Ευθύμιος ο νέος του
Χριστού Οσιομάρτυς καλεί ημάς προς πανήγυριν, ευλαβείς πανηγυρισταί· όθεν και
ημείς, ως θερμοί αυτού ερασταί, ας εισέλθωμεν εις το στάδιον της διηγήσεως των
ενδόξων κατορθωμάτων και της λαμπράς αυτού αθλήσεως ίνα και τας επιταγάς τας
οποίας ελάβομεν περί τούτου εκπληρώσωμεν, και τους συνελθόντας αδελφούς εν
Χριστώ και Πατέρας πνευματικώς δεξιωθώμεν και την ιδιαιτέραν ημών οφειλήν, εν
μέρει, αποδώσωμεν διηγούμενοι και φέροντες εις το μέσον τα κατ’ αυτόν, εις
δοξολογίαν του πάντας ανθρώπους θέλοντος σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας
ελθείν Χριστού του Θεού ημών.
Πατρίδα μεν είχεν ούτος ο νέος αριστεύς του Χριστού την Πελοπόννησον, καταγόμενος εκ της πόλεως Δημητσάνης, γονείς δε ευσεβείς ονομαζομένους Παναγιώτην και Μαρίαν. Είχε δε και τρεις μεγαλυτέρους αδελφούς, Γεώργιον, Χρήστον και Ιωάννην και μίαν αδελφήν Αικατερίναν, εκ των οποίων ο Άγιος ήτο ο μικρότερος. Καθ’ ον δε καιρόν η μήτηρ αυτού έμελλε να γεννήση τούτον, τόσους δριμυτάτους πόνους υπέφερεν, ώστε δεν ηλπίζετο η εις τούτον τον κόσμον πρόοδός του, ει μη μόνον αν απέθνησκεν η μήτηρ του, ως ποτε του Βενιαμίν. Πάσχουσα δε τοιουτοτρόπως και σχεδόν απελπισθείσα από ανθρωπίνην βοήθειαν, ενεθυμήθη την Θείαν αντίληψιν και ειπούσα· «Δέσποτα Χριστέ, δια των πρεσβειών του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου, ελευθέρωσόν με την δούλην σου και το γεννηθέν παιδίον να το ονομάσω Ελευθέριον», ευθύς με την ευχήν γεννά τον θαυμάσιον τούτον, όστις δέχεται την ονομασίαν παρά της μητρός του, κατά την ευχήν, Ελευθέριος. Aνατρέφεται λοιπόν και αυξάνει χαριέστατα και ότε έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, έστελλε τούτον η μήτηρ του εις το σχολείον, ίνα μανθάνη τα ιερά γράμματα. Ο δε πατήρ του μετά των δύο μεγαλυτέρων αδελφών μετέβη εις το Ιάσιον της Μολδαυϊας και εκεί εμπορεύετο μετ’ αυτών. Τυχών λοιπόν φύσεως αγαθής ο Ελευθέριος, έμαθεν εις ολίγον διάστημα τα κοινά λεγόμενα γράμματα και είτα ανέβη εις το μεγάλον σχολείον της ελληνικής γλώσσης μετά του αυταδέλφου του Ιωάννου, όπου εδιδάσκετο την γραμματικήν. Αφού λοιπόν ήκουσεν ολίγα από τα ιερά εκείνα μαθήματα, έφυγε μετά του αδελφού του εις Κωνσταντινούπολιν και μικρόν μαθητεύσαντες αμφότεροι εις την της Ξηράς Κρήνης λεγομένην σχολήν, ανεχώρησαν εις το Ιάσιον προς τον πατέρα των. Μετά δύο όμως χρόνους έκαμε σκέψιν αγαθήν, να έλθη εις το Άγιον Όρος δια να γίνη Μοναχός. Αναχωρήσας λοιπόν από τον πατέρα και τους αδελφούς του, όταν έμελλε να διέλθη από την Κωνσταντινούπολιν, ημποδίσθη από καιρικάς ανωμαλίας και τους μεταξύ των Ρώσων και Τούρκων πολέμους και απήλθεν εις Οδησσόν δια να εύρη από εκεί ευκολωτέραν διάβασιν. Μη δυνηθείς δε να εξέλθη ούτε από εκεί, αναβαίνει πάλιν και ερχόμενος εις Βουκουρέστιον της Ρουμανίας, έμεινεν επί ένα και ήμισυ χρόνον πλησίον του προξένου της Γαλλίας και τινος ανωτέρου υπαλλήλου Ρώσου. Εκεί ευρισκόμενος, δεν ενεθυμήθη πλέον το Άγιον Όρος, αλλά βλέπων, ότι ο κόσμος, η σαρξ και ο διάβολος τού ανοίγουν θύραν ατάκτων και ασέμνων ηδονών, γίνεται έκδοτος εις αυτάς και χωρίς να διαστείλη τούτο ή εκείνο, κατακαίεται όλος από την φλόγα της νεανικής ηδυπαθείας, γενόμενος θέατρον αθλιότητος και αμαρτίας. Αλλ’ επειδή πολλάκις δια να τελεσθή η αμαρτία θέλει και έξοδα, εδανείζετο ο Ελευθέριος δια να καθυποβάλλη εαυτόν περισσότερον εις την δουλείαν των ακαθάρτων ηδονών. Έτυχε δε τότε να είναι εκεί εις το Βουκουρέστιον και οι εκ μέρους της Τουρκίας πρέσβεις της ειρήνης. Εις ένα τούτων προσεκολλήθη αφ’ ενός μεν ίνα απολαμβάνη αφόβως και αφθονωτέρας τας ηδονάς και τρυφάς του Βουκουρεστίου, εν όσω ευρίσκετο εκεί, αφ’ ετέρου δε, όπως δυνηθή μετ’ αυτού να απέλθη εις Κωνσταντινούπολιν, διότι, καθώς διηγήθη εις ημάς μετά ταύτα, ο χορτασμός της αμαρτίας επροξένει εις αυτόν αηδίαν. Τούτο δε είναι αληθές, καθώς το επιβεβαιοί και ο θείος Ιωάννης της Κλίμακος. Μετ’ ολίγον λοιπόν καιρόν, καταβάντες οι πρέσβεις εις Σούμλαν, εχρονοτρίβουν εκεί ένεκα των περιστάσεων. Εκεί ευρισκόμενος ο Ελευθέριος, ελυπείτο δια την σκληρότητα και την βάναυσον συμπεριφοράν του αυθέντου του Καπουτζή. Αδημονών δε αφ’ ενός δια την βραδύτητα της οδοιπορίας του, παρακινηθείς δε αφ’ ετέρου και παρά τινος συνοδοιπόρου του Αδριανουπολίτου, αρνησιχρίστου, λεγομένου πρότερον Κωνσταντίνου, παρουσιάσθη μετ’ αυτού οικειοθελώς εις τον εκεί στρατιωτικόν διοικητήν, Ραϊς Εφένδην Γαλήπην καλούμενον, και ενώπιον αυτού ηρνήθη, φεύ! τον Χριστόν δεχθείς την πλάνην του αντιχρίστου Μωάμεθ, μετά δε τρεις ημέρας περιετμήθη κατά τον νόμον του επαράτου εκείνου και πλάνου. Και εξώμοσε μεν ούτως ο Ελευθέριος, αλλ’ η Χάρις δεν ανεχώρησεν εντελώς απ’ αυτού. Όθεν και εις αυτούς ακόμη τους αφορήτους πόνους της περιτομής ευρισκόμενος, ενεθυμείτο πάλιν την πάτριον ευσέβειαν, αναπολών κατά νουν το όνομα του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού και αναμιμνησκόμενος του ουρανίου Πατρός, ως ο άσωτος υιός. Και ήθελε μεν να επικαλεσθή την θείαν Αυτού βοήθειαν, αλλ’ ημποδίζετο, διότι έλαβε το χάραγμα της σφραγίδος του αντιχρίστου εις την δεξιάν χείρα και εις το μέτωπον και δεν ηδύνατο ούτε χείρας οσίας να άρη εις τον ουρανόν, ούτε τον ηγεμόνα νουν να διευθύνη προς το τρισήλιον σέλας της Θεότητος. Όθεν κατέφυγεν εις μόνα τα δάκρυα, ευθύς δε ότε ήκουσε τον αλέκτορα της συνειδήσεως φωνούντα και ελέγχοντα αυτόν δια το τόλμημα της εξωμοσίας, τότε εξήλθε νοερώς έξω από την αυλήν της παρανόμου και αθέου εκείνης θρησκείας, εις την οποίαν κακώς είχεν εισέλθει και έκλαυσε πικρώς ως άλλος Πέτρος. Τοσαύτα δε ήσαν εκείνα τα δάκρυα, ώστε τολμώ να είπω, ότι τα εδέχθη ο φιλόψυχος Ιησούς και συνεχώρησε την προηγηθείσαν άρνησιν του Ελευθερίου ως εδέχθη και του Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Έμεινε λοιπόν μετά των ασεβών εκείνων ο φαινόμενος Ελευθέριος, ουχί δε και ο νοούμενος. Διότι έχων όλον τον νουν του προς την πράξιν της αρνήσεως, αλλέως πως συμπεριεφέρετο και όχι όπως θα έπρεπε. Διο, υποπτευόμενοι την φυγήν του οι ασεβείς Αγαρηνοί όχι μόνον δεν του έδιδαν άδειαν να εξέρχεται από τον σατανικόν εκείνον οίκον αλλά και τον παρηκολούθουν, προσέχοντες τους λόγους και τας κινήσεις του. Όθεν, ημέραν τινά, ιδόντες επάνω του μικρόν σταυρόν, τον οποίον είχε προ της εξωμοσίας και τον εφύλαττεν, ως σημείον της προτέρας του ευσεβείας, ή, μάλλον ειπείν, ως μάχαιραν κεκρυμμένην, ίνα συντρίψη ύστερον δι’ αυτού τας παγίδας του διαβόλου και ελευθερωθή από τας χείρας των αθέων, ως το στρουθίον εκ της παγίδος των θηρευόντων, έσπευσαν ευθύς οι ασεβείς εκείνοι σύνδουλοί του και τον παρουσίασαν εις τον Ραϊς Εφένδην, εγκαλούντες τον Ελευθέριον, ότι εφρόνει ακόμη τα των Χριστιανών. Ο δε αξιογέλαστος εκείνος Εφένδης τους έπεισε με λόγους σοφούς, ότι δεν ήτο δια τούτο αξιοκατάκριτος ο Ρεσίτης (ούτω τον ωνόμασαν), αν ακόμη κρατή τα χριστιανικά σημεία· διότι πως θα ηδύνατο αυτός εις διάστημα ολίγων ημερών να αισθανθή την γλυκύτητα της πίστεώς των; Είπε δε εις τους συνοδούς να αφήσωσιν αυτόν, έως ότου με τον καιρόν έλθη εις θεογνωσίαν, ω της μωρίας των! Αντί να είπη εις μισοθεϊαν. Με αυτούς τους λόγους καθησύχασεν ο μάταιος ηγεμών τους ασεβείς εκείνους. Μετά μήνας τέσσαρας της εις Σούμλαν παραμονής των, ήλθον εις την Αδριανούπολιν· επειδή δε έβλεπε τα θηρία εκείνα μάλλον ή ανθρώπους, του Ραϊς Εφένδη, ότι εζηλοτύπουν δια τον καλόν τρόπον, τον οποίον εκείνος εδείκνυε προς τον Ελευθέριον και εμνησικάκουν, ως δήθεν ζηλωταί της θρησκείας των, δια τον σταυρόν, περί του οποίου προείπομεν, είχεν ο Ελευθέριος φόβον και αγωνίαν, υποπτευόμενος, μήπως τον φονεύσωσι καθ’ οδόν και αποθάνη, φεύ! εις την άθεον εκείνην θρησκείαν. Ότε δε έφθασεν η άπιστος εκείνη και μιαρά αποστολή εις Αδριανούπολιν, έτυχε να είναι η ημέρα Σάββατον και η ώρα καθ’ ην οι Χριστιανοί, αφήνοντες τας υπηρεσίας και εργασίας των, συντρέχουσιν εις τας Εκκλησίας, ίνα ακούσωσι τον Εσπερινόν, εις ύμνον του εκ νεκρών αναστάντος Χριστού. Τότε λοιπόν και ο Ελευθέριος, διαφυγών από το άπιστον εκείνο πλήθος, έδραμεν εις την Μητρόπολιν της πόλεως εκείνης. Ήτο δε τότε Αρχιερεύς ο μετέπειτα προβιβασθείς εις Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ο και μαρτυρικού τέλους αξιωθείς εν τω καιρώ της Ελληνικής Επαναστάσεως εις την αυτήν πόλιν, μετά την από της πατριαρχείας παραίτησιν, Ιερομάρτυς Κύριλλος. Μαθών λοιπόν ο Ελευθέριος, ότι ο Επίσκοπος ευρίσκετο εις την Εκκλησίαν ψάλλων τον Εσπερινόν, ήλθε και εστάθη έξωθεν του Ναού. Ιδών δε τον Ιεροδιάκονον θυμιώντα τους πιστούς επληγώθη την καρδίαν, στοχαζόμενος, ότι αυτός μόνον εστερείτο της χάριτος του θυμιάματος. Τότε μόλις ηδυνήθη να κρατήση εαυτόν· προσεποιήθη δε, ότι ήρχετο από την Κωνσταντινούπολιν και είχε γράμματα αναγκαία δια τον Δεσπότην, ζητών άνευ αναβολής να του ομιλ΄ση. Πληροφορηθείς ταύτα ο Αρχιερεύς παρά του Διακόνου, δεν εξήλθε του Ναού είτε εξ αιτίας του Εσπερινού, είτε εξ άλλης τινός υποψίας, αλλ’ απέστειλε τον επίτροπον της Εκκλησίας, ίνα μάθη τα περί του ζητούντος και λάβη τα γράμματα. Ευθύς ως είδε τούτον ο Ελευθέριος, παρεμέρισεν ολίγον και διηγήθη εις τον επίτροπον συντόμως τα της μετανοίας του και ότι εζήτει βοήθειαν τινά, ήτις συνίστατο εις το να του δοθώσιν ενδύματα χριστιανικά. Ο δε επίτροπος, ακούσας ταύτα, ή από φόβον ως ακούων και βλέπων τα στρατεύματα των ασεβών εισερχόμενα εις Αδριανούπολιν, ή από φυσικήν βαρβαρότητα και σκληρότητα εναντιούμενος εις την αίτησιν του Ελευθερίου, έβαλε φωνάς ατάκτους, αντί να παρηγορήση και περιθάλψη το πλανώμενον του Χριστού πρόβατον και απεδίωξεν αυτόν εκείθεν. Τούτου αι κραυγαί φόβον και τρόμον επροξένησαν εις τον Ελευθέριον σκεφθέντα μήπως πάθη και άλλο τι κακόν εκτός των άλλων τα οποία έπαθεν. Έφυγε λοιπόν με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και κατάπικρος τη καρδία, αλλά αν και απέτυχεν εις τον σκοπόν του δεν εδειλίασε, καταφυγών εις άλλον στοχασμόν. Μίαν ημέραν, συναντήσας Χριστιανόν τινα, οπλοποιόν το επιτήδευμα, διηγήθη εις τούτον την κατάστασίν του και τον παρεκάλεσε να του φέρη ενδύματα χριστιανικά εις ωρισμένην ώραν. Εκείνος δε ο καλός Χριστιανός ητοίμασε τα ενδύματα και τα έφερε καθώς είπον. Αλλ’ εκ συνεργείας του πονηρού απέτυχε και αυτού του σκοπού ο Ελευθέριος, μη δυνηθείς να διαφύγη την προσοχήν του ασεβούς εκείνου και ατάκτου πλήθους. Όθεν ετιτρώσκετο η καρδία του από βαρείαν λύπην και εφαίνετο πάντοτε στυγνός και αγέλαστος. Όθεν και οι σύνδουλοί του, θεωρούντες αυτόν ούτω περίλυπον, οι μεν ωνείδιζον αυτόν, οι δε εφρόντιζον παντοιοτρόπως να τον φέρωσιν εις ευθυμοτέραν κατάστασιν και αποδιώξωσι την λύπην, ήτις εφαίνετο ζωγραφισμένη εις το πρόσωπόν του. Διότι, κατά τον Σολομώντα, «καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκυθρωπάζει» (Παρ. ιε: 13). Ο δε ασεβής εκείνος αυθέντης του Ραϊς Εφένδης, βλέπων αυτόν ούτω σκυθρωπόν, σύννουν και πολλάκις δακρύοντα, τι δεν έλεγε, τι δεν έπραττε και τι δεν τω υπέσχετο, δια να διαλύση την λύπην του! Αλλ’ ο Ελευθέριος υπεκρίνετο, ότι ελυπείτο δια την μητέρα του, έλεγε δε το του Δαυϊδ· «Οι νεφροί μου εξεκαύθησαν και ηλλοιώθησαν τη αρνήσει σου Χριστέ»! (Ψαλμ. οβ:21). Παρέμειναν λοιπόν εις Αδριανούπολιν υπέρ τους τρεις μήνας και μετά ταύτα ήλθον εις Κωνσταντινούπολιν. Παρ’ ολίγον δε ο λόγος να παραλείψη ότι, ότε ο Ελευθέριος ευρίσκετο εις Βουκουρέστιον, συνεδέθη δια φιλίας μετά του Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, όστις ελθών εις Σούμλαν δια τινα ανάγκην και κρατηθείς από τους Αγαρηνούς, επειδή εφοβήθη, έδωκε λόγον εξωμοσίας. Πλην, τα κατ’ αυτόν μένουσιν εις άλλην διήγησιν. Τώρα δε ας επανέλθωμεν εις την συνέχισιν της παρούσης διηγήσεως. Ο Ελευθέριος λοιπόν εκρατείτο εις τον οίκον του Ραϊς Εφένδη, όστις εκάλει αυτόν υιόν θετόν και δια παντοίων τρόπων και μηχανών προσεπάθει να φέρεται παρηγορητικώς προς αυτόν, ως ελέχθη, αλλά δεν συνεχώρει εις αυτόν να εξέρχεται της οικίας του. Βλέπων λοιπόν εαυτόν ο Ελευθέριος ούτω περιστοιχιζόμενον και φυλαττόμενον, κατέφυγεν εις την αντίληψιν της Θεοτόκου της κοινής του γένους των Χριστιανών προστάτιδος και εγγυητρίας των αμαρτωλών, ως άλλη Οσία Μαρία η Αιγυπτία και έλεγε δεόμενος· «Γενού μοι εγγυήτρια προς τον υιόν σου, ω Δέσποινα, τον οποίον ο τάλας ηρνήθην και ανάγαγέ με εκ του βυθού της απωλείας ταύτης, «ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου· ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστι μοι υπόστασις» (Ψαλμ. ξη: 2). Δος μοι χείρα βοηθείας, ω Δέσποτα, κειμένω χαμαί και ανάγαγέ με εκ του βυθού της απωλείας· λύτρωσαί με εκ της τυραννίδος του διαβόλου, η λυτρώσασα το ανθρώπινον γένος και περιχαρώς δεχομένη τα δάκρυα και την μετάνοιαν των αμαρτωλών». Τοιαύτα εν ω συνεχώς έλεγε νοερώς προς την Θεοτόκον, ήλθε προς αυτόν εξ ύψους βοήθεια και έλαβε τοσαύτην τόλμην και ανδρείαν παρά της Θεομήτορος, ώστε απεφάσισεν ή, αν δυνηθή, να αναχωρήση από τον σατανικόν εκείνον οίκον, ή, τέλος πάντων, να παρουσιάση εαυτόν Χριστιανόν και να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά δέκα ημέρας από της εις Κωνσταντινούπολιν αφίξεώς του, το εσπέρας, ούτως εμελέτησε καθ’ εαυτόν και απεφάσισεν, επικαλούμενος την βοήθειαν της Θεοτόκου. Αλλ’ ο σατανάς έστησε νέαν παγίδα εις τον Άγιον, μικράν μεν φαινομένην, μεγάλην όμως τοις πράγμασιν. Ήτο δε αύτη η φιλοδοξία, δια της οποίας ετεχνεύθη ο πονηρός να αλλοιώση και εξασθενίση τον τόνον και την απόφασιν του Αγίου. Ήλπιζε δε ο μιαρός, ότι δι αυτής θέλει υποδουλωθεί το ελεύθερον αυτού φρόνημα εις μάταια και σητόβρωτα ενδύματα, δια τα οποία ο Ραϊς Εφένδης κατέβαλεν έξοδα υπέρ τα τρεις χιλιάδας φλωρία και τα οποία, κινούμενος από τον διάβολον, έστειλεν εις τον Ελευθέριον ως δώρον δια των γυναίων του γυναικωνίτου του, αίτινες προσκληθείσαι παρέλαβον ταύτα και συνέχαιρον ως υιόν των τάχα θετόν, υποσχόμεναι και άλλα πολλά αγαθά, ηδονάς, δόξας, αναπαύσεις και όσα δύναταί τις να νοήση ότι ευρίσκοντο εις τον οίκον εκείνον της απωλείας. Αλλ’ ο καλός και γενναίος δούλος του Χριστού Ελευθέριος υπεκρίθη μεν ότι εδέχθη αυτά ευχαρίστως και πολλάς ευχαριστίας ανταπέστειλε δια των προσφερόντων δούλων. Έπειτα δε ανοίξας αυτά και ιδών την λαμπρότητα και πολυτέλειαν των ενδυμάτων εκείνων, εμειδίασε και είπε· «Τέχνη και παγίς σου είναι τούτο, διάβολε, ίνα με υποσκελίσης, δόλιε». Παριδών δε αυτά, εδόθη εις προσευχήν καθ’ όλην εκείνην την νύκτα, ζητών μετά δακρύων να ευκολυνθή η φυγή του από του οίκου του στόματος του Άδου. Το δε πρωϊ, ότε ήρχισαν αι κροκοειδείς αυγαί του ηλίου να εξαπλούνται επί των κορυφών των ορέων, ο Ελευθέριος κατήλθε την κλίμακα και υψώσας τους οφθαλμούς και τον νουν του εις τον νοητόν ήλιον της δικαιοσύνης Χριστόν, είπε· «Γενού μοι, ω Δέσποτα, φως και οδηγία προς οδόν σωτηρίας, εις τους εχθρούς σου δε τούτους δος σκότος ψηλαφητόν, ίνα μη με ίδωσι και εμποδίσωσι· διότι, ιδού εξέρχομαι εις αναζήτησίν Σου, ως η άδουσα νύμφη· επάκουσόν μου, Δέσποτα, δια το πλήθος των οικτιρμών σου και χάρισαί μοι ευκολίαν της εξόδου δια πρεσβειών της παναχράντου Σου Μητρός και πάντων των Αγίων. Αμήν». Ταύτα λέγων από ψυχής συντετριμμένης, ήλθεν εις την θύραν του οίκου και εύρε θυρωρόν τινά γέροντα, όστις μετ’ ολίγον απήλθε προς ιδίαν του υπηρεσίαν. Τότε έμεινεν ελευθέρα η έξοδος εις τον Ελευθέριον. Μόλις λοιπόν ησθάνθη εαυτόν ελεύθερον, δια της θείας επικουρίας, εξήλθε με μεγάλην ταχύτητα και δρομαίως έφθασεν εις το Πατριαρχείον ζητών Πνευματικόν τινά γνώριμόν του Πελοποννήσιον, καθήμενον αντίκρυ της μικράς θύρας του Πατριαρχείου. Ο δε Πνευματικός, ιδών αυτόν, εξήστη· προς τον Πνευματικόν τούτον εξωμολογήθη ο Ελευθέριος πάντα, όσα διηγήθημεν και ομολογών εαυτόν Χριστιανόν, του εζήτησεν ενδύματα χριστιανικά. Ο δε Πνευματικός, ή επειδή δεν ηδύνατο να τα οικονομήση ή επειδή εφοβήθη, δεν εδέχθη την αίτησιν· συμβουλεύσας όμως αυτόν με λόγους ψυχωφελείς, τον απέλυσε. Συνέβη δε τότε να βλέπη τις τον Ελευθέριον τρέχοντα άνω και κάτω, σπεύδοντα να κρύψη εαυτόν από τους υιούς της ανομίας και αν υπήρχε τυχόν πέτρα τις να υποκρυβή, ως το πάλαι ο Μωϋσής, ίνα ίδη το σωτήριον του Θεού. Ούτω τρέχων εισήλθεν εις πλοιάριον και διεπέρασεν εις τον Γαλατάν, σπεύσας δε ανέβη εις το Σταυροδρόμιον και εισήλθεν εις το παλάτιον του πρέσβεως της Ρωσίας. Εκεί μετά μεγάλης φωνής εβόησε, λέγων· «Δόξα σοι τω αναγαγόντι με εξ Άδου και σκιάς θανάτου, Χριστώ τω Θεώ». Οι δούλοι του παλατίου, ιδόντες τον Ελευθέριον με στολήν των Αγαρηνών, εξέστησαν, επειδή εγνώριζον ότι ούτος πρότερον ήτο Χριστιανός, διότι παρέδραμεν ο λόγος να δηλώσω ότι, ότε ευρίσκετο δια πρώτην φοράν εις Κωνσταντινούπολιν, έμεινεν ολίγον καιρόν εντός αυτού του παλατίου και ήτο γνωστός εις όλους. Μαθόντες δε εκείνοι τα κατ’ αυτόν και συμπονέσαντες, εξέδυσαν αυτόν ευθύς τα δηλωτικά της ασεβείας ιμάτια και τον ενέδυσαν χριστιανικά και εις κοινήν πανήγυριν συναθροισθέντες, εδόξασαν μεν τον Θεόν, ως έπρεπεν, επί τη τοιαύτη δια της οικονομίας Του ελευθερία του δούλου Του, κατεγέλασαν δε την κατάπτυστον πλάνην των Αγαρηνών, περιφρονήσαντες τα πολυτελή εκείνα φορέματα. Μετά δε ημέρας τέσσαρας, ευρόντες πλοίον, το οποίον έμελλε να πλεύση δια τον Στρυμονικόν κόλπον και το οποίον θα διήρχετο από το Άγιον Όρος Άθω, επεβίβασαν εις αυτό τον Ελευθέριον. Είχε δε συνοδίτην και θεοφιλή τινά Χριστιανόν Πελοποννήσιον από τας παλαιάς Πάτρας, Ιωάννην καλούμενον, όστις ήτο έτοιμος να εκπλεύση με άλλο πλοίον δια την Ρωσίαν, αλλ’ όστις μαθών τα του Ελευθερίου, συνώδευσεν αυτόν, ελθών μετ’ αυτού εις το Άγιον Όρος του Άθω. Όταν δε έφθασαν εις το Άγιον Όρος, τη του Θεού βοηθεία και προμηθεία της Θεοτόκου, εξελθόντες του πλοίου, ήλθον κατά πρώτον εις την ιεράν Λαύραν. Εκεί συνήντησαν τον παναγιώτατον Πατριάρχη πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον, εκεί τότε διατρίβοντα. Εξωμολογήθη λοιπόν εις αυτόν ο Ελευθέριος άπαντα τα κατ’ αυτόν, τα οποία, ακούσας ο Γρηγόριος συνεπόνεσε και συνήλγησε, μεγάλας δε ευχαριστίας ανέπεμψε τω Θεώ δια την παράδοξον απαλλαγήν του Ελευθερίου. Και τον μεν φιλόχριστον συνοδίτην Ιωάννην καταστέψας και εφοδιάσας με επαίνους, ευλογίας και επαγγελίας μισθών αδροτάτων παρά Θεού, απέλυσεν εν ειρήνη, τον δε πνευματικώς ασθενούντα και τετραυματισμένον υπό του κοινού εχθρού και πολεμίου Ελευθέριον εκράτησε παρ’ εαυτώ, ορίσας εις αυτόν να μεταβαίνη καθ’ ημέραν εις ενάρετόν τινα και ευλαβή Πνευματικόν καλούμενον Μελέτιον, Κρήτα, εκεί πλησίον καθήμενον, και ακούη τας ιλαστηρίους ευχάς κατά την διάταξιν της Εκκλησίας, ίνα ούτω μετά τεσσαράκοντα ημέρας, χρισθή με το Άγιον μύρον και γίνη πάλιν δούλος Χριστού, αναδεχόμενος την πρώτην ονομασίαν του Χριστιανού, εγγραφόμενος πάλιν εις τον ουράνιον κατάλογον των Ορθοδόξων και λαμβάνων το δικαίωμα να είναι κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Χριστού. Ούτως έπραξεν ο Ελευθέριος. Και λαβών το χρίσμα ανέβη εις την Σκήτην της Αγίας Άννης, προς τον ιερόν εκείνον άνδρα, Ιερέα Βασίλειον, όστις και άλλους αρνησιχρίστους εναπέδειξε Μάρτυρας του Χριστού, γενόμενος εις αυτούς συνεργός και συνοδοιπόρος με κίνδυνον της ιδίας του ζωής και ικανά έξοδα, άτινα εκ των ιδικών του οικονομιών κατέβαλεν. Εις τούτον λοιπόν ο Ελευθέριος, μετά συντετριμμένης καρδίας και ταπεινού πνεύματος εξομολογηθείς το τε παράπτωμα αυτού και την παράδοξον ελευθερίαν και τα άλλα πάντα, ως είπομεν, εκίνησεν εις συμπάθειαν την μακαρίαν εκείνην ψυχήν του Ιερομονάχου Βασιλείου, όστις εκράτησεν αυτόν εις την συνοδείαν του. Μείνας λοιπόν εκεί είκοσιν ημέρας και αγωνιζόμενος κατά δύναμιν, πείθει, αν και μη θέλοντα, τον Πνευματικόν Πατέρα Βασίλειον και δίδει εις αυτόν την άδειαν να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν, με την εντολήν ότι, αν γνωρισθή από τους επαράτους εκείνους Αγαρηνούς, να παρουσιασθή· ει δε μη, να επιστρέψη άπρακτος, χωρίς να τολμήση μόνος του να ρίψη εαυτόν εις τοιούτον κίνδυνον. Τότε ο Ελευθέριος εδέχθη μετά χαράς την εντολήν του Γέροντος και προθύμως ανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Μολονότι δε εις διάστημα οκτώ ημερών συνανεστράφη με εξ δούλους του Ραϊς Εφένδη γνωρίμους του, κρίμασιν οις είδεν ο Θεός, δεν εγνωρίσθη από αυτούς. Όθεν ελυπήθη πολύ δια τούτο και κρίνας το γεγονός ως αποτυχίαν του, επανήλθε πάλιν εις τον Γέροντά του, τον Πνευματικόν εκείνον του Πατριαρχείου και του εφανέρωσε τα κατ’ αυτόν, προσθέσας και την εντολήν του Γέροντος, ακόμη δε, ότι απεφάσισε να παραβή την εντολήν και να παρουσιασθή, μη δυνάμενος να υπομείνη την ένδοθεν θέρμην της του Χριστού αγάπης. Ο δε Πνευματικός, αν και προσεπάθησε να τον εμποδίση με διαφόρους τρόπους, όμως δεν ηδυνήθη να μεταβάλη τον σκοπόν του. Έδωκε τότε εις αυτόν άδειαν, επευξάμενος τα σωτήρια. Κατά την επομένην λοιπόν ημέραν, ήτις ήτο η λαμπροφόρος εορτή της θείας Μεταμορφώσεως, κοινωνήσας των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού και ως μέγα εφόδιον ταύτα λαβών και λογισάμενος, έδραμε να παρουσιασθή με θάρρος και τόλμην ανυπέρβλητον. Αλλά κατά λόγους αρρήτους της τα πάντα καλώς διεξαγούσης κρυγιομύστου προνοίας του Θεού, συνήντησε καθ’ οδόν Παγκράτιόν τινα Μοναχόν, Λαυριώτην, εκ Καλαβρύτων της Πελοποννήσου καταγόμενον, προς τον οποίον, ως γνώριμόν του, εκοινολόγησε τον μελετώμενον σκοπόν του και την οδόν προς την οποίαν έσπευδεν. Ούτος δε ο Παγκράτιος με λόγους επιτηδείους εξησθένισε και, τρόπον τινά, παρέλυσε τον τόνον της ψυχής του Ελευθερίου, συμβουλεύσας αυτόν να επιστρέψη εις το Άγιον Όρος, όπου να υποτάξη εαυτόν εις ασκητικούς αγώνας και να ταπεινώση το φρόνημά του, ίνα δοκιμασθή τελειότερον και υψηλότερον, ώστε να εισέλθη εις τοιούτον αγώνα και κίνδυνον του Μαρτυρίου καλώς ενδυναμωμένος. Απετράπη λοιπόν από τον ωραίον τούτον δρόμον προς το παρόν και ηθέλησε να έλθη εις το Άγιον Όρος κατά την συμβουλήν του ανωτέρω Παγκρατίου. Αλλ’ ο μισόκαλος και εχθρός του ανθρωπίνου γένους διάβολος εμβάλλει εις αυτόν άλλους λογισμούς και πότε μεν έπειθεν αυτόν να υπάγη εις Ιεροσόλυμα, πότε εις Σίναιον, άλλοτε δε πάλιν εις άλλο μέρος, επειδή προέβλεπεν, ως φαίνεται, ο αλιτήριος εις ποίον ύψος αρετής έμελλε να φθάση ερχόμενος εις το Άγιον Όρος, τον κοινόν λιμένα της σωτηρίας των αμαρτωλών, καθώς ο λόγος προχωρών θέλει φανερώσει. Εννοήσας δε την δολιότητα τούτων των επιβούλων λογισμών, υπερενίκησεν αυτούς με την Θείαν βοήθειαν και ήλθεν εις την Ιεράν Μονήν του Δοχειαρίου μετά τινος προηγουμένου Ευγενίου Μυτιληναίου, όπου μείνας μετ’ αυτού επί δύο μήνας, μετέβη εκείθεν εις το Ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, όπου και βαρέως ασθενήσας ιάθη δια της συντόνου επιμελείας των αδελφών της Μονής. Ανεχώρησε δε εκείθεν μετά μικρόν και επέστρεψε πάλιν εις την Μονήν του Δοχειαρίου, όπου και έμαθε παρά του πανοσιωτάτου Ιερομονάχου Δοσιθέου, υποτακτικού του μακαρίτου Χριστοφόρου, του διδασκάλου, ότι ευρίσκεται εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων και ο εξάδελφός του Ονούφριος. Εδάκρυσε τότε από την χαράν του, στοχαζόμενος μεγάλην ευτυχίαν τούτο δι’ αυτόν και εύνοιαν προς ευόδωσιν του σκοπού του. Εμποδιζόμενος όμως από την εντροπήν της αρνήσεώς του, δεν ήλθεν ευθύς εις τον Ονούφριον, μολονότι κατά πολύ παρεκινείτο παρά του ειρημένου Ιερομονάχου Δοσιθέου. Μετά δε από ολίγας ημέρας, κατερχόμενος από τας Καρυάς έφθασεν εις εν σπήλαιον, ευρισκόμενον εις τα όρια της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, όπου είναι αγίασμα του Τιμίου Προδρόμου και άνωθεν αυτού η σεβασμία εικών. Εκάθισε λοιπόν εκεί ολίγον να αναπαυθή και, μνησθείς ημερών αρχαίων, εδάκτυσεν αναλογισάμενος το μέγα παράπτωμα της του Χριστού αρνήσεως και τας άλλας του αμαρτίας. Ιδών δε και την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, είπε· «Δίδαξόν με, Βαπτιστά του Χριστού και πρώτε κήρυξ της μετανοίας, οδόν σωτηρίας εν η πορεύσομαι». Ακολουθήσας δε μίαν από τας εκεί οδούς, έφθασεν εις τον λεγόμενον Πύργον της αυτής Μονής, προς τον Πανοσιώτατον Πνευματικόν Κύριλλον, τον Μυτιληναίον, προς τον οποίον εξωμολογήθη άπαντα τα κατ’ αυτόν. Ούτος δε απέστειλε τον Ελευθέριον εις την Ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, προς τον Οσιώτατον Χαραλάμπην, εις το παλαιόν λεγόμενον Κυριακόν. Τότε λοιπόν κατήλθε προς την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, δια να εύρη τον εξάδελφόν του Ονούφριον, ο οποίος, ακούσας μετά των άλλων εξομολογήσεων και την φοβεράν εκείνην άρνησιν, επληγώθη εις τα σπλάγχνα και ωδύρετο δια την μεγάλην συμφοράν του Ελευθερίου· κλαίων δε έλεγεν, ως άλλος Ιακώβ· «Θηρίον πονηρόν κατέφαγέ σε, αδελφέ, θηρίον πονηρόν, απ’ αρχής αιμοβόρον και άγριον διέρρηξέ σε, Ελευθέριε»! Υπομιμνήσκων είτα τας απείρους προς τον άνθρωπον ευεργεσίας του Χριστού και απαριθμών εν προς εν τα θαύματα και τας άλλας Αυτού θεοσημείας, καθώς και τα σωτήρια Αυτού πάθη, ήτοι τον Σταυρόν, τους ήλους, την λόγχην, τον κάλαμον, τον εξ ακανθών στέφανον, την πορφύραν, το όξος, την χολήν, τους εμπαιγμούς και τα άλλα πάντα, όσα δια την του ανθρώπου σωτηρίαν υπέμεινε και έπαθεν ο Θεάνθρωπος Σωτήρ ημών, τέλος είπεν εις τον Ελευθέριον· «Προς ευχαριστίαν, άρα γε, όλων αυτών των παθημάτων του Χριστού ηρνήθης, Ελευθέριε, Αυτόν και την Αυτού Θεότητα»; Πόσα τότε δάκρυα δεν έρρευσαν από τους οφθαλμούς του Ελευθερίου! Πόσοι αναστεναγμοί, φωναί, ολολυγμοί και οιμωγαί δεν ανεδόθησαν από το στήθος εκείνου! Ούτω λοιπόν αμφότεροι συλλυπούμενοι και συμπάσχοντες ώραν ικανήν και πολλά ειπόντες απεχωρίσθησαν, ο δε Ελευθέριος ήλθε πάλιν εις τον ειρημένον Χαραλάμπην. Μετά δε από είκοσιν εννέα ημέρας μεγάλως παρακληθείς από τον Ονούφριον ο εις την αυτήν Σκήτην του Προδρόμου ευρισκόμενος Πνευματικός Πανοσιώτατος Νικηφόρος, υπεδέχθη εις την συνοδείαν του τον Ελευθέριον, ήτις και συνεκροτήθη τότε εκ πέντε αδελφών εκ της αυτής πατρίδος, της κώμης Δημητσάνης πάντων καταγομένων, πρώτος των οποίων υπήρχεν ο Γέρων Ακάκιος, εις τον οποίον και ανέθηκεν ο Πνευματικός Νικηφόρος την επιμέλειαν του Ελευθερίου. Αφού λοιπόν εξωμολογήθη ο Ελευθέριος άπαντα τα κατ’ αυτόν, εδέχθη ευπειθώς τον κανόνα, τον οποίον ώρισεν εις αυτόν ο Πνευματικός. Άξιον δε ήτο να βλέπη τις τον νέον εκείνον και ασυνήθιστον υποτακτικόν, πρόθυμον και έτοιμον εις όλα τα προστασσόμενα και εκτελούντα μετά πάσης ακριβείας παν το διατεταγμένον. Κατά το διάστημα δε των πρώτων τούτων ημερών της ησυχίας και της υποταγής του επόθει ο μακάριος Ελευθέριος να μάθη τι περί της μητρός του, μαθών δε ότι άνθρωπός τις ήλθεν από την πατρίδα του Πελοπόννησον, λαβών άδειαν παρά του Πνευματικού του Πατρός, ήλθε προς συνάντησιν ημών. Όταν λοιπόν ο Ελευθέριος ήλθε προς ημάς, ημείς, ως υπό Θεού οδηγηθέντες, απεστείλαμεν αυτόν προς τον παναγιώτατον Πατριάρχην πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον παραχειμάζοντα τότε εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, δια να μάθη δήθεν παρ’ αυτού περί του ανδρός τον οποίον εζήτει και περί της μητρός του. Ο δε μακάριος Γρηγόριος, υπό υψηλοτέρου λογισμού καθοδηγούμενος, επέπληξεν αυτόν σφοδρώς και τον απεδίωξεν ειπών· «Τι ενδιαφέρεσαι συ περί εκείνων; Ησύχασον και φρόντισον τα περί του εαυτού σου μόνον». Ω! πόσον ισχύει έλεγχος εις καλήν καρδίαν, εν καιρώ τω προσήκοντι λεγόμενος! Έφυγεν εκείθεν ο Άγιος αποδιωχθείς, αλλ’ ίδετε, αδελφοί, πως, λαβών αφορμήν, ως φρόνιμος, εκ τούτου εδόθη όλος εις την ησυχίαν και έμεινε του λοιπού απερίσπαστος μόνον εις εαυτόν και τον Θεόν προσέχων. Τις δύναται να διηγηθή την αξίαν των εκείνου κατορθωμάτων; Το πολύ δηλαδή της νηστείας, το καρτερικόν της αγρυπνίας, την άμετρον κατάνυξιν, τας ολονυκτίους στάσεις, την αδιάλειπτον προσευχήν και το απερίσπαστον εις μερίμνας, το ταπεινόν του φρονήματος, το πράον, το σύννουν και προσεκτικόν πάντοτε, το προς πάντας ιλαρόν και ήσυχον και το συμπαθές και φιλεύσπλαγχνον; Ούτως ο αοίδιμος Ελευθέριος πολιτευόμενος επέτυχεν, ίνα εν ολίγω χρόνω αποκτήση πάσας τας αρετάς, καταμαράνας και αφανίσας τελείως το φρόνημα της σαρκός και τα πάθη αυτής. Όθεν πράγματι ως έξω του κόσμου εφαίνετο και ενομίζετο παρ’ ημών. Ακούσατε δε ένα από τα πολλά σημεία της ενθέου πολιτείας του, δια να γνωρίσετε την εσωτερικήν κατάστασιν της ψυχής του. Ημέραν τινά ευρών αυτόν ο Πνευματικός του Πατήρ έξω εις το προαύλιον του κελλίου του λίαν σκυθρωπόν, σύννουν και υποδακρύοντα, ηρώτησεν αυτόν δια το αίτιον της λύπης του· εκείνος δε απεκρίθη αυτολεξεί ούτως· «Απεστράφη η ψυχή μου, Πάτερ, τον κόσμον και την άνω ζωήν επεθύμησα». Ω λόγων εμφαντικωτάτων αποδεικνυόντων την προς τον Χριστόν εγκάρδιον αγάπην! Ψυχή η του θείου έρωτος κάτοχος γινομένη, προς ουδέν επιστρέφεται των παρόντων. Με τοιούτον λοιπόν σκοπόν εισήλθεν εις το στάδιον της ασκήσεως ο Ελευθέριος και τοσούτον εις αυτό ανεπιστρόφως ηυδοκίμησεν, ώστε εις πάντας ημάς, καθώς γνωρίζετε, επροξένησαν μέγαν θαυμασμόν και απορίαν οι μεγάλοι εκείνου ασκητικοί αγώνες και ιδρώτες, ως και ο ειρημένος Πνευματικός αυτού Πατήρ ωμολόγησε, λέγων· «Ημείς οίτινες τοσούτον χρόνον κατοικούμεν και διατρίβομεν εις τούτο το αγιώνυμον όρος και παρά πολλών λογιζόμεθα κάτοχοι του καλού και της αρετής, ουδέ το εκατοστημόριον των αρετών και των αγώνων του Ελευθερίου επετύχομεν. Αλλά και άλλος τις αδελφός, παρατηρήσας με προσοχήν, εθαύμασε και ενεκωμίασε το βάθος της ταπεινώσεώς του, από το οποίον ανήλθεν ασφαλώς εις το ανεκδιήγητον ύψος της αγάπης του Χριστού και έσυρεν εκείθεν εις εαυτόν την μαρτυρικήν Χάριν, υπό της οποίας, αενάως καταφλεγόμενος, ουδέν άλλο πλέον εφαντάζετο ή τους μαρτυρικούς στεφάνους και τα ανεκλάλητα κάλλη της ουρανίου μακαριότητος. Ταύτα κατά νουν σκεπτόμενος ο Άγιος εκοινολόγησε τον σκοπόν του προς τον Πνευματικόν του Πατέρα, όμως δεν ηδυνήθη ευθύς να λάβη την συγκατάθεσίν του, αλλά προσετάχθη να επιτείνη μόνον τους αγώνας και να ζητή το έλεος του Θεού. Υπήκουσε τότε μετά χαράς ο μακάριος και ηύξησε τας νηστείας, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς και τα δάκρυα και, αν και εις τοιαύτην πολλήν κακοπάθειαν ευρίσκετο, ήτο θαύμα να τον βλέπη τις πάντοτε φαιδρόν και ιλαρόν, επανθούσαν έχοντα την θείαν Χάριν εις το πρόσωπόν του. Είχε δε και συνήθειαν ο αείμνηστος, μετά τας προς Θεόν ευχάς και τους λοιπούς διατεταγμένους κανόνας, να αναγινώσκη και το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον, του οποίου περεκάλει ποτέ τον Γέροντα Ακάκιον να εξηγή τα απορούμενα. Αλλά μεταξύ τούτων ηρώτησε και περί τινος υψηλοτέρου δόγματος, προς το οποίον εκείνος απεκρίθη· «Τέκνον, ότε η Μαγδαληνή Μαρία ηθέλησε να εξετάση περιεργότερον την Ανάστασιν του Χριστού με την ψαύσιν των αγίων του ποδών, ήκουσεν από Αυτόν· «Μη μου άπτου»· και συ λοιπόν, μη εξετάσης να μάθης όσα και οι Πατέρες της Εκκλησίας ως δύσληπτα απεσιώπησαν, δια να μη ακούσης ομοίως το, «Μη μου άπτου», αλλά πίστευε μόνον και μη ερεύνα, όσα και η θεία Χάρις ακόμη δεν κρίνει εύλογον να μας φανερώση». Εκ της αποκρίσεως ταύτης ηυχαριστήθη τοσούτον ο μακάριος, ώστε έλεγε πολλάκις· «Εις τους Αγγέλους, Πάτερ, θέλω ομολογήσει αυτήν την χάριν. Διότι συμβουλεύσας με να μη εξετάζω τα υπέρ την δύναμίν μου, κατέπαυσας την απορίαν και τον λογισμόν, όστις προ χρόνων με ηνώχλει». Αναγινώσκοντος δε του Αγίου και το «Νέον Μαρτυρολόγιον», και βλέποντος τα κατορθώματα και τους άθλους των Αγίων Νεομαρτύρων, εθερμαίνετο επί πλέον η καρδία αυτού και συνεχώς ανεκίνει περί των Μαρτυρίων λόγους. Ούτως, όταν ποτέ ανεφέραμεν τας τυραννίας και τα βάσανα των απίστων τυράννων και το υψηλόν και δυσεπίτευκτον του Μαρτυρίου, εκείνος απεκρίνατο· «Εγώ δεν συλλογίζομαι ποτέ ούτε μετρώ τους τοιούτους κινδύνους και τας δυσχερείας, αλλ’ αισθάνομαι μόνον λύπην μεγάλην και οδύνην ανέκφραστον εις την καρδίαν μου, διότι δεν έχω χίλια σώματα, ίνα τα παραδώσω εις τους πόνους του Μαρτυρίου και χιλίας κεφαλάς ίνα παραδώσω αυτάς εις σφαγήν, δια την αγάπην του Χριστού». Παρεκάλει δε ποτε ο μακάριος τον Γέροντα Ακάκιον να κάμη δέησιν προς τον Θεόν, ίνα φανερώση εις αυτόν αν ήτο θέλημά Του να μαρτυρήση και με ποίον τρόπον· αυτόκλητος δηλαδή, ή εάν γνωρισθή; Επειδή δε ο Ακάκιος ελογίζετο το τοιούτον ανώτερον της αξίας του, παρητείτο από την αίτησιν του Ελευθερίου. Ο δε Ελευθέριος επέμεινε παρακαλών αυτόν, επί ημέρας πολλάς, ίνα ποιήση ευχήν περί τούτου. Ημέραν δε τινά ο Ακάκιος τοιουτοτρόπως απεκρίθη προς αυτόν· «Τέκνον, εδώ εις την Σκήτην μας αδελφοί τινές ετέλεσαν άλλοτε μνημόσυνον και τράπεζαν του Γέροντός των και απέστειλαν διακονίαν φαγητού εις τον αοίδιμον Επίσκοπον Ιωάννην Μυραίων, διατρίβοντα τότε εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων. Ούτος, αποδεξάμενος την διακονίαν, ενεδύθη το ωμοφόριόν του και έψαλε το τρισάγιον και την νεκρώσιμον ευχήν, κατά την συνήθειαν. Επειδή δε τότε κατενύγη ο άγιος εκείνος Επίσκοπος και έκλαυσεν, είπε προς τους αποστείλαντας το φαγητόν αδελφούς, ότι ο μακαρίτης αυτών Γέρων ανεπαύθη εν Κυρίω και ας μη μεριμνώσι περί τούτου. Ταύτα δε είπεν ή ένεκα των δακρύων και της κατανύξεως, ή και εξ άλλου τινός οράματος, το οποίον έκρυψεν από αυτούς ο θεοφιλέστατος εκείνος Επίσκοπος και ούτω τους επληροφόρησεν. Εγώ όμως, τέκνον, καίτοι ανάξιος, όμως, δια τον λόγον της εντολής, έκαμα ευχήν προς τον Θεόν και επληροφορήθην, ότι θέλημα Θεού είναι να μαρτυρήσης και αυτόκλητος να παρουσιασθής εις την ομολογίαν, όπως και αυτόκλητος έκαμες την άρνησιν». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ελευθέριος περιεβλήθη όλος από άρρητον χαράν και αγαλλίασιν ψυχής και έκτοτε, ανεπιστρόφω λογισμώ, επέτεινε τους αγώνας και τους πόνους της ασκήσεως, εξαιτούμενος παρά Θεού την ταχείαν πραγματοποίησιν του Μαρτυρίου. Τοσαύτη δε κατάνυξις και πένθος εδωρήθη εις αυτόν παρά Θεού, ώστε δεν ηδύνατο τις να τον ίδη χωρίς δάκρυα ή στεναγμούς. Δια τούτο και κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, μετά την αγρυπνίαν, αφού εκάθισαν οι Πατέρες εις την τράπεζαν, ο Ελευθέριος, όστις μόνος έτρωγε την συνήθη του τροφήν, άρτον ξηρόν μεθ’ ύδατος, εν ω οι λοιποί έτρωγον τα τυχόντα φαγητά, ήρχισε να κλαίη και να στενάζη, ερωτηθείς δε διατί έκλαιε, δεν είπε τότε εις αυτούς την αιτίαν, αλλ’ εξηκολούθει να κλαίη απαρηγόρητα μέχρι σημείου ώστε μετέβαλε την τράπεζαν εις σκηνήν θρηνωδίας και λύπης, φέρων ούτω πολλήν απορίαν και σύγχυσιν εις τους ορώντας αδελφούς. Η δε θλίψις και τα δάκρυα και η συνοχή της καρδίας του δεν ήσαν δι’ άλλο τι, ει μη μόνον διότι ενεθυμήθη το ίδιόν του παράπτωμα, το της εξωμοσίας. Και επληρούτο το του Δαβίδ· «Επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου από φωνής του στεναγμού μου» (Ψαλμ. ρα:5-6). Τοιαύτα δάκρυα και κοπετός εγένοντο ποτέ και παρά του ιερού Αυγουστίνου, αναλογιζομένου την προτέραν του ζωήν, καθώς διηγείται η κατ’ αυτόν ιστορία. Άλλοτε πάλιν ο Πνευματικός Πατήρ του Αγίου παρετήρησεν αυτόν εκτείνοντα πολλάκις τον λαιμόν του εις τα έμπροσθεν, γονατίζοντα και τας χείρας του εις τα όπισθεν βάλλοντα και άλλα τοιαύτα σχήματα ποιούντα. Ηρώτησε τότε αυτόν τι εσήμαινον τα τοιαύτα κινήματα και εκείνος απεκρίθη· «Γυμνάζομαι, Πάτερ, εις την σφαγήν». Ταύτα ακούσας ο Πνευματικός του Πατήρ εθαύμασε μεν, ώρισεν όμως εις αυτόν να μη το επαναλάβη. Ούτω λοιπόν διάγων ο Ελευθέριος και διατρέχων την οδόν της ασκήσεως και το Μαρτύριον αείποτε αναπολών, νύκτα τινά είδε καθ’ ύπνον, ότι ευρέθη έξω της καλύβης και εκεί περιεχύθη αίφνης όλος από φως απερίγραπτον, εκπεμπόμενον από Σταυρόν, ο οποίος εφαίνετο εις το ανατολικόν μέρος του ουρανού, εσχηματισμένος από αστέρας λαμπροτάτους. Ο Ελευθέριος έμεινε τότε εκστατικός και έχαιρε θαυμάζων την τοσαύτην λαμπρότητα του Σταυρού και του φωτός εκείνου, το οποίον εκείθεν εφαίνετο εκπεμπόμενον. Συγχρόνως δε ήκουσε φωνήν μεγάλην, δια της οποίας ωραίος τις νέος ευρεθείς εκεί πλησίον ωμίλει προς αυτόν, λέγων· «Ούτος είναι, Ελευθέριε, ο Σταυρός με του οποίου την δύναμιν ενίκησε τους εχθρούς του ο πρώτος των Χριστιανών βασιλεύς Κωνσταντίνος. Τούτον και συ λαβών, τρέχε την οδόν σου». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ελευθέριος εξύπνησε πάραυτα και πεσών πρηνής εδόξασε τον Θεόν μετά πολλών δακρύων, ευχαριστών. Τούτο ήτο το πρώτον βεβαιότατον σημείον το δηλούν την μετά ταύτα άθλησίν του, μολονότι εκ ταπεινοφροσύνης το διετήρησε μυστικόν μέχρι της αναχωρήσεώς του, ότε διηγήθη τούτο προς ημάς ομού με άλλο εν χαριέστατον και θαυμασιώτερον, ως προχωρών ο λόγος θέλει αποδείξει. Όθεν πυρωθείς την καρδίαν ο Ελευθέριος, εζήτει πάλιν την ευλογίαν και την ευχήν της εντεύθεν αναχωρήσεώς του και βλέπων όλους ημάς ακαταπείστους και ανενδότους ως προς τούτο, έμεινεν εν στενοχωρία και λυπούμενος. Τέλος δε, αποβαλών ολίγον την συστολήν, μετά μεγάλης επιμονής εζήτει την ευλογίαν την οποίαν εκόντες άκοντες εδώκαμεν εις αυτόν. Τότε εγένετο Μοναχός Μεγαλόσχημος και μετωνομάσθη Ευθύμιος. Ημέραν δε τινά, ενώ ο Ακάκιος διηγείτο την εις ουρανούς δόξαν και παρρησίαν, παρεκάλει τον Ευθύμιον, ίνα δέηται του Θεού μέχρι της μαρτυρικής αυτού τελειώσεως, όπως παραλάβη και αυτόν ο Κύριος εις τους ουρανούς μετά της ιδικής του συνοδείας, όσον το δυνατόν συντομώτερον. Ο δε Ευθύμιος, πρώτον μεν, ταπεινοφρονών, αντέτεινεν εις το λεγόμενον, λέγων εαυτόν ανάξιον τοιαύτης παρρησίας· κατόπιν όμως, βιαζόμενος παρά του Ακακίου, είπε προς τούτον· «Δεν είναι θέλημα Θεού να αναχωρήσης ακόμη από την παρούσαν ζωήν, διότι μέλλει να έλθη μετ’ εμέ και άλλος αδελφός, τον οποίον παρακαλώ, ίνα αγαπάς και επιμελήσαι ως και εμέ, διότι θα ακολουθήση και αυτός την ιδίαν οδόν του Μαρτυρίου». Τούτο ήτο σαφεστάτη πρόρρησις και προφητεία του Ευθυμίου περί του Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, όστις κατόπιν και εμαρτύρησε, καθώς εις το εκείνου Μαρτύριον θέλομεν διηγηθή. Άλλοτε πάλιν, ιδών ο Ακάκιος εις το κελλίον του κατάστιχόν τι, εις το οποίον ήσαν γεγραμμένοι αριθμοί, πέντε χιλιάδες, δύο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες, και έτεροι άλλοι, τον ηρώτησε τι ήσαν εκείνοι οι αριθμοί, ο δε Ευθύμιος απεκρίθη· «Πάτερ ευλόγησον· επειδή ημείς μέλλομεν να αναχωρήσωμεν και εις την θάλασσαν δεν δύναμαι να τελέσω τον διατεταγμένον κανόνα μου, δια τούτο διπλασιάζω αυτόν τώρα, ίνα μη κατακριθώ ως οκνηρός δούλος». Εύγε της ακριβείας σου εις τον μαναδικόν κανόνα σου, Ευθύμιε, τον οποίον δεν ήθελες να ελαττώσης, μολονότι ητοιμάζεσο δια σφαγήν υπέρ της αγάπης του Χριστού! Αυτά λοιπόν τα κατορθώματα, καθώς και ο μελετώμενος ωραίος δρόμος του Μαρτυρίου, τόσον ελύπησαν τον σατανάν, ώστε εμόχθει, ο μισόκαλος, ίνα δειλιάση τον Αθλητήν και εμποδίση αυτόν από το Μαρτύριον. Όθεν νύκτα τινά παρουσίασεν εις αυτόν την εξής φαντασίαν. Είδε καθ’ ύπνον ότι συνήχθη πλήθος δυσειδεστάτων Αιθιόπων, οι οποίοι αρχίσαντες πρώτον θρήνον αλλόκοτον αναμεταξύ των, ήναψαν κατόπιν μεγάλην πυράν και έλεγον δεικνύοντες τον Άγιον· «Ίδε ο άνθρωπος, όστις θέλει να μαρτυρήση και δεν στοχάζεται, ότι ημείς μέλλομεν να τον νικήσωμεν· ας τον ρίψωμεν λοιπόν εις την πυράν αυτήν να τον καύσωμεν, δια να ίδωμεν αν υπομείνη το Μαρτύριον». Επεχείρουν δε οι κατάρατοι να τον ρίψωσι μέσα εις το πυρ. Έντρομος δε γενόμενος ο Ευθύμιος επεκαλείτο την Θείαν βοήθειαν με μεγάλας φωνάς, από τας οποίας εξύπνησε και ούτως ελυτρώθη από την σατανικήν ενόχλησιν διαλύσας ως ιστόν αράχνης τας φαντασίας των δαιμόνων. Ούτω του Αγίου πολιτευομένου, ήλθεν επί τέλους και ο ωρισμένος καιρός της αναχωρήσεώς του και της προς άθλησιν του Μαρτυρίου εκκινήσεως. Κατήλθε τότε εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων προς τον εξάδελφόν του Ονούφριον και εισήλθε μετ’ αυτού εις τον Ιερόν Ναόν της Θεοτόκου της Πορταϊτίσσης. Εκεί οδηγήσας ο Ονούφριος τον Ευθύμιον πλησίον της θαυματουργού Εικόνος της Θεομήτορος, είπε προς Αυτήν μετά δακρύων· «Εις χείρας Σου παρατίθημι, Δέσποινα, τον Ευθύμιον τούτον· ενίσχυσον αυτόν εις τον κατά των αοράτων εχθρών πόλεμον και παρουσίασον αυτόν εις τον Υιόν Σου και Θεόν ημών θύμα τέλειον και ευάρεστον». Τότε λοιπόν διηγήθη εις ημάς ο Ευθύμιος το όραμα εκείνο το οποίον υπεσχέθημεν ανωτέρω να διηγηθώμεν, λέγων· «Είδον και ιδού εφάνη θρόνος υψηλός και επηρμένος, κύκλω του οποίου παρίστατο αναρίθμητος πληθύς στρατιωτών και δούλων. Εκάθητο δε επ’ αυτού μετά μεγάλης παρατάξεως και δόξης θαυμασία και ωραία γυνή, την οποίαν δύναταί τις να ονομάση Βασίλισσαν. Ηπλώθη δε λόγος εις το πλήθος, ότι η γυνή αύτη είναι η Παναγία. Όθεν έκαστος των παρισταμένων εποίει σχήμα προσκυνήσεως και ανεχώρει. Τότε και εγώ, μέλλων να προχωρήσω, αφ’ ενός μεν ίνα πλησιάσω την Παναγίαν, αφ’ ετέρου δε, ίνα την προσκυνήσω ως χρεώστης, καθώς και όλοι οι άλλοι, ήλθον μετά φόβου μεγάλου και συστολής και προσεγγίσας περισσότερον των άλλων, δια να λάβω περισσοτέραν χάριν, επροσκύνησα. Η δε Θεοτόκος έθηκε την ιδίαν Αυτής χείρα εις την κεφαλήν μου και τρόπον τινά εκράτησεν αυτήν· εγώ δε από την αίσθησιν της θείας ταύτης χειρός εξύπνησα, μείνας άφωνος και εκστατικός. Κατόπιν ησθάνθην άφατον χαράν και περιελούσθην από άφθονα δάκρυα». Παράδοξα μεν, αδελφοί, είναι τα λεγόμενα, αλλά χαριέστατα γνωρίσματα της περί τον Ευθύμιον προστασίας της Θεοτόκου. Κατ’ αυτήν λοιπόν την περιπόθητον και μακαρίαν ώραν της αφ’ ημών αναχωρήσεώς του, εξελθόντες πολλοί Πατέρες ηκολούθησαν αυτόν εις αρκετήν απόστασιν κατευοδούντες και αποχαιρετώντες αυτόν. Εις δε από τους Πατέρας αυτούς επιστρέψας είπεν· «Αδελφοί, σας πληροφορώ, ότι ο αδελφός Ευθύμιος μέλλει να τελειώση καλώς το Μαρτύριον». Οι δε άλλοι τον ηρώτησαν· «Πόθεν το γνωρίζεις»; Εκείνος δε απεκρίθη· «Όταν επλησίασα να τον ασπασθώ, ωσφράνθην ευωδίαν άρρητον απ’ αυτού εξερχομένην, την οποίαν δεν δύναμαι να παρομοιάσω με κανέν μύρον. Εκ τούτου συμπεραίνω, ότι ο δρόμος του αδελφού είναι κατά Θεόν». Ημείς δε, ακούσαντες το τοιούτον, επάθομεν ανθρώπινον τι και αμφεβάλλομεν. Ότε δε ιδιαιτέρως εξητάσαμεν τον αδελφόν εκείνον, μας επληροφόρησεν εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, ότι λέγει αλήθειαν. Εμνήσθημεν τότε σοφού Πατρός λέγοντος, ότι τα σώματα των Αγίων και μάλιστα των Μαρτύρων, ως έχοντα προ της τελειώσεως αυτών ένοικον την Χάριν και τον αγιασμόν του Αγίου Πνεύματος ευωδιάζουσιν όπως και μετά θάνατον τα οστά και τα Λείψανα αυτών. Όθεν πεισθέντες απεμακρύναμεν την απορίαν και την απιστίαν ημών συλλογισθέντες ότι, εάν και μετά θάνατον, αφού εξέλθη η ψυχή, ευωδιάζη το άψυχον σώμα, πολλώ μάλλον ευωδιάζει όταν μάλιστα μετ’ αυτού είναι και η ψυχή, ήτις είναι το αληθές κατοικητήριον και η ανάπαυσις του Παναγίου Πνεύματος. Ανεχώρησε λοιπόν εντεύθεν ο Ευθύμιος κατά την ιθ΄ (19) Φεβρουαρίου έχων συνοδίτην αυτού ένα εκ των υποτακτικών του προαναφερθέντος Πνευματικού Πατρός Νικηφόρου, Γρηγόριον ονομαζόμενον, τον οποίον δια παρακλήσεως του Ονουφρίου απέστειλε μετ’ αυτού. Μετά δε από πολλάς και μεγάλας τρικυμίας και αρκετούς κινδύνους, τους οποίους, εκ συνεργείας του πονηρού, εδοκίμασαν εις την θάλασσαν, έφθασαν εις την Καλλίπολιν την β΄ (2αν) του Μαρτίου. Εις την πόλιν αυτήν εύρεν ο Ευθύμιος τρεις Τούρκους αξιωματικούς, οίτινες ευρίσκοντο εκεί ομού με πλήθος Τούρκων στρατιωτών. Γνωρίσας δε τινάς από τους ανθρώπους του Ραϊς Εφένδη, κινούμενος υπό της πολλής προθυμίας την οποίαν είχεν ίνα τελειώση τάχιον τον αγώνα του Μαρτυρίου, έλεγεν εις τον Γρηγόριον· «Ιδού, Πάτερ, είναι και εδώ Τούρκοι· τι με εμποδίζει να παρουσιασθώ τώρα; Ας τελειώσω εδώ τον αγώνα μου». Ω γνώμης θεοφιλούς! Ω αγάπης διαπύρου προς τον Χριστόν! «Ιδού, έλεγε, και εδώ Τούρκοι· τι το κωλύον ίνα λάβω τον ποθούμενον υπέρ Χριστού θάνατον»; Και τούτο μεν εζήτει ο Ευθύμιος· δεν εφάνη όμως εύλογον εις τον Γρηγόριον, επειδή ήτο τότε εκεί πλήθος αγρίων πολεμιστών, ως είπομεν, και ήτο ενδεχόμενον να συμβή κακόν και εις τους συντρόφους των. Ποιήσαντες δε μόνον ευχέλαιον, εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Κατά την θ΄ (9ην) του ιδίου μηνός εκκινήσαντες ήλθον εις Αρτάκην, όπου ακούσαντες και τον Ακάθιστον ύμνον της Θεοτόκου, εκοινώνησαν πάλιν των Αχράντων Μυστηρίων. Επειδή δε εχρονοτρίβουν εκεί, έλεγεν ο Ευθύμιος· «Ιδού αι ημέραι παρέρχονται και η προφητεία σου, Πάτερ, δεν λαμβάνει τέλος». Διότι, ότε ήσαν εις Καλλίπολιν, ηρώτα συνεχώς πότε έμελλε να αξιωθή του μακαρίου τέλους· ο δε Γρηγόριος στενοχωρηθείς από τας πυκνάς ερωτήσεις είπε προς αυτόν· «Κατά την Κυριακήν των Βαϊων», όπερ και πράγματι εγένετο κατόπιν, Θεία ευδοκία. Εκ της Αρτάκης πλεύσαντες ήλθον εις τον Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Πέμπτην της έκτης εβδομάδος των Αγίων Νηστειών, ήτις ήτο την ιθ΄ (19ην) του Μαρτίου και έμειναν εις την οικίαν ευλογημένου τινός Χριστιανού, Γρηγορίου καλουμένου, όστις τους υπεδέχθη ως ανθρώπους Θεού και τους έκαμε μεγάλην περιποίησιν. Ήτο δε θαύμα παράδοξον, έλεγεν εις ημάς ο συνοδίτης του Γρηγόριος, να βλέπη τις τότε τον Ευθύμιον πότε μεν να φροντίζη, να μεριμνά, να στοχάζηται και να μελετά πως και με ποίον τρόπον να παρουσιασθή εις τους αθέους τυράννους, άλλοτε δε να αφαρπάζεται ως να ήτο εις έκστασιν εκ της σκέψεως των ανεκλαλήτων αγαθών της ουρανίου μακαριότητος και να φαντάζεται τους άθλους, τα μαρτυρικά βραβεία και τους μαρτυρικούς στεφάνους· έπειτα να σκιρτά και να αγάλλεται, διότι έφθασεν η ώρα να παρουσιασθή εις τους ανόμους προστάτας της ασεβείας, προ των οποίων θα ωμολόγει με παρρησίαν τον μεν Χριστόν Θεόν αληθινόν, εαυτόν δε Χριστιανόν και δούλον Χριστού δια την αγάπην του οποίου θα απέθνησκεν, άλλοτε δε πάλιν να λέγη με αγωνίαν εις τον ίδιον Γρηγόριον· «Ιδού αι ημέραι παρέρχονται και η προφητεία σου, Πάτερ, δεν λαμβάνει πέρας». Το δε επίσης παράδοξον, μετά ταύτα να δεικνύη βαθυτάτην συντριβήν της καρδίας και άκραν ταπείνωσιν φρονήματος, αναλογιζόμενος το μέγα παράπτωμα της αρνήσεώς του και το απέραντον της αιωνίου κολάσεως. Άλλοτε πάλιν, φιλοσοφών ο αείμνηστος, έλεγε προς τον Γρηγόριον· «Πως άραγε διαχωρίζεται η ψυχή εκ του σώματος και απέρχεται προς τα ουράνια, Πάτερ, και πως βλέπει τον Κριτήν των απάντων Θεόν και την Παναγίαν Θεοτόκον με όλην την δόξαν της; Άραγε, Πάτερ μου, μέλλει να ίδη και εμέ ο Δεσπότης Χριστός και η πανάχραντος Μήτηρ αυτού με ιλαρόν βλέμμα»; Ας παραδράμωμεν όμως τα πολλά δια το σύντομον του λόγου και ας είπωμεν με ένα λόγον ότι ο Ευθύμιος δεν ήτο πλέον δια τον παρόντα ψευδή και πλάνον κόσμον, ούτε ο κόσμος ήτο άξιος να έχη τοιούτον θερμότατον εραστήν του Χριστού, όστις έσπευδεν ήδη να φθάση το συντομώτερον εις αυτό το τέλειον αγαθόν, τον Χριστόν, την αληθή ευδαιμονίαν και μακαριότητα. Απελθόντες μετά ταύτα εις τον εκείσε Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου της καλουμένης Καφατιανής, εποίησαν ευχέλαιον και εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων το Σάββατον του Αγίου Λαζάρου. Την δε ερχομένην ημέραν, ήτις ήτο η υπέρλαμπρος Βαϊοφόρος Κυριακή, απελθόντες εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και ακούσαντες την θείαν Λειτουργίαν, εκοινώνησαν πάλιν των Αχράντων Μυστηρίων. Την ημέραν εκείνην έγραψεν ο Ευθύμιος προς ημάς ιδιοχείρως εξ επιστολάς πλήρεις νοημάτων Ευαγγελικών και μαρτυρικής γενναιότητος. Κατελθόντες έπειτα εις τον αιγιαλόν εύρον πλοίαρχον τινά εκ Κεφαλληνίας, Ιωάννην Τζάνε καλούμενον, όστις υποδεχθείς αυτούς με ιλαρότητα και ευμένειαν, τους προσέφερε καφέν, λαβών δε τούτον ο Ευθύμιος δεν έπιεν, αλλ’ είπε· «Τούτο, αδελφοί, δι’ εμέ είναι τύπος του ποτηρίου του θανάτου και είθε ο Πανάγαθος Θεός υμάς μεν να αξιώση της ουρανίου Βασιλείας, εμέ δε να ενδυναμώση ίνα υποφέρω επερχόμενα βασανιστήρια». Τούτο δε ειπών αφήκε τον καφέν, οι δε παρεστώτες εδάκρυσαν. Εγερθείς έπειτα ταχέως ο αείμνηστος, εξεδύθη τα μοναχικά ενδύματα, τα οποία εφόρει, και ενεδύθη τα τουρκικά, άτινα του είχον προετοιμάσει. Τότε και τις φιλόχριστος Χριστιανός εκ των παρευρεθέντων, Ιωάννης ονομαζόμενος, έδωκεν εις τον Ευθύμιον εν μεταξωτόν υποκάμισον και είπε προς αυτόν· «Λάβε τούτο, Άγιε του Θεού, να το φορέσης και δεν θέλω να μου το επιστρέψης πλέον, παρά μόνον κατά την ώραν του θανάτου σου». Ω πίσρεως και ευλαβείας του φιλοχρίστου εκείνου ανδρός! Ούτω λοιπόν ενδυθείς ο ευλογημένος Ευθύμιος τα των ασεβών ενδύματα, εφαίνετο ως άλλος τις στρατιώτης εύζωνος, όλως φαιδρός και χαίρων και βαλών μετάνοιαν εις τον συνοδίτην του Γρηγόριον, είπεν· «Ευλόγησον, Πάτερ, τον δούλον και αδελφόν σου και ο Θεός, Πάτερ, να σου ανταποδώση τους μισθούς των ευεργεσιών, τας οποίας εκάμετε εις εμέ τον ανάξιον και να σας ανταμείψη δι’ ουρανίων δωρημάτων δια τους κόπους υμών». Τότε ο Γρηγόριος, συντριβείς την καρδίαν, έχυσε ποταμόν δακρύων δια τον αποχωρισμόν του. Ο δε μακάριος Ευθύμιος του είπε· «Μη λυπείσαι, Πάτερ, κάμνων ούτω να λυπήται και η εμή καρδία, αλλά παρακάλει τον Θεόν να νικήσω τον εχθρόν διάβολον και να τελειώσω ανδρείως τον αγώνα του Μαρτυρίου, τον οποίον, όταν ακούσης, χαίρε πλέον και ευφραίνου η οσιότης σου και πας πιστός, ότι χαρά γίνεται εν τω ουρανώ δι’ ένα αμαρτωλόν μετανοούντα». Ούτως έπραξεν ο αείμνηστος Ευθύμιος και κατόπιν αντήλλαξε τον τελευταίον ασπασμόν μετά του συνοδίτου του Γρηγορίου και όλων των παρευρεθέντων εκεί Χριστιανών, οίτινες ίσταντο ασκεπείς και έντρομοι θαυμάζοντες την τοσαύτην ανδρείαν και γενναιότητα του Ευθυμίου. Έπειτα χρισθείς με άγιον έλαιον εκ της κανδήλας της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης εις όλους τους αρμούς και τα μέλη του και λαβών τον Σταυρόν εις τας χείρας του και τα βαϊα, τα οποία είχε λάβει εις την Εκκλησίαν του Αγίου Ιωάννου, όπου, ως είπομεν, ήκουσαν την θείαν Λειτουργίαν και εξοπλισθείς με τοιαύτα αήττητα όπλα εξήλθεν εκ του πλοίου και διεπέρασε με ακάτιον εις το Βυζάντιον και με φρόνημα γενναίον έδραμεν, ως άδουσα νύμφη, ίνα εύρη τον μυστικόν γλυκύτατον Νυμφίον, τον οποίον, καθώς επίστευεν, αλλαχού δεν ηδύνατο να εύρη ειμή μόνον εις τας αυλάς των τυράννων και ηγεμόνων. Σπεύδων δε να φθάση εις αυτάς, έλεγε καθ’ οδόν· «Δέσποτα Ιησού Χριστέ, όστις κατά την σωματικήν προς ημάς παρουσίαν σου δεν απεστράφης τα μύρα της φιλοθέου πόρνης, αυτός, Δέσποτα, μη βδελύξη και εμέ τον αμαρτωλόν· και δέξαι εξ εμού ουχί μύρα, αλλ’ αυτό το αίμα μου, το οποίον τρέχω τώρα να χύσω δια την αγάπην Σου· και καθώς εις την πόρνην εκείνην διηυκόλυνας την είσοδον εις την οικίαν Σίμωνος του λεπρού, ούτω, Δέσποτα, ευκόλυνον και εις εμέ την είσοδον εις τας αυλάς και τους οίκους των αθέων τυράννων Αγαρηνών, ίνα κηρύξω το όνομά Σου το Άγιον και καταισχύνω τον απατήσαντά με διάβολον και την λεπρώδη αυτών των αθέων θρησκείαν». Ταύτα έλεγε μετά δακρύων και πόνου καρδίας, ικετεύων την πανάχραντον Δέσποιναν, ίνα παρασταθή εις αυτόν ως βοηθός απροσμάχητος. Έφθασε τέλος πάντων εις την υψηλήν θύραν του κριτού της ανομίας και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εισήλθεν αφόβως και υπό μηδενός εμποδισθείς, επροχώρησε και ήλθεν εις αυτόν τον επίτροπον των Αγαρηνών, τον παρ’ αυτών λεγόμενον Βεζύρην, Ρουσούτ πασάν καλούμενον, παρακαθήμενον τότε δια τινας κατεπειγούσας του βασιλείου υποθέσεις μετά πολλών άλλων επισήμων και χωρίς την παραμικράν συστολήν ή φόβον είπε προς αυτόν· «Εγώ, ω ηγεμών, ήμην Χριστιανός εκ προγόνων· ταύτα δε τα ενδύματα, τα οποία φορώ, τα έδωκες συ εις εμέ. Δια να βεβαιωθής δε ότι είμαι Χριστιανός, ιδού ο Σταυρός, όστις είναι σημείον, ότι μία είναι η αληθινή Πίστις, η Πίστις των Χριστιανών· ιδού και τα βαϊα, τα οποία είναι και αυτά σύμβολα Χριστιανικά· ίνα δε βεβαιωθής ακόμη περισσότερον, ιδού καταπατώ και το σημείον της ανόμου και αθέου θρησκείας σου». Ομού δε με τον λόγον εκβαλών από την κεφαλήν του το πράσινον σαρίκιον και ρίψας αυτό κατά γης το κατεπάτησε, λέγων· «Αναθεματίζω τον αντίχριστον Μωάμεθ, τον ψευδοπροφήτην σας». Ταύτα βλέπων και ακούων ο βεζύρης έμεινεν έκπληκτος, διότι έβλεπεν ένα εικοσαετή νέον να παρουσιάζεται ενώπιόν του με τόσον θάρρος και να υβρίζη την θρησκείαν του με τόσην τόλμην, να ονομάζη δε τον προφήτην του αντίχριστον. Επέπληξε τότε μετ’ οργής τους παρισταμένους υπηρέτας, διότι άφησαν να φθάση μέχρις αυτού τοιούτος άνθρωπος· επρόσταξε δε τον πρώτον των υπηρετών του να εξετάση μήπως ο νέος ήτο μεθυσμένος ή τρελλός. Αλλ’ ο Μάρτυς είπεν· «Όχι, πολύ καλά έχω εις τας φρένας μου και δια τούτο ομολογώ τον Ιησούν Χριστόν μου Θεόν αληθινόν και ποιητήν του παντός· ομολογώ δε και εμαυτόν Χριστιανόν και θέλω να αποθάνω δια την αγάπην του Χριστού και Θεού μου». Λέγει τότε προς τον Μάρτυρα ο Βεζύρης· «Είσαι μεθυσμένος». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όχι». Τότε ο βεζύρης επρόσταξε να ρίψωσι τον Μάρτυρα εις την φυλακήν. Παραλαβόντες λοιπόν τον Άγιον οι υπηρέται του ασεβούς έρριψαν αυτόν εις σκοτεινήν τινά φυλακήν και έκλεισαν τους πόδας του εις το ξύλον της ποδοκάκης, δέσαντες δύο αλύσεις, μίαν εις τας χείρας και άλλην εις τους πόδας. Μετά μίαν ώραν εκάλεσε και πάλιν αυτόν ο κριτής εις δευτέραν εξέτασιν. Όταν δε παρουσιάσθη ο Μάρτυς, ηρώτησεν αυτόν ο βεζύρης λέγων· «Ήλθες εις τον εαυτόν σου, ή μένεις ακόμη εις την προτέραν σου πλάνην»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ σου είπον, ω ηγεμών, ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός γονέων υιός, πιστεύων τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, όστις έγινε άνθρωπος δια την σωτηρίαν ημών των ανθρώπων και όστις μέλλει πάλιν να έλθη, ίνα κρίνη τους ανθρώπους και αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα αυτού». Τότε ο βεζύρης είπεν· «Άφες αυτάς τας ματαιολογίας και ελθέ εις την πίστιν ημών, εις την οποίαν ήσο και πρότερον, δια να λάβης απ’ εμού μεγάλας τιμάς και πλούτη». Ο Μάρτυς όμως απήντησε· «Μη γένοιτο, ηγεμών, να αρνηθώ εγώ τον αληθινόν Θεόν, τον γλυκύτατόν μοι Ιησούν και να έλθω εις την ιδικήν σας πίστιν, ήτις δεν είναι άλλο τι, ει μη μυθολογίαι και ατοπήματα, τα οποία σας τα εδίδαξεν εκείνος ο αντίχριστος Μωάμεθ». Τότε ο βεζύρης είπε με αυστηρότητα· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θέλω δώσει εις σε μεγάλας τιμωρίας». Αλλ’ ο Μάρτυς επανέλαβε με εντονωτέραν φωνήν· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθώ, ούτε με λόγον ούτε με έργον, έστω και αν είναι ανάγκη να υποστώ τας σκληροτέρας βασάνους». Επρόσταξε τότε ο βεζύρης να θέσωσιν εις την κεφαλήν του Μάρτυρος το σαρίκιον, το οποίον πρότερον είχε ρίψει εις την γην και το είχε καταπατήσει. Ο δε Μάρτυς χωρίς να είπη τίποτε εστάθη και του το εφόρεσαν. Έπειτα λαβών αυτό ευθύς το έσχισεν εις δύο και το έρριψε προ του βεζύρη λέγων· «Λάβε, άνθρωπε, το ιδικόν σου και άφες εμέ να έχω το ιδικόν μου». Τότε εθυμώθη ο βεζύρης και επρόσταξε να κλείσωσι πάλιν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν και να τον δείρωσι σκληρότατα. Ήρπασαν λοιπόν οι θηριώδεις εκείνοι άνθρωποι με ορμήν αυτόν και δείραντες ανηλεώς τον έρριψαν εις την φυλακήν, συναχθέντες δε εκεί ως κόρακες εις πτώμα, άλλοι μεν τον ηπείλουν, άλλοι δε τον εκολάκευον, υποσχόμενοι εις αυτόν όλα τα αγαθά της παρούσης ματαίας ζωής. Και αυτός ο βεζύρης του υπέσχετο να του δώση ό,τι επεθύμει, αν ήθελεν αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε γενναίος του Χριστού Αθλητής έδιδεν αναλόγους αποκρίσεις αρμοδίας εις έκαστον. Μετά τρεις ώρας ωδηγήθη και πάλιν ο Μάρτυς εις εξέτασιν. Λέγει τότε προς αυτόν ο κριτής· «Ήλθες εις μεταμέλειαν, ή μένεις ακόμη εις το πείσμα σου»; Αλλ’ ο Μάρτυς απεκρίθη με φωνήν λαμπράν· «Μία είναι, ω ηγεμών, η αληθινή Πίστις, η Πίστις των Χριστιανών και εις ο αληθής Θεός, ο τρισυπόστατος Θεός, ο υπό πάσης της κτίσεως λατρευόμενος και υμνούμενος, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, η μία και αδιαίρετος φύσις της Θεότητος, εις της οποίας το όνομα εβαπτίσθην και έγινα υιός Θεού κατά χάριν· πως λοιπόν να πιστεύσω εις αυτόν τον ψευδοπροφήτην σας Μωάμεθ, τον αντίχριστον»; Εύγε της ελευθεροστομίας σου γενναίε του Χριστού αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας της επαξίου ουρανίων επαίνων! Πράγματι αδελφοί, κατά τον Σολομώντα, «ώσπερ λέων πέποιθε» (Παρ. κη:1 ). Τούτους λοιπόν τους λόγους ως ήκουσεν ο της ασεβείας προστάτης, ηλλοιώθη όλος από τον θυμόν, μη δυνάμενος δε να υποφέρη την τόσην παρρησίαν και τόλμην του Μάρτυρος και απελπισθείς τελείως από το ακατάπειστον και αμετάβλητον της γνώμης του, ώρισεν ίνα λάβη τον δια ξίφους θάνατον. Παρέλαβε λοιπόν αυτόν ο δήμιος και όταν ηθέλησε να δέση τας χείρας του όπισθεν, ημποδίσθη από τον Μάρτυρα, όστις είπε προς αυτόν· «Διατί θέλεις να μου δέσης τας χείρας, αφού ήλθον εδώ αυτόκλητος; Δια τούτο εδέθη ο Χριστός μου από τους παρανόμους Εβραίους κατ’ αυτάς τας αγίας ημέρας, δια να με λύση από τας αμαρτίας και να σπεύδω εγώ, χωρίς δεσμά, εις τον θάνατον δια την αγάπην Του». Ηπόρησε τότε ο δήμιος εκ των λόγων τούτων και αφήκεν αυτόν λυτόν. Εξήλθε λοιπόν ο αριστεύς από το άδικον και άθεον εκείνο κριτήριον, θαύμα εξαίσιον· διότι, όχι μόνον δεν εδείκνυεν ουδέν σημείον δειλίας ή φόβου θανάτου εις το πρόσωπον, αλλά μάλιστα αντιθέτως όλος φαιδρός και χαρούμενος εφαίνετο. Τούτο δε όχι μόνον οι ομόπιστοι Χριστιανοί διηγούντο, αλλά και αυτοί οι εχθροί της αμωμήτου ημών Πίστεως εμαρτύρησαν. Εκράτει δε ο Μάρτυς εις μεν την δεξιάν του χείρα τον Σταυρόν, εις δε την αριστεράν είχε τα βαϊα. Πορευόμενος δε εφαίνετο, ότι όχι εις θάνατον απήρχετο, αλλ’ εις νυμφικόν θάλαμον. Συνέρρεε δε και πλήθος Χριστιανών προς τους οποίους ο Μάρτυς έδιδε και ελάμβανε συγχώρησιν. Ο δε συνοδίτης του Μάρτυρος Γρηγόριος, ότε απεχωρίσθη απ’ αυτού, από το πλοίον, με λύπην, ως είπομεν, ανείκαστον, καθώς αποχωρίζεται η φιλόπαις μήτηρ του τέκνου της εν καιρώ αιχμαλωσίας και διαρπαγής, επέστρεψεν εκεί όπου παρέμενε. Μετά δε τρεις ώρας (διότι τοιαύτη ήτο η επιθυμία του Μάρτυρος, να επιστρέψη δηλαδή εις τον οίκον εκείνον και να προσεύχηται υπέρ αυτού προς τον Θεόν τρεις ολοκλήρους ώρας, κατόπιν δε να εξέλθη να εξετάση τι έγινεν), απέστειλε φιλόχριστον τινά Χριστιανόν, ίνα πληροφορηθή περί του Μάρτυρος. Μεταβάς δε εκείνος όπου εστάλη, είδε τον Αθλητήν του Χριστού ερχόμενον ομού με τους δημίους, οίτινες φθάσαντες εις τον ωρισμένον τόπον εστάθησαν. Εστάθη δε και ο Μάρτυς κατ’ Ανατολάς και εκτείνας τας χείρας προς τον ουρανόν ηύξατο ειπών· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ μου, ότι με ηξίωσας να λάβω θάνατον δια Σε και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην Σου· αλλ’ αξίωσόν με, δέομαί Σου, να νικήσω μέχρι τέλους τον πονηρόν διάβολον και να έλθω προς Σε μετά χαράς. Ειρήνευσον, Δέσποτα, τον κόσμον Σου και κράτυνον την Ορθοδοξίαν μέχρι τέλους. Μνήσθητι των γονέων, συγγενών και φίλων μου και παντός του Ορθοδόξου πληρώματος και χάρισαι αυτοίς πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα και την ουράνιον Βασιλείαν Σου». Ταύτα ειπών ο Μάρτυς και ποιήσας το σημείον του Σταυρού ησπάσθη τον Σταυρόν, τον οποίον εκράτει εις τας χείρας του, γεμάτος από φαιδρότητα και θεοχαρίτωτος, αφ’ εαυτού, χωρίς προσταγήν, εγονάτισε κλίνας μόνος την κεφαλήν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Ελθών δε ο δήμιος και κτυπήσας άπαξ, δεν απέκοψε την κεφαλήν. Ο δε Μάρτυς, ω της θαυμασίας σου γενναιότητος λαμπρότατε του Χριστού Αθλητά Ευθύμιε, είπεν εις τον δήμιον· «Κτύπα καλά». Και πάλιν εκτύπησεν ο δήμιος εκ δευτέρου, όμως μέρος μόνον της σαρκός απέκοψεν. Εκμανείς τότε ο αλιτήριος ήρπασε τον Μάρτυρα από τας τρίχας της κεφαλής και έσφαξεν αυτόν από τον λαιμόν, ως πρόβατον, δια να πληρωθή η προφητεία του Μάρτυρος, ειπόντος, ότι «ως πρόβατον μέλλουν να με σφάξωσι». Και ούτως ο γενναίος, αήττητος και πανεύφημος Ευθύμιος έτυχε του ποθουμένου Μαρτυρίου και μακαρίου τέλους κατά την κβ΄ (22αν) του μηνός Μαρτίου, Κυριακήν των Βαϊων και ώραν έκτην της ημέρας. Ύμνησαν τότε Άγγελοι τον ισάγγελον, εκρότησαν Μάρτυρες τον συμμάρτυρα, ευφήμησαν Όσιοι τον Όσιον· υπεδέξαντο ουράνια σκηνώματα τον ουρανόφρονα και στέφη άφθαρτα κατέστεψαν την παναοίδιμον και ιεράν εκείνην κεφαλήν του καλλινίκου Οσιομάρτυρος Αγίου Ευθυμίου. Αλλά τις δύναται να διηγηθή πλήρως την χαράν του φιλοχρίστου λαού της Κωνσταντινουπόλεως και την ευφροσύνην την οποίαν έδειξαν, ότε είδον και ήκουσαν, ότι ο Αθλητής εσάλπισε τα νικητήρια; Πλήθη ανδρών και γυναικών εσκίρτησαν και πάντες ομοφώνως εδόξασαν τον Θεόν. Το δε αθλητικόν σώμα του Μάρτυρος ίστατο εις τα γόνατα, χωρίς να πέση κάτω, προς θαυμασμόν των ορώντων. Ίνα δε μη καταισχύνωνται περισσότερον οι εναντίοι, ώθησαν αυτό ρίψαντες χαμαί. Ο δε φιλόχριστος εκείνος Χριστιανός, τον οποίον είχεν αποστείλει ο συνοδίτης του Μάρτυρος Γρηγόριος, επιστρέψας ανήγγειλεν εις αυτόν όσα ανωτέρω διηγήθημεν, τα οποία ακούσας εκείνος ηλλοιώθη όλος υπό χαράς και ως υπόπτερος έσπευσε να ίδη τον νικητήν, όστις γενναίως αθλήσας, έστησε τρόπαιον κατά του διαβόλου. Δεν έφυγε δε εκείθεν ο καλός Γρηγόριος έως της επομένης Τετάρτης της αυτής εβδομάδος, ήτις ήτο η κε΄ (25η) Μαρτίου, καθ’ ην εορτάζομεν τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κατά το διάστημα τούτο επέτυχεν ο Γρηγόριος, με κόπον πολύν και έξοδα μεγάλα, να αγοράση παρά των δημίων το αθλητικόν του Μάρτυρος σώμα. Τότε λοιπόν σηκώσαντες αυτό οι δήμιοι εκόμισαν εις την νήσον της Πρώτης, κατά την θέλησιν του Γρηγορίου. Θαύμα δε ήτο το ζεστόν αίμα, το οποίον και μετά τρεις ημέρας έτρεχεν από το σώμα του Μάρτυρος. Αλλά το παραδοξότερον, το οποίον υπερβαίνει και αυτούς τους όρους της φύσεως, είναι η σεβασμία Κάρα του Αθλητού, την οποίαν λαβών ο Γρηγόριος μετά δακρύων ησπάζετο λέγων· «Δος μοι λόγον, αδελφέ περιπόθητε και εραστά του Χριστού προθυμότατε, Άγιε Ευθύμιε, και μη με αφήσης να υπάγω προς τους αδελφούς μόνος, με τόσην λύπην». Και ω των θαυμασίων Σου Χριστέ! Ήνοιξε τότε τους οφθαλμούς και ώσπερ ζώσα η αγία Κάρα με όμμα ιλαρόν και χαριέστατον έβλεπε τον αδελφόν Γρηγόριον ομού και τους παρεστώτας. Όχι δε μόνον άπαξ, αλλά δις ήνοιξε τους οφθαλμούς και έβλεπεν όλους τούτους, φαιδρώ τω προσώπω, καθώς δια γραμμάτων εφανέρωσαν εις ημάς από Κωνσταντινουπόλεως φιλόχριστοι τινές και φιλομάρτυρες, των οποίων δεν δυνάμεθα να μη αναφέρωμεν αυτολεξεί την ιδίαν περικοπήν του γράμματος ούτως έχουσαν· «Περί των ανοιχθέντων οφθαλμών αμφιβολία ουδεμία. Αυτός είδε πρώτος και οι μετ’ εμού και πάντες οι λοιποί, ανοιγέντας αυτούς χαρίεντας και προσηνείς, ώσπερ ζώντας, ημάς εμβλέποντας και οιονεί μειδιών εμφανίζοντας όλον το πρόσωπον· και άπαντες οι ιδόντες και ο Ιεράρχης αυτός υπερεθαύμασαν». Κηδεύσας λοιπόν ο καλός ούτος και πιστός συνοδίτης Γρηγόριος τον Μάρτυρα κατά το μοναχικόν έθος, έθηκε το πάντιμον αυτού Λείψανον εντός του σεβασμίου Ναού της Μεταμορφώσεως του Κυρίου και μη ευρίσκων πλοίον έτοιμον δια το Άγιον Όρος ευρίσκετο εν αγωνία διαλογιζόμενος περί του μαρτυρικού σώματος, αν ήτο δυνατόν να μετακομίση τούτο εγκαίρως προς ημάς. Κατά την Τρίτην όμως της Διακαινησίμου επρόφθασεν αυτόν ο συμπαθέστατος και φιλάδελφος Μάρτυς Ευθύμιος και διέλυσε την αθυμίαν και λύπην αυτού με την υπόσχεσιν, την οποία καθ’ ύπνον έδωκεν εις αυτόν, τον οποίον, είτε επειδή ελησμόνησεν, είτε εκ τινος άλλης αφορμής, δεν είπεν εις ημάς ο Γρηγόριος, αλλ’ ο ανωτέρω φιλόχριστος, όστις έγραψε προς ημάς από την Κωνσταντινούπολιν ύστερον, εσημείωσεν ούτως· «Ενεθυμήθην το όνειρον το οποίον είδεν ο Γέρων Γρηγόριος την Τρίτην της Διακαινησίμου εις την κατά την Πρίγκηπον νήσον οικίαν μας και μοι το είπεν· ότι, έχων λύπην και φόβον περί του αγίου Λειψάνου και ελπίδα δια να το λάβη τότε, είδεν αυτόν καθ’ ύπνον με χαροποιόν πρόσωπον και του είπε· «Μη λυπήσαι, διότι ομού έχομεν να υπάγωμεν εις το ταξίδιον. Ο άνθρωπος, όστις μας εβοήθησεν εις όλα, θέλει αγωνισθή και δεν θέλει αδιαφορήσει, θέλεις δε παραλάβει το Λείψανόν μου και θα υπάγωμεν μαζί». Έλαβε λοιπόν πέρας η υπόθεσις αύτη μετακομισθέντων προς ημάς των τιμίων Λειψάνων του Μάρτυρος, καθώς διηγούμεθα εις το Μαρτύριον του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιγνατίου. Εδώ δε θέλομεν διηγηθή έτερον θαύμα, το οποίον ετέλεσε κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Άγιος, καθώς τούτο εστάλη εις ημάς γεγραμμένον από την Κωνσταντινούπολιν. Άνθρωπος τις, Μανουήλ Μαργαριτώφ καλούμενος, Αγχιαλίτης την πατρίδα, έμπορος το επάγγελμα, Χριστιανός Ορθόδοξος, είχε παιδίον ηλικίας ετών εξ ονόματι Ιωάννην. Τούτο ασθενήσαν βαρέως από λοιμικήν νόσον έκειτο επί εννέα ημέρας άρρωστον και τέσσαρας αναίσθητον, ήδη δε έπνεε τα λοίσθια αποφασισμένον παρά των συγγενών του και των ιατρών. Φίλος δε τις της οικογενείας εκείνης, γνωρίζων τα κατά τον Μάρτυρα Ευθύμιον, προέτρεψε τους γονείς τού παιδίου να προστρέξωσιν εις τον Μάρτυρα εξαιτούμενοι την βοήθειάν του. Οι γονείς υπήκουσαν και ο Γέρων Γρηγόριος προσεκλήθη, ίνα φέρη μεθ’ εαυτού τα μαρτυρικά ιμάτια. Αφού δε ταύτα εκομίσθησαν, τα επέθεσαν σταυροειδώς επί του παιδίου. Μετά τούτο αφού εβάπτισαν αυτά εις ποτήριον ύδατος, έδωκαν εις το παιδίον να πίη εκ του ύδατος εκείνου. Τότε το παιδίον, αν και είχε πολλάς ημέρας να πίητι, προθύμως εδέχθη το προσφερόμενον ύδωρ, το οποίον ευθύς ως έπιεν εγένετο υγιές και ηγέρθη της κλίνης! Ο δε συνοδίτης του Αγίου Γρηγόριος, ευρών πλοίον κατάλληλον, ήλθε προς ημάς ως αγαθός άγγελος της λαμπράς ομολογίας και αθλήσεως του νέου Οσιομάρτυρος Ευθυμίου, κομίσας εις ημάς τα σύμβολα της πανενδόξου νίκης του Μάρτυρος, τας τρίχας της σεβασμίας αυτού κεφαλής και τα αιματωμένα ιμάτια πνέοντα ευωδίαν άρρητον και ουράνιον. Αλλ’ ω αίματα εκείνα, τα λαμπρώς εκχυθέντα και αποπλύναντα το αίσχος της του Χριστού αρνήσεως! Ω αίματα, τα οποία προσφάτως επορφύρωσαν την Εκκλησίαν του Χριστού και ελάμπρυναν το γένος των Ορθοδόξων! Αίματα μαρτυρικά, τα οποία είναι αιδέσιμα εις τους Αγγέλους, φοβερά εις τους δαίμονας, εις ημάς δε ποθητά και αγαπητά. Ω ιμάτια, δια των οποίων ως με θώρακα απεκρούσαμεν πολλάκις τας καθ’ ημών προσβολάς των δαιμόνων και διελύσαμεν τας σωματικάς αλγηδόνας και νόσους και ηγιάσαμεν, αρρήτω λόγω, την υπό της αμαρτίας μολυνθείσαν ψυχήν ημών! Αλλ’ επί το προκείμενον του λόγου ας επανέλθωμεν, προς το τέλος ήδη εγγίζοντες. Ας διηγηθώμεν το καθ’ οδόν τελεσθέν υπό του Αγίου θαύμα, καθ’ ον χρόνον ο Γρηγόριος ήρχετο προς ημάς, το οποίον καθώς εδόθη γεγραμμένον αναφέρομεν· «Τη εικοστή πρώτη του Απριλίου μηνός ήλθομεν από την Κωνσταντινούπολιν εις Άβυδον κάτωθεν του Τεκέ και εγώ ο Χριστόδουλος, ο από το μέρος της Μαύρης θαλάσσης καταγόμενος, από χωρίον Μεσημβρίαν, ησθένησα εκεί βαρέως από ρίγος σφοδρόν και κεφαλόπονον και έλεγον ότι τώρα αποθνήσκω. Εις δε Μοναχός, ιδών με πάσχοντα ούτω με συνεπόνεσε και λέγει μοι· «Έχε υπομονήν και ο Θεός θέλει δείξει τα θαυμάσιά Του». Είτα μοι έδωκε νερόν από τα αιματωμένα ιμάτια και τας τρίχας του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου και πιών αυτό, ω μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ! Ευθύς έγινα υγιής και ήλθον μετά του Γέροντος εις το Άγιον Όρος και επροσκύνησα τα ιερά Μοναστήρια». Ηκούσαμεν δε ημείς και έτερον θαύμα τελεσθέν εις Κωνσταντινούπολιν δια της Χάριτος του Αγίου, ερωτήσαντες δε, ίνα μάθωμεν την ακρίβειαν, μας απεκρίθησαν ούτω· «Γράφετε εις το γράμμα σας να σας πληροφορήσωμεν ποία κόρη και τίνος θυγάτηρ ήτο η θεραπευθείσα υπό του Αγίου Ευθυμίου. Σας δηλοποιούμεν λοιπόν, ότι το κοράσιον ήτο ετών εννέα την ηλικίαν, θυγάτηρ ιατρού τινός λεγομένου Μαρίνου. Ταύτης ο οφθαλμός από τριών ήδη ετών έπασχεν. Εγώ δε απελθών το είδον, το εσταύρωσα με τας τρίχας και την εσθήτα του Αγίου, τα οποία μοι εδώκατε και έκοψα ολίγον από αυτά και της έδωσα. Και μετ’ ολίγας ημέρας η δούλη είπε μοι χαίρουσα, ότι ιάθη το κοράσιον και είδον και εγώ αυτό υγιές και εθαυμάσαμεν την Χάριν του Αγίου». Άλλος τις καλούμενος Αντώνιος Τοπαλέλης, κάτοικος των Κυδωνιών, ησθένησε βαρέως από πυρετόν και ήλθον οι φίλοι του, ίνα τον επισκεφθώσι, μεταξύ των οποίων και Κυριακός τις, ο οποίος διηγείτο το πρόσφατον Μαρτύριον του Αγίου. Ο ασθενών ηκροάζετο με προσοχήν και ευλάβειαν την διήγησιν και του εφαίνετο ότι ελαφρύνετο από την ασθένειάν του. ως δε ετελείωσε και η διήγησις του Μαρτυρίου, έπαυσε και η ασθένεια του πάσχοντος, όστις αισθανθείς εαυτόν υγιά, ηγέρθη της κλίνης και ηυχαρίστει τον Άγιον προς έκπληξιν των παρόντων, μετά των οποίων και εξήλθεν αυτήν την ώραν εις περίπατον όλως υγιής. Και του προαναφερθέντος Κυριακού έν παιδίον άρρωστον ιατρεύθη με ολίγον μέρος του ενδύματος του Αγίου, εις τον οποίον δι’ ευχαριστίαν απέστειλε μίαν λαμπάδα. Το δε πλοιάριον δια του οποίου εστάλη η λαμπάς ελυτρώθη από μεγάλην τρικυμίαν, εξ αιτίας της οποίας απελισθέντες οι ναύται εκρέμασαν εις τα ιστία μικρόν τεμάχιον εκ του ενδύματος του Αγίου και εν τω άμα εγένετο γαλήνη. Το δε παράδοξον είναι ότι, ότε έπλεε το σκάφος τούτο κατ’ ευθείαν προς την Ιεράν Μονήν του Ξηροποτάμου, απήντησε τον πολυθρύλητον στόλον των επαράτων ληστών, εις τους οποίους το μικρόν εκείνο πλοιάριον εφάνη ως μέγα πλοίον στόλου βασιλικού· τοσούτον δε εφοβήθησαν, ώστε διεσκορπίσθησαν ένθεν κακείθεν άπαντα τα πλοία των πειρατών, το δε σκάφος έφθασε μετ’ ολίγον σώον εις τον λιμένα. Εκεί αφ’ ου έμαθαν την εξ αιτίας του πλοιαρίου διασκόρπισιν των ληστών, οι ναύται έκαμαν τον συλλογισμόν, ότι «ταύτα είναι θαύματα του Αγίου Ευθυμίου του Νεομάρτυρος, εις τον οποίον ημείς φέρομεν μίαν λαμπάδα, έχομεν δε και τεμάχιον εκ των ιματίων του δια του οποίου χθες ελυτρώθημεν από μεγάλην τρικυμίαν». Εάν η διήγησις παρετάθη τόσον και τινες των ακροατών εβαρύνθησαν, ας μη μεμψιμοιρούν· διότι σκοπόν έχω να φέρω εις πέρας με ακρίβειαν την διήγησιν των κατορθωμάτων του Αγίου, αφ’ ενός μεν ίνα μη κατακριθώ ως οκνηρός δούλος κρύπτων όσα έλαβον εντολήν να γράφω, αφ’ ετέρου δε γινώσκων, ότι οι περισσότεροι, ως γνωστοί και φίλοι όντες του Αγίου, μετά χαράς και ευλαβείας ακροάζονται την διήγησιν προς δόξαν Θεού και ψυχικήν των ωφέλειαν. Δια τούτο δεν νομίζω έξω του σκοπού, εάν φέρω εις το μέσον μίαν ακόμη περικοπήν γράμματος σεβασμίου τινός φίλου μου εκ Κωνσταντινουπόλεως. Λέγει δε ούτος· «Εγώ κατοικών ώδε εν τω νησίω της Πρώτης, άλλην βοήθειαν εις την ενόχλησιν των σαρκικών μου λογισμών, εκ των οποίων συνεχώς κατεκεντούμην, δεν εύρον, ει μη την επίκλησιν του ονόματος του Αγίου και τον τάφον του Νεομάρτυρος Ευθυμίου και στοχάζομαι ότι ιδιαιτέρα Χάρις εδόθη εις αυτόν τον Άγιον παρά Θεού, εις το να προφθάνη να βοηθή τους από τοιούτον λογισμόν ενοχλουμένους και πάσχοντας». Τούτου λοιπόν του λαμπρού Οσιομάρτυρος τους άθλους, τους αγώνας, τον υπέρ Χριστού θάνατον και τα θαύματα διηγηθέντες, αδελφοί και πατέρες, ας τιμήσωμεν και κροτήσωμεν την μνήμην αυτού τε και των συνάθλων αυτού Ιγνατίου και Ακακίου, εις τους οποίους καυχάται τον Άγιον και ιδία η ιερά του Προδρόμου Σκήτη, εν τη οποία ήσκησαν και οι τρεις ούτοι αοίδιμοι Οσιομάρτυρες Ευθύμιος, Ιγνάτιος και Ακάκιος και προς τους οποίους ας είπωμεν: Άγιοι του Θεού! Περιφρουρείτε ημάς και σκέπετε και προς απόκτησιν της ουρανίου μακαριότητος καθοδηγείτε, ικετεύοντες την μακαρίαν και ζωαρχικήν Τριάδα, όπως ενταύθα μεν δωρήση εις ημάς ζωήν ανώδυνον και Χριστιανικήν, όταν δε απέλθωμεν εκ του βίου τούτου, ειρήνην μόνιμον και αστασίαστον εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών· Ω η δόξα, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Πατρίδα μεν είχεν ούτος ο νέος αριστεύς του Χριστού την Πελοπόννησον, καταγόμενος εκ της πόλεως Δημητσάνης, γονείς δε ευσεβείς ονομαζομένους Παναγιώτην και Μαρίαν. Είχε δε και τρεις μεγαλυτέρους αδελφούς, Γεώργιον, Χρήστον και Ιωάννην και μίαν αδελφήν Αικατερίναν, εκ των οποίων ο Άγιος ήτο ο μικρότερος. Καθ’ ον δε καιρόν η μήτηρ αυτού έμελλε να γεννήση τούτον, τόσους δριμυτάτους πόνους υπέφερεν, ώστε δεν ηλπίζετο η εις τούτον τον κόσμον πρόοδός του, ει μη μόνον αν απέθνησκεν η μήτηρ του, ως ποτε του Βενιαμίν. Πάσχουσα δε τοιουτοτρόπως και σχεδόν απελπισθείσα από ανθρωπίνην βοήθειαν, ενεθυμήθη την Θείαν αντίληψιν και ειπούσα· «Δέσποτα Χριστέ, δια των πρεσβειών του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου, ελευθέρωσόν με την δούλην σου και το γεννηθέν παιδίον να το ονομάσω Ελευθέριον», ευθύς με την ευχήν γεννά τον θαυμάσιον τούτον, όστις δέχεται την ονομασίαν παρά της μητρός του, κατά την ευχήν, Ελευθέριος. Aνατρέφεται λοιπόν και αυξάνει χαριέστατα και ότε έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, έστελλε τούτον η μήτηρ του εις το σχολείον, ίνα μανθάνη τα ιερά γράμματα. Ο δε πατήρ του μετά των δύο μεγαλυτέρων αδελφών μετέβη εις το Ιάσιον της Μολδαυϊας και εκεί εμπορεύετο μετ’ αυτών. Τυχών λοιπόν φύσεως αγαθής ο Ελευθέριος, έμαθεν εις ολίγον διάστημα τα κοινά λεγόμενα γράμματα και είτα ανέβη εις το μεγάλον σχολείον της ελληνικής γλώσσης μετά του αυταδέλφου του Ιωάννου, όπου εδιδάσκετο την γραμματικήν. Αφού λοιπόν ήκουσεν ολίγα από τα ιερά εκείνα μαθήματα, έφυγε μετά του αδελφού του εις Κωνσταντινούπολιν και μικρόν μαθητεύσαντες αμφότεροι εις την της Ξηράς Κρήνης λεγομένην σχολήν, ανεχώρησαν εις το Ιάσιον προς τον πατέρα των. Μετά δύο όμως χρόνους έκαμε σκέψιν αγαθήν, να έλθη εις το Άγιον Όρος δια να γίνη Μοναχός. Αναχωρήσας λοιπόν από τον πατέρα και τους αδελφούς του, όταν έμελλε να διέλθη από την Κωνσταντινούπολιν, ημποδίσθη από καιρικάς ανωμαλίας και τους μεταξύ των Ρώσων και Τούρκων πολέμους και απήλθεν εις Οδησσόν δια να εύρη από εκεί ευκολωτέραν διάβασιν. Μη δυνηθείς δε να εξέλθη ούτε από εκεί, αναβαίνει πάλιν και ερχόμενος εις Βουκουρέστιον της Ρουμανίας, έμεινεν επί ένα και ήμισυ χρόνον πλησίον του προξένου της Γαλλίας και τινος ανωτέρου υπαλλήλου Ρώσου. Εκεί ευρισκόμενος, δεν ενεθυμήθη πλέον το Άγιον Όρος, αλλά βλέπων, ότι ο κόσμος, η σαρξ και ο διάβολος τού ανοίγουν θύραν ατάκτων και ασέμνων ηδονών, γίνεται έκδοτος εις αυτάς και χωρίς να διαστείλη τούτο ή εκείνο, κατακαίεται όλος από την φλόγα της νεανικής ηδυπαθείας, γενόμενος θέατρον αθλιότητος και αμαρτίας. Αλλ’ επειδή πολλάκις δια να τελεσθή η αμαρτία θέλει και έξοδα, εδανείζετο ο Ελευθέριος δια να καθυποβάλλη εαυτόν περισσότερον εις την δουλείαν των ακαθάρτων ηδονών. Έτυχε δε τότε να είναι εκεί εις το Βουκουρέστιον και οι εκ μέρους της Τουρκίας πρέσβεις της ειρήνης. Εις ένα τούτων προσεκολλήθη αφ’ ενός μεν ίνα απολαμβάνη αφόβως και αφθονωτέρας τας ηδονάς και τρυφάς του Βουκουρεστίου, εν όσω ευρίσκετο εκεί, αφ’ ετέρου δε, όπως δυνηθή μετ’ αυτού να απέλθη εις Κωνσταντινούπολιν, διότι, καθώς διηγήθη εις ημάς μετά ταύτα, ο χορτασμός της αμαρτίας επροξένει εις αυτόν αηδίαν. Τούτο δε είναι αληθές, καθώς το επιβεβαιοί και ο θείος Ιωάννης της Κλίμακος. Μετ’ ολίγον λοιπόν καιρόν, καταβάντες οι πρέσβεις εις Σούμλαν, εχρονοτρίβουν εκεί ένεκα των περιστάσεων. Εκεί ευρισκόμενος ο Ελευθέριος, ελυπείτο δια την σκληρότητα και την βάναυσον συμπεριφοράν του αυθέντου του Καπουτζή. Αδημονών δε αφ’ ενός δια την βραδύτητα της οδοιπορίας του, παρακινηθείς δε αφ’ ετέρου και παρά τινος συνοδοιπόρου του Αδριανουπολίτου, αρνησιχρίστου, λεγομένου πρότερον Κωνσταντίνου, παρουσιάσθη μετ’ αυτού οικειοθελώς εις τον εκεί στρατιωτικόν διοικητήν, Ραϊς Εφένδην Γαλήπην καλούμενον, και ενώπιον αυτού ηρνήθη, φεύ! τον Χριστόν δεχθείς την πλάνην του αντιχρίστου Μωάμεθ, μετά δε τρεις ημέρας περιετμήθη κατά τον νόμον του επαράτου εκείνου και πλάνου. Και εξώμοσε μεν ούτως ο Ελευθέριος, αλλ’ η Χάρις δεν ανεχώρησεν εντελώς απ’ αυτού. Όθεν και εις αυτούς ακόμη τους αφορήτους πόνους της περιτομής ευρισκόμενος, ενεθυμείτο πάλιν την πάτριον ευσέβειαν, αναπολών κατά νουν το όνομα του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού και αναμιμνησκόμενος του ουρανίου Πατρός, ως ο άσωτος υιός. Και ήθελε μεν να επικαλεσθή την θείαν Αυτού βοήθειαν, αλλ’ ημποδίζετο, διότι έλαβε το χάραγμα της σφραγίδος του αντιχρίστου εις την δεξιάν χείρα και εις το μέτωπον και δεν ηδύνατο ούτε χείρας οσίας να άρη εις τον ουρανόν, ούτε τον ηγεμόνα νουν να διευθύνη προς το τρισήλιον σέλας της Θεότητος. Όθεν κατέφυγεν εις μόνα τα δάκρυα, ευθύς δε ότε ήκουσε τον αλέκτορα της συνειδήσεως φωνούντα και ελέγχοντα αυτόν δια το τόλμημα της εξωμοσίας, τότε εξήλθε νοερώς έξω από την αυλήν της παρανόμου και αθέου εκείνης θρησκείας, εις την οποίαν κακώς είχεν εισέλθει και έκλαυσε πικρώς ως άλλος Πέτρος. Τοσαύτα δε ήσαν εκείνα τα δάκρυα, ώστε τολμώ να είπω, ότι τα εδέχθη ο φιλόψυχος Ιησούς και συνεχώρησε την προηγηθείσαν άρνησιν του Ελευθερίου ως εδέχθη και του Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Έμεινε λοιπόν μετά των ασεβών εκείνων ο φαινόμενος Ελευθέριος, ουχί δε και ο νοούμενος. Διότι έχων όλον τον νουν του προς την πράξιν της αρνήσεως, αλλέως πως συμπεριεφέρετο και όχι όπως θα έπρεπε. Διο, υποπτευόμενοι την φυγήν του οι ασεβείς Αγαρηνοί όχι μόνον δεν του έδιδαν άδειαν να εξέρχεται από τον σατανικόν εκείνον οίκον αλλά και τον παρηκολούθουν, προσέχοντες τους λόγους και τας κινήσεις του. Όθεν, ημέραν τινά, ιδόντες επάνω του μικρόν σταυρόν, τον οποίον είχε προ της εξωμοσίας και τον εφύλαττεν, ως σημείον της προτέρας του ευσεβείας, ή, μάλλον ειπείν, ως μάχαιραν κεκρυμμένην, ίνα συντρίψη ύστερον δι’ αυτού τας παγίδας του διαβόλου και ελευθερωθή από τας χείρας των αθέων, ως το στρουθίον εκ της παγίδος των θηρευόντων, έσπευσαν ευθύς οι ασεβείς εκείνοι σύνδουλοί του και τον παρουσίασαν εις τον Ραϊς Εφένδην, εγκαλούντες τον Ελευθέριον, ότι εφρόνει ακόμη τα των Χριστιανών. Ο δε αξιογέλαστος εκείνος Εφένδης τους έπεισε με λόγους σοφούς, ότι δεν ήτο δια τούτο αξιοκατάκριτος ο Ρεσίτης (ούτω τον ωνόμασαν), αν ακόμη κρατή τα χριστιανικά σημεία· διότι πως θα ηδύνατο αυτός εις διάστημα ολίγων ημερών να αισθανθή την γλυκύτητα της πίστεώς των; Είπε δε εις τους συνοδούς να αφήσωσιν αυτόν, έως ότου με τον καιρόν έλθη εις θεογνωσίαν, ω της μωρίας των! Αντί να είπη εις μισοθεϊαν. Με αυτούς τους λόγους καθησύχασεν ο μάταιος ηγεμών τους ασεβείς εκείνους. Μετά μήνας τέσσαρας της εις Σούμλαν παραμονής των, ήλθον εις την Αδριανούπολιν· επειδή δε έβλεπε τα θηρία εκείνα μάλλον ή ανθρώπους, του Ραϊς Εφένδη, ότι εζηλοτύπουν δια τον καλόν τρόπον, τον οποίον εκείνος εδείκνυε προς τον Ελευθέριον και εμνησικάκουν, ως δήθεν ζηλωταί της θρησκείας των, δια τον σταυρόν, περί του οποίου προείπομεν, είχεν ο Ελευθέριος φόβον και αγωνίαν, υποπτευόμενος, μήπως τον φονεύσωσι καθ’ οδόν και αποθάνη, φεύ! εις την άθεον εκείνην θρησκείαν. Ότε δε έφθασεν η άπιστος εκείνη και μιαρά αποστολή εις Αδριανούπολιν, έτυχε να είναι η ημέρα Σάββατον και η ώρα καθ’ ην οι Χριστιανοί, αφήνοντες τας υπηρεσίας και εργασίας των, συντρέχουσιν εις τας Εκκλησίας, ίνα ακούσωσι τον Εσπερινόν, εις ύμνον του εκ νεκρών αναστάντος Χριστού. Τότε λοιπόν και ο Ελευθέριος, διαφυγών από το άπιστον εκείνο πλήθος, έδραμεν εις την Μητρόπολιν της πόλεως εκείνης. Ήτο δε τότε Αρχιερεύς ο μετέπειτα προβιβασθείς εις Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ο και μαρτυρικού τέλους αξιωθείς εν τω καιρώ της Ελληνικής Επαναστάσεως εις την αυτήν πόλιν, μετά την από της πατριαρχείας παραίτησιν, Ιερομάρτυς Κύριλλος. Μαθών λοιπόν ο Ελευθέριος, ότι ο Επίσκοπος ευρίσκετο εις την Εκκλησίαν ψάλλων τον Εσπερινόν, ήλθε και εστάθη έξωθεν του Ναού. Ιδών δε τον Ιεροδιάκονον θυμιώντα τους πιστούς επληγώθη την καρδίαν, στοχαζόμενος, ότι αυτός μόνον εστερείτο της χάριτος του θυμιάματος. Τότε μόλις ηδυνήθη να κρατήση εαυτόν· προσεποιήθη δε, ότι ήρχετο από την Κωνσταντινούπολιν και είχε γράμματα αναγκαία δια τον Δεσπότην, ζητών άνευ αναβολής να του ομιλ΄ση. Πληροφορηθείς ταύτα ο Αρχιερεύς παρά του Διακόνου, δεν εξήλθε του Ναού είτε εξ αιτίας του Εσπερινού, είτε εξ άλλης τινός υποψίας, αλλ’ απέστειλε τον επίτροπον της Εκκλησίας, ίνα μάθη τα περί του ζητούντος και λάβη τα γράμματα. Ευθύς ως είδε τούτον ο Ελευθέριος, παρεμέρισεν ολίγον και διηγήθη εις τον επίτροπον συντόμως τα της μετανοίας του και ότι εζήτει βοήθειαν τινά, ήτις συνίστατο εις το να του δοθώσιν ενδύματα χριστιανικά. Ο δε επίτροπος, ακούσας ταύτα, ή από φόβον ως ακούων και βλέπων τα στρατεύματα των ασεβών εισερχόμενα εις Αδριανούπολιν, ή από φυσικήν βαρβαρότητα και σκληρότητα εναντιούμενος εις την αίτησιν του Ελευθερίου, έβαλε φωνάς ατάκτους, αντί να παρηγορήση και περιθάλψη το πλανώμενον του Χριστού πρόβατον και απεδίωξεν αυτόν εκείθεν. Τούτου αι κραυγαί φόβον και τρόμον επροξένησαν εις τον Ελευθέριον σκεφθέντα μήπως πάθη και άλλο τι κακόν εκτός των άλλων τα οποία έπαθεν. Έφυγε λοιπόν με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και κατάπικρος τη καρδία, αλλά αν και απέτυχεν εις τον σκοπόν του δεν εδειλίασε, καταφυγών εις άλλον στοχασμόν. Μίαν ημέραν, συναντήσας Χριστιανόν τινα, οπλοποιόν το επιτήδευμα, διηγήθη εις τούτον την κατάστασίν του και τον παρεκάλεσε να του φέρη ενδύματα χριστιανικά εις ωρισμένην ώραν. Εκείνος δε ο καλός Χριστιανός ητοίμασε τα ενδύματα και τα έφερε καθώς είπον. Αλλ’ εκ συνεργείας του πονηρού απέτυχε και αυτού του σκοπού ο Ελευθέριος, μη δυνηθείς να διαφύγη την προσοχήν του ασεβούς εκείνου και ατάκτου πλήθους. Όθεν ετιτρώσκετο η καρδία του από βαρείαν λύπην και εφαίνετο πάντοτε στυγνός και αγέλαστος. Όθεν και οι σύνδουλοί του, θεωρούντες αυτόν ούτω περίλυπον, οι μεν ωνείδιζον αυτόν, οι δε εφρόντιζον παντοιοτρόπως να τον φέρωσιν εις ευθυμοτέραν κατάστασιν και αποδιώξωσι την λύπην, ήτις εφαίνετο ζωγραφισμένη εις το πρόσωπόν του. Διότι, κατά τον Σολομώντα, «καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκυθρωπάζει» (Παρ. ιε: 13). Ο δε ασεβής εκείνος αυθέντης του Ραϊς Εφένδης, βλέπων αυτόν ούτω σκυθρωπόν, σύννουν και πολλάκις δακρύοντα, τι δεν έλεγε, τι δεν έπραττε και τι δεν τω υπέσχετο, δια να διαλύση την λύπην του! Αλλ’ ο Ελευθέριος υπεκρίνετο, ότι ελυπείτο δια την μητέρα του, έλεγε δε το του Δαυϊδ· «Οι νεφροί μου εξεκαύθησαν και ηλλοιώθησαν τη αρνήσει σου Χριστέ»! (Ψαλμ. οβ:21). Παρέμειναν λοιπόν εις Αδριανούπολιν υπέρ τους τρεις μήνας και μετά ταύτα ήλθον εις Κωνσταντινούπολιν. Παρ’ ολίγον δε ο λόγος να παραλείψη ότι, ότε ο Ελευθέριος ευρίσκετο εις Βουκουρέστιον, συνεδέθη δια φιλίας μετά του Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, όστις ελθών εις Σούμλαν δια τινα ανάγκην και κρατηθείς από τους Αγαρηνούς, επειδή εφοβήθη, έδωκε λόγον εξωμοσίας. Πλην, τα κατ’ αυτόν μένουσιν εις άλλην διήγησιν. Τώρα δε ας επανέλθωμεν εις την συνέχισιν της παρούσης διηγήσεως. Ο Ελευθέριος λοιπόν εκρατείτο εις τον οίκον του Ραϊς Εφένδη, όστις εκάλει αυτόν υιόν θετόν και δια παντοίων τρόπων και μηχανών προσεπάθει να φέρεται παρηγορητικώς προς αυτόν, ως ελέχθη, αλλά δεν συνεχώρει εις αυτόν να εξέρχεται της οικίας του. Βλέπων λοιπόν εαυτόν ο Ελευθέριος ούτω περιστοιχιζόμενον και φυλαττόμενον, κατέφυγεν εις την αντίληψιν της Θεοτόκου της κοινής του γένους των Χριστιανών προστάτιδος και εγγυητρίας των αμαρτωλών, ως άλλη Οσία Μαρία η Αιγυπτία και έλεγε δεόμενος· «Γενού μοι εγγυήτρια προς τον υιόν σου, ω Δέσποινα, τον οποίον ο τάλας ηρνήθην και ανάγαγέ με εκ του βυθού της απωλείας ταύτης, «ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου· ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστι μοι υπόστασις» (Ψαλμ. ξη: 2). Δος μοι χείρα βοηθείας, ω Δέσποτα, κειμένω χαμαί και ανάγαγέ με εκ του βυθού της απωλείας· λύτρωσαί με εκ της τυραννίδος του διαβόλου, η λυτρώσασα το ανθρώπινον γένος και περιχαρώς δεχομένη τα δάκρυα και την μετάνοιαν των αμαρτωλών». Τοιαύτα εν ω συνεχώς έλεγε νοερώς προς την Θεοτόκον, ήλθε προς αυτόν εξ ύψους βοήθεια και έλαβε τοσαύτην τόλμην και ανδρείαν παρά της Θεομήτορος, ώστε απεφάσισεν ή, αν δυνηθή, να αναχωρήση από τον σατανικόν εκείνον οίκον, ή, τέλος πάντων, να παρουσιάση εαυτόν Χριστιανόν και να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά δέκα ημέρας από της εις Κωνσταντινούπολιν αφίξεώς του, το εσπέρας, ούτως εμελέτησε καθ’ εαυτόν και απεφάσισεν, επικαλούμενος την βοήθειαν της Θεοτόκου. Αλλ’ ο σατανάς έστησε νέαν παγίδα εις τον Άγιον, μικράν μεν φαινομένην, μεγάλην όμως τοις πράγμασιν. Ήτο δε αύτη η φιλοδοξία, δια της οποίας ετεχνεύθη ο πονηρός να αλλοιώση και εξασθενίση τον τόνον και την απόφασιν του Αγίου. Ήλπιζε δε ο μιαρός, ότι δι αυτής θέλει υποδουλωθεί το ελεύθερον αυτού φρόνημα εις μάταια και σητόβρωτα ενδύματα, δια τα οποία ο Ραϊς Εφένδης κατέβαλεν έξοδα υπέρ τα τρεις χιλιάδας φλωρία και τα οποία, κινούμενος από τον διάβολον, έστειλεν εις τον Ελευθέριον ως δώρον δια των γυναίων του γυναικωνίτου του, αίτινες προσκληθείσαι παρέλαβον ταύτα και συνέχαιρον ως υιόν των τάχα θετόν, υποσχόμεναι και άλλα πολλά αγαθά, ηδονάς, δόξας, αναπαύσεις και όσα δύναταί τις να νοήση ότι ευρίσκοντο εις τον οίκον εκείνον της απωλείας. Αλλ’ ο καλός και γενναίος δούλος του Χριστού Ελευθέριος υπεκρίθη μεν ότι εδέχθη αυτά ευχαρίστως και πολλάς ευχαριστίας ανταπέστειλε δια των προσφερόντων δούλων. Έπειτα δε ανοίξας αυτά και ιδών την λαμπρότητα και πολυτέλειαν των ενδυμάτων εκείνων, εμειδίασε και είπε· «Τέχνη και παγίς σου είναι τούτο, διάβολε, ίνα με υποσκελίσης, δόλιε». Παριδών δε αυτά, εδόθη εις προσευχήν καθ’ όλην εκείνην την νύκτα, ζητών μετά δακρύων να ευκολυνθή η φυγή του από του οίκου του στόματος του Άδου. Το δε πρωϊ, ότε ήρχισαν αι κροκοειδείς αυγαί του ηλίου να εξαπλούνται επί των κορυφών των ορέων, ο Ελευθέριος κατήλθε την κλίμακα και υψώσας τους οφθαλμούς και τον νουν του εις τον νοητόν ήλιον της δικαιοσύνης Χριστόν, είπε· «Γενού μοι, ω Δέσποτα, φως και οδηγία προς οδόν σωτηρίας, εις τους εχθρούς σου δε τούτους δος σκότος ψηλαφητόν, ίνα μη με ίδωσι και εμποδίσωσι· διότι, ιδού εξέρχομαι εις αναζήτησίν Σου, ως η άδουσα νύμφη· επάκουσόν μου, Δέσποτα, δια το πλήθος των οικτιρμών σου και χάρισαί μοι ευκολίαν της εξόδου δια πρεσβειών της παναχράντου Σου Μητρός και πάντων των Αγίων. Αμήν». Ταύτα λέγων από ψυχής συντετριμμένης, ήλθεν εις την θύραν του οίκου και εύρε θυρωρόν τινά γέροντα, όστις μετ’ ολίγον απήλθε προς ιδίαν του υπηρεσίαν. Τότε έμεινεν ελευθέρα η έξοδος εις τον Ελευθέριον. Μόλις λοιπόν ησθάνθη εαυτόν ελεύθερον, δια της θείας επικουρίας, εξήλθε με μεγάλην ταχύτητα και δρομαίως έφθασεν εις το Πατριαρχείον ζητών Πνευματικόν τινά γνώριμόν του Πελοποννήσιον, καθήμενον αντίκρυ της μικράς θύρας του Πατριαρχείου. Ο δε Πνευματικός, ιδών αυτόν, εξήστη· προς τον Πνευματικόν τούτον εξωμολογήθη ο Ελευθέριος πάντα, όσα διηγήθημεν και ομολογών εαυτόν Χριστιανόν, του εζήτησεν ενδύματα χριστιανικά. Ο δε Πνευματικός, ή επειδή δεν ηδύνατο να τα οικονομήση ή επειδή εφοβήθη, δεν εδέχθη την αίτησιν· συμβουλεύσας όμως αυτόν με λόγους ψυχωφελείς, τον απέλυσε. Συνέβη δε τότε να βλέπη τις τον Ελευθέριον τρέχοντα άνω και κάτω, σπεύδοντα να κρύψη εαυτόν από τους υιούς της ανομίας και αν υπήρχε τυχόν πέτρα τις να υποκρυβή, ως το πάλαι ο Μωϋσής, ίνα ίδη το σωτήριον του Θεού. Ούτω τρέχων εισήλθεν εις πλοιάριον και διεπέρασεν εις τον Γαλατάν, σπεύσας δε ανέβη εις το Σταυροδρόμιον και εισήλθεν εις το παλάτιον του πρέσβεως της Ρωσίας. Εκεί μετά μεγάλης φωνής εβόησε, λέγων· «Δόξα σοι τω αναγαγόντι με εξ Άδου και σκιάς θανάτου, Χριστώ τω Θεώ». Οι δούλοι του παλατίου, ιδόντες τον Ελευθέριον με στολήν των Αγαρηνών, εξέστησαν, επειδή εγνώριζον ότι ούτος πρότερον ήτο Χριστιανός, διότι παρέδραμεν ο λόγος να δηλώσω ότι, ότε ευρίσκετο δια πρώτην φοράν εις Κωνσταντινούπολιν, έμεινεν ολίγον καιρόν εντός αυτού του παλατίου και ήτο γνωστός εις όλους. Μαθόντες δε εκείνοι τα κατ’ αυτόν και συμπονέσαντες, εξέδυσαν αυτόν ευθύς τα δηλωτικά της ασεβείας ιμάτια και τον ενέδυσαν χριστιανικά και εις κοινήν πανήγυριν συναθροισθέντες, εδόξασαν μεν τον Θεόν, ως έπρεπεν, επί τη τοιαύτη δια της οικονομίας Του ελευθερία του δούλου Του, κατεγέλασαν δε την κατάπτυστον πλάνην των Αγαρηνών, περιφρονήσαντες τα πολυτελή εκείνα φορέματα. Μετά δε ημέρας τέσσαρας, ευρόντες πλοίον, το οποίον έμελλε να πλεύση δια τον Στρυμονικόν κόλπον και το οποίον θα διήρχετο από το Άγιον Όρος Άθω, επεβίβασαν εις αυτό τον Ελευθέριον. Είχε δε συνοδίτην και θεοφιλή τινά Χριστιανόν Πελοποννήσιον από τας παλαιάς Πάτρας, Ιωάννην καλούμενον, όστις ήτο έτοιμος να εκπλεύση με άλλο πλοίον δια την Ρωσίαν, αλλ’ όστις μαθών τα του Ελευθερίου, συνώδευσεν αυτόν, ελθών μετ’ αυτού εις το Άγιον Όρος του Άθω. Όταν δε έφθασαν εις το Άγιον Όρος, τη του Θεού βοηθεία και προμηθεία της Θεοτόκου, εξελθόντες του πλοίου, ήλθον κατά πρώτον εις την ιεράν Λαύραν. Εκεί συνήντησαν τον παναγιώτατον Πατριάρχη πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον, εκεί τότε διατρίβοντα. Εξωμολογήθη λοιπόν εις αυτόν ο Ελευθέριος άπαντα τα κατ’ αυτόν, τα οποία, ακούσας ο Γρηγόριος συνεπόνεσε και συνήλγησε, μεγάλας δε ευχαριστίας ανέπεμψε τω Θεώ δια την παράδοξον απαλλαγήν του Ελευθερίου. Και τον μεν φιλόχριστον συνοδίτην Ιωάννην καταστέψας και εφοδιάσας με επαίνους, ευλογίας και επαγγελίας μισθών αδροτάτων παρά Θεού, απέλυσεν εν ειρήνη, τον δε πνευματικώς ασθενούντα και τετραυματισμένον υπό του κοινού εχθρού και πολεμίου Ελευθέριον εκράτησε παρ’ εαυτώ, ορίσας εις αυτόν να μεταβαίνη καθ’ ημέραν εις ενάρετόν τινα και ευλαβή Πνευματικόν καλούμενον Μελέτιον, Κρήτα, εκεί πλησίον καθήμενον, και ακούη τας ιλαστηρίους ευχάς κατά την διάταξιν της Εκκλησίας, ίνα ούτω μετά τεσσαράκοντα ημέρας, χρισθή με το Άγιον μύρον και γίνη πάλιν δούλος Χριστού, αναδεχόμενος την πρώτην ονομασίαν του Χριστιανού, εγγραφόμενος πάλιν εις τον ουράνιον κατάλογον των Ορθοδόξων και λαμβάνων το δικαίωμα να είναι κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Χριστού. Ούτως έπραξεν ο Ελευθέριος. Και λαβών το χρίσμα ανέβη εις την Σκήτην της Αγίας Άννης, προς τον ιερόν εκείνον άνδρα, Ιερέα Βασίλειον, όστις και άλλους αρνησιχρίστους εναπέδειξε Μάρτυρας του Χριστού, γενόμενος εις αυτούς συνεργός και συνοδοιπόρος με κίνδυνον της ιδίας του ζωής και ικανά έξοδα, άτινα εκ των ιδικών του οικονομιών κατέβαλεν. Εις τούτον λοιπόν ο Ελευθέριος, μετά συντετριμμένης καρδίας και ταπεινού πνεύματος εξομολογηθείς το τε παράπτωμα αυτού και την παράδοξον ελευθερίαν και τα άλλα πάντα, ως είπομεν, εκίνησεν εις συμπάθειαν την μακαρίαν εκείνην ψυχήν του Ιερομονάχου Βασιλείου, όστις εκράτησεν αυτόν εις την συνοδείαν του. Μείνας λοιπόν εκεί είκοσιν ημέρας και αγωνιζόμενος κατά δύναμιν, πείθει, αν και μη θέλοντα, τον Πνευματικόν Πατέρα Βασίλειον και δίδει εις αυτόν την άδειαν να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν, με την εντολήν ότι, αν γνωρισθή από τους επαράτους εκείνους Αγαρηνούς, να παρουσιασθή· ει δε μη, να επιστρέψη άπρακτος, χωρίς να τολμήση μόνος του να ρίψη εαυτόν εις τοιούτον κίνδυνον. Τότε ο Ελευθέριος εδέχθη μετά χαράς την εντολήν του Γέροντος και προθύμως ανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Μολονότι δε εις διάστημα οκτώ ημερών συνανεστράφη με εξ δούλους του Ραϊς Εφένδη γνωρίμους του, κρίμασιν οις είδεν ο Θεός, δεν εγνωρίσθη από αυτούς. Όθεν ελυπήθη πολύ δια τούτο και κρίνας το γεγονός ως αποτυχίαν του, επανήλθε πάλιν εις τον Γέροντά του, τον Πνευματικόν εκείνον του Πατριαρχείου και του εφανέρωσε τα κατ’ αυτόν, προσθέσας και την εντολήν του Γέροντος, ακόμη δε, ότι απεφάσισε να παραβή την εντολήν και να παρουσιασθή, μη δυνάμενος να υπομείνη την ένδοθεν θέρμην της του Χριστού αγάπης. Ο δε Πνευματικός, αν και προσεπάθησε να τον εμποδίση με διαφόρους τρόπους, όμως δεν ηδυνήθη να μεταβάλη τον σκοπόν του. Έδωκε τότε εις αυτόν άδειαν, επευξάμενος τα σωτήρια. Κατά την επομένην λοιπόν ημέραν, ήτις ήτο η λαμπροφόρος εορτή της θείας Μεταμορφώσεως, κοινωνήσας των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού και ως μέγα εφόδιον ταύτα λαβών και λογισάμενος, έδραμε να παρουσιασθή με θάρρος και τόλμην ανυπέρβλητον. Αλλά κατά λόγους αρρήτους της τα πάντα καλώς διεξαγούσης κρυγιομύστου προνοίας του Θεού, συνήντησε καθ’ οδόν Παγκράτιόν τινα Μοναχόν, Λαυριώτην, εκ Καλαβρύτων της Πελοποννήσου καταγόμενον, προς τον οποίον, ως γνώριμόν του, εκοινολόγησε τον μελετώμενον σκοπόν του και την οδόν προς την οποίαν έσπευδεν. Ούτος δε ο Παγκράτιος με λόγους επιτηδείους εξησθένισε και, τρόπον τινά, παρέλυσε τον τόνον της ψυχής του Ελευθερίου, συμβουλεύσας αυτόν να επιστρέψη εις το Άγιον Όρος, όπου να υποτάξη εαυτόν εις ασκητικούς αγώνας και να ταπεινώση το φρόνημά του, ίνα δοκιμασθή τελειότερον και υψηλότερον, ώστε να εισέλθη εις τοιούτον αγώνα και κίνδυνον του Μαρτυρίου καλώς ενδυναμωμένος. Απετράπη λοιπόν από τον ωραίον τούτον δρόμον προς το παρόν και ηθέλησε να έλθη εις το Άγιον Όρος κατά την συμβουλήν του ανωτέρω Παγκρατίου. Αλλ’ ο μισόκαλος και εχθρός του ανθρωπίνου γένους διάβολος εμβάλλει εις αυτόν άλλους λογισμούς και πότε μεν έπειθεν αυτόν να υπάγη εις Ιεροσόλυμα, πότε εις Σίναιον, άλλοτε δε πάλιν εις άλλο μέρος, επειδή προέβλεπεν, ως φαίνεται, ο αλιτήριος εις ποίον ύψος αρετής έμελλε να φθάση ερχόμενος εις το Άγιον Όρος, τον κοινόν λιμένα της σωτηρίας των αμαρτωλών, καθώς ο λόγος προχωρών θέλει φανερώσει. Εννοήσας δε την δολιότητα τούτων των επιβούλων λογισμών, υπερενίκησεν αυτούς με την Θείαν βοήθειαν και ήλθεν εις την Ιεράν Μονήν του Δοχειαρίου μετά τινος προηγουμένου Ευγενίου Μυτιληναίου, όπου μείνας μετ’ αυτού επί δύο μήνας, μετέβη εκείθεν εις το Ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, όπου και βαρέως ασθενήσας ιάθη δια της συντόνου επιμελείας των αδελφών της Μονής. Ανεχώρησε δε εκείθεν μετά μικρόν και επέστρεψε πάλιν εις την Μονήν του Δοχειαρίου, όπου και έμαθε παρά του πανοσιωτάτου Ιερομονάχου Δοσιθέου, υποτακτικού του μακαρίτου Χριστοφόρου, του διδασκάλου, ότι ευρίσκεται εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων και ο εξάδελφός του Ονούφριος. Εδάκρυσε τότε από την χαράν του, στοχαζόμενος μεγάλην ευτυχίαν τούτο δι’ αυτόν και εύνοιαν προς ευόδωσιν του σκοπού του. Εμποδιζόμενος όμως από την εντροπήν της αρνήσεώς του, δεν ήλθεν ευθύς εις τον Ονούφριον, μολονότι κατά πολύ παρεκινείτο παρά του ειρημένου Ιερομονάχου Δοσιθέου. Μετά δε από ολίγας ημέρας, κατερχόμενος από τας Καρυάς έφθασεν εις εν σπήλαιον, ευρισκόμενον εις τα όρια της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, όπου είναι αγίασμα του Τιμίου Προδρόμου και άνωθεν αυτού η σεβασμία εικών. Εκάθισε λοιπόν εκεί ολίγον να αναπαυθή και, μνησθείς ημερών αρχαίων, εδάκτυσεν αναλογισάμενος το μέγα παράπτωμα της του Χριστού αρνήσεως και τας άλλας του αμαρτίας. Ιδών δε και την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, είπε· «Δίδαξόν με, Βαπτιστά του Χριστού και πρώτε κήρυξ της μετανοίας, οδόν σωτηρίας εν η πορεύσομαι». Ακολουθήσας δε μίαν από τας εκεί οδούς, έφθασεν εις τον λεγόμενον Πύργον της αυτής Μονής, προς τον Πανοσιώτατον Πνευματικόν Κύριλλον, τον Μυτιληναίον, προς τον οποίον εξωμολογήθη άπαντα τα κατ’ αυτόν. Ούτος δε απέστειλε τον Ελευθέριον εις την Ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, προς τον Οσιώτατον Χαραλάμπην, εις το παλαιόν λεγόμενον Κυριακόν. Τότε λοιπόν κατήλθε προς την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, δια να εύρη τον εξάδελφόν του Ονούφριον, ο οποίος, ακούσας μετά των άλλων εξομολογήσεων και την φοβεράν εκείνην άρνησιν, επληγώθη εις τα σπλάγχνα και ωδύρετο δια την μεγάλην συμφοράν του Ελευθερίου· κλαίων δε έλεγεν, ως άλλος Ιακώβ· «Θηρίον πονηρόν κατέφαγέ σε, αδελφέ, θηρίον πονηρόν, απ’ αρχής αιμοβόρον και άγριον διέρρηξέ σε, Ελευθέριε»! Υπομιμνήσκων είτα τας απείρους προς τον άνθρωπον ευεργεσίας του Χριστού και απαριθμών εν προς εν τα θαύματα και τας άλλας Αυτού θεοσημείας, καθώς και τα σωτήρια Αυτού πάθη, ήτοι τον Σταυρόν, τους ήλους, την λόγχην, τον κάλαμον, τον εξ ακανθών στέφανον, την πορφύραν, το όξος, την χολήν, τους εμπαιγμούς και τα άλλα πάντα, όσα δια την του ανθρώπου σωτηρίαν υπέμεινε και έπαθεν ο Θεάνθρωπος Σωτήρ ημών, τέλος είπεν εις τον Ελευθέριον· «Προς ευχαριστίαν, άρα γε, όλων αυτών των παθημάτων του Χριστού ηρνήθης, Ελευθέριε, Αυτόν και την Αυτού Θεότητα»; Πόσα τότε δάκρυα δεν έρρευσαν από τους οφθαλμούς του Ελευθερίου! Πόσοι αναστεναγμοί, φωναί, ολολυγμοί και οιμωγαί δεν ανεδόθησαν από το στήθος εκείνου! Ούτω λοιπόν αμφότεροι συλλυπούμενοι και συμπάσχοντες ώραν ικανήν και πολλά ειπόντες απεχωρίσθησαν, ο δε Ελευθέριος ήλθε πάλιν εις τον ειρημένον Χαραλάμπην. Μετά δε από είκοσιν εννέα ημέρας μεγάλως παρακληθείς από τον Ονούφριον ο εις την αυτήν Σκήτην του Προδρόμου ευρισκόμενος Πνευματικός Πανοσιώτατος Νικηφόρος, υπεδέχθη εις την συνοδείαν του τον Ελευθέριον, ήτις και συνεκροτήθη τότε εκ πέντε αδελφών εκ της αυτής πατρίδος, της κώμης Δημητσάνης πάντων καταγομένων, πρώτος των οποίων υπήρχεν ο Γέρων Ακάκιος, εις τον οποίον και ανέθηκεν ο Πνευματικός Νικηφόρος την επιμέλειαν του Ελευθερίου. Αφού λοιπόν εξωμολογήθη ο Ελευθέριος άπαντα τα κατ’ αυτόν, εδέχθη ευπειθώς τον κανόνα, τον οποίον ώρισεν εις αυτόν ο Πνευματικός. Άξιον δε ήτο να βλέπη τις τον νέον εκείνον και ασυνήθιστον υποτακτικόν, πρόθυμον και έτοιμον εις όλα τα προστασσόμενα και εκτελούντα μετά πάσης ακριβείας παν το διατεταγμένον. Κατά το διάστημα δε των πρώτων τούτων ημερών της ησυχίας και της υποταγής του επόθει ο μακάριος Ελευθέριος να μάθη τι περί της μητρός του, μαθών δε ότι άνθρωπός τις ήλθεν από την πατρίδα του Πελοπόννησον, λαβών άδειαν παρά του Πνευματικού του Πατρός, ήλθε προς συνάντησιν ημών. Όταν λοιπόν ο Ελευθέριος ήλθε προς ημάς, ημείς, ως υπό Θεού οδηγηθέντες, απεστείλαμεν αυτόν προς τον παναγιώτατον Πατριάρχην πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον παραχειμάζοντα τότε εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, δια να μάθη δήθεν παρ’ αυτού περί του ανδρός τον οποίον εζήτει και περί της μητρός του. Ο δε μακάριος Γρηγόριος, υπό υψηλοτέρου λογισμού καθοδηγούμενος, επέπληξεν αυτόν σφοδρώς και τον απεδίωξεν ειπών· «Τι ενδιαφέρεσαι συ περί εκείνων; Ησύχασον και φρόντισον τα περί του εαυτού σου μόνον». Ω! πόσον ισχύει έλεγχος εις καλήν καρδίαν, εν καιρώ τω προσήκοντι λεγόμενος! Έφυγεν εκείθεν ο Άγιος αποδιωχθείς, αλλ’ ίδετε, αδελφοί, πως, λαβών αφορμήν, ως φρόνιμος, εκ τούτου εδόθη όλος εις την ησυχίαν και έμεινε του λοιπού απερίσπαστος μόνον εις εαυτόν και τον Θεόν προσέχων. Τις δύναται να διηγηθή την αξίαν των εκείνου κατορθωμάτων; Το πολύ δηλαδή της νηστείας, το καρτερικόν της αγρυπνίας, την άμετρον κατάνυξιν, τας ολονυκτίους στάσεις, την αδιάλειπτον προσευχήν και το απερίσπαστον εις μερίμνας, το ταπεινόν του φρονήματος, το πράον, το σύννουν και προσεκτικόν πάντοτε, το προς πάντας ιλαρόν και ήσυχον και το συμπαθές και φιλεύσπλαγχνον; Ούτως ο αοίδιμος Ελευθέριος πολιτευόμενος επέτυχεν, ίνα εν ολίγω χρόνω αποκτήση πάσας τας αρετάς, καταμαράνας και αφανίσας τελείως το φρόνημα της σαρκός και τα πάθη αυτής. Όθεν πράγματι ως έξω του κόσμου εφαίνετο και ενομίζετο παρ’ ημών. Ακούσατε δε ένα από τα πολλά σημεία της ενθέου πολιτείας του, δια να γνωρίσετε την εσωτερικήν κατάστασιν της ψυχής του. Ημέραν τινά ευρών αυτόν ο Πνευματικός του Πατήρ έξω εις το προαύλιον του κελλίου του λίαν σκυθρωπόν, σύννουν και υποδακρύοντα, ηρώτησεν αυτόν δια το αίτιον της λύπης του· εκείνος δε απεκρίθη αυτολεξεί ούτως· «Απεστράφη η ψυχή μου, Πάτερ, τον κόσμον και την άνω ζωήν επεθύμησα». Ω λόγων εμφαντικωτάτων αποδεικνυόντων την προς τον Χριστόν εγκάρδιον αγάπην! Ψυχή η του θείου έρωτος κάτοχος γινομένη, προς ουδέν επιστρέφεται των παρόντων. Με τοιούτον λοιπόν σκοπόν εισήλθεν εις το στάδιον της ασκήσεως ο Ελευθέριος και τοσούτον εις αυτό ανεπιστρόφως ηυδοκίμησεν, ώστε εις πάντας ημάς, καθώς γνωρίζετε, επροξένησαν μέγαν θαυμασμόν και απορίαν οι μεγάλοι εκείνου ασκητικοί αγώνες και ιδρώτες, ως και ο ειρημένος Πνευματικός αυτού Πατήρ ωμολόγησε, λέγων· «Ημείς οίτινες τοσούτον χρόνον κατοικούμεν και διατρίβομεν εις τούτο το αγιώνυμον όρος και παρά πολλών λογιζόμεθα κάτοχοι του καλού και της αρετής, ουδέ το εκατοστημόριον των αρετών και των αγώνων του Ελευθερίου επετύχομεν. Αλλά και άλλος τις αδελφός, παρατηρήσας με προσοχήν, εθαύμασε και ενεκωμίασε το βάθος της ταπεινώσεώς του, από το οποίον ανήλθεν ασφαλώς εις το ανεκδιήγητον ύψος της αγάπης του Χριστού και έσυρεν εκείθεν εις εαυτόν την μαρτυρικήν Χάριν, υπό της οποίας, αενάως καταφλεγόμενος, ουδέν άλλο πλέον εφαντάζετο ή τους μαρτυρικούς στεφάνους και τα ανεκλάλητα κάλλη της ουρανίου μακαριότητος. Ταύτα κατά νουν σκεπτόμενος ο Άγιος εκοινολόγησε τον σκοπόν του προς τον Πνευματικόν του Πατέρα, όμως δεν ηδυνήθη ευθύς να λάβη την συγκατάθεσίν του, αλλά προσετάχθη να επιτείνη μόνον τους αγώνας και να ζητή το έλεος του Θεού. Υπήκουσε τότε μετά χαράς ο μακάριος και ηύξησε τας νηστείας, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς και τα δάκρυα και, αν και εις τοιαύτην πολλήν κακοπάθειαν ευρίσκετο, ήτο θαύμα να τον βλέπη τις πάντοτε φαιδρόν και ιλαρόν, επανθούσαν έχοντα την θείαν Χάριν εις το πρόσωπόν του. Είχε δε και συνήθειαν ο αείμνηστος, μετά τας προς Θεόν ευχάς και τους λοιπούς διατεταγμένους κανόνας, να αναγινώσκη και το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον, του οποίου περεκάλει ποτέ τον Γέροντα Ακάκιον να εξηγή τα απορούμενα. Αλλά μεταξύ τούτων ηρώτησε και περί τινος υψηλοτέρου δόγματος, προς το οποίον εκείνος απεκρίθη· «Τέκνον, ότε η Μαγδαληνή Μαρία ηθέλησε να εξετάση περιεργότερον την Ανάστασιν του Χριστού με την ψαύσιν των αγίων του ποδών, ήκουσεν από Αυτόν· «Μη μου άπτου»· και συ λοιπόν, μη εξετάσης να μάθης όσα και οι Πατέρες της Εκκλησίας ως δύσληπτα απεσιώπησαν, δια να μη ακούσης ομοίως το, «Μη μου άπτου», αλλά πίστευε μόνον και μη ερεύνα, όσα και η θεία Χάρις ακόμη δεν κρίνει εύλογον να μας φανερώση». Εκ της αποκρίσεως ταύτης ηυχαριστήθη τοσούτον ο μακάριος, ώστε έλεγε πολλάκις· «Εις τους Αγγέλους, Πάτερ, θέλω ομολογήσει αυτήν την χάριν. Διότι συμβουλεύσας με να μη εξετάζω τα υπέρ την δύναμίν μου, κατέπαυσας την απορίαν και τον λογισμόν, όστις προ χρόνων με ηνώχλει». Αναγινώσκοντος δε του Αγίου και το «Νέον Μαρτυρολόγιον», και βλέποντος τα κατορθώματα και τους άθλους των Αγίων Νεομαρτύρων, εθερμαίνετο επί πλέον η καρδία αυτού και συνεχώς ανεκίνει περί των Μαρτυρίων λόγους. Ούτως, όταν ποτέ ανεφέραμεν τας τυραννίας και τα βάσανα των απίστων τυράννων και το υψηλόν και δυσεπίτευκτον του Μαρτυρίου, εκείνος απεκρίνατο· «Εγώ δεν συλλογίζομαι ποτέ ούτε μετρώ τους τοιούτους κινδύνους και τας δυσχερείας, αλλ’ αισθάνομαι μόνον λύπην μεγάλην και οδύνην ανέκφραστον εις την καρδίαν μου, διότι δεν έχω χίλια σώματα, ίνα τα παραδώσω εις τους πόνους του Μαρτυρίου και χιλίας κεφαλάς ίνα παραδώσω αυτάς εις σφαγήν, δια την αγάπην του Χριστού». Παρεκάλει δε ποτε ο μακάριος τον Γέροντα Ακάκιον να κάμη δέησιν προς τον Θεόν, ίνα φανερώση εις αυτόν αν ήτο θέλημά Του να μαρτυρήση και με ποίον τρόπον· αυτόκλητος δηλαδή, ή εάν γνωρισθή; Επειδή δε ο Ακάκιος ελογίζετο το τοιούτον ανώτερον της αξίας του, παρητείτο από την αίτησιν του Ελευθερίου. Ο δε Ελευθέριος επέμεινε παρακαλών αυτόν, επί ημέρας πολλάς, ίνα ποιήση ευχήν περί τούτου. Ημέραν δε τινά ο Ακάκιος τοιουτοτρόπως απεκρίθη προς αυτόν· «Τέκνον, εδώ εις την Σκήτην μας αδελφοί τινές ετέλεσαν άλλοτε μνημόσυνον και τράπεζαν του Γέροντός των και απέστειλαν διακονίαν φαγητού εις τον αοίδιμον Επίσκοπον Ιωάννην Μυραίων, διατρίβοντα τότε εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων. Ούτος, αποδεξάμενος την διακονίαν, ενεδύθη το ωμοφόριόν του και έψαλε το τρισάγιον και την νεκρώσιμον ευχήν, κατά την συνήθειαν. Επειδή δε τότε κατενύγη ο άγιος εκείνος Επίσκοπος και έκλαυσεν, είπε προς τους αποστείλαντας το φαγητόν αδελφούς, ότι ο μακαρίτης αυτών Γέρων ανεπαύθη εν Κυρίω και ας μη μεριμνώσι περί τούτου. Ταύτα δε είπεν ή ένεκα των δακρύων και της κατανύξεως, ή και εξ άλλου τινός οράματος, το οποίον έκρυψεν από αυτούς ο θεοφιλέστατος εκείνος Επίσκοπος και ούτω τους επληροφόρησεν. Εγώ όμως, τέκνον, καίτοι ανάξιος, όμως, δια τον λόγον της εντολής, έκαμα ευχήν προς τον Θεόν και επληροφορήθην, ότι θέλημα Θεού είναι να μαρτυρήσης και αυτόκλητος να παρουσιασθής εις την ομολογίαν, όπως και αυτόκλητος έκαμες την άρνησιν». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ελευθέριος περιεβλήθη όλος από άρρητον χαράν και αγαλλίασιν ψυχής και έκτοτε, ανεπιστρόφω λογισμώ, επέτεινε τους αγώνας και τους πόνους της ασκήσεως, εξαιτούμενος παρά Θεού την ταχείαν πραγματοποίησιν του Μαρτυρίου. Τοσαύτη δε κατάνυξις και πένθος εδωρήθη εις αυτόν παρά Θεού, ώστε δεν ηδύνατο τις να τον ίδη χωρίς δάκρυα ή στεναγμούς. Δια τούτο και κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, μετά την αγρυπνίαν, αφού εκάθισαν οι Πατέρες εις την τράπεζαν, ο Ελευθέριος, όστις μόνος έτρωγε την συνήθη του τροφήν, άρτον ξηρόν μεθ’ ύδατος, εν ω οι λοιποί έτρωγον τα τυχόντα φαγητά, ήρχισε να κλαίη και να στενάζη, ερωτηθείς δε διατί έκλαιε, δεν είπε τότε εις αυτούς την αιτίαν, αλλ’ εξηκολούθει να κλαίη απαρηγόρητα μέχρι σημείου ώστε μετέβαλε την τράπεζαν εις σκηνήν θρηνωδίας και λύπης, φέρων ούτω πολλήν απορίαν και σύγχυσιν εις τους ορώντας αδελφούς. Η δε θλίψις και τα δάκρυα και η συνοχή της καρδίας του δεν ήσαν δι’ άλλο τι, ει μη μόνον διότι ενεθυμήθη το ίδιόν του παράπτωμα, το της εξωμοσίας. Και επληρούτο το του Δαβίδ· «Επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου από φωνής του στεναγμού μου» (Ψαλμ. ρα:5-6). Τοιαύτα δάκρυα και κοπετός εγένοντο ποτέ και παρά του ιερού Αυγουστίνου, αναλογιζομένου την προτέραν του ζωήν, καθώς διηγείται η κατ’ αυτόν ιστορία. Άλλοτε πάλιν ο Πνευματικός Πατήρ του Αγίου παρετήρησεν αυτόν εκτείνοντα πολλάκις τον λαιμόν του εις τα έμπροσθεν, γονατίζοντα και τας χείρας του εις τα όπισθεν βάλλοντα και άλλα τοιαύτα σχήματα ποιούντα. Ηρώτησε τότε αυτόν τι εσήμαινον τα τοιαύτα κινήματα και εκείνος απεκρίθη· «Γυμνάζομαι, Πάτερ, εις την σφαγήν». Ταύτα ακούσας ο Πνευματικός του Πατήρ εθαύμασε μεν, ώρισεν όμως εις αυτόν να μη το επαναλάβη. Ούτω λοιπόν διάγων ο Ελευθέριος και διατρέχων την οδόν της ασκήσεως και το Μαρτύριον αείποτε αναπολών, νύκτα τινά είδε καθ’ ύπνον, ότι ευρέθη έξω της καλύβης και εκεί περιεχύθη αίφνης όλος από φως απερίγραπτον, εκπεμπόμενον από Σταυρόν, ο οποίος εφαίνετο εις το ανατολικόν μέρος του ουρανού, εσχηματισμένος από αστέρας λαμπροτάτους. Ο Ελευθέριος έμεινε τότε εκστατικός και έχαιρε θαυμάζων την τοσαύτην λαμπρότητα του Σταυρού και του φωτός εκείνου, το οποίον εκείθεν εφαίνετο εκπεμπόμενον. Συγχρόνως δε ήκουσε φωνήν μεγάλην, δια της οποίας ωραίος τις νέος ευρεθείς εκεί πλησίον ωμίλει προς αυτόν, λέγων· «Ούτος είναι, Ελευθέριε, ο Σταυρός με του οποίου την δύναμιν ενίκησε τους εχθρούς του ο πρώτος των Χριστιανών βασιλεύς Κωνσταντίνος. Τούτον και συ λαβών, τρέχε την οδόν σου». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ελευθέριος εξύπνησε πάραυτα και πεσών πρηνής εδόξασε τον Θεόν μετά πολλών δακρύων, ευχαριστών. Τούτο ήτο το πρώτον βεβαιότατον σημείον το δηλούν την μετά ταύτα άθλησίν του, μολονότι εκ ταπεινοφροσύνης το διετήρησε μυστικόν μέχρι της αναχωρήσεώς του, ότε διηγήθη τούτο προς ημάς ομού με άλλο εν χαριέστατον και θαυμασιώτερον, ως προχωρών ο λόγος θέλει αποδείξει. Όθεν πυρωθείς την καρδίαν ο Ελευθέριος, εζήτει πάλιν την ευλογίαν και την ευχήν της εντεύθεν αναχωρήσεώς του και βλέπων όλους ημάς ακαταπείστους και ανενδότους ως προς τούτο, έμεινεν εν στενοχωρία και λυπούμενος. Τέλος δε, αποβαλών ολίγον την συστολήν, μετά μεγάλης επιμονής εζήτει την ευλογίαν την οποίαν εκόντες άκοντες εδώκαμεν εις αυτόν. Τότε εγένετο Μοναχός Μεγαλόσχημος και μετωνομάσθη Ευθύμιος. Ημέραν δε τινά, ενώ ο Ακάκιος διηγείτο την εις ουρανούς δόξαν και παρρησίαν, παρεκάλει τον Ευθύμιον, ίνα δέηται του Θεού μέχρι της μαρτυρικής αυτού τελειώσεως, όπως παραλάβη και αυτόν ο Κύριος εις τους ουρανούς μετά της ιδικής του συνοδείας, όσον το δυνατόν συντομώτερον. Ο δε Ευθύμιος, πρώτον μεν, ταπεινοφρονών, αντέτεινεν εις το λεγόμενον, λέγων εαυτόν ανάξιον τοιαύτης παρρησίας· κατόπιν όμως, βιαζόμενος παρά του Ακακίου, είπε προς τούτον· «Δεν είναι θέλημα Θεού να αναχωρήσης ακόμη από την παρούσαν ζωήν, διότι μέλλει να έλθη μετ’ εμέ και άλλος αδελφός, τον οποίον παρακαλώ, ίνα αγαπάς και επιμελήσαι ως και εμέ, διότι θα ακολουθήση και αυτός την ιδίαν οδόν του Μαρτυρίου». Τούτο ήτο σαφεστάτη πρόρρησις και προφητεία του Ευθυμίου περί του Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, όστις κατόπιν και εμαρτύρησε, καθώς εις το εκείνου Μαρτύριον θέλομεν διηγηθή. Άλλοτε πάλιν, ιδών ο Ακάκιος εις το κελλίον του κατάστιχόν τι, εις το οποίον ήσαν γεγραμμένοι αριθμοί, πέντε χιλιάδες, δύο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες, και έτεροι άλλοι, τον ηρώτησε τι ήσαν εκείνοι οι αριθμοί, ο δε Ευθύμιος απεκρίθη· «Πάτερ ευλόγησον· επειδή ημείς μέλλομεν να αναχωρήσωμεν και εις την θάλασσαν δεν δύναμαι να τελέσω τον διατεταγμένον κανόνα μου, δια τούτο διπλασιάζω αυτόν τώρα, ίνα μη κατακριθώ ως οκνηρός δούλος». Εύγε της ακριβείας σου εις τον μαναδικόν κανόνα σου, Ευθύμιε, τον οποίον δεν ήθελες να ελαττώσης, μολονότι ητοιμάζεσο δια σφαγήν υπέρ της αγάπης του Χριστού! Αυτά λοιπόν τα κατορθώματα, καθώς και ο μελετώμενος ωραίος δρόμος του Μαρτυρίου, τόσον ελύπησαν τον σατανάν, ώστε εμόχθει, ο μισόκαλος, ίνα δειλιάση τον Αθλητήν και εμποδίση αυτόν από το Μαρτύριον. Όθεν νύκτα τινά παρουσίασεν εις αυτόν την εξής φαντασίαν. Είδε καθ’ ύπνον ότι συνήχθη πλήθος δυσειδεστάτων Αιθιόπων, οι οποίοι αρχίσαντες πρώτον θρήνον αλλόκοτον αναμεταξύ των, ήναψαν κατόπιν μεγάλην πυράν και έλεγον δεικνύοντες τον Άγιον· «Ίδε ο άνθρωπος, όστις θέλει να μαρτυρήση και δεν στοχάζεται, ότι ημείς μέλλομεν να τον νικήσωμεν· ας τον ρίψωμεν λοιπόν εις την πυράν αυτήν να τον καύσωμεν, δια να ίδωμεν αν υπομείνη το Μαρτύριον». Επεχείρουν δε οι κατάρατοι να τον ρίψωσι μέσα εις το πυρ. Έντρομος δε γενόμενος ο Ευθύμιος επεκαλείτο την Θείαν βοήθειαν με μεγάλας φωνάς, από τας οποίας εξύπνησε και ούτως ελυτρώθη από την σατανικήν ενόχλησιν διαλύσας ως ιστόν αράχνης τας φαντασίας των δαιμόνων. Ούτω του Αγίου πολιτευομένου, ήλθεν επί τέλους και ο ωρισμένος καιρός της αναχωρήσεώς του και της προς άθλησιν του Μαρτυρίου εκκινήσεως. Κατήλθε τότε εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων προς τον εξάδελφόν του Ονούφριον και εισήλθε μετ’ αυτού εις τον Ιερόν Ναόν της Θεοτόκου της Πορταϊτίσσης. Εκεί οδηγήσας ο Ονούφριος τον Ευθύμιον πλησίον της θαυματουργού Εικόνος της Θεομήτορος, είπε προς Αυτήν μετά δακρύων· «Εις χείρας Σου παρατίθημι, Δέσποινα, τον Ευθύμιον τούτον· ενίσχυσον αυτόν εις τον κατά των αοράτων εχθρών πόλεμον και παρουσίασον αυτόν εις τον Υιόν Σου και Θεόν ημών θύμα τέλειον και ευάρεστον». Τότε λοιπόν διηγήθη εις ημάς ο Ευθύμιος το όραμα εκείνο το οποίον υπεσχέθημεν ανωτέρω να διηγηθώμεν, λέγων· «Είδον και ιδού εφάνη θρόνος υψηλός και επηρμένος, κύκλω του οποίου παρίστατο αναρίθμητος πληθύς στρατιωτών και δούλων. Εκάθητο δε επ’ αυτού μετά μεγάλης παρατάξεως και δόξης θαυμασία και ωραία γυνή, την οποίαν δύναταί τις να ονομάση Βασίλισσαν. Ηπλώθη δε λόγος εις το πλήθος, ότι η γυνή αύτη είναι η Παναγία. Όθεν έκαστος των παρισταμένων εποίει σχήμα προσκυνήσεως και ανεχώρει. Τότε και εγώ, μέλλων να προχωρήσω, αφ’ ενός μεν ίνα πλησιάσω την Παναγίαν, αφ’ ετέρου δε, ίνα την προσκυνήσω ως χρεώστης, καθώς και όλοι οι άλλοι, ήλθον μετά φόβου μεγάλου και συστολής και προσεγγίσας περισσότερον των άλλων, δια να λάβω περισσοτέραν χάριν, επροσκύνησα. Η δε Θεοτόκος έθηκε την ιδίαν Αυτής χείρα εις την κεφαλήν μου και τρόπον τινά εκράτησεν αυτήν· εγώ δε από την αίσθησιν της θείας ταύτης χειρός εξύπνησα, μείνας άφωνος και εκστατικός. Κατόπιν ησθάνθην άφατον χαράν και περιελούσθην από άφθονα δάκρυα». Παράδοξα μεν, αδελφοί, είναι τα λεγόμενα, αλλά χαριέστατα γνωρίσματα της περί τον Ευθύμιον προστασίας της Θεοτόκου. Κατ’ αυτήν λοιπόν την περιπόθητον και μακαρίαν ώραν της αφ’ ημών αναχωρήσεώς του, εξελθόντες πολλοί Πατέρες ηκολούθησαν αυτόν εις αρκετήν απόστασιν κατευοδούντες και αποχαιρετώντες αυτόν. Εις δε από τους Πατέρας αυτούς επιστρέψας είπεν· «Αδελφοί, σας πληροφορώ, ότι ο αδελφός Ευθύμιος μέλλει να τελειώση καλώς το Μαρτύριον». Οι δε άλλοι τον ηρώτησαν· «Πόθεν το γνωρίζεις»; Εκείνος δε απεκρίθη· «Όταν επλησίασα να τον ασπασθώ, ωσφράνθην ευωδίαν άρρητον απ’ αυτού εξερχομένην, την οποίαν δεν δύναμαι να παρομοιάσω με κανέν μύρον. Εκ τούτου συμπεραίνω, ότι ο δρόμος του αδελφού είναι κατά Θεόν». Ημείς δε, ακούσαντες το τοιούτον, επάθομεν ανθρώπινον τι και αμφεβάλλομεν. Ότε δε ιδιαιτέρως εξητάσαμεν τον αδελφόν εκείνον, μας επληροφόρησεν εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, ότι λέγει αλήθειαν. Εμνήσθημεν τότε σοφού Πατρός λέγοντος, ότι τα σώματα των Αγίων και μάλιστα των Μαρτύρων, ως έχοντα προ της τελειώσεως αυτών ένοικον την Χάριν και τον αγιασμόν του Αγίου Πνεύματος ευωδιάζουσιν όπως και μετά θάνατον τα οστά και τα Λείψανα αυτών. Όθεν πεισθέντες απεμακρύναμεν την απορίαν και την απιστίαν ημών συλλογισθέντες ότι, εάν και μετά θάνατον, αφού εξέλθη η ψυχή, ευωδιάζη το άψυχον σώμα, πολλώ μάλλον ευωδιάζει όταν μάλιστα μετ’ αυτού είναι και η ψυχή, ήτις είναι το αληθές κατοικητήριον και η ανάπαυσις του Παναγίου Πνεύματος. Ανεχώρησε λοιπόν εντεύθεν ο Ευθύμιος κατά την ιθ΄ (19) Φεβρουαρίου έχων συνοδίτην αυτού ένα εκ των υποτακτικών του προαναφερθέντος Πνευματικού Πατρός Νικηφόρου, Γρηγόριον ονομαζόμενον, τον οποίον δια παρακλήσεως του Ονουφρίου απέστειλε μετ’ αυτού. Μετά δε από πολλάς και μεγάλας τρικυμίας και αρκετούς κινδύνους, τους οποίους, εκ συνεργείας του πονηρού, εδοκίμασαν εις την θάλασσαν, έφθασαν εις την Καλλίπολιν την β΄ (2αν) του Μαρτίου. Εις την πόλιν αυτήν εύρεν ο Ευθύμιος τρεις Τούρκους αξιωματικούς, οίτινες ευρίσκοντο εκεί ομού με πλήθος Τούρκων στρατιωτών. Γνωρίσας δε τινάς από τους ανθρώπους του Ραϊς Εφένδη, κινούμενος υπό της πολλής προθυμίας την οποίαν είχεν ίνα τελειώση τάχιον τον αγώνα του Μαρτυρίου, έλεγεν εις τον Γρηγόριον· «Ιδού, Πάτερ, είναι και εδώ Τούρκοι· τι με εμποδίζει να παρουσιασθώ τώρα; Ας τελειώσω εδώ τον αγώνα μου». Ω γνώμης θεοφιλούς! Ω αγάπης διαπύρου προς τον Χριστόν! «Ιδού, έλεγε, και εδώ Τούρκοι· τι το κωλύον ίνα λάβω τον ποθούμενον υπέρ Χριστού θάνατον»; Και τούτο μεν εζήτει ο Ευθύμιος· δεν εφάνη όμως εύλογον εις τον Γρηγόριον, επειδή ήτο τότε εκεί πλήθος αγρίων πολεμιστών, ως είπομεν, και ήτο ενδεχόμενον να συμβή κακόν και εις τους συντρόφους των. Ποιήσαντες δε μόνον ευχέλαιον, εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Κατά την θ΄ (9ην) του ιδίου μηνός εκκινήσαντες ήλθον εις Αρτάκην, όπου ακούσαντες και τον Ακάθιστον ύμνον της Θεοτόκου, εκοινώνησαν πάλιν των Αχράντων Μυστηρίων. Επειδή δε εχρονοτρίβουν εκεί, έλεγεν ο Ευθύμιος· «Ιδού αι ημέραι παρέρχονται και η προφητεία σου, Πάτερ, δεν λαμβάνει τέλος». Διότι, ότε ήσαν εις Καλλίπολιν, ηρώτα συνεχώς πότε έμελλε να αξιωθή του μακαρίου τέλους· ο δε Γρηγόριος στενοχωρηθείς από τας πυκνάς ερωτήσεις είπε προς αυτόν· «Κατά την Κυριακήν των Βαϊων», όπερ και πράγματι εγένετο κατόπιν, Θεία ευδοκία. Εκ της Αρτάκης πλεύσαντες ήλθον εις τον Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Πέμπτην της έκτης εβδομάδος των Αγίων Νηστειών, ήτις ήτο την ιθ΄ (19ην) του Μαρτίου και έμειναν εις την οικίαν ευλογημένου τινός Χριστιανού, Γρηγορίου καλουμένου, όστις τους υπεδέχθη ως ανθρώπους Θεού και τους έκαμε μεγάλην περιποίησιν. Ήτο δε θαύμα παράδοξον, έλεγεν εις ημάς ο συνοδίτης του Γρηγόριος, να βλέπη τις τότε τον Ευθύμιον πότε μεν να φροντίζη, να μεριμνά, να στοχάζηται και να μελετά πως και με ποίον τρόπον να παρουσιασθή εις τους αθέους τυράννους, άλλοτε δε να αφαρπάζεται ως να ήτο εις έκστασιν εκ της σκέψεως των ανεκλαλήτων αγαθών της ουρανίου μακαριότητος και να φαντάζεται τους άθλους, τα μαρτυρικά βραβεία και τους μαρτυρικούς στεφάνους· έπειτα να σκιρτά και να αγάλλεται, διότι έφθασεν η ώρα να παρουσιασθή εις τους ανόμους προστάτας της ασεβείας, προ των οποίων θα ωμολόγει με παρρησίαν τον μεν Χριστόν Θεόν αληθινόν, εαυτόν δε Χριστιανόν και δούλον Χριστού δια την αγάπην του οποίου θα απέθνησκεν, άλλοτε δε πάλιν να λέγη με αγωνίαν εις τον ίδιον Γρηγόριον· «Ιδού αι ημέραι παρέρχονται και η προφητεία σου, Πάτερ, δεν λαμβάνει πέρας». Το δε επίσης παράδοξον, μετά ταύτα να δεικνύη βαθυτάτην συντριβήν της καρδίας και άκραν ταπείνωσιν φρονήματος, αναλογιζόμενος το μέγα παράπτωμα της αρνήσεώς του και το απέραντον της αιωνίου κολάσεως. Άλλοτε πάλιν, φιλοσοφών ο αείμνηστος, έλεγε προς τον Γρηγόριον· «Πως άραγε διαχωρίζεται η ψυχή εκ του σώματος και απέρχεται προς τα ουράνια, Πάτερ, και πως βλέπει τον Κριτήν των απάντων Θεόν και την Παναγίαν Θεοτόκον με όλην την δόξαν της; Άραγε, Πάτερ μου, μέλλει να ίδη και εμέ ο Δεσπότης Χριστός και η πανάχραντος Μήτηρ αυτού με ιλαρόν βλέμμα»; Ας παραδράμωμεν όμως τα πολλά δια το σύντομον του λόγου και ας είπωμεν με ένα λόγον ότι ο Ευθύμιος δεν ήτο πλέον δια τον παρόντα ψευδή και πλάνον κόσμον, ούτε ο κόσμος ήτο άξιος να έχη τοιούτον θερμότατον εραστήν του Χριστού, όστις έσπευδεν ήδη να φθάση το συντομώτερον εις αυτό το τέλειον αγαθόν, τον Χριστόν, την αληθή ευδαιμονίαν και μακαριότητα. Απελθόντες μετά ταύτα εις τον εκείσε Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου της καλουμένης Καφατιανής, εποίησαν ευχέλαιον και εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων το Σάββατον του Αγίου Λαζάρου. Την δε ερχομένην ημέραν, ήτις ήτο η υπέρλαμπρος Βαϊοφόρος Κυριακή, απελθόντες εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και ακούσαντες την θείαν Λειτουργίαν, εκοινώνησαν πάλιν των Αχράντων Μυστηρίων. Την ημέραν εκείνην έγραψεν ο Ευθύμιος προς ημάς ιδιοχείρως εξ επιστολάς πλήρεις νοημάτων Ευαγγελικών και μαρτυρικής γενναιότητος. Κατελθόντες έπειτα εις τον αιγιαλόν εύρον πλοίαρχον τινά εκ Κεφαλληνίας, Ιωάννην Τζάνε καλούμενον, όστις υποδεχθείς αυτούς με ιλαρότητα και ευμένειαν, τους προσέφερε καφέν, λαβών δε τούτον ο Ευθύμιος δεν έπιεν, αλλ’ είπε· «Τούτο, αδελφοί, δι’ εμέ είναι τύπος του ποτηρίου του θανάτου και είθε ο Πανάγαθος Θεός υμάς μεν να αξιώση της ουρανίου Βασιλείας, εμέ δε να ενδυναμώση ίνα υποφέρω επερχόμενα βασανιστήρια». Τούτο δε ειπών αφήκε τον καφέν, οι δε παρεστώτες εδάκρυσαν. Εγερθείς έπειτα ταχέως ο αείμνηστος, εξεδύθη τα μοναχικά ενδύματα, τα οποία εφόρει, και ενεδύθη τα τουρκικά, άτινα του είχον προετοιμάσει. Τότε και τις φιλόχριστος Χριστιανός εκ των παρευρεθέντων, Ιωάννης ονομαζόμενος, έδωκεν εις τον Ευθύμιον εν μεταξωτόν υποκάμισον και είπε προς αυτόν· «Λάβε τούτο, Άγιε του Θεού, να το φορέσης και δεν θέλω να μου το επιστρέψης πλέον, παρά μόνον κατά την ώραν του θανάτου σου». Ω πίσρεως και ευλαβείας του φιλοχρίστου εκείνου ανδρός! Ούτω λοιπόν ενδυθείς ο ευλογημένος Ευθύμιος τα των ασεβών ενδύματα, εφαίνετο ως άλλος τις στρατιώτης εύζωνος, όλως φαιδρός και χαίρων και βαλών μετάνοιαν εις τον συνοδίτην του Γρηγόριον, είπεν· «Ευλόγησον, Πάτερ, τον δούλον και αδελφόν σου και ο Θεός, Πάτερ, να σου ανταποδώση τους μισθούς των ευεργεσιών, τας οποίας εκάμετε εις εμέ τον ανάξιον και να σας ανταμείψη δι’ ουρανίων δωρημάτων δια τους κόπους υμών». Τότε ο Γρηγόριος, συντριβείς την καρδίαν, έχυσε ποταμόν δακρύων δια τον αποχωρισμόν του. Ο δε μακάριος Ευθύμιος του είπε· «Μη λυπείσαι, Πάτερ, κάμνων ούτω να λυπήται και η εμή καρδία, αλλά παρακάλει τον Θεόν να νικήσω τον εχθρόν διάβολον και να τελειώσω ανδρείως τον αγώνα του Μαρτυρίου, τον οποίον, όταν ακούσης, χαίρε πλέον και ευφραίνου η οσιότης σου και πας πιστός, ότι χαρά γίνεται εν τω ουρανώ δι’ ένα αμαρτωλόν μετανοούντα». Ούτως έπραξεν ο αείμνηστος Ευθύμιος και κατόπιν αντήλλαξε τον τελευταίον ασπασμόν μετά του συνοδίτου του Γρηγορίου και όλων των παρευρεθέντων εκεί Χριστιανών, οίτινες ίσταντο ασκεπείς και έντρομοι θαυμάζοντες την τοσαύτην ανδρείαν και γενναιότητα του Ευθυμίου. Έπειτα χρισθείς με άγιον έλαιον εκ της κανδήλας της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης εις όλους τους αρμούς και τα μέλη του και λαβών τον Σταυρόν εις τας χείρας του και τα βαϊα, τα οποία είχε λάβει εις την Εκκλησίαν του Αγίου Ιωάννου, όπου, ως είπομεν, ήκουσαν την θείαν Λειτουργίαν και εξοπλισθείς με τοιαύτα αήττητα όπλα εξήλθεν εκ του πλοίου και διεπέρασε με ακάτιον εις το Βυζάντιον και με φρόνημα γενναίον έδραμεν, ως άδουσα νύμφη, ίνα εύρη τον μυστικόν γλυκύτατον Νυμφίον, τον οποίον, καθώς επίστευεν, αλλαχού δεν ηδύνατο να εύρη ειμή μόνον εις τας αυλάς των τυράννων και ηγεμόνων. Σπεύδων δε να φθάση εις αυτάς, έλεγε καθ’ οδόν· «Δέσποτα Ιησού Χριστέ, όστις κατά την σωματικήν προς ημάς παρουσίαν σου δεν απεστράφης τα μύρα της φιλοθέου πόρνης, αυτός, Δέσποτα, μη βδελύξη και εμέ τον αμαρτωλόν· και δέξαι εξ εμού ουχί μύρα, αλλ’ αυτό το αίμα μου, το οποίον τρέχω τώρα να χύσω δια την αγάπην Σου· και καθώς εις την πόρνην εκείνην διηυκόλυνας την είσοδον εις την οικίαν Σίμωνος του λεπρού, ούτω, Δέσποτα, ευκόλυνον και εις εμέ την είσοδον εις τας αυλάς και τους οίκους των αθέων τυράννων Αγαρηνών, ίνα κηρύξω το όνομά Σου το Άγιον και καταισχύνω τον απατήσαντά με διάβολον και την λεπρώδη αυτών των αθέων θρησκείαν». Ταύτα έλεγε μετά δακρύων και πόνου καρδίας, ικετεύων την πανάχραντον Δέσποιναν, ίνα παρασταθή εις αυτόν ως βοηθός απροσμάχητος. Έφθασε τέλος πάντων εις την υψηλήν θύραν του κριτού της ανομίας και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εισήλθεν αφόβως και υπό μηδενός εμποδισθείς, επροχώρησε και ήλθεν εις αυτόν τον επίτροπον των Αγαρηνών, τον παρ’ αυτών λεγόμενον Βεζύρην, Ρουσούτ πασάν καλούμενον, παρακαθήμενον τότε δια τινας κατεπειγούσας του βασιλείου υποθέσεις μετά πολλών άλλων επισήμων και χωρίς την παραμικράν συστολήν ή φόβον είπε προς αυτόν· «Εγώ, ω ηγεμών, ήμην Χριστιανός εκ προγόνων· ταύτα δε τα ενδύματα, τα οποία φορώ, τα έδωκες συ εις εμέ. Δια να βεβαιωθής δε ότι είμαι Χριστιανός, ιδού ο Σταυρός, όστις είναι σημείον, ότι μία είναι η αληθινή Πίστις, η Πίστις των Χριστιανών· ιδού και τα βαϊα, τα οποία είναι και αυτά σύμβολα Χριστιανικά· ίνα δε βεβαιωθής ακόμη περισσότερον, ιδού καταπατώ και το σημείον της ανόμου και αθέου θρησκείας σου». Ομού δε με τον λόγον εκβαλών από την κεφαλήν του το πράσινον σαρίκιον και ρίψας αυτό κατά γης το κατεπάτησε, λέγων· «Αναθεματίζω τον αντίχριστον Μωάμεθ, τον ψευδοπροφήτην σας». Ταύτα βλέπων και ακούων ο βεζύρης έμεινεν έκπληκτος, διότι έβλεπεν ένα εικοσαετή νέον να παρουσιάζεται ενώπιόν του με τόσον θάρρος και να υβρίζη την θρησκείαν του με τόσην τόλμην, να ονομάζη δε τον προφήτην του αντίχριστον. Επέπληξε τότε μετ’ οργής τους παρισταμένους υπηρέτας, διότι άφησαν να φθάση μέχρις αυτού τοιούτος άνθρωπος· επρόσταξε δε τον πρώτον των υπηρετών του να εξετάση μήπως ο νέος ήτο μεθυσμένος ή τρελλός. Αλλ’ ο Μάρτυς είπεν· «Όχι, πολύ καλά έχω εις τας φρένας μου και δια τούτο ομολογώ τον Ιησούν Χριστόν μου Θεόν αληθινόν και ποιητήν του παντός· ομολογώ δε και εμαυτόν Χριστιανόν και θέλω να αποθάνω δια την αγάπην του Χριστού και Θεού μου». Λέγει τότε προς τον Μάρτυρα ο Βεζύρης· «Είσαι μεθυσμένος». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όχι». Τότε ο βεζύρης επρόσταξε να ρίψωσι τον Μάρτυρα εις την φυλακήν. Παραλαβόντες λοιπόν τον Άγιον οι υπηρέται του ασεβούς έρριψαν αυτόν εις σκοτεινήν τινά φυλακήν και έκλεισαν τους πόδας του εις το ξύλον της ποδοκάκης, δέσαντες δύο αλύσεις, μίαν εις τας χείρας και άλλην εις τους πόδας. Μετά μίαν ώραν εκάλεσε και πάλιν αυτόν ο κριτής εις δευτέραν εξέτασιν. Όταν δε παρουσιάσθη ο Μάρτυς, ηρώτησεν αυτόν ο βεζύρης λέγων· «Ήλθες εις τον εαυτόν σου, ή μένεις ακόμη εις την προτέραν σου πλάνην»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ σου είπον, ω ηγεμών, ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός γονέων υιός, πιστεύων τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, όστις έγινε άνθρωπος δια την σωτηρίαν ημών των ανθρώπων και όστις μέλλει πάλιν να έλθη, ίνα κρίνη τους ανθρώπους και αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα αυτού». Τότε ο βεζύρης είπεν· «Άφες αυτάς τας ματαιολογίας και ελθέ εις την πίστιν ημών, εις την οποίαν ήσο και πρότερον, δια να λάβης απ’ εμού μεγάλας τιμάς και πλούτη». Ο Μάρτυς όμως απήντησε· «Μη γένοιτο, ηγεμών, να αρνηθώ εγώ τον αληθινόν Θεόν, τον γλυκύτατόν μοι Ιησούν και να έλθω εις την ιδικήν σας πίστιν, ήτις δεν είναι άλλο τι, ει μη μυθολογίαι και ατοπήματα, τα οποία σας τα εδίδαξεν εκείνος ο αντίχριστος Μωάμεθ». Τότε ο βεζύρης είπε με αυστηρότητα· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θέλω δώσει εις σε μεγάλας τιμωρίας». Αλλ’ ο Μάρτυς επανέλαβε με εντονωτέραν φωνήν· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθώ, ούτε με λόγον ούτε με έργον, έστω και αν είναι ανάγκη να υποστώ τας σκληροτέρας βασάνους». Επρόσταξε τότε ο βεζύρης να θέσωσιν εις την κεφαλήν του Μάρτυρος το σαρίκιον, το οποίον πρότερον είχε ρίψει εις την γην και το είχε καταπατήσει. Ο δε Μάρτυς χωρίς να είπη τίποτε εστάθη και του το εφόρεσαν. Έπειτα λαβών αυτό ευθύς το έσχισεν εις δύο και το έρριψε προ του βεζύρη λέγων· «Λάβε, άνθρωπε, το ιδικόν σου και άφες εμέ να έχω το ιδικόν μου». Τότε εθυμώθη ο βεζύρης και επρόσταξε να κλείσωσι πάλιν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν και να τον δείρωσι σκληρότατα. Ήρπασαν λοιπόν οι θηριώδεις εκείνοι άνθρωποι με ορμήν αυτόν και δείραντες ανηλεώς τον έρριψαν εις την φυλακήν, συναχθέντες δε εκεί ως κόρακες εις πτώμα, άλλοι μεν τον ηπείλουν, άλλοι δε τον εκολάκευον, υποσχόμενοι εις αυτόν όλα τα αγαθά της παρούσης ματαίας ζωής. Και αυτός ο βεζύρης του υπέσχετο να του δώση ό,τι επεθύμει, αν ήθελεν αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε γενναίος του Χριστού Αθλητής έδιδεν αναλόγους αποκρίσεις αρμοδίας εις έκαστον. Μετά τρεις ώρας ωδηγήθη και πάλιν ο Μάρτυς εις εξέτασιν. Λέγει τότε προς αυτόν ο κριτής· «Ήλθες εις μεταμέλειαν, ή μένεις ακόμη εις το πείσμα σου»; Αλλ’ ο Μάρτυς απεκρίθη με φωνήν λαμπράν· «Μία είναι, ω ηγεμών, η αληθινή Πίστις, η Πίστις των Χριστιανών και εις ο αληθής Θεός, ο τρισυπόστατος Θεός, ο υπό πάσης της κτίσεως λατρευόμενος και υμνούμενος, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, η μία και αδιαίρετος φύσις της Θεότητος, εις της οποίας το όνομα εβαπτίσθην και έγινα υιός Θεού κατά χάριν· πως λοιπόν να πιστεύσω εις αυτόν τον ψευδοπροφήτην σας Μωάμεθ, τον αντίχριστον»; Εύγε της ελευθεροστομίας σου γενναίε του Χριστού αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας της επαξίου ουρανίων επαίνων! Πράγματι αδελφοί, κατά τον Σολομώντα, «ώσπερ λέων πέποιθε» (Παρ. κη:1 ). Τούτους λοιπόν τους λόγους ως ήκουσεν ο της ασεβείας προστάτης, ηλλοιώθη όλος από τον θυμόν, μη δυνάμενος δε να υποφέρη την τόσην παρρησίαν και τόλμην του Μάρτυρος και απελπισθείς τελείως από το ακατάπειστον και αμετάβλητον της γνώμης του, ώρισεν ίνα λάβη τον δια ξίφους θάνατον. Παρέλαβε λοιπόν αυτόν ο δήμιος και όταν ηθέλησε να δέση τας χείρας του όπισθεν, ημποδίσθη από τον Μάρτυρα, όστις είπε προς αυτόν· «Διατί θέλεις να μου δέσης τας χείρας, αφού ήλθον εδώ αυτόκλητος; Δια τούτο εδέθη ο Χριστός μου από τους παρανόμους Εβραίους κατ’ αυτάς τας αγίας ημέρας, δια να με λύση από τας αμαρτίας και να σπεύδω εγώ, χωρίς δεσμά, εις τον θάνατον δια την αγάπην Του». Ηπόρησε τότε ο δήμιος εκ των λόγων τούτων και αφήκεν αυτόν λυτόν. Εξήλθε λοιπόν ο αριστεύς από το άδικον και άθεον εκείνο κριτήριον, θαύμα εξαίσιον· διότι, όχι μόνον δεν εδείκνυεν ουδέν σημείον δειλίας ή φόβου θανάτου εις το πρόσωπον, αλλά μάλιστα αντιθέτως όλος φαιδρός και χαρούμενος εφαίνετο. Τούτο δε όχι μόνον οι ομόπιστοι Χριστιανοί διηγούντο, αλλά και αυτοί οι εχθροί της αμωμήτου ημών Πίστεως εμαρτύρησαν. Εκράτει δε ο Μάρτυς εις μεν την δεξιάν του χείρα τον Σταυρόν, εις δε την αριστεράν είχε τα βαϊα. Πορευόμενος δε εφαίνετο, ότι όχι εις θάνατον απήρχετο, αλλ’ εις νυμφικόν θάλαμον. Συνέρρεε δε και πλήθος Χριστιανών προς τους οποίους ο Μάρτυς έδιδε και ελάμβανε συγχώρησιν. Ο δε συνοδίτης του Μάρτυρος Γρηγόριος, ότε απεχωρίσθη απ’ αυτού, από το πλοίον, με λύπην, ως είπομεν, ανείκαστον, καθώς αποχωρίζεται η φιλόπαις μήτηρ του τέκνου της εν καιρώ αιχμαλωσίας και διαρπαγής, επέστρεψεν εκεί όπου παρέμενε. Μετά δε τρεις ώρας (διότι τοιαύτη ήτο η επιθυμία του Μάρτυρος, να επιστρέψη δηλαδή εις τον οίκον εκείνον και να προσεύχηται υπέρ αυτού προς τον Θεόν τρεις ολοκλήρους ώρας, κατόπιν δε να εξέλθη να εξετάση τι έγινεν), απέστειλε φιλόχριστον τινά Χριστιανόν, ίνα πληροφορηθή περί του Μάρτυρος. Μεταβάς δε εκείνος όπου εστάλη, είδε τον Αθλητήν του Χριστού ερχόμενον ομού με τους δημίους, οίτινες φθάσαντες εις τον ωρισμένον τόπον εστάθησαν. Εστάθη δε και ο Μάρτυς κατ’ Ανατολάς και εκτείνας τας χείρας προς τον ουρανόν ηύξατο ειπών· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ μου, ότι με ηξίωσας να λάβω θάνατον δια Σε και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην Σου· αλλ’ αξίωσόν με, δέομαί Σου, να νικήσω μέχρι τέλους τον πονηρόν διάβολον και να έλθω προς Σε μετά χαράς. Ειρήνευσον, Δέσποτα, τον κόσμον Σου και κράτυνον την Ορθοδοξίαν μέχρι τέλους. Μνήσθητι των γονέων, συγγενών και φίλων μου και παντός του Ορθοδόξου πληρώματος και χάρισαι αυτοίς πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα και την ουράνιον Βασιλείαν Σου». Ταύτα ειπών ο Μάρτυς και ποιήσας το σημείον του Σταυρού ησπάσθη τον Σταυρόν, τον οποίον εκράτει εις τας χείρας του, γεμάτος από φαιδρότητα και θεοχαρίτωτος, αφ’ εαυτού, χωρίς προσταγήν, εγονάτισε κλίνας μόνος την κεφαλήν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Ελθών δε ο δήμιος και κτυπήσας άπαξ, δεν απέκοψε την κεφαλήν. Ο δε Μάρτυς, ω της θαυμασίας σου γενναιότητος λαμπρότατε του Χριστού Αθλητά Ευθύμιε, είπεν εις τον δήμιον· «Κτύπα καλά». Και πάλιν εκτύπησεν ο δήμιος εκ δευτέρου, όμως μέρος μόνον της σαρκός απέκοψεν. Εκμανείς τότε ο αλιτήριος ήρπασε τον Μάρτυρα από τας τρίχας της κεφαλής και έσφαξεν αυτόν από τον λαιμόν, ως πρόβατον, δια να πληρωθή η προφητεία του Μάρτυρος, ειπόντος, ότι «ως πρόβατον μέλλουν να με σφάξωσι». Και ούτως ο γενναίος, αήττητος και πανεύφημος Ευθύμιος έτυχε του ποθουμένου Μαρτυρίου και μακαρίου τέλους κατά την κβ΄ (22αν) του μηνός Μαρτίου, Κυριακήν των Βαϊων και ώραν έκτην της ημέρας. Ύμνησαν τότε Άγγελοι τον ισάγγελον, εκρότησαν Μάρτυρες τον συμμάρτυρα, ευφήμησαν Όσιοι τον Όσιον· υπεδέξαντο ουράνια σκηνώματα τον ουρανόφρονα και στέφη άφθαρτα κατέστεψαν την παναοίδιμον και ιεράν εκείνην κεφαλήν του καλλινίκου Οσιομάρτυρος Αγίου Ευθυμίου. Αλλά τις δύναται να διηγηθή πλήρως την χαράν του φιλοχρίστου λαού της Κωνσταντινουπόλεως και την ευφροσύνην την οποίαν έδειξαν, ότε είδον και ήκουσαν, ότι ο Αθλητής εσάλπισε τα νικητήρια; Πλήθη ανδρών και γυναικών εσκίρτησαν και πάντες ομοφώνως εδόξασαν τον Θεόν. Το δε αθλητικόν σώμα του Μάρτυρος ίστατο εις τα γόνατα, χωρίς να πέση κάτω, προς θαυμασμόν των ορώντων. Ίνα δε μη καταισχύνωνται περισσότερον οι εναντίοι, ώθησαν αυτό ρίψαντες χαμαί. Ο δε φιλόχριστος εκείνος Χριστιανός, τον οποίον είχεν αποστείλει ο συνοδίτης του Μάρτυρος Γρηγόριος, επιστρέψας ανήγγειλεν εις αυτόν όσα ανωτέρω διηγήθημεν, τα οποία ακούσας εκείνος ηλλοιώθη όλος υπό χαράς και ως υπόπτερος έσπευσε να ίδη τον νικητήν, όστις γενναίως αθλήσας, έστησε τρόπαιον κατά του διαβόλου. Δεν έφυγε δε εκείθεν ο καλός Γρηγόριος έως της επομένης Τετάρτης της αυτής εβδομάδος, ήτις ήτο η κε΄ (25η) Μαρτίου, καθ’ ην εορτάζομεν τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κατά το διάστημα τούτο επέτυχεν ο Γρηγόριος, με κόπον πολύν και έξοδα μεγάλα, να αγοράση παρά των δημίων το αθλητικόν του Μάρτυρος σώμα. Τότε λοιπόν σηκώσαντες αυτό οι δήμιοι εκόμισαν εις την νήσον της Πρώτης, κατά την θέλησιν του Γρηγορίου. Θαύμα δε ήτο το ζεστόν αίμα, το οποίον και μετά τρεις ημέρας έτρεχεν από το σώμα του Μάρτυρος. Αλλά το παραδοξότερον, το οποίον υπερβαίνει και αυτούς τους όρους της φύσεως, είναι η σεβασμία Κάρα του Αθλητού, την οποίαν λαβών ο Γρηγόριος μετά δακρύων ησπάζετο λέγων· «Δος μοι λόγον, αδελφέ περιπόθητε και εραστά του Χριστού προθυμότατε, Άγιε Ευθύμιε, και μη με αφήσης να υπάγω προς τους αδελφούς μόνος, με τόσην λύπην». Και ω των θαυμασίων Σου Χριστέ! Ήνοιξε τότε τους οφθαλμούς και ώσπερ ζώσα η αγία Κάρα με όμμα ιλαρόν και χαριέστατον έβλεπε τον αδελφόν Γρηγόριον ομού και τους παρεστώτας. Όχι δε μόνον άπαξ, αλλά δις ήνοιξε τους οφθαλμούς και έβλεπεν όλους τούτους, φαιδρώ τω προσώπω, καθώς δια γραμμάτων εφανέρωσαν εις ημάς από Κωνσταντινουπόλεως φιλόχριστοι τινές και φιλομάρτυρες, των οποίων δεν δυνάμεθα να μη αναφέρωμεν αυτολεξεί την ιδίαν περικοπήν του γράμματος ούτως έχουσαν· «Περί των ανοιχθέντων οφθαλμών αμφιβολία ουδεμία. Αυτός είδε πρώτος και οι μετ’ εμού και πάντες οι λοιποί, ανοιγέντας αυτούς χαρίεντας και προσηνείς, ώσπερ ζώντας, ημάς εμβλέποντας και οιονεί μειδιών εμφανίζοντας όλον το πρόσωπον· και άπαντες οι ιδόντες και ο Ιεράρχης αυτός υπερεθαύμασαν». Κηδεύσας λοιπόν ο καλός ούτος και πιστός συνοδίτης Γρηγόριος τον Μάρτυρα κατά το μοναχικόν έθος, έθηκε το πάντιμον αυτού Λείψανον εντός του σεβασμίου Ναού της Μεταμορφώσεως του Κυρίου και μη ευρίσκων πλοίον έτοιμον δια το Άγιον Όρος ευρίσκετο εν αγωνία διαλογιζόμενος περί του μαρτυρικού σώματος, αν ήτο δυνατόν να μετακομίση τούτο εγκαίρως προς ημάς. Κατά την Τρίτην όμως της Διακαινησίμου επρόφθασεν αυτόν ο συμπαθέστατος και φιλάδελφος Μάρτυς Ευθύμιος και διέλυσε την αθυμίαν και λύπην αυτού με την υπόσχεσιν, την οποία καθ’ ύπνον έδωκεν εις αυτόν, τον οποίον, είτε επειδή ελησμόνησεν, είτε εκ τινος άλλης αφορμής, δεν είπεν εις ημάς ο Γρηγόριος, αλλ’ ο ανωτέρω φιλόχριστος, όστις έγραψε προς ημάς από την Κωνσταντινούπολιν ύστερον, εσημείωσεν ούτως· «Ενεθυμήθην το όνειρον το οποίον είδεν ο Γέρων Γρηγόριος την Τρίτην της Διακαινησίμου εις την κατά την Πρίγκηπον νήσον οικίαν μας και μοι το είπεν· ότι, έχων λύπην και φόβον περί του αγίου Λειψάνου και ελπίδα δια να το λάβη τότε, είδεν αυτόν καθ’ ύπνον με χαροποιόν πρόσωπον και του είπε· «Μη λυπήσαι, διότι ομού έχομεν να υπάγωμεν εις το ταξίδιον. Ο άνθρωπος, όστις μας εβοήθησεν εις όλα, θέλει αγωνισθή και δεν θέλει αδιαφορήσει, θέλεις δε παραλάβει το Λείψανόν μου και θα υπάγωμεν μαζί». Έλαβε λοιπόν πέρας η υπόθεσις αύτη μετακομισθέντων προς ημάς των τιμίων Λειψάνων του Μάρτυρος, καθώς διηγούμεθα εις το Μαρτύριον του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιγνατίου. Εδώ δε θέλομεν διηγηθή έτερον θαύμα, το οποίον ετέλεσε κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Άγιος, καθώς τούτο εστάλη εις ημάς γεγραμμένον από την Κωνσταντινούπολιν. Άνθρωπος τις, Μανουήλ Μαργαριτώφ καλούμενος, Αγχιαλίτης την πατρίδα, έμπορος το επάγγελμα, Χριστιανός Ορθόδοξος, είχε παιδίον ηλικίας ετών εξ ονόματι Ιωάννην. Τούτο ασθενήσαν βαρέως από λοιμικήν νόσον έκειτο επί εννέα ημέρας άρρωστον και τέσσαρας αναίσθητον, ήδη δε έπνεε τα λοίσθια αποφασισμένον παρά των συγγενών του και των ιατρών. Φίλος δε τις της οικογενείας εκείνης, γνωρίζων τα κατά τον Μάρτυρα Ευθύμιον, προέτρεψε τους γονείς τού παιδίου να προστρέξωσιν εις τον Μάρτυρα εξαιτούμενοι την βοήθειάν του. Οι γονείς υπήκουσαν και ο Γέρων Γρηγόριος προσεκλήθη, ίνα φέρη μεθ’ εαυτού τα μαρτυρικά ιμάτια. Αφού δε ταύτα εκομίσθησαν, τα επέθεσαν σταυροειδώς επί του παιδίου. Μετά τούτο αφού εβάπτισαν αυτά εις ποτήριον ύδατος, έδωκαν εις το παιδίον να πίη εκ του ύδατος εκείνου. Τότε το παιδίον, αν και είχε πολλάς ημέρας να πίητι, προθύμως εδέχθη το προσφερόμενον ύδωρ, το οποίον ευθύς ως έπιεν εγένετο υγιές και ηγέρθη της κλίνης! Ο δε συνοδίτης του Αγίου Γρηγόριος, ευρών πλοίον κατάλληλον, ήλθε προς ημάς ως αγαθός άγγελος της λαμπράς ομολογίας και αθλήσεως του νέου Οσιομάρτυρος Ευθυμίου, κομίσας εις ημάς τα σύμβολα της πανενδόξου νίκης του Μάρτυρος, τας τρίχας της σεβασμίας αυτού κεφαλής και τα αιματωμένα ιμάτια πνέοντα ευωδίαν άρρητον και ουράνιον. Αλλ’ ω αίματα εκείνα, τα λαμπρώς εκχυθέντα και αποπλύναντα το αίσχος της του Χριστού αρνήσεως! Ω αίματα, τα οποία προσφάτως επορφύρωσαν την Εκκλησίαν του Χριστού και ελάμπρυναν το γένος των Ορθοδόξων! Αίματα μαρτυρικά, τα οποία είναι αιδέσιμα εις τους Αγγέλους, φοβερά εις τους δαίμονας, εις ημάς δε ποθητά και αγαπητά. Ω ιμάτια, δια των οποίων ως με θώρακα απεκρούσαμεν πολλάκις τας καθ’ ημών προσβολάς των δαιμόνων και διελύσαμεν τας σωματικάς αλγηδόνας και νόσους και ηγιάσαμεν, αρρήτω λόγω, την υπό της αμαρτίας μολυνθείσαν ψυχήν ημών! Αλλ’ επί το προκείμενον του λόγου ας επανέλθωμεν, προς το τέλος ήδη εγγίζοντες. Ας διηγηθώμεν το καθ’ οδόν τελεσθέν υπό του Αγίου θαύμα, καθ’ ον χρόνον ο Γρηγόριος ήρχετο προς ημάς, το οποίον καθώς εδόθη γεγραμμένον αναφέρομεν· «Τη εικοστή πρώτη του Απριλίου μηνός ήλθομεν από την Κωνσταντινούπολιν εις Άβυδον κάτωθεν του Τεκέ και εγώ ο Χριστόδουλος, ο από το μέρος της Μαύρης θαλάσσης καταγόμενος, από χωρίον Μεσημβρίαν, ησθένησα εκεί βαρέως από ρίγος σφοδρόν και κεφαλόπονον και έλεγον ότι τώρα αποθνήσκω. Εις δε Μοναχός, ιδών με πάσχοντα ούτω με συνεπόνεσε και λέγει μοι· «Έχε υπομονήν και ο Θεός θέλει δείξει τα θαυμάσιά Του». Είτα μοι έδωκε νερόν από τα αιματωμένα ιμάτια και τας τρίχας του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου και πιών αυτό, ω μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ! Ευθύς έγινα υγιής και ήλθον μετά του Γέροντος εις το Άγιον Όρος και επροσκύνησα τα ιερά Μοναστήρια». Ηκούσαμεν δε ημείς και έτερον θαύμα τελεσθέν εις Κωνσταντινούπολιν δια της Χάριτος του Αγίου, ερωτήσαντες δε, ίνα μάθωμεν την ακρίβειαν, μας απεκρίθησαν ούτω· «Γράφετε εις το γράμμα σας να σας πληροφορήσωμεν ποία κόρη και τίνος θυγάτηρ ήτο η θεραπευθείσα υπό του Αγίου Ευθυμίου. Σας δηλοποιούμεν λοιπόν, ότι το κοράσιον ήτο ετών εννέα την ηλικίαν, θυγάτηρ ιατρού τινός λεγομένου Μαρίνου. Ταύτης ο οφθαλμός από τριών ήδη ετών έπασχεν. Εγώ δε απελθών το είδον, το εσταύρωσα με τας τρίχας και την εσθήτα του Αγίου, τα οποία μοι εδώκατε και έκοψα ολίγον από αυτά και της έδωσα. Και μετ’ ολίγας ημέρας η δούλη είπε μοι χαίρουσα, ότι ιάθη το κοράσιον και είδον και εγώ αυτό υγιές και εθαυμάσαμεν την Χάριν του Αγίου». Άλλος τις καλούμενος Αντώνιος Τοπαλέλης, κάτοικος των Κυδωνιών, ησθένησε βαρέως από πυρετόν και ήλθον οι φίλοι του, ίνα τον επισκεφθώσι, μεταξύ των οποίων και Κυριακός τις, ο οποίος διηγείτο το πρόσφατον Μαρτύριον του Αγίου. Ο ασθενών ηκροάζετο με προσοχήν και ευλάβειαν την διήγησιν και του εφαίνετο ότι ελαφρύνετο από την ασθένειάν του. ως δε ετελείωσε και η διήγησις του Μαρτυρίου, έπαυσε και η ασθένεια του πάσχοντος, όστις αισθανθείς εαυτόν υγιά, ηγέρθη της κλίνης και ηυχαρίστει τον Άγιον προς έκπληξιν των παρόντων, μετά των οποίων και εξήλθεν αυτήν την ώραν εις περίπατον όλως υγιής. Και του προαναφερθέντος Κυριακού έν παιδίον άρρωστον ιατρεύθη με ολίγον μέρος του ενδύματος του Αγίου, εις τον οποίον δι’ ευχαριστίαν απέστειλε μίαν λαμπάδα. Το δε πλοιάριον δια του οποίου εστάλη η λαμπάς ελυτρώθη από μεγάλην τρικυμίαν, εξ αιτίας της οποίας απελισθέντες οι ναύται εκρέμασαν εις τα ιστία μικρόν τεμάχιον εκ του ενδύματος του Αγίου και εν τω άμα εγένετο γαλήνη. Το δε παράδοξον είναι ότι, ότε έπλεε το σκάφος τούτο κατ’ ευθείαν προς την Ιεράν Μονήν του Ξηροποτάμου, απήντησε τον πολυθρύλητον στόλον των επαράτων ληστών, εις τους οποίους το μικρόν εκείνο πλοιάριον εφάνη ως μέγα πλοίον στόλου βασιλικού· τοσούτον δε εφοβήθησαν, ώστε διεσκορπίσθησαν ένθεν κακείθεν άπαντα τα πλοία των πειρατών, το δε σκάφος έφθασε μετ’ ολίγον σώον εις τον λιμένα. Εκεί αφ’ ου έμαθαν την εξ αιτίας του πλοιαρίου διασκόρπισιν των ληστών, οι ναύται έκαμαν τον συλλογισμόν, ότι «ταύτα είναι θαύματα του Αγίου Ευθυμίου του Νεομάρτυρος, εις τον οποίον ημείς φέρομεν μίαν λαμπάδα, έχομεν δε και τεμάχιον εκ των ιματίων του δια του οποίου χθες ελυτρώθημεν από μεγάλην τρικυμίαν». Εάν η διήγησις παρετάθη τόσον και τινες των ακροατών εβαρύνθησαν, ας μη μεμψιμοιρούν· διότι σκοπόν έχω να φέρω εις πέρας με ακρίβειαν την διήγησιν των κατορθωμάτων του Αγίου, αφ’ ενός μεν ίνα μη κατακριθώ ως οκνηρός δούλος κρύπτων όσα έλαβον εντολήν να γράφω, αφ’ ετέρου δε γινώσκων, ότι οι περισσότεροι, ως γνωστοί και φίλοι όντες του Αγίου, μετά χαράς και ευλαβείας ακροάζονται την διήγησιν προς δόξαν Θεού και ψυχικήν των ωφέλειαν. Δια τούτο δεν νομίζω έξω του σκοπού, εάν φέρω εις το μέσον μίαν ακόμη περικοπήν γράμματος σεβασμίου τινός φίλου μου εκ Κωνσταντινουπόλεως. Λέγει δε ούτος· «Εγώ κατοικών ώδε εν τω νησίω της Πρώτης, άλλην βοήθειαν εις την ενόχλησιν των σαρκικών μου λογισμών, εκ των οποίων συνεχώς κατεκεντούμην, δεν εύρον, ει μη την επίκλησιν του ονόματος του Αγίου και τον τάφον του Νεομάρτυρος Ευθυμίου και στοχάζομαι ότι ιδιαιτέρα Χάρις εδόθη εις αυτόν τον Άγιον παρά Θεού, εις το να προφθάνη να βοηθή τους από τοιούτον λογισμόν ενοχλουμένους και πάσχοντας». Τούτου λοιπόν του λαμπρού Οσιομάρτυρος τους άθλους, τους αγώνας, τον υπέρ Χριστού θάνατον και τα θαύματα διηγηθέντες, αδελφοί και πατέρες, ας τιμήσωμεν και κροτήσωμεν την μνήμην αυτού τε και των συνάθλων αυτού Ιγνατίου και Ακακίου, εις τους οποίους καυχάται τον Άγιον και ιδία η ιερά του Προδρόμου Σκήτη, εν τη οποία ήσκησαν και οι τρεις ούτοι αοίδιμοι Οσιομάρτυρες Ευθύμιος, Ιγνάτιος και Ακάκιος και προς τους οποίους ας είπωμεν: Άγιοι του Θεού! Περιφρουρείτε ημάς και σκέπετε και προς απόκτησιν της ουρανίου μακαριότητος καθοδηγείτε, ικετεύοντες την μακαρίαν και ζωαρχικήν Τριάδα, όπως ενταύθα μεν δωρήση εις ημάς ζωήν ανώδυνον και Χριστιανικήν, όταν δε απέλθωμεν εκ του βίου τούτου, ειρήνην μόνιμον και αστασίαστον εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών· Ω η δόξα, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου