Κλήμης ο μακάριος Πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζησε δε
κατά τους χρόνους Δομετιανού του εν έτει πα΄ (81) βασιλεύσαντος, και των
διαδόχων αυτού Νέρβα και Τραϊανού, κατήγετο δε από γένος βασιλικόν, σοφώτατος
υπάρχων καθώς εις τα συγγράμματα και τους λόγους του φαίνεται, επειδή έμαθεν
όλην την ελληνικήν παιδείαν και έγινε θαυμαστός φιλόσοφος. Τον πατέρα του
ωνόμαζον Φαύστον και Ματθιδίαν την μητέρα του. Ημέραν δε τινα ταξιδεύοντες μαζί
με άλλους εναυγάγησαν. Διασωθείς δε αυτός υγιής με τρόπον θαυμάσιον, εύρε τον
Απόστολον Πέτρον και εδιδάχθη υπ’ αυτού την αληθινήν του Χριστού πίστιν,
γενόμενος κήρυξ του Ευαγγελίου επιμελέστατος· συνέγραψε δε και τας Διαταγάς των
Αποστόλων.
Ούτος εγένετο Επίσκοπος Ρώμης κατά το 91 έτος από Χριστού, τρίτος μετά την των Αποστόλων αναίρεσιν, ως καλός δε μαθητής του Πέτρου και άξιος του θρόνου διάδοχος εμιμείτο τας αρετάς του διδασκάλου του, τα ήθη, τους τρόπους και τα αγωνίσματα, διδάσκων Ιουδαίους και Έλληνας και γενόμενος «τοις πάσι… τα πάντα» (Α΄ Κορινθ. Θ:22), κατά τον θείον Παύλον, ίνα πάντας κερδήση και Χριστώ παραστήση με την ευσέβειαν· και τόσον ήτο ταπεινός και εις την διδαχήν γλυκύς και λόγιος, ώστε και αυτοί οι Έλληνες και Ιουδαίοι του είχον αγάπην πολλήν και ευλάβειαν, διότι δεν τους ήλεγχεν αποτόμως και αγρίως, αλλά με μεγάλην πραότητα και ταπείνωσιν έφερε τας αποδείξεις από τας βίβλους αυτών δια να είναι αξιοπιστότερος ο λόγος του, και δεν τους ελοιδόρει, ούτε ποσώς τους απεστρέφετο. Αλλά ως απολογούμενος έφερε μαρτυρίας από τας Γραφάς, αποδεικνύων εις αυτούς την αθλιότητα ενός εκάστου εκ των θεών των, ποίοι ήσαν και ποίας πράξεις ετέλεσαν και δια ποίαν αιτίαν οι άφρονες εκείνοι τους ενόμιζον θεούς. Εις το τέλος εκάστης διδαχής του εκήρυττε πάντοτε ο μακάριος Κλήμης την μεγάλην ευσπλαγχνίαν του αληθινού Θεού και το άπειρον αυτού έλεος, παρακινών αυτούς προς μετάνοιαν και υποσχόμενος εις αυτούς ότι η Βασιλεία των ουρανών είναι ανοικτή δια τους επιστρέφοντας, μόνον να παύσουν από τα πρότερα αμαρτήματα. Τους δε Ιουδαίους πάλιν ενεκωμίαζεν εις την αρχήν του λόγου, λέγων αυτούς εκλεκτόν λαόν του Θεού και περιούσιον, ως απογόνους του Αβραάμ, και άλλους επαίνους ομοίως· εις το τέλος δε επροτίμα την Νέαν Διαθήκην μη καταφρονών την Παλαιάν, δια να μη δώση εις αυτούς σκάνδαλον, αλλά ετελείωνε τον λόγον σοφώτατα και ούτως έκαμνεν εις όλους πολλήν ωφέλειαν, ελκύων έκαστον με την δεξιότητα των λόγων του προς ευσέβειαν. Προς τους Χριστιανούς δε πάλιν είχε πολλήν κηδεμονίαν, φροντίζων καθ’ εκάστην δια τους πένητας να μη τους λείψη τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος, τους οποίους όλους άνδρας τε και γυναίκας, χήρας και ορφανά της πόλεως έγραφεν εις χάρτην και έδιδεν εις έκαστον την πρέπουσαν ελεημοσύνην, να ζώσι με αυτάρκειαν. Ταύτα δε πράττων ο ευσπλαγχνος και χριστομίμητος Κλήμης ήτο εις όλους σεβαστός και παμπόθητος. Άρχων δε τις, Σισίνιος ονόματι, φίλος μεγάλος του βασιλέως Νερούα, τον εμίσησε και τον κατήγγειλεν, ότι διέστρεφε την τούτου ομόζυγον Θεοδώραν από το σέβας των ειδώλων και δεν επεμελείτο πλέον τα τέκνα και την οικίαν της, αλλά καθ’ εκάστην επήγαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών να ακούη τας διδασκαλίας των. Έχων λοιπόν αυτό το μίσος εις την καρδίαν του ο Σισίνιος, ωπλίζετο καθ’ εκάστην ημέραν υπό της αδίκου ζηλοτυπίας κεντούμενος και εμελέτα κατά της γυναικός επιβουλήν, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Ημέραν λοιπόν τινά υποπτευθείς ότι αύτη ήτο εις την σύναξιν των Χριστιανών, επήγε και αυτός κρυφίως με τους δούλους του, να ίδη τι έκαμνεν εκεί η γυνή του. Καθώς δε εισήλθεν εις τον Ναόν, εις τον οποίον ο Άγιος προσηύχετο, παρευθύς έμεινε τυφλός και κωφός ο Σισίνιος. Όθεν είπε προς τους δούλους του· «Υπάγετέ με χειραγωγούντες εις την οικίαν μου, διότι αίφνης μου ήλθε κακόν τι και δεν βλέπω, ούτε ακούω τελείως». Οι δε δούλοι, λαβόντες αυτόν από την χείρα, εδοκίμαζον να εξέλθουν έξω της Εκκλησίας και δεν ηδύναντο, αλλά εγύριζαν εδώ και εκεί ανωφελώς. Διότι θεία Δύναμις τους ημπόδιζε, δια να σωφρονισθή ο ανόητος. Η δε Θεοδώρα, ως είδεν αυτούς, ηρώτησε την αιτίαν, και της είπον την αλήθειαν. Όθεν έκαμε προσευχήν μετά δακρύων προς Κύριον να του συγχωρήση την έξοδον· και ούτως εγένετο. Απελθόντες οι δούλοι εις την οικίαν, έβαλον εις το στρώμα τον Σισίνιον ούτω κωφόν και πάντυφλον. Έπειτα επέστρεψαν εις την Θεοδώραν και της ανήγγειλαν καταλεπτώς την υπόθεσιν, ήτις ελυπήθη ως συμπαθής και προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, μετά δακρύων δεομένη να θεραπεύση τον άνδρα της. Ο δε Κλήμης επήγεν εις τον οίκον του ασθενούς και δακρύσας επάνω αυτού προσηύξατο προς τον Θεόν λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ο διανοίξας τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, διάνοιξον τους οφθαλμούς και τα ώτα και του ανδρός τούτου, επειδή μας έταξες να λαμβάνωμεν όσα από την αγαθότητά σου ζητήσωμεν». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, ο ασθενής ευθύς ιατρεύθη από την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών, αλλά η ψυχή του έμεινε πάλιν εις την προτέραν πλάνην, και νομίζων ότι ο Άγιος ήτο μάγος και του έκαμε γοητείαν τινά και ετυφλώθη το πρότερον, προσέταξε τους υπηρέτας του να τον δέσουν δια να ανταμείψη τοιουτοτρόπως την χάριν ο αχάριστος. Οι δε υπηρέται έλαβον τους ξυλίνους και λιθίνους θεούς αυτών νομίζοντες ότι αυτός είναι ο Άγιος και τους έδεσαν, διότι εμωράνθησαν υπό της θείας δίκης αυτοί και ο αυθέντης των και δεν έβλεπον τι έκαμναν· και ούτως ο μεν Σισίνιος, νομίζων ότι είδε τον Άγιον δεδεμένον, εκαυχάτο κατ’ αυτού ταύτα λέγων· «Εγώ θα απολέσω, ω Κλήμη, γρήγορα τας μαντείας σου δια να σωφρονίσω και άλλους γόητας». Ο δε Άγιος αβλαβής διαφυλαχθείς και ανέγγικτος, έλεγε ταύτα προς τον ανόητον· «Πεπώρωσαι την καρδίαν, ταλαίπωρε, και έδεσες τους θεούς τους οποίους προσεκύνεις πρότερον και αμύνεσαι κατ’ αυτών, αφρονέστατε!». Ούτω δε ειπών ηυλόγησε την Θεοδώραν και ανεχώρησε, προστάσσων αυτήν να προσεύχεται προς τον Θεόν δια τον άνδρα της ακατάπαυστα, να επιστρέψη προς την ευσέβειαν. Καθώς λοιπόν εκείνη μετά δακρύων εδέετο, της εφάνη προς εσπέραν άνθρωπός τις λευκοπώγων και αιδέσιμος, όμοιος του Αποστόλου Πέτρου, και της λέγει· «Δια σε ευεραπεύθη ο άνδρας σου, δια να αγιασθή και ο ανήρ χάριν της γυναικός, καθώς και ο αδελφός μου Παύλος προείπεν». Ούτως ειπών, έγινεν άφαντος ο φαινόμενος. Ο δε Σισίνιος, μεταμεληθείς θεία Χάριτι, εφώνησε την Θεοδώραν και της λέγει· «Πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθή και μόνον Θεόν, τον οποίον παρακάλεσον με δάκρυα να μου συγχωρήση τα πρότερα αγνοήματα. Δεύτερον μεσίτευσον προς τον Αρχιεπίσκοπον, να μη ενθυμηθή την αχαριστίαν, την οποίαν έδειξα εις αυτόν, αλλ’ ως εύσπλαγχνου Θεού μαθητής να μου αφήση εκ καρδίας το πταίσιμον». Ταύτα ακούσασα η γυνή από την χαράν εδάκρυσε και σπεύσασα το ανήγγειλε προς τον Άγιον. Ο δε έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του Σισινίου, ο οποίος τον υπεδέχθη με πολλήν ταπείνωσιν, και πίπτων μετά θερμών δακρύων εις τους πόδας του Αγίου έλεγε συντετριμμένος τω πνεύματι· «Ευχαριστώ τον αληθή και μόνον Θεόν και την σην Αγιότητα, ότι με την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών εφώτισε την ψυχήν μου, να γνωρίσω την αλήθειαν, και ηννόησα ακριβώς την απάτην και ματαιότητα των Ελλήνων. Όθεν ολοψύχως αποδέχομαι της ευσεβείας το κήρυγμα». Ήτο δε τότε η εορτή του Πάσχα και έγινεν εις την οικίαν εκείνην μεγάλη πανήγυρις και εβαπτίσθησαν με τον Σισίνιον όλοι οι συγγενείς τε και φίλοι και δούλοι του άνδρες και γυναίκες ψυχαί τετρακόσιαι είκοσι τρεις, από τους οποίους ήσαν τινές φίλοι και γνώριμοι του βασιλέως. Ταύτα βλέπων ο πονηρότατος Πούπλιος, όστις ήτο κόμης εκείνον τον καιρόν, εδυστρόπει διότι ηύξανεν η ευσέβεια. Έβαλε λοιπόν κατά νουν να θανατώση τον Κλήμεντα, όστις ήτο εις ταύτα αίτιος· και διαφθείρας ανθρώπους τινάς με αργύρια, τους συνεβούλευσε να κάμουν στάσιν και σύγχυσιν προς τον έπαρχον και να τον παρακινήσουν να θανατώση το συντομώτερον τον Κλήμεντα. Απελθόντες λοιπόν εσυκοφάντησαν αυτόν ως πλάνον και γόητα, ότι εβλασφήμει τους θεούς και τους βωμούς εκ βάθρων κατηδάφιζε, προσκυνών Θεόν νεώτερον, του οποίου έκτιζε πανταχού Εκκλησίας και θυσιαστήρια. Έτεροι δε, οίτινες δεν επήραν αργύρια, επαινούσαν τον Άγιον, τας υαυματουργίας αυτού διηγούμενοι και τας ευεργεσίας τας οποίας έκαμεν ολοκλήρου της πόλεως. Βλέπων λοιπόν ο έπαρχος την μεγάλην φιλονικίαν του λαού και την στασίασιν εκάλεσε κρυφίως προς εαυτόν τον Άγιον και εδοκίμασε πολύ με κολακείας να τον διαστρέψη προς την ασέβειαν. Βλέπων δε ότι ήτο γενναίος και ανίκητος, ανέφερε προς τον νέον βασιλέα Τραϊανόν, όστις διεδέχθη τον αποθανόντα Νερούαν, ότι ήτο μεγάλη στάσις εις την πόλιν δια τον Κλήμεντα. Όθεν ο βασιλεύς έγραψε κατ’ αυτού απόφασιν να τον εξορίσουν «πέραν του Πόντου εις έρημόν τινα πόλιν» ευρισκομένην πλησίον της Χερσώνος. Ο δε έπαρχος ελυπείτο τον Άγιον να υπάγη εις τοιαύτην δεινήν εξορίαν και τον συνεβούλευσε να θυσιάση εις τα είδωλα· και ο Άγιος πάλιν από το άλλο μέρος εδοκίμασε πολλά δια των γλυκυτάτων λόγων του να επιστρέψη τον έπαρχον, όστις, όταν είδε το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, τον απεχαιρέτησε με στεναγμούς και δάκρυα λέγων· «Ο Θεός, τον οποίον λατρεύεις, να σου είναι βοηθός εις την δεινήν αυτήν εξορίαν». Ούτως είπε και ευτρεπίσας πλοίον, του έδωσεν όλα τα χρειαζόμενα και εναγκαλισθείς αυτόν και καταφιλήσας απέλυσεν. Ηκολούθησαν δε τον Άγιον πολλοί ευλαβείς και φθάσαντες εις την εξορίαν, εύρον δύο χιλιάδας Χριστιανούς, τους οποίους είχον καταδικασμένους να κόπτωσι μάρμαρα, οίτινες εις την παρουσίαν του μακαρίου Κλήμεντος εχάρησαν και προσκυνήσαντες αυτόν ησπάζοντο τας χείρας του με ευλάβειαν, διηγούντο δε τας συμφοράς και στενοχωρίας των, την των αναγκαίων υστέρησιν και το χειρότερον από όλα, ότι δεν είχον ύδωρ εις τοιαύτην εργασίαν κοπιαστικήν και πολύμοχθον, να δροσίσουν την δίψαν των, αλλά επήγαιναν και το έφεραν από μακράν τεσσαράκοντα πέντε στάδια. Συμπονέσας λοιπόν αυτούς εδάκρυσε και πολύ τους παρηγόρησε, λέγων ότι θέλημα Θεού ήτο να εξορισθή δια να συγκοινωνήση και αυτός εις τας βασάνους και τα παθήματα αυτών. Ταύτα ειπών προσέταξεν άπαντας να κάμωσι κοινώς προσευχήν μετ’ αυτού, δεόμενοι του παντοδυνάμου Θεού να τους δώση ύδωρ ως εύσπλαγχνος. Καθώς δε ο Άγιος ηύχετο, εκύτταξεν εις τα πέριξ και βλέπει μακρόθεν αρνίον, όπερ εσήκωνε τον δεξιόν του πόδα και του εδείκνυε την γην, ήτις ήτο έμπροσθεν αυτού, το οποίον αρνίον δεν το έβλεπεν άλλος τις, ειμή μόνον ο Άγιος, όστις επήγε με τρεις ανθρώπους και τους είπε να σκάψουν εις τον τόπον, εις τον οποίον το αρνίον ίστατο· και αφού έκαμαν μικρόν λάκκον, λαμβάνει τον σκαπτήρα ο Άγιος και κρούσας ελαφρά είπε ταύτα· «Εις το όνομα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού, να εξέλθη ύδωρ εις τούτον τον τόπον γλυκύτατον». Ούτως ειπών (ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ Παντοδύναμε!) εξήλθε τόσον ύδωρ, ώστε έγινε ποταμός μέγας, και τοιούτον ύδωρ ηδύτατον, ώστε όλοι ηυφράνθησαν πίνοντες. Από το θαυμάσιον αυτό έλαβον οι εγχώριοι Έλληνες τόσην ευλάβειαν προς αυτόν, ώστε έτρεχον καθ’ εκάστην και ήκουον την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, επέστρεφον δε εις την ευσέβειαν πολλοί και εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κτίζοντες Εκκλησίας, τους δε βωμούς κρημνίζοντες· εντός δε ενός έτους, όπου έκαμεν εκεί ο Άγιος, έκτισεν εβδομήκοντα πέντε Ναούς· οι δε πιστεύσαντες κατέκαυσαν όλα τα σεβάσματα όσα είχον αφιερωμένα εις τους δαίμονας και πάσαν απάτην των δαιμόνων ηφάνισαν. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, έστειλεν ένα ηγεμόνα, Αφειδιανόν ονόματι, ίνα δια παντός τρόπου αφανίση την ευσέβειαν, φθάσας δε εις την Χερσώνα εβασάνισε πολλούς με διάφορα κολαστήρια. Έπειτα ιδών ότι ήσαν άπαντες σύμφωνοι να μαρτυρήσουν και λίαν πρόθυμοι, έβαλεν εις τον νουν του να θανατώση μόνον τον αίτιον. Έδωκε λοιπόν εις τον μακάριον Κλήμεντα δεινά κολαστήρια και πολλά τον επείραξεν. Έπειτα ιδών ότι όσον εκείνος έπασχε περισσότερον, τόσον μάλλον εστερεούντο οι επίλοιποι, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να δέσουν εις τον λαιμόν του άγκυραν και να τον βυθίσουν εις το πέλαγος, δια να μη εύρουν οι πιστοί το τίμιον αυτού λείψανον. Τούτο δε γενομένου ίστατο το πλήθος των Χριστιανών εις το πέλαγος και εθρήνουν ελεεινώς τον διδάσκαλον. Κορνήλιος δε και Φοίβος οι μαθηταί αυτού εφώναζαν πενθούντες απαραμύθητα και προσέαξαν τους λοιπούς να κάμουν όλοι προς τον Θεόν κοινήν παράκλησιν, ίνα εξέλθη εις την γην το λείψανον του Αγίου. Ενώ λοιπόν προσηύχοντο κλαίοντες, εθαυματουργήθη και τότε τέρας εξαίσιον του εν τη Ερυθρά Θαλάσση υπό Μωϋσέως τελεσθέντος παραδοξότερον. Και σύρεται μεν οπίσω η θάλασσα στάδια είκοσι, προσελθόντες δε δια ξηράς οι Χριστιανοί (ω της αρρήτου σου, Χριστέ, και παντοδυνάμου δυνάμεως!) ευρίσκουσι λίθον μέγαν πεπελεκημένον ως Εκκλησίαν και κατεσκευασμένον από την απόρρητον του Θεού σοφίαν με τέχνην εξαίσιον. Μέσα εις τον αχειροποίητον αυτόν Ναόν έκειτο λαμπρώς το άγιον λείψανον, πλησίον δε του λίθου έκειτο η βαρυτάτη εκείνη άγκυρα. Θέλοντες δε οι προαναφερθέντες μαθηταί του Αγίου Φοίβος και Κορνήλιος να εγείρουν το άγιον αυτού λείψανον, ήκουσαν ουρανόθεν φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Αφήτέ τον αυτού όπου ο Κύριος θαυμασίως τον ενεταφίασε, με την δύναμιν του οποίου καθ’ έκαστον έτος θέλει σύρεται οπίσω η θάλασσα εις τιμήν και μνήμην αυτού και θα ίσταται ούτως ημέρας επτά, δια να έρχωνται οι πιστοί να εορτάζωσι την πανήγυριν». Ταύτα ακούσαντες εδόξασαν τον Θεόν και ασπασάμενοι μόνον το σεβάσμιον λείψανον, υπέστρεψαν χαίροντες· όχι δε μόνον τότε έγινε τούτο το φρικτόν και θαυμάσιον τεράστιον, αλλά καθ’ έκαστον έτος κατόπιν εις την μνήμην του Ιερομάρτυρος εσύρετο ως άνωθεν είπομεν η θάλασσα, δίδουσα άδειαν εις τους πιστούς να εορτάζωσι την πανήγυριν, εις την οποίαν εγίνοντο μεγάλα θαυμάσια εις όλους τους κακώς έχοντας· όσοι δε έπιναν ύδωρ από το θαλάσιον εκείνο όπερ ήτο εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου, εθεραπεύοντο από πάσαν ασθένειαν. Όθεν εις ολίγον καιρόν έγιναν όλοι Χριστιανοί, όσοι κατοικούσαν εις εκείνα τα μέρη, τοσαύτα και τοιαύτα θαυμάσια βλέποντες. Αλλά ακούσατε και άλλο των προειρημένων παραδοξότερον. Άνθρωπος τις θεοσεβής, έχων ευλάβειαν προς τον Άγιον, επήγε να τον προσκυνήση με την γυναίκα του, έχοντες και εν παιδίον μικρόν εις την συνοδείαν των. Ούτοι εσταμάτησαν εις τον Ναόν του Αγίου ευχόμενοι να πολυχρονίση το τέκνον των και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, όταν έμελλε να στρέψη πάλιν η θάλασσα εις τον τόπον της, έφυγαν οι γονείς του παιδίου με τους άλλους Χριστιανούς βιαστικοί δια να μη τους σκεπάση η θάλασσα και από την σύγχυσιν την πολλήν άφησαν εκεί το παιδίον και δεν εστοχάσθησαν ότι έλειπεν, έως ου εσκέπασαν τον τάφον τα ύδατα και τότε ζητούντες αυτό αντελήφθησαν ότι έμεινεν εις τον Ναόν του Αγίου. Όθεν μεγάλως και πολύ κλαύσαντες, επέστρεψαν εις την οικίαν των· και τότε ιδόντες τα ομάτια του φιλτάτου παιδός παντέρημα, ηύξησαν μάλλον τον θρήνον και εκόπτοντο απαραμύθητα. Όταν δε ήλθε πάλιν τον άλλον χρόνον η πανήγυρις του Αγίου, επήγαν και αυτοί να ερευνήσουν, μήπως και εύρουν τα οστά του αγαπημένου τέκνου των. Υπεχώρησαν λοιπόν πάλιν τα ύδατα κατά το σύνηθες και έδραμον πρότερον από όλους εις τον θεόκτιστον Ναόν εκείνον του Ιερομάρτυρος και φθάσαντες εκεί βλέπουσι το παιδίον (μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!) όπερ ίστατο πλησίον του Αγίου αγαλλόμενον. Ταύτα βλέποντες οι γονείς του παιδίου πρώτον μεν είχον αμφιβολίαν, μήπως και ήτο φάντασμα το φαινόμενον. Έπειτα κυττάζοντες επιμελέστερα, εγνώρισαν ότι εκείνο ήτο κατά αλήθειαν. Ενηγκαλίσθησαν λοιπόν αυτό και κατεφίλουν γλυκύτατα, από δε την πολλήν των χαράν εδάκρυζον. Έπειτα το ηρώτησαν ακριβώς τις το έτρεφε τόσον καιρόν και το εφύλαττεν εις την θάλασσαν από τους ιχθείς αβλαβές. Το δε παιδίον έδειξε δακτυλοειδώς τον Άγιον λέγον· «Ούτος με έτρεφεν επιμελώς και αβλαβή διεφύλαττε». Τότε οι γονείς, μεταβάλλοντες την προτέραν λύπην εις αγαλλίασιν, ηυχαρίστουν τον Κύριον λέγοντες· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού», και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, αφού ετέλεσαν την εορτήν χαρμοσύνως, επέστρεψαν εις την οικίαν των, έχοντες συνοδοιπορούντα εκείνον όπερ ενόμιζον ιχθύων και άλλων ζώων θαλασσίων βρώμα γενόμενον και ούτε καν τεμάχιον οστού είχον ελπίδα να εύρωσι. Τοιουτοτρόπως ο Βασιλεύςτων βασιλευόντων Χριστός, ο κοινός απάντων Δεσπότης, τιμά τους δούλους του, όσοι δηλονότι εκακοπάθησαν δι’ αγάπην του και τους δοξάζει εις τούτον τον κόσμον με τοιαύτα φρικτά θαυμάσια και εις τον μέλλοντα πάλιν τους κάμνει συγκληρονόμους της αιωνίου Βασιλείας Του. Ης γένοιτο επιτυχείν και ημάς τη αυτού φιλανθρωπία και Χάριτι. Μεθ’ ου τω Πατρί δόξα άμα τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ούτος εγένετο Επίσκοπος Ρώμης κατά το 91 έτος από Χριστού, τρίτος μετά την των Αποστόλων αναίρεσιν, ως καλός δε μαθητής του Πέτρου και άξιος του θρόνου διάδοχος εμιμείτο τας αρετάς του διδασκάλου του, τα ήθη, τους τρόπους και τα αγωνίσματα, διδάσκων Ιουδαίους και Έλληνας και γενόμενος «τοις πάσι… τα πάντα» (Α΄ Κορινθ. Θ:22), κατά τον θείον Παύλον, ίνα πάντας κερδήση και Χριστώ παραστήση με την ευσέβειαν· και τόσον ήτο ταπεινός και εις την διδαχήν γλυκύς και λόγιος, ώστε και αυτοί οι Έλληνες και Ιουδαίοι του είχον αγάπην πολλήν και ευλάβειαν, διότι δεν τους ήλεγχεν αποτόμως και αγρίως, αλλά με μεγάλην πραότητα και ταπείνωσιν έφερε τας αποδείξεις από τας βίβλους αυτών δια να είναι αξιοπιστότερος ο λόγος του, και δεν τους ελοιδόρει, ούτε ποσώς τους απεστρέφετο. Αλλά ως απολογούμενος έφερε μαρτυρίας από τας Γραφάς, αποδεικνύων εις αυτούς την αθλιότητα ενός εκάστου εκ των θεών των, ποίοι ήσαν και ποίας πράξεις ετέλεσαν και δια ποίαν αιτίαν οι άφρονες εκείνοι τους ενόμιζον θεούς. Εις το τέλος εκάστης διδαχής του εκήρυττε πάντοτε ο μακάριος Κλήμης την μεγάλην ευσπλαγχνίαν του αληθινού Θεού και το άπειρον αυτού έλεος, παρακινών αυτούς προς μετάνοιαν και υποσχόμενος εις αυτούς ότι η Βασιλεία των ουρανών είναι ανοικτή δια τους επιστρέφοντας, μόνον να παύσουν από τα πρότερα αμαρτήματα. Τους δε Ιουδαίους πάλιν ενεκωμίαζεν εις την αρχήν του λόγου, λέγων αυτούς εκλεκτόν λαόν του Θεού και περιούσιον, ως απογόνους του Αβραάμ, και άλλους επαίνους ομοίως· εις το τέλος δε επροτίμα την Νέαν Διαθήκην μη καταφρονών την Παλαιάν, δια να μη δώση εις αυτούς σκάνδαλον, αλλά ετελείωνε τον λόγον σοφώτατα και ούτως έκαμνεν εις όλους πολλήν ωφέλειαν, ελκύων έκαστον με την δεξιότητα των λόγων του προς ευσέβειαν. Προς τους Χριστιανούς δε πάλιν είχε πολλήν κηδεμονίαν, φροντίζων καθ’ εκάστην δια τους πένητας να μη τους λείψη τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος, τους οποίους όλους άνδρας τε και γυναίκας, χήρας και ορφανά της πόλεως έγραφεν εις χάρτην και έδιδεν εις έκαστον την πρέπουσαν ελεημοσύνην, να ζώσι με αυτάρκειαν. Ταύτα δε πράττων ο ευσπλαγχνος και χριστομίμητος Κλήμης ήτο εις όλους σεβαστός και παμπόθητος. Άρχων δε τις, Σισίνιος ονόματι, φίλος μεγάλος του βασιλέως Νερούα, τον εμίσησε και τον κατήγγειλεν, ότι διέστρεφε την τούτου ομόζυγον Θεοδώραν από το σέβας των ειδώλων και δεν επεμελείτο πλέον τα τέκνα και την οικίαν της, αλλά καθ’ εκάστην επήγαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών να ακούη τας διδασκαλίας των. Έχων λοιπόν αυτό το μίσος εις την καρδίαν του ο Σισίνιος, ωπλίζετο καθ’ εκάστην ημέραν υπό της αδίκου ζηλοτυπίας κεντούμενος και εμελέτα κατά της γυναικός επιβουλήν, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Ημέραν λοιπόν τινά υποπτευθείς ότι αύτη ήτο εις την σύναξιν των Χριστιανών, επήγε και αυτός κρυφίως με τους δούλους του, να ίδη τι έκαμνεν εκεί η γυνή του. Καθώς δε εισήλθεν εις τον Ναόν, εις τον οποίον ο Άγιος προσηύχετο, παρευθύς έμεινε τυφλός και κωφός ο Σισίνιος. Όθεν είπε προς τους δούλους του· «Υπάγετέ με χειραγωγούντες εις την οικίαν μου, διότι αίφνης μου ήλθε κακόν τι και δεν βλέπω, ούτε ακούω τελείως». Οι δε δούλοι, λαβόντες αυτόν από την χείρα, εδοκίμαζον να εξέλθουν έξω της Εκκλησίας και δεν ηδύναντο, αλλά εγύριζαν εδώ και εκεί ανωφελώς. Διότι θεία Δύναμις τους ημπόδιζε, δια να σωφρονισθή ο ανόητος. Η δε Θεοδώρα, ως είδεν αυτούς, ηρώτησε την αιτίαν, και της είπον την αλήθειαν. Όθεν έκαμε προσευχήν μετά δακρύων προς Κύριον να του συγχωρήση την έξοδον· και ούτως εγένετο. Απελθόντες οι δούλοι εις την οικίαν, έβαλον εις το στρώμα τον Σισίνιον ούτω κωφόν και πάντυφλον. Έπειτα επέστρεψαν εις την Θεοδώραν και της ανήγγειλαν καταλεπτώς την υπόθεσιν, ήτις ελυπήθη ως συμπαθής και προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, μετά δακρύων δεομένη να θεραπεύση τον άνδρα της. Ο δε Κλήμης επήγεν εις τον οίκον του ασθενούς και δακρύσας επάνω αυτού προσηύξατο προς τον Θεόν λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ο διανοίξας τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, διάνοιξον τους οφθαλμούς και τα ώτα και του ανδρός τούτου, επειδή μας έταξες να λαμβάνωμεν όσα από την αγαθότητά σου ζητήσωμεν». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, ο ασθενής ευθύς ιατρεύθη από την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών, αλλά η ψυχή του έμεινε πάλιν εις την προτέραν πλάνην, και νομίζων ότι ο Άγιος ήτο μάγος και του έκαμε γοητείαν τινά και ετυφλώθη το πρότερον, προσέταξε τους υπηρέτας του να τον δέσουν δια να ανταμείψη τοιουτοτρόπως την χάριν ο αχάριστος. Οι δε υπηρέται έλαβον τους ξυλίνους και λιθίνους θεούς αυτών νομίζοντες ότι αυτός είναι ο Άγιος και τους έδεσαν, διότι εμωράνθησαν υπό της θείας δίκης αυτοί και ο αυθέντης των και δεν έβλεπον τι έκαμναν· και ούτως ο μεν Σισίνιος, νομίζων ότι είδε τον Άγιον δεδεμένον, εκαυχάτο κατ’ αυτού ταύτα λέγων· «Εγώ θα απολέσω, ω Κλήμη, γρήγορα τας μαντείας σου δια να σωφρονίσω και άλλους γόητας». Ο δε Άγιος αβλαβής διαφυλαχθείς και ανέγγικτος, έλεγε ταύτα προς τον ανόητον· «Πεπώρωσαι την καρδίαν, ταλαίπωρε, και έδεσες τους θεούς τους οποίους προσεκύνεις πρότερον και αμύνεσαι κατ’ αυτών, αφρονέστατε!». Ούτω δε ειπών ηυλόγησε την Θεοδώραν και ανεχώρησε, προστάσσων αυτήν να προσεύχεται προς τον Θεόν δια τον άνδρα της ακατάπαυστα, να επιστρέψη προς την ευσέβειαν. Καθώς λοιπόν εκείνη μετά δακρύων εδέετο, της εφάνη προς εσπέραν άνθρωπός τις λευκοπώγων και αιδέσιμος, όμοιος του Αποστόλου Πέτρου, και της λέγει· «Δια σε ευεραπεύθη ο άνδρας σου, δια να αγιασθή και ο ανήρ χάριν της γυναικός, καθώς και ο αδελφός μου Παύλος προείπεν». Ούτως ειπών, έγινεν άφαντος ο φαινόμενος. Ο δε Σισίνιος, μεταμεληθείς θεία Χάριτι, εφώνησε την Θεοδώραν και της λέγει· «Πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθή και μόνον Θεόν, τον οποίον παρακάλεσον με δάκρυα να μου συγχωρήση τα πρότερα αγνοήματα. Δεύτερον μεσίτευσον προς τον Αρχιεπίσκοπον, να μη ενθυμηθή την αχαριστίαν, την οποίαν έδειξα εις αυτόν, αλλ’ ως εύσπλαγχνου Θεού μαθητής να μου αφήση εκ καρδίας το πταίσιμον». Ταύτα ακούσασα η γυνή από την χαράν εδάκρυσε και σπεύσασα το ανήγγειλε προς τον Άγιον. Ο δε έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του Σισινίου, ο οποίος τον υπεδέχθη με πολλήν ταπείνωσιν, και πίπτων μετά θερμών δακρύων εις τους πόδας του Αγίου έλεγε συντετριμμένος τω πνεύματι· «Ευχαριστώ τον αληθή και μόνον Θεόν και την σην Αγιότητα, ότι με την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών εφώτισε την ψυχήν μου, να γνωρίσω την αλήθειαν, και ηννόησα ακριβώς την απάτην και ματαιότητα των Ελλήνων. Όθεν ολοψύχως αποδέχομαι της ευσεβείας το κήρυγμα». Ήτο δε τότε η εορτή του Πάσχα και έγινεν εις την οικίαν εκείνην μεγάλη πανήγυρις και εβαπτίσθησαν με τον Σισίνιον όλοι οι συγγενείς τε και φίλοι και δούλοι του άνδρες και γυναίκες ψυχαί τετρακόσιαι είκοσι τρεις, από τους οποίους ήσαν τινές φίλοι και γνώριμοι του βασιλέως. Ταύτα βλέπων ο πονηρότατος Πούπλιος, όστις ήτο κόμης εκείνον τον καιρόν, εδυστρόπει διότι ηύξανεν η ευσέβεια. Έβαλε λοιπόν κατά νουν να θανατώση τον Κλήμεντα, όστις ήτο εις ταύτα αίτιος· και διαφθείρας ανθρώπους τινάς με αργύρια, τους συνεβούλευσε να κάμουν στάσιν και σύγχυσιν προς τον έπαρχον και να τον παρακινήσουν να θανατώση το συντομώτερον τον Κλήμεντα. Απελθόντες λοιπόν εσυκοφάντησαν αυτόν ως πλάνον και γόητα, ότι εβλασφήμει τους θεούς και τους βωμούς εκ βάθρων κατηδάφιζε, προσκυνών Θεόν νεώτερον, του οποίου έκτιζε πανταχού Εκκλησίας και θυσιαστήρια. Έτεροι δε, οίτινες δεν επήραν αργύρια, επαινούσαν τον Άγιον, τας υαυματουργίας αυτού διηγούμενοι και τας ευεργεσίας τας οποίας έκαμεν ολοκλήρου της πόλεως. Βλέπων λοιπόν ο έπαρχος την μεγάλην φιλονικίαν του λαού και την στασίασιν εκάλεσε κρυφίως προς εαυτόν τον Άγιον και εδοκίμασε πολύ με κολακείας να τον διαστρέψη προς την ασέβειαν. Βλέπων δε ότι ήτο γενναίος και ανίκητος, ανέφερε προς τον νέον βασιλέα Τραϊανόν, όστις διεδέχθη τον αποθανόντα Νερούαν, ότι ήτο μεγάλη στάσις εις την πόλιν δια τον Κλήμεντα. Όθεν ο βασιλεύς έγραψε κατ’ αυτού απόφασιν να τον εξορίσουν «πέραν του Πόντου εις έρημόν τινα πόλιν» ευρισκομένην πλησίον της Χερσώνος. Ο δε έπαρχος ελυπείτο τον Άγιον να υπάγη εις τοιαύτην δεινήν εξορίαν και τον συνεβούλευσε να θυσιάση εις τα είδωλα· και ο Άγιος πάλιν από το άλλο μέρος εδοκίμασε πολλά δια των γλυκυτάτων λόγων του να επιστρέψη τον έπαρχον, όστις, όταν είδε το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, τον απεχαιρέτησε με στεναγμούς και δάκρυα λέγων· «Ο Θεός, τον οποίον λατρεύεις, να σου είναι βοηθός εις την δεινήν αυτήν εξορίαν». Ούτως είπε και ευτρεπίσας πλοίον, του έδωσεν όλα τα χρειαζόμενα και εναγκαλισθείς αυτόν και καταφιλήσας απέλυσεν. Ηκολούθησαν δε τον Άγιον πολλοί ευλαβείς και φθάσαντες εις την εξορίαν, εύρον δύο χιλιάδας Χριστιανούς, τους οποίους είχον καταδικασμένους να κόπτωσι μάρμαρα, οίτινες εις την παρουσίαν του μακαρίου Κλήμεντος εχάρησαν και προσκυνήσαντες αυτόν ησπάζοντο τας χείρας του με ευλάβειαν, διηγούντο δε τας συμφοράς και στενοχωρίας των, την των αναγκαίων υστέρησιν και το χειρότερον από όλα, ότι δεν είχον ύδωρ εις τοιαύτην εργασίαν κοπιαστικήν και πολύμοχθον, να δροσίσουν την δίψαν των, αλλά επήγαιναν και το έφεραν από μακράν τεσσαράκοντα πέντε στάδια. Συμπονέσας λοιπόν αυτούς εδάκρυσε και πολύ τους παρηγόρησε, λέγων ότι θέλημα Θεού ήτο να εξορισθή δια να συγκοινωνήση και αυτός εις τας βασάνους και τα παθήματα αυτών. Ταύτα ειπών προσέταξεν άπαντας να κάμωσι κοινώς προσευχήν μετ’ αυτού, δεόμενοι του παντοδυνάμου Θεού να τους δώση ύδωρ ως εύσπλαγχνος. Καθώς δε ο Άγιος ηύχετο, εκύτταξεν εις τα πέριξ και βλέπει μακρόθεν αρνίον, όπερ εσήκωνε τον δεξιόν του πόδα και του εδείκνυε την γην, ήτις ήτο έμπροσθεν αυτού, το οποίον αρνίον δεν το έβλεπεν άλλος τις, ειμή μόνον ο Άγιος, όστις επήγε με τρεις ανθρώπους και τους είπε να σκάψουν εις τον τόπον, εις τον οποίον το αρνίον ίστατο· και αφού έκαμαν μικρόν λάκκον, λαμβάνει τον σκαπτήρα ο Άγιος και κρούσας ελαφρά είπε ταύτα· «Εις το όνομα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού, να εξέλθη ύδωρ εις τούτον τον τόπον γλυκύτατον». Ούτως ειπών (ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ Παντοδύναμε!) εξήλθε τόσον ύδωρ, ώστε έγινε ποταμός μέγας, και τοιούτον ύδωρ ηδύτατον, ώστε όλοι ηυφράνθησαν πίνοντες. Από το θαυμάσιον αυτό έλαβον οι εγχώριοι Έλληνες τόσην ευλάβειαν προς αυτόν, ώστε έτρεχον καθ’ εκάστην και ήκουον την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, επέστρεφον δε εις την ευσέβειαν πολλοί και εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κτίζοντες Εκκλησίας, τους δε βωμούς κρημνίζοντες· εντός δε ενός έτους, όπου έκαμεν εκεί ο Άγιος, έκτισεν εβδομήκοντα πέντε Ναούς· οι δε πιστεύσαντες κατέκαυσαν όλα τα σεβάσματα όσα είχον αφιερωμένα εις τους δαίμονας και πάσαν απάτην των δαιμόνων ηφάνισαν. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, έστειλεν ένα ηγεμόνα, Αφειδιανόν ονόματι, ίνα δια παντός τρόπου αφανίση την ευσέβειαν, φθάσας δε εις την Χερσώνα εβασάνισε πολλούς με διάφορα κολαστήρια. Έπειτα ιδών ότι ήσαν άπαντες σύμφωνοι να μαρτυρήσουν και λίαν πρόθυμοι, έβαλεν εις τον νουν του να θανατώση μόνον τον αίτιον. Έδωκε λοιπόν εις τον μακάριον Κλήμεντα δεινά κολαστήρια και πολλά τον επείραξεν. Έπειτα ιδών ότι όσον εκείνος έπασχε περισσότερον, τόσον μάλλον εστερεούντο οι επίλοιποι, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να δέσουν εις τον λαιμόν του άγκυραν και να τον βυθίσουν εις το πέλαγος, δια να μη εύρουν οι πιστοί το τίμιον αυτού λείψανον. Τούτο δε γενομένου ίστατο το πλήθος των Χριστιανών εις το πέλαγος και εθρήνουν ελεεινώς τον διδάσκαλον. Κορνήλιος δε και Φοίβος οι μαθηταί αυτού εφώναζαν πενθούντες απαραμύθητα και προσέαξαν τους λοιπούς να κάμουν όλοι προς τον Θεόν κοινήν παράκλησιν, ίνα εξέλθη εις την γην το λείψανον του Αγίου. Ενώ λοιπόν προσηύχοντο κλαίοντες, εθαυματουργήθη και τότε τέρας εξαίσιον του εν τη Ερυθρά Θαλάσση υπό Μωϋσέως τελεσθέντος παραδοξότερον. Και σύρεται μεν οπίσω η θάλασσα στάδια είκοσι, προσελθόντες δε δια ξηράς οι Χριστιανοί (ω της αρρήτου σου, Χριστέ, και παντοδυνάμου δυνάμεως!) ευρίσκουσι λίθον μέγαν πεπελεκημένον ως Εκκλησίαν και κατεσκευασμένον από την απόρρητον του Θεού σοφίαν με τέχνην εξαίσιον. Μέσα εις τον αχειροποίητον αυτόν Ναόν έκειτο λαμπρώς το άγιον λείψανον, πλησίον δε του λίθου έκειτο η βαρυτάτη εκείνη άγκυρα. Θέλοντες δε οι προαναφερθέντες μαθηταί του Αγίου Φοίβος και Κορνήλιος να εγείρουν το άγιον αυτού λείψανον, ήκουσαν ουρανόθεν φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Αφήτέ τον αυτού όπου ο Κύριος θαυμασίως τον ενεταφίασε, με την δύναμιν του οποίου καθ’ έκαστον έτος θέλει σύρεται οπίσω η θάλασσα εις τιμήν και μνήμην αυτού και θα ίσταται ούτως ημέρας επτά, δια να έρχωνται οι πιστοί να εορτάζωσι την πανήγυριν». Ταύτα ακούσαντες εδόξασαν τον Θεόν και ασπασάμενοι μόνον το σεβάσμιον λείψανον, υπέστρεψαν χαίροντες· όχι δε μόνον τότε έγινε τούτο το φρικτόν και θαυμάσιον τεράστιον, αλλά καθ’ έκαστον έτος κατόπιν εις την μνήμην του Ιερομάρτυρος εσύρετο ως άνωθεν είπομεν η θάλασσα, δίδουσα άδειαν εις τους πιστούς να εορτάζωσι την πανήγυριν, εις την οποίαν εγίνοντο μεγάλα θαυμάσια εις όλους τους κακώς έχοντας· όσοι δε έπιναν ύδωρ από το θαλάσιον εκείνο όπερ ήτο εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου, εθεραπεύοντο από πάσαν ασθένειαν. Όθεν εις ολίγον καιρόν έγιναν όλοι Χριστιανοί, όσοι κατοικούσαν εις εκείνα τα μέρη, τοσαύτα και τοιαύτα θαυμάσια βλέποντες. Αλλά ακούσατε και άλλο των προειρημένων παραδοξότερον. Άνθρωπος τις θεοσεβής, έχων ευλάβειαν προς τον Άγιον, επήγε να τον προσκυνήση με την γυναίκα του, έχοντες και εν παιδίον μικρόν εις την συνοδείαν των. Ούτοι εσταμάτησαν εις τον Ναόν του Αγίου ευχόμενοι να πολυχρονίση το τέκνον των και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, όταν έμελλε να στρέψη πάλιν η θάλασσα εις τον τόπον της, έφυγαν οι γονείς του παιδίου με τους άλλους Χριστιανούς βιαστικοί δια να μη τους σκεπάση η θάλασσα και από την σύγχυσιν την πολλήν άφησαν εκεί το παιδίον και δεν εστοχάσθησαν ότι έλειπεν, έως ου εσκέπασαν τον τάφον τα ύδατα και τότε ζητούντες αυτό αντελήφθησαν ότι έμεινεν εις τον Ναόν του Αγίου. Όθεν μεγάλως και πολύ κλαύσαντες, επέστρεψαν εις την οικίαν των· και τότε ιδόντες τα ομάτια του φιλτάτου παιδός παντέρημα, ηύξησαν μάλλον τον θρήνον και εκόπτοντο απαραμύθητα. Όταν δε ήλθε πάλιν τον άλλον χρόνον η πανήγυρις του Αγίου, επήγαν και αυτοί να ερευνήσουν, μήπως και εύρουν τα οστά του αγαπημένου τέκνου των. Υπεχώρησαν λοιπόν πάλιν τα ύδατα κατά το σύνηθες και έδραμον πρότερον από όλους εις τον θεόκτιστον Ναόν εκείνον του Ιερομάρτυρος και φθάσαντες εκεί βλέπουσι το παιδίον (μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!) όπερ ίστατο πλησίον του Αγίου αγαλλόμενον. Ταύτα βλέποντες οι γονείς του παιδίου πρώτον μεν είχον αμφιβολίαν, μήπως και ήτο φάντασμα το φαινόμενον. Έπειτα κυττάζοντες επιμελέστερα, εγνώρισαν ότι εκείνο ήτο κατά αλήθειαν. Ενηγκαλίσθησαν λοιπόν αυτό και κατεφίλουν γλυκύτατα, από δε την πολλήν των χαράν εδάκρυζον. Έπειτα το ηρώτησαν ακριβώς τις το έτρεφε τόσον καιρόν και το εφύλαττεν εις την θάλασσαν από τους ιχθείς αβλαβές. Το δε παιδίον έδειξε δακτυλοειδώς τον Άγιον λέγον· «Ούτος με έτρεφεν επιμελώς και αβλαβή διεφύλαττε». Τότε οι γονείς, μεταβάλλοντες την προτέραν λύπην εις αγαλλίασιν, ηυχαρίστουν τον Κύριον λέγοντες· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού», και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, αφού ετέλεσαν την εορτήν χαρμοσύνως, επέστρεψαν εις την οικίαν των, έχοντες συνοδοιπορούντα εκείνον όπερ ενόμιζον ιχθύων και άλλων ζώων θαλασσίων βρώμα γενόμενον και ούτε καν τεμάχιον οστού είχον ελπίδα να εύρωσι. Τοιουτοτρόπως ο Βασιλεύςτων βασιλευόντων Χριστός, ο κοινός απάντων Δεσπότης, τιμά τους δούλους του, όσοι δηλονότι εκακοπάθησαν δι’ αγάπην του και τους δοξάζει εις τούτον τον κόσμον με τοιαύτα φρικτά θαυμάσια και εις τον μέλλοντα πάλιν τους κάμνει συγκληρονόμους της αιωνίου Βασιλείας Του. Ης γένοιτο επιτυχείν και ημάς τη αυτού φιλανθρωπία και Χάριτι. Μεθ’ ου τω Πατρί δόξα άμα τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου