Εκ του
Θησαυρού του Δαμασκηνού του Υποδιακόνου και Στουδίτου του μετέπειτα Επισκόπου
Λιτής και Ρενδίνης και είτα Μητροπολίτου Άρτης.
Πάντα τα κτίσματα του Θεού, ως και αυτός ο Κτίστης Θεός, έχουσιν ουσίαν.
Διότι αν δεν είχεν ο Θεός ουσίαν ουδέ καν θα υπήρχε, πλην η ουσία του Θεού δεν
είναι όπως και η ουσία των κτισμάτων του, αλλ’ είναι υπερούσιος, ήτοι
τιμιωτέρα, μεγαλυτέρα και υψηλοτέρα από πάσαν άλλην ουσίαν. Έχομεν δε δύο ειδών
ουσίας, την απλήν και την σύνθετον. Σύνθετος μεν ουσία είναι όπως η του
ανθρώπου, ήτις αποτελείται από το σώμα και από την ψυχήν· ομοίως σύνθετος είναι
και η ουσία των άλλων κτισμάτων, δηλαδή των ορατών, όπως των ζώων, των φυτών,
της γης και λοιπά. Σύνθετος δε λέγεται η ουσία των ορατών κτισμάτων, όχι διότι
αποτελούνται από ψυχήν και από σώμα, αλλά διότι είναι τριχή διαστατή, δηλαδή
διότι έχουν τρεις διαστάσεις, ήτοι ύψος, μήκος και πλάτος. Απλή δε η ουσία
είναι όπως η των Αγγέλων και των δαιμόνων, οι οποίοι δεν βλέπονται από ημάς
κατά την φύσιν των, επειδή δεν είναι τριχή διαστατοί· μάθετε δε καλά, ότι οι
Άγγελοι και οι δαίμονες δεν αλλάσσουσιν εις τίποτε κατά την φύσιν των, τόσον
μόνον διαφέρουσιν, όσον ο δίκαιος άνθρωπος αλλάσσει από τον αμαρτωλόν.
Μία
λοιπόν απλή ουσία είναι αυτή, ετέρα δε απλή ουσία τιμιωτέρα και υψηλοτέρα αυτής
είναι η του Θεού φύσις. Αλλά περί μεν της απλής ουσίας ο λόγος δεν είναι ιδικός
μου, επειδή η τοιαύτη διήγησις χρειάζεται γλώσσαν Θεολόγων, ας είπωμεν δε περί
της συνθέτου ουσίας περί της οποίας είναι ενταύθα ο λόγος μας. Σύνθετος λοιπόν
ουσία είναι το σώμα· και άλλο μεν σώμα ούτε τρέφεται ούτε αυξάνεται και λέγεται
άψυχον, όπως ο σίδηρος, όπως η πέτρα κ.λ.π., άλλο δε και αυξάνεται και τρέφεται,
τούτο δε λέγεται έμψυχον. Τα έμψυχα σώματα άλλα μεν αισθάνονται, άλλα δε δεν
αισθάνονται, και άλλα μεν εξ όσων αισθάνονται περιπατούν, όπως τα ζωόφυτα.
Ζωόφυτα δε λέγονται ωσάν τα σφογγάρια, τα οποία έχουσι μεν αίσθησιν, πλην δεν
περιπατούσι μόνα των από τόπου εις τόπον και μόνον η θάλασσα τα κινεί. Τα δε
έμψυχα, τα οποία δεν αισθάνονται, είναι όπως τα φυτά, λέγονται δε και ταύτα
έμψυχα, διότι αυξάνονται και τρέφονται. Τα φυτά άλλα είναι υψηλά, άλλα χαμηλά
και άλλα μεσαία· υψηλά μεν είναι τα δένδρα· χαμηλά είναι τα βότανα· μεσαία δε
είναι οι θάμνοι· θάμνοι είναι όσα δένδρα έχουν ύψος 2 έως 5 σπιθαμών· λέγομεν
δε ταύτα αναίσθητα, διότι δεν έχουν καμμίαν εκ των πέντε αισθήσεων. Αι πέντε
αισθήσεις είναι αι εξής· η όρασις, η ακοή, η όσφρησις, η γεύσις και η αφή. Και
της μεν οράσεως είναι όργανα τα νεύρα του εγκεφάλου και οι οφθαλμοί, ενεργεί δε
η όρασις εις τα γαιώδη, εις τα υγρά, εις τα ξηρά, εις τα υψηλά, εις τα χαμηλά
και εις τα χρώματα, ήτοι εις την λευκότητα, εις την μελανότητα και εις όλα τα
τοιαύτα, εις δε την ποσότητα δεν ενεργεί, ήτοι εις ύψος, εις βάθος και εις
πλάτος. Της δε ακοής είναι όργανα τα νεύρα του εγκεφάλου και τα ώτα, ενεργεί δε
η ακοή εις τους κτύπους τους βαρείς και ελαφρούς, εις την τραχύτητα των φωνών
και εις τας ελαφρότητας. Της δε οσφρήσεως όργανα είναι η ρις (μύτη) και τα από
του εγκεφάλου απλούμενα νεύρα, ενεργεί δε η όσφρησις εις τα δυσώδη και ευώδη.
Της γεύσεως δε όργανα είναι η γλώσσα, όχι όλη, αλλά μόνον η άκρα της, ο
ουρανίσκος και τα νεύρα του εγκεφάλου, ενεργεί δε η γεύσις εις την γλυκύτητα,
εις την δριμύτητα, εις την αυστηρότητα, εις την πικρότητα και εις την
αλμυρότητα. Της δε αφής είναι όργανα τα νεύρα του εγκεφάλου και αι χείρες·
ενεργεί δε η αφή εις το βαρύ, εις το ελαφρόν, εις το σκληρόν, εις το ομαλόν,
εις το παχύ, εις το λεπτόν και εις τους αριθμούς πλην καθαρώτερα ενεργεί η αφή
εις τους αριθμούς από την όρασιν. Διότι, η μεν όρασις μόνον εις διαχωρισμένα
δύναται να αναριθμήση, η δε αφή εις τα συγκεχυμένα μετρά. Γινώσκετε δε, ότι ο Θεός
διπλάς έδωκεν εις τον άνθρωπον τας αισθήσεις, ίνα, όταν βλάπτεται το ένα μέρος,
να ενεργή το άλλο, ήτοι έδωκε δύο οφθαλμούς, δύο ώτα, δύο πόρους της ρινός, δύο
χείρας και μίαν γλώσσαν. Τίνος δε ένεκεν έδωσε μίαν γλώσσαν; Διότι πρέπει
περισσότερον να ακούωμεν, παρά να ομιλώμεν, καθώς ορίζει και ο Απόστολος Παύλος·
«Έστω δε πας άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι και βραδύς εις το λαλήσαι». Αλλά και
ο Χριστός την αργολογίαν φαίνεται ότι την καταδικάζει. Περί δε της ακοής ουδέν
είπε· και τούτο τίνος ένεκεν; Ότι την μεν ομιλίαν την ορίζει ο άνθρωπος, την δε
ακοήν δεν την εξουσιάζει· ήτοι την μεν γλώσσαν δύναται ο άνθρωπος να την
κρατήση να μη ομιλή, την δε ομιλίαν των άλλων ανθρώπων τις δύναται να την
κρατήση; Ή τις να κλείη τα ώτα του να μην ακούη λαλιάν ανθρώπων; Έχουσι δε αι
αισθήσεις και τούτο το ιδίωμα, ότι η μεν όρασις βλέπει εις τα έμπροσθεν και εις
τα ευθέα, η δε όσφρησις και η ακοή όχι μόνον εις τα έμπροσθεν και εις τα ευθέα
ενεργεί, αλλά και εις τα πλάγια και εις τα όπισθεν και εις τα τεθλασμένα. Η
όρασις πάλιν είναι ταχυτέρα από την ακοήν· η δε ακοή είναι ταχυτέρα από την
όσφρησιν και η όσφρησις είναι ταχυτέρα από την γεύσιν, η δε γεύσις είναι
ταχυτέρα από την αφήν και πως; Ιδού, βλέπεις ένα άνθρωπον από μακρόθεν, όπου
κτυπά ξύλον, και όταν βλέπης τον δεύτερον κτύπον τότε ακούεις τον πρώτον, τούτο
δε οφείλεται εις το ότι η όρασις είναι ταχυτέρα από την ακοήν. Τα φυτά λοιπόν
επειδή δεν έχουσιν αυτάς τας πέντε αισθήσεις, δια τούτο ονομάζονται και είναι
αναίσθητα· ο δε άνθρωπος κυρίως και καθολικά έχει αυτάς τας πέντε αισθήσεις,
πλην τας έχει εις το σώμα, ήτοι εις τα εξωτερικά όργανα του σώματος· την
έννοιαν όμως των αισθήσεων την έχει η ψυχή δια των εσωτερικών οργάνων, διότι η
ενθύμησις και ο νους έχει την αίσθησιν ή του ορατού ή του ακουστού ή του
γευστού ή του οσφραντού ή του απτού. Ενεργούσι δε αι αισθήσεις αύται δια των
εξωτερικών οργάνων του σώματος, ήτοι οι μεν οφθαλμοί εις το ορατόν, τα ώτα εις
το ακουστόν, η ρις (μύτη) εις το οσφραντόν, η γλώσσα εις το γευστόν, και αι
χείρες εις το απτόν. Δια τούτο αι πέντε αυταί λέγονται αισθήσεις του σώματος.
Άλλας δε πάλιν πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή· είναι δε αύται ο νους, η διάνοια, η
δόξα, η φαντασία και η αίσθησις. Αλλά περί μεν της αισθήσεως είπομεν τώρα, πλην
μόνον να είπωμεν ακόμη δια ταύτην, ότι η αίσθησις είναι της ψυχής· τα δε
αισθητά είναι του σώματος και ότι η μεν ψυχή δέχεται την κατάληψιν των
αισθητών, αι δε σωματικαί αισθήσεις ενεργούσιν εις την τοιαύτην κατάληψιν.
Φαντασία δε είναι η αίσθησις εκείνη της ψυχής δια της οποίας ό,τι αν ίδη ο
άνθρωπος είτε μίαν, είτε δύο, είτε περισσοτέρας φοράς τα φαντάζεται και τα
ενθυμείται· και πρωτυτέρα μεν είναι η αίσθησις, έπειτα είναι η φαντασία, διότι
αν δεν ίδη πρώτα ο άνθρωπος, ή να οσφρανθή, ή να πιάση δεν είναι δυνατόν να το
φαντασθή. Αυτή η φαντασία ενεργεί με τον ενδιάθετον λόγον του ανθρώπου εις τα
όνειρα, διότι ο άνθρωπος έχει δύο λόγους, ένα τον προφορικόν τούτον όπου
ομιλούμεν και ακούει ο εις τον άλλον και έτερον τον ενδιάθετον, τον οποίον
είπομεν, με τον οποίον ενδιάθετον λόγον ό,τι ομιλήση ο άνθρωπος καθ’ εαυτόν το
καταλαμβάνει. Με αυτόν λοιπόν τον ενδιάθετον λόγον και με την φαντασίαν βλέπει
και ομιλεί εις τον ύπνον του ο άνθρωπος ό,τι αν ίδη ή ακούση, ή καθολικά
ενεργήσουν αι άλλαι αισθήσεις. Η δε δόξα, περί της οποίας είπομεν, ότι είναι
Τρίτη αίσθησις της ψυχής, είναι διπλή, ή μετά λόγου, ή χωρίς λόγου, ήτοι, ή με
απόδοσιν, ή χωρίς απόδοσιν. Με απόδοσιν δόξα είναι, όπως επί παραδείγματι να
γνωρίζη ο άνθρωπος ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατος και διατί είναι
αθάνατος. Διότι λέγει ούτω με συλλογισμόν· η ψυχή του ανθρώπου είναι
αυτοκίνητος, ήτοι το μεν σώμα κινείται από την ψυχήν, η δε ψυχή δεν κινείται
από κανένα, αλλά αυτή καθ’ εαυτήν κινείται· παν δε αυτοκίνητον είναι και
αεικίνητον, ήτοι παν ότι κινείται αφ’ εαυτού, αυτό και πάντοτε κινείται· και
παν ό,τι κινείται πάντοτε, αυτό είναι αθάνατον. Ώστε λοιπόν και η ψυχή του
ανθρώπου, επειδή είναι αυτοκίνητος και αεικίνητος, είναι και αθάνατος. Αυτή η
δόξα λέγεται με απόδοσιν· χωρίς δε απόδοσιν δόξα είναι, όταν κανείς ακούη
μόνον, ότι είναι η ψυχή του ανθρώπου αθάνατος και δεν γνωρίζει τίνος ένεκεν
είναι αθάνατος. Διάνοια δε είναι όταν ακούση ένας άνθρωπος πράγμα αμφίβολον και
ίσταται και το διανοείται· ήτοι, ήκουσε τις, ή είδεν, ότι πέντε άνθρωποι
εκυρίευσαν μίαν πολυάριθμον πόλιν, και ίσταται και θαυμάζει, τι να είναι αυτό,
αλήθεια ή ψεύματα; Νους δε είναι το καθολικώτερον και βασιλικώτερον μέρος της
ψυχής, μόνον δε εις τοιαύτας εννοίας χωρεί ο νους, όσαι είναι φανεραί και
ομολογούμεναι, ήτοι ότι ο Θεός είναι αγαθός, ότι ο άνθρωπος αποθνήσκει και όσα
τοιαύτα. Αυτά τα πέντε είναι αισθήσεις της ψυχής. Πάσα δε εργασία και τέχνη και
έργον του κόσμου με αυτάς τας δέκα αισθήσεις, ήτοι δυνάμεις, ενεργείται· πως δε
τούτο ενεργείται μάθετε καταλεπτώς. Πάσα γνώσις υπάρχουσα εις τον κόσμον, ή
είναι χωρίς λόγου μερική, ή είναι μετά λόγου μερική, ή είναι άνευ λόγου
καθολική, ή μετά λόγου καθολική. Χωρίς λόγον και μερική γνώσις είναι, όπως η
πείρα· λέγεται δε πείρα η γνώσις ενός πράγματος. Δια να εννοήσης τούτο, πρόσεχε
εις το εξής παράδειγμα. Είδεν εις άνθρωπος, ότι το μέλι βλάπτει εις τον πυρετόν
και το γνωρίζει, ότι αληθώς βλάπτει· η πείρα αυτή γίνεται από την αίσθησιν,
διότι βλέπων ή ακούων ή πιάνων ο άνθρωπος αποκτά και την γνώσιν. Χωρίς δε λόγον
και καθολική γνώσις είναι όπως η εμπειρία· λέγεται δε εμπειρία η άλογος γνώσις
πολλών πραγμάτων· ήτοι εις άνθρωπος βλέπει πολλάκις τον ιατρόν πως και με τι
βότανα ιατρεύει τας διαφόρους ασθενείας, πλην δεν γνωρίζει διατί το δείνα
βότανον ιατρεύει την δείνα ασθένειαν· τούτο δε είναι η άνευ λόγου γνώσις
καθολική. Γίνεται δε και η εμπειρία αύτη από την αίσθησιν, την φαντασίαν και
την δόξαν, ήτις είναι χωρίς απόδοσιν, διότι αν δεν ίδη ο άνθρωπος ή να ακούση ή
να φαντασθή δεν δύναται να κάμη την ιατρείαν. Με λόγον και μερική γνώσις είναι
όπως η γνώσις μιάς τέχνης, ή μιάς επιστήμης, όπως η ιατρική, λέγεται δε η
γνώσις αυτή ότι είναι με λόγον, διότι ο ιατρός γνωρίζει διατί το μέλι βλάπτει
εις τον πυρετόν και όταν τον ερωτήση τις περί τούτου εξηγεί τι είναι και από τι
προέρχεται ο πυρετός και διατί το μέλι, παραδείγματος χάριν, βλάπτει, διότι
προκαλεί και αυτό θερμότητα. Γίνεται δε αυτή η μερική και μετά λόγου γνώσις από
την διάνοιαν και από την δόξαν, ήτις είναι με απόδοσιν. Με λόγον δε καθολική
γνώσις είναι, ωσάν να γνωρίζη τις όλας τας τέχνας του κόσμου και όλας τας
επιστήμας με απόδοσιν και λόγον. Γίνεται δε αυτή η καθόλου τέχνη και επιστήμη
από την διάνοιαν και από τον νουν. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον ενεργούνται αι
τέχναι και αι γνώσεις εις τον κόσμον από τας δέκα αυτάς αισθήσεις. Έδωκε δε ο
Θεός εις τον άνθρωπον τας δέκα αυτάς αισθήσεις, όχι δια να ιατρεύη ούτος ή να
εργάζεται τέχνας, αλλά δια να εννοή το θέλημα του Θεού, και δια να βλέπη τα
ουράνια κάλλη. Ο δε άνθρωπος, επειδή παρήκουσε το θέλημα του Θεού και
κατήντησεν εις ταύτην την κατηραμένην γην, εχρειάσθη τας αισθήσεις του εις
τέχνας και εις εργασίας και όχι μόνον εις τέχνας, αι οποίαι να είναι εις όφελος
της ζωής του ανθρώπου, αλλά εις εργασίας δαιμονικάς. Την μεν όρασιν εις πράγματα
φθαρτά και πρόσκαιρα, την ακοήν εις μωρολογίας και φλυαρίας, την γεύσιν εις
πικρίαν και καθεξής ομοίως, εις επιζήμια πράγματα μετεχειρίσθη τας αισθήσεις
του ο άνθρωπος. Αλλά και εις τον Παράδεισον αυταί αι αισθήσεις έκαμαν την
παρακοήν της εντολής του Θεού· με την ακοήν ήκουσε την κακήν συμβουλήν του
όφεως, μάλλον δε του διαβόλου, με την όσφρησιν εμυρίσθη τον καρπόν του ξύλου
της γνώσεως και του ευωδίαζε· με την όρασιν είδε και ήτο ωραίος και καλός εις
βρώσιν, με την αφήν έπιασε τον καρπόν, και με την γεύσιν τον εφεύθη. Επειδή
λοιπόν τα πέντε αυτά ενήργησαν εις την παρακοήν, δια τούτο και ο Κύριος ημών
Ιησούς Χριστός με αυτάς τας αισθήσεις διώρθωσε την παράβασιν και το σφάλμα του
Αδάμ. Με την ακοήν μεν κατεδέχθη και ήκουσεν ο Κύριος τας βλασφημίας των
μιαρωτάτων Ιουδαίων, τας οποίας του έλεγον, όπως· «Ουά, ο καταλύων τον ναόν και
εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν, και κατάβα από του Σταυρού… ίνα
ίδωμεν και πιστεύσωμεν» (Μαρκ. ιε:29-32), και πάλιν· «Προφήτευσον ημίν, Χριστέ,
τις εστιν ο παίσας σε» (Ματθ. κστ:68), και πάλιν· «Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου
δύναται σώσαι» (Ματθ. κζ: 42), και πάλιν· «Ει Υιός ει του Θεού, κατάβηθι από
του σταυρού» (Ματθ. κζ: 40). Όλα αυτά τα ήκουσεν ο Κύριος με τα πανάγια ώτα
του. Με την όρασιν δε έβλεπε τον Σταυρόν, και δειλιών και φοβούμενος έλεγε·
«Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ. κστ:
39). Με την όσφρησιν ωσφράνθη το όξος· με την γεύσιν εγεύθη την χολήν· με την
αφήν ήπλωσε τας χείρας εις τον Σταυρόν, δια να περιμαζεύση τα διεσκορπισμένα
έθνη. Αλλά τι μακρολογώ; Όλα τα αντίρροπα της παρακοής κατεδέχθη δια να
διορθώση την παρακοήν και ερραπίσθη και ωνειδίσθη και εκρίθη και ενεπτύσθη και
εκολαφίσθη και εφραγγελώθη και τέλος εσταυρώθη και απέθανε δια τας αμαρτίας
ημών. Αλλ’ αυτά μεν προχθές τα υπέμεινε και έπαθε· χθες δε κατώκει τον Τάφον
σωματικώς, τούτο δε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων· αλλά σήμερον ανίσταται εκ
των νεκρών και τούτο δια την ελευθερίαν αυτών. Χθες ο Κύριος κατήλθεν εις τον
Άδην, αλλά σήμερον ανήλθεν εκ του Άδου· χθες πηγαίνων κάτω, και σήμερον
ερχόμενος άνω. Πάντα τα έθνη λοιπόν κροτήσατε χείρας· και εάν μη πάντα, αλλά
καν όσα ηλευθερώθησαν εκ των χειρών του διαβόλου. Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί,
ήτοι οι Άγγελοι όπου είναι εις τον ουρανόν και αγαλλιάσθω η γη, ήτοι οι
άνθρωποι όπου είναι εις την γην. Τίνος ένεκεν; Διατί; Διότι ελύθη της παλαιάς
έχθρας το μεσότοιχον· ηφανίσθη η πρώτη κατάρα και ήλθεν η αγιωσύνη· θαρσείτε οι
νεκροί και χαίρεσθε οι προπάτορες, διότι σας έδωκε την πρώτην πατρίδα, τον
Παράδεισον, σας εχάρισε την αιώνιον ζωήν. «Αγαλλιάσθε δίκαιοι εν τω Κυρίω»,
καθώς λέγει ο Δαβίδ (Ψαλμ. λβ:1). Πάσα η γη, και πάντες οι εν τη γη ευφραίνεσθε
και σκιρτάτε, ότι σήμερον η απαρχή της σωτηρίας ημών πεφανέρωται, σήμερον ο
Χριστός ανέστη και η δύναμις του διαβόλου κατέπεσε· σήμερον ο Χριστός ανέστη
και ο αντικείμενος εχθρός του γένους μας ενικήθη· σήμερον ο Χριστός ανέστη και
ο φθονερός Σατάν κατηργήθη· σήμερον ο Χριστός εβασίλευσε και ο διάβολος
εσφραγίσθη· ο Χριστός ανέστη και οι απ’ αιώνος νεκροί συνανέστησαν, ο Χριστός
ανέστη και οι θανόντες ανέστησαν. Αλλ’ ω της πωρώσεως των ανόμων Ιουδαίων! Μηδέ
τώρα καταπείθονται, αλλά πάσχουσι να συκοφαντήσωσι την Ανάστασιν. Ω γνώμης
πεπωρωμένης! Ή πιστεύσατε, ω αγνώμονες Ιουδαίοι, ή παραστήσατε ως νεκρόν τον
ζώντα εις τους αιώνας· αλλά επειδή σεις σιωπάτε, μάθετε από ημάς την αλήθειαν,
ότι ανέστη ο Χριστός. Μετά την Ταφήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ευλογημένοι
Χριστιανοί, επήγαν οι φθονερώτατοι Ιουδαίοι και είπον εις τον Πιλάτον·
«Ενθυμούμεθα, αυθέντη, ότι ο πλάνος εκείνος, όταν έζη, είπεν, ότι μετά τρεις
ημέρας θέλει αναστηθή και δια τούτο δος εις ημάς εξουσίαν να σφραγίσωμεν τον Τάφον,
δια να μη υπάγωσιν οι Μαθηταί Του και τον κλέψωσι και είπωσιν ότι ανεστήθη και
γίνη η υστερινή πλάνη χειροτέρα από την πρώτην» (Ματθ. κζ:63 – 64). Αλλά εάν
εκείνος είναι πλάνος, ω αρχιερείς, τι σας μέλλει δι’ ένα πλανεμένον; Πόθεν δε
εγνώρισαν, ότι θέλει αναστηθή ο Χριστός; Από τον λόγον, τον οποίον είπε περί
του Προφήτου Ιωνά, ότι «Ώσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς ο Προφήτης εν τη κοιλία του
κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη
καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ: 40). Από αυτό
εφοβούντο μήπως αναστηθή ο Χριστός. Τότε είπε προς αυτούς ο Πιλάτος· «Έχετε
στρατιώτας, λάβετε αυτούς και υπάγετε να σφραγίσετε τον Τάφον» (Ματθ. κζ: 65).
Επήγαν λοιπόν οι αρχιερείς και εσφράγισαν τον Τάφον, πεντήκοντα δε στρατιώται
εφύλαττον από το ένα μέρος και πεντήκοντα από το άλλο· διότι η κουστωδία, περί
της οποίας λέγει το Ιερόν Ευαγγέλιον, απετελείτο από εκατόν στρατιώτας. Ήτο δε
εκατόνταρχος εις αυτούς ο Άγιος Λογγίνος. Κατά δε το μεσονύκτιον σεισμός μέγας
εγένετο, διότι Άγγελος Κυρίου κατέβη εξ ουρανού και εκύλισε τον λίθον από την
θύραν του Τάφου, οι δε φύλακες εκείνοι από τον φόβον των έφυγον· και τότε εύρον
ευκαιρίαν αι Μυροφόροι γυναίκες, και επήγαν με τα μύρα εις τον Τάφον. Και κατά
πρώτον μεν η Κυρία Θεοτόκος και η Μαγδαληνή Μαρία εγνώρισαν την Ανάστασιν του
Χριστού· αλλά δια να μη αμφιβάλλεται η Ανάστασις λόγω της παρουσίας της
Παναγίας Μητρός Του, δια τούτο λέγουσιν οι Ευαγγελισταί, ότι εις την Μαγδαληνήν
μόνον εφάνη. Αυτή η Μαγδαληνή Μαρία είδε και ένα Άγγελον, όστις εκάθητο επάνω
εις τον Τάφον. Είτα πάλιν είδε δύο, οι οποίοι είπον προς αυτήν· «Ω γύναι, τι
κλαίεις; Τίνα ζητείς; Ιησούν τον Ναζωραίον; Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος
όπου τον έθαψαν ότι είναι κενός» (Ματθ. κη:6-6, Μάρκ. ιστ:6, Λουκ. κδ:6, Ιωάν.
κ: 12). Τότε έδραμε και επήγεν εις τον Πέτρον και τον Ιωάννην τους Αποστόλους
και είπε προς αυτούς όσα είδεν. Επιστρέφουσα δε η Μαγδαληνή με την άλλην Μαρίαν,
απήντησεν αυτάς ο Χριστός, και είπε προς αυτάς· «Χαίρετε», διότι έπρεπε το
γένος, το οποίον ήκουσε την κατάραν· «Εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γεν. γ:16), πάλιν
αυτό να ακούση και την χαράν. Η δε Μαρία από την πολλήν της αγάπην, νομίζουσα
ότι το Σώμα του Κυρίου ήτο υλικόν, επήγε να τον πιάση. Τότε είπε προς αυτήν ο
Χριστός· «Μαρία…μη μου άπτου» (Ιωάν. 16-17). Έδραμον δε και οι Απόστολοι εις
τον Τάφον· και ο μεν Ιωάννης πρώτον μεν έκυψε μόνον και είδεν εντός αυτού· ο δε
Πέτρος, ως θερμότερος όπου ήτο, εισήλθεν εντός αυτού και έπιασε και το
σουδάριον και την σινδόνα, έπειτα δε εισήλθε και ο Ιωάννης. Πάλιν δε η
Μαγδαληνή Μαρία προς όρθρον επήγε με άλλας γυναίκας να ίδωσι την αλήθειαν
καταλεπτώς. Ενώ δε ίσταντο έξω, η Μαγδαληνή Μαρία έκλαιε, και μετ’ ολίγην ώραν
έκυψε μέσα εις τον Τάφον και είδε δύο Αγγέλους των οποίων τα ενδύματα
ήστραπτον. Είπον δε οι Άγγελοι προς αυτήν· «Τι κλαίεις, ω γύναι; Τίνα ζητείς;
Μήπως ζητείς τον Ναζαρηνόν Ιησούν; Δεν είναι εδώ, ανεστήθη καθώς το προέλεγε·
υπάγετε εις την Γαλιλαίαν να τον ίδητε εκεί, και είπατε εις τους μαθητάς του
και εις τον Πέτρον ότι αυτός ο Χριστός υπάγει πρωτύτερα εις την Γαλιλαίαν, και
ας υπάγωσι και αυτοί εκεί να τον ίδωσι» (Ματθ. κη:7, Μάρκ. ιστ: 7). Τίνος
ένεκεν ανέφεραν οι θείοι Άγγελοι εξ ονόματος τον Πέτρον; Δια να πληροφορηθή ο
Πέτρος, ότι συνεχώρησεν ο Θεός την αμαρτίαν του, διότι ηρνήθη το Όνομά του. Δια
τούτο αι γυναίκες εκείναι έφυγον από τον Τάφον και από τον φόβον των δεν
ετόλμησαν να είπουν εις ουδένα τίποτε. Αλλά πάλιν η Σαλώμη και η Ιωάννα, όταν
ανέτειλεν ο ήλιος, επήγαν και αυταί και εύρον ομοίως, ως και τας άλλας
Μυροφόρους και καθολικά να είπωμεν, κατά διαφόρους ώρας και τρόπους επήγαν αι
Μυροφόροι γυναίκες εις τον Τάφον. Ιδού πως μεν έγινεν η Ανάστασις, αν και μη
αρεστώς είπομεν, αλλά καν όσον ήτο αρκετόν· πλην διατί συνέτεμα τον λόγον μου;
Διότι έχομεν ζητήματα διάφορα και μεγάλα εις την σημερινήν εορτήν· και δια να
προφθάσω κατά την ώραν να τα διαλύσω, δια τούτο ωλιγόστευσα την υπόθεσιν της
εορτής· πλην ελπίζω πάλιν εις τον σήμερον αναστάντα Χριστόν, ότι με την
ερμηνείαν των ζητημάτων να εννοήσετε και τα ελλείποντα του λόγου. Πρώτον ζήτημα
έχομεν πόσαι Μυροφόροι γυναίκες είναι; Τούτο καλόν είναι να μάθετε, διότι έχει
πολλήν ωφέλειαν· δεύτερον, διατί έγινεν η Ανάστασις εις τον Μάρτιον μήνα;
Τρίτον εις ποίαν ώραν ανέστη ο Χριστός; Τέταρτον, πως μετρείται η Ανάστασις του
Κυρίου ότι είναι τριήμερος; Πέμπτον, πόσας φοράς εφάνη ο Χριστός εις τους
Αποστόλους, αφ’ ότου ανεστήθη; Έκτον ποίαι προφητείαι και θαύματα της Παλαιάς
Διαθήκης προεικόνιζον την Ανάστασιν του Χριστού; Έβδομον, Πάσχα τι ερμηνεύεται,
και πως το έκαμναν οι Εβραίοι; Δίκαιον είναι να το ειπώ και αυτό, δια να
αποδείξω ότι το παλαιόν Εβραϊκόν Πάσχα το ιδικόν μας προεικόνιζεν. Αυτά τα επτά
ζητήματα έχομεν σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί, και αν τύχη να είναι και άλλα
περισσότερα, αλλά ημείς μόνον τα αναγκαιότερα λέγομεν, διότι από τα επτά αυτά
μόνον δύνανται και τα άλλα να διαλυθούν. Σεις δε, ω Χριστού δούλοι, όσοι
εσυναθροίσθητε σήμερον δια να εορτάσετε την πανήγυριν, όσοι εις την Εκκλησίαν
εσυνάχθητε χάριν της εορτής, διανοίξατε τους οφθαλμούς σας, όχι μόνον του
σώματος, αλλά και της ψυχής, δια να εννοήσετε καθαρώς τα λεγόμενα. Ότι δηλαδή
δεν πρόκειται περί πραγμάτων και υποθέσεων του κόσμου τούτου, αλλά περί του
μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων, διότι αυτός είναι και ο σκοπός της εορτής
μας ταύτης της αγίας, η σωτηρία τουτέστι των ανθρώπων. Διότι πόθεν άλλοθεν
εφιλανθρωπεύθη ο Θεός να έλθη να σαρκωθή; Πόθεν κατεδέχθη ο Ποιητής και Πλάστης
του κόσμου να κατέβη σωματικώς επί της γης; Πόθεν και δια ποίαν αφορμήν ο
Βασιλεύς των αιώνων και άχρονος ηθέλησε να γεννηθή εν χρόνω, και να ονομασθή
χρονικός; Πόθεν και δια ποίαν αιτίαν ο Κύριος, τον οποίον υμνούσι τα Χερουβείμ
και δοξάζουσι τα Σεραφείμ, κατεδέχθη να ονομασθή Σαμαρείτης και δαιμονισμένος;
Διατί υπέμεινεν ύβρεις, ονειδισμούς, εμπτυσμούς και τελευταίον θάνατον άτιμον
και σταυρικόν; Φανερόν είναι ότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων τα κατεδέχθη
όλα, θέλων να σώση τον Αδάμ και τους εξ Αδάμ, θέλων να ελευθερώση τας ψυχάς μας
από τας χείρας του διαβόλου. Διότι αφού η φύσις των ανθρώπων εξέπεσε δια την
παρακοήν και από τον Παράδεισον εδιώχθη δεν ηδύνατο πλέον να ανέβη εκεί από
όπου εξέπεσεν, διότι η αμαρτία του Αδάμ, ήτοι η παρακοή, έκλεισε την θύραν του
Παραδείσου. Και παρά ταύτα όμως θα εδέχετο ο Θεός τον Αδάμ να τον εμβάση πάλιν
εις τον Παράδεισον, αλλά η αμαρτία θέλει μετάνοιαν δια να διορθωθή, ο δε Αδάμ
δεν μετενόησε, δεν έκλαυσεν, ούτε είπε προς τον Θεόν όταν τον ηρώρα· «Μήπως
έφαγες από το ξύλον το οποίον σου απηγόρευσα»; (Γεν. γ:11), ότι έσφαλα, Θεέ
μου, ήμαρτον, Ποιητά μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημά Σου· δια τούτο
θρηνώ και δέομαί σου, δέξου με πάλιν τον παρήκοον. Δεν είπεν ούτω, αλλά έρριψε
την ευθύνην εις τον Θεόν, ειπών· «Η γυνή, την οποίαν μου έδωκες, εκείνη με
εξηπάτησε» (αυτ. 12). Έδειξε δηλαδή παρευθύς, ότι εκείνος δεν πταίει, αλλά ο
Θεός, όστις του έδωκε σύντροφον την Εύαν, ούτε δε και αυτή είπεν ότι έσφαλεν,
αλλά έρριψε την αφορμήν εις τον όφιν, ότι εκείνος την ηπάτησεν (αυτ. 13).
Επειδή λοιπόν τότε δεν μετενόησαν, ούτε και ο Θεός τους εδέχθη δια την
υπερηφάνειάν των· οικονόμησε δε να έλθη ύστερον ο ίδιος και να σαρκωθή εκ της
αειπαρθένου Μαρίας δια να σώση τον Αδάμ. Αλλά δόξα τη ευσπλαγχνία Σου,
μακρόθυμε Χριστέ, ότι και εθανατώθης και απέθανες ως άνθρωπος, αλλ’ ως Θεός
ανέστης τριήμερος. Πλην ας έχω συγγνώμην, διότι ο λόγος με ηνάγκασε να έβγω έξω
από τον σκοπόν μου, αλλά ας έλθω να διαλύσω τα ζητήματά μας. Πρώτον λοιπόν
ζήτημα έχομεν πόσαι Μυροφόροι γυναίκες είναι, αίτινες επήγαν εις τον Τάφον του
Χριστού με τα μύρα; Και λέγομεν εις αυτό· πολλαί και διάφοροι είναι αι
Μυροφόροι, πλην επτά είναι αι κυριώτεραι. Πρώτη είναι η Μαγδαληνή Μαρία, από
την οποίαν ο Χριστός έβγαλεν επτά δαιμόνια και δια την τοιαύτην ευεργεσίαν
ηκολούθει και ηγάπα τον Χριστόν. Μετά δε την Ανάληψιν του Χριστού επήγεν αύτη
εις την Ρώμην, προς τον βασιλέα Τιβέριον, όστις έπασχεν από τον ένα οφθαλμόν
και τον εθεράπευσε. Δια την ευεργεσίαν ταύτην της Μαγδαληνής Μαρίας εφόνευσεν ο
Τιβέριος τους αρχιερείς των Ιουδαίων και αυτόν τον Πιλάτον. Τελευταίον απέθανεν
η Μαρία εις την Έφεσον και την έθαψεν ο Θεολόγος Ιωάννης, βραδύτερον δε ο
βασιλεύς Λέων ο Σοφός έφερε το λείψανόν της εις την Κωνσταντινούπολιν.
Μαγδαληνή δε ωνομάζετο η Μαρία, διότι ήτο από τα Μάγδαλα, ήτις είναι χώρα της Ανατολής.
Δευτέρα Μυροφόρος είναι η Σαλώμη, περί της οποίας λέγουσι τινές ότι ήτο γυνή
νόμιμος του Ιωσήφ του Μνήστορος· άλλοι δε λέγουσιν ότι ήτο θυγατέρα του, ούτοι
δε λέγουσιν αληθέστερον· διότι ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ τέσσαρα τέκνα αρσενικά
εγέννησε, τον Ιάκωβον, όστις ωνομάζετο μικρός, τον Ιωσήν, τον Σίμωνα και τον
Ιούδαν, όχι τον προδότην, αλλά τον Αδελφόθεον. Είχε δε ούτος και τρεις
θυγατέρας, την Εσθήρ, την Θάμαρ και την Σαλώμην, την γυναίκα του μικρού
Ζεβεδαίου. Ώστε, όταν ακούης το εν τω Ευαγγελίω λεγόμενον· «Μαρία η του Ιακώβου
του μικρού και Ιωσή μήτηρ» (Μάρκ. ιε:40),
την Παναγίαν Θεοτόκον νόμιζε ότι λέγει, διότι ως μήτηρ των τέκνων του
Ιωσήφ εφαίνετο η Παναγία, εκ τούτου δε προκύπτει ότι ο Θεολόγος Ιωάννης και ο
Χριστός ήτο ανεψιός και θείος, ο μεν Χριστός θείος, ο δε Ιωάννης ανεψιός. Τρίτη
Μυροφόρος είναι η Ιωάννα, η οποία ήτο γυνή του Χουζά, ο δε Χουζάς αυτός ήτο
επίτροπος και οικονόμος εις τον οίκον του βασιλέως Ηρώδου. Τετάρτη η Μαρία η
αδελφή του Λαζάρου, η οποία και πρωτύτερα εις τον οίκον της ήλειψε τον Χριστόν
με το μύρον, όταν ανέστησε τον αδελφόν της τον Λάζαρον, καθώς το ορίζει ο
Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγων· «Η ουν Μαρία λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής»
(Ιωάν. ιβ:3). Πέμπτη είναι η αδελφή της Μάρθα, η οποία και πολλήν προθυμίαν
έδειξε προς τον Χριστόν εξ αρχής, διότι αυτή τον υπηρέτει εις όλα τα σωματικά. Έκτη
Μυροφόρος είναι η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, Κλωπάν δε τινές τον Κλεόπαν
ονομάζουσιν. Αυτήν την Μαρίαν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αδελφήν της Θεοτόκου την
ονομάζει, λέγων εις την Σταύρωσιν ούτως· «Ειστήκεισαν δε παρά τω Σταυρώ του
Ιησού η Μήτηρ αυτού, Μαρία η του Κλωπά» (Ιωάν. ιθ:25). Πως δε ήτο αδελφή της
Παναγίας, ακούσατε. Ο Ιωακείμ, ο πατήρ της Παναγίας, είχεν αδελφόν, όστις
απέθανε χωρίς να αποκτήση τέκνον, κατά δε τον νόμον του Μωϋσέως επήρε την
νύμφην του δια γυναίκα, και έκαμεν απ’ εκείνην αυτήν την Μαρίαν· από δε την
Άνναν έκαμε την Παναγίαν Θεοτόκον· ώστε λοιπόν αδελφή της ήτο από τον πατέρα
μόνον. Εβδόμη Μυροφόρος είναι η Σωσάννα. Ήσαν δε και άλλαι πολλαί, ως το λέγει
ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «αίτινες ήσαν διακονούσαι αυτώ» (Λουκ. η:3, Ματθ. κζ:55)
τω Χριστώ δηλονότι, από των υπαρχόντων αυταίς, πλην οι Ευαγγελισταί δεν έγραψαν
τα ονόματα όλων, διότι δεν υπήρχε λόγος. Εδιαλύσαμεν Θεού βοηθεία το πρώτον
ζήτημα· ας έλθωμεν δε και εις το δεύτερον. Δεύτερον ζήτημα είναι διατί έγινεν η
Ανάστασις εις τον Μάρτιον μήνα; Λέγομεν λοιπόν εις αυτό ολίγα και ωφέλιμα.
Πλην, ευλογημένοι Χριστιανοί, ακούσατε με πάσαν προθυμίαν, εξυπνήσατε νοητά, να
εννοήσητε τους λόγους μου· ανοίξατε την καρδίαν σας, να σας φωτίση ο Θεός, να
καρπωθήτε λόγον και ψυχικήν ωφέλειαν. Ο Μάρτιος μήνας ονομάζεται άρτιος, ωσάν
να είπωμεν πλήρης· διότι ο προηγούμενος μην Φεβρουάριος ήτο ελλιπής και ομοιοί
τον καιρόν τον οποίον ορίζει και ο Κύριος εις το Άγιον Ευαγγέλιον δια τον
Αντίχριστον ότι «ει μη εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ»
(Ματθ. κδ: 22, Μάρκ. ιγ:20). Ο δε Μάρτιος μην ομοιάζει την Δευτέραν Παρουσίαν
του Χριστού και την αποκατάστασιν των Αγίων, οίτινες μέλλουσι να κληρονομήσουν
την Βασιλείαν των ουρανών αιωνίως. Επειδή λοιπόν ο Μάρτιος τον καιρόν αυτόν
ομοιοί, δια τούτο έγινε και η Ανάστασις του Χριστού εις αυτόν τον μήνα· διότι
και η σημερινή ημέρα την μέλλουσαν ανάστασιν των ανθρώπων προεικονίζει. Κατ’
άλλον δε πάλιν τρόπον, διότι όσα μυστήρια αναφέρονται εις την Παλαιάν Διαθήκην,
όλα εις τον Μάρτιον μήνα ετελειώθησαν. Και πρώτον μεν και αρχή ο Θεός όστις
εποίησε τον κόσμον, κατ’ αυτόν τον μήνα τον έκτισεν. Ο ήλιος, η σελήνη, τα
άστρα, η γη, ο ουρανός και αυτός ο Αδάμ, τότε επλάσθη, τότε εξέπεσε, τότε
εξεβλήθη από τον Παράδεισον, εις αυτού του μηνός την εικοστήν πέμπτην παρέβη
την εντολήν του Θεού· πως δε εις αυτήν την ημέραν, ακούσατε. Η σελήνη, όταν
είναι σωστή και ακεραία, είναι δεκατεσσάρων ημερών· ο Θεός την τετάρτην ημέραν
είπε και έγινεν αύτη σωστή και ακεραία όπως είναι κατά την δεκάτην τετάρτην
ημέραν. Φανερόν λοιπόν είναι, ότι ο Θεός εις την δωδεκάτην ημέραν του Μαρτίου
μηνός ήρχισε να δημιουργή τα ποιήματά του· η δωδεκάτη λοιπόν του μηνός είναι
πρώτη προς τα κτίσματα του Θεού· η δε δεκάτη ογδόη του μηνός είναι εβδόμη προς
τα κτίσματα· ελλείπουσι και έως τας εικοσιπέντε, επτά· τόσας ημέρας έκαμεν ο
Αδάμ εις τον Παράδεισον, ίσας με τας ημέρας της εβδομάδος, ίσας με τα επτά
χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος, ίσας με τα επτά χαρίσματα, τα οποία εχάρισεν
ο Θεός εις τον Αδάμ. Και πρώτον μεν χάρισμα, την σοφίαν δεύτερον την πραότητα,
τρίτον την σωφροσύνην και το κάλλος, τέταρτον την κόμην της κεφαλής, πέμπτον
την φιλοξενίαν, έκτοντην ανδρείαν, και έβδομον την υπομονήν εις τους
πειρασμούς. Και το μεν πρώτον χάρισμα το είχεν ο Σολομών, το δεύτερον ο Δαβίδ,
το τρίτον ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος, το τέταρτον ο Αβεσσαλώμ ο υιός του Προφήτου
Δαβίδ, το πέμπτον ο Αβραάμ, το έκτον ο Σαμψών, το έβδομον ο Ιώβ. Κατά τον
αριθμόν λοιπόν των χαρισμάτων του έκαμεν ο Αδάμ εις τον Παράδεισον· είναι όμως
και άλλος λόγος· ότι δηλαδή έπρεπε κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν
εξέπεσεν ούτος από τον Παράδεισον, κατ’ αυτήν την ιδίαν να εισέλθη και πάλιν
εις αυτόν. Οι Εβραίοι πάλιν το Πάσχα των και αυτοί τον Μάρτιον μήνα το έκαμαν·
διότι κατ’ αυτόν εξήλθον από την Αίγυπτον και διέβησαν την Ερυθράν θάλασσαν,
ήτις διάβασις την Ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προεικόνιζεν, ως θέλω
τούτο αποδείξει εις την λύσιν του εβδόμου ζητήματος· αλλά και τώρα ολίγα να
είπωμεν. ΄Όπως οι Εβραίοι εις αυτόν την μήνα ηλευθερώθησαν από την κακοπάθειαν
της Αιγύπτου, ούτω και ημείς ηλευθερώθημεν από την αιώνιον κόλασιν· εκείνοι από
τας χείρας του Φαραώ, και ημείς από του διαβόλου· εκείνοι από τους διώκτας και
ημείς από τους διαβόλους, τους πικρούς και φοβερούς τυράννους· εκείνοι
διεπέρασαν την Ερυθράν θάλασσαν και ημείς τας αμαρτίας μας· εκείνοι επήγαν εις
την έρημον του κόσμου και ημείς εις την έρημον των αμαρτιών· εκείνοι έφαγον το
Πάσχα εκεί εις την Αίγυπτον και ημείς εις την Βασιλείαν των ουρανών απηλαύσαμεν
τον Χριστόν. Ο Απ. Παύλος το ορίζει· «Το Πάσχα ημών υπέρ υμών ετύθη Χριστός»
(Α΄ Κορ. ε:7). Αλλά και ο κατακλυσμός εις αυτόν τον μήνα έγινε και ομοιοί την
σήμερον ημέραν. Εκεί έγινεν η φθορά των αμαρτωλών και εδώ η φθορά των αμαρτιών
μας· εκεί εφυλάχθη ο δίκαιος Νώε με την οικογένειάν του και εδώ διαφυλάσσονται
όσοι λατρεύουσι και υπηρετούσι το μυστήριον· εκεί ήτο η κιβωτός, εδώ είναι ο
Χριστός. Δια ταύτα λοιπόν έγινε και η Ανάστασις του Χριστού εις τον Μάρτιον
μήνα· αλλ’ επειδή ερμηνεύσαμεν το δεύτερον ζήτημα, ας έλθωμε τώρα και εις την
λύσιν του τρίτου. Τρίτον ζήτημα είναι, εις ποίαν ώραν ανέστη ο Χριστός; Και
λέγομεν εις αυτό, ότι άλλοι μεν λέγουσιν ότι εις το πρώτον λάλημα του πετεινού·
άλλοι δε, ότι κατά την ώραν κατά την οποίαν έγινεν ο σεισμός και ενεφανίσθησαν
οι δύο Άγγελοι· πλην το αληθέστερον είναι να είπωμεν, ότι εις την έκτην ώραν
της νυκτός ανεστήθη ο Κύριος, διότι έως αυτήν την ώραν μετρούνται σωσταί από
τον θάνατον του Χριστού αι τριάκοντα τρεις ώραι. Και πώς; Ενάτην ώραν της
Παρασκευής εξέπνευσε, μέχρι της δωδεκάτης έχομεν τρεις ώρας· και δώδεκα της
νυκτός, δεκαπέντε· και δώδεκα της ημέρας του Σαββάτου, είκοσιεπτά και εξ της
νυκτός τριάκοντα τρεις. Ώστε κατά την έκτην ώραν της νυκτός, ήτοι κατά το
μεσονύκτιον, ανέστη ο Κύριος· είπομεν και την λύσιν του τρίτου ζητήματος. Τέταρτον
ζήτημα έχομεν το πως μετράται ότι η Ανάστασις του Κυρίου είναι τριήμερος· και
λέγομεν εις αυτό, ότι ούτω μετράται ως αριθμούν οι της Εκκλησίας μας Άγιοι και
Θεοφόροι Πατέρες. Η ημέρα της Παρασκευής μέχρι της δύσεως του ηλίου μία ημέρα,
διότι οι Εβραίοι ούτω μετρούσι τα ημερονύκτια και έως τώρα από της δύσεως του
ηλίου της μιας ημέρας μέχρι της δύσεως του ηλίου της άλλης ημέρας. Από της
δύσεως δε του ηλίου της Παρασκευής μέχρι της δύσεως του ηλίου του Σαββάτου
Δευτέρα ημέρα και από της δύσεως του ηλίου του Σαββάτου οπότε άρχεται το
ημερονύκτιον της Κυριακής μέχρι της Αναστάσεως του Κυρίου Τρίτη ημέρα. Αλλά και
κατ’ εκείνους, οίτινες μετρούσι την ημέραν από του μεσονυκτίου, το ίδιον είναι,
διότι εάν αποθάνη τις κατά την πρώτην ώραν της ημέρας και ο άλλος να αποθάνη
εις την δωδεκάτην και τους δύο μίαν ημέραν λέγομεν ότι απέθανον· ούτω και εδώ
είτε εις την αρχήν της Κυριακής, είτε εις το τέλος αυτής ανίστατο ο Χριστός,
πάλιν μίαν ημέραν θα υπελογίζαμεν. Δυνάμεθα όμως και άλλως να αριθμήσωμεν την
Ανάστασιν του Κυρίου. Τρίτη ώρα, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, εσταυρώθη ο
Χριστός· και από την έκτην ώραν της Παρασκευής έγινε σκότος έως την ενάτην·
αυτό είναι μία νύκτα και μία ημέρα· πάλιν η ημέρα από την ενάτην ώραν έως το
εσπέρας και η νύκτα της Παρασκευής δεύτερον νυχθήμερον· και πάλιν η ημέρα του
Σαββάτου και η νύκτα της Κυριακής Τρίτη ημέρα. Άκουσον δε και αλλέως
μυστικώτερα· το εσπέρας της Πέμπτης έδωκεν ο Κύριος το Σώμα του εις τους
Μαθητάς μυστικά, ώστε επειδή έλεγεν ότι· «Εξουσίαν έχω θήναι αυτήν (την ψυχήν
μου), και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν» (Ιωάν. ι:18), απ’ εκείνην την ώραν
απέθανεν. Η νύκτα λοιπόν της Πέμπτης και η ημέρα της Παρασκευής μία πλήρης
ημέρα πλην όχι όλη η ημέρα της Παρασκευής, αλλά μόνον έως την έκτην· πάλιν το
σκότος και οι τρεις επίλοιποι ώραι της Παρασκευής, Δευτέρα ημέρα· η νύκτα του
Σαββάτου και η ημέρα, Τρίτη πλήρης ημέρα. Εάν δε θέλης να εξετάσης και λεπτότερον,
το σκότος το επάνω θέσον εις την νύκτα της Κυριακής να συμπληρωθούν σωσταί
τρεις ημέραι. Αλλά ιδού βοηθεία Θεού διελύσαμεν ως εν συντόμω και το τέταρτον
ζήτημα. Πέμπτον ζήτημα έχομεν πόσας φοράς εφάνη ο Χριστός εις τους Μαθητάς μετά
την Ανάστασιν και λέγομεν εις αυτό μαρτυρίας των τεσσάρων ιερών Ευαγγελιστών.
Πρώτον μεν, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, εφάνη εις την Μαγδαληνήν Μαρίαν,
και εις την άλλην Μαρίαν, τουτέστι την Θεοτόκον, όταν είπεν εις αυτάς·
«Χαίρετε» (Ματθ. κη:9). Δευτέρανφοράν εφάνη εις την αυτήν Μαγδαληνήν Μαρίαν,
όταν ηθέλησεν αύτη να τον πιάση και ο Χριστός της είπε· «Μαρία μη με πιάνης,
ακόμη δεν ανέβηκα προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεόν μου και Θεόν σας·
μόνον ύπαγε να είπης εις τους Μαθητάς μου να μη κλαίωσι δια τον χωρισμόν μου»
(Ιωάν. κ: 17). Τρίτην φοράν εφάνη εις το όρος της Γαλιλαίας, όταν τον
προσεκύνησαν οι Απόστολοι και Αυτός τους είπεν: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν τω
ουρανώ και επί της γης· δια τούτο σεις υπάγετε εις όλον τον κόσμον, κηρύξατε το
Ευαγγέλιόν μου και βαπτίσατε τα Έθνη εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ κη: 18-19). Τετάρτην φοράν εφάνη εις δύο άνδρας,
οίτινες επήγαιναν εις τους αγρούς των, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Μάρκος (Μάρκ.
ιστ: 12). Πέμπτην φοράν εφάνη εις τους Αποστόλους, όταν τους ωνείδισε, διατί
δεν επίστευσαν ότι ανεστήθη, ως το ορίζει ο αυτός Ευαγγελιστής (αυτ. 14), τότε
τους είπεν· «Υπάγετε να κηρύξετε εις όλον τον κόσμον όσα ηκούσατε· και όστις
πιστεύση θέλει σωθή, όστις δε απιστήση θέλει κατακριθή, εκείνοι δε όπου
πιστεύουσι θέλουσι κάμει σημεία πολλά και όφεις να πιάσωσι και δηλητήριον να
πίωσι και εις την κεφαλήν του σκορπίου να πατήσωσι, κανέν κακόν δεν θα πάθουν»
(αυτ. 15 – 18), και πλείστα άλλα. Έκτην φοράν εφάνη ο Κύριος μετά την Ανάστασιν
εις τον Λουκάν και Κλεώπαν, ως γράφει ο ίδιος Ευαγγελιστής Λουκάς (κδ: 13-31),
ότε επήγαιναν εις Εμμαούς, πόλιν απέχουσαν από της Ιερουσαλήμ περί τα εξήκοντα
στάδια· το στάδιον είναι εκατόν οργυιαί ήτοι τα εξήκοντα στάδια ισούνται προς
εξ χιλιάδας οργυιάς, δηλαδή μίλια οκτώ και τετρακοσίας οργυιάς. Εφάνη δε εις
σχήμα ανθρώπου υλικού και περιεπάτει μετ’ αυτών μέχρι της πόλεως. Όταν δε
ενύκτωσε προσεποιήθη ότι θα επήγαινεν αλλού, εκείνοι δε τον εκράτησαν μαζί των
και εκεί όπου έκοπτε τον άρτον τον εγνώρισαν. Εβδόμην φοράν εφάνη εις όλους τους
Μαθητάς, εκτός του Θωμά, όταν ήσαν κρυμμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων και
τους είπε: «Δίδω εις σας την εξουσίαν, όσα λύσετε εις την γην, να είναι
λελυμένα και εις τον ουρανόν, και όσα δέσετε εδώ να είναι και εκεί δεμένα»
(Ιωάν. κ: 19-24). Ογδόην φοράν εφάνη οκτώ ημέρας μετά την Ανάστασίν Του, όταν
έδειξεν εις τον Θωμάν τας χείρας, τους πόδας και την αγίαν Του πλευράν, και ο
Θωμάς εβόησεν· «Συ είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου» καθώς μαρτυρεί ο
Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος (ένθ. ανωτ. 24-28). Ενάτην φοράν εφάνη εις την
θάλασσαν της Τιβεριάδος, ούτως· ο Πέτρος, ο Θωμάς, ο Ναθαναήλ, ο Θεολόγος
Ιωάννης, ο αδελφός του Ιάκωβος και άλλοι δύο Απόστολοι επήγαν εις την θάλασσαν
της Τιβεριάδος να αλιεύσουν, κατά δε την νύκτα εκείνην τίποτε δεν έπιασαν. Το
δε πρωί εφάνη ο Χριστός εις τον αιγιαλόν και τους λέγει· «Έχετε τίποτε
προσφάγιον»; Οι δε Απόστολοι είπον: «Δεν έχομεν». Τότε τους επρόσταξεν ο Χριστός
και έρριψαν το δίκτυον εις το δεξιόν μέρος του πλοίου· και τόσα οψάρια έπιασαν,
ώστε δεν ημπόρεσαν να σύρουν το δίκτυον· διότι ήσαν οψάρια εκατόν πεντήκοντα
τρία και ταύτα μεγάλα και πολλά. Τότε, όταν εξήλθον εις την ξηράν, είδον και
ήτο έτοιμον τραπέζιον και κάρβουνα αναμμένα, ο δε Χριστός έπιασεν από τα οψάρια
εκείνα και έδωκεν εις τους Αποστόλους (Ιωάν. κα: 1-13). Δεκάτην φοράν εφάνη ο
Κύριος εις τον Πέτρον, όταν είπε προς αυτόν· «Σίμων υιέ του Ιωνά, αγαπάς με»;
Και αυτός είπε· «Ναι, Κύριε»· Τον ηρώτησε και τρίτον· «Σίμων υιέ του Ιωνά,
φιλείς με»; Και τότε ελυπήθη ο Πέτρος (Ιωάν. κα: 15-17). Διατί δε ελυπήθη; Διότι το φιλώ έχει
ολιγωτέραν έννοιαν από το αγαπώ. Ενδεκάτην
φοράν εφάνη εις τους ένδεκα Μαθητάς, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, όταν τους είπε· «Διατί
είσθε τεταραγμένοι; Και τίνες οι διαλογισμοί όπου αναβαίνουσιν εις την καρδίαν
σας; Ψηλαφήσατέ με και ίδετε ότι αυτός εκείνος ο Χριστός είμαι εγώ· διότι αν
ήμουν φάντασμα, όπως βάλλετε εις τον νουν σας, δεν θα είχον σώμα και οστά· αλλά
διότι είμαι αληθινά εκείνος, δια τούτο έχω και σώμα και οστά όπως με βλέπετε».
Οι δε Απόστολοι από την χαράν των και από τον φόβον των δεν επίστευσαν. Τότε
τους είπεν ο Χριστός· «Έχετε τι βρώσιμον ενθάδε»; Ήτοι έχετε τίποτε φαγητόν
εδώ; Τότε οι Απόστολοι του έδωκαν ψάρι εψημένον και κηρήθρας με μέλι. Ο δε
Χριστός έμπροσθεν όλων έφαγε, δια να δείξη ότι δεν είναι φάντασμα. Τότε διδάξας
και νουθετήσας αυτούς τους έφερεν έξω εις την Βηθανίαν· και εκεί τους ηυλόγησε
και ανελήφθη από του μέσου αυτών (Λουκ. κδ: 36 – 51). Αλλά τίνος ένεκεν ανέφερα
το ζήτημα αυτό, και διατί το εδιάλυσα; Δια να βεβαιώσω και να αποδείξω, ότι
είναι μεμαρτυρημένη η Ανάστασις του Χριστού. Αλλ’, ω ευλογημένον συνάθροισμα
του Χριστού, ακούσατε προθύμως και τα επίλοιπα, ίνα λάβητε και τέλειον τον
μισθόν παρά Θεού, διότι δύο ζητήματα έχω ακόμη να διαλύσω, και τότε συν Θεώ να
τελειώσω τον λόγον μου. Έκτον ζήτημα έχομεν ποίαι προφητείαι και ποία θαύματα
της Παλαιάς Διαθήκης προεικόνιζον την Ανάστασιν του Χριστού· και λέγομεν τας
περί τούτου μαρτυρίας της Παλαιάς Διαθήκης και των Προφητών. Και πρώτον μεν ο
Προφήτης Ησαϊας προφητεύει δια τας Μυροφόρους και λέγει· «Γυναίκες ερχόμεναι
από θέας δεύτε» (Ησαϊας κζ:11), ήτοι σεις, ω Μυροφόροι γυναίκες, αι οποίαι
είδετε την θεωρίαν των Αγγέλων εις τον Τάφον, ελάτε, δείξετέ μας τι είδετε. Και
ο Προφήτης Ιωνάς προφητεύει δια τους φύλακας, οίτινες εφύλαττον τον Τάφον του
Χριστού και λέγει· «Φυλασσόμενοι μάταια και ψευδή, έλεον αυτών εγκατέλιπον»
(Ιωνά β:9). Και ο Προφήτης Σοφονίας λέγει ως εκ στόματος του Κυρίου δια την
Ανάστασιν· «Υπόμεινόν με εις ημέραν αναστάσεώς μου εις μαρτύριον· ότι τότε
επιστρέψω επί λαούς γλώσσαν εις γενεάς αυτών, του επικαλείσθαι πάντας το όνομα
του Κυρίου, του δουλεύειν αυτώ υπό ζυγόν ένα» (Σοφον. γ:8-9). Ήτοι λέγει ο Θεός
προς την γην. Ανάμεινόν με έως ου να αναστηθώ παρρησία, ότι τότε θέλω
επιστρέψει προς τους ανθρώπους, ήτοι τους Αποστόλους, και θέλω δώσει εις αυτούς
γλώσσαν να κηρύξουν το όνομά μου εις τας γενεάς των και να διδάξωσιν όλους να
επικαλούνται τον Θεόν και να δουλεύωσι, και να είναι όλοι υποτεταγμένοι εις ένα
Θεόν. Αλλά και ο Προφήτης Δαβίδ προφητεύει δια την Ανάστασιν και λέγει·
«Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από
προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν» (Ψαλμ. ξζ:2). Και πάλιν· «Ανάστα ο Θεός,
κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι» (Ψαλμ. πα:8). Και
πάλιν αλλού· «Ανάστα, Κύριε, βοήθησον ημίν, και λύτρωσαι ημάς ένεκεν του
ονόματός Σου» (Ψαλμ. μγ: 27). Και πάλιν· «Ανάστηθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η
χειρ σου, μη επιλάθη των πενήτων σου εις τέλος». Και ο Προφήτης Ιερεμίας
προφητεύει δια την Ανάστασιν και λέγει· «Μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος,
επιστρέψω και δώσω νόμον εις την καρδίαν αυτών» (Ιερ. λη:33). Ήτοι λέγει ο Θεός
εκ στόματος του Προφήτου, ότι αφού σταυρωθώ και θανατωθώ, πάλιν θέλω επανέλθει.
Που; Προς τους Αποστόλους, και θέλω δώσει εις αυτούς νόμον εις την καρδίαν των.
Και άλλοι δε πολλοί των Προφητών προφητεύουσι δια την σεβασμίαν και αγίαν αυτήν
ημέραν. Πλην ας είπωμεν και τινας ιστορίας και θαύματα της Παλαιάς Διαθήκης, να
αποδείξωμεν ότι άνωθεν και εξ αρχής ήτο σημειωμένη και προεικονισμένη η
Ανάστασις του Χριστού. Και πρώτον μεν ας είπωμεν μίαν ιστορίαν εκ της βίβλου,
ήτις ονομάζεται Βασιλειών Τρίτη (ιστ: 29 – ιζ: 24). Εις τον καιρόν του Αχαάβ
του βασιλέως, όστις ώριζε την Σαμάρειαν, ήτοι την Σεβάστειαν, ήτο και ο
Προφήτης Ηλίας. Λοιπόν αυτός βλέπων τον βασιλέα και τον περισσότερον κόσμον,
ότι ήσαν ασεβείς, παρεκάλεσε τον Θεόν και δεν έβρεχεν. Όθεν ο κόσμος
εστενοχωρείτο και υπέφερεν από την δίψαν και την πείναν. Βλέπων δε ο Θεός τον
Προφήτην, ότι επείνα και αυτός ομού με το πλήθος των ανθρώπων, είπε προς αυτόν·
«Ύπαγε εις Σάρεπτα της Σιδωνίας και κάθισε έξω εις την πύλην της πόλεως και εγώ
θέλω προστάξει μίαν γυναίκα χήραν να σε θρέψη». Δεν έβαλεν ο Προφήτης τίποτε
εις τον νουν του να είπη· Και δεν με στέλλει ο Θεός εις οίκους αρχόντων, δεν με
στέλλει εις τόπους πλουσίων, αλλά μου λέγει: Ύπαγε εις μίαν χήραν; Δεν
εσυλλογίσθη ούτω, αλλά παρευθύς ηγέρθη και επήγεν εκεί όπου τον επρόσταξεν ο
Θεός. Τότε μία γυναίκα χήρα εξήλθε την ώραν εκείνην και συνέλεγε ξυλάρια. Ιδών
ταύτην ο Προφήτης Ηλίας είπε προς αυτήν· «Παρακαλώ σε, ύπαγε να μου φέρης
ολίγον νεράκι εις ένα αγγείον να πίω». Ενώ δε η χήρα επήγαινε να φέρη το ύδωρ
της είπε πάλιν ο Ηλίας· «Λάβε και ολίγον ψωμάκι και φέρε μου εις τας χείρας
σου». Απεκρίθη η γυνή· «Αληθώς σου λέγω, άνθρωπε του Θεού, δεν έχω άλλο, από
ένα απλόχειρον αλεύρι, και συλλέγω ξύλα, να κάμω ψωμί να φάγω και εγώ και τα
παιδία μου, έπειτα να πέσωμεν να αποθάνωμεν». Απεκρίθη ο Προφήτης, και της
λέγει· «Ύπαγε και κάμε όπως σου λέγω εγώ, διότι ούτω λέγει ο Θεός. Το αλεύρι
πλέον δεν θέλει λείψει από τον κάδον σου και το έλαιον από το λαδικόν». Επήγε
λοιπόν η χήρα και έκαμεν όπως της είπεν ο Προφήτης και ευλόγησεν ο Θεός τον
οίκον εκείνον και έκτοτε δεν έλειψεν ουδένα καλόν. Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι
και ησθένησεν ο υιός της χήρας εκείνης, και μετ’ ολίγον απέθανεν. Όταν η χήρα
είδεν ότι απέθανεν ο υιός της, εστράφη προς τον Ηλίαν και κλαίουσα είπεν· «Ω
άνθρωπε του Θεού, τι ήλθες εδώ και υπενθύμισες τας αμαρτίας μου εις τον Θεόν,
και δια τούτο απέθανεν ο υιός μου»; Λέγει προς αυτήν ο Ηλίας· «Δος μοι τον υιόν
σου». Επήρε λοιπόν αυτόν από τας χείρας της και τον ανέβασεν εις το ανώγειον,
έπειτα εβόησε προς τον Θεόν και είπε· «Κύριέ μου, διατί απέθανεν ο υιός της
χήρας, και εβαρύνθη προς εμέ; Συ όμως ως μεγαλοδύναμος ανάστησέ τον». Ταύτα δε
ειπών ενεφύσησε τρις εις το πρόσωπον του παιδίου, και παρευθύς τούτο ανεστήθη.
Τότε τον κατεβίβασεν από το ανώγειον και τον έδωκεν εις τας χείρας της μητρός
του. Τούτο το θαύμα, ευλογημένοι Χριστιανοί, την Ανάστασιν του Χριστού
προεικόνιζε. Διότι όπως ο Προφήτης Ηλίας με τρία εμφυσήματα ανέστησε τον υιόν
της χήρας, ούτω και ο Χριστός εις τρεις ημέρας ανεστήθη. Και πάλιν εις το
βιβλίον Βασιλειών Τετάρτη (δ΄ 8 -37) γράφει, ότι ο Προφήτης Ελισσαίος, ο
μαθητής του Προφήτου Ηλία, επήγεν εις χώραν τινά, Σωμάν το όνομά της, εκεί δε
τον εδέχθη γυνή τις υπανδρευμένη και τον εφιλοξένησεν εις τον οίκον της. Η γυνή
εκείνη ήτο στείρα, ο δε Προφήτης την ηυλόγησε και συλλαβούσα εγέννησεν υιόν.
Όταν το παιδίον εκείνο εμεγάλωσεν, εξήλθεν ημέραν τινά εις τον αγρόν του πατρός
του, από δε την καύσιν του ηλίου απέθανε. Τότε η γυνή, λαβούσα εις συνοδείαν
αυτής ένα εκ των δούλων της, έδραμε προς το Καρμήλιον όρος, εις το οποίον
έμενεν ο Προφήτης Ελισσαίος. Είχε δε ο Προφήτης μαθητήν τινα ονόματι Γιεζή και
του λέγει· «Ύπαγε να χαιρετίσης την γυναίκα, η οποία έρχεται και ειπέ εις αυτήν
να χαίρεται». Επήγε τότε ο μαθητής εκείνος και αφού την εχαιρέτησε, της έδειξε
το σπήλαιον, εις το οποίον έμενεν ο Προφήτης. Αφού λοιπόν επήγεν η γυνή, και
έκλαυσεν έμπροσθεν του Ελισσαίου, λέγει ο Προφήτης προς τον μαθητήν του· «Λάβε
την ράβδον μου και ύπαγε να βάλης αυτήν επάνω εις το πρόσωπον του αποθαμμένου
παιδίου, εάν δε απαντήσης τινά καθ’ οδόν μη τον χαιρετίσης και εάν σε απαντήση
τις και σε χαιρετίση, μη του αποκριθής, δια να υπάγης γρήγορα και να μη σταθής
να ομιλήσης και αργήσης». Επήγε λοιπόν ο Γιεζής και έβαλε την ράβδον εις το
πρόσωπον του παιδίου, αλλά δεν ανεστήθη. Τότε εκίνησεν ο Προφήτης Ελισσαίος και
επήγεν εις τον οίκον εις τον οποίον ήτο αποθαμμένον το παιδίον και δεν
επέτρεψεν εις ουδένα να εισέλθη εντός αυτού, αλλ’ εισήλθε μόνος. Λαβών δε το
παιδίον ενηγκαλίσθη αυτό και έβαλε τα βλέφαρα αυτού προς τα βλέφαρα, και το
στόμα του προς το στόμα, και τους οφθαλμούς του προς τους οφθαλμούς, και τας
χείρας του προς τας χείρας, και το στήθος του προς το στήθος του παιδίου, τόσον
ώστε εζεστάθη αυτό. Ενώ δε ο Προφήτης παρεκάλει τον Θεόν, ανεστήθη το παιδίον
της Σωμανίτιδος. Το θαύμα αυτό την Ανάστασιν του Χριστού και των απ’ αιώνος νεκρών
προεικόνιζεν. Ο μεν Ελισσαίος ομοιοί τον Χριστόν, ο δε υιός της γυναικός ομοιοί
τους προπάτορας· το δε ότι προσήρμοσεν ο Προφήτης τα μέλη του με τα μέλη του
παιδίου, ομοιοί ότι και ο Χριστός ενεδύθη σάρκα ανθρωπίνην, την οποίαν
ανέστησε. Με εκείνην δε την σάρκα έπαθε και εσταυρώθη, δια να σώση τους
καταδικασμένους. Το δε ότι έστειλεν ο Προφήτης τον μαθητήν του με την ράβδον
και δεν ηδυνήθη να αναστήση τον νεκρόν, ομοιοί τον Χριστόν, όστις έστειλε τους
Προφήτας με την ράβδον του. Ποία ήτο η ράβδος του Χριστού; Ράβδος του Χριστού
ήτο ο ορισμός του, διότι η ράβδος τον ορισμόν και την δύναμιν ομοιοί. Με αυτόν
όμως δεν ηδυνήθησαν οι Προφήται να αναστήσουν τους καταδικασμένους ανθρώπους,
μέχρις ότου ήλθεν ο Χριστός ο ίδιος και ήπλωσε τας χείρας του επί του Σταυρού
και τους ανέστησε. Το δε ότι δεν άφησεν ο Προφήτης άλλον να εισέλθη μέσα εις
τον νεκρόν, ομοιοί ότι και ο Χριστός άλλον τινά δεν εχρειάσθη εις την σωτηρίαν
και την ελευθερίαν και την Ανάστασιν των καταδικασμένων αλλά μόνον αυτός, ως
δυνατός και ισχυρός όπου είναι, επραγματοποίησε το μέγα και παράδοξον αυτό
έργον. Έχομεν όμως και άλλην ιστορίαν, η οποία εικονίζει την Ανάστασιν του
Χριστού. Ποίαν; Του Προφήτου Ιωνά (Ιωνά α: 1 – β:11). Ο Ιωνάς ο Προφήτης ήτο
υιός τινός ονόματι Αμαθί. Είπε δε ο Θεός προς αυτόν· «Ύπαγε εις την Νινευϊ την
πόλιν και ειπέ εις τους ανθρώπους, ότι εις τρεις ημέρας μέλλει να αφανισθή η
πόλις των, ομού δε μετ’ αυτής και εκείνοι, διότι είναι κατά πολλά αμαρτωλοί».Ο
δε Προφήτης γνωρίζων, ότι αν μετανοήσωσι δεν θέλει τους αφανίσει ο Θεός, δεν
ήθελε να υπάγη δια να μη φανή ψεύστης. Όθεν επεβιβάσθη επί τινος πλοίου
σκεπτόμενος να φύγη από το θέλημα του Θεού, και να υπάγη εις τόπον τινά
ονομαζόμενον Θαρσείς. Ο Θεός όμως από το πρόσωπον του οποίου δεν είναι δυνατόν
να κρυφθή τις, έκαμε ταραχήν μεγάλην εις την θάλασσαν, τόσον ώστε εκινδύνευε το
πλοίον να καταποντισθή. Ήρχισαν λοιπόν οι ναύται εκείνοι να παρακαλούν τον
Θεόν. Ο δε Προφήτης από τον φόβον του κατέβη κάτω εις την κοιλίαν του πλοίου
και εκεί ανεστέναζε. Πηγαίνει τότε άνθρωπος τις του πλοίου και του λέγει· «Τι
αναστενάζεις αυτού; σήκω και συ να παρακαλής τον Θεόν να μας ελευθερώση από
τούτον τον κίνδυνον». Οι δε άλλοι ναύται είπον μεταξύ των· «Ελάτε να βάλωμεν
κλήρον, να ίδωμεν από τίνα μας ήλθε το κακόν αυτό, το οποίον ουδέποτε άλλοτε
έχομεν πάθει». Έβαλαν λοιπόν κλήρον οι ναύται και ο κλήρος έπεσεν εις τον
Προφήτην Ιωνάν. Τότε λέγουν προς αυτόν· «Ειπέ μας πόθεν είσαι, άνθρωπε, και που
υπάγεις, και τίνος είσαι, και πως σε λέγουν· να μάθωμεν και να καταλάβωμεν,
διατί μας ήλθεν αυτή η θαλασσοταραχή»; Τότε τους διηγήθη ο Προφήτης Ιωνάς την
υπόθεσιν, εκείνοι δε είπον· «Τώρα τι να κάμωμεν»; Λέγει προς αυτούς ο Προφήτης·
«Ρίψατέ με εις την θάλασσαν, να καταπαύση η ταραχή». Οι δε ναύται αφ’ ενός μεν
έβλεπαν την τρικυμίαν, αφ’ ετέρου δε εφοβούντο να ρίψουν τον Ιωνάν εις την
θάλασσαν· όμως από την πολλήν των ανάγκην τον έρριψαν και παρά την θέλησίν των.
Τότε ο Θεός προσέταξεν ένα κήτος μεγάλο της θαλάσσης, και τον κατέπιεν
ολόκληρον, έκαμε δε εις την κοιλίαν του κήτους αυτού τρεις ημέρας και τρεις
νύκτας, μετά δε τας ημέρας αυτάς τον έβγαλε πάλιν το κήτος εις την στερεάν
ζώντα και ολόκληρον. Και αυτή η ιστορία, ήτις γράφεται εις το βιβλίον του Ιωνά
(κεφ. α΄ και β΄ ), την Ανάστασιν του Χριστού προεικόνιζε. Διότι όπως ο Προφήτης
Ιωνάς έκαμεν εις την κοιλίαν του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας και πάλιν
εξήλθε ζων, ομοίως και ο Χριστός τρεις ημέρας και τρεις νύκτας έκαμεν εις τον
Άδην, και κατόπιν ανεστήθη. Την ιστορίαν αυτήν και ο ίδιος ο Χριστός την
ωμοίασε προς εαυτόν ειπών· «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και
σημείον ου δοθήσεται αυτή, ειμή το σημείον Ιωνά του Προφήτου. ΄Ωσπερ γαρ
εγένετο Ιωνάς ο Προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας,
ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις
νύκτας» (Ματθ. ιβ: 39 – 40). Αλλά και η όρασις την οποίαν είδεν ο Προφήτης
Ιεζεκιήλ, αυτό προεικόνιζε. Διότι είδε, λέγει ο Προφήτης, ωσάν χείρα Θεού, η
οποία τον έβγαλεν εις μίαν πεδιάδα, η οποία ήτο γεμάτη οστά ξηρά πολλά, και του
είπεν ο Θεός· «Υιέ ανθρώπου, είναι δυνατόν αυτά τα ξηρά οστά να αναζήσουν»;
Απεκρίθη ο Προφήτης· «Συ, Κύριέ μου, γνωρίζεις». Τότε του είπεν ο Θεός· «Ειπέ
εις τα οστά αυτά ούτω· Εις σας λέγω τα οστά τα ξηρά, ο Θεός είπε, και σας
ορίζει, ότι μέλλετε να αναζήσετε». Και μετ’ αυτόν τον λόγον σεισμός μέγας
έγινε, και συνεκεντρώνοντο τα οστά έκαστον εις τον τόπον του, και εφύοντο εις
αυτά σάρκες και νεύρα και εφαίνοντο τα οστά εκείνα ως άνθρωπος αποθαμμένος. Και
πάλιν είπε προς αυτόν ο Θεός· «Προφήτευσον επί τα οστά ταύτα και ειπέ· «Ούτω
σας προστάζει ο Θεός. Σεις τα αποθαμμένα σώματα αναστηθήτε, και σταθήτε εις
τους πόδας σας». Και εγένετο ούτω, κατά τον λόγον του Θεού· και ο Προφήτης
προεφήτευσε και είπε· «Τάδε λέγει Κύριος. Ιδού εγώ ανοίγω τα μνήματα υμών και
ανάξω υμάς εκ των μνημάτων υμών, λαός μου, και εισάξω υμάς εις την γην του
Ισραήλ» (Ιεζ. λζ: 1-12). Αυταί αι προφητείαι, ευλογημένοι Χριστιανοί, και αυτά
τα θαύματα και αι ιστορίαι όλαι την Ανάστασιν του Χριστού και των προπατόρων
των αναστηθέντων υπό του Χριστού προεικόνιζον. Ιδού βοηθεία Θεού εδιαλύσαμεν
και το έκτον ζήτημα, ας έλθωμεν και εις το έβδομον. Έβδομον ζήτημα έχομεν:
Πάσχα τι ερμηνεύεται και πως το έκαμναν οι Εβραίοι, και πως το Εβραϊκόν Πάσχα
το ιδικόν μας αληθινόν Πάσχα προεικόνιζε; Και λέγομεν εις αυτό, ότι Πάσχα είναι
λέξις Εβραϊκή και σημαίνει διάβασις, εωρτάζετο δε το Πάσχα δια την διάβασιν της
Ερυθράς θαλάσσης, ομοίως δε και ημείς το λέγομεν Πάσχα, διότι την σήμερον
ημέραν ηλευθερώθημεν από την κόλασιν· και όπως εκείνοι ελυτρώθησαν από τας
χείρας του Φαραώ, ούτω και ημείς ελυτρώθημεν από τας χείρας του διαβόλου.
Εκείνοι ηλευθερώθησαν από την Αίγυπτον και ημείς από της αμαρτίας· εκείνοι από
τους διώκτας, και ημείς από τους δαίμονας· εκείνοι διέβησαν την Ερυθράν
θάλασσαν, και επέρασαν από της δουλείας εις την ελευθερίαν, και ημείς διέβημεν
από του θανάτου εις την ζωήν· εκείνοι επήγαν εις την έρημον του κόσμου και
ημείς εις την έρημον των αμαρτιών· εκείνοι έφαγον το Πάσχα, εκεί εις την
Αίγυπτον, και ημείς απολαύσαμεν τον Χριστόν εις την Βασιλείαν των Ουρανών,
καθώς το μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος, λέγων· «Το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη
Χριστός» (Α΄ Κορ. ε: 7). Πως δε ο Θεός ώρισεν εις τον Μωϋσήν να κάμουν οι
Εβραίοι το Πάσχα, ακούσατε. Προσέταξεν ο Θεός τον Μωϋσήν (Έξ. ιβ: 1-11) να είπη
εις τους Εβραίους, ότι την δεκάτην ημέραν του Μαρτίου εκάστη οικογένεια να
αγοράση από εν πρόβατον χρονιάρικον, εάν δε είναι οικογένεια τις μικρά να
πάρωσι και την του γείτονος αυτών. Να είναι δε το πρόβατον αρσενικόν, και να μη
έχη κανέν ελάττωμα. Εάν δε δεν ευρεθή πρόβατον να πάρωσι ερίφιον (κατσίκι) και
να το φυλάξωσιν έως τας δεκατέσσαρας του Μαρτίου μηνός. Έπειτα αργά την νύκτα
να το σφάξωσι και με το αίμα αυτού να αλείψωσι τα ανώφλια και τα κατώφλια των
θυρών των, και το κρέας να το εψήσωσι και να το φάγωσι με άζυμον ψωμί, οστούν
δε αυτού να μη συντρίψωσι και τεμάχιον να μη αφήσωσιν ως το πρωϊ, ό,τι δε τους
απομείνη να το κατακαύσωσι. Να φάγωσι δε το αρνίον εκείνο τοιουτοτρόπως: να
είναι εζωσμένοι την μέσην και να φέρωσι και υποδήματα εις τους πόδας των, και
ράβδον εις τας χείρας των, και με μεγάλην βίαν να το τρώγωσι. Ούτω προσέταξεν ο
Θεός τους Εβραίους να κάμωσι τότε το Πάσχα· πως δε το Πάσχα αυτό το ιδικόν μας
προεικονίζει, ακούσατε. Πρόβατον μεν ώρισε, διότι και ο Χριστός ήτο όπως το
πρόβατον· άκακος. Ήρεμος και ταπεινός, χρονιάρικον δε ώρισε να είναι, διότι
όπως ο ήλιος γυρίζει μίαν φοράν το έτος, ούτω και ο Χριστός Ήλιος Δικαιοσύνης
και είναι και ονομάζεται. Αρσενικόν δε προσέταξε να είναι, διότι δια τον Αδάμ
έπαθε και εθανατώθη ο Χριστός. Να μη έχη δε κανέν ελάττωμα, διότι ούτε ο
Χριστός είχεν αμαρτίαν, ούτε ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού, ως λέγει ο
Προφήτης Ησαϊας (Ησ. νγ: 9). Εις τας δέκα δε του Μαρτίου να το αγοράσουν, ότι ο
δέκατος αριθμός είναι τέλειος από μονάδας και πάλιν αυτός μετρά και τα επίλοιπα·
να φυλάττεται δε πέντε ημέρας και έπειτα να το σφάξουν, διότι και ο Χριστός
καθαρίζει τας πέντε αισθήσεις του ανθρώπου περί των οποίων ανεφέραμεν εις την
αρχήν. Νύκτα δε να το σφάξουν διότι και ο Χριστός εις το τέλος του χρόνου
εσταυρώθη, καθώς το μαρτυρεί και Παύλος ο Απόστολος λέγων: «Ότε δε ήλθε το
πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού» (Γαλ. δ:4). Εάν δε δεν
ευρεθή αρνίον, να είναι και ερίφιον, ότι και ο Χριστός δεν ήλθε μόνον δια τους
δικαίους, αλλά και δια τους αμαρτωλούς, οίτινες ομοιάζουσι με τα ερίφια. Να
αλείψωσι δε το ανώφλιον και το κατώφλιον με το αίμα του αρνίου, διότι και ημείς
με το τίμιον Αίμα του Χριστού ηλείψαμεν τον λόγον και την πράξιν, τας θύρας της
ψυχής μας. Εψημένον δε να το τρώγουν, διότι και ο λόγος του μυστηρίου ημών
τίποτε υλικόν δεν έχει, ούτε υδατώδες, αλλά δοκιμάζεται με το πυρ, το οποίον
καθαρίζει τας αμαρτίας μας. Με έζυμον δε άρτον να το φάγωσιν, σημειών ούτω, ότι
δεν πρέπει να έχωμεν κανέν έργον υπερηφανείας επάνω μας, ούτε αμαρτίας
υπόλοιπον και περίσσευμα, καθώς είχον οι Φαρισαίοι. Το δε οστούν να μη συντριβή
δύο νοήματα έχει· αφ’ ενός μεν, ότι δεν πρέπει να νοούμεν κακώς και να
συντρίβωμεν δι’ ατυχών και κακοδόξων φρονημάτων το μυστήριον της ενσάρκου του
Χριστού οικονομίας· αφ’ ετέρου δε, διότι και τα οστά του Χριστού δεν τα
συνέτριψαν εις τον Σταυρόν, όπως των ληστών των συσταυρωθέντων μετά του
Χριστού. Τεμάχιον δε να μη αφήσουν ως το πρωϊ, διότι ούτε και τα μυστήρια της
Αγίας ημών Πίστεως είναι καλόν να επιδεικνύωμεν εις ανοήτους και ασεβείς
ανθρώπους, καθώς το ορίζει και ο Χριστός εις το άγιον Ευαγγέλιον, λέγων· «Μη
δώτε το άγιον τοις κυσί, μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων,
μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς» (Ματθ. ζ: 6). Πως δε προστάζει ο Νόμος να φαγωθή
το αρνίον; Να είμεθα εζωσμένοι· ήτοι να εγκρατευώμεθα από τα πάθη, ότι η ζώνη
αυτή σημαίνει την κράτησιν των παθών· διότι και τα ζώα, επειδή νόμον δεν
έχουσι, μηδέ ζώνην βαστούσι, μηδέ κράτησιν έχουσι των παθών· ο δε άνθρωπος ως
εικών και ομοίωσις του Θεού πρέπει να φυλάττεται από τα πάθη. Να φορούμεν δε
υποδήματα δια να συντρίβωμεν τας κεφαλάς των πονηρών όφεων και σκορπίων, διότι
και οι Εβραίοι, όταν επερνούσαν την έρημον, εφόρουν υποδήματα, δια να μην τους
φάγωσιν οι σκορπιοί. Ομοίως και ημείς επειδή έχομεν φόβον από τους νοητούς
σκορπίους, τους δαίμονας, πρέπει να φυλαττώμεθα εις τους πόδας και να μη
περιπατώμεν εις την οδόν της αμαρτίας. Να έχωμεν δε και ράβδον ήτοι να είμεθα
εστηριγμένοι εις την Πίστιν, και να μη έχωμεν αμφιβολίαν εις τα μυστήρια της
Πίστεώς μας, αλλά να είμεθα βέβαιοι εις την ευσέβειαν και την Ορθοδοξίαν της
αγιωτάτης μας Πίστεως του Χριστού. Εμάθετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι το
Εβραϊκόν Πάσχα το ιδικόν μας προεικόνιζε, δια τούτο και όταν ήλθε το ιδικόν μας
Πάσχα, αυτός ο Χριστός, έπαυσε το Εβραϊκόν. Ιδού λοιπόν ότι όλα μας τα ζητήματα
Χάριτι Θεού εδιαλύσαμεν όσον η ώρα επέτρεπε και αναλόγως της δυνάμεώς μας. Όθεν
ας εορτάσωμεν σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας τιμήσωμεν τον Χριστόν τον
σήμερον αναστάντα όχι με θυσίας Ελληνικάς, ή με χορούς, όχι με μέθας και
αργολογίας, όχι με παιγνίδια και τραγούδια και με όσα χαίρεται ο δαίμων όταν τα
κάμνωμεν, όχι με εξόδους κακάς και πολυφαγίας, αλλά με ευχαριστίαν, με
δοξολογίαν, με καθαράν καρδίαν, και με όσα χαίρεται ο Θεός. Μη στολιζώμεθα
άνδρες τε και γυναίκες, ότι χώμα και γη θέλομεν γίνει. Μη υπερηφανευώμεθα εις
ενδύματα και στολίδια, ότι ο θάνατος μας αναμένει. Μη πορνεύωμεν και
μιαινώμεθα, ότι το πυρ το αιώνιον και η γέεννα του πυρός ετοιμάζεται δια τους
τοιούτους. Μη μεθύωμεν και πολυτρώγωμεν, ότι αύριον πάλιν θέλομεν πεινάσει,
ωσάν να μη είχαμεν φάγει. Τι κερδαίνομεν από την μέθην; Τι καλόν προσκομίζομεν
της ψυχής μας, εάν πολυφάγωμεν και κακώς εορτάσωμεν; Πόσοι επέρασαν τοιαύτας
ημέρας, ωσάν την σημερινήν, με παιγνίδια και χορούς, μεθυσμένοι και
εξωδευμένοι, τώρα δε είναι χώμα μόνον εις την γην; Μακάριοι είναι όσοι έκαμαν
καλόν δια την ψυχήν των. Τους πτωχούς ας θρέψωμεν, τους γυμνούς ας ενδύσωμεν,
τους διψασμένους ας ποτίσωμεν, τους ασθενείς ας κυττάξωμεν, τους φυλακισμένους
ας κυβερνήσωμεν, τους ξένους ας επιτηρήσωμεν, τους αμαρτωλούς ας κλαύσωμεν,
τους Αγίους ας επαινέσωμεν, τους παλαιούς ανθρώπους ας ενθυμηθώμεν. Τότε να
είπωμεν ότι επανηγυρίσαμεν· τότε να καυχηθώμεν ότι εωρτάσωμεν· τότε να δεχθή ο
Θεός και την εορτήν μας· τότε να χαρώσιν οι Άγγελοι, τότε να λυπηθώσιν οι
δαίμονες. Αν εορτάσωμεν τοιουτοτρόπως, τότε θέλομεν φθάσει και εις το αιώνιον
Πάσχα· τότε θα ευφρανθώμεν, τότε θα χαρώμεν. Και εδώ μεν θέλομεν διέλθει ζωήν
άλυπον, άβλαβον, ακατάγνωστον, επηνεμένην, τιμημένην από Θεόν και ανθρώπους·
εκεί δε θέλομεν αξιωθή των αιωνίων αγαθών, της χαράς των Αγγέλων, της δόξης του
Θεού και της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι
και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του σήμερον αναστάντος, Ω η δόξα
και το κράτος πρέπει, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ
Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου