίνα μη υποφέρη εκ της αργοπορίας του χωρισμού της ψυχής από του σώματος; Όθεν παρεκίνουν ο εις τον άλλον να προσκαλέση τον Άγγελον να παραλάβη την ψυχήν του το συντομώτερον. Ο μεν λοιπόν θείος Λεόντιος έλεγε προς τον Κωνσταντινουπόλεως, ότι εκείνος πρέπει να δεηθή δια την έλευσιν του Αγγέλου, επειδή, κατά την τάξιν, είναι μεγαλύτερος από τον Ιεροσολύμων. Ο δε Κωνσταντινουπόλεως έλεγεν, ότι η αξία γνωρίζει να παραχωρή τα πρωτεία εις την αρετήν, διότι αύτη είναι αξίωμα. Τέλος δια να μη παρέρχεται χρόνος και πάσχη ο ψυχορραγών, υπήκουσεν ο μέγας Λεόντιος και εγείρας εις τον αέρα την δεξιάν αυτού χείρα και ποιήσας το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, είπε προς τον Άγγελον· «Εν ονόματι ου φοβερού ονόματος της ομοουσίου και ζωαρχικής Τριάδος, σε προσκαλώ, ω Άγγελε του Κυρίου, ομόδουλε με ημάς τους ταπεινούς να μη αναβάλης πλέον τον χωρισμόν της ψυχής του αδελφού ημών από του σώματός του, μη αναβής ίνα παρουσιασθής εις τον Δεσπότην Θεόν, μη κάμης κανέν άλλο πρόσταγμα του Κυρίου, έως ότου περατώσης τούτο». Ο δε θείος Άγγελος, υπακούων και ευλαβούμενος την επίκλησιν ταύτην, επειδή παρά μεγάλου ανδρός κατά τε το αξίωμα και κατά την αρετήν ανεπέμφθη, ευθύς εχώρισεν από του σώματος την ψυχήν του Αντιοχείας και μετέφερε ταύτην εις τον τόπον, όπου διωρίσθη. Ησθένησε κάποτε ο θείος Λεόντιος και μετεχειρίσθη θερμά λουτρά, δια τούτων δε ανέλαβεν από την ασθένειαν. Καθήσας δε επί τινος καθίσματος, είπεν αστεϊζόμενος εις τον υπηρέτην του, Ευλόγιον ονόματι· «Τι λέγεις, Ευλόγιε; Δεν σκέπτεσαι να υπάγωμεν εις την Κύπρον δια να επισκεφθώμεν τα κτήματα του Παναγίου Τάφου, τα οποία είναι εκεί»; Ο δε Ευλόγιος δεν είπε τίποτε. Όμως διελογίσθη ειπών εν εαυτώ· «Δεν ακούεις, Ευλόγιε, ότι ο βαθύγερος ούτος και ημιθανής ησθάνθη την επιθυμίαν να μεταβή εις την Κύπρον»; Αλλ’ ευθύς ο Όσιος είπε· «Νομίζεις, Ευλόγιε, ότι δεν γνωρίζω εκείνα τα οποία σκέπτεσαι δι’ εμέ; Ότι δηλαδή είμαι γέρων, ασθενής και ετοιμοθάνατος και κατ’ ουδένα τρόπον δεν θέλω δυνηθή να υπάγω εις την Κύπρον; Όχι, Ευλόγιε, μη νομίζης ότι μοι διαφεύγουν τα διανοήματα της καρδίας σου». Ταύτα ακούσας ο Ευλόγιος έμεινεν εκστατικός και άφωνος, θαυμάζων τίνι τρόπω ο Άγιος εγνώριζε τους κρυφίους διαλογισμούς του, τους οποίους ακόμη τελείως δεν είχε συμπληρώσει. Όθεν έκτοτε δεν ηθέλησε πλέον ούτε να είπη, ούτε να συλλογισθή τίποτε δια τον Άγιον, ίνα μη πάθη τι το ανέλπιστον, ελεγχόμενος παρ’ αυτού. Πλείστα δε άλλα θαυμάσια ετέλεσεν ο μέγας Λεόντιος, τα οποία παραλείπομεν δια να μη γίνωμεν οχληροί προς τους ευσεβείς ακροατάς. Όθεν ερχόμεθα εις τα της τελευτής του Οσίου, ίνα φέρωμεν εις πέρας, με την βοήθειαν του Θεού, και την παρούσαν διήγησιν ημών. Όταν ετελείωσαν οι δεκατρείς και ήμισυς χρόνοι, τους οποίους προσέθεσεν ο Θεός εις τον Άγιον, ησθένησεν ούτος και εκείτετο επί της κλίνης· γνωρίζων δε, ότι ήλθεν ο καιρός της τελευτής του, αποχαιρετούσεν όλους εν τάχει, ως να εβιάζετο να μεταβή το συντομώτερον προς ον επόθησε Κύριον. Οι δε περιεστώτες εθρήνουν δια τον χωρισμόν του, διότι δεν επρόκειτο να τον ίδουν πλέον εν τω κόσμω τούτω. Κατά την δεκάτην τετάρτην λοιπόν του μηνός Μαϊου παρέδωκεν ο Άγιος την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού χωρίς να παραγγείλη τίποτε δια το σώμα του. Διότι και μέχρι τέλους του βίου του εφύλαττε την ακρίβειαν της πολιτείας αυτού. Οι δε οικείοι του Αγίου απέθεσαν εντός ξυλίνης θήκης το ιερόν αυτού Λείψανον και μετέφεραν τούτο εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, έως ότου αναφέρουν το γεγονός εις τον Βασιλέα. Ότε δε εψάλλοντο εις αυτόν τα επιτάφια άσματα υπό όλου σχεδόν του τάγματος των Ιερωμένων της Κωνσταντινουπόλεως, ο Ευλόγιος και οι άλλοι μαθηταί του παρήγγειλαν εις ένα ζωγράφον επιτήδειον να ιστορήση εις σανίδα τον σωματικόν χαρακτήρα του Αγίου. Ο δε ζωγράφος, σταθείς αντικρύ της νεκρικής κλίνης, επί της οποίας ήτο τοποθετημένον το ιερόν Λείψανον, ήρχισε να παρατηρή με προσοχήν το θείον αυτού πρόσωπον, δια να το ιστορήση. Κινούμενος δε δεξιά και αριστερά και πλησίον και μακράν, δια να εντυπωθή τα χαρακτηριστικά του Αγίου, ματαίως εκοπίαζε και δεν ηδύνατο να τον ιστορήση. Διότι ούτε μετά θάνατον επέτρεπεν ο Άγιος να ιστορηθή η εικών του. Δια τούτο και το θείον αυτού πρόσωπον δεν εφαίνετο εις τον ζωγράφον κατά τον ίδιον τρόπον, αλλ’ ω του θαύματος! Άλλοτε μεν άλλο και άλλοτε άλλο εδεικνύετο τούτο, ουδέποτε δε το αυτό, διότι ο Όσιος εφύλαττε την αυτήν ακρίβειαν της ταπεινώσεως και μετά θάνατον, ίνα διδάξη ημάς τίνι τρόπω και πόσον πρέπει να αγωνιζώμεθα δια να σωθώμεν από τας παγίδας του φθονερού διαβόλου. Εκείνα δε τα οποία εγένοντο μετά την ταφήν του Οσίου Πατρός ημών Λεοντίου, είναι αληθώς θαύματα θαυμάτων. Ούτω, υπό την θήκην, εντός της οποίας ήτο τοποθετημένον το ιερόν Λείψανον του Οσίου, εκείνοι οι οποίοι ενεταφίασαν τούτο έθεσαν πολλάς κεράμους με τον σκοπόν ίνα, αν εκ της θήκης διαρρεύση δυσώδης τις ύλη, να παραλάβουν ταύτην αι κέραμοι. Αφού δε παρήλθον τέσσαρες ημέραι μετέβησαν ούτοι πλησίον της θήκης, όπου ησθάνθησαν άρρητον ευωδίαν αναδιδομένην εκ του αγίου Λειψάνου, το δε θαυμαστότερον και φρικωδέστατον, είδον, ότι έτρεξεν από του αγίου Λειψάνου αίμα νεαρόν, ως εκ σαρκός νεωστί κοπείσης δια μαχαίρας. Το αίμα τούτο είχε χυθεί επί των μαρμαρίνων πλακών, αίτινες ήσαν εστρωμέναι κάτω εις το έδαφος και εφαίνετο λαμπρόν και εξαστράπτον εις τέσσαρα μέρη, επί των καταλεύκων μαρμάρων. Το δε έτι θαυμασιώτερον ήτο, ότι η ξυλίνη θήκη του αγίου Λειψάνου ευρέθη τοποθετημένη εντός άλλης θήκης ξυλίνης και το αίμα τόσον πολύ επλημμύρισεν, ώστε διεπέρασε και τας δύο θήκας και έτρεξεν εις το έδαφος. Εκ τούτου του θαυμασίου συμπεραίνεται, ότι ο Άγιος ήτο ως ζων εν τοις νεκροίς συνηριθμημένος με τους Μάρτυρας δια το θεληματικόν Μαρτύριον το οποίον ανδρείως υπέμεινεν, όταν εδέρετο δια του λωρίου εκείνου το οποίον ήτο πλήρες καρφίων. Ευλαβούμενος ο βασιλεύς Ανδρόνικος τα εξαίσια θαύματα του Αγίου, κατεσκεύασε λάρνακα μεγαλοπρεπή και εντός αυτής κατέθετο εντίμως το πάνσεπτον αυτού Λείψανον. Ούτω προσετέθη ο Δίκαιος εις τους Δικαίους, ο Όσιος εις τους Οσίους, ο θεληματικός Μάρτυς εις τους Μάρτυρας και εις τους Αρχιερείς ο μέγας Αρχιερεύς, τώρα δε ευρίσκεται εις τους ουρανούς, απολαμβάνων αξίως τας αμοιβάς των πόνων του, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της μιας Θεότητος και Βασιλείας, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου