«Μ᾽
ὅλο πού ζῶ παράμερα στό ἐρημητήρι μου, σάν νά βρίσκουμαι μακρυά ἀπό τήν Ἀθήνα, ὡστόσο
τώρα πού καλοκαιρεύει πεθύμησα νά φύγω μακρυά, νά πάγω κατά τή θάλασσα. Νά
κρυφτῶ, νά μή μέ ξέρει κανένας, νά ξεχαστῶ σά νά ᾽μαι πεθαμένος. Πόσο εὐτυχισμένος
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού δέν τόν ξέρει κανένας!
Ἄν γνώριζε τήν εὐτυχία του! Πόσο ζηλεύω κάτι ἀνθρώπους, ὁπού ζοῦνε σέ
κάποια μέρη, πού δέν τά βάζει κανένας στό νοῦ του, καί πού κανένας δέν μαθαίνει
ἄν ζοῦνε ἤ ἄν πεθάνανε! Τούς συλλογίζουμαι καί ξεκουράζουμαι. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος,
πού κατάλαβε ἀπό νωρίς, πώς ὅποιος ζεῖ μέ πολλές ἔγνοιες εἶναι δυστυχισμένος
καί πώς ὅποιος ζεῖ κρυφά, δίχως να τόν ξέρουνε οἱ ἄλλοι, αὐτός εἶναι
βλογημένος. Ἄς εἶναι φτωχός, ἄς εἶναι στεναχωρημένη ἡ ζωή του, πάντα ἔχει ἕνα
μεγάλο κέρδος ὁ τέτοιος ἄνθρωπος: γλυτώνει ἀπό πολλά φαρμάκια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου