Βιώνουμε πρωτοφανείς καταστάσεις πανικού με σωρεία λήψεως
απαγορευτικών μέτρων τα οποία θεσπίζονται μέσω των εξαιρετικώς επειγουσών
διαδικασιών νομοθετικού περιεχομένου προκειμένου να εξυπηρετήσουν αμελλητί και
άνευ περαιτέρω χρονοτριβής το κοινωνικό σύνολο προς την βέλτιστη θωράκιση της
δημοσίας υγείας και προς άμεση αποσόβηση και εξουδετέρωση του εν ριπή οφθαλμού
εισέτι και δια αέρος μεταδιδομένου φονικού ιού.
Η γενεσιουργός αιτία του ιού και εν γένει το τι μέλλει
γενέσθαι με την παρατεταμένη, εξ όσον διαφαίνεται περίοδο αυτή, εξαιτίας και
συνεπεία αυτού, όχι ότι δεν μας απασχολεί, απλώς προς το παρόν παρέλκει, διότι
κατισχύει η προσήκουσα και λυσιτελής αντιμετώπισή του, αυτή καθ’ αυτήν
προκειμένου, ο καθείς εξ ημών, να μην προσβληθεί είτε ενεργητικά ή να μην τον
μεταδώσει επουδενί παθητικά ιδιαίτατα προς τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Άρα το πολιτικό-οικονομικό σκέλος της πανδημίας αυτής καθώς
και η έκταση του σε βάθος χρόνου καθίσταται άγνωστη προς εμάς, παρά τις
ποικίλες προσεγγίσεις οι οποίες προς το παρόν αρθρώνονται όμως επειδή εκ των
πραγμάτων, ευρισκόμεθα εις την αρχή της επιμάχου κρίσεως αγνοώντας την ακριβή
εξέλιξη, όποιες ενδεχομένως αναλύσεις κείνται εις την σφαίρα της
πιθανολογήσεως.
Ως εκ τούτου λοιπόν προς το παρόν εγκύπτουμε εις το μείζον
τούτο πρόβλημα με απτά αποτελέσματα και ευθυγραμμιζόμεθα, άνευ αντιλογίας
τηρούντες ευλαβικά τις υποδείξεις της Πολιτείας, των Ιατρών και εν γένει των
καθ’ ύλην αρμοδίων, υιοθετώντας επί μακρόν τα προσήκοντα μέτρα προλήψεως, προς
αποφυγή οιουδήποτε κινδύνου νοσηλείας ημών αλλά και τυχόν συγγενών μας.
Κατά συνέπεια λοιπόν με πλήρη επίγνωση αλλά και με
αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία επιδεικνύουμε την δέουσα προσήλωση προς τα
«δρακόντεια» μέτρα αυστηρότητας και ενδεχομένως
μη οικεία και μέχρι τούδε πρωτόφαντα δια τις συνήθειές μας, τα οποία
προσιδιάζουν σε συνθήκες πολέμου παρά ειρήνης.
Βιώνουμε αντίξοες συνθήκες οιονεί πολέμου με ένα ιδιαίτατα
αόρατο υπαρκτό εχθρό ο οποίος απειλεί να μας πλήξει εκ βάθρων άρα λοιπόν
περιττεύει η «παραφιλολογία» και πρωτεύει η ψύχραιμη αντιμετώπισή του,
συμμορφούμενοι πλήρως προς τις υποδείξεις των Ιατρών.
Παρά ταύτα όμως, συμφωνώντας, επιτρέψατέ μου, με τα μέτρα
της Πολιτείας με ξένισε ιδιαίτατα το ζήτημα της αποφάσεως της Εκκλησίας περί
της αναστολής της Θείας Λειτουργίας, το
οποίο έχει δύο σκέλη, αφενός η Εκκλησία ως κοσμικό καθίδρυμα υπό την έννοια ότι
η Εκκλησία εν γένει ως Ν.Π.Δ.Δ έχει κοσμική οντότητα, παρά τις ρητές εγγυήσεις
της αδιάστικτης διατύπωσης εις το άρθρο 3 του Συντάγματος αλλά και σε ένα έτερο
πλέγμα διατάξεων το οποίο διέπει την λειτουργία του και αφετέρου ως πνευματικό,
αφορών το Ορθόδοξο δόγμα, την Εκκλησία ως σύναξη πιστών και όχι ως «ευαγές
ίδρυμα», τον Μοναχισμό, και εν γένει την Αγιοσύνη την οποία πρεσβεύει,
ακτινοβολώντας την αναλλοίωτη εις τους αιώνες διδασκαλία της Κεφαλής της, ήτοι
του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, ως μία απαρασάλευτη, αδιάλειπτη, διηνεκή και
διαιώνια πνευματική τροφή Αγάπης, Σωτηρίας και Ελπίδας.
Τις τελευταίες ημέρες οι δεδηλωμένοι άθεοι, ή δήθεν
προοδευτικοί ή καθοιονδήποτε τρόπο αυτοπροσδιοριζόμενοι, προερχόμενοι από την
κοινοβουλευτική και μη εν γένει αριστερά, κατ’ ουσίαν εθνομηδενιστές,
αντικληρικαλιστές και δια της
αποδεδειγμένης στάσης ανθέλληνες, επιχείρησαν εξ αφορμής των μέτρων περί του
ιού να δημιουργήσουν τεχνηέντως, διασπείροντας τέτοιες ειδήσεις προς την κοινή
γνώμη, μία διελκυστίνδα αντιπαραθέσεως, η οποία συμπυκνώνεται δήθεν εις τον
δίπολο, επιστήμη-θρησκεία, ότι η εξ ορισμού διάσταση αυτή και όξυνση πρέπει να
επιλυθεί με την επικράτηση της επιστήμης κατά του σκοταδισμού της Εκκλησίας και
να παύσει οπωσδήποτε δια Νόμου η Θεία
Μετάληψη.
Η αισχρά αυτή προπαγάνδα του συστήματος, έτεινε ευήκοον ούς
προς τους δοκησίσοφους δημοσιογράφους αλλά και εις τους γνωστούς τοις πάσι
αργυρώνητους εξωνημένους πολέμιους της Εκκλησίας, να αρθρώνουν ανυπόστατα και
φαιδρά επιχειρήματα περί μεταδόσεως του ιού δια της Θείας Κοινωνίας και να επιτίθενται
συλλήβδην, δια στεντόρειων φληναφημάτων, κατά του συνόλου της Ορθοδόξου
παραδόσεως, εκδηλώνοντας μένος, εμπάθεια και μία στείρα απόρριψη, εν άλλοις
λόγοις εργαλοποίησαν εσκεμμένως την ύπαρξη του ιού δια να εκμηδενίσουν, κατά
τις επιταγές της χρεωκοπημένης αριστερής ιδεοληψία τους το σύνολο της
Εκκλησίας, διαδηλώνοντας ευθαρσώς και απεριφράστως ότι είναι άθεοι και άπιστοι
εκ πεποιθήσεως και εκ συνειδήσεως.
Ο πόλεμος αυτό συνεχίστηκε και ως προς το αν θα πρέπει οι
Εκκλησίες να παραμείνουν ανοικτές ή παντελώς κλειστές και τούτο το δίλημμα
τέθηκε επισήμως εκ μέρους της Κυβερνήσεως προς την Διοίκηση της Ελλαδικής
Εκκλησίας.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, υπό τα σκοπιά, απλώς ενός
πολίτου Δικηγόρου, βαπτισμένου Χριστιανού Ορθοδόξου και ουχί επαΐοντος κληρικού
ή Θεολόγου, φρονώ ότι η Διοίκηση της
Εκκλησίας υπαναχώρησε αστόχως ευθυγραμμιζόμενη άκρατα προς την υπόδειξη της
Πολιτείας, καταργώντας την Αλήθεια της Εκκλησίας προς τους πιστούς αλλά και
επιβεβαιώνοντας την στρεβλή και εσφαλμένη αντίληψη των τρίτων ότι η Εκκλησία
επιτελεί «θρησκευτικά τυπικά παρωχημένα καθήκοντα» τα οποία αφορούν την
τελετουργία και κάποιες άνευ ουσιαστικού νοήματος δια την ζωή μας αλλά και τον
Θάνατο «ημερολογιακές» εορτές, τις οποίες αναγκαστικά και εθιμοτυπικά ακολούθούμε
δίχως αυτές να κομίζουν κάτι σχετικώς με την πορεία μας και την εν γένει ζωή
μας εις την κοινωνία αλλά και με την καθημερινότητά μας, απλώς συνιστά μία
φολκλορική παράδοση, πλήρως ακινητοποιημένη εις τον χρόνο.
Η θολή αυτή εικόνα μίας μερίδας της Ελλαδικής κοινωνίας
περί ενός άψυχου, άνευρου, απλώς συμβολισμού της Θείας λειτουργίας και εν γένει
του Θεσμού της Εκκλησίας, μεταγγίστηκε δια της αποφάσεως του οριστικού
κλεισίματος της Εκκλησίας, διαρκούσης της Τεσσαρακοστής, όπου τελούνται οι
Χαιρετισμοί αλλά και εν γένει η Θεία Λειτουργία.
Φρονώ ότι εις τα ζητήματα πίστεως δεν χωρούν εκπτώσεις και
η Εκκλησία δεν επιδέχεται περιορισμούς ως προς την Πνευματικής της Υπόσταση,
τόσον ως ο ακρογωνιαίος συστατικός θεσμός διαμορφώσεως της εθνικής μας
συνειδήσεως, Ιστορικά και πραγματικά, αλλά και ως αληθές γεγονός, ελπίδας, ως μία αέναη θαλπωρή, ένα ζείδωρο φως αγάπης
και κατανοήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου μας, του Αγίου Πνεύματος, του Κυρίου μας
και εν γένει του Τριαδικού μας Θεού.
Η Εκκλησία δεν πρέπει να αυτοπεριορίζεται δίδοντας την εντύπωση
ενός θεσμού με αμιγώς συμβολικό χαρακτήρα, στερούμενη την Αλήθεια, τη ζώσα
ελπίδα δια το μέλλον, την σύναξη λαού και κλήρου, δια της εμπράκτου και εκ του
σύνεγγυς συμμετοχής των Αγίων Ημών κατά τη Θεία Λειτουργία αλλά και την
μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων, ιδίως ως προς την Θεία κοινωνία, δηλονότι του Σώματος και Αίματος του Κυρίου
Ιησού Χριστού μας.
Εις το Άγιο Όρος οι Μοναχοί προσεύχονται νυχθημερόν, δια
την Σωτηρία της Πατρίδας μας αλλά και εν γένει της ανθρωπότητας προς την Παναγία και τον Θεό, το αυτό
συμβαίνει και με την Θεία Λειτουργία εις τις Εκκλησίες οι οποίες συνιστούν τον
δίαυλο γαλήνης, νηνεμίας προς τον Ουρανό και ταυτοχρόνως κατά το
«συναμφότερον», την αμοιβαία, εν ταυτώ, συνύπαρξη δίχως κατάλυση της εκατέρωθεν
αυτοτέλεια της, της ατομικής και της συλλογικής προσευχής, ήτοι την αγαστή
αλληλοπεριχώρηση.
Η ίασης και η πνευματικής μας θωράκιση θα επέλθει δια της
προσευχής της Μετανοίας, της Εξομολογήσεως, των Νηστειών καθώς και της Θείας Μεταλήψεως
μας, το αντίδοτο μας και το αλεξίσφαιρο μας, εις την ιδιαζόντως αυτή ειδεχθή
πανδημία, είναι η Εκκλησία μας διότι ήδη βιώνουμε εις τις παρυφές των εσχάτων
χρόνων και δέον όπως ερμηνεύσουμε ορθά τα γεγονότα ούτως ώστε να κατέχουμε τα
αδηρίτως αναγκαία εχέγγυα δια να σωθούμε προσευχόμενοι προς τον Κύριο.
Άρα λοιπόν κατά την ταπεινή μου γνώμη, η Θεία Λειτουργία,
το παν περί αυτής, ήτοι, Όρθρος, Εσπερινός, Απόδειπνο, Ολονυκτίες, Χαιρετισμοί,
Μυστήρια, θα έπρεπε να τελούνταν
απρόσκοπτα, έστω και με τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό πιστών, και κατά τα
λοιπά θα διεξάγονταν όλα κανονικά κεκλεισμένων των Θυρών.
Άρα ο σκοπός ήταν η αναστολή της θείας λειτουργίας ή η
απαγόρευση της δημοσίας συναθροίσεως, μήπως ορισμένοι προβατόσχημοι
λυκοποιμένες του Ιερατείου, πρεσβεύουν τον ψευτο-οικουμενισμό ή δήθεν άλλους
προοδευτικούς γλυκερισμούς της Παγκοσμιοποιήσεως, ή πιέσθησαν υπό τους
δικαιωματιστές του ολοκληρωτικού ισοπεδωτισμού επιβολής της γνώμης των
μειοψηφιών εις τις πλειοψηφίες, περί των λοιπών θρησκευμάτων εν Ελλάδι και ο
νοών νοείτω.
Εν κατακλείδι, ας αναλογιστούμε ότι οι ίδιοι απεμπολούμε το
«Δώρο Θεού», ήτοι την προσευχή και τα Ιερά Μυστήρια, ενόψει της ελεύσεως των
Αγίων Ημερών, δια ακατάληπτους προς εμέ
λόγους.
Στώμεν καλώς Στώμεν μετά Πίστεως, Ας νήφουμε και ας
Γρηγορούμε άχρι νεωτέρας.. εξ ουρανού αυτήν τη φορά!!!
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
6944-938836
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου