Βενέδικτος ο Όσιος Πατήρ ημών, του οποίου το όνομα είναι λατινικόν και
ερμηνεύεται Ευλογημένος, κατήγετο εκ της Νουρσίας, πόλεως της Ιταλίας, εν τη
οποία εγεννήθη κατά το έτος υπ΄ (480) από Χριστού, εκ γονέων ευσεβών και
πλουσίων. Βρέφος δε έτι ων απέμεινεν ορφανός, ανατραφείς μετά της διδύμου αδελφής
του, ονόματι Σχολαστικής, από την ευσεβή τροφόν των. Από της μικράς ηλικίας ο
Όσιος έδειξε θερμήν αγάπην προς πάσαν αρετήν, νεώτατος δε εστάλη εις την Ρώμην
δια να επιδοθή εις την σπουδήν.
Αλλ’ εκεί, φοβηθείς να μη παρασυρθή από τα κακά παραδήγματα των νέων, εγκατέλειψε την Ρώμην και επήγεν εις την περιοχήν των ορέων των καλουμένων σήμερον Σιμπρουϊνη (Simpruini), αλλά μη ικανοποιηθείς και εκεί ανεχώρησε δια τας αγρίας χαράδρας του όρους Σουβιάκου, όπου συνήντησε Μοναχόν τινα Ρωμανόν ονομαζόμενον, όστις αντιληφθείς την αθωότητα του νέου τον ηρώτησε τι ζητεί εις τα έρημα εκείνα μέρη. Απαντήσαντος δε του Οσίου ότι θέλει να ζήση ως ερημίτης, τον ενουθέτησεν ο Ρωμανός και του έδωσεν εν μικρόν κυάθιον και μίαν μηλωτήν, έδειξε δε εις αυτόν εν απρόσιτον σπήλαιον και του υπεσχέθη ότι θα κρατήση μυστικήν την εκεί παρουσίαν του και ότι θα του φέρη τρις της εβδομάδος άρτον, το οποίον και έπραττε καταβιβάζων αυτόν δια μικρού σχοινίου και ειδοποιών αυτόν δια μικρού τινος κώδωνος. Εις το σπήλαιον εκείνο ο Όσιος Βενέδικτος παρέμεινεν επί τρεις χρόνους προσευχόμενος θερμώς, έχων ως μόνην τροφήν τον άρτον τον οποίον του έφερεν ο Ρωμανός και αγριόχοτρα. Ημέραν δε τινά είδον κατά τύχην αυτόν νέοι τινές βοσκοί, οι οποίοι, βλέποντές τον ενδεδυμένον την μηλωτήν, εφοβήθησαν και ήθελον να φύγουν. Αλλ’ ο Όσιος με τόσον γλυκήν τρόπον τους ωμίλησε δια τον Θεόν, ώστε όχι μόνον έλαβον θάρρος, αλλά και επανήρχοντο εκεί δια να τον βλέπουν και να ακούουν τας συμβουλάς του. Αλλ’ ο μισόκαλος δαίμων, φθονήσας την πολιτείαν του Οσίου Βενεδίκτου, παροσεπάθησε να τον εμποδίση από τον καλόν δρόμον του και ενοχλών αυτόν κατά διάνοιαν, έλεγε· «Τι κάμνεις εις ταύτην την έρημον και δεν επιστρέφεις εις τον κόσμον»; Του παρουσίαζε δε και κατά φαντασίαν τα θεάματα, τα οποία έβλεπεν εις την Ρώμην και παλαιάς γυναικείας γνωριμίας. Ημέραν δε τινά παρουσιάσθη εις αυτόν ως πτηνόν μαύρον, το οποίον επέτα πέριξ αυτού και τον ηνώχλει. Ο Όσιος όμως απεδίωξε τούτο δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού. Τόσον τον προσέβαλεν άλλοτε δια των αισχρών λογισμών, ώστε ο Όσιος εξέβαλε την μηλωτήν και εκυλίετο εις τας ακάνθας, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός. Αφού δε ο δαίμων έφυγε νικηθείς, ησθάνθη ο Άγιος τον εαυτόν του απηλλαγμένον από σαρκικάς επιθυμίας. Άλλην φοράν, δύο Μοναχοί, οίτινες έζων εις τα σπήλαια του Βικοβάρο, οκτώ μίλια από το Σουβιάκον, ήλθον να τον εύρουν μετά τον θάνατον του Ηγουμένου των και τον παρεκάλεσαν να τους αναλάβη υπό την κηδεμονίαν του. Ο Όσιος Βενέδικτος είπε τότε προς αυτούς· «Ο σκληρός βίος μου δεν θα σας είναι υποφερτός· δεν είναι λοιπόν δυνατόν να συζήσωμεν». Αλλ’ εκείνοι τόσον επέμειναν, ώστε ηναγκάσθη να τους ακολουθήση. Οι νέοι όμως κανόνες τους οποίους ώρισεν εις αυτούς ο Όσιος τους εφάνησαν τόσον βαρείς, ώστε, δια να ελευθερωθούν από τον ζυγόν του, εδηλητηρίασαν το ποτόν του. Ενώ όμως ο Όσιος Βενέδικτος ηυλόγει τούτο ίνα το πίη, εθραύσθη το ποτήριον εις μύρια τεμάχια. Στραφείς τότε προς αυτούς, είπε με ιλαρότητα· «Ο Θεός να σας συγχωρήση. Σας προείπον ότι δεν δύνασθε να ζήσετε τον βίον κατά τον ιδικόν μου τρόπον. Όθεν σας παρακαλώ, εύρετε άλλον τινά Ποιμένα». Εγερθείς δε από την τράπεζαν, επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του. Αφού δε έμαθαν οι άνθρωποι το σπήλαιόν του από τους βοσκούς, πολλοί ήρχοντο από την Ρώμην δια να λάβουν τας συμβουλάς του. Αι δε καλλίτεραι οικογένειαι ήθελον να του εμπιστευθούν τα τέκνα των δια να τα εκπαιδεύση. Άνθρωπος δε τις, Εκυϊτιος καλούμενος, του παρέδωσε τον υιόν του ονόματι Μαύρον και έτερος ονόματι Τέρτουλος τον νέον Πλακίδιον. Αλλά και πολλοί άλλοι ήρχοντο από παντού ζητούντες να γίνουν μαθηταί του Οσίου. Τότε το Σουβιάκον έγινε κέντρον μοναχισμού και εκτίσθησαν δώδεκα Μοναστήρια έχοντα έκαστον δώδεκα Μοναχούς με ιδικόν των Προεστώτα, τον οποίον ώρισεν ο Όσιος, όλα όμως τα Μοναστήρια αυτά καθωδηγούντο από τον Όσιον Βενέδικτον Τρία δε Μοναστήρια ήσαν κτισμένα εις την κορυφήν του όρους, αλλά δεν είψον ύδωρ, οι δε Μοναχοί ελθόντες εις τον όσιον το παρεκάλουν να μεταφέρουν τα Μοναστήρια των εις άλλο μέρος. Κατά δε την ακόλουθον νύκτα μετέβη εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος και τοποθετήσας τρεις πέτρας εις εν σημείον διέταξε να σκάψουν εκεί και ευθύς, ως οι Μοναχοί έσχισαν ολίγον τον βράχον, ανέβλυσε πηγή ύδατος, η οποία τρέχει αφθόνως μέχρι της σήμερον. Ήτο δε τότε η Ιταλία υπό τους Γότθους. Εις δε εκ των βαρβάρων εκείνων παρεκάλεσε τον Άγιον να τον δεχθή εις την Μονήν. Εδέχθη λοιπόν τούτον ο Όσιος, αυτός δε επεδόθη με ζήλον εις τον μοναχικόν βίον και εντός ολίγου έγινε Μοναχός τέλειος. Ενώ δε ημέραν τινά έκοπτεν ούτος ξύλα πλησίον της λίμνης, εξέφυγεν από τας χείρας του ο πέλεκυς και έπεσεν εις το ύδωρ. Λυπηθείς δια τούτο ο Μοναχός εκείνος, διηγήθη εις τον υιόν του Εκυϊτίου Μαύρον, τον βοηθόν του Οσίου, τι του συνέβη, ο δε Μαύρος διεβίβασε τούτο εις τον Όσιον. Ήλθε τότε εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος Βενέδικτος και αφού εζήτησεν από τον Γότθον τον στειλεόν, κρατών αυτόν από την μίαν άκραν, εβύθισε την άλλην εις το ύδωρ και, προς μεγάλην έκπληξιν όλων, ανασυρθείς παρευθύς ο πέλεκυς προσηρμόσθη και πάλιν εις τον στειλεόν αυτού. Άλλοτε πάλιν, εις πρόσταγμα του Οσίου, ο Μαύρος εβάδισεν επάνω εις τα ύδατα και έσωσε τον Πλάκιδον, καθ’ ην στιγμήν εκινδύνευε να πνιγή. Ούτος αργότερον μετέβη εις την Γαλλίαν και ίδρυσεν εκεί μέγα Μοναστήριον. Κατά το έτος φκθ΄ (529) από Χριστού γεννήσεως, αναχωρήσας ο Όσιος από το Σουβιάκον, ένεκα σκανδάλων τινών, τα οποία προεκάλεσε φθονερός τις Κληρικός της περιοχής, μετέβη εις το όρος Κασσίνον, εκεί δε επάνω εις τα ερείπια παλαιού τινός ναού του Απόλλωνος έκτισεν Εκκλησίαν και ανήγειρε νέον μέγα Μοναστήριον εις κτήματα τα οποία προσέφερεν εις τον Όσιον ο πατήρ του Πλακίδου. Αν δε και εκεί πολύ εμόχθησεν ο δαίμων, ίνα εμποδίση την οικοδόμησιν του Μοναστηρίου τούτου, όμως εις μάτην απέβησαν αι τέχναι του, διότι ο Όσιος του Θεού Βενέδικτος ανθίστατο γενναίως, έχων πίστιν εις την προστασίαν του Θεού επί των πλασμάτων του. Όθεν μη δυνάμενος ο δαίμων να επιτύχη τίποτε εναντίον του Οσίου Βενεδίκτου έστρεψε την οργήν του εναντίον των μαθητών του. Εις δε Μοναχός, απατηθείς από την δολιότητα του μυσαρού δαίμονος, ηθέλησε να επιστρέψη εις τον κόσμον. Ματαίως προσεπάθει ο Όσιος να τον συγκρατήση· εκείνος παρακούων και περιφρονών τας συμβουλάς του Οσίου εξήλθεν από το Μοναστήριον. Αλλά, ω του θαύματος! έξω από το Μοναστήριον ενεφανίσθη δράκων φοβερός, όστις εζήτει να τον κατασπαράξη. Επιστρέψας τότε περίφοβος εις το Μοναστήριον, εζήτησε συγχώρησιν από τον Πνευματικόν του Πατέρα και ηυχαρίστησεν αυτόν, διότι δια των προσευχών αυτού είδεν οφθαλμοφανώς τον κίνδυνον εις τον οποίον εσύρετο. Άλλην φοράν ήλθεν εις την Μονήν, κλαίων με μεγάλον πόνον, εις πατήρ φέρων αποθαμμένον τον μονογενή υιόν του και αφού εζήτησε τον Όσιον, λέγει προς αυτόν με οδύνην· «Πάτερ, επίστρεψόν μου τον υιόν μου» Απεκρίθη δε προς αυτόν ο Όσιος· «Μήπως εγώ σου επήρα τον υιόν σου»; Αλλ’ ο δυστυχής εκείνος πατήρ λέγει πάλιν· «Απέθανε, Πάτερ, και σε παρακαλώ να τον αναστήσης». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αυτό το οποίον ζητείς, τέκνον μου, υπερβαίνει κατά πολύ τας δυνάμεις μου». Ο ταλαίπωρος όμως πατήρ θρηνών περισσότερον έλεγε με πόνον· «Δεν φεύγω, Άγιε του Θεού, από εδώ, εάν δεν μου τον επιστρέψης». Τότε ο Όσιος λυπηθείς τον δυστυχή εκείνον του λέγει· «Που είναι ο νεκρός σου»; Απεκρίθη ο πατήρ του νεκρού, πάντοτε κλαίων· «Εις την θύραν της Μονής». Τότε ο Όσιος Βενέδικτος ελθών εις την έξοδον της Μονής έκυψεν επί του νεκρού νέου και προσηυχήθη, λέγων· «Κύριε, μη στρέψης τα βλέμματά σου εις τας αμαρτίας μου, αλλά εις την πίστιν του ανθρώπου τούτου και επίστρεψε εις το σώμα αυτό την ψυχήν την οποίαν παρέλαβες». Και παρευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ήγειρε τον νέον και τον παρέδωσε ζώντα εις τον πατέρα του, όστις ανεχώρησε χαίρων και αγαλλόμενος. Αλλά και Μοναχόν φονευθέντα από κρημνισθέντα τοίχον ανέστησε κατ’ άλλην ημέραν ο Όσιος. Ακούσας δε ο βασιλεύς των Γότθων Τοτίλας τα όσα περί του Οσίου Βενεδίκτου ελέγοντο και θελήσας να τον δοκιμάση, ενέδυσε με τα βασιλικά ενδύματα τον υπασπιστήν του και τον έστειλε προ αυτού εις το όρος Κασσίνον με τους αυλικούς του, προς συνάντησιν του Οσίου Βενεδίκτου, αυτός δε ηκολούθει όπισθεν. Αλλ’ ο Όσιος Βενέδικτος, ελθών προς συνάντησίν του και γνωρίσας εκ της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος την αλήθειαν, είπε προς τον υποκρινόμενον τον βασιλέα· «Τέκνον μου, έκβαλε ταύτα τα ενδύματα, διότι δεν είναι ιδικά σου». Τότε ο υπασπιστής, μεγάλως εκπλαγείς, προσέπεσεν εις τους πόδας του Οσίου, ζητών συγχώρησιν, διότι ηθέλησε να εξαπατήση τόσον άγιον δούλον του Θεού.Κατόπιν στραφείς ο Όσιος προς τον πραγματικόν βασιλέα, όστις ήρχετο όπισθεν, λέγει προς αυτόν· «Βασιλεύ, έκαμες έως τώρα μεγάλα κακά και καιρός είναι να παύσης τας ανομίας σου. Θα εισέλθης δε εις την Ρώμην και θα βασιλεύσης εις αυτήν, μετά εννέα όμως χρόνους θα αποθάνης». Αύτη δε η πρόρρησις του Αγίου επηλήθευσεν ακριβώς. Εις την υπώρειαν του όρους Κασσίου έκτισεν ο Όσιος γυναικείαν Μονήν, εις την οποίαν εμόνασε και η αδελφή αυτού Σχολαστική, ταύτην δε μετέβαινε και έβλεπεν άπαξ του έτους. Κατά δε την τελευταίαν φοράν, όπου μετέβη και αφού επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, μετά τρεις ημέρας είδεν εν οράματι την ψυχήν της Σχολαστικής ανερχομένην εις τους ουρανούς με το σχήμα της περιστεράς. Είπομεν ανωτέρω με ποίον τρόπον συνέδεσεν ο Όσιος Βενέδικτος τον εαυτόν του με τον Θεόν και πως δια της αρετής και ασκήσεως επλουτίσθη παρ’ Αυτού με δύναμιν θαυμάτων και ιαμάτων, διότι και νεκρούς ανέσταινε και τα μέλλοντα προέλεγε και διελέγετο περί των απωτάτων σημείων ως να ήσαν παρόντα. Πρέπει όμως και τούτο να είπωμεν, ως αναγκαίον. Όταν ο Όσιος έμελλε να υπάγη προς Κύριον, επρόλαβε και διεμήνυσε τόσον εις τους μαθητάς του, όσοι ήσαν εκεί πλησίον του, όσον και εις τους μακράν διατελούντας, ότι θα απέλθη του κόσμου τούτου και ότι θα γίνη σημείον, δια του οποίου θα γνωρίσωσιν όλοι, ότι χωρίζεται από του σώματος. Προ εξ λοιπόν ημερών από της οσίας αυτού κοιμήσεως, επρόσταξεν ο Όσιος να ανοιχθή ο τάφος του και να είναι έτοιμος, ευθύς δε προσεβλήθη υπό σφοδρού πυρετού, όστις κατεξήραινε το σώμα του επί εξ ημέρας. Κατά δε την έκτην ημέραν επρόσταξε τους μαθητάς του να τον φέρωσιν εις την μικράν Εκκλησίας την οποίαν είχον και φθάσας εκεί εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ιστάμενος ανά μέσον των μαθητών του. Υπό τούτων λοιπόν βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και ούτως, άνω βλέπων και προσευχόμενος, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, την ιγ΄ (13ην) Μαρτίου του έτους φμβ΄ (542), άγων τότε το εξηκοστόν δεύτερον έτος της ηλικίας του. Κατά δε την ώραν εκείνην, καθ΄ ην εκοιμήθη ο Όσιος, εφάνη η εξής όρασις εις δύο αδελφούς, εκ των οποίων ο μεν εις ησύχαζεν εις κελλίον, ο δε άλλος κατώκει μακράν. Ούτοι λοιπόν οι δύο αδελφοί είδον εξαίφνης οδόν θαυμαστήν αρχομένην από το κελλίον τού Οσίου και φθάνουσαν μέχρι του ουρανού, κατ΄ ανατολάς. Ήτο δε η οδός εκείνη εστρωμένη όλη με λαμπρά και πολύτιμα μεταξωτά ιμάτια. Ίσταντο δε εν τη οδώ άνδρες τινές θαυμαστοί κατά την μορφήν και εξαίσιοι κρατούντες εις τας χείρας λαμπάδας, και βαστάζοντες τον Όσιον ανέβαινον κατά τάξιν εις τον ουρανόν, άλλος δε τις λευκοφόρος και φωτοφόρος, παραστάς εις τον Όσιον, ηρώτα τους βλέποντας την οπτασίαν ταύτην Οσίους, αν γνωρίζωσι τίνος είναι η θαυμαστή εκείνη οδός, την οποίαν βλέπουσι και θαυμάζουσιν. Αποκριθέντων δε των Οσίων, ότι δεν γνωρίζουσι, τότε ο φανείς εκείνος είπεν εις αυτούς· «Αύτη είναι η οδός, δια της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος αναβαίνει εις τον ουρανόν». Ελθόντες λοιπόν εις εαυτούς οι Όσιοι ηννόησαν, ότι απήλθεν ο Άγιος, καθώς είδον αυτόν τελειούμενον· εφανέρωνε δε η οπτασία αύτη την λαμπρότητα και την δορυφορίαν, της οποίας ηξιώθη ο Όσιος, όταν έμελλε να εκδημήση προς Κύριον.
Αλλ’ εκεί, φοβηθείς να μη παρασυρθή από τα κακά παραδήγματα των νέων, εγκατέλειψε την Ρώμην και επήγεν εις την περιοχήν των ορέων των καλουμένων σήμερον Σιμπρουϊνη (Simpruini), αλλά μη ικανοποιηθείς και εκεί ανεχώρησε δια τας αγρίας χαράδρας του όρους Σουβιάκου, όπου συνήντησε Μοναχόν τινα Ρωμανόν ονομαζόμενον, όστις αντιληφθείς την αθωότητα του νέου τον ηρώτησε τι ζητεί εις τα έρημα εκείνα μέρη. Απαντήσαντος δε του Οσίου ότι θέλει να ζήση ως ερημίτης, τον ενουθέτησεν ο Ρωμανός και του έδωσεν εν μικρόν κυάθιον και μίαν μηλωτήν, έδειξε δε εις αυτόν εν απρόσιτον σπήλαιον και του υπεσχέθη ότι θα κρατήση μυστικήν την εκεί παρουσίαν του και ότι θα του φέρη τρις της εβδομάδος άρτον, το οποίον και έπραττε καταβιβάζων αυτόν δια μικρού σχοινίου και ειδοποιών αυτόν δια μικρού τινος κώδωνος. Εις το σπήλαιον εκείνο ο Όσιος Βενέδικτος παρέμεινεν επί τρεις χρόνους προσευχόμενος θερμώς, έχων ως μόνην τροφήν τον άρτον τον οποίον του έφερεν ο Ρωμανός και αγριόχοτρα. Ημέραν δε τινά είδον κατά τύχην αυτόν νέοι τινές βοσκοί, οι οποίοι, βλέποντές τον ενδεδυμένον την μηλωτήν, εφοβήθησαν και ήθελον να φύγουν. Αλλ’ ο Όσιος με τόσον γλυκήν τρόπον τους ωμίλησε δια τον Θεόν, ώστε όχι μόνον έλαβον θάρρος, αλλά και επανήρχοντο εκεί δια να τον βλέπουν και να ακούουν τας συμβουλάς του. Αλλ’ ο μισόκαλος δαίμων, φθονήσας την πολιτείαν του Οσίου Βενεδίκτου, παροσεπάθησε να τον εμποδίση από τον καλόν δρόμον του και ενοχλών αυτόν κατά διάνοιαν, έλεγε· «Τι κάμνεις εις ταύτην την έρημον και δεν επιστρέφεις εις τον κόσμον»; Του παρουσίαζε δε και κατά φαντασίαν τα θεάματα, τα οποία έβλεπεν εις την Ρώμην και παλαιάς γυναικείας γνωριμίας. Ημέραν δε τινά παρουσιάσθη εις αυτόν ως πτηνόν μαύρον, το οποίον επέτα πέριξ αυτού και τον ηνώχλει. Ο Όσιος όμως απεδίωξε τούτο δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού. Τόσον τον προσέβαλεν άλλοτε δια των αισχρών λογισμών, ώστε ο Όσιος εξέβαλε την μηλωτήν και εκυλίετο εις τας ακάνθας, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός. Αφού δε ο δαίμων έφυγε νικηθείς, ησθάνθη ο Άγιος τον εαυτόν του απηλλαγμένον από σαρκικάς επιθυμίας. Άλλην φοράν, δύο Μοναχοί, οίτινες έζων εις τα σπήλαια του Βικοβάρο, οκτώ μίλια από το Σουβιάκον, ήλθον να τον εύρουν μετά τον θάνατον του Ηγουμένου των και τον παρεκάλεσαν να τους αναλάβη υπό την κηδεμονίαν του. Ο Όσιος Βενέδικτος είπε τότε προς αυτούς· «Ο σκληρός βίος μου δεν θα σας είναι υποφερτός· δεν είναι λοιπόν δυνατόν να συζήσωμεν». Αλλ’ εκείνοι τόσον επέμειναν, ώστε ηναγκάσθη να τους ακολουθήση. Οι νέοι όμως κανόνες τους οποίους ώρισεν εις αυτούς ο Όσιος τους εφάνησαν τόσον βαρείς, ώστε, δια να ελευθερωθούν από τον ζυγόν του, εδηλητηρίασαν το ποτόν του. Ενώ όμως ο Όσιος Βενέδικτος ηυλόγει τούτο ίνα το πίη, εθραύσθη το ποτήριον εις μύρια τεμάχια. Στραφείς τότε προς αυτούς, είπε με ιλαρότητα· «Ο Θεός να σας συγχωρήση. Σας προείπον ότι δεν δύνασθε να ζήσετε τον βίον κατά τον ιδικόν μου τρόπον. Όθεν σας παρακαλώ, εύρετε άλλον τινά Ποιμένα». Εγερθείς δε από την τράπεζαν, επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του. Αφού δε έμαθαν οι άνθρωποι το σπήλαιόν του από τους βοσκούς, πολλοί ήρχοντο από την Ρώμην δια να λάβουν τας συμβουλάς του. Αι δε καλλίτεραι οικογένειαι ήθελον να του εμπιστευθούν τα τέκνα των δια να τα εκπαιδεύση. Άνθρωπος δε τις, Εκυϊτιος καλούμενος, του παρέδωσε τον υιόν του ονόματι Μαύρον και έτερος ονόματι Τέρτουλος τον νέον Πλακίδιον. Αλλά και πολλοί άλλοι ήρχοντο από παντού ζητούντες να γίνουν μαθηταί του Οσίου. Τότε το Σουβιάκον έγινε κέντρον μοναχισμού και εκτίσθησαν δώδεκα Μοναστήρια έχοντα έκαστον δώδεκα Μοναχούς με ιδικόν των Προεστώτα, τον οποίον ώρισεν ο Όσιος, όλα όμως τα Μοναστήρια αυτά καθωδηγούντο από τον Όσιον Βενέδικτον Τρία δε Μοναστήρια ήσαν κτισμένα εις την κορυφήν του όρους, αλλά δεν είψον ύδωρ, οι δε Μοναχοί ελθόντες εις τον όσιον το παρεκάλουν να μεταφέρουν τα Μοναστήρια των εις άλλο μέρος. Κατά δε την ακόλουθον νύκτα μετέβη εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος και τοποθετήσας τρεις πέτρας εις εν σημείον διέταξε να σκάψουν εκεί και ευθύς, ως οι Μοναχοί έσχισαν ολίγον τον βράχον, ανέβλυσε πηγή ύδατος, η οποία τρέχει αφθόνως μέχρι της σήμερον. Ήτο δε τότε η Ιταλία υπό τους Γότθους. Εις δε εκ των βαρβάρων εκείνων παρεκάλεσε τον Άγιον να τον δεχθή εις την Μονήν. Εδέχθη λοιπόν τούτον ο Όσιος, αυτός δε επεδόθη με ζήλον εις τον μοναχικόν βίον και εντός ολίγου έγινε Μοναχός τέλειος. Ενώ δε ημέραν τινά έκοπτεν ούτος ξύλα πλησίον της λίμνης, εξέφυγεν από τας χείρας του ο πέλεκυς και έπεσεν εις το ύδωρ. Λυπηθείς δια τούτο ο Μοναχός εκείνος, διηγήθη εις τον υιόν του Εκυϊτίου Μαύρον, τον βοηθόν του Οσίου, τι του συνέβη, ο δε Μαύρος διεβίβασε τούτο εις τον Όσιον. Ήλθε τότε εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος Βενέδικτος και αφού εζήτησεν από τον Γότθον τον στειλεόν, κρατών αυτόν από την μίαν άκραν, εβύθισε την άλλην εις το ύδωρ και, προς μεγάλην έκπληξιν όλων, ανασυρθείς παρευθύς ο πέλεκυς προσηρμόσθη και πάλιν εις τον στειλεόν αυτού. Άλλοτε πάλιν, εις πρόσταγμα του Οσίου, ο Μαύρος εβάδισεν επάνω εις τα ύδατα και έσωσε τον Πλάκιδον, καθ’ ην στιγμήν εκινδύνευε να πνιγή. Ούτος αργότερον μετέβη εις την Γαλλίαν και ίδρυσεν εκεί μέγα Μοναστήριον. Κατά το έτος φκθ΄ (529) από Χριστού γεννήσεως, αναχωρήσας ο Όσιος από το Σουβιάκον, ένεκα σκανδάλων τινών, τα οποία προεκάλεσε φθονερός τις Κληρικός της περιοχής, μετέβη εις το όρος Κασσίνον, εκεί δε επάνω εις τα ερείπια παλαιού τινός ναού του Απόλλωνος έκτισεν Εκκλησίαν και ανήγειρε νέον μέγα Μοναστήριον εις κτήματα τα οποία προσέφερεν εις τον Όσιον ο πατήρ του Πλακίδου. Αν δε και εκεί πολύ εμόχθησεν ο δαίμων, ίνα εμποδίση την οικοδόμησιν του Μοναστηρίου τούτου, όμως εις μάτην απέβησαν αι τέχναι του, διότι ο Όσιος του Θεού Βενέδικτος ανθίστατο γενναίως, έχων πίστιν εις την προστασίαν του Θεού επί των πλασμάτων του. Όθεν μη δυνάμενος ο δαίμων να επιτύχη τίποτε εναντίον του Οσίου Βενεδίκτου έστρεψε την οργήν του εναντίον των μαθητών του. Εις δε Μοναχός, απατηθείς από την δολιότητα του μυσαρού δαίμονος, ηθέλησε να επιστρέψη εις τον κόσμον. Ματαίως προσεπάθει ο Όσιος να τον συγκρατήση· εκείνος παρακούων και περιφρονών τας συμβουλάς του Οσίου εξήλθεν από το Μοναστήριον. Αλλά, ω του θαύματος! έξω από το Μοναστήριον ενεφανίσθη δράκων φοβερός, όστις εζήτει να τον κατασπαράξη. Επιστρέψας τότε περίφοβος εις το Μοναστήριον, εζήτησε συγχώρησιν από τον Πνευματικόν του Πατέρα και ηυχαρίστησεν αυτόν, διότι δια των προσευχών αυτού είδεν οφθαλμοφανώς τον κίνδυνον εις τον οποίον εσύρετο. Άλλην φοράν ήλθεν εις την Μονήν, κλαίων με μεγάλον πόνον, εις πατήρ φέρων αποθαμμένον τον μονογενή υιόν του και αφού εζήτησε τον Όσιον, λέγει προς αυτόν με οδύνην· «Πάτερ, επίστρεψόν μου τον υιόν μου» Απεκρίθη δε προς αυτόν ο Όσιος· «Μήπως εγώ σου επήρα τον υιόν σου»; Αλλ’ ο δυστυχής εκείνος πατήρ λέγει πάλιν· «Απέθανε, Πάτερ, και σε παρακαλώ να τον αναστήσης». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αυτό το οποίον ζητείς, τέκνον μου, υπερβαίνει κατά πολύ τας δυνάμεις μου». Ο ταλαίπωρος όμως πατήρ θρηνών περισσότερον έλεγε με πόνον· «Δεν φεύγω, Άγιε του Θεού, από εδώ, εάν δεν μου τον επιστρέψης». Τότε ο Όσιος λυπηθείς τον δυστυχή εκείνον του λέγει· «Που είναι ο νεκρός σου»; Απεκρίθη ο πατήρ του νεκρού, πάντοτε κλαίων· «Εις την θύραν της Μονής». Τότε ο Όσιος Βενέδικτος ελθών εις την έξοδον της Μονής έκυψεν επί του νεκρού νέου και προσηυχήθη, λέγων· «Κύριε, μη στρέψης τα βλέμματά σου εις τας αμαρτίας μου, αλλά εις την πίστιν του ανθρώπου τούτου και επίστρεψε εις το σώμα αυτό την ψυχήν την οποίαν παρέλαβες». Και παρευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ήγειρε τον νέον και τον παρέδωσε ζώντα εις τον πατέρα του, όστις ανεχώρησε χαίρων και αγαλλόμενος. Αλλά και Μοναχόν φονευθέντα από κρημνισθέντα τοίχον ανέστησε κατ’ άλλην ημέραν ο Όσιος. Ακούσας δε ο βασιλεύς των Γότθων Τοτίλας τα όσα περί του Οσίου Βενεδίκτου ελέγοντο και θελήσας να τον δοκιμάση, ενέδυσε με τα βασιλικά ενδύματα τον υπασπιστήν του και τον έστειλε προ αυτού εις το όρος Κασσίνον με τους αυλικούς του, προς συνάντησιν του Οσίου Βενεδίκτου, αυτός δε ηκολούθει όπισθεν. Αλλ’ ο Όσιος Βενέδικτος, ελθών προς συνάντησίν του και γνωρίσας εκ της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος την αλήθειαν, είπε προς τον υποκρινόμενον τον βασιλέα· «Τέκνον μου, έκβαλε ταύτα τα ενδύματα, διότι δεν είναι ιδικά σου». Τότε ο υπασπιστής, μεγάλως εκπλαγείς, προσέπεσεν εις τους πόδας του Οσίου, ζητών συγχώρησιν, διότι ηθέλησε να εξαπατήση τόσον άγιον δούλον του Θεού.Κατόπιν στραφείς ο Όσιος προς τον πραγματικόν βασιλέα, όστις ήρχετο όπισθεν, λέγει προς αυτόν· «Βασιλεύ, έκαμες έως τώρα μεγάλα κακά και καιρός είναι να παύσης τας ανομίας σου. Θα εισέλθης δε εις την Ρώμην και θα βασιλεύσης εις αυτήν, μετά εννέα όμως χρόνους θα αποθάνης». Αύτη δε η πρόρρησις του Αγίου επηλήθευσεν ακριβώς. Εις την υπώρειαν του όρους Κασσίου έκτισεν ο Όσιος γυναικείαν Μονήν, εις την οποίαν εμόνασε και η αδελφή αυτού Σχολαστική, ταύτην δε μετέβαινε και έβλεπεν άπαξ του έτους. Κατά δε την τελευταίαν φοράν, όπου μετέβη και αφού επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, μετά τρεις ημέρας είδεν εν οράματι την ψυχήν της Σχολαστικής ανερχομένην εις τους ουρανούς με το σχήμα της περιστεράς. Είπομεν ανωτέρω με ποίον τρόπον συνέδεσεν ο Όσιος Βενέδικτος τον εαυτόν του με τον Θεόν και πως δια της αρετής και ασκήσεως επλουτίσθη παρ’ Αυτού με δύναμιν θαυμάτων και ιαμάτων, διότι και νεκρούς ανέσταινε και τα μέλλοντα προέλεγε και διελέγετο περί των απωτάτων σημείων ως να ήσαν παρόντα. Πρέπει όμως και τούτο να είπωμεν, ως αναγκαίον. Όταν ο Όσιος έμελλε να υπάγη προς Κύριον, επρόλαβε και διεμήνυσε τόσον εις τους μαθητάς του, όσοι ήσαν εκεί πλησίον του, όσον και εις τους μακράν διατελούντας, ότι θα απέλθη του κόσμου τούτου και ότι θα γίνη σημείον, δια του οποίου θα γνωρίσωσιν όλοι, ότι χωρίζεται από του σώματος. Προ εξ λοιπόν ημερών από της οσίας αυτού κοιμήσεως, επρόσταξεν ο Όσιος να ανοιχθή ο τάφος του και να είναι έτοιμος, ευθύς δε προσεβλήθη υπό σφοδρού πυρετού, όστις κατεξήραινε το σώμα του επί εξ ημέρας. Κατά δε την έκτην ημέραν επρόσταξε τους μαθητάς του να τον φέρωσιν εις την μικράν Εκκλησίας την οποίαν είχον και φθάσας εκεί εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ιστάμενος ανά μέσον των μαθητών του. Υπό τούτων λοιπόν βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και ούτως, άνω βλέπων και προσευχόμενος, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, την ιγ΄ (13ην) Μαρτίου του έτους φμβ΄ (542), άγων τότε το εξηκοστόν δεύτερον έτος της ηλικίας του. Κατά δε την ώραν εκείνην, καθ΄ ην εκοιμήθη ο Όσιος, εφάνη η εξής όρασις εις δύο αδελφούς, εκ των οποίων ο μεν εις ησύχαζεν εις κελλίον, ο δε άλλος κατώκει μακράν. Ούτοι λοιπόν οι δύο αδελφοί είδον εξαίφνης οδόν θαυμαστήν αρχομένην από το κελλίον τού Οσίου και φθάνουσαν μέχρι του ουρανού, κατ΄ ανατολάς. Ήτο δε η οδός εκείνη εστρωμένη όλη με λαμπρά και πολύτιμα μεταξωτά ιμάτια. Ίσταντο δε εν τη οδώ άνδρες τινές θαυμαστοί κατά την μορφήν και εξαίσιοι κρατούντες εις τας χείρας λαμπάδας, και βαστάζοντες τον Όσιον ανέβαινον κατά τάξιν εις τον ουρανόν, άλλος δε τις λευκοφόρος και φωτοφόρος, παραστάς εις τον Όσιον, ηρώτα τους βλέποντας την οπτασίαν ταύτην Οσίους, αν γνωρίζωσι τίνος είναι η θαυμαστή εκείνη οδός, την οποίαν βλέπουσι και θαυμάζουσιν. Αποκριθέντων δε των Οσίων, ότι δεν γνωρίζουσι, τότε ο φανείς εκείνος είπεν εις αυτούς· «Αύτη είναι η οδός, δια της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος αναβαίνει εις τον ουρανόν». Ελθόντες λοιπόν εις εαυτούς οι Όσιοι ηννόησαν, ότι απήλθεν ο Άγιος, καθώς είδον αυτόν τελειούμενον· εφανέρωνε δε η οπτασία αύτη την λαμπρότητα και την δορυφορίαν, της οποίας ηξιώθη ο Όσιος, όταν έμελλε να εκδημήση προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου