Μακάριος ο εν Αγίοις
Αγιώτατος Πατήρ ημών, ο της Κορίνθου Αρχιεπίσκοπος και της νήσου Χίου το
καύχημα, το της αρετής ακροθίνιον, ο εν τοις εσχάτοις καιροίς διαλάμψας,
εορτάζεται σήμερον, Οσιώτατοι Πατέρες και αδελφοί ευλαβέστατοι, του οποίου τον
Βίον συνέγραψεν ο ρητορικώτατος κάλαμος του πνευματικού αυτού τέκνου και
μεγάλου διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου, διο εντείνατε την προσοχήν σας, ίνα
ακούσητε Βίον γλυκύτατον νέου μεγάλου Αγίου από τοιούτον μέγαν διδάσκαλον
γεγραμμένον και μεγάλως θέλετε πνευματικώς ευφρανθή.
Eπαινετή βέβαια και λίαν θαυμαστή εστάθη πάντοτε και πανταχού, ως θεός και θεοποιός η ευλογημένη αρετή. Ποίος δεν γνωρίζει τούτο; Και ποίος δεν το ομολογεί; Είναι τούτο γεγονός αναμφισβήτητον. Αλλά, παρακαλώ, ας μη φανή παράδοξον εις κανένα αυτό, το οποίον έρχομαι να είπω. Όταν αι έρημοι επλημμύριζον από θεοφόρους Αναχωρητάς, όταν τα Μοναστήρια ήσαν γεμάτα από Αγίους Μοναχούς, όταν ακόμη και αι πόλεις έλαμπον από τους φωστήρας των Αγίων του Θεού Εκκλησιών, απλώς δε ειπείν, όταν πανταχού της οικουμένης ευρίσκοντο άνδρες σημειοφόροι και θαυματουργοί, τότε, νομίζω, ότι δεν θα έκαμνε τόσον κρότον η αρετή, ούτε εις τόσον θαυμασμόν θα εκίνει τους ανθρώπους η αγιότης, όσον κινεί σήμερον, ότε, ίνα είπω το της Γραφής, ευρίσκεται «επί πάσαν την γην ξηρασία» (Κριτ. 6:38) και ρανίς αγιότητος και αρετής ουδαμού φαίνεται, αλλά πανταχού κυριεύει κοινή τις διαστροφή, πανταχού ψεύδος και δόλος, πανταχού αθεοφοβία και ανευλάβεια και η θεοστυγής αδιαφορία. Αν λοιπόν εις τοιούτον καιρόν ήθελε φανή εις καμμίαν ψυχήν, ως εις τον πόκον του Γεδεών, θεία δρόσος, ήτοι, δια να είπω σαφέστερον, αν ίσως η παντουργός του Πνεύματος Χάρις, εις τας πονηράς ταύτας ημέρας ήθελεν αναδείξει παραδοξότατα Άγιον ένα Μοναχόν, ένα Επίσκοπον, ένα Ιεράρχην, με σημεία υπερφυσικά και εξαίσια, τούτο, χωρίς αμφιβολίαν, ήθελε προξενήσει εις όλους τους Χριστιανούς έκπληξιν, θαυμασμόν και ευφροσύνην ασύγκριτον όντως και ανήκουστον. Αλλά τι λέγω ήθελε προξενήσει; Τούτο ήδη εμπράκτως γίνεται σήμερον. Τούτο κάμνουσι σήμερον τα ευσεβέστατα πλήθη της φιλοχρίστου Χίου, η πόλις όλη, τα χωρία όλα, τα εντός και εκτός, άνδρες ομού και γυναίκες, Ιερείς και λαϊκοί όλοι, όλοι εξ ίσου, μικροί και μεγάλοι και νέοι και γέροντες, όλοι ομού και με ένα παράδοξον και σώφρονα ενθουσιασμόν αγάλλονται, σκιρτώσιν από ψυχής, δοξάζουσι την άπειρον του Θεού αγαθότητα και φιλανθρωπίαν, διότι εις τας ημέρας ταύτας ανέδειξεν εις ημάς άλλον πόκον του Γεδεών πλήρη θεϊκής δρόσου, τον θείον Ιεράρχην της Κορίνθου, τον και πράγματι Μακάριον. Αλλά τι είπον πόκον; Πηγήν μάλιστα νοητήν, πηγήν ύδατος ζώντος, πηγήν αναβλύζουσαν νάματα θείων Χαρίτων, όστις δροσίζει με τα ρείθρα των θείων του θαυμάτων τας κεκαυμένας ψυχάς των μετά πίστεως προς αυτόν προσερχομένων εκάστοτε. Ω καλή και περίδοξος Χίος, έχεις δίκαιον να χαίρης και χαίρε σοι λέγω και εγώ και σκίρτα πνευματικώς, διότι η ανεξιχνίαστος του Θεού πρόνοια, ύστερα από τόσους αιώνας, σε ηξίωσε να έχης εις τους κόλπους σου τούτον τον Μέγαν Ιεράρχην και θαυματουργόν, τον αξιάγαστον Ποιμένα της Κορίνθου, τον εν μακαρίοις τω όντι Μακάριον τον Νοταράν. Αληθώς πράγμα ξενήκουστον, επειδή, ποίος τόπος, ποία επαρχία, ποία πόλις σήμερον δύναται να καυχηθή δι’ εν τόσον εξαίρετον και σπάνιον ουράνιον χάρισμα, όπερ να την στολίζη και να την κάμνη ονομαστήν και μακαρίαν; Ένας νέος δηλαδή Άγιος Αρχιερεύς και θαυματουργός νεώτερος; Αληθώς πράγμα μέγα, διήγημα ευκταιότατον. Και πως δεν είσαι μακαρία τω όντι, ω καλή Χίος, αφού σε έκρινεν ο Θεός ταμείον άξιον, δια να αποθέση εν σοι τον ουράνιον τούτον θησαυρόν; Αλλά δια να διδαχθή και να μάθη όλος ο κόσμος το μέγα τούτο και ξενήκουστον θαύμα και ότι δικαίως και πρεπόντως ο απροσωπόληπτος Θεός εδόξασε τον Ιεράρχην τούτον με τα λαμπρά σημεία της ωραιότητός Του, είναι ανάγκη να γράψωμεν και να ιστορήσωμεν, καθ’ όσον δυνάμεθα, τον πανόσιον βίον και την πολιτείαν αυτού. Και δη, επικαλούμενοι τας αγίας και θεοπειθείς αυτού ευχάς, αρχόμεθα από εκεί όπου είναι πρέπον και σύνηθες να αρχίζη κανείς. Η Κόρινθος είναι πόλις της Πελοποννήσου, ευρισκομένη πλησίον του ισθμού, όστις φέρει και το όνομά της, εις το λεγόμενον Εξαμήλιον. Είναι πόλις αρχαιοτάτη και ονομαστή, εις τας Ελληνικάς ιστορίας, ονομαστή δε μάλιστα και εξάκουστος εις όλην την οικουμένην από τας δύο Θεοσόφους Επιστολάς, τας οποίας έγραψε προς τους Κορινθίους ο μακάριος Απόστολος Παύλος, όστις εδίδαξε και επανέφερεν αυτούς εκ της πλάνης της ειδωλομανίας εις την γνώσιν του ενός και μόνου αληθινού Θεού. Από αυτήν κατάγεται και ταύτης εστάθη γέννημα και θρέμμα ο θείος ούτος Μακάριος· προγόνους δε είχεν ευγενείς εξ ευγενών, του οίκου των περιφήμων Νοταράδων, γένος τούτο αρχαίον και λαμπρόν, καταγόμενον εκ της συγκλήτου βουλής της ποτέ βασιλείας του Βυζαντίου. Εκ τούτου δε του γένους των Νοταράδων κατάγεται και ο εν τη Κεφαλληνία εν αγιότητι περίφημος και Οσιώτατος Πατήρ ημών Γεράσιμος, δόξα και καύχημα όχι μόνον των Νοταράδων, αλλά και όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών, όστις και μετά το σχίσμα της Δυτικής εκκλησίας, τώρα νεωστί έλαμψε και λάμπει και αυτός δι’ απείρων θαυμάτων. Γεννήτορας δε έσχεν ο Άγιος θεοσεβεστάτους και σεμνοτάτους, Γεωργαντάν (ήτοι Γεώργιον) και Αναστασίαν καλουμένους, οι οποίοι και κατά το γένος και κατά τον πλούτον είχον τα πρωτεία των Κορινθίων. Εκ τοιούτων λοιπόν γονέων εγεννήθη ο θείος ούτος βλαστός, ύστερα από άλλους υιούς και θυγατέρας κατά το έτος αψλα΄ (1731) από Χριστού, ο δε τότε Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Παρθένιος, αναδεξάμενος αυτόν εκ του Αγίου Βαπτίσματος ωνόμασεν αυτόν Μιχαήλ, ωσάν τρόπον τινά, να επροφήτευσε με τούτο, ότι ο πνευματικός ούτος υιός του έμελλε να γίνη και κληρονόμος, ήτοι διάδοχος της πνευματικής του αξίας. Φθάσας δε ούτος εις ηλικίαν εδιδάχθη τα ιερά γράμματα και μετά ταύτα και την ελληνικήν παιδείαν μαθητεύσας εις τον τότε διδάσκαλον Ευστάθιον τον από Κεφαλληνίας. Ευθύς όμως από τας πρώτας αρχάς της νεότητός του ήρχισεν ο μακάριος να δεικνύη σημεία, ότι δεν είχε κλήσιν εις τα του κόσμου πράγματα, αλλά μάλιστα εις τα πνευματικά, επειδή ήρχισε να ζη με πολλήν ταπείνωσιν και να μεταβαίνη συχνά εις τας ιεράς Ακολουθίας, αποστρεφόμενος όλως δι’ όλου τας συναναστροφάς των νέων και την κοσμικήν ματαιότητα. Επειδή δε ο πατήρ του ήτο μέγας εις τα πολιτικά, όταν έφθασεν εις ικανήν ηλικίαν τον κατέστησε, αν και μη θέλοντα, επιστάτην, ήτοι εξουσιαστήν, επάνω εις αρκετά χωρία, αλλ’ ούτος ο αοίδιμος, μη έχων κλήσιν εις τοιαύτας ματαιότητας, όχι μόνον δεν απέκτησε χρήματα, αλλά και εκείνα τα οποία είχε διεσκόρπισε και ζημίαν επροξένησεν εις τον πατέρα του· όθεν και ύβρεις και ονειδισμούς παρά του πατρός υπέμεινε πολλούς. Έχων λοιπόν πόθον πολύν να λάβη το μοναδικόν Σχήμα και βλέπων ότι δεν υπήρχεν άλλος τρόπος καταφεύγει εις το Μέγα Σπήλαιον, παρακαλών και δεόμενος να τον αξιώσουν του ποθουμένου. Αλλ’ όμως οι Πατέρες εκείνοι, βλέποντες, ότι χωρίς την βουλήν του πατρός του ήτο το κίνημά του, δεν συγκατένευσαν εις τας δεήσεις του, φοβηθέντες την δύναμιν εκείνου. Όθεν μετ’ ολίγας ημέρας μαθών ο πατήρ του ότι ήτο εκεί, παρήγγειλε και τον έστειλαν οπίσω, αν και μη θέλοντα. Επιστρέψας λοιπόν, πρώτον μεν διέτριβεν εις την οικίαν την πατρικήν, εκεί καθήμενος και εις αναγνώσεις των θείων Γραφών και άλλων ψυχωφελών βιβλίων σχολάζων, διότι και πολλά άλλα μάλιστα δε και τον «Ευεργετινόν» εκ του στόματός του ηκούσαμεν να διηγήται με τοιούτον πόθον «ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά» (Ψαλμ. ριη΄ 162). Μετά ταύτα, επειδή έλειψεν από το σχολείον των ο διδάσκαλος, όλως αυτοπροαιρέτως, δια να μη μένωσιν αργά και τυφλά τα τέκνα των Χριστιανών, ανεδέχθη αυτός τον αγώνα του σχολείου και παρέδιδεν αμισθί τα μαθήματα επί χρόνους εξ, δεν έπαυεν όμως από του να ερευνά συνεχώς προς ανεύρεσιν του καταλλήλου κατά τον πόθον του διδασκάλου, αλλ’ αυτός μεν ανεζήτει διδάσκαλον δια το σχολείον της Κορίνθου, ήτοι της πατρίδος του, αλλ’ η θεία Πρόνοια προητοίμαζε τούτον δια διδάσκαλον καθολικόν, δηλαδή όλης της Κορινθιακής επαρχίας και ακούσατε πως λίαν ενωρίς επραγματοποιήθη τούτο. Κατά το έτος αψξδ΄ (1764) απήλθε προς Κύριον εν βαθεί γήρατι ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Παρθένιος. Τότε ευθύς όλοι, ως υπό Θεού εμπνευσθέντες, όχι μόνον οι πολίται της Κορίνθου, αλλ’ άπας ο Χριστώνυμος λαός της όλης επαρχίας, Ιερείς και Μοναχοί, και μάλιστα οι του θρόνου της Κορίνθου Επίσκοποι, όλοι ομού με μίαν φωνήν και γνώμην, τον Μακάριον εζήτησαν και τούτον έκριναν άξιον να αναδεχθή την ποιμαντικήν φροντίδα του Χριστωνύμου λαού της Κορινθιακής επαρχίας. Όθεν ως θείαν κλήσιν την κοινήν φωνήν του λαού ηγησάμενος, επένευσεν εις την πάγκοινον ψήφον, με τον σκοπόν να καθοδηγήση τον λαόν εις την ευσέβειαν και να φέρη εις ευταξίαν και σωτηρίας κατάστασιν την ήδη εξηχρειωμένην ένεκεν του βαθυτάτου γήρατος του προκατόχου αυτού επαρχίαν της Κορίνθου. Εις την εκκλησιαστικήν λοιπόν διόρθωσιν της Αρχιεπισκοπής Κορίνθου αποβλέψας, την οποίαν πολλοί του εζήτησαν, συγκατάνευσεν, ως είπομεν, εις τας κοινάς δεήσεις και εδέχθη να αναλάβη το της Αρχιερωσύνης αξίωμα. Εφοδιασθείς λοιπόν με εγγράφους αναφοράς παρά πάσης της επαρχίας, δια των οποίων παρεκάλουν πάντες θερμώς την Αγίαν Σύνοδον, όπως χαρίση τούτον εις αυτούς Ποιμένα, λαβών δε και συστατικάς επιστολάς από πολλά έγκριτα πρόσωπα της επαρχίας, ανήλθεν εις την Βασιλεύουσαν και παρουσιάσθη εις την Αγίαν Σύνοδον, πατριαρχεύοντος τότε του Σαμουήλ και κοινή ψήφω της Αγίας Συνόδου, επειδή ήτο λαϊκός, χειροτονείται κατά τάξιν Διάκονος και Ιερεύς και τέλος και το μέγιστον λαμβάνει της Αρχιερωσύνης αξίωμα. Όθεν γίνεται Πρόεδρος μεν της Μητροπόλεως Κορίνθου, φωστήρ δε γενικώς απάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αλλ’ ενταύθα του λόγου γενόμενος, αισθάνομαι την ανάγκην να ομολογήσω και παρρησία, ότι πολύ θέλω ζημιώσει τους φιλαρέτους αναγνώστας, αν και χωρίς την θέλησίν μου, διότι στερούμαι πληροφοριών περί των μέχρι τότε θαυμασίων αυτού πράξεων, πλην ότι κατά δύναμιν ηδυνήθην να συλλέξω, τούτο και προσφέρω εις τας φιλοκάλους ψυχάς, ζητών συγχώρησιν δι’ εκείνα τα οποία εξ αγνοίας μου αποσιωπώ. Επέστρεψε λοιπόν ο Άγιος εις την θεόθεν λαχούσαν εις αυτόν επαρχίαν ποθητός και παμπόθητος και ποιούσιν αγρυπνίαν και εορτήν χαρμόσυνον την ημέραν της ιεράς του επιδημίας ο Χριστώνυμος λαός, χαίροντες και ευφραινόμενοι και τον Άγιον Θεόν δοξάζοντες, διότι εισήκουσε των δεήσεών των και τους εχάρισε τοιούτον Ποιμένα, όπως αυτόν ο θείος Απόστολος Παύλος προλαβών περιέγραψε και αυτοί από ψυχής και καρδίας τον εζήτησαν. Και αληθώς, ούτε εψεύσθησαν εις τας ελπίδας των, ούτε εις μάτην έδειξαν την τόσην χαράν οι Χριστιανοί. Επειδή καθώς εκ της πρώτης του ηλικίας θεόφρων απεδείχθη και σημεία εδείκνυε μεγάλης ψυχής ως και ζήλον πολύν περί τα καλά, ούτω και τότε εμπράκτως έδειξε και επεβεβαίωσεν όλα εκείνα. Διότι εσκέφθη, ως και ο Θεολόγος Γρηγόριος, ότι δεν έλαβε την Αρχιερωσύνην ως εξουσίαν ανεξέταστον δια να επιδοθή εις τρυφάς και αναπαύσεις, εις χρηματισμούς βιαίους και θησαυρισμόν, καθώς άλλοι κάμνουσιν. Όχι, λέγω, άπαγε. Ούτε εσκέφθη, ούτε έπραξεν ούτος κατά τοιούτον τρόπον, αλλά μάλιστα εσκέφθη καθώς έπρεπε να σκεφθή εις τοσούτον θεόφρων άνθρωπος, ήτοι, ότι ανέλαβε προστασίαν και φροντίδα ψυχών πολλών δια των οποίων την σωτηρίαν έχει να δώση λόγον, όταν έλθη ο Κύριος των δεσποτικών ταλάντων και συνάρη λόγον μετά των δούλων αυτού (Ματθ. ιη:23, κε:19-30). Ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα υψηλά και μεγάλα νοήματα έχων καλώς θεμελιωμένα εις τον εαυτόν του, ήρχισεν ευθύς, ως πιστός και φρόνιμος οικονόμος, να δίδη την τροφήν του θείου λόγου εις τας Θεόν πεινώσας ψυχάς από καιρούς και χρόνους αμνημονεύτους, διδάσκων, με πολλήν χρηστότητα και ταπείνωσιν, τα προς σωτηρίαν συντείνοντα, εις πάσαν τάξιν και ηλικίαν ανθρώπων. Επειδή δε, είτε εξ αμελείας, είτε εξ απαιδευσίας, είτε και δια τα δύο ομού των προκατόχων του Ποιμένων, εύρε την Εκκλησίαν εξηχρειωμένην ήτοι όλην την της Κορίνθου επαρχίαν γεμάτην από αταξίαν και παρανομίας, επέδειξε σπουδήν μεγάλην και επιμέλειαν, ως άλλος Ζοροβάβελ, να την ανακαινίση και να την αναμορφώση εις το κρείττον, απαλλάττων αυτήν από παντός είδους ρυπαρότητα και αισχρότητα. Πρώτον λοιπόν ήρχισεν από την Ιερωσύνην, ως από θεμέλιον, και όσους Ιερείς εύρε πολύ αγραμμάτους τους έπαυσεν όλους· ομοίως έπαυσε και εκείνους οίτινες είχον φθάσει εις έσχατον γήρας και ενήργουν τα της Ιερωσύνης ασυνειδήτως, με πολύν κίνδυνον των Θείων Μυστηρίων ή, μάλλον ειπείν, των ιδικών των ψυχών. Μετά ταύτα ημπόδισε δι’ όλων των δυνάμεών του και δι’ επιτιμίου τελείας αργίας τους Ιερείς εκείνους, οίτινες ανεμιγνύοντο εις τα πολιτικά. Διότι εις πολλούς τόπους συνηθίζετο η τοιαύτη επάρατος αταξία και συμβαίνει να είναι οι αυτοί και Ιερείς και άρχοντες, εις την Εκκλησίαν με τον Χριστόν και εις την πολιτείαν με τα πολιτικά αναμεμιγμένοι. Όχι, όχι, λέγει ο μέγας οικονόμος της Χάριτος, ο θείος Ιερόθεος. Όστις θέλει να αναμιγνύεται εις τα πολιτικά, ας γνωρίζη καλώς, ότι εις το εξής δεν ημπορεί να είναι Ιερεύς. Προκειμένου δε να χειροτονήση Ιερείς, ηθέλησεν, ως ευσυνείδητος, να φυλάξη όσον ηδύνατο την ακρίβειαν των ιερών Κανόνων, τόσον των Αποστολικών όσον και των Συνοδικών, και πρώτον όχι μόνον δεν εχειροτόνει κανένα δια χρημάτων, αλλά και όλα τα πνευματικά λειτουργήματα δωρεάν, ως του Αγίου Πνεύματος χαρίσματα, εις πάντας τους αξίους διένεμε. Δεύτερον, παρ’ ηλικίαν ουδένα εχειροτόνει, αν και υπήρχεν ανάγκη Ιερέων, επειδή, ως είπομεν, έπαυσε πολλούς εξ αυτών από την ιεροπραξίαν. Τρίτον, όσους κατόπιν ικανής δοκιμασίας έκρινεν αξίους χειροτονίας, αλλά δεν εγνώριζον καλώς τα κοινά γράμματα, τους έστελλεν εις Μοναστήρια, ίνα διδαχθούν ταύτα, παραγγέλλων εις αυτούς να εξοδεύουν προς τούτο εξ εκείνων τα οποία έμελλον να δώσουν ως χειροτονικά, μετά δε ταύτα εχειροτόνει τούτους. Τέταρτον, έκαμνεν εκείνο το οποίον είμαι βέβαιος ότι κανείς Αρχιερεύς δεν κάμνει, τον Διάκονον δεν τον εχειροτόνει και Ιερέα ευθύς ως ήρχετο προς τούτο, αλλά τον εκράτει πλησίον του και τον εξεπαίδευεν εις τα της Ιερωσύνης, διδάσκων αυτόν και δια του λόγου και με το παράδειγμά του, πως να λειτουργή, πως να βαπτίζη και πως να τελή όλα τα άλλα Μυστήρια. Aφού τοιουτοτρόπως τον εξεπαίδευε, τότε και μόνον τον εχειροτόνει και τον απέλυε. Είθε και οι άλλοι Αρχιερείς να έκαμνον ούτω. Διένειμε δε και εις όλους τους Ιερείς Ιεράς Κατηχήσεις, δια να μανθάνουν εκείθεν τα της Αγίας ημών Πίστεως και εις όλα τα χωρία της επαρχίας του διεμοίραξε κολυμβήθρας ευρυχώρους δια να γίνεται το θείον Βάπτισμα τέλειον, καθώς διδάσκει η Αγία ημών Εκκλησία, η Ανατολική. Ταύτα και άλλα τοιαύτα ψυχωφελή και σωτήρια έπραττε και εδίδασκε. Μετά τούτων δε επεθύμει και είχε πρόγραμμα να καταπυκνώση την επαρχίαν του με σχολεία κοινών και Ελληνικών μαθημάτων. Ούτω καλώς και θεοφιλώς ο αοίδιμος εποίμαινε το λογικόν του ποίμνιον, κηρύττων και λέγων, ως άλλος Ιωάννης· «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2, δ:17). Αλλά τι να είπη τις πρώτον από τα άπειρα και ανεξιχνίαστα κρίματα του Κυρίου; Ευθύς ως οι Χριστιανοί ήρχισαν να χαίρωσι και να δοξάζωσι τον Θεόν, βλέποντες την θαυμασίαν ταύτην μεταβολήν, ιδού κατά το έτος αψξη΄ (1768) κηρύσσεται Ρωσοτουρκικός πόλεμος, επί της βασιλείας του Σουλτάν Μουσταφά, μετά δε την κήρυξιν του πολέμου, ιδού και καταφθάνει εις την Πελοπόννησον στόλος Ρωσικός. Τούτον τον στόλον οι εκ των Ελλήνων απλοί και ολιγόνοες και όσοι δεν εγνώριζον τους σκοπούς και τα τέλη εκείνων, οι οποίοι τον απέστειλαν, ενόμισαν ότι αυτόχρημα εστάλη προς αυτούς θεόθεν κέρας σωτηρίας και λύτρωσις από της επικρατούσης τυραννίας. Οι συνετοί όμως και φρόνιμοι, ακούσαντες τούτο εταράχθησαν και παρέλυσαν εκ του φόβου τα μέλη των, εις εκ των οποίων εστάθη και ο πατήρ του Αγίου Μακαρίου, εις τον οποίον επέπεσε και σκότισις και φρίκη. Διότι προέβλεπον οι φρόνιμοι ούτοι άνθρωποι τα κακά, τα οποία έμελλον εκ τούτου να ακολουθήσουν, καθώς και εμπράκτως ηκολούθησαν. Εκ ταύτης λοιπόν της ταραχωδεστάτης και ολεθριωτάτης αιτίας έπαυσαν όλα εκείνα τα πνευματικά καλά, τα οποία δια της επιμελείας τούτου του καλού Ποιμένος εγίνοντο και ηλπίζετο ακόμη προς το καλλίτερον να προχωρήσουν και να αυξηθούν. Τι δε το επακόλουθον; Εβιάσθη ο θείος ούτος ανήρ, από τους φόβους των αναμενομένων δεινών, να διέλθη μεθ’ όλης αυτού της συγγενείας εις την αντικρύ της Πελοποννήσου κειμένην Ζάκυνθον. Έλαβον λοιπόν μεθ’ εαυτών οι συγγενείς αυτού εκ της περιουσίας των ό,τι ηδυνήθησαν. Καθ’ οδόν όμως περιέπεσαν εις χείρας ληστών, από τους οποίους μόλις διέσωσαν και την ιδίαν των ζωήν, τα δε πράγματα όλα, καθώς ήσαν ομού με τα ζώα, αφού ήρπασαν εκείνοι, τους εγκατέλειψαν γυμνούς. Οι Ζακύνθιοι όμως εδέχθησαν αυτούς με πολλήν συμπάθειαν και φιλανθρωπίαν, παρέχοντες αφθόνως τα προς τροφήν χρειώδη, ενδύματα και ό,τι άλλο ηδύναντο· τούτον δε τον Ιερόν Μακάριον εφέχθησαν άπαντες οι Ζακύνθιοι ως Απόστολον του Χριστού και είχον αυτόν εις εξαίρετον τιμήν και υπόληψιν. Εκείθεν διήλθεν εις την Κεφαλληνίαν εις προσκύνησιν του αγίου Λειψάνου του συγγενούς των Οσίου Γερασίμου, παραμείνας δε εκεί ολίγους μήνας επέστρεψε και πάλιν εις την Ζάκυνθον, όπου παραμείνας επί τρία έτη, μετέβη εκείθεν εις την Ύδραν φιλοξενηθείς εις την εκεί Μονήν της Θεοτόκου. Μετ’ ολίγον εγένετο ειρήνη μεταξύ των εμπολέμων Ρώσων και Οθωμανών και ευθύς εδόθη ορισμός βασιλικός εις το Πατριαρχείον να σταλούν Αρχιερείς εις τας επαρχίας της Πελοποννήσου δια να συνάξουν τον εσκορπισμένον λαόν εις τους τόπους των. Και εδώ δεν γνωρίζω τι να ειπώ· διότι, δι’ εκείνους μεν οίτινες κατέφυγον εις τον εχθρικόν στόλον, αν δεν αποκατεστάθησαν και αν δεν εστάλησαν εις τας επαρχίας των, ουδείς λόγος· διότι εθεωρήθησαν ως εχθροί, επειδή κατέφυγον εις τον ρωσικόν στόλον. Ο δε στερρός ούτος ανήρ ευρίσκετο και ήτο εις τους τόπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τόσον πλησίον εις την επαρχίαν του, την Κόρινθον, όσον είναι η Ύδρα μέσα εις την αγκάλην της Πελοποννήσου· και σχεδόν, εάν επροστάζετο, αυθημερόν ημπορούσε να ευρεθή εκεί. Αλλ’ όμως οι τότε Συνοδικοί μηδένα λόγον του δικαίου και της κανονικής ακριβείας τηρήσαντες, τον γνήσιον και κανονικόν Αρχιερέα ως ουδέν θεωρήσαντες, άλλον, τούτου ζώντος και παρόντος, χειροτονήσαντες απέστειλαν. Έπειτα ηνάγκαζον αυτόν να παραιτηθή εκ της Επισκοπής του, την παραίτησιν δε ταύτην να αποστείλη προς αυτούς εγγράφως. Ο θείος δε ούτος ανήρ ηρώτα δια τίνα λόγον και βάσει ποίων Κανόνων και δια ποίαν αιτίαν να γράψη ότι κάμνει παραίτησιν· «Εγώ, έλεγεν ούτε τώρα κινώ, ούτε ύστερον θέλω κινήσει καμμίαν αγωγήν περί της επαρχίας μου, αλλά και δια να κάμω παραίτησιν δεν ευρίσκω εύλογον αιτίαν εις τον εαυτόν μου και παρακαλώ να μη κατακριθώ ως δήθεν απειθής». Παρ’ όλον δε ότι ηπείλησαν καθαίρεσιν, εάν δεν στείλη την παραίτησιν έγγραφον, όμως εδυσωπήθησαν από τα δίκαια άτινα προέβαλεν απολογούμενος και τον άφησαν εις το εξής ανενόχλητον, βεβαιωθέντες ότι δεν πρόκειται να εγείρη αξίωσιν. Επέτρεψαν δε εις αυτόν να τελή ακωλύτως και τα της Αρχιερωσύνης, όπου αν ευρεθή, ειδήσει βεβαίως και αδεία των κατά τόπους Αρχιερέων. Ούτω, μέχρι τινός, ενήργει τα της Αρχιερωσύνης και εις την Χίον και εις το Άγιον Όρος, έπειτα όμως και ταύτα κατέπαυσε. Τότε δε, αφού έγινεν η ειρήνη, παρέμεινεν ένα ακόμη χρόνον εις την Ύδραν, μετά δε ταύτα, έχων πόθον να υπάγη εις το Άγιον Όρος, απήλθεν εις την Χίον. Αφού δε παρέμεινε και εκεί ολίγον καιρόν, επήγε τέλος εις τον προ πολλού ποθητόν του Ιερόν Άθωνα. Δυστυχώς όμως κατά τον καιρόν εκείνον δεν του εύρε καθώς επόθει και ήλπιζε, λιμένα δηλαδή σωτηρίας γαλήνιον. Μάλιστα δε εύρεν αυτόν πέλαγος τεταραγμένον εξ αγρίων κυμάτων, εκ των ταραχών της κολλυβολογίας. Διότι ευθύς ως έφθασεν εκεί, οι εν Κυριακή νεκρολογούντες τον ηρώτησαν, αν δέχεται τα εν Κυριακή γινόμενα μνημόσυνα, ο δε απεκρίθη· «Εγώ εις την επαρχίαν μου ποτέ δεν έψαλλα την Κυριακήν μνημόσυνα, αλλ’ ούτε είδον ουδέποτε από νεότητός μου να κάμνουν εν ημέρα Κυριακή εις κανέν μέρος κόλλυβα». Ενώ δε ο Άγιος ούτος Μακάριος ευρίσκετο εκεί, συνέβη να απέλθη προς Κύριον εν τη Μονή του Κουτλουμουσίου ο Πατριάρχης πρώην Αλεξανδρείας Ματθαίος και οι τότε επίτροποι της Μονής προσεκάλεσαν τον ιερόν τούτον Μακάριον όπως παραστή εις το τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνον αυτού. Διεμήνυσαν δε εις αυτόν, ότικατά το εσπέρας του προσεχούς Σαββάτου και το πρωϊ της Κυριακής πρέπει να ψαλή το μνημόσυνον αυτού. Εκάλουν δε τον Άγιον ως ιερουργόν διότι ακόμη, ως είπομεν, ιερούργει. Ο δε Άγιος όχι μόνον δεν επήγε, αλλά τους έγραψε και επιστολήν δια της οποίας ήλεγχε την παρανομίαν των· «Και τις η ανάγκη, λέγει εις την επιστολήν του, να παραδράμετε εξ επίτηδες όλας τας άλλας ημέρας της εβδομάδος και να εκλέξετε την Κυριακήν δια να κάμετε το μνημόσυνον του μακαρίτου Πατρός παραβαίνοντες θεληματικώς τους όρους και τα τυπικά της Εκκλησίας, τα οποία όλα απαγορεύουν τα εν Κυριακή μνημόσυνα; Εγώ ούτε έκαμα, ούτε θέλω κάμει ποτέ εν ημέρα Κυριακή μνημόσυνα κεκοιμημένων». Η επιστολή αύτη ως σίδηρος διήλθε την ψυχήν των και ηπείλησαν να φέρουν από τον Πατριάρχηνμεγάλην καταδίκην εναντίον του. Βλέπων λοιπόν την πολλήν ορμήν αυτών ο Άγιος και φοβηθείς μήπως αποτολμήσουν και κατ’ αυτού κανέν άτοπον, καθώς προλαβόντες έπραξαν εις άλλους, ανεχώρησεν εκείθεν και επέστρεψεν εις την Χίον. Τότε εκείνοι, ως ηπείλησαν, ούτω και έπραξαν, γράψαντες εις τον Πατριάρχην όσα ηθέλησαν. Ομού δε μετά των ιδικών των επιστολών απέστειλαν και εκείνην, την οποίαν απέστειλε προς αυτούς ο θείος Μακάριος. Τας επιστολάς ταύτας λαβών ο Πατριάρχης έγραψε προς τον Άγιον, τι δε έγραψε δεν γνωρίζομεν να είπωμεν επί λέξει· έγραψε όμως με πολλήν οργήν και αγανάκτησιν, καθώς αυτός ο ίδιος Πατήρ αναφέρει τούτο εις επιστολήν προς τινα φίλον του, την οποίαν και χωρίς να θέλωμεν δια το πολύ μήκος παραλείπομεν επειδή είναι πολύ διεξοδική, αν και είναι λίαν διδακτική, καθό περιέχουσα πολλά ωφέλιμα προς αποφυγήν της εν Κυριακή νεκρολογίας. Δια της επιστολής ταύτης αποδεικνύεται, ότι με όλην του την ψυχήν και καρδίαν εφύλαττεν ο αοίδιμος την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας αποστρεφόμενος την νέαν ταύτην καινοτομίαν. Η ωφέλεια την οποίαν δύναται να λάβη τις από την επιστολήν αυτήν είναι προφανής. Διότι τούτον τον ιερόν Μακάριον, όστις και δια λόγων και δια γραμμάτων απέφυγε την νέαν ταύτην αδιαφορίαν των μνημοσύνων και εφύλαττεν ακριβώς την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας και δεν εδέχετο μνημόσυνα εις όλην του την ζωήν εν τη Κυριακή, τοσούτον εδόξασεν ο Θεός δια σημείον φανερών και εξαισίων της αγιότητος, καθό ορθώς φρονούντα και πράττοντα εναντίον των αδιαφορούντων. Εκ του αναντιρρήτου δε τούτου επιχειρήματος, ήτοι της τούτου αγιότητος, ας έχη το κύρος και το κράτος και η αρχαία της καθόλου Εκκλησίας παράδοσις, καθώς την ευρίσκομεν γεγραμμένην εις όλα εκείνα τα ιερά βιβλία, τα οποία αυτοί μεν οι νέοι νομοθέται ή όλως διόλου αγνοούσιν, ή ακούοντες αποδοκιμάζουσιν. Ο δε θείος ούτος Πατήρ, επιμελώς ερευνήσας και ευρών τα σχετικά στοιχεία απηρίθμησε ταύτα εις την παρούσαν επιστολήν και δια τούτων απάντων συνέστησε και εκράτυνε την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν ως ορθήν και αγίαν, την δε νεκρολογικήν ταύτην καινοτομίαν, ως ύβριν και καταφρόνησιν προξενούσαν εις την του Κυρίου Ανάστασιν, απεδοκίμασε και μετά χαράς, καθώς γράφει, ήτο έτοιμος να δεχθή και τιμωρίας υπέρ της αληθείας αυτής. Τι δε δια της του φίλου μεσιτείας κατώρθωσε, προς τον οποίον έγραψε, δεν μας είναι γνωστόν· δια να έλθωμεν δε εις την σειράν της διηγήσεως γράφομεν αυτό το οποίον γνωρίζομεν· ότι εκ της Χίου απήλθεν εις την Πάτμον, όπου εγνωρίσθη και ικανώς συνανεστράφη με τους Πανοσιωτάτους αδελφούς και Πνευματικούς Πατέρας Ιερομονάχους Νήφωνα τον Χίον και Γρηγόριον τον Νισύριον, καθώς και με τον Οσιώτατον Αθανάσιον τον εξ Αρμενίας, οίτινες είχον αναχωρήσει προ τινων ετών εξ Αγίου Όρους δια τας εκεί περί των κολλύβων ταραχάς και σκάνδαλα. Ευφρανθείς δε μετά των αδελφών τούτων σχεδόν επί ένα χρόνον, προσεκλήθη και πάλιν από τους αδελφούς του, οι οποίοι ευρίσκοντο εις Ύδραν, ίνα διανείμουν την πατρικήν των κληρονομίαν, επειδή ο πατήρ των απήλθεν εις την άλλην ζωήν. Μετέβη λοιπόν εις την Ύδραν και εκεί εγνωρίσθη με τον Οσιώτατον Κωνστάντιον τον εκ της Γούρας της Θεσσαλίας, όστις και αυτός δια τα αυτά αίτια είχε προαπέλθει από το Άγιον Όρος. Εκ της Ύδρας ήλθε μετά των αδελφών του εις την πατρίδα των την Κόρινθον και εκεί έκαμαν την διανομήν της πατρικής κληρονομίας ησύχως και αταράχως δια της επιστασίας του Αγίου. Εδώρησε δε εις αυτούς το ιδικόν του μέρος και κατόπιν αυτής της γενναιότητός του, αφού δηλονότι τους είχεν ικανώς υποχρεωμένους με την χάριν ταύτην, έκαμε και προς Θεόν μίαν ολοκαύτωσιν πολύ ευάρεστον. Τι είδους δε ήτο αύτη; Εζήτησε και του έφεραν όλας τας πατρικάς ομολογίας και ταύτας λαβών τας έρριψεν όλας εις το πυρ και τας κατέκαυσεν, ελευθερώσας ούτω πλήθος ανθρώπων από το χρέος. Είμαι βέβαιος, ότι την θυσίαν ταύτην ο δικαιοκρίτης Θεός εδέχθη υπέρ πάσαν ολοκάρπωσιν αμνών παχέων και σφαγίων. Αφού λοιπόν εγένετο η διανομή, ως είπομεν, επέστρεψε και πάλιν ο Άγιος εις την Χίον, εντεύθεν δε εφοδιασθείς δια γραμμάτων προς τον Ιωάννην Μαυρογορδάτον, μετέβη εις την Σμύρνην και κατηυθύνθη ευθύς εις την οικίαν αυτού, εκείνος δε τον υπεδέχθη μετά πάσης χαράς και ευλαβείας, ως άνθρωπον του Θεού. Διότι εκ της φήμης τού Αγίου Μακαρίου είχε πληροφορηθή τα περί της υψηλής αυτού πολιτείας. Όθεν εδείχθη έτοιμος εις το να αποδεχθή τα κατά Θεόν προστάγματά του. Παρεκάλει δε μάλιστα μετά δακρύων τον Άγιον να τον διδάσκη με όλην αυτού την ελευθερίαν παν ό,τι γνωρίζει συμφέρον δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και να τον προστάζη παν ό,τι πρέπει να κάμη. Όχι δε μόνον δια του λόγου, αλλά και δια των έργων εδείκνυε την εις τα καλά προθυμίαν του. Διότι ευθύς εδέχθη μετά χαράς να εκδώση εις τύπον την ιεράν «Φιλοκαλίαν των Πατέρων», βιβλίον ψυχωφελέστατον, ομού δε με αυτήν συνεξέδωκε και την «Ιεράν Κατήχησιν» του Πλάτωνος, του της Μόσχας δηλαδή Προέδρου. Εν συνεχεία και εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος επέτυχε να μεταστρέψη δια της διδασκαλίας του και όλην την οικίαν του Μαυρογορδάτου εις σύστημα οσιακόν, τόσον δια της τακτικής αναγνώσεως των διατεταγμένων Ιερών Ακολουθιών, Εσπερινών και Όρθρων, όσον και δια της ακριβούς τηρήσεως των παραδεδομένων νηστειών. Ότι δε αληθή λέγω, μάρτυρες είναι οι Σμυρναίοι άπαντες. Είχε δε πόθον ο θείος Πατήρ να τυπώση και τον ηγαπημένον του «Ευεργετινόν», όστις «Ευεργετινός» είναι βιβλίον ψυχωφελέστατον, εις τον πόθον του δε τούτον ευρέθη προθυμότατος ο Ιωάννης Καννάς. Διατρίψας λοιπόν εκεί επί τινα καιρόν επέστρεψε και πάλιν εις την Χίον, αποσκοπών εις το να εξεύρη τόπον ήσυχον, εις τον οποίον και να παραμείνη. Εύρε λοιπόν τόπον κατά τον πόθον του καλούμενον Άγιον Πέτρον εκ του εκεί ευρισκομένου ομωνύμου Ναού, κείμενον εις το βόρειον μέρος της νήσου. Τον τόπον τούτον ηγόρασεν από την κοινότητα της Χίου, με το δικαίωμα να τον εξουσιάζη αυτός και τρία εισέτι πρόσωπα κατά διαδοχήν. Εκεί λοιπόν ησύχαζεν έχων εις συνοδίαν του και υποτακτικόν τινα Χίον, Ιάκωβον καλούμενον, προβεβηκότα την ηλικίαν, όστις και παρέμεινε πλησίον του Αγίου, υπηρετών αυτόν μέχρι της μακαρίας του τελευτής. Κατ’ εκείνας τας ημέρας έπλευσε προς την νήσον Ικαρίαν και ο προαναφερθείς Ιερομόναχος Νήφων ομού με την συνοδίαν του και εγκατασταθέντες εκεί ήρχισαν να κτίζουν οικήματα και Εκκλησίαν. Επειδή δε αυτοί ήσαν ενδεείς και δεν είχον τα απαιτούμενα έξοδα, διότι εστερούντο τα πάντα, ο ιερός ούτος Πατήρ τους επρόφθασεν εις όλα, με το μέσον των φιλελεημόνων Χίων και Σμυρναίων και δια της συνδρομής τούτων ιδρύθη εις την Ικαρίαν τέλειον κοινοβιακόν Μονύδριον, από την πολλήν δε αγάπην και ευλάβειαν, την οποίαν είχεν εις εκείνους τους Οσίους Πατέρας, μετέβη και αυτός εκεί και εκάθισε μετ’ αυτών ικανόν καιρόν και πάλιν επέστρεψεν εις το ίδιον Ησυχαστήριον. Επειδή δε το μέρος εκείνο είναι τόπος υγιεινότατος, διότι περιλούεται από ευκραεστάτους αέρας, ωφελήθη πολύ εις την υγείαν του σώματος, ενώ προηγουμένως, ως έχων κράσιν νοσηράν, υπέφερε συχνά και ήτο σχεδόν πάντοτε ασθενής. Επανευρών δε εκεί την υγείαν του και έχων την ποθουμένην ησυχίαν του, απομακρυνθείς δε από τους θορύβους των πόλεων και από τας κοσμικάς ματαιότητας, αίτινες απομακρύνουσι τον άνθρωπον από τον Θεόν, εδόθη όλως διόλου εις την άσκησιν και τους αγώνας τους ασκητικούς, τους οποίους ως επί το πλείστον στοχαστικώς ευρίσκομεν, μη δυνάμενοι να απαριθμήσωμεν εκ της αυτοπροσώπου πείρας· επειδή, καθώς είπεν εις παλαιός Πατήρ, οι Άγιοι του Θεού, φοβούμενοι την ζημίαν της κενοδοξίας και της επάρσεως, εφρόντιζον να κρύπτουν με όλους τους τρόπους τας αρετάς των από τους οφθαλμούς των ανθρώπων, εκ τούτου δε δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν επακριβώς τας αρετάς των, αλλ’ όσας μόνον ο Θεός προς κοινήν ωφέλειαν απεκάλυψε και όσας από τους υποτακτικούς των έμαθον οι μεταγενέστεροι. Και τούτου λοιπόν του θείου Πατρός την κατ’ ιδίαν άσκησιν και τους αγώνας και τους κόπους, τους οποίους έκαμεν εις το κελλίον του, μόνον ο Θεός, όστις τους έβλεπε, τους γνωρίζει, διότι δια να αρέσκη εις Αυτόν και μόνον κρυφίως έκαμνεν ό,τι έκαμνε. Περισσότερον δε εφρόντιζεν αυτός να είναι άγνωστοι από τους άλλους ανθρώπους αι αρεταί του, από όσον προσπαθούν οι κακοί να κρύπτουν τας κακίας των. Γράφομεν λοιπόν και λέγομεν εκείνα μόνον τα οποία σχεδόν ή όλοι ή πολλοί ομήλικοι ημών γνωρίζουσιν, ήτοι τας επιτεταμένας νηστείας, δεν λέγω περί των κανονικών μόνον, διότι ταύτας με τόσην ακρίβειαν εφύλαττε καθώς και τα δόγματα της Πίστεως. Διότι εγνώριζε και βέβαιος ήτο, ότι οι ιεροί Κανόνες δεν ήσαν εντολαί ανθρώπων, αλλ’ απόφασις του Αγίου Πνεύματος, κατά την αψευδεστάτην μαρτυρίαν του Πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου. Προσέτι ήκουε και το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον λέγει εις τας Παροιμίας· «Μη μέταιρε όρια αιώνια α έθεντο οι πατέρες σου» (Παρ. κβ: 28). Εφύλαττε λοιπόν ο όντως θείος ούτος Μακάριος με όλον το σέβας τας κανονικάς νηστείας, εντελώς αντιθέτως προς τους σήμερον αδιαφορούντας, οι οποίοι θεωρούν τους ιερούς Κανόνας ως εντάλματα κοινών ανθρώπων και δια τούτο άνευ συστολής τινος παραβαίνουν τούτους ψαροφαγούντες και κρεωφαγούντες χωρίς καμμίαν ανάγκην, λέγοντες ότι ο Θεός δεν τους προστάζει να νηστεύωσι, μη στοχαζόμενοι, οι ασύνετοι, ότι ο Θεός είναι το Πνεύμα το Άγιον, δια της επιστασίας και εμπνεύσεως του οποίου οι Κανόνες ούτοι εγράφησαν. Δια να επανέλθωμεν λοιπόν εις το προκείμενον, ο λόγος δεν αφορά τας κανονικάς νηστείας, διότι ταύτας κάθε Χριστιανός έχει χρέος να τας φυλάττη, αλλ’ ομιλώ δια τας νηστείας εκείνας, τας οποίας αυτός εκανόνιζεν εις τον εαυτόν του. Διότι δύο τινάς εστοχάζετο ως μεγάλους πολεμίους, τον οίνον και το έλαιον, λέγων ότι ταύτα τον έβλαπτον εις την υγείαν τού σώματος. Όθεν και δι’ όλης της εβδομάδος, πλην Σαββάτου και Κυριακής, το μέγα του εντρύφημα ήτο κολοκύνθη μετά όξους ή άλλο τι, ως ζυμαρικόν νερόβραστον. Το δε Σάββατον και την Κυριακήν αρμόζει να είπωμεν καλύτερον, ότι ωσφραίνετο το έλαιον και όχι το έτρωγε, τον δε οίνον, με την πείραν είδομεν, ότι τόσον τον εξησθένει με το ύδωρ, ώστε εις την πραγματικότητα ουδεμία ποσότης οίνου έμενεν εις το πόμα του. Αυτά ημείς οι έξω γνωρίζομεν περί των νηστειών του, και την τάξιν ταύτην εφύλαττε πάντοτε εις τον εαυτόν του. Εμάθομεν δε και από τον υποτακτικόν του τον γέρο – Ιάκωβον, ότι συνείθιζε να κάμνη και ιδιαιτέραν τεσσαρακονθήμερον μεγάλην νηστείαν καθ’ έκαστον χρόνον, με όλα τα συνακόλουθα αυτής και με όλην την ακροτάτην επίτασιν και την απαιτουμένην ακρίβειαν της νηστείας της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο αυτός Ιάκωβος έλεγε προς τινα αδελφόν· «Τι να σου είπω, αδελφέ· τον έβλεπα να αγωνίζεται εις τας ιεράς του προσευχάς και τας αμέτρους γονυκλισίας και εθαύμαζα». Τις λοιπόν ημπορεί να είπη και να γράψη όλην την αλήθειαν, αφ’ ου μόνος ο Θεός τον έβλεπε και μόνος Εκείνος τον ήκουεν; Αλλ’ ότι και κατά την τάξιν και του κανόνας του Μοναχικού Σχήματος και σωματικώς με υπερβολήν ηγωνίζετο και με προσευχάς αρεμβάστους και επιτεταμένας όλος θεοειδής εγίνετο και εις θείον έρωτα ανεφλέγετο, ουδείς πρέπει να αμφιβάλλη αποβλέπων εις τα νυν δι’ αυτού τελούμενα εξαίσια έργα της θείας Χάριτος. Εκείνα όμως τα αφανή και εις τους πολλούς άδηλα, εκ των φανερών τούτων και κοινών συμπερασμάτων βεβαιώνονται, δια δε τας φανεράς και πυκνάς του αγρυπνίας δεν είναι ανάγκη να είπώ τίποτε, διότι όλοι είναι μάρτυρες, οι οποίοι τον είδον και τον ήκουσαν. Εκείνο δε μόνον λέγω εγώ, το οποίον γράφει ο μέγας Πατήρ Ισαάκ εις τον εικοστόν ένατον λόγον του. Λέγει δηλαδή ούτος εκεί· «Ον τινα Μοναχόν είδεις, επιμένοντα μετά διακρίσεως εις την εργασίαν της αγρυπνίας, τον τοιούτον μη νόμιζε σαρκοφόρον άνθρωπον· καθότι τούτο το έργον τη αληθεία είναι ίδιον των Αγγέλων· επειδή αδύνατον είναι, όσοι έχουσι την εργασίαν ταύτην, να μη αξιωθώσι παρά Θεού μεγάλων χαρισμάτων δια την προσοχήν και επαγρύπνησιν της καρδίας αυτών, και δια την αμέριμνον διαγωγήν και δια την εις τον Θεόν αφιέρωσιν των ιδίων αυτών λογισμών. Η εις την εργασίαν της αγρυπνίας αγωνιζομένη ψυχή, και διαπρέπουσα εις αυτήν, αποκτά χερουβικούς οφθαλμούς, ίνα βλέπη πάντοτε την επουράνιον θεωρίαν». Κατά τον μέγαν λοιπόν τούτον διδάσκαλον, ευκολώτατα ημπορούμεν να συμπεράνωμεν εκ των υστέρων τα προσόντα· επειδή λοιπόν βλέπομεν ότι μεγάλων χαρισμάτων ηξιώθη παρά Θεού ο θείος ούτος Πατήρ, συμπεραίνομεν ευκολώτατα και ασφαλέστατα, ότι τας πυκνάς εκείνας αγρυπνίας ετέλει μετά διακρίσεως νοός και τάξεως αγγελικής, όπως και αληθώς έργον αγγελικόν εποίει και με νήψιν και εγρήγορσιν της καρδίας, προς τον Θεόν μόνον είχεν εστραμμένους τους λογισμούς του, οφθαλμούς χειρουβικούς έχων, ίνα δια παντός ατενίζη και κατοπτεύη την επουράνιον θεωρίαν. Επειδή λοιπόν, κατά τον μέγαν τούτον διδάσκαλον Αββάν Ισαάκ, εκ των θείων χαρισμάτων ο ιερός Μακάριος ουρανόφρων εγνωρίσθη και αγγελομίμητος με τας θεοτερπείς αγρυπνίας του και επειδή, κατά τους θείους Πατέρας, η προσευχή είναι συνομιλία, ήτις γίνεται μετά του Θεού, είναι άραγε κανείς όστις ήκουσε τον Άγιον επ’ Εκκλησίας λέγοντα ψαλμούς και να μη ομολογήση ότι πράγματι η ανάγνωσις εκείνη ήτο συνομιλία μετά του Θεού, ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος ανάγνωσις τω όντι πνευματική και του πνεύματος αξία, ανάγνωσις ήτις, χωρίς αμφιβολίαν, έφθανεν εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ; Και αν τούτο ομολογούμεν δια την κοινήν και επ’ Εκκλησίας προσευχήν, πολύ περισσότερον πρέπει να νοήσωμεν δια την ιδιαιτέραν του και μυστικωτέραν, την αμιγή και κεχωρισμένην από κάθε υλικήν περιπέτειαν και συναναστροφήν ανθρωπίνην. Βεβαιότατα τότε ο νους του όλως ηνωμένος με τον Θεόν, δια της ενθέου προσευχής του, αναβίβαζεν εις τας θείας ακοάς εκείνα τα οποία ανεμέλποντο από τα χείλη του ή πολλάκις χωρίς να λαλούν τα χείλη, ηνωμένος ούτως υπάρχων μετά του Θεού, εποίει την νοεράν προσευχήν, όπως οι Άγιοι Άγγελοι. Καλά όμως πάντα ταύτα και όσα άλλα τοιαύτα μας διαφεύγουν, καθώς προείπομεν· καλά, και επαίνων άξια, αλλά ταύτα πάντα είναι αποτελέσματα της προς τον Θεόν μόνον αγάπης αυτού· δεν είναι σημεία και της προς τον πλησίον αγάπης, χωρίς την οποίαν όλα τα άλλα, κατά την απόφασιν του θείου Παύλου (Α΄ Κορ. ιγ:1-8), κρίνονται ως ανωφελή και μάταια. Αλλά και η Δεσποτική φωνή ούτως αποφασίζει, λέγουσα· «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. ιθ:19, κβ:39 και αλλαχού). Ταύτην την Δεσποτικήν εντολήν υπενθυμίζει εις αυτόν και ο αείμνηστος Πατριάρχης ο Σωφρόνιος, εις επιστολήν την οποίαν του έγραφε κατά το έτος αψοε΄ (1775). Εν αυτή, δηλαδή, μετά το τέλος γράφει και ταύτα επί λέξει ιδιοχείρως· «Αδελφέ, μη νομίσης ότι αναχωρών της επαρχίας σου ελεύθερος γέγονας και πάσης επιμελείας εκκλησιαστικής. Τοιαύτην γαρ ελευθερίαν ο Θεός ου βούλεται, αλλά πάντας ημάς θέλει υπηρέτας είναι και γεωργούς του μυστικού αυτού αμπελώνος, άχρι τελευταίας αναπνοής ημών. Λοιπόν μη διαλίπης διδάσκων, λόγω τε και έργω, τας του Κυρίου σωτηρίους εντολάς, μεμνημένος τε και της εμής αθλιότητος, εν ταις προς τον ελεήμονα Κύριον εντεύξεσι και προσευχαίς». Καλώς και επαινετώς έκαμε το χρέος του ο θείος εκείνος Πατριάρχης γράψας ταύτα· όμως δεν είναι μόνον αυτά, τα οποία διήγειραν εις την ψυχήν του θείου Πατρός την συνείδησιν τού προς τον πλησίον χρέους του. Διότι, ταύτα ως άδεια Πατριαρχική προς τους κατά τόπον Αρχιερείς, είχον την θέσιν των, ο δε θεόφρων εκείνος Πατήρ ανέκαθεν έλεγε μετά του μεγάλου Αποστόλου· «Θεού γαρ εσμέν συνεργοί» (Α΄ Κορ. γ:9). Του Θεού ο σκοπός και το τέλος είναι να σώση τον κόσμον. Λοιπόν και ημείς οι καταξιωθέντες να γίνωμεν και να ονομαζώμεθα ιδικοί Του συνεργοί, πρέπει να βοηθούμεν τους αδελφούς μας Χριστιανούς εις την ψυχικήν των σωτηρίαν, όσον δυνάμεθα. Με τούτους λοιπόν τους λογισμούς αντί να διδάσκη και να φωτίζη εν μικρόν μέρος της Πελοποννήσου, αφωσιώθη με όλην του την επιμέλειαν να ωφελή και ει δυνατόν να σώζη όλους τους απανταχού της γης ευρισκομένους Χριστιανούς. Κατά τίνα τρόπον; Ιδού. Οι νέοι ούτοι φιλόσοφοι του γένους μας αγωνίζονται να προξενήσουν δόξαν και λαμπρότητα εις το Ελληνικόν γένος, δια των εξωτερικών επιστημών και μαθήσεων και βιβλία συχνά μεταγλωττίζουσι χρησιμεύοντα εις τον σκοπόν των. Αλλ’ ούτος ο αοίδιμος εφρόντιζε να ωφελήση όχι το Ελληνικόν, αλλά το Χριστιανικόν γένος, καθιστών τους γηϊνους ανθρώπους αξίους τής ουρανίου δόξης και πολιτείας, της Βασιλείας των ουρανών. Με ποία μέσα; Με τα πνευματικά και ψυχοσωτήρια βιβλία τα οποία, επειδή είναι πάμπολλα, είναι δύσκολον να απαριθμήσωμεν εν προς εν. Εις το κοσμοσωτήριον λοιπόν τούτο έργον κατεγίνετο σχεδόν καθ’ όλην του την ζωήν και καθώς έγραφεν ο Πατριάρχης «άχρι τελευταίας αναπνοής ημών», ούτως ακριβώς έπραττε και ο αείμνηστος. Διότι αφ’ ου εφιλοπόνησε το «Νέον Λειμωνάριον», με την τούτου φροντίδα ετελείωσε τας τελευταίας ώρας της ζωής του. Ότι δε με το μέσον τούτων των βιβλίων ωφέλει και πάντοτε ωφελεί και σώζει ψυχάς πολλάς ο αοίδιμος, δεν πρέπει να αμφιβάλλη κανείς έχων ως απόδειξιν Θεόδωρον τον Βυζάντιον και Δημήτριον τον Πελοποννήσιον και άλλους, οίτινες εθερμάνθησαν προς την υπέρ της Πίστεως άθλησιν, αναγινώσκοντες εις το «Νέον Μαρτυρολόγιον» τας αρετάς και τας θυσίας των ομοιοπαθών των Αθλητών του Χριστού. Ήκουσα δε και εγώ αυτός λαϊκόν άνθρωπον εκ της Αίνου ορμώμενον, μετά τινος προσπαθείας διηγούμενον και λέγοντα, ότι την «Φιλοκαλίαν» εμελέτησε δύο φοράς και είχε σκοπόν, ευθύς ως εύρη καιρόν, να την μελετήση και δια τρίτην φοράν. Όθεν εκ των δεδομένων και γινωσκομένων τούτων, ας συμπεράνη καθείς και τα αγνοούμενα και τα διαφεύγοντα. Είπομεν ανωτέρω ότι πολλά και πάμπολλα είναι τα τοιαύτα βιβλία, τα οποία εξέδωκεν εις κοινήν ωφέλειαν. Ώστε λέγομεν, ότι αν ίσως και μίαν μόνην ψυχήν καθ’ εν από τα βιβλία ταύτα ημπορεί να ωφελήση και να γίνη αίτιον ίνα επιστρέψη αύτη εξ οδού απωλείας εις οδόν σωτηρίας, πόσοι μισθοί, πόσοι στέφανοι απόκεινται εις τους ουρανούς δια τον βοηθήσαντα εις την σωτηρίαν των τοιούτων ψυχών; Όταν και δια μίαν μόνην ψυχήν ο κόσμος όλος δεν είναι αντάξιος, κατά την Δεσποτικήν απόφασιν, την ασύγκριτον και ανείκαστον. Τόσον δε πόθον είχεν η μακαρία του ψυχή εις το να ωφελή ψυχάς και τόσον εδίψα την σωτηρίαν των Χριατιανών, ώστε αναγινώσκων ποτέ βιβλιάριον, το οποίον ονομάζεται «Χριστιανική Απολογία» και, τρόπον τινά, ενθουσιασθείς από την ανάγνωσιν τούτου, δεν υπέμεινεν, αλλ’ ευρών και συνάξας πεντακόσια γρόσια προσέφερε ταύτα δια να εκτυπωθή εκ δευτέρου το τόσον ψυχωφελέστατον βιβλίον. Ήδη δε, μετά την εκείνου τελευτήν, έχομεν ήδη την ευκαιρίαν να είπωμεν και να γράψωμεν και τούτο· με τον αυτόν ένθερμον ζήλον, ως να ήτο ιδικόν του ποίμνιον, εδίδασκε τους πέριξ αυτού ευρισκομένους Χριστιανούς, λογιζόμενος ότι εκτελεί απαραίτητον χρέος. Ομοίως δεν έπαυεν από του να διδάσκη ακαταπαύστως τα θεία θελήματα εις τους ενορίτας της Εκκλησίας του, και όσους άλλους συνήγοντο εις αυτήν, διδάακων πάντοτε αυτούς κατά την ώραν του Κοινωνικού, ή δια της προφορικής του διδασκαλίας ή δια των βιβλίων, τα οποία αφού εξήταζε, ανεύρισκεν εις αυτά τα αρμόζοντα εις εκάστην περίστασιν σύντομα ηθικά διδάγματα, τα οποία προς κοινήν ωφέλειαν ανεγινώσκοντο εις επήκοον πάντων παρά του ιδίου ή υπό άλλων. Κατά τας Τεσσαρακοστάς μάλιστα συνήθιζε να κατέρχεται και εις τας άλλας Εκκλησίας, αίτινες ευρίσκοντο εκεί πλησίον, και εδίδασκε τους εις αυτάς συναθροιζομένους Χριστιανούς τον λόγον του Θεού. Εδίδασκε δε όχι με φωνάς αγρίας και τραχείας, καθώς πολλοί συνειθίζουσιν από τους έμβωνας, αλλά με ομιλίαν ήσυχον, ήμερον, γαλήνιον, όπως ήτο και η διδαχή των αλιέων Αποστόλων, των οποίων ήτο πράγματι μαθητής ακριβέστατος. Αλλ’ άραγε, ίσως ήθελε τις ειπεί, απέφερε και κανένα καρπόν εκ της τοιαύτης αυτού πολιτείας; Και πως ημπορεί να υπάρχη τοιαύτη αμφιβολία; Επειδή πως είναι λογικόν, να μη ωφελούνται οι Χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι, πρώτον μεν έβλεπον ένα Αρχιερέα Κορίνθου να τους διδάσκη, με σχήμα ταπεινότατον, με ενδύματα πενιχρότατα, με ενφάνισιν πτωχικήν; Πράγματι, το καλυμμαύχη της κεφαλής του άλλος κανείς δεν ήθελε καταδεχθή να το φορέση· δεύτερον, το οποίον μάλιστα είναι και σπουδαιότερον, πως ήτο δυνατόν να μη ωφελούνται οι Χριστιανοί, αφού αόκνως τους εδίδασκε, χωρίς να ζητή παρ’ αυτών ουδέ το ελάχιστον δια πληρωμήν; Διότι, καθώς προείπομεν, ήτο ακριβέστατος μιμητής των αλιέων. Δια τούτο όχι μόνον τίποτε δεν εζήτει, αλλά και εις πλείστους, έχοντας ανάγκην, έδιδεν αυτός εξ εκείνων τα οποία του ευρίσκοντο. Εις τον ένα λοιπόν έδιδε δια να αγοράση ζώον, εις τον άλλον ίνα υπανδρεύση την κόρην του. Παρουσιάσθησαν δε πολλοί και άνδρες και γυναίκες, οίτινες, μετά τον θάνατόν του οδυρόμενοι δια την ατυχίαν των, εκήρυττον, ότι τους είχε παραχωρήσει μηνιαίαν δόσιν εις χρόνους πολλούς και τους εκυβέρνα καθένα κατά την ανάγκην του. Πως λοιπόν ερωτάς, εάν οι λόγοι τοιούτου διδασκάλου απέφερον καρπούς; Ναι, απέφερον και πλουσίους μάλιστα. Όχι δε μόνον από συλλογιαμόν ιδικόν μας τούτο λέγομεν, αλλά και οι Πνευματικοί οι οποίοι εξωμολόγουν εκείνους τους Χριστιανούς μας εβεβαίωσαν ταύτα. Μάλιστα και μικρά τις έμπρακτος διήγησις θέλει βεβαιώσει πάντας περισσότερον . Γυνή τις του τόπου εκείνου ευρήκε ποτέ μέταξαν βάρους τριών λιτρών ή και βαρυτέραν και ταύτην ευρούσα δεν την έκρυψεν, αλλ’ έσπευδεν εδώ και εκεί εξετάζουσα, ποίος την έχασε δια να την αποδώση. Ηπόρησαν τότε οι άνθρωποι θαυμάζοντες πως δεν την εκράτησεν, αλλά ζητεί να εύρη εκείνον όστις την έχασεν. Εκείνη δε έλεγεν· «Όχι, δεν κρατώ την μέταξαν, διότι δεν μας το επιτρέπει εκείνος ο ευλογημένος ο Δεσπότης της Κορίνθου· εκείνος μας διδάσκει, όταν ευρίσκωμεν πράγμα να μη το κρατούμεν, διότι είναι αμαρτία, αλλά να φροντίζωμεν να εύρωμεν εκείνον, όστις το έχασε και να του το δώσωμεν». Μικρόν φαίνεται το πράγμα τούτο, αλλ’ είναι σημείον μέγα, προς απόδειξιν ότι μεγάλην ωφέλειαν προσέφερε με τας απλάς του διδαχάς. Εδίδασκε δε, όχι μόνον να μη κρατούν το ξένον πράγμα, διότι είναι κλοπή, αλλά και ευρετικά να μη ζητούν, ούτε να λαμβάνουν. Και ταύτα μεν τα καλά συνεχώς εγίνοντο, αλλ’ η πολλή και μεγάλη προς τους δεομένους συμπάθεια του Αγίου ήρχισε να του προξενή ενόχλησιν εις την ησυχίαν, επειδή οι πτωχοί και αι πτωχαί και όσοι από συμφοράς και ανάγκας εκλυδωνίζοντο, έτρεχον συνεχώς εις τον Άγιον τούτον, ως εις λιμένα σωτήριον. Εκείνο δε το οποίον ηύξανεν εις τον Άγιον την ενόχλησιν ήτο, ότι και μακρόθεν, από τόπους ξένους, ήρχοντο δυστυχείς και άποροι, στελλόμενοι από φίλους. Επειδή δε οι τοιούτοι εχρειάζοντο πολλάκις μεγάλας βοηθείας, ηναγκάζετο να ζητή από άλλους ελεημοσύνην, δια να τους βοηθή. Τούτο όμως κατ’ ανάγκην δεν εγένετο άπαξ, αλλά συχνάκις. Επειδή δε η συνείδησίς του δεν του συνεχώρει να τους αποπέμπη κενούς, ηναγκάσθη να αναχωρήση από τον ηγαπημένον του Ησυχαστήριον. Μετέβη λοιπόν εις την Πάτμον, αλλά μη ευρών εκεί καλλιτέραν ησυχίαν, καθώς ήλπιζεν, επέστρεψεν εις την πρώτην του διαμονήν. Τότε οι Χριστιανοί, οίτινες τον εστερήθησαν, όσον ελυπήθησαν δια την αναχώρησίν του, τόσον και ακόμη περισσότερον εχάρησαν δια την επάνοδόν του. Εκείνος λοιπόν ο ευλογημένος επανήλθεν εις την Χίον και ημείς ας επανέλθωμεν εις την συνέχειαν της διηγήσεως. Και πρώτον ας είπωμεν αμέσως δια το βιβλίον το πραγματευόμενον Περί της συνεχούς Μεταλήψεως των θείων Μυστηρίων. Τούτο, καθώς θέλομεν ίδει, όταν το αναγνώσωμεν, άλλο τι δεν περιέχει ει μη ρητά Ευαγγελικά, Αποστολικά, Κανόνας Αποστολικούς και Συνοδικούς και ρητά των Αγίων Πατέρων, εξηγημένα όλα εις την κοινήν μας διάλεκτον, τα οποία όλα ομοφώνως και κοινώς συνιστώσιν, ήτοι διδάσκουσιν, ότι καλή και Αγία και σωτήριος είναι η συχνή των θείων Μυστηρίων μετάληψις. Ώστε το βιβλίον τούτο είναι άγιον και νόμιμον και κανονικόν, διότι, καθώς είπομεν, άλλο δεν περιέχει εκτός γραφικών, κανονικών και πατερικών ρητών, εξηγημένων εις το απλούν, χωρίς καμμίαν διαστροφήν και παρεξήγησιν, ως καθείς ευκόλως εννοεί. Παρ’ όλα ταύτα ίσχυσεν η κακία δια ταύτην την συγγραφήν. Διότι κακόφρων τις Μοναχός Αγιορείτης, λαβών δια πρώτην φοράν το βιβλίον εις τας χείρας του και νομίσας ότι είναι πόνημα του Νεοφύτου, το έστειλε μέσω Θεσσαλονίκης εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, δια τινος εν Κωνσταντινουπόλει φίλου του, γράψας όσα κακά ηδυνήθη κατ’ αυτού. Τότε ο αοίδιμος Πατριάρχης Προκόπιος ο Πελοποννήσιος (1775 – 1780), όστις από Επίσκοπος Σμύρνης είχεν ανέλθει εις τον Οικουμενικόν θρόνον, από μόνας τας κατηγορίας παροξυνθείς, χωρίς καμμίαν χρονοτριβήν το κατέκρινε συνοδικώς, ως βιβλίον παράνομον και σκανδαλοποιόν, επέβαλε δε και βαρύτατα επιτίμια κατά των τολμώντων να το αναγνώσωσιν. Οι εν τω Αγίω Όρει αδελφοί επεδίωξαν τότε να ανακαλέσουν την καταδίκην του βιβλίου, δι’ αντιθέτου αποφάσεως της Εκκλησίας, μέσω άλλου τινός, αλλά δεν επέτυχον το ποθούμενον και ούτω έμεινε το κακόν αδιόρθωτον, έως ότου, τη του Θεού προνοία, ανήλθεν εις τον Πατριαρχικόν Θρόνον ο από Σμύρνης Νεόφυτος. Μετά του θείου τούτου Πατριάρχου είχε στενήν γνωριμίαν ο ευλογημένος Μακάριος. Όθεν φαίνεται ότι έγραψε προς αυτόν να επαναξετάση το βιβλίον του και αφού κρίνη περί της αθωότητος αυτού, να λύση τα εξακοντισθέντα επιτίμια κατά των αναγινωσκόντων αυτό. Τούτο δε συμπεραίνομεν λόγω του ότι σώζεται επιστολή Αποστολική του Παναγιωτάτου τούτου Πατριάρχου, ικανώς θεραπεύουσα τον θείον Μακάριον εις όσα εζήτησε. Συμφέρον δε και ωφέλιμον κρίνομεν, όπως καταχωρίσωμεν ενταύθα αυτολεξεί την πατριαρχικήν ταύτην επιστολήν προς κοινήν των ενδιαφερομένων ωφέλειαν· έχει λοιπόν αύτη επί λέξει ούτως: «Ιερώτατε Μητροπολίτα πρώην Κορίνθου, εν Αγίω Πνεύματι αγαπητέ και συλλειτουργέ της ημών μετριότητος κυρ Μακάριε, χάρις είη τη αρχιερωσύνη σου και ειρήνη παρά Θεού. Περί του πονήματος της αρχιερωσύνης σου, του βιβλίου περί της Συνεχούς Ιεράς Μεταλήψεως, όπερ εξέδωκας εις τύπον, δηλοποιούμεν σοι ότι εθεωρήθη συνοδικώς και εξητάσθη εσκεμμένως και ενεκρίθη και απεδείχθη Εκκλησιαστικώς νόμιμον και μηδέν έχον το κωλύον, δια της μετανοίας όμως και αληθούς εξομολογήσεως των αξίως βουλομένων μεταλαμβάνειν συνεχώς τα άχραντα και φρικτά Μυστήρια. Και όταν δια της τοιαύτης νομίμου και θεαρέστου προετοιμασίας μεταλαμβάνωσι συχνώς, έσται εκείνο λίαν νόμιμον και ψυχωφελές και σωτήριον και τω νομίμω τρόπω τούτω απεδείχθη το βιβλίον σου εκείνο συνοδικώς κοινωφελές και σωτήριον και ακωλύτως οι βουλόμενοι αγοράσαι και διεξελθείν αναγινωσκέτωσαν και νομίμως και κανονικώς δια της οδηγίας και ικανοποιήσεως των Πνευματικών ενός εκάστου Πατέρων μετά φόβου Θεού μεταλαμβανέσθωσαν, ει γε άξιοι συνεχώς. Επειδή δε ανεφύη υπόνοια ότι εξεδόθη Εκκλησιαστικός αφορισμός επί το καταργηθήναι το πόνημά σου και εκείνοι οι ευσεβείς Χριστιανοί διευλαβούμενοι ουκ αναγινώσκουσι, προς διάλυσιν των εκκλησιαστικών εκείνων δεσμών και επιτιμίων, γράφομεν εν τη παρούση ημών και δια του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος αποφαινόμεθα. «Ίνα όσοι των Χριστιανών βουλόμενοι αναγνώναι το ανακριθέν συνοδικώς ποίημά σου εκείνο, το περί της Συνεχούς Μεταλήψεως βιβλίον, υπάρχωσι συγκεχωρημένοι και ευλογημένοι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος. Λελυμένοι των επελθόντων όπως ποτέ Εκκλησιαστικών επιτιμίων και αμέτοχοι των αρών, έχοντες και τας ευχάς και ευλογίας πάντων των απ’ αιώνος Αγίων και Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας. Ούτω λοιπόν γινώσκων και η Ιερότης σου, απόθου πάσαν υπόνοιαν και υποψίαν, ότι και περί του πονήματός σου τούτου ως ψυχωφελούς, μισθόν λήψη παρά Θεού, Ου η Χάρις είη μετά σου». Ας ιδούν και ας ακούσουν οι διώκται της συνεχούς Θείας Μεταλήψεως, οι πάντη αδίκως και παραλόγως απομακρύνοντες τους Χριστιανούς από της θείας Κοινωνίας, μέχρι σημείου ώστε εις αποθνήσκοντα να μη δώσωσι το εφόδιον της αιωνίου ζωής, διότι άλλοτε πρωτύτερα είχε κοινωνήσει και δεν είχον παρέλθει από της κοινωνίας ημέραι πολλαί, ώστε να γίνη άξιος! Ας ίδουν και ας ακούσουν κάλλιστα εκείνοι οι οποίοι υπό δαιμονικής συνεργείας κινούμενοι έκαυσαν το βιβλίον απλώς και ως έτυχε· ας κλαύσουν οι δείλαιοι ούτοι την ασεβή των τόλμην, στοχαζόμενοι ότι δεν έκαυσαν απλώς εν βιβλίον, αλλ’ έκαυσαν τους θείους λόγους ήτοι τα Ευαγγέλια, τους Αποστόλους, τους Ιερείς Κανόνας, τους Θεοφόρους Πατέρας. Τοιούτον βιβλίον έκαυσαν, καθώς η Πατριαρχική απόφασις μαρτυρεί και ήτις ονομάζει τούτο λίαν νόμιμον, ψυχωφελές και σωτήριον, συνοδικώς αυτό ως ιερόν και άγιον επικυρούσα, πάντας δε προτρέπουσα προς την τούτου ανάγνωσιν. Ω θειότατε Πάτερ, πολλά και πάμπολλα βιβλία Θεοφόρων Πατέρων ψυχικής ωφελείας γέμοντα εξέδωκας, αλλά τούτο το περί της Θείας Μεταλήψεως, το οποίον ο ένθερμος ζήλος σου εφιλοπόνησε, τουτέστι συνήξε και κατεσκεύασεν εκ των πηγών του σωτηρίου, ημπορεί με κάθε δίκαιον να ονομάζεται, καθώς πράγματι είναι, πηγή και φρέαρ αιωνίου ζωής. Όθεν καθώς τα φρέατα των πάλαι Πατριαρχών του Αβραάμ και του Ισαάκ έφραξαν οι αλλόφυλοι Φιλισταίοι, ούτω και τούτο ο αρχέκακος Σατάν, αυτόχρημα φθονερός ων, ίσχυσε να το φράξη ο αντίχριστος, αλλά χάρις εις την φιλάδελφον πρόνοιαν και την υπέρ της Εκκλησίας φροντίδα σου, ότι ουκ έδωκας ύπνον τοις σοις οφθαλμοίς, ουδέ τοις βλεφάροις σου νυσταγμόν, πάλιν αυτό ανώρυξας και δια συνοδικής κρίσεως απεκάθηρας και ύδωρ ζων και αλόμενον εις τους βουλομένους πάντας αποκατέστησας. Αλλά καιρός είναι τώρα να είπωμεν και δια την μεγάλην και θαυμασίαν αρετήν εκείνην, την οποίαν, ως κορωνίδα και στέφανον απέθηκεν επάνω από όλας τας άλλας Ευαγγελικάς του αρετάς ο θειότατος ούτος Πατήρ. Διότι καθό Χριστιανός ούτος γνήσιος, Χριστού τέκνον και Χριστιανών Πατήρ, πολλούς αρνησιχρίστους πρώην προς το υπέρ Χριστού Μαρτύριον προητοίμασε, προς τον θείον δηλαδή τούτον αγώνα εις τον οποίον περιέχονται όλα τα είδη των βασάνων, όσα εφεύρεν η επίνοια του διαβόλου, δια να επιτύχη να εξαλείψη το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις τον οποίον αγώνα, ως αγωνοθέτης και στεφανωτής των νικών, κάθηται αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αγωνισταί δε υπέρ της δόξης του Ιησού Χριστού οι Άγιοι Μάρτυρες, ανταγωνιστής δε τούτων αυτός ο διάβολος με τα ιδικά του όργανα, τους εχθρούς δηλαδή και διώκτας της θείας ημών Πίστεως. Εκ τούτου λοιπόν είναι φανερόν, ότι οι μέλλοντες να αποδυθούν εις τον αγώνα αυτόν χωρίς ανδρείαν ψυχής, δεν δύνανται να αποκτήσουν του Μαρτυρίου τον στέφανον, διότι καθώς λέγει ο Κύριος, «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ: 41, Μάρκ. ιδ: 38). Δια τούτο, καθώς λέγει ο μέγας εις την Θεολογίαν και την αρετήν Γρηγόριος, η δια των λόγων προτροπή και παρακίνησις, όχι ολίγην ανδρείαν εμβάλλει εις τας ψυχάς των παρρησιαζομένων εις τα Μαρτύρια. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά λέγει ακόμη ότι, όσοι είναι υποχρεωμένοι να κάμνωσι τούτο και από δειλίαν ψυχής το αποφεύγουσι, ίνα μη τυχόν πάθωσι κανέν κακόν, κίνδυνον μέγα προξενούν εις την ψυχήν των, επειδή καταφρονούν τους εν κινδύνω ψυχής ευρισκομένους, καθό μη έχοντας τον προς τοιούτον αγώνα παραθαρρύνοντα και εκγυμνάζοντα. Ω πόσον πικρόν και σκανδαλώδες εφάνη εις όλους, όταν άνθρωπος τις τοιαύτην έχων ανάγκην μετέβη προς τινα των τότε ενεργεία Μητροπολιτών και εξομολογηθείς εις αυτόν την πτώσιν του εζήτει την θεραπείαν, εκείνος δε φρίξας εις την τοιαύτην ακοήν έφραξε τα ώτα αυτού και απέπεμψε κενόν τον άνθρωπον εκείνων! Φεύ! εάν ο λιμήν δεν δέχεται τους χειμαζομένους, που αλλού θα δυνηθούν να προσορμισθώσιν; Αν το ιατρείον αποβάλλη τους νοσούντας, που αλλού θέλουν εύρει την θεραπείαν; Και αν η Εκκλησία αποβάλλη τα κινδυνεύοντα τέκνα της, που αλλού θα ημπορέσουν να καταφύγουν και να εύρωσι σωτηρία; Δια τούτο ο μέγας ούτος ανήρ δεν έπαυσε, παραβλέπων τας ματαίας και ανοήτους δικαιολογίας, τας οποίας εις τοιαύτας περιστάσεις συνηθίζουν να προβάλουν οι όλως διόλου φιλόκοσμοι και φιλόσαρκοι, εδέχετο χριστομιμήτως πάντας τους τοιαύτην έχοντας ανάγκην. Αλλά και εις τους κατηγορούντας ανοήτως και ασπλάγχνως τους δεχομένους τους τοιούτους, έλεγε χριστομιμήτως «τον ερχόμενον προς με, ου μη εκβάλω έξω» (Ιωάν. στ: 37). Εδέχετο λοιπόν πάντας και πάντας προς τους αθλητικούς αγώνας ήλειφεν, όχι μόνον με λόγους αλλά και με τα έργα. Επειδή δεν τους έλεγε μόνον ολίγας λέξεις προς εμψύχωσιν και κατόπιν να τους απολύη, αλλά τους εκράτει εκεί πλησίον του ημέρας πολλάς και τους εγύμναζε με νηστείας και προσευχάς, με γονυκλισίας, με δάκρυα και στεναγμούς, έως ότου ήναπτεν εις τας ψυχάς των το πυρ της προς τον Θεόν αγάπης. Τούτο απέδειξε τα μάλιστα ο Κύπριος εκείνος Πολύδωρος, όστις δια των παραινέσεων του θείου τούτου Πατρός ηξιώθη των μαρτυρικών στεφάνων και όστις αισθανθείς εν εαυτώ το πυρ της προς Θεόν αγάπης, εφώναξε τρεις φοράς, εσπέραν τινά έξω της θύρας του ξενοδοχείου ευρισκόμενος· «Ο Θεός συγχωρήσοι σας δια το καλόν το οποίον μοι κάμνετε». Άλλην δε πάλιν φοράν, εν ω τον εζήτει ο προαναφερθείς υποτακτικός τού Αγίου γέρων Ιάκωβος δια να έλθη να φάγη ολίγον άρτον, τον εύρεν εις τι μέρος κλαίοντα και ολολύζοντα και επιστρέψας ανήγγειλεν εις τον Άγιον, ότι εις το δείνα μέρος κάθηται και κλαίει, απεκρίθη δε ο θείος Πατήρ· «Άφες τον , ας κλαίη· αυτός μόνον ο κλαυθμός είναι θεάρεστος και σωτηρίας πρόξενος». Την ιδίαν αυτήν ενέργειαν απέφερεν η αρίστη αύτη προπαρασκευή και εις την ψυχήν του Βυζαντίου Θεοδώρου όστις από το εν άκρον, δηλαδή την άκραν δειλίαν του θανάτου, έφθασεν εις το άλλο, διότι, ως διψώσα έλαφος, έτρεχε να εύρη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Αυτήν την ιδίαν ενέργειαν επροξένησε και εις την παχείαν και απαίδευτον ψυχήν του Πελοποννησίου Δημητρίου, όστις, απαγόμενος εις την υπέρ Χριστού καρατόμησιν, εβόησεν εκείνην την αοίδιμον φωνήν προς ουρανόν ατενίζων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι ηξίωσας εμέ τον ανάξιον δούλον σου να φθάσω εις αυτήν την αγίαν ώραν». Κατόπιν όλων τούτων δύναται τις να αμφιβάλλη αν ο ιερός ούτος αλείπτης των καλλινίκων αυτών Αγίων Μαρτύρων πρέπει να καταταχθή ως εναρίθμιον (Εναρίθμιος λέγεται ο προς συμπλήρωσιν αριθμού τινός προωρισμένος, ο κριθείς άξιος να συμπληρώση τον πρέποντα αριθμόν.) των ιδικών του Αθλητών και τη προαιρέσει Μάρτυς; Βεβαίως όχι. Διότι αν ο θείος Βασίλειος, τον μακαρίσαντα μόνον γνησίως τον Μάρτυρα, αποφασίζει Μάρτυρα τη προαιρέσει, ο θείος ούτος Μακάριος, όστις και ημέραν και νύκτα δεν έπαυε και πλείστας εξ αυτών εδαπάνα δια τους ερχομένους εις το στάδιον του Μαρτυρίου, έως ότου ήναπτεν εις τας καρδίας των την φλόγα της προς Χριστόν αγάπης και του πόθου της υπέρ Αυτού αθλήσεως, αν δηλαδή δι’ εκείνους απόκειται, κατά τον Απόστολον, ο της δικαιοσύνης στέφανος, ως τον δρόμον τελέσαντας και την Πίστιν τηρήσαντας, και εις τούτον εξάπαντος απόκειται ο πολύτιμος ούτος στέφανος ως συνεργόν και συναγωνιστήν και συναντιλήπτορα τούτων και μνήμη και προθυμία και έργω και λόγω. Με μεγάλην μου λύπην βλέπω τον λόγον φθάνοντα και εις την προσθήκην του τέλους της πανοσίου και κοινωφελεστάτης ζωής του Αγίου. Αλλ’ επειδή το της φύσεως χρέος είναι κοινόν και απαραίτητον, θέλομεν προσθέσει και αυτό με υπομονήν, μάλλον δε με δόξαν και ευχαριστίαν προς τον της ζωής και του θανάτου Κύριον. Είχε συμπληρώσει με πολλούς κόπους και αγρυπνίας ο αοίδιμος την νέαν συλλογήν οσιακών τινων Βίων και Μαρτυρίων, παλαιών και νέων, έτι ανεκδότων και άλλων τινών ψυχωφελών διηγημάτων και θαυμάτων, αυτός ιδία χειρί, άλλα μεν μεταφράζων και άλλα αντιγράφων, την οποίαν ωνόμασε «Νέον Λειμωνάριον». Αφού δε έφερεν εις πέρας ταύτην και ενώ διενοείτο και εφρόντιζε τίνι τρόπω να την εκδώση εις τύπον, Θεού συγχωρήσει πλήττεται το ήμισυ του σώματός του από το πονηρόν πνεύμα της αποπληξίας και γίνεται ημίξηρος κατά το δεξιόν μέρος, ούτω δε έμενεν ανενέργητος εις το εξής η καλή και αγαθοεργός χειρ, των πολλών καλών αίτιος και ακολούθως έμενε και η βίβλος αργή. Έκειτο λοιπόν ο Μακάριος οδυνώμενος και πάσχων και τον στέφανον εαυτώ πλέκων δια της υπομονής και ευχαριστίας, προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην και Κύριον και δύο πηγάς δακρύων εποίησε τους οφθαλμούς του, ταλανίζων τον εαυτόν του, συχνάκις λέγων ότι δια τας αμαρτίας του τον παιδεύει ο Θεός, διότι δεν μετανοεί· πολλάκις δε και τούτο μετά δακρύων έλεγε· «Δεν μετανοώ». Είπομεν λοιπόν ποτέ προς αυτόν· «Ω Πάτερ και Δέσποτα, όλη σου η ζωή εστάθη μία μετάνοια· τας εντολάς του Κυρίου εκ νεότητός σου εφύλαξας ακριβέστατα, διατί λοιπόν έχεις να μετανοήσης; Καλώς λέγεις ότι δεν μετανοείς· βεβαίως δεν μετανοείς, διότι δεν σε ελέγχει η συνείδησίς σου ως παραβάτην των θείων εντολών». Ενώ δε ταύτα ημείς ελέγομεν, οι οφθαλμοί του έρρεον ακατάπαυστα, διότι ούτω τους είχεν απ’ αρχής συνειθισμένους και εκ της τυχούσης προφάσεως εξήρχοντο τα δάκρυα και έτρεχον ποταμηδόν. Οκτώ μήνας παρέμεινεν εν τη κλίνη ακίνητος ο Άγιος, από τας πρώτας δηλαδή ημέρας του Σεπτεμβρίου μέχρι της ιζ΄ (17ης) του Απριλίου, καθ’ όλον δε το διάστημα τούτο τα πλήθη των Χριστιανών έτρεχον καθ’ εκάστην, άνδρες και γυναίκες, τόσον οι γνωστοί και οι φίλοι, όσον και πάντες οι αδιάφοροι, δια να λάβουν τας αγίας αυτού ευχάς και ευλογίας. Καθ’ όλον το διάστημα τούτο εμελέτα τον θάνατον και τα μετά θάνατον. Εξωμολογείτο συχνά, εκοινώνει των αχράντων Μυστηρίων, ημέραν παρ’ ημέραν, κατόπιν δε προς το τέλος καθ’ εκάστην , είχε δε πλησίον του τον ομόψυχόν του Οσιώτατον Νείλον τον Καλόγνωμον, καθώς και τον Νικηφόρον τον Οσιώτατον, ευλαλούντα και φιλοσοφούντα τα μυστικά και πνευματικά, διότι ο όντως και αληθώς μακάριος θείος Μακάριος διετήρει σώας τας φρένας του έως της εσχάτης του αναπνοής κατά την οποίαν και παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας τού Πλάστου του. Συνηριθμήθη λοιπόν μετά των Ιεραρχών ο Ιεράρχης, μετά των Ασκητών ο Ασκητής, μετά των Μαρτύρων ο αλείπτης των Μαρτύρων εν έτει σωτηρίω αωε΄ (1805) τη ιζ΄ (17η) Απριλίου και ετάφη έξωθι της Εκκλησίας, παρά την νότιον πλευράν, πληρωθέντος ούτω εκείνου το οποίον προ καιρού είπεν, ότε προ δύο χρόνων είχεν ασθενήσει ο γέρων Ιάκωβος ασθένειαν βαρυτάτην και απηλπίσθη παρά των ιατρών, ώραν δε με την ώραν εφαίνετο ότι μέλλει να τελευτήση. Ηρώτησαν δηλαδή τότε οι αδελφοί τον Άγιον, που ήτο ορισμός του να ανοίξουν τάφον δια τον πνέοντα τα λοίσθια. Επλήγη τότε η συμπαθεστάτη ψυχή από του τάφου το όνομα και είπε· «Μη γένοιτο, όχι μη γένοιτο! Πρώτον τον εμόν ανοίξατε και ύστερον τον τούτου». Και τούτο ούτως εγένετο· διότι μετά την θείαν του ανακομιδήν εις τον ίδιον τάφον του ετέθη και ο τούτου σύμβιος και ομόψυχος γέρων Ιάκωβος. Έτι δε ατάφου μένοντος του Ιερωτάτου νεκρού η παντουργική του Πνεύματος Χάρις έδειξε σημείον μέγα αποδεικνύον ότι ευηρέστησε τω Θεώ και εν Αγίοις εγένετο ο κλήρος αυτού· επειδή δε μετά την θείαν αυτού ανακομιδήν ήρχισαν να γίνωνται και σχεδόν καθ’ εκάστην γίνονται αναρίθμητα θαύματα, απεφασίσαμεν εκ πάντων να παραθέσωμεν τα επισημότερα. Ας είναι δε βέβαιος πας ο αναγινώσκων ταύτα και καθόλου ας μη αμφιβάλλη ότι είναι αληθή, διότι δεν τα γράφομεν εις κανένα ξένον και μακρυνόν τόπον ευρισκόμενοι, αλλά εντός της πόλεως ταύτης της Χίου, παρόντων και ζώντων των προσώπων τα οποία έπασχον και παραδόξως ιάθησαν. Όθεν δεν υπάρχει λόγος να ψευδώμεθα, επειδή ο καθείς δύναται να πληροφορηθή την αλήθειαν αμέσως εξ αυτών των ιδίων προσώπων. Όλοι δε οι διδάσκαλοι λέγουσιν, ότι εκείνος όστις διηγείται πράγματα εις καιρόν ότε ζώσιν εκείνοι ενώπιον των οποίων επράχθησαν, όλους εκείνους έχει μάρτυρας δια τα υπ’ αυτού λεγόμενα. Αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
Πλησίον του περιωνύμου Ναού των Ταξιαρχών, όστις κοινώς ονομάζεται Καμπάνα, κείται και έτερος Ναός της Θεοτόκου, όστις καλείται Μαρμαριώτισσα. Εν τη ενορία δε ταύτη κατοικεί γυνή τις καλουμένη Αγγερού, της οποίας ο ανήρ Φραγκούλης ονομαζόμενος, δυτικός ων πρότερον, μετεστράφη, εγκολπωθείς το ημέτερον ανατολικόν δόγμα δια του θείου Βαπτίσματος. Τούτων δε η τετραετής θυγάτηρ Αργυρή, προσβληθείσα υπό της δεινής και επικινδύνου νόσου της ευλογίας κατέστη οικτρόν και ελεεινόν θέαμα, καθό τιμωρουμένη συνεχώς επί τέσσαρα έτη υπό δεκατεσσάρων πληγών ας επέφερεν η νόσος εις τον δεξιόν αυτής βραχίονα και ημείς, ιδίοις οφθαλμοίς ιδόντες αυτάς εφρίξαμεν. Κατά το διάστημα δε τούτο βασανιζομένη παρηκολουθείτο υπό του αρίστου των εν Χίω χειρουργών Δομινίκου, όστις και πολλά μικρά οστά εξέβαλεν από των πληγών της. Τρομερούς δε πόνους υποφέρουσα η δυστυχής, ουδόλως ωφελείτο αλλά μάλλον ώδευε προς τον θάνατον· διότι η χειρ αυτής κατέστη παράλυτος ως νεκρά, από του τραχήλου δια μανδηλίου εξηρτημένη και προς την παλάμην εστραμμένα έχουσα τα δάκτυλα. Διαδοθείσης δε της φήμης, ότι ετελεύτησεν ο ιερός Μακάριος, η μήτηρ της πασχούσης, ήτις έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν και σέβας προς τον Άγιον τούτον Πατέρα, ευθύς ως ήκουσε το θλιβερόν αυτό γεγονός, έσπευσεν ίνα προφθάση την κηδείαν αυτού. Ούτω λοιπόν το μεν θυγάτριον αυτής έδωκεν ίνα φέρη εις φίλον επί όνου εκεί απερχόμενον, αύτη δε μετά της ανεψιάς έτρεχε κατόπιν πεζή. Προηγηθείς δε ο προαναφερθείς Χριστιανός έφθασε μετά της κόρης εις το του ιερού Μακαρίου οίκημα και διηγήθη το δεινόν αυτής πάθος εις τον εκεί παρόντα υπηρέτην, όστις ευσπλαγχνισθείς εισήλθεν εις το κελλίον, οπόθεν έλαβε το κάλυμμα της κεφαλής τού Αγίου και δι’ αυτού εσταύρωσεν εν πίστει και πεποιθήσει την χείρα του κορασίου. Μετ’ ολίγον δε έφθασεν εκεί και η μήτηρ μετά της ανεψιάς αυτής Ροξανδρίτσας, όπου αφού προσεκύνησε και προσηυχήθη επανήλθεν εις τον οίκον της. Αλλ’ ω του θαύματος! βλέπει αίφνης το θυγάτριόν της κινούν καθ’ όλα τα μέρη, άνευ ουδενός κόπου και δυσκολίας, την μέχρι της στιγμής εκείνης ακίνητον χείρα και κράζει μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς Αυτού»! Λησμονήσασα όμως να λύση και να παρατηρήση την εκ πληγών κεκαλυμμένην χείρα του θυγατρίου της έπεμψεν αυτό, κατά το σύνηθες, εις τον ειρημένον χειρουργόν Δομίνικον, όστις λύσας τους επιδέσμους και ιδών τας πληγάς ιατρευμένας εξεπλάγη και είπεν· «Ακατανόητον! Αυταί εκλείσθησαν όλαι». Ακολούθως η μήτηρ του κορασίου ηρώτησεν τον χειρουργόν τι ζητεί δια τους κόπους του, αλλ’ εκείνος ουδεμίαν πληρωμήν εζήτησεν, ουδέ οβολόν έλαβεν. Ότε δε μετά τινα καιρόν η μήτηρ τού κορασίου έπεμψε δια τούτου φιλοδώρημα τι προς τον ιατρόν, παρατηρήσας εκείνος και πάλιν την χείρα του κορασίου, εδόξασε τον Θεόν, καθώς και η γυνή αυτού και άπαντες οι αυτόπται μάρτυρες του θαύματος τούτου. Εις το Μοναστήριον της Καλλιμασιάς Μοναχή τις, Ματρώνα καλουμένη, έκειτο ασθενής εις το κελλίον της, την οποίαν επεσκέπτετο και επεριποιείτο προθύμως φιλάνθρωπος τις γυνή, Μαρούκα του Γιάκουμου ονομαζομένη, μετά της ανεψιάς αυτής Αγγερούς, δεκατετραετούς τότε την ηλικίαν, διότι αι άλλαι Μοναχαί, εκ τινος δεισιδαιμονίας και προλήψεως, εφοβούντο να εισέλθωσιν εις το κελλίον της ασθενούσης. Την εσπέραν λοιπόν του Σαββάτου του Ασώτου, κατά το έτος αωθ΄ (1809), το πρώτον έτος δηλαδή από της ανακομιδής των Λειψάνων του Αγίου Μακαρίου, η προαναφερθείσα νεάνις, εν ω ήνοιξε την θύραν του κελλίου της πασχούσης, είδε φάντασμα φρικτόν και τρομερόν και τοσούτον εφοβήθη, ώστε μετά βίας ηδυνήθη να φύγη εκείθεν και να επανέλθη εις την οικίαν της. Επειδή δε ησθάνετο δεινούς και οδυνηρούς κτύπους εις την καρδίαν, προσεκλήθη και η Ηγουμένη της Μονής Ματρώνα Αντωνάκαινα και άλλαι αδελφαί, αίτινες δια προσευχών, ραντίσματος αγιασμού και επιθέσεως επ’ αυτής αγίων Λειψάνων, καθησύχασαν αυτήν. Περί το μεσονύκτιον, βλέπουσαι αι Μοναχαί, ότι η νεάνις εφώναζεν, ως να ήτο έξω φρενών και εξύβριζε και εβλασφήμει, εκάλεσαν τον Πνευματικόν αυτής, Οσιώτατον Ιερομόναχον Νικηφόρον, ευρισκόμενον εις την πόλιν της Χίου, επιστήθιον φόλον του Αγίου Μακαρίου υπάρξαντα, ίνα υπάγη εις το Μοναστήριον μεθ’ αγίων Λειψάνων και ψάλη αγιασμούς υπέρ της πασχούσης. Τούτο δε ακούσασα αύτη είπε· «Μη τον φέρετε, μη τον φέρετε, τι τον θέλετε εκείνον τον μάγον; Τι τον προσκαλείτε να έλθη εδώ; Δεν τον ευρίσκετε». Εκ των λόγων τούτων αι περί αυτήν Μοναχαί ηννόησαν, ότι έπασχεν υπό ασθενείας ουχί σωματικής αλλά δαιμονικής, διότι πνεύμα ανθρώπου ουδόλως δύναται να γνωρίζη τα μακράν όντα και γινόμενα. Και πράγματι η σταλείσα ίνα προσκαλέση τον Ιερομόναχον Νικηφόρον αδελφή δεν εύρεν αυτόν εις την εν τη πόλει οικίαν του, διότι ευρίσκετο εις το χωρίον Νένητα. Τότε η γυνή εκείνη έσπευσεν εκεί προς συνάντησίν του, καθ’ οδόν όμως συνήντησε τον Πνευματικόν επιστρέφοντα εις την πόλιν. Ως δε εκείνος ήκουσε παρ’ αυτής την αιτίαν δια την οποίαν προσεκαλείτο εις το Μοναστήριον, μετέβη παρευθύς εκεί περί την ενάτην ώραν της ημέρας. Αφού λοιπόν έφθασεν εις το Μοναστήριον, εισήλθεν εις το κελλίον εις το οποίον έκειτο η ασθενής και ευρών εντός αυτού τας πλείστας των αδελφών παρακαλούσας μετά θερμών δακρύων τον Θεόν υπέρ αυτής εκινήθη εις οίκτον δια την αθλιεστάτην κατάστασιν της πρώην σεμνοτάτης και πραοτάτης νεάνιδος. Συμπεραίνων δ’ εκ των φαινομένων, ότι το πάθος αυτής προήρχετο εξ ακαθάρτου και πονηρού πνεύματος, ήρχισε να αναγινώσκη εν κατανύξει τους εξορκισμούς. Ενθυμηθείς δε ότι Μοναχή τις είχεν ένα των δακτύλων του Αγίου Μακαρίου, ςζήτησεν αυτόν κρυφίως, πνευματικώ δε τω τρόπω δέσας αυτόν εις το άκρον του μανδηλίου αυτού, επέθηκεν επί της πασχούσης, νοερώς προσευχόμενος και την βοήθειαν του Αγίου επικαλούμενος και λέγων καθ’ εαυτόν· «Πάτερ σεβασμιώτατε και φιλανθρωπότατε, ει εύρες χάριν παρά Θεού, δέομαί σου και παρακαλώ την συμπαθητικήν σου διάθεσιν, δείξον σημείον μέγα της αγιότητός σου και απομάκρυνον από της πασχούσης ταύτης το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα». Τους λόγους δε τούτους αφού επανέλαβε πολλάκις ο Ιερομόναχος και Πνευματικός Νικηφόρος, ω του θαύματος! Προς μεγίστην έκπληξιν των παρισταμένων αδελφών ανηγέρθη η νεάνις και εκάθησεν ήσυχος και ατάραχος, αυτή ήτις προ ολίγου ήτο παράφρων και μαινομένη και εβόησε λέγουσα· «Φεύ! πόσον μου πονεί η καρδία! Πόσον ανυπόφορος δυσωδία εξέρχεται εκ του στόματός μου!» Ο δε Πνευματικός ανέκραξε· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». Και πράγματι, άμα τη επικλήσει του Αγίου Μακαρίου, το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα εξήλθεν από της νεάνιδος, ήτις ούτως απηλλάγη και ανέλαβεν εντελώς κατά τας φρένας αυτής, κατά πάντα δε καλώς υγίαινε δοξάζουσα και ευλογούσα τον Θεόν και τον θεράποντα Αυτού Άγιον Μακάριον. Τούτο είναι το δεύτερον θαύμα, το οποίον γράφομεν κατά συνείδησιν, ως ηκούσαμεν αυτό παρά του αυτόπτου μάρτυρος Οσιωτάτου Πνευματικού Πατρός Νικηφόρου και παρά της προαναφερθείσης τιμίας και αξιοπίστου θείας της ιαθείσης νεάνιδος. Αλλ’ ακούσατε, ω ευσεβέστατοι και ευλαβέστατοι Χριστιανοί, και έτερον. Εις την ενορίαν της επάνω Αγίας Κυριακής κατώκει ράπτης τις ονομαζόμενος Νικόλαος του Παρασκευά, έχων γυναίκα Μπατολιάν (Υπατίαν) καλουμένην, όστις είχε παραμείνει επ’ αρκετόν καιρόν εις την ξένην, όπου ασθενήσας, επανήλθεν εις Χίον. Έκειτο δε κλινήρης επί επτά περίπου μήνας ταλαιπωρούμενος και υπό της ασθενείας και εξ υπερβολικής πτωχείας. Καίτοι όμως πτωχός, προσεκάλεσεν εμπειρότατον τινά ιατρόν της πόλεως, Μαρίνον Κλάδον ονομαζόμενον, όστις προθύμως μεν επεσκέφθη αυτόν, αλλ’ εις ουδέν τούτον ωφέλησε, καθό δεινώς πάσχοντα εκ της ανιάτου νόσου της υδρωπικίας, τελευταίον δε και εγκατέλειψεν αυτόν διογκωθέντα ήδη και εις το χείλος του θανάτου ευρισκόμενον. Απελπισθείσα λοιπόν η ταλαίπωρος αυτού γυνή, απεφάσισε να καταφύγη εις τον άμισθον και αλάνθαστον ιατρόν, τον Άγιον Μακάριον και ευθύς προσεκάλεσε εις τον οίκον της τον προειρημένον Πνευματικόν Πατέρα Νικηφόρον, όστις είχεν ιερόν Λείψανον του Αγίου, δια του οποίου πολλά και μεγάλα εις πολλούς ετέλεσε θαύματα. Ούτος λοιπόν ελθών προς τον ανιάτως νοσούντα και παρά των ιατρών απηλπισμένον Νικόλαον, την ογδόην του Μαρτίου, παραμονήν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και τελέσας αγιασμόν, εσταύρωσεν αυτόν καθ’ όλον το σώμα και επευξάμενος απήλθεν. Ο δε ασθενών τοσούτον ταχέως και εντελώς ανέλαβε τας σωματικάς αυτού δυνάμεις, ώστε κατά την επομένην εγερθείς εκ της κλίνης παρευρέθη εις την Εκκλησίαν ίνα ακροασθή την θείαν Λειτουργίαν. Επιστρέψας δε μετά το τέλος ταύτης εις την οικίαν του έφαγε ξηρόν άρτον και ελαίας, μετ’ ολίγον δε υπεχώρησε τελείως ο όγκος του σώματός του και επανήλθεν εις την προτέραν του κατάστασιν, προς έκπληξιν και θαυμασμόν των γειτόνων και απάντων ημών, οίτινες ευλαβώς ανεκράζομεν· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού!» Φαίνεται δε ότι ο Άγιος μετά της σωματικής θεραπείας εδώρησεν εις αυτόν και την ψυχικήν· διότι εν ω πρότερον ήτο μέθυσος, βλάσφημος και φαυλόβιος, αφ’ ου παραδόξως ιατρεύθη δια της θείας Χάριτος, αποκατέστη νηφάλιος, ήσυχος και σώφρων, εν ειρήνη και αγάπη συζών μετά της συζύγου αυτού και συνδοξάζων τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Μακάριον. Μετά δε τούτο το θαύμα ακούσατε και έτερον. Ο Προσκυνητής Τρύφων Ψαράς απέκτησε παιδίον έχον πάθος δεινόν και ανίατον. Είχε δηλαδή την ρίνα ερυθράν και τον ουρανίσκον πλήρη κρέατος, το οποίον οι ιατροί επωνόμασαν οκταπόδιον. Η πάθησις αύτη είχεν ως συνέπειαν όπως και δια της ελαφροτέρας εγγίσεως της ρινός να ρέη ποταμηδόν το αίμα εκ του στόματος του παιδίου. Αφ’ ου δε ανωφελώς επί τεσσαράκοντα ημέρας κατεβασάνισαν οι ιατροί το παιδίον δια των καυστικών αλοιφών, ο πατήρ αυτού, ενθυμηθείς την δια πρεσβειών του Αγίου Μακαρίου γενομένην ίασιν τού εις το πρώτον θαύμα αναφερομένου κορασίου του Φραγκούλη και ορθώς συλλογισθείς, ότι ο ίδιος Άγιος δύναται να θεραπεύση και το πάσχον τέκνον αυτού, ωπλίσθη δια πίστεως και παραλαβών τούτο ως και άπασαν την οικογένειάν του απήλθεν εις το Ησυχαστήριον του Αγίου Μακαρίου. Εν ω δε ούτος ήρεμος και ευτυχής παρηκολούθει την θείαν Λειτουργίαν εις τον εκεί Ναόν του Αγίου Πέτρου, η θεία Χάρις ήρχισε να ενεργή επί του παιδίου και πεσόντος τούτου εις είδος τι λιποθυμίας, εξέρρεον ύλαι δυσώδεις εκ της ρινός αυτού και εκ του στόματος. Μετά δε την θείαν Λειτουργίαν σφραγίσας ο Ιερεύς το παιδίον και σταυρώσας αυτό δια του Αγίου Λειψάνου προσηυχήθη υπέρ της θεραπείας αυτού και ιάσεως. Μετ’ ου πολύ δε ιάθη εντελώς το παιδίον, ο δε πατήρ και η μήτηρ αυτού μετέβαινον συνεχώς εις τον τάφον του Αγίου Μακαρίου ευγνωμονούντες και ευχαριστούντες αυτόν. Ακούσατε δε και έτερον. Γυνή τις πεντηκοντούτις, Αγγερού καλουμένη, εκ συνοικίας ήτις ονομάζεται Απατσιανός, σύζυγος του Νικολάου, ράπτου την τέχνην και μήτηρ πολλών τέκνων αρρένων και θηλέων, διαβαίνουσα την οδόν τής επάνω Αγίας Μαρίνης εκτυπήθη εις την μήνιγγα δια λίθου, ριφθέντος υπό τινος παιδίου. Ευθύς τότε έπεσεν η γυνή εις την γην, το δε αίμα έρρεε ποταμηδόν εκ της πληγής αυτής. Προσδραμόντες τότε οι περίοικοι προς βοήθειαν αυτής την μετέφερον ημιθανή εις την παρακειμένην οικίαν της εξαδέλφης της Περεζιάς, της πασιγνώστου μαίας, η οποία δια να εμποδίση την ροήν του αίματος έβρεξεν ίσκαν εις έλαιον και την επέθεσεν επί της πληγής δέσασα αυτήν όσον σφιγκτά ηδυνήθη. Παρά ταύτα όμως η κατάστασις της τραυματισθείσης εχειροτέρευεν. Όθεν προσεκλήθη ο ιατρός, όστις όταν είδε την αθλίαν κατάστασιν και τους σπασμούς των μελών του σώματος της γυναικός, είπεν ότι ουδεμίαν έχει αύτη ελπίδα σωτηρίας, διέταξε δε να εκτελεθώσι τα θρησκευτικά χρέη και συγχρόνως να φλεβοτομήσωσιν αυτήν όσον τάχιον. Εφλεβοτομήθη λοιπόν αμέσως αλλ’ ουδέν ησθάνθη η ταλαίπωρος γυνή, μετά πολλάς δε ώρας συνελθούσα εις εαυτήν και ερωτηθείσα εάν θέλη τον Πνευματικόν, απεκρίθη «Ναι» και ούτως αφού εξωμολογήθη εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Ενώ λοιπόν ταύτα συνέβαινον, Μοναχή τις ονομαζομένη Αγαθονίκη, έχουσα ιερόν οστάριον εκ του δακτύλου του Αγίου Μακαρίου, προσελθούσα εσταύρωσε δι’ αυτού την τα λοίσθια πνέουσαν γυναίκα. Θέσασα δε τούτο επί της πληγής είπε· «Τούτο το ιερόν Λείψανον είναι του Αγίου Μακαρίου του Επισκόπου Κορίνθου, όστις επιτελεί πολλά θαύματα· επικαλέσθητι λοιπόν και συ αυτόν μετά πίστεως και ασφαλώς θέλει δε θεραπεύσει». Τότε η πάσχουσα, αν και δεν εγνώριζε τίποτε περί του Αγίου, πεισθείσα όμως εις τους λόγους της Μοναχής, ήρχισε μετά θερμών δακρύων να επικαλήται την βοήθειαν αυτού. Μετά τρεις ημέρας μετεφέρθη εις την οικίαν της, επειδή όμως δεν ηδύνατο να αναβή επάνω ετέθη επί κλίνης εις το κατώγειον. Κατ’ αυτήν την νύκτα είδε καθ’ ύπνον, ότι Μοναχός τις, παρουσιασθείς, είπεν εις αυτήν· «Μη φοβού· εγώ σε ιατρεύω», έπειτα δε έλυσε το μανδήλιον δια του οποίου ήτο δεδεμένη η πληγή και αποσύρας από ταύτην την ίσκαν ανεχώρησεν. Εξυπνήσασα μετ’ εκπλήξεως η γυνή εζήτησε φως και αμέσως άπαντες προστρέξαντες εύρον ταύτην καθημένην και την ίσκαν ως αιμάτινον βώλον ερριμμένην επί της σινδόνος. Έκπληκτοι τότε εβόησαν άπαντες ομοφώνως· «Κύριε ελέησον! Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!» Επίσης εξεπλάγησαν και εδόξασαν τον Θεόν άπαντες οι γείτονες και όσοι ελθόντες εις την οικίαν της πασχούσης ευρέθησαν αυτόπται μάρτυρες του θαύματος τούτου· ουδείς όμως ετόλμησε να λύση τους επιδέσμους της πληγής άνευ της παρουσίας του ιατρού, τον οποίον και εζήτησαν αλλά δεν εύρον. Την επομένην λοιπόν νύκτα ενεφανίσθη πάλιν εις την γυναίκα ταύτην ο Άγιος και είπε προς αυτήν· «Διατί ζητείς ιατρόν, ενώ εγώ σου υπεσχέθην ότι σε ιατρεύω; Μη απίστει και μη φοβού». Αφ’ ου λοιπόν εξημέρωσε και η γυνή διηγήθη όσα ήκουσεν, απεφασίσθη να λυθούν οι επίδεσμοι και τούτων λυθέντων, ω του θαύματος! Ούτε τραύμα, ούτε πληγή εφαίνετο, αλλά μικρόν τι σημείον. Η δε γυνή ιαθείσα εντελώς ανέλαβε τας δυνάμεις αυτής, ευγνωμόνως κηρύττουσα την δια της θείας Χάριτος παράδοξον θεραπείαν και ίασιν αυτής υπό του Αγίου Μακαρίου. Αλλά και έτερον θαύμα ακούσατε. Εις την ενορίαν της Εκκλησίας του Αγίου Ευστρατίου, ήτις ανήκει εις την Νέαν Μονήν της Χίου, κατοικεί βαφεύς τις ονομαζόμενος Μπαστιάς. Τούτου τον υιόν Νικόλαον, μαθητεύοντα εις την δημοσίαν σχολήν της Χίου, έδειρεν ο διδάσκαλος αυτού, ως ατακτήσαντα. Επειδή δε, ως φαίνεται, το κτύπημα εγένετο σφοδρότερον επί τινος νεύρου, επέφερεν εις το παιδίον πόνους δριμυτάτους και τοιαύτην κυρτότητα, ώστε δεν ηδύνατο ουδόλως να βαδίση. Αγανακτήσας λοιπόν δια τούτο ο πατήρ αυτού και εξοργισθείς, ηπείλει τον διδάσκαλον· αλλ’ ημποδίζετο από του να πράξη τι υπό των επιτρόπων της σχολής. Όθεν θέλων να δικαιωθή έφερε το τέκνον αυτού προς τον Αρχιερέα της Χίου και έπειτα προς τους Δημογέροντας, οίτινες εδάκρυσαν ιδόντες το ελεεινόν τούτο θέαμα. Απήτει δε ο δυστυχής εκείνος πατήρ να υποχρεωθή ο διδάσκαλος εις πληρωμήν τουλάχιστον των ιατρικών και των επισκέψεωντου ιατρού. Επειδή όμως, αν και κατεβλήθησαν τα έξοδα, όλα απέβαινον εις μάτην, ο δυστυχής πατήρ μη έχων τι άλλο να κάμη ανεβίβασε το ταλαίπωρον τέκνον του εις ζώον και έφερεν αυτό μετά της μητρός του εις τον τάφον του Αγίου. Προσευχηθέντες δε μετ’ ευλαβείας και πίστεως, επανήλθον εις την οικίαν των. Την επομένην νύκτα είδε το παιδίον καθ’ ύπνον, ότι Μοναχός τις, άνωθεν αυτού ιστάμενος, έθηκε την χείρα επί την κυρτωθείσαν και πάσχουσαν αυτού ράχιν και είπε· «Μη κλαίε, εγώ σε ιατρεύω». Την επαύριον ηγέρθη το παιδίον και, ω του θαύματος! περιεπάτει χωρίς να αισθάνεται ουδένα πόνον. Όταν δε επανήλθεν εις την σχολήν ηρωτήσαμεν και ημείς τούτο περί του τρόπου της ιάσεως και διεβεβαίωσεν εις ημάς το γεγονός, ρητώς και λεπτομερώς, δοξάζον τον Θεόν και τον θαυματουργόν Άγιον Μακάριον. Έτερον δε θαύμα του Αγίου Μακαρίου είναι τούτο. Γυνή τις χήρα Ζενού (Ζηνοβία) καλουμένη και κατοικούσα εις την ενορίαν της επάνω Αγίας Μαρίνης, εθρηνολόγει λυπουμένη δια τον υιόν αυτής, δια τον οποίον έμαθεν ότι αναχωρήσας εκ της Κωνσταντινουπόλεως εξηφανίσθη. Εκ της υπερβολικής όμως λύπης της ανεφάνη κακόν και ολέθριον απόστημα υπό τον πόδα αυτής, το οποίον προσπαθήσασα να θεραπεύση δια γυναικείων ιατρικών, κατέστησε χειρότερον και δεν ηδύναντο ούτε οι ιατροί να την θεραπεύσωσιν. Απελπισθείσα λοιπόν και μάλιστα αφ’ ου ο χειρουργός είπεν εις αυτήν ότι πρέπει να κοπή ο πους, εάν προτιμά την ζωήν και φρίξασα εις το άκουσμα τούτο, απεφάσισεν όπως καταφύγη εις τον ακίνδυνον και αλάνθαστον ιατρόν Άγιον Μακάριον. Απόδειξις δε της προς αυτόν ευλαβείας και της πίστεως της γυναικός ταύτης είναι ότι μετέβη έως εκεί πεζή, πατούσα δια μεν του ενός ποδός αυτής δια των δακτύλων, δια δε του ετέρου δια της πτέρνας, ίνα αναπαυθή. Εβάδιζεν ούτω από πρωϊας μέχρι εσπέρας, ως η ιδία, παρ’ ημών ερωτηθείσα, ωμολόγησε. Μετά τόσους λοιπόν κόπους και μόχθους φθάσασα εκεί, έμεινε τρία ημερονύκτια· καίτοι δε επανήλθεν εις την οικίαν αυτής άπρακτος, όμως μιμηθείσα την ευαγγελικήν εκείνην χήραν, ήτις δεν έπαυσε να ενοχλή τον κριτήν έως ότου εδίκασε την υπόθεσιν αυτής, ουδόλως εψυχράνθη, ουδέ απηλπίσθη, αλλ’ έτι μάλλον ηύξησε την πίστιν αυτής και την ελπίδα, παρακαλούσα μετά θερμών δακρύων και δια νηστειών και αγρυπνιών επικαλουμένη την του Θεού αγαθότητα. Διότι ούτως απαιτεί ο Δικαιοκρίτης Θεός προς εκπλήρωσιν των αιτήσεων ημών. Προς δε τους λέγοντας μετ’ αδιαφορίας και απιστίας, ότι ενώ παρακαλούσι τον Θεόν ή Άγιον τινά εξαιτούμενοι χάριν, βοήθειαν ή αγαθόν τι, ουδόλως εισακούονται, αποκρινόμεθα, ότι αίτιον τούτου είναι η απιστία αυτών και ο δισταγμός περί της επιτεύξεως των αιτουμένων. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Η αγαθή αύτη γυνή δεν έπαυσε να επικαλήται την του Θεού αγαθότητα δια της μεσιτείας του πιστού Αυτού θεράποντος, του θείου και ιερού Μακαρίου· ώστε αφ’ ου επί πολλάς ημέρας ενήστευσε και προσηυχήθη, νύκτα τινά είδε καθ’ ύπνον, ότι Μοναχός τις γέρων, άνωθεν αυτής ιστάμενος, είπε· «Έχε θάρρος, ήλθον ίνα σε ιατρεύσω». Η δε γυνή εκείνη ηρώτησε· «Ποίος είσαι και από που έρχεσαι;». ο δε Άγιος δεικνύων προς την κατεύθυνσιν του Αγίου Πέτρου, απεκρίθη· «Από τα μέρη ταύτα». Ταυτοχρόνως ήρχισε να καθαρίζη την πληγήν του ποδός αυτής, αισθανθείσα δε εκείνη σφοδρόν πόνον, εφώναζεν· ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Σιώπα, ιδού σε ιάτρευσα· γνώριζε δε και ότι ο νομιζόμενος χαμένος υιός σου ζη και ευρίσκεται εις Κωνσταντινούπολιν, παρά του ετέρου δε του εν τη Ανατολή διαμένοντος μέλλεις να λάβης αύριον επιστολήν, συνοδευομένην από δέκα πέντε γρόσια και εβδομήκοντα οκάδας αλεύρου». Ταύτα ακούσασα η δεινοπαθούσα, εξύπνησεν έντρομος και διατάσσει την πλησίον αυτής κοιμωμένην θυγατέρα να φέρη φως· βλέπει δε, ω του εξαισίου τω όντι τερατουργήματος! τον περί την πληγήν του ποδός επίδεσμον ερριμμένον και το απόστημα κεκλεισμένον, μόλις δε εφαίνετο μικρόν ταύτης σημείον. Την επιούσαν προσέτρεξαν οι γείτονες και άλλοι πολλοί Χριστιανοί, οίτινες εξεπλάγησαν ιδόντες το υπό του Αγίου Μακαρίου τη Θεία ευδοκία και χάριτι επιτελεσθέν θαύμα επί της απηλπισμένης ταύτης γυναικός και προσέτι δια την αυθημερόν παραλαβήν της παρά του υιού αυτής επιστολής, μετά των χρημάτων και του αλεύρου. Αύτη δε απήρχετο και παρέμενεν εις τον Άγιον Πέτρον επί τεσσαράκοντα κατά συνέχειαν ημέρας και μέχρι της σήμερον μεταβαίνει κατά διαστήματα εκεί, αποδίδουσα εις τον Άγιον Μακάριον ευγνωμόνως τας δια την θεραπείαν αυτής ευχαριστίας. Ταύτα δε πάντα ας είναι δια τους απιστούντας εναργείς αποδείξεις των αληθινών του Αγίου θαυμάτων, εις τα οποία προσθέτομεν και το επόμενον. Η θυγάτηρ του ιατρού Αλμανάχου, Λούλα, της οποίας ο ανήρ ονομάζεται Αντώνιος, πάσχουσα επί τέσσαρα έτη εκ νόσου γυναικολογικής, κατήντησεν εις ολοσώματον παραλυσίαν και δεν ηδύνατο να κινήση μήτε τας χείρας, μήτε τους πόδας αυτής, υπηρετείτο δε εις τας ανάγκας αυτής ως βρέφος υπό της θεραπαίνης. Άπαντες οι εν Χίω ιατροί προσεπάθησαν να θεραπεύσωσιν αυτήν ή όσον ήτο δυνατόν να την ανακουφίσωσιν, αλλ’ εις μάτην. Αφού δε επί εν έτος παρηκολουθήθη υπό των ιατρών, χωρίς να ίδη ουδεμίαν βελτίωσιν και βλέπουσα ότι πάσα ανθρωπίνη ενέργεια είναι ανωφελής, απεφάσισε να καταφύγη προς τον θαυματουργόν Άγιον Μακάριον. Μεταφερθείσα λοιπόν ετοποθετήθη επί του χαριτοβρύτου τάφου του αλανθάστου τούτου ιατρού, ένθα ο ιερατεύων έψαλεν υπέρ αυτής παράκλησιν και εσταύρωσεν αυτήν δια των αγίων Λειψάνων. Αφού δε την επανέφερον εις την οικίαν της, την επιούσαν ηθέλησε να εγερθή και να περιπατήση. Τότε, ω του θαύματος! η χθες και πρώην παράλυτος, βοηθουμένη υπό του ανδρός της, περιεπάτησεν ολίγον εντός της οικίας και έπειτα εκάθισεν· η δε αδελφή της, ήτις εισήρχετο ίνα λάβη φόρεμα τι, προφθάσασα και ιδούσα το απροσδόκητον τούτο, εξεπλάγη και θρηνούσα μεγαλοφώνως εκ της χαράς της έλεγε· «Δόξα σοι ο Θεός!» Τούτο δε ακούσαντες και ημείς εσπεύσαμεν προς την ιαθείσαν, όπως δια των ιδίων μας οφθαλμών πληροφορηθώμεν και βεβαιωθώμεν. Ευρόντες δε αυτήν καθημένην, αλλ’ όχι εντελώς αναλαβούσαν, είπομεν· «Ολίγην πίστιν είχες, ως φαίνεται, και ολίγην έλαβες την υγείαν· ύπαγε λοιπόν εκ νέου μετά τελείας πίστεως και θα λάβης βεβαίως πλήρη την θεραπείαν σου». Ούτω και εγένετο· διότι πεισθείσα εις τους λόγους ημών, εθεραπεύθη εντελώς δια της βαθυτάτης και τελείας της πίστεως. Όταν δε εμάθομεν τούτο επεσκέφθημεν αυτήν εκ δευτέρου και εύρομεν αυτήν πληρέστατα υγιαίνουσαν και βαδίζουσαν ως απολύτως υγιά. Και αληθώς εξεπλάγημεν, ως και ο Ιερεύς του Αγίου Πέτρου και τον Παντοδύναμον Θεόν συνεδοξάσαμεν. Διηγήθημεν δε τούτο το θαύμα κατόπιν εκείνου της πονούσης κατά τον πόδα, προς καταισχύνην απίστων τινών και φλυάρων. Αλλ’ έτερον θαύμα προσθέτομεν εις δόξαν Θεού και του πιστού Αυτού θεράποντος Αγίου Μακαρίου. Μαρούκα, η σύζυγος του Ματθαίου Μελερέ, κατοικούντος εις την ενορίαν της μητροπολιτικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, είχε μεταξύ του οφθαλμού και της ρινός συρίγγιον υπέρ τα εικοσιπέντε έτη. Μη δυνηθέντων δε των ιατρών κατ’ αρχάς να θεραπεύσωσι την πληγήν, η γυνή υπέφερεν αυτήν, έως ότου κατά τον Δεκέμβριον μήνα εχειροτέρευσε καθ’ υπερβολήν και τόσον εφλογίσθη, ώστε όλον το πρόσωπον αυτής εξωγκώθη και εφαίνετο, ότι έμελλε να χυθή ο οφθαλμός αυτής· ουδεμίαν δε ανάπαυσιν ηδύνατο να εύρη εκ των σφοδρών και αδιαλείπτων πόνων. Επειδή δε ο σύζυγος αυτής είπεν, ότι πρέπει να προσκληθή ιατρός, εκείνη απεκρίθη· «Εγώ ουδένα άλλον ιατρόν θέλω, ει μη τον Άγιον Μακάριον. Αυτός μόνος δύναται να με ιατρεύση». Το όνομα τούτο ακούσας ο σύζυγος αυτής, ενεθυμήθη ότι ότε ευρίσκετο εις την Σμύρνην εγνωρίσθη μετά του τρισμάκαρος, καθώς ο ίδιος προς ημάς διηγήθη, κατά τον εξής τρόπον. Επληροφορήθη ότι ο εις την ειρημένην πόλιν διατρίβων τότε Άγιος Κορίνθου, είχεν ανάγκην ενός επανωφορίου. Όθεν, ευλαβικώς προς αυτόν φερόμενος, παρήγγειλεν ίνα κοπή και ραφή εν τοιούτον ιμάτιον κατάλληλον, το οποίον εδώρησεν εις τον Άγιον Ιεράρχην, όστις απεδέχθη αυτό ευγνωμόνως. Ταύτην λοιπόν την χάριν ενθυμηθείς ο άνθρωπος εκείνος εζήτει ως ανταμοιβήν παρά του Αγίου μετά πλείονος θάρρους την θεραπείαν της γυναικός του και εισηκούσθη η αίτησις αυτού παρά του ευγνώμονος, φιλανθρώπου και θείου τούτου ιατρού. Μετά παρακλήσεων δε το περί ου ο λόγος ανδρόγυνον εφρόντισε να ζητήση παρά τινος φίλου όστις είχε τεμάχιον εκ των ενδυμάτων του Αγίου. Καθώς δε η ιαθείσα ομολογεί και μαρτυρεί, εν ω η φέρουσα αυτό γυνή ανήρχετο την κλίμακα της οικίας, οι πόνοι της πληγής έπαυσαν αιφνιδίως. Ευθύς τότε ετέθη επ’ αυτής το τίμιον ράκος και, ω της ταχείας αντιλήψεως του Αγίου! Δυσώδης ύλη ήρχισε να εκρέη εκ της ρινός και του στόματος αυτής, ως εκ δύο οχετών κατά τρεις εν συνεχεία ημέρας και ούτως απηλλάγη των εκ της πληγής πόνων ιαθείσα εντελώς. Κατά την μαρτυρίαν δε του Πνευματικού αυτής Πατρός Ηλία, εφημερίου της Εκκλησίας του Αγίου Συμεών, ουδέ το παραμικρόν σημείον του δεινού εκείνου συριγγίου έμεινεν εις αυτήν, την οποίαν, έτι ζώσαν, ηδύναντο να ίδωσιν οφθαλμοφανώς και βεβαιωθώσι περί της αληθείας εκείνοι περί των οποίων, λέγει ο Προφήτης· «Ουκ έδωκε Κύριος ο Θεός υμίν καρδίαν ειδέναι και οφθαλμούς βλέπειν, και ώτα ακούειν» (Δευτ. κθ:4). Δια δε τους ευσεβείς ακροατάς συνεχίζομεν την διήγησιν των εξαισίων θαυμάτων του Αγίου Πατρός ημών Μακαρίου. Ο σεβάσμιος και ενάρετος Ιερεύς Πατήρ Παρασκευάς, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, είχεν υιόν, ονόματι Γεώργιον, χωλόν κατά τους πόδας εκ κοιλίας μητρός αυτού. Γενόμενος δε πενταετής ήδη και εξαετής, ουδόλως ηδύνατο να περιπατήση, αλλ’ έρπων δια των χειρών και των γονάτων έσυρε κατόπιν αυτού τους πόδας ως ξένους, ταλαιπωρούμενος ούτω και ελεεινόν θέαμα παρουσιάζων εις τους ορώντας. Οι δυστυχείς αυτού γονείς έπραξαν υπέρ αυτού ό,τι ηδυνήθησαν, αλλ’ εις μάτην. Όθεν απελπισθέντες από πάσης ανθρωπίνης βοηθείας, απεφάσισαν να καταφύγωσι και αυτοί προς τον θαυμάσιον και άμισθον ιατρόν Άγιον Μακάριον. Αλλ’ επειδή ήσαν εις άκρον ενδεείς και δεν ηδύναντο να φέρωσι τον πάσχοντα υιόν των εις τον Άγιον Πέτρον, εδέοντο ενθέρμως και επεκαλούντο την βοήθειαν και θαυματουργόν χάριν του χριστομιμήτου και θείου ιατρού Μακαρίου και αυτοί οι ίδιοι και το ταλαίπωρον τέκνον των, το οποίον, ακαταπαύστως δεόμενον, έλεγεν· «Άγιέ μου Μακάριε, κάμε και εμέ παλληκάρι!» Νύκτα δε τινά, ενώ εκοιμάτο, εξυπνήσαν αίφνης, εφώναζεν έντρομον· «Μαμούνας! Μαμούνας!» Ευθύς δε μετ’ ολίγον ανέκραξεν· «Όχι, αλλ’ είναι ο Άγιος Μακάριος», ενώ ούτε είδεν, ούτε εγνώρισε ποτέ αυτόν. Τα ίδια ταύτα συνέβησαν και κατά την επομένην νύκτα και κατά την τρίτην τοιαύτην, μετά την οποίαν, αφού εξημέρωσεν, εφάνη εις αυτό δύναμις τις επελθούσα και ούτως, εγερθέν, περιεπάτησεν ολίγον εντός της οικίας, την επιούσαν περιεπάτησεν ακόμη περισσότερον και τελευταίον εστερεώθησαν αι βάσεις αυτού και τα σφυρά και περιεπάτει κατά το γεγραμμένον και έτρεχεν ως τα άλλα παιδία χαίρον και αναπέμπον μετά των γονέων αυτού ευχαριστίας προς τον Πανοικτίρμονα Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Μακάριον, όστις μετά ταύτα επετέλεσε και το εξής θαύμα. Ο εν τω Παλαιοκάστρω της πόλεως Χίου κατοικών Κωνσταντίνος Μπίλος, του οποίου η σύζυγος ονομάζεται Μαρία, μεταξύ άλλων τέκνων εγέννησε τελευταίον και τέκνον, όπερ ωνόμασε Πέτρον, του οποίου ο εις των ποδών ήτο, ως οι του προαναφερθέντος ιερόπαιδος Γεωργίου, αναίσθητος, μελανός και ξένος και το παραδοξότερον μίαν σπιθαμήν μικρότερος του ετέρου. Εσύρετο λοιπόν και το παιδίον τούτο ως τετράποδον δια των γονάτων και των χειρών. Η δε μήτηρ αυτού και η μάμμη, νομίζουσαι, εκ δεισιδαιμονίας, ότι το ελάττωμα τούτο ήτο σημείον του Αγίου Συμεών, ως πολλαί έγκυοι γυναίκες φρονούσιν ότι συμβαίνει εις τα τέκνα εκείνων, αίτινες εργάζονται την ημέραν της εορτής αυτού, αφ’ ου κατέφυγον προς τον Ιερέα του Ναού τούτου του Αγίου, εστράφησαν έπειτα προς τους ιατρούς και ιδίως προς τον περίφημον Βουνούσην, εμπειρικόν μεν, αλλά κατά πολύ επιτήδιον ως προς τα στρεβλώματα και τα σπασίματα. Ούτος δε είπε προς τους προτιμήσαντας αυτόν γονείς του παιδίου· «Την οικίαν υμών πλήρη χρυσίου αν έχητε και το εξοδεύσητε όλον, αδύνατον είναι να ιατρευθή το παιδίον και να απαλλαγή του πάθους τούτου». Όθεν απεφάσισαν να καταφύγωσι και αυτοί προς τον θείον ιατρόν Άγιον Μακάριον. Λαβούσα δε το παιδίον επί των ώμων η μάμμη αυτού μετέβη εις τον Ναόν του Αγίου Πέτρου, ένθα ο Ιερεύς επότισεν αυτό και ερράντισε δια των αγίων Λειψάνων και ηυχήθη επ’ αυτού. Ευθύς δε ως επανήλθεν εις την οικίαν της η μάμμη και απέθηκεν αυτό, ήρξατο το παιδίον αυθημερόν περιπατούν και ψελλίζον· «Πελπατώ, πελπατώ». Ειδοποιηθείς δε ο πατήρ αυτού έσπευσεν εις την οικίαν του, εντός της οποίας ήσαν ήδη συνηθροισμένοι πολλοί γείτονες, ιδών δε το εξαίσιον τούτο θαύμα εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Καθ’ ον καιρόν τούτο εθεραπεύθη ήτο θέρος· περί δε τα τέλη του ακολουθήσαντος φθινοπώρου ο αυτός πους εγέμισεν από πληγάς εκ των οποίων εξέρρεον δυσωδέσταται ύλαι. Λυπούμενοι δε οι γονείς και αμηχανούντες κατέφυγον εκ νέου προς τον Άγιον Μακάριον. Όθεν η μάμμη λαβούσα πάλιν αυτό επί των ώμων της, έφερεν εις τον τάφον του Αγίου και τρίψασα τον πεπληγωμένον πόδα διατου εκεί χώματος επανήλθεν εις την οικίαν της. Αμέσως δε όλαι αι πληγαί εκλείσθησαν και ιάθη εντελώς το παιδίον προς δόξαν Θεού, του δοξάσαντος τον ιερόν και θείον αυτού θεράποντα Άγιον Μακάριον, όστις επετέλεσε και το επόμενον θαύμα. Εις το Αϊδίνι (η αρχαία πόλις Τράλλεις), πόλιν της Μικράς Ασίας, κατώκει γυνή τις χήρα εκ Μυτιλήνης, ήτις, έχουσα θυγατέρα δεκατετραετή, υπάνδρευσεν αυτήν μετά τινος νεανίου ηλικίας είκοσι δύο ετών, όπως έχη ανδρός βοήθειαν. Μετά εν έτος η κόρη ασθενήσασα ουδεμίαν θεραπείαν έλαβε παρά των εκεί ιατρών, προς τους οποίους ο δυστυχής αυτής σύζυγος επλήρωσεν όχι ολίγα χρληατα δι’ επισκέψεις και ιατρικά ανωφελώς και ματαίως, διότι το πάθος αυτής ήτο ανίατον και εβασάνιζεν αυτήν καθ’ εκάστην ημέραν επί οκτώ ώρας, κατά τας οποίας η γαστήρ αυτής εξωγκούτο εις άκρον και πάλιν κατέπιπτεν. Μαθούσα τέλος η μήτηρ αυτής τα εις Χίον τελεσθέντα θαύματα υπό του Αγίου Μακαρίου, μετέβη εκεί μετά της θυγατρός και του γαμβρού της, όστις όμως επέστρεψε και πάλιν εις το Αϊδίνιον, ένακα υποθέσεων. Αυταί δε αι δύο γυναίκες οδηγηθείσαι εις τον τάφον του Αγίου προσηύξαντο και ικέτευσαν αυτόν μετά πίστεως αληθούς και αδιστάκτου. Ακολούθως δε η μήτηρ έτριψε την πάσχουσαν θυγατέρα δια του εκεί χώματος και πάραυτα ανεδείχθη η αξιοθαύμαστος θεία Χάρις της οποίας ηξιώθη ο ιερός Πατήρ ημών Άγιος Μακάριος. Διότι αφ’ ου κατέβησαν εις την πόλιν, η μήτηρ παρετήρησεν ότι έφθασεν η συνήθης ώρα της ενάρξεως του πάθους της θυγατρός αυτής, το οποίον μόνον ελαφρώς κάπως αυτήν προσέβαλε, την δε επιούσαν ουδόλως. Έγραψε δε τούτο προς τον γαμβρόν αυτής. Παραμείνασα όμως ενταύθα επί τινας ημέρας μετέβαινε καθ’ εκάστην μετά της ιαθείσης κόρης εις τον τάφον του Αγίου Μακαρίου, αποδίδουσα προς αυτόν τας προσηκούσας εγκαρδίους και ειλικρινείς ευχαριστίας και τον Παντοδύναμον Θεόν δοξάζουσα. Πάντα δε ταύτα ηκούσαμεν εκ του στόματος αυτής της ιδίας, αφού προσεκαλέσαμεν αυτήν και ακριβώς τα περί τούτου εξητάσαμεν. Όχι δε μόνον τα θαύματα, τα οποία αναφέρομεν ανωτέρω, εποίησεν ο σήμερον ευλαβώς εορταζόμενος ιερός ημών Πατήρ Άγιος Μακάριος, αλλά και έτερα τοιαύτα και παραπλήσια εποίησε και καθ’ εκάστην ποιεί προς τους εν πίστει αυτόν επικαλουμένους. Διότι η αυτή θεία Χάρις, ήτις εδωρήθη εις τους παλαιοτέρους Αγίους, έχει δωρηθή και εις τους νεωτέρους, ως και η θαυματουργός δύναμις εις ανταμοιβήν της αρετής αυτών και οσιότητος, την οποίαν εναργώς εν πολλοίς αποδεικνύει ο εκ γενετής και μέχρι του νυν και αεί εύσπλαγχνος και οικτίρμων Άγιος Μακάριος, ο επαξίως μακαριζόμενος και προσηκόντως δοξαζόμενος, ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
Eπαινετή βέβαια και λίαν θαυμαστή εστάθη πάντοτε και πανταχού, ως θεός και θεοποιός η ευλογημένη αρετή. Ποίος δεν γνωρίζει τούτο; Και ποίος δεν το ομολογεί; Είναι τούτο γεγονός αναμφισβήτητον. Αλλά, παρακαλώ, ας μη φανή παράδοξον εις κανένα αυτό, το οποίον έρχομαι να είπω. Όταν αι έρημοι επλημμύριζον από θεοφόρους Αναχωρητάς, όταν τα Μοναστήρια ήσαν γεμάτα από Αγίους Μοναχούς, όταν ακόμη και αι πόλεις έλαμπον από τους φωστήρας των Αγίων του Θεού Εκκλησιών, απλώς δε ειπείν, όταν πανταχού της οικουμένης ευρίσκοντο άνδρες σημειοφόροι και θαυματουργοί, τότε, νομίζω, ότι δεν θα έκαμνε τόσον κρότον η αρετή, ούτε εις τόσον θαυμασμόν θα εκίνει τους ανθρώπους η αγιότης, όσον κινεί σήμερον, ότε, ίνα είπω το της Γραφής, ευρίσκεται «επί πάσαν την γην ξηρασία» (Κριτ. 6:38) και ρανίς αγιότητος και αρετής ουδαμού φαίνεται, αλλά πανταχού κυριεύει κοινή τις διαστροφή, πανταχού ψεύδος και δόλος, πανταχού αθεοφοβία και ανευλάβεια και η θεοστυγής αδιαφορία. Αν λοιπόν εις τοιούτον καιρόν ήθελε φανή εις καμμίαν ψυχήν, ως εις τον πόκον του Γεδεών, θεία δρόσος, ήτοι, δια να είπω σαφέστερον, αν ίσως η παντουργός του Πνεύματος Χάρις, εις τας πονηράς ταύτας ημέρας ήθελεν αναδείξει παραδοξότατα Άγιον ένα Μοναχόν, ένα Επίσκοπον, ένα Ιεράρχην, με σημεία υπερφυσικά και εξαίσια, τούτο, χωρίς αμφιβολίαν, ήθελε προξενήσει εις όλους τους Χριστιανούς έκπληξιν, θαυμασμόν και ευφροσύνην ασύγκριτον όντως και ανήκουστον. Αλλά τι λέγω ήθελε προξενήσει; Τούτο ήδη εμπράκτως γίνεται σήμερον. Τούτο κάμνουσι σήμερον τα ευσεβέστατα πλήθη της φιλοχρίστου Χίου, η πόλις όλη, τα χωρία όλα, τα εντός και εκτός, άνδρες ομού και γυναίκες, Ιερείς και λαϊκοί όλοι, όλοι εξ ίσου, μικροί και μεγάλοι και νέοι και γέροντες, όλοι ομού και με ένα παράδοξον και σώφρονα ενθουσιασμόν αγάλλονται, σκιρτώσιν από ψυχής, δοξάζουσι την άπειρον του Θεού αγαθότητα και φιλανθρωπίαν, διότι εις τας ημέρας ταύτας ανέδειξεν εις ημάς άλλον πόκον του Γεδεών πλήρη θεϊκής δρόσου, τον θείον Ιεράρχην της Κορίνθου, τον και πράγματι Μακάριον. Αλλά τι είπον πόκον; Πηγήν μάλιστα νοητήν, πηγήν ύδατος ζώντος, πηγήν αναβλύζουσαν νάματα θείων Χαρίτων, όστις δροσίζει με τα ρείθρα των θείων του θαυμάτων τας κεκαυμένας ψυχάς των μετά πίστεως προς αυτόν προσερχομένων εκάστοτε. Ω καλή και περίδοξος Χίος, έχεις δίκαιον να χαίρης και χαίρε σοι λέγω και εγώ και σκίρτα πνευματικώς, διότι η ανεξιχνίαστος του Θεού πρόνοια, ύστερα από τόσους αιώνας, σε ηξίωσε να έχης εις τους κόλπους σου τούτον τον Μέγαν Ιεράρχην και θαυματουργόν, τον αξιάγαστον Ποιμένα της Κορίνθου, τον εν μακαρίοις τω όντι Μακάριον τον Νοταράν. Αληθώς πράγμα ξενήκουστον, επειδή, ποίος τόπος, ποία επαρχία, ποία πόλις σήμερον δύναται να καυχηθή δι’ εν τόσον εξαίρετον και σπάνιον ουράνιον χάρισμα, όπερ να την στολίζη και να την κάμνη ονομαστήν και μακαρίαν; Ένας νέος δηλαδή Άγιος Αρχιερεύς και θαυματουργός νεώτερος; Αληθώς πράγμα μέγα, διήγημα ευκταιότατον. Και πως δεν είσαι μακαρία τω όντι, ω καλή Χίος, αφού σε έκρινεν ο Θεός ταμείον άξιον, δια να αποθέση εν σοι τον ουράνιον τούτον θησαυρόν; Αλλά δια να διδαχθή και να μάθη όλος ο κόσμος το μέγα τούτο και ξενήκουστον θαύμα και ότι δικαίως και πρεπόντως ο απροσωπόληπτος Θεός εδόξασε τον Ιεράρχην τούτον με τα λαμπρά σημεία της ωραιότητός Του, είναι ανάγκη να γράψωμεν και να ιστορήσωμεν, καθ’ όσον δυνάμεθα, τον πανόσιον βίον και την πολιτείαν αυτού. Και δη, επικαλούμενοι τας αγίας και θεοπειθείς αυτού ευχάς, αρχόμεθα από εκεί όπου είναι πρέπον και σύνηθες να αρχίζη κανείς. Η Κόρινθος είναι πόλις της Πελοποννήσου, ευρισκομένη πλησίον του ισθμού, όστις φέρει και το όνομά της, εις το λεγόμενον Εξαμήλιον. Είναι πόλις αρχαιοτάτη και ονομαστή, εις τας Ελληνικάς ιστορίας, ονομαστή δε μάλιστα και εξάκουστος εις όλην την οικουμένην από τας δύο Θεοσόφους Επιστολάς, τας οποίας έγραψε προς τους Κορινθίους ο μακάριος Απόστολος Παύλος, όστις εδίδαξε και επανέφερεν αυτούς εκ της πλάνης της ειδωλομανίας εις την γνώσιν του ενός και μόνου αληθινού Θεού. Από αυτήν κατάγεται και ταύτης εστάθη γέννημα και θρέμμα ο θείος ούτος Μακάριος· προγόνους δε είχεν ευγενείς εξ ευγενών, του οίκου των περιφήμων Νοταράδων, γένος τούτο αρχαίον και λαμπρόν, καταγόμενον εκ της συγκλήτου βουλής της ποτέ βασιλείας του Βυζαντίου. Εκ τούτου δε του γένους των Νοταράδων κατάγεται και ο εν τη Κεφαλληνία εν αγιότητι περίφημος και Οσιώτατος Πατήρ ημών Γεράσιμος, δόξα και καύχημα όχι μόνον των Νοταράδων, αλλά και όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών, όστις και μετά το σχίσμα της Δυτικής εκκλησίας, τώρα νεωστί έλαμψε και λάμπει και αυτός δι’ απείρων θαυμάτων. Γεννήτορας δε έσχεν ο Άγιος θεοσεβεστάτους και σεμνοτάτους, Γεωργαντάν (ήτοι Γεώργιον) και Αναστασίαν καλουμένους, οι οποίοι και κατά το γένος και κατά τον πλούτον είχον τα πρωτεία των Κορινθίων. Εκ τοιούτων λοιπόν γονέων εγεννήθη ο θείος ούτος βλαστός, ύστερα από άλλους υιούς και θυγατέρας κατά το έτος αψλα΄ (1731) από Χριστού, ο δε τότε Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Παρθένιος, αναδεξάμενος αυτόν εκ του Αγίου Βαπτίσματος ωνόμασεν αυτόν Μιχαήλ, ωσάν τρόπον τινά, να επροφήτευσε με τούτο, ότι ο πνευματικός ούτος υιός του έμελλε να γίνη και κληρονόμος, ήτοι διάδοχος της πνευματικής του αξίας. Φθάσας δε ούτος εις ηλικίαν εδιδάχθη τα ιερά γράμματα και μετά ταύτα και την ελληνικήν παιδείαν μαθητεύσας εις τον τότε διδάσκαλον Ευστάθιον τον από Κεφαλληνίας. Ευθύς όμως από τας πρώτας αρχάς της νεότητός του ήρχισεν ο μακάριος να δεικνύη σημεία, ότι δεν είχε κλήσιν εις τα του κόσμου πράγματα, αλλά μάλιστα εις τα πνευματικά, επειδή ήρχισε να ζη με πολλήν ταπείνωσιν και να μεταβαίνη συχνά εις τας ιεράς Ακολουθίας, αποστρεφόμενος όλως δι’ όλου τας συναναστροφάς των νέων και την κοσμικήν ματαιότητα. Επειδή δε ο πατήρ του ήτο μέγας εις τα πολιτικά, όταν έφθασεν εις ικανήν ηλικίαν τον κατέστησε, αν και μη θέλοντα, επιστάτην, ήτοι εξουσιαστήν, επάνω εις αρκετά χωρία, αλλ’ ούτος ο αοίδιμος, μη έχων κλήσιν εις τοιαύτας ματαιότητας, όχι μόνον δεν απέκτησε χρήματα, αλλά και εκείνα τα οποία είχε διεσκόρπισε και ζημίαν επροξένησεν εις τον πατέρα του· όθεν και ύβρεις και ονειδισμούς παρά του πατρός υπέμεινε πολλούς. Έχων λοιπόν πόθον πολύν να λάβη το μοναδικόν Σχήμα και βλέπων ότι δεν υπήρχεν άλλος τρόπος καταφεύγει εις το Μέγα Σπήλαιον, παρακαλών και δεόμενος να τον αξιώσουν του ποθουμένου. Αλλ’ όμως οι Πατέρες εκείνοι, βλέποντες, ότι χωρίς την βουλήν του πατρός του ήτο το κίνημά του, δεν συγκατένευσαν εις τας δεήσεις του, φοβηθέντες την δύναμιν εκείνου. Όθεν μετ’ ολίγας ημέρας μαθών ο πατήρ του ότι ήτο εκεί, παρήγγειλε και τον έστειλαν οπίσω, αν και μη θέλοντα. Επιστρέψας λοιπόν, πρώτον μεν διέτριβεν εις την οικίαν την πατρικήν, εκεί καθήμενος και εις αναγνώσεις των θείων Γραφών και άλλων ψυχωφελών βιβλίων σχολάζων, διότι και πολλά άλλα μάλιστα δε και τον «Ευεργετινόν» εκ του στόματός του ηκούσαμεν να διηγήται με τοιούτον πόθον «ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά» (Ψαλμ. ριη΄ 162). Μετά ταύτα, επειδή έλειψεν από το σχολείον των ο διδάσκαλος, όλως αυτοπροαιρέτως, δια να μη μένωσιν αργά και τυφλά τα τέκνα των Χριστιανών, ανεδέχθη αυτός τον αγώνα του σχολείου και παρέδιδεν αμισθί τα μαθήματα επί χρόνους εξ, δεν έπαυεν όμως από του να ερευνά συνεχώς προς ανεύρεσιν του καταλλήλου κατά τον πόθον του διδασκάλου, αλλ’ αυτός μεν ανεζήτει διδάσκαλον δια το σχολείον της Κορίνθου, ήτοι της πατρίδος του, αλλ’ η θεία Πρόνοια προητοίμαζε τούτον δια διδάσκαλον καθολικόν, δηλαδή όλης της Κορινθιακής επαρχίας και ακούσατε πως λίαν ενωρίς επραγματοποιήθη τούτο. Κατά το έτος αψξδ΄ (1764) απήλθε προς Κύριον εν βαθεί γήρατι ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Παρθένιος. Τότε ευθύς όλοι, ως υπό Θεού εμπνευσθέντες, όχι μόνον οι πολίται της Κορίνθου, αλλ’ άπας ο Χριστώνυμος λαός της όλης επαρχίας, Ιερείς και Μοναχοί, και μάλιστα οι του θρόνου της Κορίνθου Επίσκοποι, όλοι ομού με μίαν φωνήν και γνώμην, τον Μακάριον εζήτησαν και τούτον έκριναν άξιον να αναδεχθή την ποιμαντικήν φροντίδα του Χριστωνύμου λαού της Κορινθιακής επαρχίας. Όθεν ως θείαν κλήσιν την κοινήν φωνήν του λαού ηγησάμενος, επένευσεν εις την πάγκοινον ψήφον, με τον σκοπόν να καθοδηγήση τον λαόν εις την ευσέβειαν και να φέρη εις ευταξίαν και σωτηρίας κατάστασιν την ήδη εξηχρειωμένην ένεκεν του βαθυτάτου γήρατος του προκατόχου αυτού επαρχίαν της Κορίνθου. Εις την εκκλησιαστικήν λοιπόν διόρθωσιν της Αρχιεπισκοπής Κορίνθου αποβλέψας, την οποίαν πολλοί του εζήτησαν, συγκατάνευσεν, ως είπομεν, εις τας κοινάς δεήσεις και εδέχθη να αναλάβη το της Αρχιερωσύνης αξίωμα. Εφοδιασθείς λοιπόν με εγγράφους αναφοράς παρά πάσης της επαρχίας, δια των οποίων παρεκάλουν πάντες θερμώς την Αγίαν Σύνοδον, όπως χαρίση τούτον εις αυτούς Ποιμένα, λαβών δε και συστατικάς επιστολάς από πολλά έγκριτα πρόσωπα της επαρχίας, ανήλθεν εις την Βασιλεύουσαν και παρουσιάσθη εις την Αγίαν Σύνοδον, πατριαρχεύοντος τότε του Σαμουήλ και κοινή ψήφω της Αγίας Συνόδου, επειδή ήτο λαϊκός, χειροτονείται κατά τάξιν Διάκονος και Ιερεύς και τέλος και το μέγιστον λαμβάνει της Αρχιερωσύνης αξίωμα. Όθεν γίνεται Πρόεδρος μεν της Μητροπόλεως Κορίνθου, φωστήρ δε γενικώς απάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αλλ’ ενταύθα του λόγου γενόμενος, αισθάνομαι την ανάγκην να ομολογήσω και παρρησία, ότι πολύ θέλω ζημιώσει τους φιλαρέτους αναγνώστας, αν και χωρίς την θέλησίν μου, διότι στερούμαι πληροφοριών περί των μέχρι τότε θαυμασίων αυτού πράξεων, πλην ότι κατά δύναμιν ηδυνήθην να συλλέξω, τούτο και προσφέρω εις τας φιλοκάλους ψυχάς, ζητών συγχώρησιν δι’ εκείνα τα οποία εξ αγνοίας μου αποσιωπώ. Επέστρεψε λοιπόν ο Άγιος εις την θεόθεν λαχούσαν εις αυτόν επαρχίαν ποθητός και παμπόθητος και ποιούσιν αγρυπνίαν και εορτήν χαρμόσυνον την ημέραν της ιεράς του επιδημίας ο Χριστώνυμος λαός, χαίροντες και ευφραινόμενοι και τον Άγιον Θεόν δοξάζοντες, διότι εισήκουσε των δεήσεών των και τους εχάρισε τοιούτον Ποιμένα, όπως αυτόν ο θείος Απόστολος Παύλος προλαβών περιέγραψε και αυτοί από ψυχής και καρδίας τον εζήτησαν. Και αληθώς, ούτε εψεύσθησαν εις τας ελπίδας των, ούτε εις μάτην έδειξαν την τόσην χαράν οι Χριστιανοί. Επειδή καθώς εκ της πρώτης του ηλικίας θεόφρων απεδείχθη και σημεία εδείκνυε μεγάλης ψυχής ως και ζήλον πολύν περί τα καλά, ούτω και τότε εμπράκτως έδειξε και επεβεβαίωσεν όλα εκείνα. Διότι εσκέφθη, ως και ο Θεολόγος Γρηγόριος, ότι δεν έλαβε την Αρχιερωσύνην ως εξουσίαν ανεξέταστον δια να επιδοθή εις τρυφάς και αναπαύσεις, εις χρηματισμούς βιαίους και θησαυρισμόν, καθώς άλλοι κάμνουσιν. Όχι, λέγω, άπαγε. Ούτε εσκέφθη, ούτε έπραξεν ούτος κατά τοιούτον τρόπον, αλλά μάλιστα εσκέφθη καθώς έπρεπε να σκεφθή εις τοσούτον θεόφρων άνθρωπος, ήτοι, ότι ανέλαβε προστασίαν και φροντίδα ψυχών πολλών δια των οποίων την σωτηρίαν έχει να δώση λόγον, όταν έλθη ο Κύριος των δεσποτικών ταλάντων και συνάρη λόγον μετά των δούλων αυτού (Ματθ. ιη:23, κε:19-30). Ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα υψηλά και μεγάλα νοήματα έχων καλώς θεμελιωμένα εις τον εαυτόν του, ήρχισεν ευθύς, ως πιστός και φρόνιμος οικονόμος, να δίδη την τροφήν του θείου λόγου εις τας Θεόν πεινώσας ψυχάς από καιρούς και χρόνους αμνημονεύτους, διδάσκων, με πολλήν χρηστότητα και ταπείνωσιν, τα προς σωτηρίαν συντείνοντα, εις πάσαν τάξιν και ηλικίαν ανθρώπων. Επειδή δε, είτε εξ αμελείας, είτε εξ απαιδευσίας, είτε και δια τα δύο ομού των προκατόχων του Ποιμένων, εύρε την Εκκλησίαν εξηχρειωμένην ήτοι όλην την της Κορίνθου επαρχίαν γεμάτην από αταξίαν και παρανομίας, επέδειξε σπουδήν μεγάλην και επιμέλειαν, ως άλλος Ζοροβάβελ, να την ανακαινίση και να την αναμορφώση εις το κρείττον, απαλλάττων αυτήν από παντός είδους ρυπαρότητα και αισχρότητα. Πρώτον λοιπόν ήρχισεν από την Ιερωσύνην, ως από θεμέλιον, και όσους Ιερείς εύρε πολύ αγραμμάτους τους έπαυσεν όλους· ομοίως έπαυσε και εκείνους οίτινες είχον φθάσει εις έσχατον γήρας και ενήργουν τα της Ιερωσύνης ασυνειδήτως, με πολύν κίνδυνον των Θείων Μυστηρίων ή, μάλλον ειπείν, των ιδικών των ψυχών. Μετά ταύτα ημπόδισε δι’ όλων των δυνάμεών του και δι’ επιτιμίου τελείας αργίας τους Ιερείς εκείνους, οίτινες ανεμιγνύοντο εις τα πολιτικά. Διότι εις πολλούς τόπους συνηθίζετο η τοιαύτη επάρατος αταξία και συμβαίνει να είναι οι αυτοί και Ιερείς και άρχοντες, εις την Εκκλησίαν με τον Χριστόν και εις την πολιτείαν με τα πολιτικά αναμεμιγμένοι. Όχι, όχι, λέγει ο μέγας οικονόμος της Χάριτος, ο θείος Ιερόθεος. Όστις θέλει να αναμιγνύεται εις τα πολιτικά, ας γνωρίζη καλώς, ότι εις το εξής δεν ημπορεί να είναι Ιερεύς. Προκειμένου δε να χειροτονήση Ιερείς, ηθέλησεν, ως ευσυνείδητος, να φυλάξη όσον ηδύνατο την ακρίβειαν των ιερών Κανόνων, τόσον των Αποστολικών όσον και των Συνοδικών, και πρώτον όχι μόνον δεν εχειροτόνει κανένα δια χρημάτων, αλλά και όλα τα πνευματικά λειτουργήματα δωρεάν, ως του Αγίου Πνεύματος χαρίσματα, εις πάντας τους αξίους διένεμε. Δεύτερον, παρ’ ηλικίαν ουδένα εχειροτόνει, αν και υπήρχεν ανάγκη Ιερέων, επειδή, ως είπομεν, έπαυσε πολλούς εξ αυτών από την ιεροπραξίαν. Τρίτον, όσους κατόπιν ικανής δοκιμασίας έκρινεν αξίους χειροτονίας, αλλά δεν εγνώριζον καλώς τα κοινά γράμματα, τους έστελλεν εις Μοναστήρια, ίνα διδαχθούν ταύτα, παραγγέλλων εις αυτούς να εξοδεύουν προς τούτο εξ εκείνων τα οποία έμελλον να δώσουν ως χειροτονικά, μετά δε ταύτα εχειροτόνει τούτους. Τέταρτον, έκαμνεν εκείνο το οποίον είμαι βέβαιος ότι κανείς Αρχιερεύς δεν κάμνει, τον Διάκονον δεν τον εχειροτόνει και Ιερέα ευθύς ως ήρχετο προς τούτο, αλλά τον εκράτει πλησίον του και τον εξεπαίδευεν εις τα της Ιερωσύνης, διδάσκων αυτόν και δια του λόγου και με το παράδειγμά του, πως να λειτουργή, πως να βαπτίζη και πως να τελή όλα τα άλλα Μυστήρια. Aφού τοιουτοτρόπως τον εξεπαίδευε, τότε και μόνον τον εχειροτόνει και τον απέλυε. Είθε και οι άλλοι Αρχιερείς να έκαμνον ούτω. Διένειμε δε και εις όλους τους Ιερείς Ιεράς Κατηχήσεις, δια να μανθάνουν εκείθεν τα της Αγίας ημών Πίστεως και εις όλα τα χωρία της επαρχίας του διεμοίραξε κολυμβήθρας ευρυχώρους δια να γίνεται το θείον Βάπτισμα τέλειον, καθώς διδάσκει η Αγία ημών Εκκλησία, η Ανατολική. Ταύτα και άλλα τοιαύτα ψυχωφελή και σωτήρια έπραττε και εδίδασκε. Μετά τούτων δε επεθύμει και είχε πρόγραμμα να καταπυκνώση την επαρχίαν του με σχολεία κοινών και Ελληνικών μαθημάτων. Ούτω καλώς και θεοφιλώς ο αοίδιμος εποίμαινε το λογικόν του ποίμνιον, κηρύττων και λέγων, ως άλλος Ιωάννης· «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2, δ:17). Αλλά τι να είπη τις πρώτον από τα άπειρα και ανεξιχνίαστα κρίματα του Κυρίου; Ευθύς ως οι Χριστιανοί ήρχισαν να χαίρωσι και να δοξάζωσι τον Θεόν, βλέποντες την θαυμασίαν ταύτην μεταβολήν, ιδού κατά το έτος αψξη΄ (1768) κηρύσσεται Ρωσοτουρκικός πόλεμος, επί της βασιλείας του Σουλτάν Μουσταφά, μετά δε την κήρυξιν του πολέμου, ιδού και καταφθάνει εις την Πελοπόννησον στόλος Ρωσικός. Τούτον τον στόλον οι εκ των Ελλήνων απλοί και ολιγόνοες και όσοι δεν εγνώριζον τους σκοπούς και τα τέλη εκείνων, οι οποίοι τον απέστειλαν, ενόμισαν ότι αυτόχρημα εστάλη προς αυτούς θεόθεν κέρας σωτηρίας και λύτρωσις από της επικρατούσης τυραννίας. Οι συνετοί όμως και φρόνιμοι, ακούσαντες τούτο εταράχθησαν και παρέλυσαν εκ του φόβου τα μέλη των, εις εκ των οποίων εστάθη και ο πατήρ του Αγίου Μακαρίου, εις τον οποίον επέπεσε και σκότισις και φρίκη. Διότι προέβλεπον οι φρόνιμοι ούτοι άνθρωποι τα κακά, τα οποία έμελλον εκ τούτου να ακολουθήσουν, καθώς και εμπράκτως ηκολούθησαν. Εκ ταύτης λοιπόν της ταραχωδεστάτης και ολεθριωτάτης αιτίας έπαυσαν όλα εκείνα τα πνευματικά καλά, τα οποία δια της επιμελείας τούτου του καλού Ποιμένος εγίνοντο και ηλπίζετο ακόμη προς το καλλίτερον να προχωρήσουν και να αυξηθούν. Τι δε το επακόλουθον; Εβιάσθη ο θείος ούτος ανήρ, από τους φόβους των αναμενομένων δεινών, να διέλθη μεθ’ όλης αυτού της συγγενείας εις την αντικρύ της Πελοποννήσου κειμένην Ζάκυνθον. Έλαβον λοιπόν μεθ’ εαυτών οι συγγενείς αυτού εκ της περιουσίας των ό,τι ηδυνήθησαν. Καθ’ οδόν όμως περιέπεσαν εις χείρας ληστών, από τους οποίους μόλις διέσωσαν και την ιδίαν των ζωήν, τα δε πράγματα όλα, καθώς ήσαν ομού με τα ζώα, αφού ήρπασαν εκείνοι, τους εγκατέλειψαν γυμνούς. Οι Ζακύνθιοι όμως εδέχθησαν αυτούς με πολλήν συμπάθειαν και φιλανθρωπίαν, παρέχοντες αφθόνως τα προς τροφήν χρειώδη, ενδύματα και ό,τι άλλο ηδύναντο· τούτον δε τον Ιερόν Μακάριον εφέχθησαν άπαντες οι Ζακύνθιοι ως Απόστολον του Χριστού και είχον αυτόν εις εξαίρετον τιμήν και υπόληψιν. Εκείθεν διήλθεν εις την Κεφαλληνίαν εις προσκύνησιν του αγίου Λειψάνου του συγγενούς των Οσίου Γερασίμου, παραμείνας δε εκεί ολίγους μήνας επέστρεψε και πάλιν εις την Ζάκυνθον, όπου παραμείνας επί τρία έτη, μετέβη εκείθεν εις την Ύδραν φιλοξενηθείς εις την εκεί Μονήν της Θεοτόκου. Μετ’ ολίγον εγένετο ειρήνη μεταξύ των εμπολέμων Ρώσων και Οθωμανών και ευθύς εδόθη ορισμός βασιλικός εις το Πατριαρχείον να σταλούν Αρχιερείς εις τας επαρχίας της Πελοποννήσου δια να συνάξουν τον εσκορπισμένον λαόν εις τους τόπους των. Και εδώ δεν γνωρίζω τι να ειπώ· διότι, δι’ εκείνους μεν οίτινες κατέφυγον εις τον εχθρικόν στόλον, αν δεν αποκατεστάθησαν και αν δεν εστάλησαν εις τας επαρχίας των, ουδείς λόγος· διότι εθεωρήθησαν ως εχθροί, επειδή κατέφυγον εις τον ρωσικόν στόλον. Ο δε στερρός ούτος ανήρ ευρίσκετο και ήτο εις τους τόπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τόσον πλησίον εις την επαρχίαν του, την Κόρινθον, όσον είναι η Ύδρα μέσα εις την αγκάλην της Πελοποννήσου· και σχεδόν, εάν επροστάζετο, αυθημερόν ημπορούσε να ευρεθή εκεί. Αλλ’ όμως οι τότε Συνοδικοί μηδένα λόγον του δικαίου και της κανονικής ακριβείας τηρήσαντες, τον γνήσιον και κανονικόν Αρχιερέα ως ουδέν θεωρήσαντες, άλλον, τούτου ζώντος και παρόντος, χειροτονήσαντες απέστειλαν. Έπειτα ηνάγκαζον αυτόν να παραιτηθή εκ της Επισκοπής του, την παραίτησιν δε ταύτην να αποστείλη προς αυτούς εγγράφως. Ο θείος δε ούτος ανήρ ηρώτα δια τίνα λόγον και βάσει ποίων Κανόνων και δια ποίαν αιτίαν να γράψη ότι κάμνει παραίτησιν· «Εγώ, έλεγεν ούτε τώρα κινώ, ούτε ύστερον θέλω κινήσει καμμίαν αγωγήν περί της επαρχίας μου, αλλά και δια να κάμω παραίτησιν δεν ευρίσκω εύλογον αιτίαν εις τον εαυτόν μου και παρακαλώ να μη κατακριθώ ως δήθεν απειθής». Παρ’ όλον δε ότι ηπείλησαν καθαίρεσιν, εάν δεν στείλη την παραίτησιν έγγραφον, όμως εδυσωπήθησαν από τα δίκαια άτινα προέβαλεν απολογούμενος και τον άφησαν εις το εξής ανενόχλητον, βεβαιωθέντες ότι δεν πρόκειται να εγείρη αξίωσιν. Επέτρεψαν δε εις αυτόν να τελή ακωλύτως και τα της Αρχιερωσύνης, όπου αν ευρεθή, ειδήσει βεβαίως και αδεία των κατά τόπους Αρχιερέων. Ούτω, μέχρι τινός, ενήργει τα της Αρχιερωσύνης και εις την Χίον και εις το Άγιον Όρος, έπειτα όμως και ταύτα κατέπαυσε. Τότε δε, αφού έγινεν η ειρήνη, παρέμεινεν ένα ακόμη χρόνον εις την Ύδραν, μετά δε ταύτα, έχων πόθον να υπάγη εις το Άγιον Όρος, απήλθεν εις την Χίον. Αφού δε παρέμεινε και εκεί ολίγον καιρόν, επήγε τέλος εις τον προ πολλού ποθητόν του Ιερόν Άθωνα. Δυστυχώς όμως κατά τον καιρόν εκείνον δεν του εύρε καθώς επόθει και ήλπιζε, λιμένα δηλαδή σωτηρίας γαλήνιον. Μάλιστα δε εύρεν αυτόν πέλαγος τεταραγμένον εξ αγρίων κυμάτων, εκ των ταραχών της κολλυβολογίας. Διότι ευθύς ως έφθασεν εκεί, οι εν Κυριακή νεκρολογούντες τον ηρώτησαν, αν δέχεται τα εν Κυριακή γινόμενα μνημόσυνα, ο δε απεκρίθη· «Εγώ εις την επαρχίαν μου ποτέ δεν έψαλλα την Κυριακήν μνημόσυνα, αλλ’ ούτε είδον ουδέποτε από νεότητός μου να κάμνουν εν ημέρα Κυριακή εις κανέν μέρος κόλλυβα». Ενώ δε ο Άγιος ούτος Μακάριος ευρίσκετο εκεί, συνέβη να απέλθη προς Κύριον εν τη Μονή του Κουτλουμουσίου ο Πατριάρχης πρώην Αλεξανδρείας Ματθαίος και οι τότε επίτροποι της Μονής προσεκάλεσαν τον ιερόν τούτον Μακάριον όπως παραστή εις το τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνον αυτού. Διεμήνυσαν δε εις αυτόν, ότικατά το εσπέρας του προσεχούς Σαββάτου και το πρωϊ της Κυριακής πρέπει να ψαλή το μνημόσυνον αυτού. Εκάλουν δε τον Άγιον ως ιερουργόν διότι ακόμη, ως είπομεν, ιερούργει. Ο δε Άγιος όχι μόνον δεν επήγε, αλλά τους έγραψε και επιστολήν δια της οποίας ήλεγχε την παρανομίαν των· «Και τις η ανάγκη, λέγει εις την επιστολήν του, να παραδράμετε εξ επίτηδες όλας τας άλλας ημέρας της εβδομάδος και να εκλέξετε την Κυριακήν δια να κάμετε το μνημόσυνον του μακαρίτου Πατρός παραβαίνοντες θεληματικώς τους όρους και τα τυπικά της Εκκλησίας, τα οποία όλα απαγορεύουν τα εν Κυριακή μνημόσυνα; Εγώ ούτε έκαμα, ούτε θέλω κάμει ποτέ εν ημέρα Κυριακή μνημόσυνα κεκοιμημένων». Η επιστολή αύτη ως σίδηρος διήλθε την ψυχήν των και ηπείλησαν να φέρουν από τον Πατριάρχηνμεγάλην καταδίκην εναντίον του. Βλέπων λοιπόν την πολλήν ορμήν αυτών ο Άγιος και φοβηθείς μήπως αποτολμήσουν και κατ’ αυτού κανέν άτοπον, καθώς προλαβόντες έπραξαν εις άλλους, ανεχώρησεν εκείθεν και επέστρεψεν εις την Χίον. Τότε εκείνοι, ως ηπείλησαν, ούτω και έπραξαν, γράψαντες εις τον Πατριάρχην όσα ηθέλησαν. Ομού δε μετά των ιδικών των επιστολών απέστειλαν και εκείνην, την οποίαν απέστειλε προς αυτούς ο θείος Μακάριος. Τας επιστολάς ταύτας λαβών ο Πατριάρχης έγραψε προς τον Άγιον, τι δε έγραψε δεν γνωρίζομεν να είπωμεν επί λέξει· έγραψε όμως με πολλήν οργήν και αγανάκτησιν, καθώς αυτός ο ίδιος Πατήρ αναφέρει τούτο εις επιστολήν προς τινα φίλον του, την οποίαν και χωρίς να θέλωμεν δια το πολύ μήκος παραλείπομεν επειδή είναι πολύ διεξοδική, αν και είναι λίαν διδακτική, καθό περιέχουσα πολλά ωφέλιμα προς αποφυγήν της εν Κυριακή νεκρολογίας. Δια της επιστολής ταύτης αποδεικνύεται, ότι με όλην του την ψυχήν και καρδίαν εφύλαττεν ο αοίδιμος την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας αποστρεφόμενος την νέαν ταύτην καινοτομίαν. Η ωφέλεια την οποίαν δύναται να λάβη τις από την επιστολήν αυτήν είναι προφανής. Διότι τούτον τον ιερόν Μακάριον, όστις και δια λόγων και δια γραμμάτων απέφυγε την νέαν ταύτην αδιαφορίαν των μνημοσύνων και εφύλαττεν ακριβώς την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας και δεν εδέχετο μνημόσυνα εις όλην του την ζωήν εν τη Κυριακή, τοσούτον εδόξασεν ο Θεός δια σημείον φανερών και εξαισίων της αγιότητος, καθό ορθώς φρονούντα και πράττοντα εναντίον των αδιαφορούντων. Εκ του αναντιρρήτου δε τούτου επιχειρήματος, ήτοι της τούτου αγιότητος, ας έχη το κύρος και το κράτος και η αρχαία της καθόλου Εκκλησίας παράδοσις, καθώς την ευρίσκομεν γεγραμμένην εις όλα εκείνα τα ιερά βιβλία, τα οποία αυτοί μεν οι νέοι νομοθέται ή όλως διόλου αγνοούσιν, ή ακούοντες αποδοκιμάζουσιν. Ο δε θείος ούτος Πατήρ, επιμελώς ερευνήσας και ευρών τα σχετικά στοιχεία απηρίθμησε ταύτα εις την παρούσαν επιστολήν και δια τούτων απάντων συνέστησε και εκράτυνε την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν ως ορθήν και αγίαν, την δε νεκρολογικήν ταύτην καινοτομίαν, ως ύβριν και καταφρόνησιν προξενούσαν εις την του Κυρίου Ανάστασιν, απεδοκίμασε και μετά χαράς, καθώς γράφει, ήτο έτοιμος να δεχθή και τιμωρίας υπέρ της αληθείας αυτής. Τι δε δια της του φίλου μεσιτείας κατώρθωσε, προς τον οποίον έγραψε, δεν μας είναι γνωστόν· δια να έλθωμεν δε εις την σειράν της διηγήσεως γράφομεν αυτό το οποίον γνωρίζομεν· ότι εκ της Χίου απήλθεν εις την Πάτμον, όπου εγνωρίσθη και ικανώς συνανεστράφη με τους Πανοσιωτάτους αδελφούς και Πνευματικούς Πατέρας Ιερομονάχους Νήφωνα τον Χίον και Γρηγόριον τον Νισύριον, καθώς και με τον Οσιώτατον Αθανάσιον τον εξ Αρμενίας, οίτινες είχον αναχωρήσει προ τινων ετών εξ Αγίου Όρους δια τας εκεί περί των κολλύβων ταραχάς και σκάνδαλα. Ευφρανθείς δε μετά των αδελφών τούτων σχεδόν επί ένα χρόνον, προσεκλήθη και πάλιν από τους αδελφούς του, οι οποίοι ευρίσκοντο εις Ύδραν, ίνα διανείμουν την πατρικήν των κληρονομίαν, επειδή ο πατήρ των απήλθεν εις την άλλην ζωήν. Μετέβη λοιπόν εις την Ύδραν και εκεί εγνωρίσθη με τον Οσιώτατον Κωνστάντιον τον εκ της Γούρας της Θεσσαλίας, όστις και αυτός δια τα αυτά αίτια είχε προαπέλθει από το Άγιον Όρος. Εκ της Ύδρας ήλθε μετά των αδελφών του εις την πατρίδα των την Κόρινθον και εκεί έκαμαν την διανομήν της πατρικής κληρονομίας ησύχως και αταράχως δια της επιστασίας του Αγίου. Εδώρησε δε εις αυτούς το ιδικόν του μέρος και κατόπιν αυτής της γενναιότητός του, αφού δηλονότι τους είχεν ικανώς υποχρεωμένους με την χάριν ταύτην, έκαμε και προς Θεόν μίαν ολοκαύτωσιν πολύ ευάρεστον. Τι είδους δε ήτο αύτη; Εζήτησε και του έφεραν όλας τας πατρικάς ομολογίας και ταύτας λαβών τας έρριψεν όλας εις το πυρ και τας κατέκαυσεν, ελευθερώσας ούτω πλήθος ανθρώπων από το χρέος. Είμαι βέβαιος, ότι την θυσίαν ταύτην ο δικαιοκρίτης Θεός εδέχθη υπέρ πάσαν ολοκάρπωσιν αμνών παχέων και σφαγίων. Αφού λοιπόν εγένετο η διανομή, ως είπομεν, επέστρεψε και πάλιν ο Άγιος εις την Χίον, εντεύθεν δε εφοδιασθείς δια γραμμάτων προς τον Ιωάννην Μαυρογορδάτον, μετέβη εις την Σμύρνην και κατηυθύνθη ευθύς εις την οικίαν αυτού, εκείνος δε τον υπεδέχθη μετά πάσης χαράς και ευλαβείας, ως άνθρωπον του Θεού. Διότι εκ της φήμης τού Αγίου Μακαρίου είχε πληροφορηθή τα περί της υψηλής αυτού πολιτείας. Όθεν εδείχθη έτοιμος εις το να αποδεχθή τα κατά Θεόν προστάγματά του. Παρεκάλει δε μάλιστα μετά δακρύων τον Άγιον να τον διδάσκη με όλην αυτού την ελευθερίαν παν ό,τι γνωρίζει συμφέρον δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και να τον προστάζη παν ό,τι πρέπει να κάμη. Όχι δε μόνον δια του λόγου, αλλά και δια των έργων εδείκνυε την εις τα καλά προθυμίαν του. Διότι ευθύς εδέχθη μετά χαράς να εκδώση εις τύπον την ιεράν «Φιλοκαλίαν των Πατέρων», βιβλίον ψυχωφελέστατον, ομού δε με αυτήν συνεξέδωκε και την «Ιεράν Κατήχησιν» του Πλάτωνος, του της Μόσχας δηλαδή Προέδρου. Εν συνεχεία και εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος επέτυχε να μεταστρέψη δια της διδασκαλίας του και όλην την οικίαν του Μαυρογορδάτου εις σύστημα οσιακόν, τόσον δια της τακτικής αναγνώσεως των διατεταγμένων Ιερών Ακολουθιών, Εσπερινών και Όρθρων, όσον και δια της ακριβούς τηρήσεως των παραδεδομένων νηστειών. Ότι δε αληθή λέγω, μάρτυρες είναι οι Σμυρναίοι άπαντες. Είχε δε πόθον ο θείος Πατήρ να τυπώση και τον ηγαπημένον του «Ευεργετινόν», όστις «Ευεργετινός» είναι βιβλίον ψυχωφελέστατον, εις τον πόθον του δε τούτον ευρέθη προθυμότατος ο Ιωάννης Καννάς. Διατρίψας λοιπόν εκεί επί τινα καιρόν επέστρεψε και πάλιν εις την Χίον, αποσκοπών εις το να εξεύρη τόπον ήσυχον, εις τον οποίον και να παραμείνη. Εύρε λοιπόν τόπον κατά τον πόθον του καλούμενον Άγιον Πέτρον εκ του εκεί ευρισκομένου ομωνύμου Ναού, κείμενον εις το βόρειον μέρος της νήσου. Τον τόπον τούτον ηγόρασεν από την κοινότητα της Χίου, με το δικαίωμα να τον εξουσιάζη αυτός και τρία εισέτι πρόσωπα κατά διαδοχήν. Εκεί λοιπόν ησύχαζεν έχων εις συνοδίαν του και υποτακτικόν τινα Χίον, Ιάκωβον καλούμενον, προβεβηκότα την ηλικίαν, όστις και παρέμεινε πλησίον του Αγίου, υπηρετών αυτόν μέχρι της μακαρίας του τελευτής. Κατ’ εκείνας τας ημέρας έπλευσε προς την νήσον Ικαρίαν και ο προαναφερθείς Ιερομόναχος Νήφων ομού με την συνοδίαν του και εγκατασταθέντες εκεί ήρχισαν να κτίζουν οικήματα και Εκκλησίαν. Επειδή δε αυτοί ήσαν ενδεείς και δεν είχον τα απαιτούμενα έξοδα, διότι εστερούντο τα πάντα, ο ιερός ούτος Πατήρ τους επρόφθασεν εις όλα, με το μέσον των φιλελεημόνων Χίων και Σμυρναίων και δια της συνδρομής τούτων ιδρύθη εις την Ικαρίαν τέλειον κοινοβιακόν Μονύδριον, από την πολλήν δε αγάπην και ευλάβειαν, την οποίαν είχεν εις εκείνους τους Οσίους Πατέρας, μετέβη και αυτός εκεί και εκάθισε μετ’ αυτών ικανόν καιρόν και πάλιν επέστρεψεν εις το ίδιον Ησυχαστήριον. Επειδή δε το μέρος εκείνο είναι τόπος υγιεινότατος, διότι περιλούεται από ευκραεστάτους αέρας, ωφελήθη πολύ εις την υγείαν του σώματος, ενώ προηγουμένως, ως έχων κράσιν νοσηράν, υπέφερε συχνά και ήτο σχεδόν πάντοτε ασθενής. Επανευρών δε εκεί την υγείαν του και έχων την ποθουμένην ησυχίαν του, απομακρυνθείς δε από τους θορύβους των πόλεων και από τας κοσμικάς ματαιότητας, αίτινες απομακρύνουσι τον άνθρωπον από τον Θεόν, εδόθη όλως διόλου εις την άσκησιν και τους αγώνας τους ασκητικούς, τους οποίους ως επί το πλείστον στοχαστικώς ευρίσκομεν, μη δυνάμενοι να απαριθμήσωμεν εκ της αυτοπροσώπου πείρας· επειδή, καθώς είπεν εις παλαιός Πατήρ, οι Άγιοι του Θεού, φοβούμενοι την ζημίαν της κενοδοξίας και της επάρσεως, εφρόντιζον να κρύπτουν με όλους τους τρόπους τας αρετάς των από τους οφθαλμούς των ανθρώπων, εκ τούτου δε δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν επακριβώς τας αρετάς των, αλλ’ όσας μόνον ο Θεός προς κοινήν ωφέλειαν απεκάλυψε και όσας από τους υποτακτικούς των έμαθον οι μεταγενέστεροι. Και τούτου λοιπόν του θείου Πατρός την κατ’ ιδίαν άσκησιν και τους αγώνας και τους κόπους, τους οποίους έκαμεν εις το κελλίον του, μόνον ο Θεός, όστις τους έβλεπε, τους γνωρίζει, διότι δια να αρέσκη εις Αυτόν και μόνον κρυφίως έκαμνεν ό,τι έκαμνε. Περισσότερον δε εφρόντιζεν αυτός να είναι άγνωστοι από τους άλλους ανθρώπους αι αρεταί του, από όσον προσπαθούν οι κακοί να κρύπτουν τας κακίας των. Γράφομεν λοιπόν και λέγομεν εκείνα μόνον τα οποία σχεδόν ή όλοι ή πολλοί ομήλικοι ημών γνωρίζουσιν, ήτοι τας επιτεταμένας νηστείας, δεν λέγω περί των κανονικών μόνον, διότι ταύτας με τόσην ακρίβειαν εφύλαττε καθώς και τα δόγματα της Πίστεως. Διότι εγνώριζε και βέβαιος ήτο, ότι οι ιεροί Κανόνες δεν ήσαν εντολαί ανθρώπων, αλλ’ απόφασις του Αγίου Πνεύματος, κατά την αψευδεστάτην μαρτυρίαν του Πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου. Προσέτι ήκουε και το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον λέγει εις τας Παροιμίας· «Μη μέταιρε όρια αιώνια α έθεντο οι πατέρες σου» (Παρ. κβ: 28). Εφύλαττε λοιπόν ο όντως θείος ούτος Μακάριος με όλον το σέβας τας κανονικάς νηστείας, εντελώς αντιθέτως προς τους σήμερον αδιαφορούντας, οι οποίοι θεωρούν τους ιερούς Κανόνας ως εντάλματα κοινών ανθρώπων και δια τούτο άνευ συστολής τινος παραβαίνουν τούτους ψαροφαγούντες και κρεωφαγούντες χωρίς καμμίαν ανάγκην, λέγοντες ότι ο Θεός δεν τους προστάζει να νηστεύωσι, μη στοχαζόμενοι, οι ασύνετοι, ότι ο Θεός είναι το Πνεύμα το Άγιον, δια της επιστασίας και εμπνεύσεως του οποίου οι Κανόνες ούτοι εγράφησαν. Δια να επανέλθωμεν λοιπόν εις το προκείμενον, ο λόγος δεν αφορά τας κανονικάς νηστείας, διότι ταύτας κάθε Χριστιανός έχει χρέος να τας φυλάττη, αλλ’ ομιλώ δια τας νηστείας εκείνας, τας οποίας αυτός εκανόνιζεν εις τον εαυτόν του. Διότι δύο τινάς εστοχάζετο ως μεγάλους πολεμίους, τον οίνον και το έλαιον, λέγων ότι ταύτα τον έβλαπτον εις την υγείαν τού σώματος. Όθεν και δι’ όλης της εβδομάδος, πλην Σαββάτου και Κυριακής, το μέγα του εντρύφημα ήτο κολοκύνθη μετά όξους ή άλλο τι, ως ζυμαρικόν νερόβραστον. Το δε Σάββατον και την Κυριακήν αρμόζει να είπωμεν καλύτερον, ότι ωσφραίνετο το έλαιον και όχι το έτρωγε, τον δε οίνον, με την πείραν είδομεν, ότι τόσον τον εξησθένει με το ύδωρ, ώστε εις την πραγματικότητα ουδεμία ποσότης οίνου έμενεν εις το πόμα του. Αυτά ημείς οι έξω γνωρίζομεν περί των νηστειών του, και την τάξιν ταύτην εφύλαττε πάντοτε εις τον εαυτόν του. Εμάθομεν δε και από τον υποτακτικόν του τον γέρο – Ιάκωβον, ότι συνείθιζε να κάμνη και ιδιαιτέραν τεσσαρακονθήμερον μεγάλην νηστείαν καθ’ έκαστον χρόνον, με όλα τα συνακόλουθα αυτής και με όλην την ακροτάτην επίτασιν και την απαιτουμένην ακρίβειαν της νηστείας της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο αυτός Ιάκωβος έλεγε προς τινα αδελφόν· «Τι να σου είπω, αδελφέ· τον έβλεπα να αγωνίζεται εις τας ιεράς του προσευχάς και τας αμέτρους γονυκλισίας και εθαύμαζα». Τις λοιπόν ημπορεί να είπη και να γράψη όλην την αλήθειαν, αφ’ ου μόνος ο Θεός τον έβλεπε και μόνος Εκείνος τον ήκουεν; Αλλ’ ότι και κατά την τάξιν και του κανόνας του Μοναχικού Σχήματος και σωματικώς με υπερβολήν ηγωνίζετο και με προσευχάς αρεμβάστους και επιτεταμένας όλος θεοειδής εγίνετο και εις θείον έρωτα ανεφλέγετο, ουδείς πρέπει να αμφιβάλλη αποβλέπων εις τα νυν δι’ αυτού τελούμενα εξαίσια έργα της θείας Χάριτος. Εκείνα όμως τα αφανή και εις τους πολλούς άδηλα, εκ των φανερών τούτων και κοινών συμπερασμάτων βεβαιώνονται, δια δε τας φανεράς και πυκνάς του αγρυπνίας δεν είναι ανάγκη να είπώ τίποτε, διότι όλοι είναι μάρτυρες, οι οποίοι τον είδον και τον ήκουσαν. Εκείνο δε μόνον λέγω εγώ, το οποίον γράφει ο μέγας Πατήρ Ισαάκ εις τον εικοστόν ένατον λόγον του. Λέγει δηλαδή ούτος εκεί· «Ον τινα Μοναχόν είδεις, επιμένοντα μετά διακρίσεως εις την εργασίαν της αγρυπνίας, τον τοιούτον μη νόμιζε σαρκοφόρον άνθρωπον· καθότι τούτο το έργον τη αληθεία είναι ίδιον των Αγγέλων· επειδή αδύνατον είναι, όσοι έχουσι την εργασίαν ταύτην, να μη αξιωθώσι παρά Θεού μεγάλων χαρισμάτων δια την προσοχήν και επαγρύπνησιν της καρδίας αυτών, και δια την αμέριμνον διαγωγήν και δια την εις τον Θεόν αφιέρωσιν των ιδίων αυτών λογισμών. Η εις την εργασίαν της αγρυπνίας αγωνιζομένη ψυχή, και διαπρέπουσα εις αυτήν, αποκτά χερουβικούς οφθαλμούς, ίνα βλέπη πάντοτε την επουράνιον θεωρίαν». Κατά τον μέγαν λοιπόν τούτον διδάσκαλον, ευκολώτατα ημπορούμεν να συμπεράνωμεν εκ των υστέρων τα προσόντα· επειδή λοιπόν βλέπομεν ότι μεγάλων χαρισμάτων ηξιώθη παρά Θεού ο θείος ούτος Πατήρ, συμπεραίνομεν ευκολώτατα και ασφαλέστατα, ότι τας πυκνάς εκείνας αγρυπνίας ετέλει μετά διακρίσεως νοός και τάξεως αγγελικής, όπως και αληθώς έργον αγγελικόν εποίει και με νήψιν και εγρήγορσιν της καρδίας, προς τον Θεόν μόνον είχεν εστραμμένους τους λογισμούς του, οφθαλμούς χειρουβικούς έχων, ίνα δια παντός ατενίζη και κατοπτεύη την επουράνιον θεωρίαν. Επειδή λοιπόν, κατά τον μέγαν τούτον διδάσκαλον Αββάν Ισαάκ, εκ των θείων χαρισμάτων ο ιερός Μακάριος ουρανόφρων εγνωρίσθη και αγγελομίμητος με τας θεοτερπείς αγρυπνίας του και επειδή, κατά τους θείους Πατέρας, η προσευχή είναι συνομιλία, ήτις γίνεται μετά του Θεού, είναι άραγε κανείς όστις ήκουσε τον Άγιον επ’ Εκκλησίας λέγοντα ψαλμούς και να μη ομολογήση ότι πράγματι η ανάγνωσις εκείνη ήτο συνομιλία μετά του Θεού, ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος ανάγνωσις τω όντι πνευματική και του πνεύματος αξία, ανάγνωσις ήτις, χωρίς αμφιβολίαν, έφθανεν εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ; Και αν τούτο ομολογούμεν δια την κοινήν και επ’ Εκκλησίας προσευχήν, πολύ περισσότερον πρέπει να νοήσωμεν δια την ιδιαιτέραν του και μυστικωτέραν, την αμιγή και κεχωρισμένην από κάθε υλικήν περιπέτειαν και συναναστροφήν ανθρωπίνην. Βεβαιότατα τότε ο νους του όλως ηνωμένος με τον Θεόν, δια της ενθέου προσευχής του, αναβίβαζεν εις τας θείας ακοάς εκείνα τα οποία ανεμέλποντο από τα χείλη του ή πολλάκις χωρίς να λαλούν τα χείλη, ηνωμένος ούτως υπάρχων μετά του Θεού, εποίει την νοεράν προσευχήν, όπως οι Άγιοι Άγγελοι. Καλά όμως πάντα ταύτα και όσα άλλα τοιαύτα μας διαφεύγουν, καθώς προείπομεν· καλά, και επαίνων άξια, αλλά ταύτα πάντα είναι αποτελέσματα της προς τον Θεόν μόνον αγάπης αυτού· δεν είναι σημεία και της προς τον πλησίον αγάπης, χωρίς την οποίαν όλα τα άλλα, κατά την απόφασιν του θείου Παύλου (Α΄ Κορ. ιγ:1-8), κρίνονται ως ανωφελή και μάταια. Αλλά και η Δεσποτική φωνή ούτως αποφασίζει, λέγουσα· «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. ιθ:19, κβ:39 και αλλαχού). Ταύτην την Δεσποτικήν εντολήν υπενθυμίζει εις αυτόν και ο αείμνηστος Πατριάρχης ο Σωφρόνιος, εις επιστολήν την οποίαν του έγραφε κατά το έτος αψοε΄ (1775). Εν αυτή, δηλαδή, μετά το τέλος γράφει και ταύτα επί λέξει ιδιοχείρως· «Αδελφέ, μη νομίσης ότι αναχωρών της επαρχίας σου ελεύθερος γέγονας και πάσης επιμελείας εκκλησιαστικής. Τοιαύτην γαρ ελευθερίαν ο Θεός ου βούλεται, αλλά πάντας ημάς θέλει υπηρέτας είναι και γεωργούς του μυστικού αυτού αμπελώνος, άχρι τελευταίας αναπνοής ημών. Λοιπόν μη διαλίπης διδάσκων, λόγω τε και έργω, τας του Κυρίου σωτηρίους εντολάς, μεμνημένος τε και της εμής αθλιότητος, εν ταις προς τον ελεήμονα Κύριον εντεύξεσι και προσευχαίς». Καλώς και επαινετώς έκαμε το χρέος του ο θείος εκείνος Πατριάρχης γράψας ταύτα· όμως δεν είναι μόνον αυτά, τα οποία διήγειραν εις την ψυχήν του θείου Πατρός την συνείδησιν τού προς τον πλησίον χρέους του. Διότι, ταύτα ως άδεια Πατριαρχική προς τους κατά τόπον Αρχιερείς, είχον την θέσιν των, ο δε θεόφρων εκείνος Πατήρ ανέκαθεν έλεγε μετά του μεγάλου Αποστόλου· «Θεού γαρ εσμέν συνεργοί» (Α΄ Κορ. γ:9). Του Θεού ο σκοπός και το τέλος είναι να σώση τον κόσμον. Λοιπόν και ημείς οι καταξιωθέντες να γίνωμεν και να ονομαζώμεθα ιδικοί Του συνεργοί, πρέπει να βοηθούμεν τους αδελφούς μας Χριστιανούς εις την ψυχικήν των σωτηρίαν, όσον δυνάμεθα. Με τούτους λοιπόν τους λογισμούς αντί να διδάσκη και να φωτίζη εν μικρόν μέρος της Πελοποννήσου, αφωσιώθη με όλην του την επιμέλειαν να ωφελή και ει δυνατόν να σώζη όλους τους απανταχού της γης ευρισκομένους Χριστιανούς. Κατά τίνα τρόπον; Ιδού. Οι νέοι ούτοι φιλόσοφοι του γένους μας αγωνίζονται να προξενήσουν δόξαν και λαμπρότητα εις το Ελληνικόν γένος, δια των εξωτερικών επιστημών και μαθήσεων και βιβλία συχνά μεταγλωττίζουσι χρησιμεύοντα εις τον σκοπόν των. Αλλ’ ούτος ο αοίδιμος εφρόντιζε να ωφελήση όχι το Ελληνικόν, αλλά το Χριστιανικόν γένος, καθιστών τους γηϊνους ανθρώπους αξίους τής ουρανίου δόξης και πολιτείας, της Βασιλείας των ουρανών. Με ποία μέσα; Με τα πνευματικά και ψυχοσωτήρια βιβλία τα οποία, επειδή είναι πάμπολλα, είναι δύσκολον να απαριθμήσωμεν εν προς εν. Εις το κοσμοσωτήριον λοιπόν τούτο έργον κατεγίνετο σχεδόν καθ’ όλην του την ζωήν και καθώς έγραφεν ο Πατριάρχης «άχρι τελευταίας αναπνοής ημών», ούτως ακριβώς έπραττε και ο αείμνηστος. Διότι αφ’ ου εφιλοπόνησε το «Νέον Λειμωνάριον», με την τούτου φροντίδα ετελείωσε τας τελευταίας ώρας της ζωής του. Ότι δε με το μέσον τούτων των βιβλίων ωφέλει και πάντοτε ωφελεί και σώζει ψυχάς πολλάς ο αοίδιμος, δεν πρέπει να αμφιβάλλη κανείς έχων ως απόδειξιν Θεόδωρον τον Βυζάντιον και Δημήτριον τον Πελοποννήσιον και άλλους, οίτινες εθερμάνθησαν προς την υπέρ της Πίστεως άθλησιν, αναγινώσκοντες εις το «Νέον Μαρτυρολόγιον» τας αρετάς και τας θυσίας των ομοιοπαθών των Αθλητών του Χριστού. Ήκουσα δε και εγώ αυτός λαϊκόν άνθρωπον εκ της Αίνου ορμώμενον, μετά τινος προσπαθείας διηγούμενον και λέγοντα, ότι την «Φιλοκαλίαν» εμελέτησε δύο φοράς και είχε σκοπόν, ευθύς ως εύρη καιρόν, να την μελετήση και δια τρίτην φοράν. Όθεν εκ των δεδομένων και γινωσκομένων τούτων, ας συμπεράνη καθείς και τα αγνοούμενα και τα διαφεύγοντα. Είπομεν ανωτέρω ότι πολλά και πάμπολλα είναι τα τοιαύτα βιβλία, τα οποία εξέδωκεν εις κοινήν ωφέλειαν. Ώστε λέγομεν, ότι αν ίσως και μίαν μόνην ψυχήν καθ’ εν από τα βιβλία ταύτα ημπορεί να ωφελήση και να γίνη αίτιον ίνα επιστρέψη αύτη εξ οδού απωλείας εις οδόν σωτηρίας, πόσοι μισθοί, πόσοι στέφανοι απόκεινται εις τους ουρανούς δια τον βοηθήσαντα εις την σωτηρίαν των τοιούτων ψυχών; Όταν και δια μίαν μόνην ψυχήν ο κόσμος όλος δεν είναι αντάξιος, κατά την Δεσποτικήν απόφασιν, την ασύγκριτον και ανείκαστον. Τόσον δε πόθον είχεν η μακαρία του ψυχή εις το να ωφελή ψυχάς και τόσον εδίψα την σωτηρίαν των Χριατιανών, ώστε αναγινώσκων ποτέ βιβλιάριον, το οποίον ονομάζεται «Χριστιανική Απολογία» και, τρόπον τινά, ενθουσιασθείς από την ανάγνωσιν τούτου, δεν υπέμεινεν, αλλ’ ευρών και συνάξας πεντακόσια γρόσια προσέφερε ταύτα δια να εκτυπωθή εκ δευτέρου το τόσον ψυχωφελέστατον βιβλίον. Ήδη δε, μετά την εκείνου τελευτήν, έχομεν ήδη την ευκαιρίαν να είπωμεν και να γράψωμεν και τούτο· με τον αυτόν ένθερμον ζήλον, ως να ήτο ιδικόν του ποίμνιον, εδίδασκε τους πέριξ αυτού ευρισκομένους Χριστιανούς, λογιζόμενος ότι εκτελεί απαραίτητον χρέος. Ομοίως δεν έπαυεν από του να διδάσκη ακαταπαύστως τα θεία θελήματα εις τους ενορίτας της Εκκλησίας του, και όσους άλλους συνήγοντο εις αυτήν, διδάακων πάντοτε αυτούς κατά την ώραν του Κοινωνικού, ή δια της προφορικής του διδασκαλίας ή δια των βιβλίων, τα οποία αφού εξήταζε, ανεύρισκεν εις αυτά τα αρμόζοντα εις εκάστην περίστασιν σύντομα ηθικά διδάγματα, τα οποία προς κοινήν ωφέλειαν ανεγινώσκοντο εις επήκοον πάντων παρά του ιδίου ή υπό άλλων. Κατά τας Τεσσαρακοστάς μάλιστα συνήθιζε να κατέρχεται και εις τας άλλας Εκκλησίας, αίτινες ευρίσκοντο εκεί πλησίον, και εδίδασκε τους εις αυτάς συναθροιζομένους Χριστιανούς τον λόγον του Θεού. Εδίδασκε δε όχι με φωνάς αγρίας και τραχείας, καθώς πολλοί συνειθίζουσιν από τους έμβωνας, αλλά με ομιλίαν ήσυχον, ήμερον, γαλήνιον, όπως ήτο και η διδαχή των αλιέων Αποστόλων, των οποίων ήτο πράγματι μαθητής ακριβέστατος. Αλλ’ άραγε, ίσως ήθελε τις ειπεί, απέφερε και κανένα καρπόν εκ της τοιαύτης αυτού πολιτείας; Και πως ημπορεί να υπάρχη τοιαύτη αμφιβολία; Επειδή πως είναι λογικόν, να μη ωφελούνται οι Χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι, πρώτον μεν έβλεπον ένα Αρχιερέα Κορίνθου να τους διδάσκη, με σχήμα ταπεινότατον, με ενδύματα πενιχρότατα, με ενφάνισιν πτωχικήν; Πράγματι, το καλυμμαύχη της κεφαλής του άλλος κανείς δεν ήθελε καταδεχθή να το φορέση· δεύτερον, το οποίον μάλιστα είναι και σπουδαιότερον, πως ήτο δυνατόν να μη ωφελούνται οι Χριστιανοί, αφού αόκνως τους εδίδασκε, χωρίς να ζητή παρ’ αυτών ουδέ το ελάχιστον δια πληρωμήν; Διότι, καθώς προείπομεν, ήτο ακριβέστατος μιμητής των αλιέων. Δια τούτο όχι μόνον τίποτε δεν εζήτει, αλλά και εις πλείστους, έχοντας ανάγκην, έδιδεν αυτός εξ εκείνων τα οποία του ευρίσκοντο. Εις τον ένα λοιπόν έδιδε δια να αγοράση ζώον, εις τον άλλον ίνα υπανδρεύση την κόρην του. Παρουσιάσθησαν δε πολλοί και άνδρες και γυναίκες, οίτινες, μετά τον θάνατόν του οδυρόμενοι δια την ατυχίαν των, εκήρυττον, ότι τους είχε παραχωρήσει μηνιαίαν δόσιν εις χρόνους πολλούς και τους εκυβέρνα καθένα κατά την ανάγκην του. Πως λοιπόν ερωτάς, εάν οι λόγοι τοιούτου διδασκάλου απέφερον καρπούς; Ναι, απέφερον και πλουσίους μάλιστα. Όχι δε μόνον από συλλογιαμόν ιδικόν μας τούτο λέγομεν, αλλά και οι Πνευματικοί οι οποίοι εξωμολόγουν εκείνους τους Χριστιανούς μας εβεβαίωσαν ταύτα. Μάλιστα και μικρά τις έμπρακτος διήγησις θέλει βεβαιώσει πάντας περισσότερον . Γυνή τις του τόπου εκείνου ευρήκε ποτέ μέταξαν βάρους τριών λιτρών ή και βαρυτέραν και ταύτην ευρούσα δεν την έκρυψεν, αλλ’ έσπευδεν εδώ και εκεί εξετάζουσα, ποίος την έχασε δια να την αποδώση. Ηπόρησαν τότε οι άνθρωποι θαυμάζοντες πως δεν την εκράτησεν, αλλά ζητεί να εύρη εκείνον όστις την έχασεν. Εκείνη δε έλεγεν· «Όχι, δεν κρατώ την μέταξαν, διότι δεν μας το επιτρέπει εκείνος ο ευλογημένος ο Δεσπότης της Κορίνθου· εκείνος μας διδάσκει, όταν ευρίσκωμεν πράγμα να μη το κρατούμεν, διότι είναι αμαρτία, αλλά να φροντίζωμεν να εύρωμεν εκείνον, όστις το έχασε και να του το δώσωμεν». Μικρόν φαίνεται το πράγμα τούτο, αλλ’ είναι σημείον μέγα, προς απόδειξιν ότι μεγάλην ωφέλειαν προσέφερε με τας απλάς του διδαχάς. Εδίδασκε δε, όχι μόνον να μη κρατούν το ξένον πράγμα, διότι είναι κλοπή, αλλά και ευρετικά να μη ζητούν, ούτε να λαμβάνουν. Και ταύτα μεν τα καλά συνεχώς εγίνοντο, αλλ’ η πολλή και μεγάλη προς τους δεομένους συμπάθεια του Αγίου ήρχισε να του προξενή ενόχλησιν εις την ησυχίαν, επειδή οι πτωχοί και αι πτωχαί και όσοι από συμφοράς και ανάγκας εκλυδωνίζοντο, έτρεχον συνεχώς εις τον Άγιον τούτον, ως εις λιμένα σωτήριον. Εκείνο δε το οποίον ηύξανεν εις τον Άγιον την ενόχλησιν ήτο, ότι και μακρόθεν, από τόπους ξένους, ήρχοντο δυστυχείς και άποροι, στελλόμενοι από φίλους. Επειδή δε οι τοιούτοι εχρειάζοντο πολλάκις μεγάλας βοηθείας, ηναγκάζετο να ζητή από άλλους ελεημοσύνην, δια να τους βοηθή. Τούτο όμως κατ’ ανάγκην δεν εγένετο άπαξ, αλλά συχνάκις. Επειδή δε η συνείδησίς του δεν του συνεχώρει να τους αποπέμπη κενούς, ηναγκάσθη να αναχωρήση από τον ηγαπημένον του Ησυχαστήριον. Μετέβη λοιπόν εις την Πάτμον, αλλά μη ευρών εκεί καλλιτέραν ησυχίαν, καθώς ήλπιζεν, επέστρεψεν εις την πρώτην του διαμονήν. Τότε οι Χριστιανοί, οίτινες τον εστερήθησαν, όσον ελυπήθησαν δια την αναχώρησίν του, τόσον και ακόμη περισσότερον εχάρησαν δια την επάνοδόν του. Εκείνος λοιπόν ο ευλογημένος επανήλθεν εις την Χίον και ημείς ας επανέλθωμεν εις την συνέχειαν της διηγήσεως. Και πρώτον ας είπωμεν αμέσως δια το βιβλίον το πραγματευόμενον Περί της συνεχούς Μεταλήψεως των θείων Μυστηρίων. Τούτο, καθώς θέλομεν ίδει, όταν το αναγνώσωμεν, άλλο τι δεν περιέχει ει μη ρητά Ευαγγελικά, Αποστολικά, Κανόνας Αποστολικούς και Συνοδικούς και ρητά των Αγίων Πατέρων, εξηγημένα όλα εις την κοινήν μας διάλεκτον, τα οποία όλα ομοφώνως και κοινώς συνιστώσιν, ήτοι διδάσκουσιν, ότι καλή και Αγία και σωτήριος είναι η συχνή των θείων Μυστηρίων μετάληψις. Ώστε το βιβλίον τούτο είναι άγιον και νόμιμον και κανονικόν, διότι, καθώς είπομεν, άλλο δεν περιέχει εκτός γραφικών, κανονικών και πατερικών ρητών, εξηγημένων εις το απλούν, χωρίς καμμίαν διαστροφήν και παρεξήγησιν, ως καθείς ευκόλως εννοεί. Παρ’ όλα ταύτα ίσχυσεν η κακία δια ταύτην την συγγραφήν. Διότι κακόφρων τις Μοναχός Αγιορείτης, λαβών δια πρώτην φοράν το βιβλίον εις τας χείρας του και νομίσας ότι είναι πόνημα του Νεοφύτου, το έστειλε μέσω Θεσσαλονίκης εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, δια τινος εν Κωνσταντινουπόλει φίλου του, γράψας όσα κακά ηδυνήθη κατ’ αυτού. Τότε ο αοίδιμος Πατριάρχης Προκόπιος ο Πελοποννήσιος (1775 – 1780), όστις από Επίσκοπος Σμύρνης είχεν ανέλθει εις τον Οικουμενικόν θρόνον, από μόνας τας κατηγορίας παροξυνθείς, χωρίς καμμίαν χρονοτριβήν το κατέκρινε συνοδικώς, ως βιβλίον παράνομον και σκανδαλοποιόν, επέβαλε δε και βαρύτατα επιτίμια κατά των τολμώντων να το αναγνώσωσιν. Οι εν τω Αγίω Όρει αδελφοί επεδίωξαν τότε να ανακαλέσουν την καταδίκην του βιβλίου, δι’ αντιθέτου αποφάσεως της Εκκλησίας, μέσω άλλου τινός, αλλά δεν επέτυχον το ποθούμενον και ούτω έμεινε το κακόν αδιόρθωτον, έως ότου, τη του Θεού προνοία, ανήλθεν εις τον Πατριαρχικόν Θρόνον ο από Σμύρνης Νεόφυτος. Μετά του θείου τούτου Πατριάρχου είχε στενήν γνωριμίαν ο ευλογημένος Μακάριος. Όθεν φαίνεται ότι έγραψε προς αυτόν να επαναξετάση το βιβλίον του και αφού κρίνη περί της αθωότητος αυτού, να λύση τα εξακοντισθέντα επιτίμια κατά των αναγινωσκόντων αυτό. Τούτο δε συμπεραίνομεν λόγω του ότι σώζεται επιστολή Αποστολική του Παναγιωτάτου τούτου Πατριάρχου, ικανώς θεραπεύουσα τον θείον Μακάριον εις όσα εζήτησε. Συμφέρον δε και ωφέλιμον κρίνομεν, όπως καταχωρίσωμεν ενταύθα αυτολεξεί την πατριαρχικήν ταύτην επιστολήν προς κοινήν των ενδιαφερομένων ωφέλειαν· έχει λοιπόν αύτη επί λέξει ούτως: «Ιερώτατε Μητροπολίτα πρώην Κορίνθου, εν Αγίω Πνεύματι αγαπητέ και συλλειτουργέ της ημών μετριότητος κυρ Μακάριε, χάρις είη τη αρχιερωσύνη σου και ειρήνη παρά Θεού. Περί του πονήματος της αρχιερωσύνης σου, του βιβλίου περί της Συνεχούς Ιεράς Μεταλήψεως, όπερ εξέδωκας εις τύπον, δηλοποιούμεν σοι ότι εθεωρήθη συνοδικώς και εξητάσθη εσκεμμένως και ενεκρίθη και απεδείχθη Εκκλησιαστικώς νόμιμον και μηδέν έχον το κωλύον, δια της μετανοίας όμως και αληθούς εξομολογήσεως των αξίως βουλομένων μεταλαμβάνειν συνεχώς τα άχραντα και φρικτά Μυστήρια. Και όταν δια της τοιαύτης νομίμου και θεαρέστου προετοιμασίας μεταλαμβάνωσι συχνώς, έσται εκείνο λίαν νόμιμον και ψυχωφελές και σωτήριον και τω νομίμω τρόπω τούτω απεδείχθη το βιβλίον σου εκείνο συνοδικώς κοινωφελές και σωτήριον και ακωλύτως οι βουλόμενοι αγοράσαι και διεξελθείν αναγινωσκέτωσαν και νομίμως και κανονικώς δια της οδηγίας και ικανοποιήσεως των Πνευματικών ενός εκάστου Πατέρων μετά φόβου Θεού μεταλαμβανέσθωσαν, ει γε άξιοι συνεχώς. Επειδή δε ανεφύη υπόνοια ότι εξεδόθη Εκκλησιαστικός αφορισμός επί το καταργηθήναι το πόνημά σου και εκείνοι οι ευσεβείς Χριστιανοί διευλαβούμενοι ουκ αναγινώσκουσι, προς διάλυσιν των εκκλησιαστικών εκείνων δεσμών και επιτιμίων, γράφομεν εν τη παρούση ημών και δια του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος αποφαινόμεθα. «Ίνα όσοι των Χριστιανών βουλόμενοι αναγνώναι το ανακριθέν συνοδικώς ποίημά σου εκείνο, το περί της Συνεχούς Μεταλήψεως βιβλίον, υπάρχωσι συγκεχωρημένοι και ευλογημένοι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος. Λελυμένοι των επελθόντων όπως ποτέ Εκκλησιαστικών επιτιμίων και αμέτοχοι των αρών, έχοντες και τας ευχάς και ευλογίας πάντων των απ’ αιώνος Αγίων και Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας. Ούτω λοιπόν γινώσκων και η Ιερότης σου, απόθου πάσαν υπόνοιαν και υποψίαν, ότι και περί του πονήματός σου τούτου ως ψυχωφελούς, μισθόν λήψη παρά Θεού, Ου η Χάρις είη μετά σου». Ας ιδούν και ας ακούσουν οι διώκται της συνεχούς Θείας Μεταλήψεως, οι πάντη αδίκως και παραλόγως απομακρύνοντες τους Χριστιανούς από της θείας Κοινωνίας, μέχρι σημείου ώστε εις αποθνήσκοντα να μη δώσωσι το εφόδιον της αιωνίου ζωής, διότι άλλοτε πρωτύτερα είχε κοινωνήσει και δεν είχον παρέλθει από της κοινωνίας ημέραι πολλαί, ώστε να γίνη άξιος! Ας ίδουν και ας ακούσουν κάλλιστα εκείνοι οι οποίοι υπό δαιμονικής συνεργείας κινούμενοι έκαυσαν το βιβλίον απλώς και ως έτυχε· ας κλαύσουν οι δείλαιοι ούτοι την ασεβή των τόλμην, στοχαζόμενοι ότι δεν έκαυσαν απλώς εν βιβλίον, αλλ’ έκαυσαν τους θείους λόγους ήτοι τα Ευαγγέλια, τους Αποστόλους, τους Ιερείς Κανόνας, τους Θεοφόρους Πατέρας. Τοιούτον βιβλίον έκαυσαν, καθώς η Πατριαρχική απόφασις μαρτυρεί και ήτις ονομάζει τούτο λίαν νόμιμον, ψυχωφελές και σωτήριον, συνοδικώς αυτό ως ιερόν και άγιον επικυρούσα, πάντας δε προτρέπουσα προς την τούτου ανάγνωσιν. Ω θειότατε Πάτερ, πολλά και πάμπολλα βιβλία Θεοφόρων Πατέρων ψυχικής ωφελείας γέμοντα εξέδωκας, αλλά τούτο το περί της Θείας Μεταλήψεως, το οποίον ο ένθερμος ζήλος σου εφιλοπόνησε, τουτέστι συνήξε και κατεσκεύασεν εκ των πηγών του σωτηρίου, ημπορεί με κάθε δίκαιον να ονομάζεται, καθώς πράγματι είναι, πηγή και φρέαρ αιωνίου ζωής. Όθεν καθώς τα φρέατα των πάλαι Πατριαρχών του Αβραάμ και του Ισαάκ έφραξαν οι αλλόφυλοι Φιλισταίοι, ούτω και τούτο ο αρχέκακος Σατάν, αυτόχρημα φθονερός ων, ίσχυσε να το φράξη ο αντίχριστος, αλλά χάρις εις την φιλάδελφον πρόνοιαν και την υπέρ της Εκκλησίας φροντίδα σου, ότι ουκ έδωκας ύπνον τοις σοις οφθαλμοίς, ουδέ τοις βλεφάροις σου νυσταγμόν, πάλιν αυτό ανώρυξας και δια συνοδικής κρίσεως απεκάθηρας και ύδωρ ζων και αλόμενον εις τους βουλομένους πάντας αποκατέστησας. Αλλά καιρός είναι τώρα να είπωμεν και δια την μεγάλην και θαυμασίαν αρετήν εκείνην, την οποίαν, ως κορωνίδα και στέφανον απέθηκεν επάνω από όλας τας άλλας Ευαγγελικάς του αρετάς ο θειότατος ούτος Πατήρ. Διότι καθό Χριστιανός ούτος γνήσιος, Χριστού τέκνον και Χριστιανών Πατήρ, πολλούς αρνησιχρίστους πρώην προς το υπέρ Χριστού Μαρτύριον προητοίμασε, προς τον θείον δηλαδή τούτον αγώνα εις τον οποίον περιέχονται όλα τα είδη των βασάνων, όσα εφεύρεν η επίνοια του διαβόλου, δια να επιτύχη να εξαλείψη το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις τον οποίον αγώνα, ως αγωνοθέτης και στεφανωτής των νικών, κάθηται αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αγωνισταί δε υπέρ της δόξης του Ιησού Χριστού οι Άγιοι Μάρτυρες, ανταγωνιστής δε τούτων αυτός ο διάβολος με τα ιδικά του όργανα, τους εχθρούς δηλαδή και διώκτας της θείας ημών Πίστεως. Εκ τούτου λοιπόν είναι φανερόν, ότι οι μέλλοντες να αποδυθούν εις τον αγώνα αυτόν χωρίς ανδρείαν ψυχής, δεν δύνανται να αποκτήσουν του Μαρτυρίου τον στέφανον, διότι καθώς λέγει ο Κύριος, «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ: 41, Μάρκ. ιδ: 38). Δια τούτο, καθώς λέγει ο μέγας εις την Θεολογίαν και την αρετήν Γρηγόριος, η δια των λόγων προτροπή και παρακίνησις, όχι ολίγην ανδρείαν εμβάλλει εις τας ψυχάς των παρρησιαζομένων εις τα Μαρτύρια. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά λέγει ακόμη ότι, όσοι είναι υποχρεωμένοι να κάμνωσι τούτο και από δειλίαν ψυχής το αποφεύγουσι, ίνα μη τυχόν πάθωσι κανέν κακόν, κίνδυνον μέγα προξενούν εις την ψυχήν των, επειδή καταφρονούν τους εν κινδύνω ψυχής ευρισκομένους, καθό μη έχοντας τον προς τοιούτον αγώνα παραθαρρύνοντα και εκγυμνάζοντα. Ω πόσον πικρόν και σκανδαλώδες εφάνη εις όλους, όταν άνθρωπος τις τοιαύτην έχων ανάγκην μετέβη προς τινα των τότε ενεργεία Μητροπολιτών και εξομολογηθείς εις αυτόν την πτώσιν του εζήτει την θεραπείαν, εκείνος δε φρίξας εις την τοιαύτην ακοήν έφραξε τα ώτα αυτού και απέπεμψε κενόν τον άνθρωπον εκείνων! Φεύ! εάν ο λιμήν δεν δέχεται τους χειμαζομένους, που αλλού θα δυνηθούν να προσορμισθώσιν; Αν το ιατρείον αποβάλλη τους νοσούντας, που αλλού θέλουν εύρει την θεραπείαν; Και αν η Εκκλησία αποβάλλη τα κινδυνεύοντα τέκνα της, που αλλού θα ημπορέσουν να καταφύγουν και να εύρωσι σωτηρία; Δια τούτο ο μέγας ούτος ανήρ δεν έπαυσε, παραβλέπων τας ματαίας και ανοήτους δικαιολογίας, τας οποίας εις τοιαύτας περιστάσεις συνηθίζουν να προβάλουν οι όλως διόλου φιλόκοσμοι και φιλόσαρκοι, εδέχετο χριστομιμήτως πάντας τους τοιαύτην έχοντας ανάγκην. Αλλά και εις τους κατηγορούντας ανοήτως και ασπλάγχνως τους δεχομένους τους τοιούτους, έλεγε χριστομιμήτως «τον ερχόμενον προς με, ου μη εκβάλω έξω» (Ιωάν. στ: 37). Εδέχετο λοιπόν πάντας και πάντας προς τους αθλητικούς αγώνας ήλειφεν, όχι μόνον με λόγους αλλά και με τα έργα. Επειδή δεν τους έλεγε μόνον ολίγας λέξεις προς εμψύχωσιν και κατόπιν να τους απολύη, αλλά τους εκράτει εκεί πλησίον του ημέρας πολλάς και τους εγύμναζε με νηστείας και προσευχάς, με γονυκλισίας, με δάκρυα και στεναγμούς, έως ότου ήναπτεν εις τας ψυχάς των το πυρ της προς τον Θεόν αγάπης. Τούτο απέδειξε τα μάλιστα ο Κύπριος εκείνος Πολύδωρος, όστις δια των παραινέσεων του θείου τούτου Πατρός ηξιώθη των μαρτυρικών στεφάνων και όστις αισθανθείς εν εαυτώ το πυρ της προς Θεόν αγάπης, εφώναξε τρεις φοράς, εσπέραν τινά έξω της θύρας του ξενοδοχείου ευρισκόμενος· «Ο Θεός συγχωρήσοι σας δια το καλόν το οποίον μοι κάμνετε». Άλλην δε πάλιν φοράν, εν ω τον εζήτει ο προαναφερθείς υποτακτικός τού Αγίου γέρων Ιάκωβος δια να έλθη να φάγη ολίγον άρτον, τον εύρεν εις τι μέρος κλαίοντα και ολολύζοντα και επιστρέψας ανήγγειλεν εις τον Άγιον, ότι εις το δείνα μέρος κάθηται και κλαίει, απεκρίθη δε ο θείος Πατήρ· «Άφες τον , ας κλαίη· αυτός μόνον ο κλαυθμός είναι θεάρεστος και σωτηρίας πρόξενος». Την ιδίαν αυτήν ενέργειαν απέφερεν η αρίστη αύτη προπαρασκευή και εις την ψυχήν του Βυζαντίου Θεοδώρου όστις από το εν άκρον, δηλαδή την άκραν δειλίαν του θανάτου, έφθασεν εις το άλλο, διότι, ως διψώσα έλαφος, έτρεχε να εύρη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Αυτήν την ιδίαν ενέργειαν επροξένησε και εις την παχείαν και απαίδευτον ψυχήν του Πελοποννησίου Δημητρίου, όστις, απαγόμενος εις την υπέρ Χριστού καρατόμησιν, εβόησεν εκείνην την αοίδιμον φωνήν προς ουρανόν ατενίζων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι ηξίωσας εμέ τον ανάξιον δούλον σου να φθάσω εις αυτήν την αγίαν ώραν». Κατόπιν όλων τούτων δύναται τις να αμφιβάλλη αν ο ιερός ούτος αλείπτης των καλλινίκων αυτών Αγίων Μαρτύρων πρέπει να καταταχθή ως εναρίθμιον (Εναρίθμιος λέγεται ο προς συμπλήρωσιν αριθμού τινός προωρισμένος, ο κριθείς άξιος να συμπληρώση τον πρέποντα αριθμόν.) των ιδικών του Αθλητών και τη προαιρέσει Μάρτυς; Βεβαίως όχι. Διότι αν ο θείος Βασίλειος, τον μακαρίσαντα μόνον γνησίως τον Μάρτυρα, αποφασίζει Μάρτυρα τη προαιρέσει, ο θείος ούτος Μακάριος, όστις και ημέραν και νύκτα δεν έπαυε και πλείστας εξ αυτών εδαπάνα δια τους ερχομένους εις το στάδιον του Μαρτυρίου, έως ότου ήναπτεν εις τας καρδίας των την φλόγα της προς Χριστόν αγάπης και του πόθου της υπέρ Αυτού αθλήσεως, αν δηλαδή δι’ εκείνους απόκειται, κατά τον Απόστολον, ο της δικαιοσύνης στέφανος, ως τον δρόμον τελέσαντας και την Πίστιν τηρήσαντας, και εις τούτον εξάπαντος απόκειται ο πολύτιμος ούτος στέφανος ως συνεργόν και συναγωνιστήν και συναντιλήπτορα τούτων και μνήμη και προθυμία και έργω και λόγω. Με μεγάλην μου λύπην βλέπω τον λόγον φθάνοντα και εις την προσθήκην του τέλους της πανοσίου και κοινωφελεστάτης ζωής του Αγίου. Αλλ’ επειδή το της φύσεως χρέος είναι κοινόν και απαραίτητον, θέλομεν προσθέσει και αυτό με υπομονήν, μάλλον δε με δόξαν και ευχαριστίαν προς τον της ζωής και του θανάτου Κύριον. Είχε συμπληρώσει με πολλούς κόπους και αγρυπνίας ο αοίδιμος την νέαν συλλογήν οσιακών τινων Βίων και Μαρτυρίων, παλαιών και νέων, έτι ανεκδότων και άλλων τινών ψυχωφελών διηγημάτων και θαυμάτων, αυτός ιδία χειρί, άλλα μεν μεταφράζων και άλλα αντιγράφων, την οποίαν ωνόμασε «Νέον Λειμωνάριον». Αφού δε έφερεν εις πέρας ταύτην και ενώ διενοείτο και εφρόντιζε τίνι τρόπω να την εκδώση εις τύπον, Θεού συγχωρήσει πλήττεται το ήμισυ του σώματός του από το πονηρόν πνεύμα της αποπληξίας και γίνεται ημίξηρος κατά το δεξιόν μέρος, ούτω δε έμενεν ανενέργητος εις το εξής η καλή και αγαθοεργός χειρ, των πολλών καλών αίτιος και ακολούθως έμενε και η βίβλος αργή. Έκειτο λοιπόν ο Μακάριος οδυνώμενος και πάσχων και τον στέφανον εαυτώ πλέκων δια της υπομονής και ευχαριστίας, προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην και Κύριον και δύο πηγάς δακρύων εποίησε τους οφθαλμούς του, ταλανίζων τον εαυτόν του, συχνάκις λέγων ότι δια τας αμαρτίας του τον παιδεύει ο Θεός, διότι δεν μετανοεί· πολλάκις δε και τούτο μετά δακρύων έλεγε· «Δεν μετανοώ». Είπομεν λοιπόν ποτέ προς αυτόν· «Ω Πάτερ και Δέσποτα, όλη σου η ζωή εστάθη μία μετάνοια· τας εντολάς του Κυρίου εκ νεότητός σου εφύλαξας ακριβέστατα, διατί λοιπόν έχεις να μετανοήσης; Καλώς λέγεις ότι δεν μετανοείς· βεβαίως δεν μετανοείς, διότι δεν σε ελέγχει η συνείδησίς σου ως παραβάτην των θείων εντολών». Ενώ δε ταύτα ημείς ελέγομεν, οι οφθαλμοί του έρρεον ακατάπαυστα, διότι ούτω τους είχεν απ’ αρχής συνειθισμένους και εκ της τυχούσης προφάσεως εξήρχοντο τα δάκρυα και έτρεχον ποταμηδόν. Οκτώ μήνας παρέμεινεν εν τη κλίνη ακίνητος ο Άγιος, από τας πρώτας δηλαδή ημέρας του Σεπτεμβρίου μέχρι της ιζ΄ (17ης) του Απριλίου, καθ’ όλον δε το διάστημα τούτο τα πλήθη των Χριστιανών έτρεχον καθ’ εκάστην, άνδρες και γυναίκες, τόσον οι γνωστοί και οι φίλοι, όσον και πάντες οι αδιάφοροι, δια να λάβουν τας αγίας αυτού ευχάς και ευλογίας. Καθ’ όλον το διάστημα τούτο εμελέτα τον θάνατον και τα μετά θάνατον. Εξωμολογείτο συχνά, εκοινώνει των αχράντων Μυστηρίων, ημέραν παρ’ ημέραν, κατόπιν δε προς το τέλος καθ’ εκάστην , είχε δε πλησίον του τον ομόψυχόν του Οσιώτατον Νείλον τον Καλόγνωμον, καθώς και τον Νικηφόρον τον Οσιώτατον, ευλαλούντα και φιλοσοφούντα τα μυστικά και πνευματικά, διότι ο όντως και αληθώς μακάριος θείος Μακάριος διετήρει σώας τας φρένας του έως της εσχάτης του αναπνοής κατά την οποίαν και παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας τού Πλάστου του. Συνηριθμήθη λοιπόν μετά των Ιεραρχών ο Ιεράρχης, μετά των Ασκητών ο Ασκητής, μετά των Μαρτύρων ο αλείπτης των Μαρτύρων εν έτει σωτηρίω αωε΄ (1805) τη ιζ΄ (17η) Απριλίου και ετάφη έξωθι της Εκκλησίας, παρά την νότιον πλευράν, πληρωθέντος ούτω εκείνου το οποίον προ καιρού είπεν, ότε προ δύο χρόνων είχεν ασθενήσει ο γέρων Ιάκωβος ασθένειαν βαρυτάτην και απηλπίσθη παρά των ιατρών, ώραν δε με την ώραν εφαίνετο ότι μέλλει να τελευτήση. Ηρώτησαν δηλαδή τότε οι αδελφοί τον Άγιον, που ήτο ορισμός του να ανοίξουν τάφον δια τον πνέοντα τα λοίσθια. Επλήγη τότε η συμπαθεστάτη ψυχή από του τάφου το όνομα και είπε· «Μη γένοιτο, όχι μη γένοιτο! Πρώτον τον εμόν ανοίξατε και ύστερον τον τούτου». Και τούτο ούτως εγένετο· διότι μετά την θείαν του ανακομιδήν εις τον ίδιον τάφον του ετέθη και ο τούτου σύμβιος και ομόψυχος γέρων Ιάκωβος. Έτι δε ατάφου μένοντος του Ιερωτάτου νεκρού η παντουργική του Πνεύματος Χάρις έδειξε σημείον μέγα αποδεικνύον ότι ευηρέστησε τω Θεώ και εν Αγίοις εγένετο ο κλήρος αυτού· επειδή δε μετά την θείαν αυτού ανακομιδήν ήρχισαν να γίνωνται και σχεδόν καθ’ εκάστην γίνονται αναρίθμητα θαύματα, απεφασίσαμεν εκ πάντων να παραθέσωμεν τα επισημότερα. Ας είναι δε βέβαιος πας ο αναγινώσκων ταύτα και καθόλου ας μη αμφιβάλλη ότι είναι αληθή, διότι δεν τα γράφομεν εις κανένα ξένον και μακρυνόν τόπον ευρισκόμενοι, αλλά εντός της πόλεως ταύτης της Χίου, παρόντων και ζώντων των προσώπων τα οποία έπασχον και παραδόξως ιάθησαν. Όθεν δεν υπάρχει λόγος να ψευδώμεθα, επειδή ο καθείς δύναται να πληροφορηθή την αλήθειαν αμέσως εξ αυτών των ιδίων προσώπων. Όλοι δε οι διδάσκαλοι λέγουσιν, ότι εκείνος όστις διηγείται πράγματα εις καιρόν ότε ζώσιν εκείνοι ενώπιον των οποίων επράχθησαν, όλους εκείνους έχει μάρτυρας δια τα υπ’ αυτού λεγόμενα. Αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
Πλησίον του περιωνύμου Ναού των Ταξιαρχών, όστις κοινώς ονομάζεται Καμπάνα, κείται και έτερος Ναός της Θεοτόκου, όστις καλείται Μαρμαριώτισσα. Εν τη ενορία δε ταύτη κατοικεί γυνή τις καλουμένη Αγγερού, της οποίας ο ανήρ Φραγκούλης ονομαζόμενος, δυτικός ων πρότερον, μετεστράφη, εγκολπωθείς το ημέτερον ανατολικόν δόγμα δια του θείου Βαπτίσματος. Τούτων δε η τετραετής θυγάτηρ Αργυρή, προσβληθείσα υπό της δεινής και επικινδύνου νόσου της ευλογίας κατέστη οικτρόν και ελεεινόν θέαμα, καθό τιμωρουμένη συνεχώς επί τέσσαρα έτη υπό δεκατεσσάρων πληγών ας επέφερεν η νόσος εις τον δεξιόν αυτής βραχίονα και ημείς, ιδίοις οφθαλμοίς ιδόντες αυτάς εφρίξαμεν. Κατά το διάστημα δε τούτο βασανιζομένη παρηκολουθείτο υπό του αρίστου των εν Χίω χειρουργών Δομινίκου, όστις και πολλά μικρά οστά εξέβαλεν από των πληγών της. Τρομερούς δε πόνους υποφέρουσα η δυστυχής, ουδόλως ωφελείτο αλλά μάλλον ώδευε προς τον θάνατον· διότι η χειρ αυτής κατέστη παράλυτος ως νεκρά, από του τραχήλου δια μανδηλίου εξηρτημένη και προς την παλάμην εστραμμένα έχουσα τα δάκτυλα. Διαδοθείσης δε της φήμης, ότι ετελεύτησεν ο ιερός Μακάριος, η μήτηρ της πασχούσης, ήτις έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν και σέβας προς τον Άγιον τούτον Πατέρα, ευθύς ως ήκουσε το θλιβερόν αυτό γεγονός, έσπευσεν ίνα προφθάση την κηδείαν αυτού. Ούτω λοιπόν το μεν θυγάτριον αυτής έδωκεν ίνα φέρη εις φίλον επί όνου εκεί απερχόμενον, αύτη δε μετά της ανεψιάς έτρεχε κατόπιν πεζή. Προηγηθείς δε ο προαναφερθείς Χριστιανός έφθασε μετά της κόρης εις το του ιερού Μακαρίου οίκημα και διηγήθη το δεινόν αυτής πάθος εις τον εκεί παρόντα υπηρέτην, όστις ευσπλαγχνισθείς εισήλθεν εις το κελλίον, οπόθεν έλαβε το κάλυμμα της κεφαλής τού Αγίου και δι’ αυτού εσταύρωσεν εν πίστει και πεποιθήσει την χείρα του κορασίου. Μετ’ ολίγον δε έφθασεν εκεί και η μήτηρ μετά της ανεψιάς αυτής Ροξανδρίτσας, όπου αφού προσεκύνησε και προσηυχήθη επανήλθεν εις τον οίκον της. Αλλ’ ω του θαύματος! βλέπει αίφνης το θυγάτριόν της κινούν καθ’ όλα τα μέρη, άνευ ουδενός κόπου και δυσκολίας, την μέχρι της στιγμής εκείνης ακίνητον χείρα και κράζει μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς Αυτού»! Λησμονήσασα όμως να λύση και να παρατηρήση την εκ πληγών κεκαλυμμένην χείρα του θυγατρίου της έπεμψεν αυτό, κατά το σύνηθες, εις τον ειρημένον χειρουργόν Δομίνικον, όστις λύσας τους επιδέσμους και ιδών τας πληγάς ιατρευμένας εξεπλάγη και είπεν· «Ακατανόητον! Αυταί εκλείσθησαν όλαι». Ακολούθως η μήτηρ του κορασίου ηρώτησεν τον χειρουργόν τι ζητεί δια τους κόπους του, αλλ’ εκείνος ουδεμίαν πληρωμήν εζήτησεν, ουδέ οβολόν έλαβεν. Ότε δε μετά τινα καιρόν η μήτηρ τού κορασίου έπεμψε δια τούτου φιλοδώρημα τι προς τον ιατρόν, παρατηρήσας εκείνος και πάλιν την χείρα του κορασίου, εδόξασε τον Θεόν, καθώς και η γυνή αυτού και άπαντες οι αυτόπται μάρτυρες του θαύματος τούτου. Εις το Μοναστήριον της Καλλιμασιάς Μοναχή τις, Ματρώνα καλουμένη, έκειτο ασθενής εις το κελλίον της, την οποίαν επεσκέπτετο και επεριποιείτο προθύμως φιλάνθρωπος τις γυνή, Μαρούκα του Γιάκουμου ονομαζομένη, μετά της ανεψιάς αυτής Αγγερούς, δεκατετραετούς τότε την ηλικίαν, διότι αι άλλαι Μοναχαί, εκ τινος δεισιδαιμονίας και προλήψεως, εφοβούντο να εισέλθωσιν εις το κελλίον της ασθενούσης. Την εσπέραν λοιπόν του Σαββάτου του Ασώτου, κατά το έτος αωθ΄ (1809), το πρώτον έτος δηλαδή από της ανακομιδής των Λειψάνων του Αγίου Μακαρίου, η προαναφερθείσα νεάνις, εν ω ήνοιξε την θύραν του κελλίου της πασχούσης, είδε φάντασμα φρικτόν και τρομερόν και τοσούτον εφοβήθη, ώστε μετά βίας ηδυνήθη να φύγη εκείθεν και να επανέλθη εις την οικίαν της. Επειδή δε ησθάνετο δεινούς και οδυνηρούς κτύπους εις την καρδίαν, προσεκλήθη και η Ηγουμένη της Μονής Ματρώνα Αντωνάκαινα και άλλαι αδελφαί, αίτινες δια προσευχών, ραντίσματος αγιασμού και επιθέσεως επ’ αυτής αγίων Λειψάνων, καθησύχασαν αυτήν. Περί το μεσονύκτιον, βλέπουσαι αι Μοναχαί, ότι η νεάνις εφώναζεν, ως να ήτο έξω φρενών και εξύβριζε και εβλασφήμει, εκάλεσαν τον Πνευματικόν αυτής, Οσιώτατον Ιερομόναχον Νικηφόρον, ευρισκόμενον εις την πόλιν της Χίου, επιστήθιον φόλον του Αγίου Μακαρίου υπάρξαντα, ίνα υπάγη εις το Μοναστήριον μεθ’ αγίων Λειψάνων και ψάλη αγιασμούς υπέρ της πασχούσης. Τούτο δε ακούσασα αύτη είπε· «Μη τον φέρετε, μη τον φέρετε, τι τον θέλετε εκείνον τον μάγον; Τι τον προσκαλείτε να έλθη εδώ; Δεν τον ευρίσκετε». Εκ των λόγων τούτων αι περί αυτήν Μοναχαί ηννόησαν, ότι έπασχεν υπό ασθενείας ουχί σωματικής αλλά δαιμονικής, διότι πνεύμα ανθρώπου ουδόλως δύναται να γνωρίζη τα μακράν όντα και γινόμενα. Και πράγματι η σταλείσα ίνα προσκαλέση τον Ιερομόναχον Νικηφόρον αδελφή δεν εύρεν αυτόν εις την εν τη πόλει οικίαν του, διότι ευρίσκετο εις το χωρίον Νένητα. Τότε η γυνή εκείνη έσπευσεν εκεί προς συνάντησίν του, καθ’ οδόν όμως συνήντησε τον Πνευματικόν επιστρέφοντα εις την πόλιν. Ως δε εκείνος ήκουσε παρ’ αυτής την αιτίαν δια την οποίαν προσεκαλείτο εις το Μοναστήριον, μετέβη παρευθύς εκεί περί την ενάτην ώραν της ημέρας. Αφού λοιπόν έφθασεν εις το Μοναστήριον, εισήλθεν εις το κελλίον εις το οποίον έκειτο η ασθενής και ευρών εντός αυτού τας πλείστας των αδελφών παρακαλούσας μετά θερμών δακρύων τον Θεόν υπέρ αυτής εκινήθη εις οίκτον δια την αθλιεστάτην κατάστασιν της πρώην σεμνοτάτης και πραοτάτης νεάνιδος. Συμπεραίνων δ’ εκ των φαινομένων, ότι το πάθος αυτής προήρχετο εξ ακαθάρτου και πονηρού πνεύματος, ήρχισε να αναγινώσκη εν κατανύξει τους εξορκισμούς. Ενθυμηθείς δε ότι Μοναχή τις είχεν ένα των δακτύλων του Αγίου Μακαρίου, ςζήτησεν αυτόν κρυφίως, πνευματικώ δε τω τρόπω δέσας αυτόν εις το άκρον του μανδηλίου αυτού, επέθηκεν επί της πασχούσης, νοερώς προσευχόμενος και την βοήθειαν του Αγίου επικαλούμενος και λέγων καθ’ εαυτόν· «Πάτερ σεβασμιώτατε και φιλανθρωπότατε, ει εύρες χάριν παρά Θεού, δέομαί σου και παρακαλώ την συμπαθητικήν σου διάθεσιν, δείξον σημείον μέγα της αγιότητός σου και απομάκρυνον από της πασχούσης ταύτης το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα». Τους λόγους δε τούτους αφού επανέλαβε πολλάκις ο Ιερομόναχος και Πνευματικός Νικηφόρος, ω του θαύματος! Προς μεγίστην έκπληξιν των παρισταμένων αδελφών ανηγέρθη η νεάνις και εκάθησεν ήσυχος και ατάραχος, αυτή ήτις προ ολίγου ήτο παράφρων και μαινομένη και εβόησε λέγουσα· «Φεύ! πόσον μου πονεί η καρδία! Πόσον ανυπόφορος δυσωδία εξέρχεται εκ του στόματός μου!» Ο δε Πνευματικός ανέκραξε· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». Και πράγματι, άμα τη επικλήσει του Αγίου Μακαρίου, το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα εξήλθεν από της νεάνιδος, ήτις ούτως απηλλάγη και ανέλαβεν εντελώς κατά τας φρένας αυτής, κατά πάντα δε καλώς υγίαινε δοξάζουσα και ευλογούσα τον Θεόν και τον θεράποντα Αυτού Άγιον Μακάριον. Τούτο είναι το δεύτερον θαύμα, το οποίον γράφομεν κατά συνείδησιν, ως ηκούσαμεν αυτό παρά του αυτόπτου μάρτυρος Οσιωτάτου Πνευματικού Πατρός Νικηφόρου και παρά της προαναφερθείσης τιμίας και αξιοπίστου θείας της ιαθείσης νεάνιδος. Αλλ’ ακούσατε, ω ευσεβέστατοι και ευλαβέστατοι Χριστιανοί, και έτερον. Εις την ενορίαν της επάνω Αγίας Κυριακής κατώκει ράπτης τις ονομαζόμενος Νικόλαος του Παρασκευά, έχων γυναίκα Μπατολιάν (Υπατίαν) καλουμένην, όστις είχε παραμείνει επ’ αρκετόν καιρόν εις την ξένην, όπου ασθενήσας, επανήλθεν εις Χίον. Έκειτο δε κλινήρης επί επτά περίπου μήνας ταλαιπωρούμενος και υπό της ασθενείας και εξ υπερβολικής πτωχείας. Καίτοι όμως πτωχός, προσεκάλεσεν εμπειρότατον τινά ιατρόν της πόλεως, Μαρίνον Κλάδον ονομαζόμενον, όστις προθύμως μεν επεσκέφθη αυτόν, αλλ’ εις ουδέν τούτον ωφέλησε, καθό δεινώς πάσχοντα εκ της ανιάτου νόσου της υδρωπικίας, τελευταίον δε και εγκατέλειψεν αυτόν διογκωθέντα ήδη και εις το χείλος του θανάτου ευρισκόμενον. Απελπισθείσα λοιπόν η ταλαίπωρος αυτού γυνή, απεφάσισε να καταφύγη εις τον άμισθον και αλάνθαστον ιατρόν, τον Άγιον Μακάριον και ευθύς προσεκάλεσε εις τον οίκον της τον προειρημένον Πνευματικόν Πατέρα Νικηφόρον, όστις είχεν ιερόν Λείψανον του Αγίου, δια του οποίου πολλά και μεγάλα εις πολλούς ετέλεσε θαύματα. Ούτος λοιπόν ελθών προς τον ανιάτως νοσούντα και παρά των ιατρών απηλπισμένον Νικόλαον, την ογδόην του Μαρτίου, παραμονήν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και τελέσας αγιασμόν, εσταύρωσεν αυτόν καθ’ όλον το σώμα και επευξάμενος απήλθεν. Ο δε ασθενών τοσούτον ταχέως και εντελώς ανέλαβε τας σωματικάς αυτού δυνάμεις, ώστε κατά την επομένην εγερθείς εκ της κλίνης παρευρέθη εις την Εκκλησίαν ίνα ακροασθή την θείαν Λειτουργίαν. Επιστρέψας δε μετά το τέλος ταύτης εις την οικίαν του έφαγε ξηρόν άρτον και ελαίας, μετ’ ολίγον δε υπεχώρησε τελείως ο όγκος του σώματός του και επανήλθεν εις την προτέραν του κατάστασιν, προς έκπληξιν και θαυμασμόν των γειτόνων και απάντων ημών, οίτινες ευλαβώς ανεκράζομεν· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού!» Φαίνεται δε ότι ο Άγιος μετά της σωματικής θεραπείας εδώρησεν εις αυτόν και την ψυχικήν· διότι εν ω πρότερον ήτο μέθυσος, βλάσφημος και φαυλόβιος, αφ’ ου παραδόξως ιατρεύθη δια της θείας Χάριτος, αποκατέστη νηφάλιος, ήσυχος και σώφρων, εν ειρήνη και αγάπη συζών μετά της συζύγου αυτού και συνδοξάζων τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Μακάριον. Μετά δε τούτο το θαύμα ακούσατε και έτερον. Ο Προσκυνητής Τρύφων Ψαράς απέκτησε παιδίον έχον πάθος δεινόν και ανίατον. Είχε δηλαδή την ρίνα ερυθράν και τον ουρανίσκον πλήρη κρέατος, το οποίον οι ιατροί επωνόμασαν οκταπόδιον. Η πάθησις αύτη είχεν ως συνέπειαν όπως και δια της ελαφροτέρας εγγίσεως της ρινός να ρέη ποταμηδόν το αίμα εκ του στόματος του παιδίου. Αφ’ ου δε ανωφελώς επί τεσσαράκοντα ημέρας κατεβασάνισαν οι ιατροί το παιδίον δια των καυστικών αλοιφών, ο πατήρ αυτού, ενθυμηθείς την δια πρεσβειών του Αγίου Μακαρίου γενομένην ίασιν τού εις το πρώτον θαύμα αναφερομένου κορασίου του Φραγκούλη και ορθώς συλλογισθείς, ότι ο ίδιος Άγιος δύναται να θεραπεύση και το πάσχον τέκνον αυτού, ωπλίσθη δια πίστεως και παραλαβών τούτο ως και άπασαν την οικογένειάν του απήλθεν εις το Ησυχαστήριον του Αγίου Μακαρίου. Εν ω δε ούτος ήρεμος και ευτυχής παρηκολούθει την θείαν Λειτουργίαν εις τον εκεί Ναόν του Αγίου Πέτρου, η θεία Χάρις ήρχισε να ενεργή επί του παιδίου και πεσόντος τούτου εις είδος τι λιποθυμίας, εξέρρεον ύλαι δυσώδεις εκ της ρινός αυτού και εκ του στόματος. Μετά δε την θείαν Λειτουργίαν σφραγίσας ο Ιερεύς το παιδίον και σταυρώσας αυτό δια του Αγίου Λειψάνου προσηυχήθη υπέρ της θεραπείας αυτού και ιάσεως. Μετ’ ου πολύ δε ιάθη εντελώς το παιδίον, ο δε πατήρ και η μήτηρ αυτού μετέβαινον συνεχώς εις τον τάφον του Αγίου Μακαρίου ευγνωμονούντες και ευχαριστούντες αυτόν. Ακούσατε δε και έτερον. Γυνή τις πεντηκοντούτις, Αγγερού καλουμένη, εκ συνοικίας ήτις ονομάζεται Απατσιανός, σύζυγος του Νικολάου, ράπτου την τέχνην και μήτηρ πολλών τέκνων αρρένων και θηλέων, διαβαίνουσα την οδόν τής επάνω Αγίας Μαρίνης εκτυπήθη εις την μήνιγγα δια λίθου, ριφθέντος υπό τινος παιδίου. Ευθύς τότε έπεσεν η γυνή εις την γην, το δε αίμα έρρεε ποταμηδόν εκ της πληγής αυτής. Προσδραμόντες τότε οι περίοικοι προς βοήθειαν αυτής την μετέφερον ημιθανή εις την παρακειμένην οικίαν της εξαδέλφης της Περεζιάς, της πασιγνώστου μαίας, η οποία δια να εμποδίση την ροήν του αίματος έβρεξεν ίσκαν εις έλαιον και την επέθεσεν επί της πληγής δέσασα αυτήν όσον σφιγκτά ηδυνήθη. Παρά ταύτα όμως η κατάστασις της τραυματισθείσης εχειροτέρευεν. Όθεν προσεκλήθη ο ιατρός, όστις όταν είδε την αθλίαν κατάστασιν και τους σπασμούς των μελών του σώματος της γυναικός, είπεν ότι ουδεμίαν έχει αύτη ελπίδα σωτηρίας, διέταξε δε να εκτελεθώσι τα θρησκευτικά χρέη και συγχρόνως να φλεβοτομήσωσιν αυτήν όσον τάχιον. Εφλεβοτομήθη λοιπόν αμέσως αλλ’ ουδέν ησθάνθη η ταλαίπωρος γυνή, μετά πολλάς δε ώρας συνελθούσα εις εαυτήν και ερωτηθείσα εάν θέλη τον Πνευματικόν, απεκρίθη «Ναι» και ούτως αφού εξωμολογήθη εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Ενώ λοιπόν ταύτα συνέβαινον, Μοναχή τις ονομαζομένη Αγαθονίκη, έχουσα ιερόν οστάριον εκ του δακτύλου του Αγίου Μακαρίου, προσελθούσα εσταύρωσε δι’ αυτού την τα λοίσθια πνέουσαν γυναίκα. Θέσασα δε τούτο επί της πληγής είπε· «Τούτο το ιερόν Λείψανον είναι του Αγίου Μακαρίου του Επισκόπου Κορίνθου, όστις επιτελεί πολλά θαύματα· επικαλέσθητι λοιπόν και συ αυτόν μετά πίστεως και ασφαλώς θέλει δε θεραπεύσει». Τότε η πάσχουσα, αν και δεν εγνώριζε τίποτε περί του Αγίου, πεισθείσα όμως εις τους λόγους της Μοναχής, ήρχισε μετά θερμών δακρύων να επικαλήται την βοήθειαν αυτού. Μετά τρεις ημέρας μετεφέρθη εις την οικίαν της, επειδή όμως δεν ηδύνατο να αναβή επάνω ετέθη επί κλίνης εις το κατώγειον. Κατ’ αυτήν την νύκτα είδε καθ’ ύπνον, ότι Μοναχός τις, παρουσιασθείς, είπεν εις αυτήν· «Μη φοβού· εγώ σε ιατρεύω», έπειτα δε έλυσε το μανδήλιον δια του οποίου ήτο δεδεμένη η πληγή και αποσύρας από ταύτην την ίσκαν ανεχώρησεν. Εξυπνήσασα μετ’ εκπλήξεως η γυνή εζήτησε φως και αμέσως άπαντες προστρέξαντες εύρον ταύτην καθημένην και την ίσκαν ως αιμάτινον βώλον ερριμμένην επί της σινδόνος. Έκπληκτοι τότε εβόησαν άπαντες ομοφώνως· «Κύριε ελέησον! Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!» Επίσης εξεπλάγησαν και εδόξασαν τον Θεόν άπαντες οι γείτονες και όσοι ελθόντες εις την οικίαν της πασχούσης ευρέθησαν αυτόπται μάρτυρες του θαύματος τούτου· ουδείς όμως ετόλμησε να λύση τους επιδέσμους της πληγής άνευ της παρουσίας του ιατρού, τον οποίον και εζήτησαν αλλά δεν εύρον. Την επομένην λοιπόν νύκτα ενεφανίσθη πάλιν εις την γυναίκα ταύτην ο Άγιος και είπε προς αυτήν· «Διατί ζητείς ιατρόν, ενώ εγώ σου υπεσχέθην ότι σε ιατρεύω; Μη απίστει και μη φοβού». Αφ’ ου λοιπόν εξημέρωσε και η γυνή διηγήθη όσα ήκουσεν, απεφασίσθη να λυθούν οι επίδεσμοι και τούτων λυθέντων, ω του θαύματος! Ούτε τραύμα, ούτε πληγή εφαίνετο, αλλά μικρόν τι σημείον. Η δε γυνή ιαθείσα εντελώς ανέλαβε τας δυνάμεις αυτής, ευγνωμόνως κηρύττουσα την δια της θείας Χάριτος παράδοξον θεραπείαν και ίασιν αυτής υπό του Αγίου Μακαρίου. Αλλά και έτερον θαύμα ακούσατε. Εις την ενορίαν της Εκκλησίας του Αγίου Ευστρατίου, ήτις ανήκει εις την Νέαν Μονήν της Χίου, κατοικεί βαφεύς τις ονομαζόμενος Μπαστιάς. Τούτου τον υιόν Νικόλαον, μαθητεύοντα εις την δημοσίαν σχολήν της Χίου, έδειρεν ο διδάσκαλος αυτού, ως ατακτήσαντα. Επειδή δε, ως φαίνεται, το κτύπημα εγένετο σφοδρότερον επί τινος νεύρου, επέφερεν εις το παιδίον πόνους δριμυτάτους και τοιαύτην κυρτότητα, ώστε δεν ηδύνατο ουδόλως να βαδίση. Αγανακτήσας λοιπόν δια τούτο ο πατήρ αυτού και εξοργισθείς, ηπείλει τον διδάσκαλον· αλλ’ ημποδίζετο από του να πράξη τι υπό των επιτρόπων της σχολής. Όθεν θέλων να δικαιωθή έφερε το τέκνον αυτού προς τον Αρχιερέα της Χίου και έπειτα προς τους Δημογέροντας, οίτινες εδάκρυσαν ιδόντες το ελεεινόν τούτο θέαμα. Απήτει δε ο δυστυχής εκείνος πατήρ να υποχρεωθή ο διδάσκαλος εις πληρωμήν τουλάχιστον των ιατρικών και των επισκέψεωντου ιατρού. Επειδή όμως, αν και κατεβλήθησαν τα έξοδα, όλα απέβαινον εις μάτην, ο δυστυχής πατήρ μη έχων τι άλλο να κάμη ανεβίβασε το ταλαίπωρον τέκνον του εις ζώον και έφερεν αυτό μετά της μητρός του εις τον τάφον του Αγίου. Προσευχηθέντες δε μετ’ ευλαβείας και πίστεως, επανήλθον εις την οικίαν των. Την επομένην νύκτα είδε το παιδίον καθ’ ύπνον, ότι Μοναχός τις, άνωθεν αυτού ιστάμενος, έθηκε την χείρα επί την κυρτωθείσαν και πάσχουσαν αυτού ράχιν και είπε· «Μη κλαίε, εγώ σε ιατρεύω». Την επαύριον ηγέρθη το παιδίον και, ω του θαύματος! περιεπάτει χωρίς να αισθάνεται ουδένα πόνον. Όταν δε επανήλθεν εις την σχολήν ηρωτήσαμεν και ημείς τούτο περί του τρόπου της ιάσεως και διεβεβαίωσεν εις ημάς το γεγονός, ρητώς και λεπτομερώς, δοξάζον τον Θεόν και τον θαυματουργόν Άγιον Μακάριον. Έτερον δε θαύμα του Αγίου Μακαρίου είναι τούτο. Γυνή τις χήρα Ζενού (Ζηνοβία) καλουμένη και κατοικούσα εις την ενορίαν της επάνω Αγίας Μαρίνης, εθρηνολόγει λυπουμένη δια τον υιόν αυτής, δια τον οποίον έμαθεν ότι αναχωρήσας εκ της Κωνσταντινουπόλεως εξηφανίσθη. Εκ της υπερβολικής όμως λύπης της ανεφάνη κακόν και ολέθριον απόστημα υπό τον πόδα αυτής, το οποίον προσπαθήσασα να θεραπεύση δια γυναικείων ιατρικών, κατέστησε χειρότερον και δεν ηδύναντο ούτε οι ιατροί να την θεραπεύσωσιν. Απελπισθείσα λοιπόν και μάλιστα αφ’ ου ο χειρουργός είπεν εις αυτήν ότι πρέπει να κοπή ο πους, εάν προτιμά την ζωήν και φρίξασα εις το άκουσμα τούτο, απεφάσισεν όπως καταφύγη εις τον ακίνδυνον και αλάνθαστον ιατρόν Άγιον Μακάριον. Απόδειξις δε της προς αυτόν ευλαβείας και της πίστεως της γυναικός ταύτης είναι ότι μετέβη έως εκεί πεζή, πατούσα δια μεν του ενός ποδός αυτής δια των δακτύλων, δια δε του ετέρου δια της πτέρνας, ίνα αναπαυθή. Εβάδιζεν ούτω από πρωϊας μέχρι εσπέρας, ως η ιδία, παρ’ ημών ερωτηθείσα, ωμολόγησε. Μετά τόσους λοιπόν κόπους και μόχθους φθάσασα εκεί, έμεινε τρία ημερονύκτια· καίτοι δε επανήλθεν εις την οικίαν αυτής άπρακτος, όμως μιμηθείσα την ευαγγελικήν εκείνην χήραν, ήτις δεν έπαυσε να ενοχλή τον κριτήν έως ότου εδίκασε την υπόθεσιν αυτής, ουδόλως εψυχράνθη, ουδέ απηλπίσθη, αλλ’ έτι μάλλον ηύξησε την πίστιν αυτής και την ελπίδα, παρακαλούσα μετά θερμών δακρύων και δια νηστειών και αγρυπνιών επικαλουμένη την του Θεού αγαθότητα. Διότι ούτως απαιτεί ο Δικαιοκρίτης Θεός προς εκπλήρωσιν των αιτήσεων ημών. Προς δε τους λέγοντας μετ’ αδιαφορίας και απιστίας, ότι ενώ παρακαλούσι τον Θεόν ή Άγιον τινά εξαιτούμενοι χάριν, βοήθειαν ή αγαθόν τι, ουδόλως εισακούονται, αποκρινόμεθα, ότι αίτιον τούτου είναι η απιστία αυτών και ο δισταγμός περί της επιτεύξεως των αιτουμένων. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Η αγαθή αύτη γυνή δεν έπαυσε να επικαλήται την του Θεού αγαθότητα δια της μεσιτείας του πιστού Αυτού θεράποντος, του θείου και ιερού Μακαρίου· ώστε αφ’ ου επί πολλάς ημέρας ενήστευσε και προσηυχήθη, νύκτα τινά είδε καθ’ ύπνον, ότι Μοναχός τις γέρων, άνωθεν αυτής ιστάμενος, είπε· «Έχε θάρρος, ήλθον ίνα σε ιατρεύσω». Η δε γυνή εκείνη ηρώτησε· «Ποίος είσαι και από που έρχεσαι;». ο δε Άγιος δεικνύων προς την κατεύθυνσιν του Αγίου Πέτρου, απεκρίθη· «Από τα μέρη ταύτα». Ταυτοχρόνως ήρχισε να καθαρίζη την πληγήν του ποδός αυτής, αισθανθείσα δε εκείνη σφοδρόν πόνον, εφώναζεν· ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Σιώπα, ιδού σε ιάτρευσα· γνώριζε δε και ότι ο νομιζόμενος χαμένος υιός σου ζη και ευρίσκεται εις Κωνσταντινούπολιν, παρά του ετέρου δε του εν τη Ανατολή διαμένοντος μέλλεις να λάβης αύριον επιστολήν, συνοδευομένην από δέκα πέντε γρόσια και εβδομήκοντα οκάδας αλεύρου». Ταύτα ακούσασα η δεινοπαθούσα, εξύπνησεν έντρομος και διατάσσει την πλησίον αυτής κοιμωμένην θυγατέρα να φέρη φως· βλέπει δε, ω του εξαισίου τω όντι τερατουργήματος! τον περί την πληγήν του ποδός επίδεσμον ερριμμένον και το απόστημα κεκλεισμένον, μόλις δε εφαίνετο μικρόν ταύτης σημείον. Την επιούσαν προσέτρεξαν οι γείτονες και άλλοι πολλοί Χριστιανοί, οίτινες εξεπλάγησαν ιδόντες το υπό του Αγίου Μακαρίου τη Θεία ευδοκία και χάριτι επιτελεσθέν θαύμα επί της απηλπισμένης ταύτης γυναικός και προσέτι δια την αυθημερόν παραλαβήν της παρά του υιού αυτής επιστολής, μετά των χρημάτων και του αλεύρου. Αύτη δε απήρχετο και παρέμενεν εις τον Άγιον Πέτρον επί τεσσαράκοντα κατά συνέχειαν ημέρας και μέχρι της σήμερον μεταβαίνει κατά διαστήματα εκεί, αποδίδουσα εις τον Άγιον Μακάριον ευγνωμόνως τας δια την θεραπείαν αυτής ευχαριστίας. Ταύτα δε πάντα ας είναι δια τους απιστούντας εναργείς αποδείξεις των αληθινών του Αγίου θαυμάτων, εις τα οποία προσθέτομεν και το επόμενον. Η θυγάτηρ του ιατρού Αλμανάχου, Λούλα, της οποίας ο ανήρ ονομάζεται Αντώνιος, πάσχουσα επί τέσσαρα έτη εκ νόσου γυναικολογικής, κατήντησεν εις ολοσώματον παραλυσίαν και δεν ηδύνατο να κινήση μήτε τας χείρας, μήτε τους πόδας αυτής, υπηρετείτο δε εις τας ανάγκας αυτής ως βρέφος υπό της θεραπαίνης. Άπαντες οι εν Χίω ιατροί προσεπάθησαν να θεραπεύσωσιν αυτήν ή όσον ήτο δυνατόν να την ανακουφίσωσιν, αλλ’ εις μάτην. Αφού δε επί εν έτος παρηκολουθήθη υπό των ιατρών, χωρίς να ίδη ουδεμίαν βελτίωσιν και βλέπουσα ότι πάσα ανθρωπίνη ενέργεια είναι ανωφελής, απεφάσισε να καταφύγη προς τον θαυματουργόν Άγιον Μακάριον. Μεταφερθείσα λοιπόν ετοποθετήθη επί του χαριτοβρύτου τάφου του αλανθάστου τούτου ιατρού, ένθα ο ιερατεύων έψαλεν υπέρ αυτής παράκλησιν και εσταύρωσεν αυτήν δια των αγίων Λειψάνων. Αφού δε την επανέφερον εις την οικίαν της, την επιούσαν ηθέλησε να εγερθή και να περιπατήση. Τότε, ω του θαύματος! η χθες και πρώην παράλυτος, βοηθουμένη υπό του ανδρός της, περιεπάτησεν ολίγον εντός της οικίας και έπειτα εκάθισεν· η δε αδελφή της, ήτις εισήρχετο ίνα λάβη φόρεμα τι, προφθάσασα και ιδούσα το απροσδόκητον τούτο, εξεπλάγη και θρηνούσα μεγαλοφώνως εκ της χαράς της έλεγε· «Δόξα σοι ο Θεός!» Τούτο δε ακούσαντες και ημείς εσπεύσαμεν προς την ιαθείσαν, όπως δια των ιδίων μας οφθαλμών πληροφορηθώμεν και βεβαιωθώμεν. Ευρόντες δε αυτήν καθημένην, αλλ’ όχι εντελώς αναλαβούσαν, είπομεν· «Ολίγην πίστιν είχες, ως φαίνεται, και ολίγην έλαβες την υγείαν· ύπαγε λοιπόν εκ νέου μετά τελείας πίστεως και θα λάβης βεβαίως πλήρη την θεραπείαν σου». Ούτω και εγένετο· διότι πεισθείσα εις τους λόγους ημών, εθεραπεύθη εντελώς δια της βαθυτάτης και τελείας της πίστεως. Όταν δε εμάθομεν τούτο επεσκέφθημεν αυτήν εκ δευτέρου και εύρομεν αυτήν πληρέστατα υγιαίνουσαν και βαδίζουσαν ως απολύτως υγιά. Και αληθώς εξεπλάγημεν, ως και ο Ιερεύς του Αγίου Πέτρου και τον Παντοδύναμον Θεόν συνεδοξάσαμεν. Διηγήθημεν δε τούτο το θαύμα κατόπιν εκείνου της πονούσης κατά τον πόδα, προς καταισχύνην απίστων τινών και φλυάρων. Αλλ’ έτερον θαύμα προσθέτομεν εις δόξαν Θεού και του πιστού Αυτού θεράποντος Αγίου Μακαρίου. Μαρούκα, η σύζυγος του Ματθαίου Μελερέ, κατοικούντος εις την ενορίαν της μητροπολιτικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, είχε μεταξύ του οφθαλμού και της ρινός συρίγγιον υπέρ τα εικοσιπέντε έτη. Μη δυνηθέντων δε των ιατρών κατ’ αρχάς να θεραπεύσωσι την πληγήν, η γυνή υπέφερεν αυτήν, έως ότου κατά τον Δεκέμβριον μήνα εχειροτέρευσε καθ’ υπερβολήν και τόσον εφλογίσθη, ώστε όλον το πρόσωπον αυτής εξωγκώθη και εφαίνετο, ότι έμελλε να χυθή ο οφθαλμός αυτής· ουδεμίαν δε ανάπαυσιν ηδύνατο να εύρη εκ των σφοδρών και αδιαλείπτων πόνων. Επειδή δε ο σύζυγος αυτής είπεν, ότι πρέπει να προσκληθή ιατρός, εκείνη απεκρίθη· «Εγώ ουδένα άλλον ιατρόν θέλω, ει μη τον Άγιον Μακάριον. Αυτός μόνος δύναται να με ιατρεύση». Το όνομα τούτο ακούσας ο σύζυγος αυτής, ενεθυμήθη ότι ότε ευρίσκετο εις την Σμύρνην εγνωρίσθη μετά του τρισμάκαρος, καθώς ο ίδιος προς ημάς διηγήθη, κατά τον εξής τρόπον. Επληροφορήθη ότι ο εις την ειρημένην πόλιν διατρίβων τότε Άγιος Κορίνθου, είχεν ανάγκην ενός επανωφορίου. Όθεν, ευλαβικώς προς αυτόν φερόμενος, παρήγγειλεν ίνα κοπή και ραφή εν τοιούτον ιμάτιον κατάλληλον, το οποίον εδώρησεν εις τον Άγιον Ιεράρχην, όστις απεδέχθη αυτό ευγνωμόνως. Ταύτην λοιπόν την χάριν ενθυμηθείς ο άνθρωπος εκείνος εζήτει ως ανταμοιβήν παρά του Αγίου μετά πλείονος θάρρους την θεραπείαν της γυναικός του και εισηκούσθη η αίτησις αυτού παρά του ευγνώμονος, φιλανθρώπου και θείου τούτου ιατρού. Μετά παρακλήσεων δε το περί ου ο λόγος ανδρόγυνον εφρόντισε να ζητήση παρά τινος φίλου όστις είχε τεμάχιον εκ των ενδυμάτων του Αγίου. Καθώς δε η ιαθείσα ομολογεί και μαρτυρεί, εν ω η φέρουσα αυτό γυνή ανήρχετο την κλίμακα της οικίας, οι πόνοι της πληγής έπαυσαν αιφνιδίως. Ευθύς τότε ετέθη επ’ αυτής το τίμιον ράκος και, ω της ταχείας αντιλήψεως του Αγίου! Δυσώδης ύλη ήρχισε να εκρέη εκ της ρινός και του στόματος αυτής, ως εκ δύο οχετών κατά τρεις εν συνεχεία ημέρας και ούτως απηλλάγη των εκ της πληγής πόνων ιαθείσα εντελώς. Κατά την μαρτυρίαν δε του Πνευματικού αυτής Πατρός Ηλία, εφημερίου της Εκκλησίας του Αγίου Συμεών, ουδέ το παραμικρόν σημείον του δεινού εκείνου συριγγίου έμεινεν εις αυτήν, την οποίαν, έτι ζώσαν, ηδύναντο να ίδωσιν οφθαλμοφανώς και βεβαιωθώσι περί της αληθείας εκείνοι περί των οποίων, λέγει ο Προφήτης· «Ουκ έδωκε Κύριος ο Θεός υμίν καρδίαν ειδέναι και οφθαλμούς βλέπειν, και ώτα ακούειν» (Δευτ. κθ:4). Δια δε τους ευσεβείς ακροατάς συνεχίζομεν την διήγησιν των εξαισίων θαυμάτων του Αγίου Πατρός ημών Μακαρίου. Ο σεβάσμιος και ενάρετος Ιερεύς Πατήρ Παρασκευάς, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, είχεν υιόν, ονόματι Γεώργιον, χωλόν κατά τους πόδας εκ κοιλίας μητρός αυτού. Γενόμενος δε πενταετής ήδη και εξαετής, ουδόλως ηδύνατο να περιπατήση, αλλ’ έρπων δια των χειρών και των γονάτων έσυρε κατόπιν αυτού τους πόδας ως ξένους, ταλαιπωρούμενος ούτω και ελεεινόν θέαμα παρουσιάζων εις τους ορώντας. Οι δυστυχείς αυτού γονείς έπραξαν υπέρ αυτού ό,τι ηδυνήθησαν, αλλ’ εις μάτην. Όθεν απελπισθέντες από πάσης ανθρωπίνης βοηθείας, απεφάσισαν να καταφύγωσι και αυτοί προς τον θαυμάσιον και άμισθον ιατρόν Άγιον Μακάριον. Αλλ’ επειδή ήσαν εις άκρον ενδεείς και δεν ηδύναντο να φέρωσι τον πάσχοντα υιόν των εις τον Άγιον Πέτρον, εδέοντο ενθέρμως και επεκαλούντο την βοήθειαν και θαυματουργόν χάριν του χριστομιμήτου και θείου ιατρού Μακαρίου και αυτοί οι ίδιοι και το ταλαίπωρον τέκνον των, το οποίον, ακαταπαύστως δεόμενον, έλεγεν· «Άγιέ μου Μακάριε, κάμε και εμέ παλληκάρι!» Νύκτα δε τινά, ενώ εκοιμάτο, εξυπνήσαν αίφνης, εφώναζεν έντρομον· «Μαμούνας! Μαμούνας!» Ευθύς δε μετ’ ολίγον ανέκραξεν· «Όχι, αλλ’ είναι ο Άγιος Μακάριος», ενώ ούτε είδεν, ούτε εγνώρισε ποτέ αυτόν. Τα ίδια ταύτα συνέβησαν και κατά την επομένην νύκτα και κατά την τρίτην τοιαύτην, μετά την οποίαν, αφού εξημέρωσεν, εφάνη εις αυτό δύναμις τις επελθούσα και ούτως, εγερθέν, περιεπάτησεν ολίγον εντός της οικίας, την επιούσαν περιεπάτησεν ακόμη περισσότερον και τελευταίον εστερεώθησαν αι βάσεις αυτού και τα σφυρά και περιεπάτει κατά το γεγραμμένον και έτρεχεν ως τα άλλα παιδία χαίρον και αναπέμπον μετά των γονέων αυτού ευχαριστίας προς τον Πανοικτίρμονα Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Μακάριον, όστις μετά ταύτα επετέλεσε και το εξής θαύμα. Ο εν τω Παλαιοκάστρω της πόλεως Χίου κατοικών Κωνσταντίνος Μπίλος, του οποίου η σύζυγος ονομάζεται Μαρία, μεταξύ άλλων τέκνων εγέννησε τελευταίον και τέκνον, όπερ ωνόμασε Πέτρον, του οποίου ο εις των ποδών ήτο, ως οι του προαναφερθέντος ιερόπαιδος Γεωργίου, αναίσθητος, μελανός και ξένος και το παραδοξότερον μίαν σπιθαμήν μικρότερος του ετέρου. Εσύρετο λοιπόν και το παιδίον τούτο ως τετράποδον δια των γονάτων και των χειρών. Η δε μήτηρ αυτού και η μάμμη, νομίζουσαι, εκ δεισιδαιμονίας, ότι το ελάττωμα τούτο ήτο σημείον του Αγίου Συμεών, ως πολλαί έγκυοι γυναίκες φρονούσιν ότι συμβαίνει εις τα τέκνα εκείνων, αίτινες εργάζονται την ημέραν της εορτής αυτού, αφ’ ου κατέφυγον προς τον Ιερέα του Ναού τούτου του Αγίου, εστράφησαν έπειτα προς τους ιατρούς και ιδίως προς τον περίφημον Βουνούσην, εμπειρικόν μεν, αλλά κατά πολύ επιτήδιον ως προς τα στρεβλώματα και τα σπασίματα. Ούτος δε είπε προς τους προτιμήσαντας αυτόν γονείς του παιδίου· «Την οικίαν υμών πλήρη χρυσίου αν έχητε και το εξοδεύσητε όλον, αδύνατον είναι να ιατρευθή το παιδίον και να απαλλαγή του πάθους τούτου». Όθεν απεφάσισαν να καταφύγωσι και αυτοί προς τον θείον ιατρόν Άγιον Μακάριον. Λαβούσα δε το παιδίον επί των ώμων η μάμμη αυτού μετέβη εις τον Ναόν του Αγίου Πέτρου, ένθα ο Ιερεύς επότισεν αυτό και ερράντισε δια των αγίων Λειψάνων και ηυχήθη επ’ αυτού. Ευθύς δε ως επανήλθεν εις την οικίαν της η μάμμη και απέθηκεν αυτό, ήρξατο το παιδίον αυθημερόν περιπατούν και ψελλίζον· «Πελπατώ, πελπατώ». Ειδοποιηθείς δε ο πατήρ αυτού έσπευσεν εις την οικίαν του, εντός της οποίας ήσαν ήδη συνηθροισμένοι πολλοί γείτονες, ιδών δε το εξαίσιον τούτο θαύμα εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Καθ’ ον καιρόν τούτο εθεραπεύθη ήτο θέρος· περί δε τα τέλη του ακολουθήσαντος φθινοπώρου ο αυτός πους εγέμισεν από πληγάς εκ των οποίων εξέρρεον δυσωδέσταται ύλαι. Λυπούμενοι δε οι γονείς και αμηχανούντες κατέφυγον εκ νέου προς τον Άγιον Μακάριον. Όθεν η μάμμη λαβούσα πάλιν αυτό επί των ώμων της, έφερεν εις τον τάφον του Αγίου και τρίψασα τον πεπληγωμένον πόδα διατου εκεί χώματος επανήλθεν εις την οικίαν της. Αμέσως δε όλαι αι πληγαί εκλείσθησαν και ιάθη εντελώς το παιδίον προς δόξαν Θεού, του δοξάσαντος τον ιερόν και θείον αυτού θεράποντα Άγιον Μακάριον, όστις επετέλεσε και το επόμενον θαύμα. Εις το Αϊδίνι (η αρχαία πόλις Τράλλεις), πόλιν της Μικράς Ασίας, κατώκει γυνή τις χήρα εκ Μυτιλήνης, ήτις, έχουσα θυγατέρα δεκατετραετή, υπάνδρευσεν αυτήν μετά τινος νεανίου ηλικίας είκοσι δύο ετών, όπως έχη ανδρός βοήθειαν. Μετά εν έτος η κόρη ασθενήσασα ουδεμίαν θεραπείαν έλαβε παρά των εκεί ιατρών, προς τους οποίους ο δυστυχής αυτής σύζυγος επλήρωσεν όχι ολίγα χρληατα δι’ επισκέψεις και ιατρικά ανωφελώς και ματαίως, διότι το πάθος αυτής ήτο ανίατον και εβασάνιζεν αυτήν καθ’ εκάστην ημέραν επί οκτώ ώρας, κατά τας οποίας η γαστήρ αυτής εξωγκούτο εις άκρον και πάλιν κατέπιπτεν. Μαθούσα τέλος η μήτηρ αυτής τα εις Χίον τελεσθέντα θαύματα υπό του Αγίου Μακαρίου, μετέβη εκεί μετά της θυγατρός και του γαμβρού της, όστις όμως επέστρεψε και πάλιν εις το Αϊδίνιον, ένακα υποθέσεων. Αυταί δε αι δύο γυναίκες οδηγηθείσαι εις τον τάφον του Αγίου προσηύξαντο και ικέτευσαν αυτόν μετά πίστεως αληθούς και αδιστάκτου. Ακολούθως δε η μήτηρ έτριψε την πάσχουσαν θυγατέρα δια του εκεί χώματος και πάραυτα ανεδείχθη η αξιοθαύμαστος θεία Χάρις της οποίας ηξιώθη ο ιερός Πατήρ ημών Άγιος Μακάριος. Διότι αφ’ ου κατέβησαν εις την πόλιν, η μήτηρ παρετήρησεν ότι έφθασεν η συνήθης ώρα της ενάρξεως του πάθους της θυγατρός αυτής, το οποίον μόνον ελαφρώς κάπως αυτήν προσέβαλε, την δε επιούσαν ουδόλως. Έγραψε δε τούτο προς τον γαμβρόν αυτής. Παραμείνασα όμως ενταύθα επί τινας ημέρας μετέβαινε καθ’ εκάστην μετά της ιαθείσης κόρης εις τον τάφον του Αγίου Μακαρίου, αποδίδουσα προς αυτόν τας προσηκούσας εγκαρδίους και ειλικρινείς ευχαριστίας και τον Παντοδύναμον Θεόν δοξάζουσα. Πάντα δε ταύτα ηκούσαμεν εκ του στόματος αυτής της ιδίας, αφού προσεκαλέσαμεν αυτήν και ακριβώς τα περί τούτου εξητάσαμεν. Όχι δε μόνον τα θαύματα, τα οποία αναφέρομεν ανωτέρω, εποίησεν ο σήμερον ευλαβώς εορταζόμενος ιερός ημών Πατήρ Άγιος Μακάριος, αλλά και έτερα τοιαύτα και παραπλήσια εποίησε και καθ’ εκάστην ποιεί προς τους εν πίστει αυτόν επικαλουμένους. Διότι η αυτή θεία Χάρις, ήτις εδωρήθη εις τους παλαιοτέρους Αγίους, έχει δωρηθή και εις τους νεωτέρους, ως και η θαυματουργός δύναμις εις ανταμοιβήν της αρετής αυτών και οσιότητος, την οποίαν εναργώς εν πολλοίς αποδεικνύει ο εκ γενετής και μέχρι του νυν και αεί εύσπλαγχνος και οικτίρμων Άγιος Μακάριος, ο επαξίως μακαριζόμενος και προσηκόντως δοξαζόμενος, ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου