Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κὺρ
Στέφανος Μ., εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥραν
τοῦ προγεύματος περὶ τὰς δέκα, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαγχνίαν, διὰ νὰ κάμω κ᾿
ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια, Πάσχα οἰκιακόν, ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα. Εὔχαρι καὶ
θαλπερὸν ἦτο τὸ ἐσωτερικὸν τῆς ἑστίας του, ἀφοῦ διῆλθον τὴν εὐρεῖαν αὐλήν, μὲ τὴν
διάπλατον πύλην, καὶ τοὺς σταύλους τῶν ἀλόγων, καὶ τὴν πρασινάδαν, καὶ τὰς
γάστρας τῶν ἀνθέων. Ἡ οἰκογένειά του, ἡ γραῖα Μαρία ἡ συμβία του, ἀφελὴς καὶ ἀρχαϊκή,
ὁ υἱός του, ἀμόρφωτος καὶ ἄπλαστος καλὸς ἁμαξηλάτης, κι ὁ ἀδελφός του,
στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχὺς καὶ φιλαλήθης. Τέλος ἡ κόρη του ἡ Ρηνούλα, τελεία ἀντιπρόσωπος τῆς νέας
γενεᾶς, κεντήτρια, ζωγραφίνα καὶ θεατρίνα. Πλὴν ὅμως κι αὐτὴ ἀφελὴς καὶ ἁπλῆ εἰς
τοὺς τρόπους:
Εἶχε μίαν παιδίσκην ἑπτὰ ἐτῶν, τὴν Μαρίαν, πάντοτε μειδιῶσαν καὶ ἀνοικτόκαρδον, καὶ ἓν χαριτωμένον ξενικὸν πλάσμα, τὴν Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, καὶ ἀγγελοθωροῦσαν. Ἡ μικρὰ κόρη, δὲν ἠξεύρω ἀκριβῶς πῶς, εἶχε πέσει εἰς τὰς χεῖράς της, καὶ ἀπετέλει μέρος τῆς οἰκογενείας. Φαίνεται ὅτι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγὸς ἢ διδασκάλισσα εἰς πλουσίαν οἰκίαν, εἶχεν ἐμπέσει εἰς τὰ δίκτυα κανενὸς ἐπιχειρητοῦ καὶ εἶχε συλλάβει τὸ μαγικὸν τοῦτο χρυσόψαρον τῆς δεξαμενῆς, διὰ νὰ πλεύσῃ εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἀγνώστου, ἐὰν δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ πτεροφυήσῃ εἰς τὸν αἰθέρα τοῦ ἀχανοῦς. Εἶτα τὴν φερέοικον μητέρα, ὁποὺ δὲν εἶχε κτίσει τὴν φωλεάν της ποτέ, τὴν ἐπῆραν ἄλλαι πνοαὶ καὶ τὴν μετεκόμισαν, τίς οἶδε ποῦ, εἰς ἄλλα κλίματα ― εὗρε θέσιν καλυτέραν ἀλλοῦ, κ᾿ ἐταξίδευσε, κ᾿ ἐνεπιστεύθη τὸ ἔμψυχον κειμήλιον αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας τῆς Ρηνούλας, ἥτις ἀφοῦ τὴν εἶχεν ἐγκαταλίπει κι αὐτὴν ὁ πλανήτης, ὅστις τὴν ἐστεφανώθη, ἀνέθρεψε τὸ τέκνον της, κ᾿ ἔμεινε ζωντοχηροῦσα, κ᾿ ἐδέχθη ὡς ἕρμαιον τὸ ξένον βρέφος αὐτό, ἴσως ἐπειδὴ ᾐσθάνετο μικρὸν θησαυρὸν φιλοστοργίας εἰς τὰ στήθη της.
Εἶχε μίαν παιδίσκην ἑπτὰ ἐτῶν, τὴν Μαρίαν, πάντοτε μειδιῶσαν καὶ ἀνοικτόκαρδον, καὶ ἓν χαριτωμένον ξενικὸν πλάσμα, τὴν Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, καὶ ἀγγελοθωροῦσαν. Ἡ μικρὰ κόρη, δὲν ἠξεύρω ἀκριβῶς πῶς, εἶχε πέσει εἰς τὰς χεῖράς της, καὶ ἀπετέλει μέρος τῆς οἰκογενείας. Φαίνεται ὅτι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγὸς ἢ διδασκάλισσα εἰς πλουσίαν οἰκίαν, εἶχεν ἐμπέσει εἰς τὰ δίκτυα κανενὸς ἐπιχειρητοῦ καὶ εἶχε συλλάβει τὸ μαγικὸν τοῦτο χρυσόψαρον τῆς δεξαμενῆς, διὰ νὰ πλεύσῃ εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἀγνώστου, ἐὰν δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ πτεροφυήσῃ εἰς τὸν αἰθέρα τοῦ ἀχανοῦς. Εἶτα τὴν φερέοικον μητέρα, ὁποὺ δὲν εἶχε κτίσει τὴν φωλεάν της ποτέ, τὴν ἐπῆραν ἄλλαι πνοαὶ καὶ τὴν μετεκόμισαν, τίς οἶδε ποῦ, εἰς ἄλλα κλίματα ― εὗρε θέσιν καλυτέραν ἀλλοῦ, κ᾿ ἐταξίδευσε, κ᾿ ἐνεπιστεύθη τὸ ἔμψυχον κειμήλιον αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας τῆς Ρηνούλας, ἥτις ἀφοῦ τὴν εἶχεν ἐγκαταλίπει κι αὐτὴν ὁ πλανήτης, ὅστις τὴν ἐστεφανώθη, ἀνέθρεψε τὸ τέκνον της, κ᾿ ἔμεινε ζωντοχηροῦσα, κ᾿ ἐδέχθη ὡς ἕρμαιον τὸ ξένον βρέφος αὐτό, ἴσως ἐπειδὴ ᾐσθάνετο μικρὸν θησαυρὸν φιλοστοργίας εἰς τὰ στήθη της.
Πόση εἶναι ἡ δύναμις τῆς ἐπιρροῆς,
καὶ ἂν ἡ Ρηνούλα εἶχε γοητείαν καὶ ὄμμα ἐπιβάλλον διὰ ν᾿ ἀνατρέφῃ παιδία, τὸ ᾐσθάνθην
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τοῦ Πάσχα, ὅταν ἡ μικρὰ Τοτώ, ἡλικίας τότε τριάντα μηνῶν
περίπου, ἤρχισεν αἴφνης νὰ κλαυθμυρίζῃ ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχαν βάλει νὰ φάγῃ, διὰ
μίαν μικρὰν παράλειψιν. Ἡ Ρηνούλα ἐστράφη πρὸς τὴν μικρὰν καὶ τῆς εἶπεν ἁπλῶς μὲ
τὸν τρόπον καὶ μὲ τὸ βλέμμα ποὺ αὐτὴ ἤξευρε:
― Faut pas
pleurer! [φῶ πὰ πλερέ]. Δὲν πρέπει νὰ κλαῖς.
Κ᾽ ἡ μικρὰ ἐλούφαξεν ὡς ἐκ θαύματος.
Ὅταν ἀπεφάγαμεν, κ᾿ ἐσυγκρούσαμεν τὰ κόκκιν᾿ αὐγά, κ᾿ εἴχαμεν κενώσει τὰ τρία τέταρτα τῆς χιλιάρικης ―ἦτο ὡραῖον ρετσινᾶτο, ὅλον ἄρωμα καὶ πτῆσις καὶ ἀφρός― ἀφοῦ ἔψαλεν ὁ γέρων Φίλιππος τὸ Χριστὸς ἀνέστη (ὁ κὺρ Στέφανος δὲν ἤξευρεν ἄλλο νὰ ψάλῃ εἰμὴ τό, ψήσου γίδα ψήσου καὶ ροδοκοκκινίσου), ἠθέλησα κ᾿ ἐγὼ νὰ εἴπω τὸ Ἀναστάσεως ἡμέρα, τὸ ἀλλέγρο, τὸν πρῶτον δηλ. εἱρμὸν τοῦ Κανόνος τῆς ἡμέρας, ὄχι τὸ τελευταῖον τὸ δοξαστικόν, τὸ ἀργόν. Μόλις ἤνοιξα τὸ στόμα μου κ᾿ ἐπρόφερα:
Ἀναστάσεως ἡμέρα,
λαμπρυνθῶμεν λαοί·
Πάσχα Κυρίου Πάσχα…
λαμπρυνθῶμεν λαοί·
Πάσχα Κυρίου Πάσχα…
ἡ μικρὰ Τοτώ, βλέπουσα ἀτενῶς
πρός με, ἀφῆκεν ἀκράτητον ἐπιφώνημα χαρᾶς, κ᾿ ἔλαμψε τὸ προσωπάκι της, τὰ
ματάκια της, τὸ στόμα της, τὰ μάγουλά της, ὅλα ἐμόρφασαν κ᾿ ἐμειδίασαν ἄρρητον
μειδίαμα ἀγαλλιάσεως. Τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐπροξένησεν αἴσθησιν. Φαίνεται τῷ ὄντι ὅτι ἔχουν
ἄφατον ἄρωμα καὶ κάλλος μαρτυρούμενον «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων», αὐτὰ
τὰ ἐμπνευσμένα ᾄσματα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας.
Συγχρόνως ἡ Μαρία, μὲ
παιδικὴν χαρὰν κι αὐτή, ἀνέκραξεν:
― Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια
ποὺ ψέλνετε, κύριε.
―Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι
μου; ἠρώτησα.
― Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ-γλυκὰ
τραγουδάκια.
Τοῦτο μοῦ ἐνθύμισε μίαν ἄλλην
μικρὰν κορασίδα, τὴν Κούλαν (Ἀγγελικὴν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Ἁπλοῦς
μανάβης, ἢ ὀπωροπώλης, ἦτον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ εἶχε λάβει θεόθεν διὰ τὴν φιλοξενίαν
του τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ μικρὰ οἰκία ἦτο ξενὼν διὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς
διαβατικούς, διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς τυχόντας. Εἶχεν ἀπολύσει ἡ λειτουργία
μετὰ τὴν παννυχίδα εἰς τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἀντιδώρου,
ἡ γυνὴ τοῦ Μπούκη τοῦ φίλου μου, ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Ἀγγελικούλαν,
μ᾿ ἐπλησίασεν εἰς τὸ στασίδι, διὰ νὰ μοῦ ὑπομνήσῃ, ὡς συνήθως, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγω
εἰς τὸ γεῦμα. Τότε ἡ μικρὰ παιδίσκη (ἦτο ὣς ἐννέα ἐτῶν, ροδίνη καὶ καστανή, καὶ
τὴν εἶχαν υἱοθετήσει ἀπὸ τὸ Βρεφοκομεῖον, ὡς ἄτεκνον ὁποὺ ἦτο τὸ ἀνδρόγυνον· ἀλλ᾿
αὐτὴ τὸ ἠγνόει), μ᾿ ἐχαιρέτισε καὶ μοῦ λέγει:
―Ἐσύ, μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε,
ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ.
Τραγούδια τοῦ Θεοῦ! Ἔκτοτε
ἡ μικρὰ μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν
νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ
στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δύο ὥρας εἰς
τὸν Πολυέλεον, κ᾿ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῇ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα.
Ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἦτο 8η Σεπτεμβρίου, εἶχα ψάλει τὸ «Χαῖρε σεμνὴ μῆτερ καὶ
δούλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Μετὰ ἓξ ἡμέρας μὲ ἤκουσεν ἡ μικρὰ νὰ ψάλλω τὸ «Ἀγαλλιάσθω
τὰ δρυμοῦ ξύλα σύμπαντα». Καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Θεολόγου ἔψαλα τὸ «Φίλε μυστικέ,
Χριστοῦ ἐπιστήθιε». Καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἔμελψα τὸ «Δεῦρο Μάρτυς Χριστοῦ πρὸς
ἡμᾶς». Καὶ τῶν Εἰσοδίων ἔψαλα τὸ «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων». Καὶ τοῦ Ἁγίου
Νικολάου ἔψαλα «Τὴν Ζωοδόχον πηγὴν τὴν ἀέναον», καὶ «Τῆς Ἐκκλησίας τὰ ἄνθη
περιιπτάμενος». Καὶ τὰ Χριστούγεννα ἔψαλα τὸ «Θεὸς ὢν εἰρήνης». Καὶ τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου τὸ «Δεῦτε τοῦ Δεσπότου τὰ ἔνδοξα Χριστοῦ ὀνομαστήρια», καὶ τὸ «Σοῦ τὴν
φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Καὶ τῶν Φώτων ἔψαλα τὸ «Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγός».
Καὶ τῆς Ὑπαπαντῆς ἔψαλα τὸ «Χέρσον ἀβυσσοτόκον». Καὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ «Ὡς ἐμψύχῳ
Θεοῦ κιβωτῷ». Καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὸ «Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ», καὶ τῆς Ἀναλήψεως τὸ
«Θείῳ καλυφθείς». Καὶ τῆς Πεντηκοστῆς τὸ «Παράδοξα σήμερον». Καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
ἔψαλα τὸ «Σὲ τὴν ὑπερένδοξον νύμφην», καὶ τὸ «Ὁ Χριστοκήρυξ Σταυροῦ καύχημα
φέρων, σὺ τὴν πολυέραστον θείαν ἀγάπησιν». Καὶ τῆς Μεταμορφώσεως ἔψαλα τὸ «Πρὸ
τοῦ Σταυροῦ σου, Κύριε, ὄρος οὐρανὸν ἐμιμεῖτο». Καὶ εἰς τὴν μνήμην τῆς Παναγίας
ἔψαλα τὰ θεσπέσια ἐκεῖνα κελαδήματα, τὸ «Πεποικιλμένη» καὶ τὸ «Νενίκηνται», καὶ
τὸ «Συνέστειλε χορὸς τῶν Ἀποστόλων, τὸ Θεοδόχον σῶμα σου· εἰς οὐρανίους
θαλάμους πρὸς τὸν υἱὸν ἐκφοιτῶσα». Κ᾿ εἰς τὴν Ἀποτομὴν τοῦ Προδρόμου ἔψαλα τὸ
«Φρίττουσι πάθη τῶν βροτῶν», καὶ τόσα ἄλλα. Κ᾿ ἡ μικρὰ κόρη τὰ ᾐσθάνετο, καὶ τὰ
ἐπόθει καὶ τὰ ἐχαρακτήριζε, μὲ ἀγγελικὸν αἴσθημα, ὡς «τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
Ἔκτοτε ἀπουσίασα ἀπὸ τὰς Ἀθήνας.
Εἶχα ἐνθυμηθῆ τοὺς πτωχοὺς οἰκείους, εἰς τὴν μικρὰν πατρίδα μου, μακρὰν τῆς ὁποίας
εἶχα ζήσει, ἐκ μικρῶν διαλειμμάτων, ὑπὲρ τὸ ἥμισυ τῆς ζωῆς μου. Ὅταν τέλος μὲ εἶχον
βαρυνθῆ κ᾿ ἐκεῖ, ἐτόλμησα, μετὰ τρία ἔτη νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πρωτεύουσαν, μὲ τὴν
ἀμυδρὰν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ ἐγενόμην καὶ πάλιν βαρετὸς εἰς τοὺς φίλους μου.
Ἀφοῦ ἐκρύβην ἐπὶ ἑβδομάδα
εἰς ταπεινόν τινα ξενῶνα, ἐπῆγα λάθρᾳ μίαν πρωίαν νὰ ἀνταμώσω τὸν φίλον μου Νικόλαν
τὸν Μπούκην. Φεῦ! τί ἔμαθα; Ἡ μικρὰ Κούλα, ἥτις ἦγε τώρα τὸ ἑνδέκατον ἔτος τῆς ἡλικίας
της, ἦτον ἄρρωστη βαριά! Εἶχε δέκα ἡμέρας στὸ κρεβάτι, κι ὁ ἰατρὸς εἶπεν ὅτι ἦτο
κακὸς πυρετός, ἴσως τυφοειδοῦς φύσεως.
Ἐπῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ ὀπωροπωλεῖον, ὅπως μὲ
προέτρεψεν ὁ Νικόλας, διὰ νὰ βοηθήσω μὲ λόγια καὶ ἐνθαρρύνω τὴν μητέρα. Ἡ
πτωχή, ἥτις τὴν ἠγάπα ὡς νὰ ἦτο γέννημα τῶν σπλάγχνων της, ἴσως καὶ
περισσότερον, ἐχάρη ἅμα μὲ εἶδεν, εἶτα μοῦ ἔδειξε τὴν κλίνην. Ἡ μικρὰ Κούλα ἦτο
ἰσχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κ᾿ ἔκειτο σχεδὸν ἀναίσθητος ἐπὶ τῆς κλίνης. Εἶπα εἰς
τὴν μητέρα τὰ συνήθη λόγια τῆς παρηγορίας καὶ τῆς ἐνθαρρύνσεως, ἔμεινα δύο ὥρας
ἐκεῖ, εἶτα ἐπανῆλθα πάλιν τὸ δειλινόν, καὶ τὴν νύκτα, καὶ τὴν ἄλλην πρωίαν. Ἡ
Κούλα ἔβαινε χειρότερα. Εἶτα, τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐφάνη νὰ εἶχε βελτιωθῆ κάπως,
καὶ ᾐσθάνετο. Ἡ μητέρα της μοῦ εἶπε
νὰ πλησιάσω καὶ νὰ τῆς ὁμιλήσω.
― Περαστικά, Κούλα. Δὲν ἔχεις
τίποτα, κορίτσι μου.
―Ἄ! μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν
ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πῇς πάλι τὰ θεῖα… τραγούδια;
―Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα
γίνῃ ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθῃς, νὰ σοῦ τὰ πῶ.
― Νὰ μοῦ τὰ πῇς. Μὰ θὰ τ᾿ ἀκούσω;
―Ἅμα προσέχῃς, θὰ τ᾿ ἀκούσῃς…
― Ὤχ!
Ἐστέναξεν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα,
καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν
χεῖρα πρὸς τὸ οὖς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς
νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς
αἰσθήσεις της, κ᾿ ἐψιθύρισε:
― Μοσχοβολᾷ ἡ ψυχή μου.
Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά.
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν
προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ
κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «Ἄμωμον ὁδὸν» ἕως τὸν «Τελευταῖον ἀσπασμόν». Μόνος ὁ
παπα-Νικόλας ἀπ᾿ τὸν Ἁι-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν
ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
― Τί μουρμουρίζεις, παπά;
τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
― Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν
Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ παπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν
νηπίων.
Τῳόντι κ᾿ ἐγώ, μὲ ὅλον τὸν
πόνον καὶ τὰ δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὴν ἀκολουθίαν τῶν
Νηπίων. Καὶ ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ: «Τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων
ἀναρπασθὲν ἄγευστον» καὶ «ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρὸς καλιὰς ἐπουρανίους
ἔσωσας» καὶ «τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόποις ἀνέσεως, ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ ζῶν,
τάξαι σε Χριστὸς ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας» καὶ «οἷς ἀριθμοῖς τὸ πλάσμα σου, νήπιον
φοιτῆσαν τανῦν πρὸς σέ».
Καὶ ἀντὶ τοῦ «Δεῦτε
τελευταῖον», «Ὢ τίς μὴ θρηνήσει, τέκνον μου, ὅτι βρέφος ἄωρον ἐκ μητρικῶν ἀγκαλῶν
νῦν, ὥσπερ στρουθίον τάχος ἐπέτασας». Καὶ ἀκροτελεύτιον, ὕστερον ἀπὸ τόσα καὶ
τόσα τραγούδια τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα πρὸ τριῶν ἡμερῶν εἶχε προφητεύσει ὅτι δὲν θὰ ἠδύνατο
νὰ τ᾿ ἀκούσῃ, τό: «Ἄλγος τῷ Ἀδὰμ ἐχρημάτισεν, ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι ἐν Ἐδέμ,
ὅτε ὄφις ἰὸν ἐξηρεύξατο». Ἀλλὰ τὰ ἤκουε τάχα ἡ ἁγνὴ ψυχή, ἂν ὁ ἄγγελός της τῆς ἐπέτρεπε
νὰ περιίπταται ἐκεῖ γύρω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου